Οι Έλληνες στη Βακτριανή: μέρος Α΄

 

«Εμείς· οι Aλεξανδρείς, οι Aντιοχείς,
 οι Σελευκείς, κ’ οι πολυάριθμοι
 επίλοιποι Έλληνες Aιγύπτου και Συρίας,
 κ’ οι εν Μηδία, κ’ οι εν Περσίδι, κι όσοι άλλοι.
 Με τες εκτεταμένες επικράτειες,
 με την ποικίλη δράσι των στοχαστικών προσαρμογών.
 Και την Κοινήν Ελληνική Λαλιά
 ώς μέσα στην Βακτριανή την πήγαμεν, ώς τους Ινδούς»

Κ. Π. Καβάφης «Στα  200 π.Χ.«

Σημείο συνάντησης λαών και πολιτισμών, η Κεντρική Ασία παρουσιάζει ιδιαίτερο ιστορικό ενδιαφέρον από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Η περιοχή αυτή, με τη μεγάλη γεωγραφική ποικιλομορφία (καθόσον περιλαμβάνει αχανείς στέππες, εύφορες κοιλάδες ποταμών, πανύψηλες οροσειρές και ερημικές εκτάσεις), είναι αρκετά δύσκολο να οριοθετηθεί, δεδομένου ότι έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις σχετικά με τις περιοχές που περιλαμβάνονται σ΄αυτήν. Διευκρινίζουμε, επομένως, ότι για τους σκοπούς της παρούσας σειράς αναρτήσεων, αναφερόμαστε σε μια γεωγραφική περιοχή που αποτελείται από το βορειοανατολικό τμήμα του σύγχρονου Ιράν, το μεγαλύτερο τμήμα των εδαφών που ανήκουν στις 4 από τις 5 πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας (εν προκειμένω: Ουζμπεκιστάν, Τουρκμενιστάν, νότιο Καζακστάν, Τατζικιστάν), το Αφγανιστάν και το βορειοδυτικό Πακιστάν (Μπαλουτσιστάν και κοιλάδα του Ινδού στο Παντζάμπ). Το ενδιαφέρον μας επικεντρώνεται στην έντονη παρουσία του ελληνικού στοιχείου στην περιοχή αυτή κατά την αρχαιότητα. Η εξιστόρηση της παρουσίας αυτής δεν είναι ιδιαίτερα ευχερής, καθώς οι πηγές που έχουμε στη διάθεσή μας παρουσιάζουν αρκετές ελλείψεις. Λείπουν αρκετά αποσπάσματα αρχαίων ιστορικών συγγραμμάτων (ή και ολόκληρα έργα) που υποθέτουμε ότι αναφέρονταν στην ιστορία του ελληνισμού στην αρχαία Κεντρική Ασία. Σε άλλες περιπτώσεις, κάποια συγγράμματα «διασώζονται» χάρη σε συνόψεις και επιτομές που συντάχθηκαν κατά την ύστερη αρχαιότητα ή κατά τα βυζαντινά χρόνια και τα οποία δεν αποτελούν υπόδειγμα συνεπούς ιστορικού συγγράμματος: συχνά διαπιστώνεται σύγχυση μεταξύ προσώπων και γεγονότων. Επομένως, οι βασικές πηγές για τους σύγχρονους ιστορικούς είναι τα αρχαιολογικά ευρήματα, μεταξύ των οποίων επιγραφές και κυρίως νομίσματα. Μόνο που έχουμε νομίσματα διπλάσιων ηγεμόνων από αυτούς που αναφέρουν τα αρχαία ιστορικά συγγράμματα και μπορούμε να κάνουμε μόνο υποθέσεις (περισσότερο ή λιγότερο επισφαλείς) για τη δράση του κάθε ηγεμόνα και τον χώρο κυριαρχίας του. Τα προβλήματα αυτά δεν στάθηκαν εμπόδιο για τη συγγραφή ορισμένων ιδιαίτερα συναρπαστικών βιβλίων Ιστορίας. To 1938, ο Βρετανός ιστορικός Γουίλιαμ Γούντθορπ Ταρν δημοσίευε το μνημειώδες έργο του «The Greeks in Bactria & India» (Cambridge University Press, 2η έκδ. 1951, 3η αναθεωρημένη 1997), στο οποίο σκιαγραφούσε το πορτρέτο ενός δυναμικού και κατακτητικού σε όλα τα επίπεδα ελληνισμού. Βεβαίως, διαβάζοντας το βιβλίο του Ταρν δημιουργείται η εντύπωση ότι δεν μας λείπει απολύτως τίποτε σε επίπεδο πηγών: ο Βρετανός ιστορικός κατάρτισε πλήρεις καταλόγους των ελληνιστικών δυναστειών της Κεντρικής Ασίας (με βασιλείς, συμβασιλείς και αντιβασιλείς), στηριζόμενος αποκλειστικά στις υποθέσεις του, οι οποίες είναι, κατ’ ανάγκη, σε μεγάλο βαθμό αυθαίρετες. To 1957, ο Ινδός ιστορικός A. K. Narain δημοσίευε το βιβλίο «The Indo-Greeks» (4η αναθεωρημένη και συμπληρωμένη έκδοση 2003, B.R. Publishing), με το οποίο επιχειρούσε να αντικρούσει τις θεωρίες του Ταρν, παρουσιάζοντας το ελληνικό στοιχείο να δέχεται εντονότατες επιρροές από τους πανάρχαιους πολιτισμούς της περιοχής, τον ιρανικό και, κυρίως, τον ινδικό. Ακολουθώντας τη μέση οδό, Γάλλοι ιστορικοί όπως ο Edouard Will και ο Paul Bernard προσπάθησαν να προβούν σε μια πιο νηφάλια θεώρηση, βασιζόμενοι στα ιστορικά και αρχαιολογικά στοιχεία και επισημαίνοντας τις αβεβαιότητες και τις απορίες του σύγχρονου ιστορικού. Μετά τις σημαντικές ανακαλύψεις των τελευταίων πενήντα χρόνων (η μεγάλη ελληνιστική πόλη στην τοποθεσία Άι Χανούμ του Αφγανιστάν, οι ελληνιστικές επιγραφές της Αλεξάνδρειας της Αραχωσίας-Κανταχάρ) και παρά τα προβλήματα που δημιουργεί η πολιτική αστάθεια στην περιοχή είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε πολλά πράγματα για τον τρόπο ζωής και σκέψης αυτών των Ελλήνων που βρέθηκαν τόσες χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από τη μητρόπολη. Ας δούμε όμως την ιστορία από την αρχή.     

Η Κεντρική Ασία ως τμήμα της περσικής αυτοκρατορίας: Ήδη από τα τέλη της δεύτερης χιλιετίας π.Χ., το μεγαλύτερο μέρος της περιοχής κατοικείται από ιρανικούς πληθυσμούς. Για τον λόγο αυτό θα αναφερθεί στη συνέχεια και ως ανατολικό Ιράν (με τη διευκρίνιση ότι δεν θα πρέπει να υπάρξει σύγχυση με το ανατολικό κομμάτι του σημερινού κράτους του Ιράν). Η περιοχή αποτελεί από πολύ νωρίς (τέλος 6ου αι. π.Χ.) μέρος της περσικής αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών, οι οποίοι την οργανώνουν διοικητικά σε σατραπείες: χρησιμοποιώντας τα ελληνικά ονόματα που καθιερώθηκαν για αυτές, πρόκειται για τη Βακτριανή (σημερινό νότιο Ουζμπεκιστάν και Τατζικιστάν, βορειοδυτικό Αφγανιστάν), τη Μαργιανή (τα εδάφη της οποίας συμπίπτουν σε μεγάλο βαθμό με το σύγχρονο Τουρκμενιστάν), τη Δραγγιανή (ανατολικό Ιράν και περιοχή του Σεϊστάν στο βορειοδυτικό Αφγανιστάν), την Παρθία-Υρκανία (βόρειο-βορειοανατολικό Ιράν), τη Σογδιανή (βόρειο Ουζμπεκιστάν και Τατζικιστάν), την Αρία (ανατολικό Χορασάν στο σημερινό Ιράν και περιοχή του Χεράτ στο Αφγανιστάν), τους Παροπαμισάδες (περιοχή που περιελάμβανε το μεγαλύτερο μέρος της οροσειράς του Χιντού Κους, του Ινδικού Καυκάσου των Ελλήνων, με τις περιοχές της Καμπούλ και του Μπαγκράμ στο Αφγανιστάν) και την Αραχωσία (νότιο Αφγανιστάν και βορειοδυτικό Πακιστάν). Στα νότια της Αραχωσίας βρίσκονταν οι τρεις σατραπείες της κοιλάδας του Ινδού, μέγιστο όριο της επέκτασης του κράτους των Αχαιμενιδών και χώρος συνύπαρξης Ιρανών και Ινδών. Η σημασία των σατραπειών της Κεντρικής Ασίας είναι μεγάλη για την περσική αυτοκρατορία: στρατηγική, αφενός, μια και το βόρειο τμήμα της περιοχής ταυτίζεται με τα σύνορα της αυτοκρατορίας, πέρα από τα οποία ζουν διάφορα νομαδικά σκυθικά φύλα, επίσης ιρανικής καταγωγής (Σάκες, Μασσαγέτες, Δάχες, Πάρνοι). Αφετέρου, οι σατραπείες αυτές αποτελούν για την αυτοκρατορία πηγή οικονομικού πλούτου, δεξαμενή στρατολογήσιμου ανθρώπινου δυναμικού και δίαυλο εμπορικής επικοινωνίας με την Ινδία. Η Βακτριανή ειδικότερα γνωρίζει σημαντική ανάπτυξη: η πρωτεύουσά της, τα Βάκτρα, καθίσταται μεγάλο αστικό κέντρο. Δεν είναι τυχαίο ότι, σύμφωνα με μια πολύ ισχυρή παράδοση, ο Ζωροάστρης έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στα Βάκτρα. Ούτε ότι ο πατέρας του Δαρείου Α΄, ο Υστάσπης, υπήρξε σατράπης της Βακτριανής (ακόμη και βασιλεύοντος του γιου του).

Για τους περισσότερους η ελληνική παρουσία στην περιοχή αρχίζει με την κατάκτησή της από τον Μέγα Αλέξανδρο. Εντούτοις, η πλειονότητα των ιστορικών και αρχαιολόγων είναι πεπεισμένη ότι, τουλάχιστον, στη Βακτριανή ζούσαν Έλληνες και πριν από τη μακεδονική κατάκτηση. Η ύπαρξη ελληνικών παροικιών σε διάφορα σημεία της περσικής αυτοκρατορίας είναι ιστορικά διαπιστωμένη: η άσκηση εμπορικών δραστηριοτήτων, η ανάγκη της αχαιμενιδικής διοίκησης για εξειδικευμένους τεχνίτες ή καλιτέχνες, οι εκτοπίσεις έφεραν ελληνικούς πληθυσμούς στα αστικά κέντρα της αυτοκρατορίας. Κάποιοι από αυτούς τους Έλληνες πρέπει να βρέθηκαν και στις ανατολικές σατραπείες, συγκροτώντας κοινότητες οργανωμένες με βάση τα πρότυπα της πατρίδας τους. Γνωρίζουμε, για παράδειγμα, ότι Έλληνες από την Κυρηναϊκή εκτοπίσθηκαν στη Βακτριανή, ενώ κάποιοι Μιλήσιοι ίσως είχαν εκτοπισθεί, μετά την καταστολή της εξέγερσης των ιωνικών πόλεων, στη Σογδιανή. Η εκστρατεία του Αλέξανδρου, πάντως, μεταβάλλει ριζικά την κατάσταση του ελληνισμού της Κεντρικής Ασίας γιατί θα τον καταστήσει πολιτικά κυρίαρχο στοιχείο της περιοχής και, συνακόλουθα, θα τον ενισχύσει πληθυσμιακά.

Η κατάκτηση της Κεντρικής Ασίας από τον Μ. Αλέξανδρο: ο Αλέξανδρος περνά στις ανατολικές σατραπείες ακριβώς στο χρονικό σημείο που μια συνωμοσία σατραπών – στην οποία κυρίαρχο ρόλο είχε ο Βήσσος, σατράπης της Βακτριανής -, ανατρέπει και τελικά δολοφονεί τον Δαρείο Γ΄ στην Υρκανία (καλοκαίρι του 330 π.Χ.). Ο Βήσσος αυτοανακηρύσεται Μέγας Βασιλεύς με το όνομα Αρταξέρξης. Η εξέγερση του Σατιβαρζάνη, σατράπη της Αρίας τον οποίο ο Αλέξανδρος είχε διατηρήσει στη θέση του, καθυστερεί τον Μακεδόνα και επιτρέπει στον Βήσσο να στρατολογήσει σημαντικές δυνάμεις στη Βακτριανή. Ο Αλέξανδρος όμως αντεπιτίθεται από τους Παροπαμισάδες και αναγκάζει τον Βήσσο να εγκαταλείψει τα Βάκτρα και να υποχωρήσει πέρα από τον Ώξο ποταμό (σημ. Αμού Νταρυά). Η διαφαινόμενη ήττα οδηγεί τους άλλους συνωμότες να προδώσουν τον Βήσσο και να τον παραδώσουν στον Μακεδόνα κατακτητή (329). Ωστόσο, ο θάνατος του Βήσσου δεν συνεπάγεται και το τέλος της ιρανικής αντίστασης, της οποίας την αρχηγία αναλαμβάνει πια ο Σπιταμένης, σατράπης της Σογδιανής. Η κατάκτηση της περιοχής θα αποδειχθεί για τον Αλέξανδρο ιδιαίτερα δυσχερής, χρονοβόρα (θα κρατήσει δύο χρόνια) και με πολλές απώλειες: οι κατακτητές θα αντιμετωπίσουν έναν πραγματικό ανταρτοπόλεμο, στις μεθόδους του οποίου δεν είναι συνηθισμένοι, σε μια δύσβατη περιοχή με διάσπαρτα οχυρά που πρέπει να πολιορκήσουν και να καταλάβουν ένα προς ένα. Τελικά η αντίσταση θα καμφθεί: ο Σπιταμένης θα προδοθεί και θα δολοφονηθεί από τους Σκύθες μισθοφόρους του. Ο πληθυσμός θα υποταγεί, τρομοκρατημένος από τις βιαιοπραγίες των Μακεδόνων. Η αλλαγή καθεστώτος θα σφραγιστεί από ένα συμβολικό γεγονός, τον γάμο του Αλέξανδρου με τη Ρωξάνη, κόρη του Ιρανού ευγενούς Οξυάρτη (327): επρόκειτο ασφαλώς για πράξη πολιτικού χαρακτήρα με σκοπό να σηματοδοτήσει τη συμφιλίωση και τη συνεργασία μεταξύ νέας και παλαιάς άρχουσας τάξης. Η προσπάθεια για μια νέα διοικητική οργάνωση των κατακτημένων περιοχών θα έχει ως συνέπεια την ίδρυση μιας σειράς πόλεων, οργανωμένων σύμφωνα με τα ελληνικά πρότυπα (Αλεξάνδρεια της Αραχωσίας/ σημ. Κανταχάρ, Αλεξάνδρεια της Αρίας/ Χεράτ, Αλεξάνδρεια του Καυκάσου – στους Παροπαμισάδες -, Αλεξάνδρεια η Εσχάτη – στον ποταμό Ιαξάρτη, τον σημερινό Συρ Νταρυά). Από τις πόλεις αυτές αρκετές είναι απλώς στρατόπεδα για την υπεράσπιση των συνόρων της αυτοκρατορίας. Άλλες, πάλι, είναι πραγματικές πόλεις που θα παίξουν σημαντικό ρόλο στην οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη των περιοχών τους. Σε όλες τις περιπτώσεις η ίδρυση συνοδεύεται από τη σύναψη συνθηκών επιγαμίας, προκειμένου να θεωρούνται έγκυροι οι μικτοί γάμοι μεταξύ Μακεδόνων και ιθαγενών.  Μετά από αυτά, ο Αλέξανδρος μπορεί να προχωρήσει στην πραγματοποίηση του επόμενου σχεδίου του, δηλαδή στην κατάκτηση της κοιλάδας του Ινδού.         

Από τον Αλέξανδρο στους Σελευκίδες: Με τον θάνατο του Αλεξάνδρου, τον Ιούνιο του 323 στη Βαβυλώνα, εξεγέρσεις σημειώνονται σε δύο περιοχές της αυτοκρατορίας. Καμία από αυτές δεν προέρχεται από κάποιον από τους υποτελείς λαούς. Η πρώτη εκδηλώνεται στην κυρίως Ελλάδα: πρόκειται για την αθηναϊκή αντίδραση που θα καταλήξει στον λεγόμενο Λαμιακό Πόλεμο. Η δεύτερη είναι η εξέγερση των Ελλήνων της Βακτριανής. Οπωσδήποτε μεταξύ αυτών καταλέγονται και αρκετοί από τους Μακεδόνες στρατιώτες που αναγκάστηκαν από τον Αλέξανδρο να εγκατασταθούν ως έποικοι στη Βακτριανή. Η εγκατάσταση αυτή αποτελούσε σε αρκετές περιπτώσεις τιμωρία στρατευμάτων που είχαν θεωρηθεί απείθαρχα. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι πολλοί από τους στρατιώτες αυτούς είχαν ήδη στασιάσει και το 325, προσπαθώντας απεγνωσμένα να ξεφύγουν από τις αφιλόξενες για αυτούς εσχατιές της οικουμένης. Η εξέγερση θα κατασταλεί με φοβερές σφαγές από τον Πείθωνα, σατράπη της Μηδίας. Όταν επιστρέψει η ηρεμία στην περιοχή θα αναλάβει τα ηνία της σατραπείας ο Κύπριος Στασάνωρ. Κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων μεταξύ των Διαδόχων, μεγάλο μέρος της ευρύτερης περιοχής θα πρέπει να βρέθηκε για ένα διάστημα υπό τον έλεγχο του Ευμένη του Καρδιανού (αρχιγραμματέα του Αλέξανδρου), το 316 όμως θα καταφέρει να τον αιχμαλωτίσει και να τον εκτελέσει ο Αντίγονος ο Μονόφθαλμος, ο οποίος θα γίνει κύριος των Άνω Σατραπειών (όπως και του μεγαλύτερου μέρους της αυτοκρατορίας). Η ανάκτηση της Βαβυλωνίας από τον Σέλευκο (τέλη 312) σηματοδοτεί την έναρξη μιας μεγάλης προσπάθειας κατάκτησης του συνόλου των ανατολικών σατραπειών: νικώντας τον Αντίγονο σε μια μεγάλη μάχη που πρέπει να δόθηκε μεταξύ του 309 και του 308, ο Σέλευκος καθίσταται κυρίαρχος του ανατολικού Ιράν. Η υπαγωγή της Κεντρικής Ασίας στην αυτοκρατορία των Σελευκιδών θα έχει σημαντική χρονική διάρκεια στις περισσότερες περιοχές. Σε κάποιες άλλες θα αποδειχθεί εξαιρετική εφήμερη. 

Η Αραχωσία υπό ινδική κυριαρχία: Πράγματι, ο Σέλευκος θα αναγκαστεί γρήγορα να αντιμετωπίσει μια σοβαρή απειλή στις νοτιοανατολικές σατραπείες του. Ξεκινώντας από το βασίλειο της Μαγάδας στην κοιλάδα του Γάγγη, με πρωτεύουσα την Παταλιπούτρα (σημερινή Πάτνα στην ινδική πολιτεία Μπιχάρ), ο Σαντραγκούπτα (Σανδρακόττος για τους Έλληνες), πρώτος ηγεμόνας της δυναστείας των Μαουρύα, θα ιδρύσει (322) μια ισχυρή αυτοκρατορία που θα κυριαρχήσει στο μεγαλύτερο τμήμα της Ινδίας και θα επεκταθεί προς τα βορειοδυτικά. Λαμβάνοντας υπόψη τις δυσχέρειες που παρουσίαζε η προσπάθεια εδραίωσης της εξουσίας τους στις παραμεθόριες περιοχές, αλλά και την απειλή ενδεχόμενης αντεπίθεσης του Αντίγονου στα δυτικά του κράτους του, ο Σέλευκος προτίμησε να συνάψει συνθήκη με τον Ινδό ηγεμόνα (περίπου 305 με 303), προβαίνοντας σε σημαντικές εδαφικές παραχωρήσεις: η Αραχωσία, μεγάλο τμήμα των Παροπαμισάδων, η περιοχή της Γκαντάρα, η Γεδρωσία και μέρος της Αρίας πέρασαν στη δικαιοδοσία του Σαντραγκούπτα. Η συνθήκη περιελάμβανε και ρήτρα επιγαμίας, την οποία οι νεότεροι μελετητές ερμήνευσαν με διαφορετικούς τρόπους: για κάποιους, ο όρος αναφέρεται σε ενδεχόμενο δυναστικό γάμο, πιθανώς μεταξύ του Ινδού βασιλιά και κάποιας από τις κόρες του Σέλευκου. Το πιθανότερο είναι, όμως, η ρήτρα επιγαμίας να συνιστούσε αναγνώριση του κύρους των μικτών γάμων. Το αντάλλαγμα που έδωσε ο Σαντραγκούπτα στον Σέλευκο ήταν η παραχώρηση πολεμικών ελεφάντων (Στράβων, βιβλίο ΙΕ΄, 9: «ἔδωκε δὲ Σέλευκος ὁ Νικάτωρ Σανδροκόττῳ, συνθέμενος ἐπιγαμίαν καὶ ἀντιλαβὼν ἐλέφαντας πεντακοσίους»). Οι ελέφαντες του Σαντραγκούπτα θα αποδειχθούν καθοριστικό όπλο για τον Σέλευκο, καθώς είχαν καίρια συμβολή στη συντριπτική νίκη του Σέλευκου και των συμμάχων του (Λυσίμαχου και Κάσσανδρου) κατά του Αντίγονου και του γιου του, του Δημήτριου του Πολιορκητή, στην Ιψό της Φρυγίας (301). Οι καλές σχέσεις μεταξύ των δύο ηγεμόνων αποδεικνύονται και από την αποστολή, μερικά χρόνια αργότερα, του Μεγασθένη ως πρεσβευτή του Σέλευκου στην αυλή του Σαντραγκούπτα. Ο Μεγασθένης έγραψε τα «Ινδικά», έργο που δεν σώθηκε, πλην όμως αποτέλεσε βασική πηγή μεταγενέστερων συγγραφέων. Οι επαφές Ινδών και Ελλήνων σε ανώτατο επίπεδο θα συνεχιστούν. Αν πιστέψουμε, άλλωστε τον Αθήναιο, ο διάδοχος του Σαντραγκούπτα, ο Μπιντουσάρα έγραψε στον Σελευκίδη βασιλέα Αντίοχο Β΄ για να του ζητήσει να του στείλει «κρασί, σύκα και έναν σοφιστή» ! Ο Αντίοχος του απάντησε ότι θα του στείλει μετά χαράς το κρασί και τα σύκα, αλλά όχι και τον σοφιστή μια και οι ελληνικοί νόμοι το απαγορεύουν (Δειπνοσοφισταί, ΙΔ΄, 652-653)       

Το γεγονός ότι τα εδάφη αυτά βρίσκονταν πλέον υπό ινδική κυριαρχία δεν είχε σε καμιά περίπτωση ως συνέπεια την εξαφάνιση του ελληνισμού. Ειδικά στην Αραχωσία το ελληνικό στοιχείο παρέμεινε και γνώρισε ιδιαίτερη ακμή. Οι πιο σημαντικές αποδείξεις ανάγονται στην περίοδο βασιλείας του τρίτου Μαουρύα ηγεμόνα, του Ασόκα (ή Πιγιαντάσσι, για τους Έλληνες Πιοδάσσης, 269/268-232). Αφού με μια σειρά αιματηρών πολέμων επιτυγχάνει τη μέγιστη εδαφική επέκταση της αυτοκρατορίας του, ο Ασόκα ασπάζεται τον βουδισμό και θεωρεί αποστολή της ζωής του τη διάδοση της βουδιστικής διδασκαλίας. Για τον σκοπό αυτό, άλλωστε, ο Ασόκα έστειλε πρεσβευτές σε όλους τους ηγεμόνες των ελληνιστικών βασιλείων της εποχής (Αντίοχο Β΄ Θεό, Πτολεμαίο Β΄Φιλάδελφο, Αντίγονο Γονατά της Μακεδονίας, Μάγα της Κυρήνης και Αλέξανδρο Β΄ της Ηπείρου). Έκφραση της θρησκευτικής πίστης του Ινδού μονάρχη αποτελούν και τα λεγόμενα Διατάγματα του Ασόκα, επιγραφές λαξευμένες σε βράχο που βρέθηκαν σε διάφορα σημεία της αυτοκρατορίας του: μεταξύ αυτών, δύο που βρέθηκαν κοντά στην Αλεξάνδρεια της Αραχωσίας (Κανταχάρ), εκ των οποίων το πρώτο είναι γραμμένο στα ελληνικά, ενώ το δεύτερο είναι δίγλωσσο, γραμμένο στα ελληνικά και τα αραμαϊκά (τα οποία ήταν μάλλον η κυριότερη γλώσσα της διοίκησης των Αχαιμενιδών). Από μόνο του το γεγονός ότι ο Ασόκα επέλεξε να μεταφράσει διάταγματά του στα ελληνικά αποτελεί απόδειξη για το πολυάριθμο και τη σημασία του ελληνικού στοιχείου στην Αραχωσία, το οποίο συνέχισε να αναπτύσσεται και να ακμάζει (και φυσικά να διατηρεί τη γλώσσα του) μολονότι εδώ και μισό αιώνα ήταν αποκομμένο από τις ρίζες του μητρικού πολιτισμού του. Επιπλέον, όπως διαπιστώνουν οι ειδικοί, η ίδια η μετάφραση είναι αξιοπρόσεχτη. Δεν πρόκειται για το έργο κάποιου μεσαίου ή κατώτερου δημόσιου υπάλληλου με μέτρια γνώση της ελληνικής. Ο μεταφραστής πρέπει να ήταν κάποιος μορφωμένος Έλληνας που κατείχε πλήρως τις έννοιες και το λεξιλόγιο της ελληνικής φιλοσοφίας, ώστε να μεταφράσει με ακρίβεια τις αρχές του βουδισμού που περιείχε το ινδικό ή το αραμαϊκό κείμενο. Με δυο λόγια, οι Έλληνες της Αραχωσίας «αποτελούν μια εθνοτική κοινότητα αναγνωρισμένη, προνομιούχα, μορφωμένη και με μεγάλη επιρροή» (Maurice Sartre “Histoires Grecques”, εκδόσεις Seuil, collection L’ univers historique, Παρίσι 2006, ιστορία αριθ. 22 «Un chapiteau sur les bords de l’ Amou-Daria ou Les Grecs en Bactriane et en Inde«, σελ. 235-246, ειδ. σελ. 240).   

Η Κεντρική Ασία υπό τους Σελευκίδες: Όπως επισημαίνει ο Edouard Will («Histoire politique du monde hellénistique», Presses universitaires de Nancy, 2η έκδ. 1979-1982, επανέκδ. Seuil, 2003, τ. Ι. σελ. 263), οι Σελευκίδες αντιμετωπίζουν δύο χρόνια προβλήματα όσον αφορά τη διοίκηση της αχανούς αυτοκρατορίας τους: το ένα είναι «τεχνικό», η διοίκηση και υπεράσπιση απομακρυσμένων σατραπειών. Το άλλο έχει να κάνει με τη διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού της αυτοκρατορίας και αφορά ειδικότερα τη συμβίωση μεταξύ Ιρανών και Ελλήνων. Η αδυναμία τους να επιλύσουν οριστικά τα προβλήματα αυτά αποτελεί και την αιτία της εξασθένησης της κυριαρχίας τους στις ανατολικές σατραπείες και της απώλειας κάποιων από αυτές. Θα ήταν, πάντως, άδικο να κατηγορήσουμε τους Σελευκίδες για αυτή τη σχετική αποτυχία. Η αποστολή τους αυτή μάλλον ξεπερνούσε τις ανθρώπινες δυνάμεις αν ληφθούν υπόψη η έκταση της αυτοκρατορίας, η ανομοιογένεια των περιοχών από απόψεως γεωγραφίας και πληθυσμιακής σύνθεσης, η μορφολογία των εδαφών και το κλίμα, οι συνεχείς απειλές στα δυτικά σύνορα. Ακόμη και το γεγονός ότι επέλεξαν ως πρωτεύουσα την Αντιόχεια του Ορόντη στη Συρία (γιατί ήταν πιο κοντά στο «κέντρο βάρους» της αυτοκρατορίας) και ως συμπρωτεύουσα τη Σελεύκεια του Τίγρη (πιθανώς και για συναισθηματικούς λόγους, καθώς η Βαβυλωνία ήταν η αφετηρία για την κατάκτηση της αυτοκρατορίας) και όχι κάποια πόλη του ευρύτερου ιρανικού χώρου (όπως τα Εκβάτανα της Μηδίας) δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι δεν προσπάθησαν να κρατήσουν υπό τον έλεγχό τους τις Άνω Σατραπείες. Είναι βέβαιο ότι οι Σελευκίδες είχαν σαφώς συνείδηση του γεγονότος ότι αποτελούσαν τη διάδοχη κατάσταση των Αχαιμενιδών (βλ. Amelie Kuhrt, Susan Sherwin-White «From Samarkhand to Sardis: A New Approach to the Seleucid Empire«, University of California Press, 1993). Από τους Μακεδόνες ανώτερους αξιωματικούς που αναγκάστηκαν από τον Αλέξανδρο να πάρουν Ιρανές συζύγους, ο Σέλευκος ήταν ο μόνος που δεν αποκήρυξε στη συνέχεια τη σύζυγό του Απάμα, κόρη του σατράπη της Σογδιανής Σπιταμένη. Κάποια στιγμή μεταξύ 293 και 292, ο Σέλευκος, προκειμένου να χειριστεί καλύτερα τα ζητήματα που αφορούσαν το δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας ονόμασε συμβασιλέα τον γιο του Αντίοχο (τον μετέπειτα Αντίοχο Α΄ τον επονομαζόμενο Σωτήρα) και τον έστειλε να διοικήσει το ανατολικό τμήμα με έδρα, τυπικά, τη Σελεύκεια του Τίγρη. Με δεδομένο ότι τα σημαντικότερα προβλήματα (εισβολές των νομαδικών φυλών του βορρά) αφορούσαν τον ιρανικό χώρο, είναι βέβαιο ότι ο Αντίοχος στα χρόνια της συμβασιλείας με τον πατέρα του διέμεινε για περισσότερο χρονικό διάστημα στη Βακτριανή, έχοντας ως έδρα τα Βάκτρα. Πόσο τυχαίο ήταν το γεγονός ότι ένας Μακεδόνας μονάρχης έστελνε τον γιο, συμβασιλέα και διάδοχό του, μισό Μακεδόνα και μισό Ιρανό, να διοικήσει περιοχές στις οποίες κάποτε ο παπούς του δεύτερου είχε ηγηθεί της ιρανικής αντίστασης κατά των Μακεδόνων; Σε κάθε περίπτωση, η κύρια έγνοια του νεαρού Αντίοχου ήταν η θωράκιση των συνόρων: ο στρατηγός Δημοδάμας διατάχθηκε να περάσει τον Ιαξάρτη και να ενισχύσει τη βορειοανατολική μεθόριο της Σογδιανής. Στο πλαίσιο της επιχείρησης αυτής ιδρύεται η Αντιόχεια της Σκυθίας (πιθανότατα πρόκειται για επανίδρυση της ίδιας πόλης που είχε ιδρύσει ο Αλέξανδρος ως Αλεξάνδρεια Εσχάτη). Σημειώνεται ακόμη η αναγνωριστική επιχείρηση του στρατηγού Πατρόκλου στην περιοχή της Κασπίας, η ίδρυση της Αντιόχειας της Μαργιανής (Μερβ) και η ενίσχυση των οχυρώσεων της Αλεξάνδρειας της Αρίας που μετονομάζεται κι αυτή σε Αντιόχεια.

Όπως προαναφέρθηκε το βασικό ζητούμενο είναι η συνεργασία και αρμονική συμβίωση μεταξύ ιρανικού και ελληνικού στοιχείου. Με βάση τα ιστορικά στοιχεία είναι αδιαμφισβήτητο ότι τόσο ο Σέλευκος Α΄ όσο και ο Αντίοχος Α΄υπήρξαν συνεχιστές της πολιτικής συνεργασίας που είχε εγκαινιάσει ο Αλέξανδρος. Καθ’ όλη τη διάρκεια του 3ου αιώνα π.Χ. υπάρχουν αρκετά παραδείγματα Ιρανών στην ανώτατη διοίκηση και στον στρατό της αυτοκρατορίας. Φυσικά η πολιτική της συνεργασίας των δύο ελίτ δεν ήταν παντού επιτυχής στον ίδιο βαθμό: η αριστοκρατία στην Περσίδα φαίνεται να εκδηλώνει μια προσκόλληση στις ιρανικές παραδόσεις και να επιδεικνύει απροθυμία στη συνεργασία με τους Σελευκίδες. Η Μηδία, αντίθετα, δεν προκάλεσε ποτέ προβλήματα στους Μακεδόνες κυρίους της. Στις ανατολικές σατραπείες, τέλος, η συνύπαρξη ιρανικού στοιχείου και ελληνισμού θα οδηγήσει, υπό την πίεση του κοινού εχθρού, όχι μόνο στην ειλικρινή συνεργασία, αλλά και στη δημιουργία μιας αυθεντικής διαπολιτισμικής κοινωνίας. Είναι βέβαιο ότι η διακυβέρνηση της Κεντρικής Ασίας από τον Αντίοχο συνέβαλε τα μέγιστα στη δημιουργία ομόνοιας και αλληλοσεβασμού μεταξύ Ελλήνων και Ιρανών.

Οι τάσεις αυτές θα ενισχυθούν στη συνέχεια. Η όλο και μεγαλύτερη απειλή των νομάδων, σε συνδυασμό με την αδυναμία των μοναρχών της Αντιόχειας να βοηθήσουν ουσιαστικά τους υποτελείς τους της Κεντρικής Ασίας, λόγω των διαρκών προβλημάτων στη Μικρά Ασία και στη Συρία, θα έχει, αρκετά γρήγορα, ως αποτέλεσμα την αυτονόμηση της Βακτριανής και άλλων γειτονικών περιοχών.  

Ετικέτες: , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , ,

35 Σχόλια to “Οι Έλληνες στη Βακτριανή: μέρος Α΄”

  1. Δύτης των νιπτήρων Says:

    Ρογήρε, ε-ξαι-ρε-τι-κό. Ευχαριστώ!
    Δυστυχώς η Κιργιζία, την οποία επισκέφθηκα τον Αύγουστο, έμεινε εκτός σκηνής για πολλούς αιώνες ακόμα…
    Περιμένω με ανυπομονησία το δεύτερο μέρος!

  2. dokiskaki Says:

    Και από εμένα ένα ευχαριστώ. Εξαιρετική παρουσίαση μιας συναρπαστικής σελίδας (μάλλον, πολλών συναρπαστικών σελίδων) άγνωστης ιστορίας μας. Μας κακ(λ)ομαθαίνεις!

  3. rogerios Says:

    Δύτη και dokiskaki, σας ευχαριστώ πάρα πολύ για τα καλά λόγια!
    Παρεμπ., η σειρά θα ολοκληρωθεί (μάλλον) σε τρία μέρη.
    Όσο για την Κιργιζία ήταν άτυχη: βρίσκεται λίγο πιο ανατολικά/ βορειοανατολικά απ’ ό,τι θα «έπρεπε» (εντάξει, εδώ ολόκληρο Καζακστάν περνά λίγο σαν «τσόντα» στη διήγηση).
    Πάντως, η ιστορία των Ελλήνων της Βακτριανής και των λοιπών στραπειών της Κεντρικής Ασίας δεν είναι ακριβώς άγνωστη. Ως συνήθως, όμως, λείπει η συνθετική, ολοκληρωμένη παρουσίαση (αναρωτιέμαι αν υπάρχει μονογραφία γραμμένη στα ελληνικά), ενώ φυσικά δουλειά δεν γίνεται με το χιλιοστό ρεπορτάζ για τους Καλάς του Πακιστάν ή με ρητορείες εθνικής περηφάνειας. Βέβαια, δεν έχουμε οι Έλληνες καμιά αποκλειστικότητα στην παρουσίαση της ιστορίας μέσα από το πρίσμα του «σύγχρονου έθνους». Δείτε και τη διαμάχη Tarn και Narain στο θέμα μας ακριβώς: οι Έλληνες του Ταρν δεν παραπέμπουν (ως θετικό πρότυπο) στους Βρετανούς αποικιοκράτες; Κι ο Narain, που υιοθετεί μια ινδοκεντρική οπτική γωνία, δεν είναι (έμμεσα ή άμεσα) εκφραστής του ινδικού πατριωτισμού;

  4. Δύτης των νιπτήρων Says:

    Ε, μια ζωή έτσι γράφεται η ιστορία… Αν έχεις χρόνο θα μ’ άρεσε να διάβαζα μια σύνοψη των πηγών που έχουμε· πέρα από επιγραφές και νομίσματα, τι ελληνικά / ινδικά / περσικά (;) χρονικά έχουν σωθεί;
    Έμαθα και μετά από χρόνια ότι είναι Μπαλουτσιστάν και όχι Μπαλουχιστάν.

    • rogerios Says:

      Στο τέλος της σειράς θα επιχειρήσω να συνοψίσω ό,τι ξέρω σχετικά με τις διαθέσιμες πηγές (αν και εδικά από ινδικά και ιρανικά χρονικά μην περιμένεις και πολλά πράγματα, για να μην πω δηλ. μην περιμένεις τίποτε).
      Τώρα, για την προφορά «Μπαλουτσιστάν» αντί «Μπαλουχιστάν», κι εγώ σχετικά πρόσφατα το έμαθα κι ελπίζω να είναι το σωστό (γιατί τα μέρη αυτά δεν έχω ακόμη αξιωθεί να τα επισκεφτώ).

  5. Δύτης των νιπτήρων Says:

    Πάντως η αραβική γραφή στη βίκι έτσι προφέρεται.

  6. π2 Says:

    Εύγε κι από μένα Ρογήρε. Τρία σκόρπια σχόλια:

    – Τις πηγές που αναζητεί ο Δύτης, δεν θα τις βρει. Πέρα από σκόρπια ελληνικά κείμενα δεν υπάρχει σχεδόν τίποτε, πέρα από επιγραφές (που δεν βοηθούν τόσο γιατί λείπει το υφάδι της ιστορικής αφήγησης) και, κυρίως, νομίσματα. Για τα νομίσματα το εγχειρίδιο αναφοράς είναι του Osmund Bopearachchi (με καταγωγή από τη Σρι Λάνκα), Monnaies graeco-bactriennes et indo-grecques. Catalogue raisonné (Παρίσι 1991). Στα ελληνικά υπάρχει μια μετάφραση ενός νομισματικού έργου (Dietrich O. A. Klose, Η ελληνική νομισματοκοπία στη Βακτριανή και την Ινδία). Τις επιγραφές μπορεί να τις βρει κανείς συγκεντρωμένες στο Filippo Canali De Rossi, Iscrizioni dello estremo oriente greco. Un repertorio (Inschriften griechischer Städte aus Kleinasien 65, Βόννη 2004) το οποίο αποδελτιώνονται στη διαδικτυακή συλλογή του PHI.

    – Ασφαλώς οι Σελευκίδες νοιάζονταν για τις άνω σατραπείες. Το πρόβλημα με τους Σελευκίδες είναι πως οι πηγές μας (αλλά και τα ενδιαφέροντά μας) εστιάζονται στις ελληνικές πηγές, το ελληνικό στοιχείο και το δυτικό τμήμα του κράτους τους. Κάποια στιγμή η ελληνοκεντρική αυτή θεώρηση υποχώρησε (σωστά) προς όφελος μιας πιο «αχαιμενιδικής» ματιάς, της οποίας το βιβλίο των Kuhrt και Sherwin-White και οι μελέτες του κύκλου τους ήταν το αποκορύφωμα. Αλλά, όπως γίνεται συνήθως, το εκκρεμές παραπήρε φόρα. Γράφτηκαν και υπερβολές, όπως για παράδειγμα ότι το πραγματικό κέντρο βάρους ήταν η Ανατολή ή ότι στο διοικητικό προσωπικό του βασιλικού μηχανισμού εξουσίας οι Έλληνες ήταν μειοψηφία. Παρόμοιες αντιλήψεις διαψεύδονται από τις πηγές και παρανοούν ένα βασικό στοιχείο των ελληνιστικών βασιλείων: στο μυαλό των αρχαίων δεν υπήρχε καμιά αντίφαση ανάμεσα στη συνειδητή υιοθέτηση των προϋπαρχόντων χαρακτηριστικών της μοναρχίας (αχαιμενιδική αυτοκρατορία για τους Σελευκίδες, φαραωνικό κράτος για τους Πτολεμαίους) και μια εξίσου συνειδητή επιδίωξη νομιμοποίησης της εξουσίας ελληνικώ τω τρόπω (ελληνικός πολιτισμός, στελέχωση του διοικητικού μηχανισμού με Έλληνες, προπαγάνδα στα ελληνικά ιερά, ευεργετισμός προς τις ελληνικές πόλεις).

    – Ο Τάρν είναι όντως χαρακτηριστικός εκπρόσωπος της εποχής του. Ο Αλέξανδρός του είναι το πρότυπο του εκπολιτιστή αποικιοκράτη με αγαθές προθέσεις. Αλλά κάθε εποχή έχει τον Αλέξανδρο που της ταιριάζει.

    • rogerios Says:

      Π2 καλώς όρισες ως σχολιαστής στο ιστολόγιο! Σε ευχαριστώ ιδιαίτερα τόσο για τα καλά λόγια όσο και για τις πολύτιμες πληροφορίες που περιλαμβάνει το σχόλιό σου. Για τις πηγές ειδικά μπορούμε να κάνουμε αναλυτικότερη συζήτηση με την ολοκλήρωση της σειράς. Είναι κρίμα, αλλά δεν έχουμε κανένα χρονικό, κανένα ιστορικό σύγγραμμα από την ευρύτερη περιοχή. Ουσιαστικά μπορούμε να κάνουμε μόνο υποθέσεις για τις ακριβείς πολιτικές και στρατιωτικές ενέργειες τον μοναρχών της ελληνιστικής Βακτριανής, τον τρόπο διακυβέρνησης που εφήρμοσαν, την πληθυσμιακή σύνθεση, την καθημερινή ζωή κ.λπ. Θα το δούμε και στο επόμενο μέρος που θα είναι αφιερωμένο στο ανεξάρτητο βασίλειο της Βακτριανής (ΟΚ, κόβω τα διαφημιστικά).

      Πολύ σωστά επισημαίνεις ότι από το βιβλίο της Κουρτ και της Σέργουιν-Γουάιτ «το εκκρεμές παραπήρε φόρα» (και τολμώ να πω ότι και οι δύο συγγραφείς δεν ήταν αμέτοχες για αυτό): από τη λογική της αποκατάστασης της προφανούς ιστορικής αλήθειας, πήγαμε κάπως στο άλλο άκρο. Αυτό, φυσικά, δεν αναιρεί την αξία του βιβλίου, ούτε της γενικότερης τάσης επαναξιολόγησης του «ιρανικού χαρακτήρα» της αυτοκρατορίας των Σελευκιδών.

      Και πάλι, ευχαριστώ. Το δεύτερο μισό της δεύτερης παραγράφου του σχολίου σου αποτελεί μια πολύ μεστή ανάλυση του θέματος, η οποία με βρίσκει απολύτως σύμφωνο.
      Ελπίζω η συζήτηση να συνεχιστεί.

      • π2 Says:

        Ωπ, δεν είχα δει ότι επίκειται και δεύτερο μέρος, όπου θα γινόταν και η συζήτηση για τις πηγές, σόρυ.

  7. rogerios Says:

    Π2, εγώ σου ζητώ συγγνώμη. Και σ’ αυτό το ποστ αν αναφέρεις όποια βιβλιογραφική παραπομπή θεωρείς χρήσιμη, καλό θα κάνεις. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να δεσμεύεσαι από το δικό μου πλάνο.

  8. andreas Says:

    Εκείνο που δεν έχω καταλάβει στην ιστορία με τη διάχυση του ελληνικού πολιτισμού στα μέρη αυτά, είναι το εξής: πόσο στρατό πια κουβάλησε ο Αλέξανδρος, ώστε να γεμίσει η κεντρική Ασία με Έλληνες, που μάλιστα είχαν και ψηλό πολιτιστικό επίπεδο;

    (Τη φράση «διάχυση του ελληνικού πολιτισμού» μην την πάρετε με την εθνικιστική έννοια).

    • rogerios Says:

      Αντρέα, η απορία σου είναι απολύτως εύλογη. Την είχαν, άλλωστε, διατυπώσει και οι ιστορικοί μελετητές του θέματος. Όμως, όπως μπορείς να διαπιστώσεις και από τη δεύτερη παράγραφο του κυρίως κειμένου της ανάρτησης, στην Κεντρική Ασία υπήρχαν ελληνικές παροικίες ήδη από τα χρόνια της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών. Σ’ αυτές προστέθηκαν οι στρατιώτες που άφησε ο Αλέξανδρος (μόνο για την Αραχωσία οι πηγές μιλούν για περίπου 4.500 άνδρες), οι οποίοι έκαναν οικογένειες (στις περισσότερες περιπτώσεις με Ιρανές). Στη συνέχεια υπάρχει (τουλάχιστον μέχρι τα μέσα του 3ου αι.) συνεχής ροή αποίκων από την κυρίως Ελλάδα. Θα ξαναπώ ότι η αντίληψη που έχουμε για την κινητικότητα των ανθρώπων ως ίδιο της εποχής μας είναι εσφαλμένη: παρά τις δυσκολίες και τα πρωτόγονα για μας μέσα μεταφοράς, οι άνθρωποι ταξίδευαν και μετανάστευαν και στην Αρχαιότητα. Τα (νέα για τον Ελληνισμό) εδάφη των ελληνιστικών βασιλείων προσέφεραν ευκαιρίες για αρκετούς. Από αυτή την άποψη, η άπω ανατολή της αυτοκρατορίας των Σελευκιδών είναι ένα είδος Αμερικής, ένα Φαρ Ουέστ πριν την ώρα του (να με συμπαθάτε για τις υπεραπλουστεύσεις). Και ναι, όλοι αυτοί οι άνθρωποι που είχαν συνηθίσει στον ελληνικό τρόπο ζωής είχαν πνευματικές ανησυχίες. Ανάμεσά τους υπήρχαν φιλόσοφοι και καλιτέχνες, ενώ συχνά μετακαλούσαν ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών από τη Μ. Ασία και την κυρίως Ελλάδα. Όλα αυτά έγιναν σε διάστημα ζωής ας πούμε τριών γενεών. Δεν είναι κάτι το απίθανο, ούτε ιστορικά ασυνήθιστο.

  9. andreas Says:

    Άρα μιλάμε για μετανάστευση μ ε τ ά την ίδρυση των ελληνιστικών βασιλείων; Ναι, αυτό είναι μια εξήγηση… Από την άλλη, μήπως και οι ντόπιοι λαοί έβλεπαν στην ελληνική κουλτούρα (ή τρόπο ζωής, δεν ξέρω) τίποτα τομές με το παρελθόν, κι επομένως την ενστερνίστηκαν; Ή κάτι τέτοιο; Αν ήταν η ώρα της περσικής απολυταρχίας να πεθάνει, σίγουρα η «νέα» κοινωνία θα ήθελε άλλα σύμβολα για την ιδεολογική της ταυτότητα (πχ η Γαλλία με το νεοκλασικισμό).

    Στο κάτω κάτω, δεν επικράτησε ποτέ το ελληνικό στοιχείο.

    • rogerios Says:

      Μιλάμε για πυρήνες ελληνικού πληθυσμού ήδη από τα χρόνια της περσικής αυτοκρατορίας που ενισχύονται με την κατάκτηση από τον Αλέξανδρο και πολλαπλασιάζονται στα χρόνια των Σελευκιδών. Και ναι, οι Έλληνες της Κεντρικής Ασίας δεν είναι κατ’ ανάγκη «φυλετικά» Έλληνες, είναι και πολλοί εξελληνισμένοι Ιρανοί ή Ινδοί (θα δούμε στη συνέχεια και τέτοια παραδείγματα). Ο εξελληνισμός αυτός δεν οφείλεται τόσο στην προσπάθεια απόρριψης της παλιάς τάξης πραγμάτων, γιατί αφορά σε μεγάλο βαθμό και τους Ιρανούς, οι οποίοι ήταν η παλιά άρχουσα τάξη. Νομίζω ότι παίζουν ρόλο τόσο το γεγονός ότι πρόκειται για την κουλτούρα της νέας άρχουσας τάξης (άρα ο εξελληνισμός βοηθά και την κοινωνική άνοδο) όσο και η γοητεία που ασκεί αφεαυτού ο ελληνικός πολιτισμός (αυτό αποδεικνύεται π.χ. στην Αραχωσία, όπου Έλληνες, Ιρανοί και Ινδοί συμβιώνουν υπό ινδική κυριαρχία). Φυσικότατα, υπάρχει και αλληλεπίδραση: δεν είναι δυνατόν να υποστηρίξουμε ότι οι Έλληνες των περιοχών αυτών δεν επηρεάστηκαν από τους ντόπιους πολιτισμούς.
      Επισημαίνεις ότι «δεν επικράτησε ποτέ το ελληνικό στοιχείο». Από άποψη πληθυσμού, σαφώς και όχι, οι Έλληνες ήταν πάντα μειονότητα στην Κεντρική Ασία. Πολιτικά και πολιτιστικά, όμως, και σε συγκεκριμένες περιοχές και χρονικές περιόδους, το ελληνικό στοιχείο υπήρξε κυρίαρχο.

  10. Αθ. Αναγνωστόπουλος Says:

    Ρογήριε, διαβάζω για Έλληνες, Ιρανούς, Ινδούς. Οι αλταϊκοί λαοί που ήσαντε; Οι Τούρκοι ντε! 😉

    • rogerios Says:

      Καλησπέρα!
      Για τους Τούρκους ειδικά ας πούμε ότι η «εθνογένεσή» τους δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί, οπότε δεν πρόκειται να μας απασχολήσουν στην παρούσα σειρά αναρτήσεων. Αν μιλήσουμε γενικά για αλταϊκούς λαούς, βρίσκονται κομμάτι βορειοανατολικά από την περιοχή μας και δεν επηρεάζουν την Κεντρική Ασία κατά τον 3ο αι. π.Χ. Προς το τέλος της σειράς θα μας απασχολήσουν έμμεσα, καθώς αρκετοί υποθέτουν ότι πρέπει να έπαιξαν ρόλο σε (ή και να ξεκίνησαν) ένα ντόμινο μετακινήσεων νομαδικών πληθυσμών που θα επηρεάσει τα βασίλεια της Κεντρικής Ασίας (και τελικά θα τα φάει λάχανο – οι «εκτελεστές», όμως, θα είναι πάλι ιρανικά νομαδικά φύλα). Περισσότερα στο τρίτο μέρος. Αλλά κι εσύ, πολλά ζητάς. Δεν σου φτάνουν Έλληνες, Ιρανοί κι Ινδοί;

  11. andreas Says:

    Είχα την εντύπωση ότι οι λαοί της Κεντρικής Ασίας κράτησαν την κουλτούρα τους, η οποία όμως πήρε ελληνιστικό χρώμα. Κάτι σαν τη γαλλική κουλτούρα στην αρχή του 20ού αιώνα. Θυμάμαι κάτι αναφορές σε αγάλματα Βούδα που είχαν επιρροές από την ελληνιστική τέχνη. Τέλος πάντων, δε μπορούμε να ερμηνεύουμε ιστορία με όρους ιστορίας της τέχνης, το ανάποδο μάλιστα.

    Είπα για την κοινωνία γιατί νομίζω ότι πριν τον Αλέξανδρο υπήρχε στα μέρη αυτά αυτό που λέμε ασιατική απολυταρχία με τους δεσπότες της, ενώ μετά ανέβηκαν οι έμποροι σαν τάξη και η απολυταρχία έμεινε σαν έννοια ή σύμβολο. Εξού και οι Αλεξάνδρειες, Αντιόχειες, κτλ, νέες πόλεις – εμπορικά κέντρα (αν και όχι όλες τώρα που διάβασα το άρθρο).

    Εντούτοις τελικά τί λόγο είχανε να το στρίψουν στο ελληνικό, αν αυτό δεν αντιστοιχούσε σε άλλη κοινωνική πραγματικότητα; Μου φαίνεται δύσκολο να ήταν απλά θέμα γούστου του νικητή.

    Από ερωτήσεις άλλο τίποτα ε; Μάλλον πρέπει να περιμένω και τη συνέχεια!

    • rogerios Says:

      Αντρέα, οι ερωτήσεις είναι πάντα καλοδεχούμενες.
      Θα ήθελα να επισημάνω δύο πράγματα σε σχέση με όσα αναφέρεις:
      1. Η ελληνική κουλτούρα κατά τον 3ο και 2ο π.Χ. αι. είναι σαφώς κάτι περισσότερο από ό,τι η γαλλική για τον 19ο-αρχές 20ού. Πρώτον, επειδή το ελληνικό στοιχείο είναι το κυρίαρχο πολιτικά. Δεύτερον, ακριβώς επειδή είναι παρόν στην περιοχή. Δεν πρόκειται δηλ. απλώς για μια προσπάθεια των ντόπιων να ακολουθήσουν την πιο «ραφιναρισμένη» κουλτούρα (σόρρυ για τις απλουστεύσεις): οι αυθεντικοί εκπρόσωποί της είναι εκεί, ο ελληνικός πολιτισμός καλλιεργείται και επί τόπου.
      Τα αγάλματα του Βούδα με τις ελληνιστικές επιρροές που θυμάσαι είναι (ή μάλλον ήταν) τα κολοσσιαία αγάλματα στο Μπαμιγιάν του Αφγανιστάν, τα οποία κατέστρεψαν οι Ταλιμπάν το 2001 (http://fr.wikipedia.org/wiki/Bouddhas_de_B%C3%A2miy%C3%A2n).
      Τα αγάλματα αυτά φτιάχτηκαν σε μια εποχή (μάλλον 5ος-6ος αι. μ.Χ.) που οι Έλληνες έχουν πάψει εδώ και αιώνες να κυριαρχούν πολιτικά στην περιοχή. Οι όποιοι Έλληνες παρέμειναν έχουν πια αφομοιωθεί εντελώς από τους ντόπιους. Οι δημιουργοί τους ήταν κατά πάσα πιθανότητα οι Κουσάν (Τοχάριοι), απόγονοι των Ιρανών νομάδων που κατέστρεψαν τα ελληνιστικά βασίλεια της περιοχής. Οι εμφανείς ελληνιστικές επιρροές είναι η απόδειξη της γοητείας που ασκεί ο έλληνιστικός πολιτισμός ακόμη και σε λαούς που δεν συμβίωσαν ουσιαστικά με τους Έλληνες, ακόμη και μετά την εξαφάνιση των εκπροσώπων του από την περιοχή. Ένα αντίστοιχο παράδειγμα είναι ο «φιλελληνισμός» των Πάρθων (περισσότερα στο επόμενο μέρος, αύριο ή μεθαύριο).
      2. Η αντίθεση μεταξύ ασιατικής απολυταρχίας και «πεφωτισμένων» ελληνιστικών βασιλείων δεν ανταποκρίνεται στην ιστορική πραγματικότητα. Και οι Πέρσες ενδιαφέρονταν για την ανάπτυξη του εμπορίου στην αυτοκρατορία τους (γιατί νομίζετε ότι ο Ηρόδοτος αποκαλούσε τον Δαρείο Α΄ «κάπηλο»), ακόμη κι αν δεν ασχολούνταν και τόσο οι ίδιοι με το εμπόριο.
      Αν μπορούσα να καταλήξω σε ένα απλό συμπέρασμα: ο ελληνικός πολιτισμός της Βακτριανής είναι το αποτέλεσμα της συμβίωσης Ελλήνων και Ιρανών. Είναι το αποτέλεσμα των καβαφικών «στοχαστικών προσαρμογών», τόσο εκ μέρους των Ελλήνων (που αντιμετώπιζαν ένα μη οικείο φυσικό και ανθρώπινο περιβάλλον) όσο, φυσικά, και εκ μέρους των Ιρανών.

    • π2 Says:

      Σ’ αυτά που επισημαίνει ο οικοδεσπότης, να προσθέσω πως το κατά πόσο το «έστριψαν στο ελληνικό» οι ντόπιες κεντροασιατικές κοινωνίες πέραν των αναμφίβολων επιρροών που δέχθηκαν στο επίπεδο της υψηλής τέχνης είναι ένα ερώτημα, το οποίο δύσκολα μπορεί να απαντηθεί ελλείψει κειμένων. Θέλω να πω, οι Έλληνες που βρέθηκαν εκεί ασφαλώς κουβάλησαν μαζί τους έναν ελληνισμό και μάλιστα με κάποιαν εμμονή που παρατηρείται συχνά σε μια πολιτικά κυρίαρχη μειοψηφία πολύ μακριά από την κοιτίδα της (ας σκεφτούμε τα κρίκετ και τα απογευματινά τσάγια με την αταίριαστη ευρωπαϊκή γκαρνταρόμπα των Άγγλων στην Ινδία). Το κατά πόσον ο ελληνισμός αυτός πέρασε στους ντόπιους, με ποιες μορφές, ποια κομμάτια του, παραμένει αβέβαιο.

      • rogerios Says:

        Και πάλι οι επισημάνσεις σου με βρίσκουν σύμφωνο. Όπως είπαμε, έχουμε στη διάθεσή μας μόνο ελληνικές πηγές, κι αυτές ασχολούνται παρεμπιπτόντως με τα ελληνιστικά βασίλεια της Κεντρικής Ασίας. Προσπαθούμε να ανασυνθέσουμε μια κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα με βάση τα αρχαιολογικά στοιχεία και λογικές υποθέσεις. Είναι προφανές ότι λείπουν πολλά κομμάτια για να συμπληρωθεί το παζλ. Έχουμε κάποια στοιχεία που ενισχύουν την υπόθεση ότι κάποιοι από τους ντόπιους είχαν εξελληνισθεί σε μεγάλο βαθμό. Ένα παράδειγμα είναι η λεγόμενη στήλη του Σόφυτου στην Αραχωσία (τέλη 2ου αι. π.Χ.) που μαρτυρά έναν απόλυτα ελληνικό τρόπο σκέψης. Βέβαια το επιχείρημα στηρίζεται στην υπόθεση ότι το όνομα έχει ινδική ρίζα και άρα πρόκειται για εξελληνισμένο Ινδό (ή μάλλον έναν Έλληνα με ινδικές ρίζες). Βέβαιοι δεν μπορούμε να είμαστε και, φυσικά, δεν γνωρίζουμε αν ο εξελληνισμός αφορούσε μόνο μια ολιγάριθμη ελίτ ή ευρύτερα στρώματα του ιθαγενούς πληθυσμού.

  12. Κορνήλιος Says:

    Πολύ παραμελημένη ἡ ἱστορία τοῦ ἑλληνιστικοῦ Βακτριανοῦ κράτους. Εὖ γε!

  13. andreas Says:

    Δεν εννοούσα αυτά τα αγάλματα, αλλά κάτι άλλα μικρά (πιο μικρά απ΄ το φυσικό μέγεθος), φωτογραφίες των οποίων είχα δει στην έκθεση ενός μουσείου με θέμα τον Αλέξανδρο. Δυστυχώς δεν μπορώ να βρω κάτι στο ίντερνετ, αλλά δεν έχει σημασία μια που εδώ λέμε κυρίως για ιστορία.

    Δεν είχα την εντύπωση ότι τα ελληνιστικά βασίλεια ήταν «πεφωτισμένα» αλλά νόμιζα πραγματικά ότι έγινε κάποια χοντρή κοινωνική αλλαγή. Γι΄ αυτό υπέθεσα ότι ανέβηκε πιο πολύ το εμπόριο.

    Ξαναλέω ότι είναι πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία, κι ευχαριστώ και τους δυο για τις διευκρινίσεις!

  14. andreas Says:

    Με λίγο πιο έξυπνο ψάξιμο βρήκα αυτό http://en.wikipedia.org/wiki/Greco-Buddhist_art . Δεν είναι αυτά που είχα δει εγώ νομίζω, αλλά κάνουν. Δεν ήξερα ότι δεν υπάρχουν άλλες πηγές εκτός από τις ελληνικές.

    • Rogerios Says:

      Αντρέα, ευχαριστώ ειλικρινά για το ενδιαφέρον που δείχνεις για το θέμα. Και αυτές οι κεφαλές Βούδα στις οποίες παραπέμπεις (τέχνη της Γκαντάρα) λίγο πολύ κατατάσσονται στην ίδια περίοδο και μορφή τέχνης με τους Βούδες του Μπαμιγιάν κι είναι μια πολύ καλή απόδειξη για το ότι η επιρροή της ελληνικής τέχνης διήρκεσε πολύ περισσότερο απ’ ό,τι η ελληνική κυριαρχία στην περιοχή.
      Τί άλλο να πω προς το παρόν πέρα από το ότι προσπαθώ να βρω τον απαραίτητο χρόνο για να ολοκληρώσω και να «βγάλω στον αέρα» το δεύτερο μέρος;

  15. andreas Says:

    Μπα, χαλαρά. Απλά όπου βρω κάποιον να ξέρει, ρωτάω μέχρι να με βαρεθεί, χεχε. Υπόσχομαι ότι θα ξαναρωτήσω όταν τελειώσει!

  16. Ώγυγος Says:

    Ρογήρε υπέροχα τα γραπτά σου…
    Διόρθωσε εδώ :
    «Νομίσματα που έχουν βρεθεί αποδεικνύουν ότι στις αρχές του 10υ αιώνα π.Χ. βασίλεψε στο Παντζάμπ ένας δεύτερος Μένανδρος, ο επονομαζόμενος και Δίκαιος,»

    κάνε το 1ο αιώνα.

    Ευχαριστώ πολύ για τον πηγαίο δημιουργικό σου λόγο 🙂

    • rogerios Says:

      Αγαπητέ Ώγυγε, καλώς όρισες!

      Σ’ ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια! Όσο για τη διόρθωση με μπέρδεψες λίγο ( 🙂 ), μια και αφορά το δ΄ μέρος της σειράς. Ωστόσο, όπως εκ νέου διαπίστωσα, δεν πρόκειται για λάθος κατά την πληκτρολόγηση, αλλά για πρόβλημα της γραμματοσειράς. Το όμικρον εμφανίζεται σχεδόν πανομοιότυπο με το μηδέν! Δυστυχώς δεν μπορώ να κάνω κάτι (εκτός κι αν αλλάξω γραμματοσειρά).

      Να είσαι καλά κι αναμένω νεότερα σχόλιά σου (ελπίζοντας κι εγώ με τη σειρά μου ν’ αξιωθώ να γράψω και τίποτε καινούριο).

  17. Στέφανος Says:

    Όχι δεν είχα διαβάσει την ανάρτηση «Οι Έλληνες στην Βακτριανή» όταν ρώτησα τα σχετικά με τη Γεδρωσία και την Αραχωσία». Πάντως η συγκεκριμένη ανάρτηση απαντάει στο ερώτημα μου. Πραγματικά θα διαβάσω και τα υπόλοιπα μέρη. Καλή συνέχεια.

  18. rogerios Says:

    Μερσί! Να είσαι καλά! 🙂

  19. π2 Says:

    Μια που είχαμε αναφέρει εδώ το εκκρεμές ανάμεσα στην ελληνοκεντρική και την αχαιμενιδοκεντρική θεώρηση της περιόδου των Σελευκιδών, ας σημειώσω κι εδώ (μια που έχει ελεύθερη πρόσβαση) ένα άρθρο από πρόσφατη διάλεξη με αυτό ακριβώς το θέμα. Μπορεί στο διά ταύτα να μην είναι τόσο εύστοχο, αλλά περιγράφει πολύ καλά τα προβλήματα των δύο παραδοσιακών θεωρήσεων (και με πολύ πρόσφατη βιβλιογραφία)

  20. rogerios Says:

    Ευχαριστώ πολύ! Μόλις βρω την ευκαιρία να το μελετήσω υπόσχομαι να πω τις εντυπώσεις μου (δύσκολο όμως να είναι διαφορετικές από τις δικές σου 😉 ).

  21. Καιτη Βασιλάκου Says:

    Είναι από τα κεφάλαια της Ιστορίας που με μαγεύουν. Κρίμα που οι πληροφορίες μας είναι τόσο φτωχές. Ποιος ξέρει τι ενδιαφέροντα γεγονότα διαδραματίστηκαν σε κείνα τα μακρινά μέρη ανάμεσα σε Έλληνες και ντόπιους. Όταν βρέθηκα στην πολύ πιο κοντινή Απάμεια, ένιωσα τρομερή συγκίνηση.

    • rogerios Says:

      Ακριβώς όπως τα περιγράφεις. Είμαστε βέβαιοι ότι συνέβησαν πράγματα συγκλονιστικού ενδιαφέροντος, υποθέτουμε πολλά (για κάποια είμαστε σχεδόν βέβαιοι), αλλά δεν έχουμε τα στοιχεία και τις αποδείξεις που χρειαζόμαστε, μας λείπουν οι λεπτομέρειες κ.ο.κ. Πράγματι, η Απάμεια είναι σπουδαία (και δεν έχει σημασία ότι αυτά που βλέπουμε σήμερα ανάγονται κυρίως στη ρωμαϊκή περίοδο, η πολιτισμική συνέχεια είναι αδιαμφισβήτητη).

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.