Posts Tagged ‘Μπαμιγιάν’

Εγκλήματα κατά της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς

17 Φεβρουαρίου, 2010

  

Διακόπτοντας, λίγο πριν την ολοκλήρωσή της, την αφήγηση της νορμανδικής εποποιίας στην Κάτω Ιταλία, σειρά έχει ένα θέμα που μοιραία θα προκαλέσει αντιδράσεις. Ο στόχος δεν είναι άλλος από το να καταρριφθεί ακόμη ένα στερεότυπο, να καταδειχθεί η ανάγκη μιας πιο αντικειμενικής θεώρησης των ιστορικών γεγονότων, μακριά από αγιογραφικές παρουσιάσεις και ιδεοληψίες. Το «πρόβλημα» έγκειται, αφενός, στο ότι στόχος της παρούσας ανάρτησης (που επιλέχτηκε ενδεικτικά, αλλά όχι και τυχαία) είναι η «Αγία Γαλλική Επανάσταση», δηλαδή ένα ιστορικό γεγονός που παρουσιάζεται συνήθως ως η ολοκλήρωση μιας κοινωνικής και πνευματικής διαδικασίας η οποία καθόρισε σε μεγάλο βαθμό τις αντιλήψεις της εποχής μας και της κληροδότησε μια σειρά από κατακτήσεις. Ένα ιστορικό γεγονός για το οποίο ο μέσος άνθρωπος έχει μια απολύτως θετική εικόνα. Το «πρόβλημα» έγκειται , αφετέρου, στο ότι ο ρόλος του θύματος ανήκει εν προκειμένω στη χριστιανική Εκκλησία. Τον τελευταίο καιρό οι συζητήσεις σχετικά με καταστροφές πολιτιστικών μνημείων αφορούν περιπτώσεις στις οποίες ο χριστιανισμός είχε ρόλο θύτη (όπως ας πούμε στην περίπτωση των, ιστορικά απολύτως εξακριβωμένων, καταστροφών που υπέστησαν τα μνημεία της αθηναϊκής Ακρόπολης κατά τους πρώτους αιώνες μετά την επικράτηση του χριστιανισμού). Να, όμως, που και η χριστιανική Εκκλησία έχει το μερίδιό της ως παθούσα στον μακρύ κατάλογο των καταστροφών μνημείων και έργων τέχνης, καταστροφές τις οποίες προκάλεσε το πνευματικό τέκνο του Διαφωτισμού, η επανάσταση που διακήρυξε τα δικαιώματα του ανθρώπου. 

 Σκηνή 1η – Μπρυζ, Φλάνδρα: Μόλις έχουμε φτάσει στο ξενοδοχείο «Κράουν Πλάζα», στην ιστορική πλατεία Μπουργκ (τη δεύτερη σε σπουδαιότητα πλατεία της πόλης μετά την πολύβουη Μαρκτ). Το είχα διαβάσει και νωρίτερα στους τουριστικούς οδηγούς, αλλά μου το θύμισε η πινακίδα που πληροφορούσε για τις ώρες κατά τις οποίες είναι δυνατό να επισκεφτούν το υπόγειο του ξενοδοχείου όσοι δεν διαμένουν σ’ αυτό. Οι αίθουσες του υπογείου παρουσιάζουν την ιδιαιτερότητα να στεγάζουν ό,τι έχει απομείνει από τον πάλαι ποτέ καθεδρικό της Μπρυζ : ωραιότατες γοτθικές αψίδες, μερικοί πέτρινοι τοίχοι, λίγες τοιχογραφίες. Βγαίνοντας από το ξενοδοχείο μια λιτή πινακίδα πάνω στην πλατεία μας πληροφορεί ότι «εδώ βρισκόταν κάποτε ο καθεδρικός ναός του Αγίου Δονατιανού ο οποίος καταστράφηκε το 1799″. Από ποιόν άραγε; Όσοι σκέφτηκαν κάποια φυσική καταστροφή ας ανοίξουν τα βιβλία Ιστορίας: το 1795, μετά τις νίκες της στα πεδία των μαχών (Ζεμάπ, 1792, και Φλερύς, 1794), η Πρώτη Γαλλική Δημοκρατία προσαρτά τις, μέχρι τότε, αυστριακές Κάτω Χώρες και την Ηγεμονία της Λιέγης. Πάγια πολιτική της επαναστατικής Γαλλίας (σε ιδεολογικό τουλάχιστον επίπεδο, γιατί για το πρακτικό θα τα πούμε στη συνέχεια) είναι η καταστροφή οποιουδήποτε κτιρίου ή αντικειμένου μπορεί να θεωρηθεί θρησκευτικό σύμβολο και δεν επιδέχεται μετατροπή ως προς τη χρήση του. Η πολιτική αυτή θα εφαρμοστεί και στις προσαρτημένες Κάτω Χώρες. Για τη Μπρυζ αυτό θα έχει ως συνέπεια την απώλεια πολλών μνημείων και έργων τέχνης. Και, φυσικά, την απώλεια του καθεδρικού ναού της, ο οποίος θα κατεδαφιστεί από τις γαλλικές δυνάμεις. 

Σκηνή 2η – Λιέγη, Βαλλονία: Στο κέντρο της πόλης της Λιέγης, δίπλα ακριβώς στα ανάκτορα των επισκόπων-ηγεμόνων που διοίκησαν την περιοχή για οχτώ αιώνες, βρίσκεται η αχανής πλατεία Σαιν-Λαμπέρ. Όλα ωραία, αλλά πού ακριβώς βρίσκεται ο καλός Άγιος Λαμβέρτος, επίσκοπος του Μάαστριχτ; Το μαντέψατε! Το 1795, όταν η πόλη είναι πρωτεύουσα του γαλλικού νομού του Ουρτ, οι γαλλικές δυνάμεις, συνεπικουρούμενες από τους Βέλγους ομοϊδεάτες τους και τον ντόπιο όχλο κατεδάφισαν τον μέχρι τότε καθεδρικό ναό της πόλης και δεν άφησαν κολυμπηθρόξυλο. Σήμερα μπορεί να δει κανείς κάποια απομεινάρια του ναού κάτω από την πλατεία. Βέβαια, πρόκειται για ερείπια του αρχικού ναού που χτίστηκε στα τέλη του 10ου αιώνα. Οι δυνάμεις της επανάστασης έκαναν επαγγελματικά τη δουλειά τους: από τον ναό στην τελική μορφή του δεν έμεινε ουσιαστικά τίποτε. Θα αναρωτηθεί κανείς γιατί την πλήρωσε ο ναός, χώρος λατρείας για τους πιστούς και έργο τέχνης για τους υπόλοιπους, και όχι τα ανάκτορα των επισκόπων. Στόχος της επανάστασης δεν θα έπρεπε να είναι η εξουσία του κλήρου; Την εξήγηση τη δώσαμε ήδη: η επανάσταση δεν είχε κανένα πρόβλημα με ένα οικοδόμημα που επιδεχόταν μετατροπή χρήσης. Άλλωστε, αναφερόμαστε σε χώρο άσκησης κοσμικής πρωτίστως εξουσίας, όπου οι δυνάμεις της νέας τάξης είχαν τη δυνατότητα να υποκαταστήσουν την παλιά.  

  

Σκηνή 3η και 4η – Κλυνύ και Σιτώ, Βουργουνδία: Στα χρόνια του Μεσαίωνα, η γαλλική Βουργουνδία αποτελεί το κέντρο του δυτικού μοναχισμού. Το αββαείο του Κλυνύ, στα νότια της περιοχής, γνωρίζει ταχύτατη ανάπτυξη μετά την ίδρυσή του από τον Γουλιέλμο της Ακυιτανίας (910). Αποκτά φήμη ως σύμβολο αυστηρής τήρησης του Κανόνα του Αγίου Βενεδίκτου. Οικονομική ισχύ χάρη στις δωρεές και σε μια επιθετική πολιτική αγορών. Πολιτική δύναμη ελέγχοντας αναρίθμητες μονές και εκλέγοντας πάπες από τις τάξεις του. Τον 12ο αιώνα ολοκληρώνεται στο Κλυνύ η οικοδόμηση του ναού των Αγίων Πέτρου και Παύλου. Ο ναός ήταν ο μεγαλύτερος στη δυτική χριστιανοσύνη μέχρι την ανέγερση της βασιλικής του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη (160ς αιώνας). 

Ο πλούτος και η ισχύς των Βενεδικτίνων του Κλυνύ οδηγούν πολλούς στο συμπέρασμα ότι το μεγάλο αββαίο της Βουργουνδίας έχει παρεκκλίνει από τα μοναστικά ιδεώδη. Το 1098, ο  Ροβέρτος του Μολέμ ιδρύει λίγο πιο βόρεια, στο Σιτώ (κοντά στη Ντιζόν), το αββαείο  που θα ηγηθεί της προσπάθειας επιστροφής στα πλέον αυστηρά πρότυπα μοναχισμού. Στα χρόνια που ηγούμενος είναι ο Άγγλος Στέφανος Χάρντινγκ (1109-1134) το Σιτώ θα αποκτήσει «παραρτήματα» και θα οργανωθεί το τάγμα των Κιστερκιανών μοναχών. Από το Σιτώ θα αναδειχθεί και ο Άγιος Βερνάρδος, μια από τις σημαντικότερες πνευματικές μορφές του δυτικού Μεσαίωνα (όσο κι αν η αυστηρότητα και ο συντηρητισμός του δεν τον καθιστούν σε μας τόσο συμπαθή), ο οποίος θα ιδρύσει τη μονή του Κλερβώ, στη γειτονική Καμπανία. 

Τα δύο αυτά κέντρα μοναστικής μεταρρύθμισης θα έχουν παρόμοια τύχη στα χρόνια της επανάστασης. Το Κλυνύ θα κλείσει το 1791. Θα υποστεί τους πρώτους βανδαλισμούς, ενώ θα αρχίσει και η λεηλασία των θησαυρών του και η καταστροφή των αρχείων του. Το 1793 θα καταστραφεί το νεκροταφείο του αββαείου: οι επιτύμβιες πλάκες των μνημάτων των μοναχών θα πωληθούν σαν οικοδομικά υλικά. Το 1798, τα οικοδομήματα του συγκροτήματος θα πωληθούν από το Δημόσιο σε έναν εργολάβο από τη Μακόν, ο οποίος θα κατεδαφίσει τον ναό των Αγίων Πέτρου και Παύλου, όπως και τα περισσότερα από τα υπόλοιπα κτίρια. Σήμερα δεν σώζεται ούτε το ένα πέμπτο του μοναστικού συγκροτήματος. Χάθηκαν επίσης αμέτρητα έργα τέχνης, χειρόγραφα μεγάλης αξίας, καθώς και αρχεία που περιείχαν ανεκτίμητα στοιχεία που θα συνέβαλαν στην ακριβέστερη γνώση και την καλύτερη κατανόηση της Ιστορίας του Μεσαίωνα. Ο χαρακτηρισμός έγκλημα κατά της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς είναι λίγος  για να αποδώσει αυτό που συνένη στο Κλυνύ. 

Το Σιτώ στάθηκε λίγο πιο τυχερό. Το 1791 πωλήθηκε σε κερδοσκόπους οι οποίοι κατεδάφισαν κτίρια και λεηλάτησαν τους θησαυρούς του (π.χ. τα ξύλινα μέρη του εκκλησιαστικού οργάνου του ναού πουλήθηκαν σαν καυσόξυλα). Η βιβλιοθήκη της μονής (με τουλάχιστον 10.000 χειρόγραφα) κατασχέθηκε από το γαλλικό Δημόσιο: πολλά από τα χειρόγραφα χάθηκαν για πάντα.    

Συμπέρασμα; Δεν είναι στις προθέσεις μας να «δικάσουμε» τη Γαλλική Επανάσταση. Ούτε να αμφισβητήσουμε τη μεγάλη σημασία που έχει ως ιστορικό γεγονός ή την αναντίρρητη συμβολή της στη διαμόρφωση του τρόπου σκέψης και του συστήματος αξιών της σύγχρονης δυτικής κοινωνίας. Καταδεικνύοντας τα εγκλήματα κατά της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς που διαπράχθηκαν στα χρόνια της επανάστασης, με πραγματική αιτία ή απλό πρόσχημα το γεγονός ότι έργα τέχνης συνδέονταν με τη θρησκευτική λατρεία, υπενθυμίζουμε τα αυτονόητα που έχουμε την τάση να λησμονούμε: (1) ουδείς αναμάρτητος (πόσο μάλλον η Γαλλική Επανάσταση για τη γούνα της οποίας υπάρχουν κι άλλα ράμματα), (2) τα ιστορικά γεγονότα δεν υπακούουν στις απλουστεύσεις και διαψεύδουν πάντα τις, συχνότατα ιδεοληπτικές, θεωρητικές κατασκευές. Η περίοδος της Γαλλικής Επανάστασης που συνοδεύεται από την εικόνα της επικράτησης των ιδεών του Διαφωτισμού και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων βαρύνεται με μερικές από τις χειρότερες πράξεις φανατισμού, βανδαλισμού και καταστροφής πολιτιστικών μνημείων. 

Εύλογα θα αντιτείνει κανείς ότι υποκύπτουμε στον συνήθη πειρασμό να κρίνουμε τα γεγονότα του παρελθόντος με τα κριτήρια της σύγχρονης εποχής. Ο ισχυρισμός είναι εν μέρει βάσιμος: στο τέλος του 18ου αιώνα δεν επικρατούν οι σύγχρονες αντιλήψεις σχετικά με την προστασία των έργων τέχνης και της πνευματικής κληρονομιάς. Ωστόσο, έχουν ήδη αρχίσει να διαμορφώνονται. Το πρόβλημα είναι ότι τα κριτήρια της εποχής εκείνης για το τί αξίζει να προστατευθεί ενέχουν διακρίσεις: η ρωμαϊκή και ελληνική αρχαιότητα (ίσως ακόμα και η αιγυπτιακή) και η εμπνεόμενη από την κλασική αρχαιότητα Αναγέννηση τα πληρούν. Όχι όμως και ο «παρακατιανός» Μεσαίωνας, τα έργα τέχνης του οποίου έχουν στην πλειονότητά τους την ατυχία να συνδέονται λειτουργικά με τη θρησκευτική λατρεία. 

 Τί διαφοροποιεί, όμως, τις πρακτικές της Γαλλικής Επανάστασης από πράξεις θρησκευτικού φανατισμού, όπως η πρόσφατη καταστροφή των ελληνοβουδιστικών αγαλμάτων στο  Μπαμιγιάν του Αφγανιστάν (2001); Η καταστροφή από τους Ταλιμπάν είναι μια τυπική πράξη θρησκευτικού φανατισμού: εξαλείφω αυτό που πιστεύω ότι αντιβαίνει στις φονταμενταλιστικές θρησκευτικές μου αντιλήψεις χωρίς να λάβω υπόψη την εγγενή αξία του ως έργου τέχνης και το γεγονός ότι αποτελεί σημαντικό στοιχείο της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς. Βεβαίως, και στις καταστροφές της επανάστασης ενυπάρχει σε πρώτο επίπεδο το στοιχείο του τυφλού φανατισμού (για κάποιους τουλάχιστον από τους φυσικούς αυτουργούς). Συνδυάζεται όμως με τον χαρακτηριστικό δυτικό ορθολογισμό (για να μη πούμε ότι καθοδηγείται από αυτόν). Το έργο τέχνης που αποτελεί στόχο του επαναστατικού καθεστώτος αντιμετωπίζεται ως αντικείμενο ενδεχόμενης οικονομικής εκμετάλλευσης και ως πηγή κέρδους: αν μπορεί να χρησιμοποιηθεί θα διατηρηθεί (ανάκτορο των επισκόπων της Λιέγης). Αν όχι, θα επιλεγεί για να καταστραφεί, όχι όμως «άναρχα». Θα αποτελέσει αντικείμενο πλειστηριασμού, έτσι ώστε να φέρει κέρδος στο δημόσιο ταμείο (μονές της Βουργουνδίας). Στη διαδικασία μπορεί να επιτρέψουμε στον όχλο να προβεί σε κάποιες ελεγχόμενες λεηλασίες (όπου θα την πληρώσουν βιβλία και έγγραφα αρχείων). Τα φιλέτα από οικονομική άποψη, πάντως, θα τα διαχειριστεί το κράτος. 

Και μια κι αναφερθήκαμε σε κέρδος και οικονομική εκμετάλλευση, ας συζητήσουμε αντί επιλόγου και την ανιστόρητη άποψη σύμφωνα με την οποία η Γαλλική Επανάσταση έθεσε τέλος στα φεουδαρχικά προνόμια, «απελευθερώνοντας» τους αστούς από την καταπίεση των ευγενών. Καταρχάς, η προσπάθεια να παρουσιαστεί η Γαλλία του τέλους του 18ου αιώνα ως… φεουδαρχική κοινωνία αντιβαίνει στις πλέον στοιχειώδεις αρχές της ιστορικής επιστήμης: πρόκειται για μια καπιταλιστική κοινωνία εν τω γίγνεσθαι (ίσως ένα κλικ πίσω από την Αγγλία, αλλά πάντως κοντά στις τεχνολογικές και οικονομικές εξελίξεις), στο πλαίσιο της οποίας η αστική τάξη έχει ήδη σημαντικό ρόλο (έστω και αν νέμεται την οικονομική και, περισσότερο, την πολιτική εξουσία με παρέα). Όσον αφορά τα περιβόητα δικαιώματα και προνόμια των ευγενών, κληρονομιά του «κακού» φεουδαρχικού Μεσαίωνα, αυτά έχουν σε σημαντικό βαθμό πριν από την επανάσταση μεταβιβαστεί σε αστούς, οι οποίοι μεριμνούν σχολαστικά ώστε να καρπώνονται όλα τα οφέλη που συνεπάγονται, χωρίς να δεσμεύονται από τις υποχρεώσεις που βάρυναν τον άρχοντα του Μεσαίωνα. Εξάλλου, η ακίνητη περιουσία και τα οικονομικά και φορολογικά προνόμια του αββαείου του Κλυνύ πωλήθηκαν σε επιχειρηματίες κατόπιν πλειστηριασμού. Υπό το πρίσμα αυτό, οι πρακτικές της Γαλλικής Επανάστασης δεν μοιάζουν να αποτελούν την εκδίκηση των αστών σε βάρος των πρώην καταπιεστών τους. Είναι μια «ευφυής» επιχειρηματική κίνηση με την οποία κάποιοι αστοί επιχειρηματίες ξεφορτώνονται οριστικά και άκοπα τους πρώην συνεταίρους τους για να υφαρπάξουν το μερίδιό τους!