Archive for the ‘Πολιτική’ Category

Γιατί ΔΕΝ επιστρέφουμε στον Μεσαίωνα!

18 Δεκεμβρίου, 2010

Σύντομο απολογητικό σημείωμα, πριν περάσουμε στο κυρίως θέμα: λόγω αυξημένων οικογενειακών υποχρεώσεων έχουν περάσει σχεδόν δύο μήνες από την τελευταία ανανέωση του ιστολογίου. Επιπλέον, καθώς το τελευταίο διάστημα βρίσκομαι μακριά από τη βάση μου (και συνακόλουθα μακριά από τη βασική βιβλιοθήκη μου), αδυνατώ να παρουσιάσω, όπως θα έπρεπε, ό,τι έχω υποσχεθεί, δηλαδή το τελευταίο μέρος της ιστορίας των Τευτόνων ιπποτών. Με το νέο έτος θα ρυθμισθεί και το ζήτημα αυτό. Προς το παρόν, επειδή δεν μου πάει ν’ αφήσω κι άλλο το ιστολόγιο σε λήθαργο, λέω ν’ ασχοληθούμε με ένα θέμα γενικότερου ενδιαφέροντος, σχεδόν επικαιρότητας θα τολμούσα πω.

Τα τελευταία χρόνια παρατηρούμε στον δυτικό κόσμο μια ραγδαία επιδείνωση της κατάστασης όσον αφορά τα εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα και, ως εκ τούτου, τις ίδιες τις συνθήκες ζωής μεγάλου μέρους του πληθυσμού. Η δυσμενέστατη αυτή εξέλιξη οφείλεται κυρίως στη συνδυασμένη πίεση που ασκούν δύο παράγοντες: αφενός, η σχεδόν ολοκληρωτική επικράτηση νεοφιλελεύθερων ιδεών (που εκπορεύονται από επιχειρηματικούς κύκλους, ΜΜΕ και διάφορους στοχαστές – εντός ή εκτός εισαγωγικών – και πολιτικούς), τις οποίες (μάλλον παραδόξως) ασμένως έχουν αποδεχτεί οι πολιτικές ηγεσίες των περισσοτέρων κρατών, καθώς και διάφοροι υπερεθνικοί οργανισμοί, αφετέρου, η πανθομολογούμενη οικονομική κρίση (που οφείλεται σε εγγενείς παθογένειες του καπιταλιστικού συστήματος οργάνωσης των σύγχρονων κοινωνιών, τις οποίες εν πολλοίς έχουν οξύνει οι προαναφερθείσες νεοφιλελεύθερες ιδεοληψίες και οι πρακτικές των οικονομικών παραγόντων). Ειδικά στη χώρα μας η επιδείνωση αυτή είναι κάτι παραπάνω από σαφής, συντελείται δε με ρυθμούς όλο και πιο ραγδαίους και με τρόπους βίαιους και κυνικούς. Την υπόθεση τη γνωρίζουμε όλοι: επιδίωξη απότομης συρρίκνωσης του δημόσιου τομέα, ο οποίος κρίνεται ως εξ ορισμού «κακός, άχρηστος κι επιζήμιος» (χωρίς να γίνεται ποτέ συζήτηση για την ορθολογική αναδιοργάνωσή του και την καταπολέμηση των παθογενειών του προκειμένου να καταστεί λειτουργικότερος και αποδοτικότερος),  ενώ οι εργαζόμενοι σ’ αυτόν στοχοποιούνται συλλήβδην ως αδικαιολόγητα προνομιούχοι και προτείνεται η καταδίκη τους στην πυρά ή τη γκιλλοτίνα. Κατάργηση εργασιακών δικαιωμάτων σε βαθμό αδιανόητο, ψαλίδισμα των κοινωνικοασφαλιστικών δικαιωμάτων, εξαφάνιση κάθε στοιχείου κοινωνικής πρόνοιας με «λογικές» ψευδοεξοικονόμησης πόρων. Συνολικά διαπιστώνεται μια τάση που θέτει τελικά εν αμφιβόλω την ύπαρξη της ίδιας της ουσίας του δημοκρατικού κράτους δικαίου και πρόνοιας που γνωρίζουμε. Αρχίζουμε να συνειδητοποιούμε ότι ίσως η κατάσταση που ζήσαμε ως τώρα δεν ήταν παρά ένα απλό διάλειμμα ευημερίας και δικαιοσύνης που αφορούσε ένα μικρό χρονικό διάστημα μέσα στην απεραντοσύνη του ιστορικού χρόνου (δηλ. μερικές δεκαετίες, κυρίως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο) κι ένα περιορισμένο κομμάτι της ανθρωπότητας (τον δυτικό κόσμο που λέγαμε και πιο πάνω). Επιστρέφουμε πλέον σε εποχές του παρελθόντος, πολύ πιο σκληρές απ’ ό,τι γνωρίσαμε στο σύντομο διάστημα μιας ανθρώπινης ζωής.

Επιστροφή στο παρελθόν λοιπόν, αλλά σε ποιό ακριβώς; Εδώ φαίνεται να υπάρχει ομοφωνία. Επιστρέφουμε στον Μεσαίωνα! Το λένε τόσοι άνθρωποι που δικαιολογημένα αγανακτούν και αντιδρούν στις διαφαινόμενες εξελίξεις. Ανάμεσά τους και πολλοί φίλοι (της πραγματικής ζωής και διαδικτυακοί), αλλά και άνθρωποι τους οποίους, χωρίς να γνωρίζω προσωπικά, θαυμάζω για τις πάντα εναργείς και εύστοχες πολιτικές και κοινωνικές τους αναλύσεις. Χαρά ο φίλος σας που θα έχει την τύχη να ζήσει την αναβίωση της αγαπημένης του ιστορικής περιόδου; Όχι ακριβώς. Γιατί αν νομίσατε προς στιγμήν ότι ο Ρογήρος ετοιμαζόταν να σας σερβίρει ένα (μάλλον κοινότοπο) ποστ πολιτικού περιεχομένου, πασπαλισμένο έστω με λίγη νοσταλγία κάνατε λάθος. Ο Ρογήρος θα συνεχίσει το βιολί του που είναι η υπεράσπιση της πιο συκοφαντημένης εποχής της Ιστορίας. Γιατί η φράση περί επιστροφής στον Μεσαίωνα δεν είναι παρά ένα ακόμη στερεότυπο που συνήθως εκφέρεται με όρους συμβατικού λόγου (είναι κάτι που το κοινό αναμένει και κατανοεί με σαφώς συγκεκριμένους όρους), χωρίς να προϋποθέτει διαδικασία επιβεβαίωσης ως προς την ιστορική αλήθεια. Συνήθως, αλλά όχι πάντα. Ορισμένοι από τους υποστηρικτές της ανάλυσης αυτής επιχειρούν να τεκμηριώσουν την άποψή τους, αναζητώντας σε θεωρητικό επίπεδο αναλογίες μεταξύ της σημερινής ζοφερής κατάστασης και του Μεσαίωνα. Τα επιχειρήματα είναι κατά κανόνα τα εξής: πρώτον, τέτοιες δυσμενείς συνθήκες εργασίας και ζωής μόνο στον Μεσαίωνα πρέπει να υπήρχαν. Δεύτερον, κι εδώ το επιχείρημα είναι πιο ενδιαφέρον γιατί ξεφεύγει εντελώς από τη συναισθηματική/ θυμική θεώρηση των πραγμάτων, η βασική αντιστοιχία των δύο περιόδων έγκειται στην ουσιώδη αποδυνάμωση της ισχύος των κρατικών οντοτήτων και στην ενίσχυση των ιδιωτικών κέντρων εξουσίας: στον Μεσαίωνα ήταν οι φεουδάρχες, σήμερα είναι οι μεγάλες επιχειρήσεις και τα οικονομικά συμφέροντα.

Είτε είναι συμβατικού ή θυμικού χαρακτήρα, είτε εκλογικευμένες και κατά τα φαινόμενα τεκμηριωμένες, οι απόψεις περί επιστροφής στον Μεσαίωνα γνωρίζουν μεγάλη επιτυχία. Άλλωστε, δεν έχετε παρά να γκουγκλίσετε τη λέξη «Μεσαίωνας» για να διαπιστώσετε τη διάδοσή τους: στα πρώτα εκατό αποτελέσματα θα συναντήσετε γύρω στις 60 αναφορές στον «εργασιακό Μεσαίωνα» κι άλλες εικοσιπέντε στη σύγκριση μεταξύ δυστυχιών του σήμερα και του τότε. Ωστόσο, με ή χωρίς περίβλημα επιχειρηματολογίας, οι απόψεις αυτές απλώς απηχούν (ενσυνείδητα ή όχι) ένα κλισέ που δεν ανταποκρίνεται στην ιστορική πραγματικότητα. Ας δούμε εν συντομία το γιατί.

Ι. Η πλάνη ως προς τη μεθοδολογία

1. Η επί της αρχής πλάνη: Καταρχήν και καταρχάς η σύγκριση μεταξύ δύο χρονικά απομακρυσμένων περιόδων της Ιστορίας είναι ως εκ της φύσεώς της παρακινδυνευμένη και, μάλλον εντελώς, αλυσιτελής, κατά μείζονα λόγο όταν δεδηλωμένος σκοπός της είναι η επιβεβαίωση ομοιοτήτων την ύπαρξη των οποίων έχουμε εκ των προτέρων αποδεχτεί. Πώς μπορούμε να συγκρίνουμε δύο εποχές των οποίων διαφέρουν ριζικά οι θεσμοί, η πολιτική και κοινωνική οργάνωση, οι τρόποι άσκησης εξουσίας και πολιτικής και οικονομικής εκμετάλλευσης, οι αντιλήψεις και οι νοοτροπίες των ανθρώπων κάθε περιόδου, ο τρόπος με τον οποίο εκλαμβάνουν τις κοινωνικές σχέσεις ή το μεταφυσικό; Η ύπαρξη ή όχι καπιταλιστικής οργάνωσης της οικονομίας και οι συνέπειές της σε επίπεδο θεσμών, δομών και ιεράρχησης της κοινωνίας, θα έπρεπε να αρκεί για να διαφοροποιήσει ριζικά τις δύο εποχές και να καταστήσει ατελέσφορη τη μεταξύ τους σύγκριση. Στην πραγματικότητα, η «επιτυχής» διεκπεραίωση του εγχειρήματος προϋποθέτει την προκρούστεια προβολή των ιδεών και των αντιλήψεων του σήμερα σε μια εποχή του παρελθόντος.

2. Ποιός Μεσαίωνας; Πότε και πού; Ακόμη, όμως, κι αν υποτεθεί ότι η σύγκριση είναι δυνατή, απαιτείται να καθορισθούν επακριβώς και οι προς σύγκριση περίοδοι. Ένας τέτοιος προσδιορισμός αφορά τόσο τον χρόνο όσο και τον τόπο. Είναι παράλογο να αντιμετωπίζουμε ως όλως ομοιόμορφη και στατική μια εποχή χιλίων περίπου χρόνων, της οποίας δυσκολευόμαστε αφάνταστα να ορίσουμε την αρχή και το τέλος ακόμη και εντελώς συμβατικά (πότε τελειώνει η Ύστερη Αρχαιότητα; πότε αρχίζει η Αναγέννηση;), όπως επίσης είναι παράλογο, αν επιτέλους κατορθώσουμε να οριοθετήσουμε τη χρονική περίοδο αναφοράς, να πιστέψουμε ότι η κοινωνική και πολιτική οργάνωση ήταν παντού η ίδια. Καθώς οι υποστηρικτές της άποψης ότι η παρούσα συγκυρία σηματοδοτεί επιστροφή στον Μεσαίωνα δεν κατονομάζουν, ούτε οριοθετούν χρονικά και τοπικά τί ονομάζουν Μεσαίωνα, πρέπει να συναγάγουμε από τα γραφόμενά τους την περίοδο και τον τόπο στον οποίο αναφέρονται. Όλες οι αναφορές και τα παραδείγματά τους φαίνεται να παραπέμπουν στην εποχή κατά την οποία και στους τόπους όπου επικράτησε το φεουδαλικό σύστημα οργάνωσης. Σύμφωνα με το προτεινόμενο μοντέλο σύγκρισης, τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα ταυτίζονται με τους φεουδάρχες, ενώ οι εργαζόμενοι της σύγχρονης εποχής με τους δουλοπάροικους. Ανταποκρίνεται αυτό το σχήμα στην ιστορική πραγματικότητα, έστω και σε ένα περιορισμένο πεδίο σύγκρισης;

ΙΙ. Η πλάνη ως προς τα ιστορικά δεδομένα

1.  Η επικράτηση της φεουδαρχίας δεν είναι ούτε καθολική, ούτε διαχρονική: Παρότι για τον σύγχρονο άνθρωπο η φεουδαρχία παρουσιάζεται ως το σήμα κατατεθέν του Μεσαίωνα, στην πραγματικότητα δεν αφορά ούτε ολόκληρη την ιστορική περίοδο, ούτε φυσικά όλες τις περιοχές της Ευρώπης (έστω της Δυτικής). Στην ολοκληρωμένη μορφή του, το φεουδαλικό σύστημα επικρατεί κατά τη διάρκεια μιας περιόδου περίπου τριών αιώνων (από το δεύτερο μισό του 11ου έως τα μέσα του 14ου αι.) και απαντά κυρίως στη Βόρεια Γαλλία (όπου και το αρχέτυπο του συστήματος), σε σημαντικό βαθμό στην Αγγλία των Νορμανδών και λιγότερο σε αγροτικές περιοχές της Γερμανίας και της υπόλοιπης Ευρώπης. Σημαντικό μέρος της Ευρώπης δεν γνωρίζει ουσιαστικά ποτέ τη φεουδαρχία. Οι εμπορικές «δημοκρατίες» της Ιταλίας διοικούνται συλλογικά από μια αριστοκρατία εμπόρων και επιχειρηματιών εν γένει: ήδη από το δεύτερο μισό του 10ου αι., το Αμάλφι εμφανίζει τα χαρακτηριστικά αυτά και προαναγγέλει τη δράση των πιο ολοκληρωμένων και σαφώς μακροβιότερων περιπτώσεων της Βενετίας, της Γένοβας ή της Πίζας. Στην πραγματικότητα, όλες σχεδόν οι ιταλικές πόλεις λειτουργούν με τον τρόπο αυτό (που είναι σαφέστατα περισσότερο συγκρίσιμος με τον καπιταλισμό των νεότερων χρόνων απ’ ό,τι η φεουδαρχία). Τα ίδια ισχύουν για τις πολυάριθμες ελεύθερες πόλεις της γερμανικής αυτοκρατορίας, αλλά και για άλλους τόπους με αντίστοιχη κοινωνική και οικονομική εξέλιξη.

2. Η εξομοίωση των σύγχρονων εργαζομένων με τους δουλοπάροικους του Μεσαίωνα είναι προβληματική: ας περιοριστούμε στον χώρο κυριαρχίας του φεουδαλικού συστήματος. Είναι δυνατό και θεμιτό να θεωρηθούν οι δουλοπάροικοι διαχρονικό συνώνυμο της ανθρώπινης εξαθλίωσης, όπως τουλάχιστον φαίνεται να πιστεύει ο μέσος σύγχρονος άνθρωπος; Η απάντηση είναι αρνητική, τούτο δε για πλείονες λόγους.

Πρώτον, μολονότι και για τους δουλοπάροικους τα μεσαιωνικά κείμενα χρησιμοποιούν τον όρο servus, δηλαδή αυτόν ακριβώς που για τους Ρωμαίους σήμαινε τον δούλο, το νομικό καθεστώς και η θέση των δουλοπάροικων του Μεσαίωνα απέχει παρασάγγες από αυτήν των δούλων της Αρχαιότητας, τουλάχιστον της ρωμαϊκής. Τόσο πολύ που αν ψάχνουμε να βρούμε μια τέτοια ρωμαϊκή αντιστοιχία, η σχέση κυρίου και δουλοπάροικου κατά τον Μεσαίωνα βρίσκεται πολύ πιο κοντά στη σχέση κυρίου και πελάτη στα χρόνια της Ρώμης. Ο δουλοπάροικος, καταρχάς, έχει νομική προσωπικότητα, αντιθέτως προς τον δούλο. Ως υποκείμενο δικαίου διαθέτει δικαιοπρακτική ικανότητα, έχει τη δική του περιουσία και φυσικά συνάπτει συμβάσεις για τη διαχείρισή της. Επιπλέον, η μεσαιωνική κοινωνία, ακόμη και στη φεουδαλική εκδοχή της, δεν χαρακτηρίζεται από τα στεγανά που εμείς τις αποδίδουμε. Όπως μαρτυρούν τα έγγραφα της εποχής, ένας δουλοπάροικος δεν είναι απαραίτητο καν να είναι αγρότης, μπορεί να είναι τεχνίτης που κατοικεί σε μια πόλη, ενώ επίσης μπορεί να συνάψει γάμο με άτομο που τυπικά έχει την ιδιότητα του ελεύθερου. Πολύ χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα που αναφέρει ο Ζωρζ Ντυμπύ , σχολιάζοντας το έγγραφο μιας δικαιοπραξίας που βρισκόταν στα αρχεία της μονής του Κλυνύ: ο δουλοπάροικος Αλώμ, κάτοικος της κωμόπολης του Μπλανό, νυμφεύεται στο γειτονικό Οζάν τη Μαρχίλδη, γυναίκα που νομικά χαρακτηρίζεται ως ελεύθερη. Μαζί αποκτούν περιουσιακά στοιχεία τα οποία και διαθέτουν ελεύθερα, ενώ τα παιδιά τους υπάγονται στο νομικά ευνοϊκότερο καθεστώς, εν προκειμένω αυτό του ελεύθερου (Georges Duby «L’histoire continue«, coll. Points, εκδ. Seul, Παρίσι 1991, σελ. 63 επ.). Αν υπάρχει ένας σαφής περιορισμός για τον δουλοπάροικο, αυτός έγκειται στο ότι δεν μπορεί να εγκαταλείψει άνευ άλλου τινός τη γη που καλλιεργεί. Και πάλι, ο περιορισμός είναι σχετικός: αν το θέλει οπωσδήποτε, ο δουλοπάροικος μπορεί, με λίγο θάρρος, να εγκαταλείψει τον τόπο του και να αναζητήσει τη τύχη του αλλού. Αν ταξιδέψει κάπως μακριά (ας πούμε 500 χιλιόμετρα), δηλώσει ψευδώς ότι είναι ελεύθερος και δώσει όρκο υποταγής στον τοπικό άρχοντα (που δεν είναι απαραίτητα φυσικό πρόσωπο, μπορεί να πρόκειται για μια μονή ή έναν καθεδρικό ναό) θα καταφέρει να εγκατασταθεί και να προκόψει χωρίς πολλές σκοτούρες ή προβλήματα. Τα εργατικά χέρια είναι πάντα και παντού ευπρόσδεκτα στον Μεσαίωνα κι οι ντόπιοι δεν έχουν κανένα συμφέρον να ψάξουν διεξοδικά μήπως ο νεοφερμένος έχει κάποιον αφέντη που βρίσκεται πέντε μέρες μακριά (πρβλ. το παράδειγμα του πατέρα της Μαρχίλδης στο έγγραφο που παραθέτει ο Ντυμπύ, ibid., σελ. 59-60).

Δεύτερον, όπως ήδη διαπιστώσαμε, οι δουλοπάροικοι αποτελούν απλώς ένα τμήμα της φεουδαλικής κοινωνίας. Τα περισσότερα άτομα έχουν την ιδιότητα του ελεύθερου και φυσικά διαθέτουν μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων στην καθημερινότητά τους. Βεβαίως, ο άρχοντας ασκεί εξουσία, επιβάλλει και εισπράττει φόρους, δικάζει και τιμωρεί, άρα εκ των πραγμάτων καταπιέζει τους υποτελείς του. Ωστόσο, ουδόλως προκύπτει ότι αυτή η καταπίεση παρεκκλίνει σημαντικά από τον μέσο όρο της Ιστορίας. Σε κάθε περίπτωση δεν έχει τον χαρακτήρα της αμεσότητας που μας κάνουν να πιστεύουμε οι διάφορες ανιστόρητες μυθοπλασίες των νεότερων χρόνων, του στυλ jus primae noctis. Ακόμη και σε περιοχές όπου επικρατεί η φεουδαρχία, ο περισσότερος κόσμος δεν πρόκειται να δει σχεδόν ποτέ αυτόν που τυπικά είναι κυρίαρχός του. Ας θυμηθούμε το παράδειγμα του Μονταγιού (βλ. Emmanuel Le Roy Ladurie “Montaillou, village occitan, de 1294 à 1324“, Gallimard, Παρίσι 1975): το μικρό χωριό των Πυρηναίων υπάγεται στη δικαιοδοσία του κόμητος της Φουά. Αυτός ασκεί την εξουσία του μέσω δύο προσώπων: του καστελλάνου, όσον αφορά τα ζητήματα ασφάλειας, και του βαΐλου, για τις αστικές υποθέσεις (ο δεύτερος είναι σχεδόν πάντα κάποιος από τους προύχοντες του χωριού). Ο κόμης δεν πρέπει να έχει εμφανιστεί ποτέ στο χωριό. Η – απομακρυσμένη – εξουσία του δεν εκλαμβάνεται ως καταπίεση από τους κατοίκους. Αντιθέτως, ο κόμης είναι ιδιαίτερα αγαπητός, κυρίως γιατί αποτελεί τη μόνη ελπίδα προστασίας των χωρικών, πολλοί από τους οποίους έχουν ασπασθεί την «αίρεση» των Καθαρών, έναντι της Εκκλησίας και ειδικά της Ιεράς Εξέτασης.

Συμπερασματικά, αν κάποιος θέλει να βρει παραδείγματα εξαθλίωσης για να τα συγκρίνει με τις ζοφερές προοπτικές των σύγχρονων εργαζομένων, δεν έχει λόγο να τα αναζητήσει ειδικά στο Μεσαίωνα. Για να δούμε όμως αν μπορεί να σταθεί λογικά το δεύτερο σκέλος του μοντέλου σύγκρισης, δηλαδή η ταύτιση των φεουδαρχών του Μεσαίωνα με τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα της εποχής μας.

3. Η εξομοίωση των σύγχρονων οικονομικού χαρακτήρα κέντρων εξουσίας με τους φεουδάρχες είναι προβληματική: Ως κοινός παρονομαστής μεταξύ του Μεσαίωνα και των εξελίξεων της εποχής μας προβάλλεται η απίσχνανση της κεντρικής εξουσίας του κράτους και η αντίστοιχη ενδυνάμωση ιδιωτικών κέντρων εξουσίας. Κανείς δεν αμφισβητεί ότι εσχάτως οι κρατικές οντότητες εμφανίζονται να παραιτούνται από σημαντικό μέρος των εξουσιών τους, τις οποίες μεταθέτουν ή αποδέχονται τον σφετερισμό τους από πόλους εξουσίας οικονομικού/ επιχειρηματικού χαρακτήρα. Η τάση αυτή επιδεινώνεται εξαιτίας της αδυναμίας (και της έλλειψης βουλήσεως) που επιδεικνύει η κρατική εξουσία όσον αφορά τον έλεγχο των οικονομικών παραγόντων, έλεγχος που έχει καταστεί εκ των πραγμάτων δύσκολος εξαιτίας του σύγχρονου παγκοσμιοποιημένου οικονομικού περιβάλλοντος. «Παρομοίως», στον Μεσαίωνα η κεντρική εξουσία εμφανίζεται εξαιρετικά αδύναμη έναντι των τοπικών φεουδαρχών, οι οποίοι ασκούν σχεδόν απόλυτη εξουσία στην περιοχή δικαιοδοσίας τους.

Εντούτοις, και στην περίπτωση αυτή οι ομοιότητες είναι μάλλον επιφανειακές. Η σύγκριση πάσχει για τους λόγους που θα παραθέσουμε συνοπτικά κατωτέρω.

α. Η διαφορά ως προς τον τρόπο κατανομής και άσκησης της εξουσίας: με αρκετή ελευθερία, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι η κατανομή της εξουσίας στον Μεσαίωνα (βασιλιάς-φεουδάρχες) είναι μάλλον κάθετη, ενώ στην εποχή μας (κρατικές οντότητες-οικονομικά συμφέροντα) οριζόντια. Στον Μεσαίωνα υπάρχει κατά τόπον κατάτμηση ομοειδούς εξουσίας. Η εξουσία που ασκεί ο βασιλιάς δεν διαφοροποιείται ποιοτικά από αυτήν που ασκούν οι φεουδάρχες, παρά μόνον ως προς τα όρια της κατά τόπον δικαιοδοσίας. Κατά τα λοιπά, τόσο στην περίπτωση του βασιλιά όσο και αυτή των φεουδαρχών πρόκειται για την κλασσική μορφή εξουσίας που  συναντούμε, σε πιο εξελιγμένη μορφή, και στα σύγχρονα κράτη (εκτελεστική, νομοθετική, δικαστική, στρατιωτική και αστυνομική, επιβολής φόρων κ.ο.κ.). Το μόνο που ξεχωρίζει την κεντρική εξουσία από τις κατά τόπους, είναι τελικά η θέση του βασιλιά ως επικυρίαρχου των φεουδαρχών, η οποία ισοδυναμεί με μια μάλλον χαλαρή εποπτεία. Σήμερα, αντιθέτως, οι οικονομικοί παράγοντες δεν ασκούν εξουσία με τον ίδο τρόπο που το πράττουν τα κράτη: καθορίζουν τις συνθήκες των αγορών, ασκούν οικονομικές και άλλες πιέσεις στην εκτελεστική εξουσία, χειραγωγούν την κοινή γνώμη μέσω φίλα προσκείμενων ΜΜΕ κ.ο.κ. Επιπλέον, το ίδιο οικονομικό κέντρο εξουσίας δεν δρα στην επικράτεια ενός μόνον κρατικού μορφώματος, αλλά περισσοτέρων, ενδεχομένως και σε παγκόσμιο επίπεδο. Συνεπώς, ο ένας πόλος διαφοροποιείται από τον άλλο ως προς την άσκηση εξουσίας και τοπικά και ποιοτικά, στοιχείο που δεν υπάρχει στη φεουδαρχία του Μεσαίωνα.

β. Η διαφορά ως προς τον χαρακτήρα της εξουσίας: Είναι προφανές ότι σήμερα η εξουσία που ασκείται από οικονομικά συμφέροντα είναι απρόσωπη. Φορείς της είναι επιχειρηματικά σχήματα με μορφή συνήθως εταιρική που είναι δύσκολο έως αδύνατο να προσωποποιηθούν. Άλλωστε και αφεαυτής η άσκηση τέτοιας εξουσίας έχει ακαθόριστο χαρακτήρα, από την άποψη ότι δεν μπορεί να προσδιορισθεί σε ποιό ποσοστό καθόρισε την μία ή την άλλη εξέλιξη καθένας από τους οικονομικούς παράγοντες ξεχωριστά. Σε κάθε περίπτωση, η εξουσία των οικονομικών συμφερόντων εκλαμβάνεται ως απρόσωπη από τους ίδιους τους εξουσιαζόμενους (οι οποίοι συχνά αδυνατούν να κατανοήσουν ποιός ακριβώς είναι ο υπεύθυνος για κάποιο δυσμενές γι’ αυτούς αποτέλεσμα, για αυτό και κατηγορούν συλλήβδην τα κέντρα οικονομικής εξουσίας, συνήθως μαζί με τους εκάστοτε φορείς της εκτελεστικής εξουσίας, ή καταφεύγουν σε θεωρίες συνωμοσίας). Στο σημείο αυτό, η διαφορά με την κατάσταση στα χρόνια του Μεσαίωνα είναι χαοτική.

Η σχέση εξουσιαστή και εξουσιαζομένου κατά τον Μεσαίωνα είναι σαφώς προσωπική. Η σύναψή της προϋποθέτει την αποδοχή και των δύο μερών. Δεν υπάρχει τίποτε χαρακτηριστικότερο ή πιο συμβολικό για τη φεουδαλική κοινωνία του Μεσαίωνα από  το hommage (λατ. hommagium, hominium hominagium, βλ. René Fédou e.a. «Lexique historique du Moyen Âge«, coll. cursus, εκδ. Armand Colin, Παρίσι 1995, λήμμα hommage, σελ. 85-86). Στα ελληνικά το αποδίδουμε συνήθως ως «όρκο υποτελείας», αλλά η μετάφραση αυτή αδυνατεί να περιγράψει πλήρως την έννοια του θεσμού. Το hommage περιλαμβάνει βεβαίως μια τελετή, κατά την οποία ο υποτελής-βασσάλος γονατίζει μπροστά στον επικυρίαρχό του, του δίνει τα χέρια του και στη συνέχεια προφέρει τον όρκο υποτελείας σ’ αυτόν. Πρωτίστως, όμως, είναι μια αμφοτεροβαρής σύμβαση μεταξύ του βασσάλου και του επικυρίαρχου. Ο βασσάλος αναλαμβάνει στρατιωτική υποχρέωση, δεσμευόμενος να συνδράμει στην άμυνα και ασφάλεια των εδαφών του επικυρίαρχου (ost, υποχρέωση χρονικής διάρκειας 40 ημερών ετησίως) και να συμμετέχει σε στρατιωτικές επιχειρήσεις του δεύτερου εκτός των εδαφών του (chevauchée), να τον συμβουλεύει σε θέματα διοίκησης, άμυνας και απονομής δικαιοσύνης και, τέλος, να του παράσχει τη βοήθειά του στις λεγόμενες τέσσερις περιπτώσεις (συνεισφορά στα λύτρα για την απελευθέρωση του κυρίου σε περίπτωση αιχμαλωσίας του, στα έξοδα για την εκπαίδευση του πρωτότοκου γιου του κυρίου ως ιππότη, στα έξοδα του γάμου της μεγαλύτερης κόρης του και στις δαπάνες που θα υποβληθεί ο κύριος αν εκστρατεύσει σε σταυροφορία). Από την πλευρά του, ο επικυρίαρχος εγγυάται για την ασφάλεια του βασσάλου, της οικογένειας και των ανθρώπων του και του παραχωρεί ένα φέουδο, μεταβιβάσιμο κληρονομικά στους απογόνους του βασσάλου (βλ. Didier Cariou «La Méditerranée au XIIe siècle«, coll. Que sais-je?, αριθ. 3299, εκδ. PUF, Παρίσι.1997, σελ. 9). Βέβαια, οι δομές και οι σχέσεις της μεσαιωνικής κοινωνίας αποδεικνύονται πάντα πιο σύνθετες απ’ ό,τι φαίνεται εκ πρώτης όψεως: τίποτε δεν εμποδίζει έναν κατώτερο άρχοντα να δώσει όρκο υποτελείας σε περισσότερους του ενός επικυρίαρχους. Η πλειονότητα κυρίων μπορεί να προκαλέσει σύγκρουση καθηκόντων στον βασσάλο, στην όχι και τόσο απίθανη περίπτωση που θα έρθουν αντιμέτωποι δύο από τους επικυρίαρχούς του. Προκειμένου να επιλυθούν τέτοιες συγκρούσεις, ο Μεσαίωνας εφευρίσκει τον θεσμό του hommage lige, την κατά προτεραιότητα υποτέλεια δηλαδή: στρατιωτική υποχρέωση οφείλεται πρωτίστως στον άρχοντα του οποίου κατέστη λίζιος ο βασσάλος.

Το hommage δεν περιορίζεται στις σχέσεις μεταξύ αρχόντων. Έστω και χωρίς το ίδιο λαμπρές τελετές, επικυρώνει την ιεραρχική υποταγή και του απλού λαού, περιλαμβανομένων και των δουλοπάροικων. Κατά κανόνα, άλλωστε, κανένα από τα συμβαλλόμενα μέρη δεν θέτει σε αμφισβήτηση τη σχέση υποτέλειας. Όχι μόνο γιατί αυτό επιτάσσει η κυρίαρχη αντίληψη της εποχής, αλλά και γιατί πρακτικά η σχέση είναι ακριβώς αυτή της αμφοτεροβαρούς συμβάσεως. Ο άρχοντας υποχρεούται να εγγυηθεί την προστασία όλων των υποτελών του. Στο κάτω-κάτω, αυτή την έννοια δεν έχει κι η γνωστή γαλλική φράση «noblesse oblige»; Το να είσαι άρχοντας συνεπάγεται υποχρώσεις. Αυτό δηλαδή που δεν συμβαίνει με τους «φεουδάρχες» της εποχής μας, που διεκδικούν τα πάντα, ζητούν οτιδήποτε, επιβάλλουν όσα επιθυμούν, ενώ οι υποτελείς τους (που δεν έδωσαν κανένα όρκο υποτελείας) καταλήγουν να έχουν μόνο υποχρεώσεις.

Συνεπώς, η όποια ομοιότητα Μεσαίωνα και σύγχρονων δεινών είναι απλώς φαινομενική. Κι αν επιθυμούμε οπωσδήποτε να μιλήσουμε για επιστροφή στο παρελθόν, δεν υπάρχει λόγος να αναζητήσουμε το πρότυπο σε μακρινές εποχές. Αυτό που μας απειλεί δεν είναι άλλο από μια επιστροφή στην εποχή του πρωτόγονου, άγριου και χωρίς κανόνες καπιταλισμού του τέλους του 18ου και του 19ου αι., εποχή κατά την οποία (παρά τον Διαφωτισμό, θα συμπλήρωνα με κάποια δόση χαιρεκακίας) οι εργαζόμενοι δεν έχουν κανένα άλλο δικαίωμα πέραν του πενιχρού μισθού τους, ενώ οι έννοιες της ασφάλισης, της σύνταξης και των άλλων εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων είναι εντελώς άγνωστες. Όπως, όμως, έχουμε ξαναπεί, συμφέρει καλύτερα ο αποπροσανατολισμός μέσω της παραπομπής σε μια εποχή πιο μακρινή, ουσιαστικά άγνωστη εκτός από τη μυθοποιημένη εικόνα της. Με τον τρόπο αυτό αποφεύγονται οι επικίνδυνοι συνειρμοί και η σύνδεση με πιο κοντινές ιστορικές περιόδους, ευχερέστερα συγκρίσιμες με το παρόν. Η καμπούρα της φεουδαρχίας μπορεί να εισπράξει περισσότερες ξυλιές απ’ ό,τι ο πρώιμος καπιταλισμός.

5+1 σημειώσεις για την κρίση

9 Ιουνίου, 2010

Απόψε, όλως εξαιρετικά, το Ιστολόγιο του Ρογήρου φιλοξενεί ένα κείμενο που δεν είναι γραμμένο από τον οικοδεσπότη. Διάφοροι λόγοι με οδήγησαν σ’ αυτήν την επιλογή. Το άρθρο έχει συνταχθεί από τον εξαιρετικό φίλο Κώστα Ζαφείρη, έναν άνθρωπο τον οποίο εκτιμώ ιδιαίτερα για πολλούς λόγους, μεταξύ των οποίων και για την ικανότητά του να παρατηρεί με ψυχραιμία και διαύγεια τις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις. Οι απόψεις του εκφράζουν σε μεγάλο βαθμό κοινούς προβληματισμούς μας. Το θέμα του κειμένου είναι φυσικά η ελληνική κρίση, σε όλα τα επίπεδά της. Για μένα προσωπικά έχει ιδιαίτερη αξία, γιατί ο Κώστας προβαίνει σε διαπιστώσεις που αφορούν αλλαγές συμπεριφοράς και νοοτροπίας τις οποίες δεν μου επιτρέπει να διακρίνω η απόστασή μου από την πατρίδα. Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για ένα κείμενο που καταγράφει τις μεταβολές και τους δισταγμούς μιας κοινωνίας σε σύγχυση και προβληματισμό, μιας κοινωνίας που έχει χάσει όλες σχεδόν τις βεβαιότητες και τις εγγυήσεις του πολύ πρόσφατου παρελθόντος και επιχειρεί να επανακαθορισθεί υπό συνθήκες που κυμαίνονται μεταξύ της βαθιάς ανησυχίας και του πανικού. Παραθέτω το κείμενο του Κώστα χωρίς να αλλάξω απολύτως τίποτα, απλώς προσθέτοντας μερικές προφανείς υπογραμμίσεις:

 «1. Μετά από χρόνια, κατά τα οποία νομίσαμε – ατομικά ή/και συλλογικά – ότι τα ζητούμενα της πολιτικής είναι «ουδέτερες» αξίες (αποτελεσματικότητα, διαφάνεια, δημόσια διαβούλευση, λογοδοσία, συνευθύνη και άλλα παλαιά και καινοφανή), που νομίσαμε ακόμα ότι, μια σειρά από τεχνικές διακυβέρνησης μπορεί και να αποσκοπούν στο απροσδιόριστο «γενικό συμφέρον», η πραγματικότητα της κρίσης επαναφέρει με δραματικό τρόπο τις ταξικές σχέσεις, την ταξική ουσία της πολιτικής στο προσκήνιο. Οι διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στο κεφάλαιο και στην εργασία, η συρρίκνωση και η βαθμιαία εξαθλίωση των μεσαίων στρωμάτων, η όξυνση των αντιθέσεων και των χασμάτων , είναι ξανά εδώ. Κι ενώ εμείς ξεθάβουμε τα σκονισμένα αναλυτικά μας εργαλεία μήπως και βγάλουμε άκρη με τη συγκυρία, ο γερο Κάρολος χαμογελάει δικαιωμένος, κάτω από τα γενιομούστακά του.

2. Την ίδια στιγμή που το λεγόμενο πολιτικό σύστημα τραντάζεται από μια καθοριστική κρίση, την ίδια στιγμή που οι σχέσεις εκπροσώπησης διαρρηγνύονται βαθύτατα, την ίδια στιγμή που η «πολιτική» εξοβελίζεται ως κάτι βαθιά βρώμικο και διεφθαρμένο… την ίδια ώρα η Πολιτική επιστρέφει δυναμικά. Και μάλιστα στο σκληρό πυρήνα της: την οικονομία που αποκαλύπτει σχέσεις εξουσίας. Αποκαλύπτεται έτσι ξανά στα μάτια μας ότι η δημοκρατία δεν είναι πασαρέλα κι επικοινωνία, αλλά πεδίο κοινωνικών συγκρούσεων, όσο κι αν πολλοί επιμένουν να τις καμουφλάρουν. Οι πολιτικοί μας εξανίστανται αγανακτισμένοι ότι «δεν είμαστε όλοι ίδιοι». Έχουν δίκιο. Κι επειδή δεν είναι όλοι ίδιοι, κάποιοι είναι μαζί μας – με τις δυνάμεις της εργασίας, με τους μη προνομιούχους, με τους μη έχοντες και κατέχοντες, με τους αδικημένους – και κάποιοι εναντίον μας. Σ’ αυτούς και σ’ αυτές εναπόκειται ν’ αποφασίσουν και να το κάνουν δημόσια γνωστό. Διαφορετικά ας μην κλαίγονται ότι τους παίρνει όλους και όλες μαζί η μπάλα.

3. Καταρρέει η ονειρώδης αυταπάτη ότι μπορούσαμε να διαχειριστούμε ατομικά τη ζωή μας. Ότι διαθέταμε τις στοιχειώδεις εκείνες εγγυήσεις που μας άφηναν περιθώριο καθοριστικών ατομικών επιλογών: στον τρόπο ζωή μας, στη συμπεριφορά μας, στις καταναλωτικές ή μη συνήθειές μας. Ήταν γοητευτική αυτή η αυταπάτη, περιέχουσα μια ψευδαίσθηση ελευθερίας. Σήμερα αυτές οι ελάχιστες εγγυήσεις δεν υπάρχουν και διαπιστώνουμε ότι αυτή η ελευθερία ήταν ολωσδιόλου ανάπηρη καθώς λέει ο ποιητής. Τα μικρά περιθώρια ατομικών επιλογών εξαφανίζονται μπροστά στην ευρύτερη συμπίεση δικαιωμάτων, εναλλακτικών λύσεων, εισοδημάτων και όχι μόνο. Ναι, είμαστε ακόμα διαφορετικοί αλλά: 1. δεχόμαστε τα ίδια χτυπήματα και 2. τα χτυπήματα έχουν την ίδια αφετηρία. Με άλλα λόγια η ίδια τράπεζα μας πιάνει από το λαιμό για τις δόσεις, αδιάφορο αν τα δανεικά τα ξοδέψαμε σε στεγαστικό δάνειο, σε επώνυμα πάσης φύσεως αξεσουάρ, σε ταξίδια, σε ακριβά αυτοκίνητα, ή σε ξενόγλωσσα dvd και βιβλία… 

4. Η περιχαρακωμένη και καλά προστατευμένη – νομίζαμε… – ιδιωτική μας σφαίρα παραβιάζεται βάναυσα. Η δημόσια σφαίρα – οι περικοπές, η αβεβαιότητα, η ακρίβεια, η ανεργία, η συνειδητοποίηση του πόσο ανίσχυροι είμαστε τελικά – εισβάλλει θριαμβευτικά στο μικρόκοσμό μας. Οι εντάσεις στο φιλικό και οικογενειακό περιβάλλον μας, με αφορμή τα «απανωτά πλήγματα» που δεχόμαστε πολλαπλασιάζονται. Η ένταση παραβιάζει τις ερμητικά κλεισμένες θύρες του δήθεν απαραβίαστου ασύλου μας. Ανακαλύπτουμε εκ νέου την ταξική φύση –ακόμα και- των διαπροσωπικών μας σχέσεων. «Ανακαλύπτουμε» -ίσως γιατί μέχρι σήμερα το γνωρίζαμε μόνο θεωρητικά- ότι ανάμεσα μας, ανάμεσα στους φίλους μας υπάρχουν πλούσιοι και φτωχοί, με διαφορετικές δυνατότητες και ευκαιρίες. Ναι θα συνεχίσουμε ν’ αγαπιόμαστε, αλλά σύντομα θα πάψουμε να συχνάζουμε στα ίδια μαγαζιά ή να κάνουμε μαζί διακοπές, δε θα έχουμε περιθώρια να μας απασχολούν και να κουβεντιάζουμε τα ίδια πράγματα. Όσο οι αδήριτες ανάγκες της επιβίωσης και του βιοπορισμού μας θα αναδύονται απαιτητικές, η ανοχή  σε συμπεριφορές με άλλες – υλικές ή μη – αναφορές θα εξανεμίζεται. Θα υπάρξουν παρέες που θα διαλυθούν, φιλίες που θα ξεθωριάσουν, σχέσεις που θα μείνουν στα μισά.

5. Όλοι μιλούμε περισσότερο για την κρίση και τις εξελίξεις. Ανοίγουν στόματα και πολλαπλασιάζονται όσοι νιώθουν ότι «κάτι έχουν να πουν». Είναι ενδεικτικό το πόσο αδιάφορα και ανόρεχτα γίνονται πλέον οι γνωστές ποδοσφαιροκουβέντες (για να μιλήσω για κάτι που γνωρίζω) σε χώρους δουλειάς και σε παρέες. Νιώθουμε ότι άλλα είναι τα σοβαρά κι άλλα είναι αυτά που μας καίνε. Συχνά αυτές οι συζητήσεις μοιάζουν κακόφωνες βαβέλ που δεν οδηγούν πουθενά. Συχνά δεν έχουν και νόημα. Ακροβατούν ανάμεσα σε ομαδική ψυχοθεραπεία και σε αδιέξοδα ψυχοδράματα. Δεν υπάρχουν ταμπού και πρωτόκολλα: χωράνε απόψεις από την επίκληση ενός ισχυρού Φύρερ που πρέπει να έρθει, μέχρι αδιαπραγμάτευτες στεντόρειες κραυγές «Όλη η εξουσία στα σοβιέτ». Σ’ αυτές τις επαναλαμβανόμενες, διαρκείς, συγκρουσιακές, τραυματικές, ενοχικές, λυτρωτικές συζητήσεις χτίζονται εύθραυστες συλλογικότητες, ετερόκλητες συμμαχίες, απροσδόκητες συνευρέσεις. Συχνά ο σταμπαρισμένος ρατσιστής εθνικιστής «στη βγαίνει από αριστερά», ενώ ο ιστορικά αριστερός και στρατευμένος κάνει επικλήσεις στην υπευθυνότητα. Οι κουβέντες κρύβουν ρήξεις και κραδασμούς σε στάσιμα νερά, πολλές φορές τις φοβόμαστε, ωστόσο γίνονται. Ανάλογα πως το βλέπει κανείς, ανάλογα με το τι τελικά προσδοκά, όλες αυτές αι συζητήσεις μπορεί απλά να είναι μαζική εκτόνωση την ώρα του καφέ. Ή μπορεί και κάτι άλλο να εγκυμονούν. Θα δείξει…

6. Σ’ αυτό το αδιευκρίνιστο, ομιχλώδες, οργισμένο κι αναβράζον σκηνικό, πληθαίνουν ολούθε οι ετερόκλητες φωνές που, πατώντας σταθερά στη συγκυρία, ευαγγελίζονται τη Μέγιστη Ποθούμενη Σωτήρια Αλλαγή. Την Εκτροπή. Γιατί περί αυτού πρόκειται: οι πληρωμένοι ρουφιανεύοντες νυν και αει κονδυλοφόροι και οι οσφυοκάμπτες διανοούμενοι  προσδοκούν εν μέσω σκοτεινών ονειρώξεων την έλευση του Ικανού Αυτοδημιούργητου Επιχειρηματία εκθειάζοντας αρετές και προτερήματα. Ο πάλαι ποτέ ευφυής, αλλά σήμερα ανερμάτιστος, αγόμενος και φερόμενος Μίκης με νέο – πολλοστό! – διάγγελμά του καλεί τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας σε ξεκάθαρη συνταγματική εκτροπή: να διορίσει κυβέρνηση άξιων και ικανών (ποιών;) που θα προκηρύξει εκλογές για Συντακτική Εθνοσυνέλευση.  Από κοντά κι ο Καρατζαφύρερ σε επιδείξεις σοβαρότητας και εθνικής ευθύνης, στο απλόχερο κι ευρύχωρο βήμα που του παρέχουν τα κανάλια,  οραματίζεται οικουμενικές κυβερνήσεις εθνικής σωτηρίας. Όσο για τον Πάγκαλο –της γνωστής οικογενείας- αλλά και το Φον Μιχαλάκη μιλάει η πρακτική τους. Αλλά και στο μικρόκοσμο. Ο συνδικαλιστής της ΔΑΚΕ, ο ίδιος που πέρσι τέτοια εποχή έβαζε και τα δυο χέρια στη φωτιά για την ακεραιότητα και τη σοφία του Καραμανλή, ρητόρευε προχθές ωρυόμενος προς τους πολιτικούς «αποτύχατε κύριοι αποτύχατε! Να έρθει κυβέρνηση τεχνοκρατών να μας σώσει». Αλλά και οι άκαπνοι ταλιμπάν του νέο παπανδρεϊσμού στη Χίο (για παράδειγμα), απαγορεύουν με ειδικό ουκάζιο τη συμμετοχή αιρετών του ΠΑΣΟΚ στην αυτοδιοίκηση σε συσκέψεις για τον «Καλλικράτη» ή συκοφαντούν θρασύδειλα απεργούς εκπαιδευτικούς, έχουν βλέπεις επωμιστεί τη σωτηρία μας πέρα από θεσμούς κι επιλογές κι έχουν πάρει στα σοβαρά το ρόλο τους! Τέλος, ο προώρως γηράσας, φευγομενοφεύγω, πατερούλης Αλαβάνος προτείνει «χαλαρή σχέση με τη Βουλή για το ΣΥΡΙΖΑ» – τώρα που δεν είναι πλέον Βουλευτής ο φαρισαίος! -. Όποιος μιλήσει για θεσμούς και δημοκρατία εισπράττει τη χλεύη, φαντάζει γελοίος. Απέναντι σ’ όλα αυτά είναι απείρως εντιμότερη και πιο ξεκάθαρη η στάση των σταλινικών πρωθιερέων του ΚΚΕ περί συντάγματος, αλλαγής του και ανατροπής του ακόμη. Στο κάτω κάτω έχει και μια σοβαρή ιστορική τεκμηρίωση και αναφορά. Η ουσία είναι ότι η Εκτροπή υπάρχει πλέον σε πολλά μυαλά, μπαίνει «νομιμοποιημένη» σε συζητήσεις. Δε θα είναι, ας ελπίσουμε, εκτροπή της ξιφολόγχης και της ερπύστριας, μπορεί να ενδυθεί άλλο μανδύα, αλλά θα σημαίνει έτσι κι αλλιώς: περιστολή δικαιωμάτων, αυταρχικές λύσεις, εκχώρηση ελευθεριών, περισσότερη βουβαμάρα, περισσότερη ιδιώτευση. Θα περίμενε κανείς μια σθεναρή αντίσταση από το υπάρχον πολιτικό προσωπικό. Σε τελική ανάλυση έχουν εκλεγεί, εκτός των άλλων και για να υπερασπίζουν κάποιους θεσμούς. Σιωπούν ντροπαλά. Αλλά στο βάθος αναρωτιέμαι, πόσοι και πόσες από τους 300 για παράδειγμα δεν είναι έτοιμοι για δουλοπρεπείς γονυκλισίες στον αυριανό «Καίσαρα» που θα τους εξασφαλίσει την ασήμαντη πολιτική τους επιβίωση, και τον πολιτικό τους «άρτον τον επιούσιον». Αλλά όταν τη Δημοκρατία, τη λειψή δημοκρατία έστω δεν την υπερασπίζεσαι, γίνεται Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Κι όλοι ξέρουμε τι ακολούθησε…»   

Επισημάνσεις Ρογήρου: Ας μου επιτραπεί να διατυπώσω κι εγώ κάποιες σκόρπιες σκέψεις για ό,τι συμβαίνει. Πέρασε ήδη ένας μήνας από τότε που κατέθετα την αγωνία μου για το μέλλον της Ελλάδας, δύο μήνες από τότε που η χώρα υπαγόταν στον μηχανισμό «σωτηρίας» του ΔΝΤ (ή, αν προτιμάτε της τρόικας ΔΝΤ-ΕΚΤ-Ευρωπαϊκής Επιτροπής), και ειλικρινά δυσκολεύομαι να διακρίνω τί ακριβώς άλλαξε, τί ακριβώς συντελέσθηκε από τη μία ή την άλλη ημερομηνία. Οι βάναυσες περικοπές των μισθών και των συντάξεων είναι σίγουρα γεγονός. Η κατάργηση του συνόλου σχεδόν των εργασιακών και κοινωνικοασφαλιστικών δικαιωμάτων μια βεβαιότητα που πρόκειται να πραγματοποιηθεί λίαν προσεχώς. Η εντεινόμενη ασφυξία της αγοράς το ίδιο. Από κει και πέρα τί; η αίσθηση μιας ζοφερής ατμόσφαιρας που φέρνει μαζί της τη συμφορά αλλά δεν είναι εύκολο να διακρίνεις τί απ’ αυτήν ανήκει ήδη στην πραγματικότητα και τί είναι οπτασία ή προβολή στο μέλλον. Πανικός και απάθεια μαζί. Ελάχιστες πράξεις. Ακόμη πιο λίγες προτάσεις για λύσεις. Σε μια ώρα που η Αριστερά είναι αναγκαία όσο ποτέ άλλοτε, ένα τμήμα της συνεχίζει να ζει μακάριο στον εικονικό του κόσμο, δέσμιο ιδεοληψιών που λίγα μπορούν να προσφέρουν για μια ρεαλιστική αντιμετώπιση της κρίσης, ενώ ένα άλλο αλληλοσπαράσσεται, βγάζει στην επιφάνεια τους πιο μικροπρεπείς εγωϊσμούς του, μας δίνει να καταλάβουμε ότι δεν είναι καν απλό άθροισμα μονάδων, παρά ένα σώμα που διαλύεται με την ακλόνητη πεποίθηση ότι κατέχει την απόλυτη αλήθεια. Όσο για τις πολιτικές δυνάμεις των «κομμάτων εξουσίας» αυτές κινούνται σαν ένα ωραίο εκκρεμές ανάμεσα στον αγώνα για την προάσπιση τιποτένιων μικροκομματικών σκοπιμοτήτων και στον ρόλο του θλιβερότατου μεταπράτη. Αυτόν τον τελευταίο ρόλο τον διεκδικεί επίζηλα και μεγάλη μερίδα του «σοβαρού» Τύπου, καθώς «έγκριτα» έντυπα συναγωνίζονται να μας πείσουν ότι το «ΔΝΤ είναι φίλος μας» και βγάζουν άναρθρα κελεύσματα για υπακοή. Καταξιωμένοι σχολιαστές εφευρίσκουν τον «Μπάρμπα Μήτσο» από τα βάθη της ελληνικής επαρχίας για να του φορτώσουν όλες τις αμαρτίες της νεότερης Ελλάδας, από τους εξοπλισμούς ως τη δημιουργία κρατικών οργανισμών με ομιχλώδες αντικείμενο και πιθανό σκοπό το βόλεμα ημετέρων. Μέσω του κατασκευάσματος της συλλογικής ευθύνης προωθείται η δημιουργία πειθήνιων μαζών που δεν πρόκειται να σηκώσουν ξανά κεφάλι ούτε να αντιμιλήσουν, γιατί στο κάτω-κάτω «φταίμε όλοι».

Προφανώς, μπορεί να αντιταχθεί εκ νεόυ το γνωστό επιχείρημα ότι «δεν προτείνονται λύσεις». Θα απαντήσω ότι η διατύπωση προτάσεων προϋποθέτει τον καθορισμό των επιδιωκόμενων στόχων. Και από αυτή την άποψη βλέπω μόνο το απέραντο κενό. Με άλλα λόγια δεν μπορώ να κατηγορήσω το ΔΝΤ επειδή επέβαλε ένα πρόγραμμα «εξυγίανσης» του οποίου αποκλειστικός στόχος είναι η διασφάλιση των απαιτήσεων των πιστωτών του ελληνικού Δημοσίου. Αυτή είναι σε τελική ανάλυση η δουλειά του. Από την ελληνική κυβέρνηση, από τις ελληνικές πολιτκές δυνάμεις εν γένει, περιμένω άλλα πράγματα. Και όχι μόνο δεν τα βλέπω, αλλά και δεν ελπίζω πια. Παρακαλώ θερμά, ας ανεβεί επιτέλους στη σκηνή η κοινωνία των πολιτών. Όχι για κανένα άλλο λόγο, αλλά για να αποδείξει ότι είναι κάτι απτό και υπαρκτό κι όχι ένα νεφελώδες κατασκεύασμα που ευφάνταστοι σύμβουλοι έβαλαν στα στόματα μέτριων πολιτικών.

Ζητείται ελπίδα…

7 Μαΐου, 2010

Όταν πριν από επτά περίπου μήνες ξεκινούσα αυτό το ιστολόγιο ομολογώ ότι φλέρταρα με την ιδέα να το χρησιμοποιήσω ως βήμα έκφρασης των απόψεών μου σχετικά με όλα τα θέματα που με ενδιέφεραν. Έτσι, ανάμεσα στις αρχικές αναρτήσεις του ιστολογίου είχα δημοσιεύσει κι ένα μικρό (και μάλλον κοινότοπο) άρθρο πολιτικού περιεχομένου, το οποίο αντιμετώπιζε το γεγονός της πρόσφατης, τότε, εκλογής της κυβέρνησης με αρκετή αισιοδοξία. Δεν χρειάζεται να πω ότι από τότε πολλά άλλαξαν. Σε καθαρά «ιστολογικό» επίπεδο, γρήγορα αντιλήφθηκα ότι ένα ακόμα ιστολόγιο ποικίλης ύλης δεν είχε ουσιαστικό λόγο ύπαρξης. Κατάλαβα (και σ’ αυτό βοήθησαν πολύ οι φίλοι σχολιαστές και αναγνώστες) ότι το καλύτερο (και για μένα και για εκείνους) που μπορούσα να κάνω ήταν να εστιάσω την προσοχή μου στο αντικείμενο που αγαπούσα περισσότερο, δηλαδή την Ιστορία και μάλιστα αποκλειστικά τις περιόδους που για διάφορους λόγους θεωρούσα συναρπαστικότερες. Έτσι καταλήξαμε σε ένα αμιγώς ιστορικό ιστολόγιο, επιλογή για την οποία δεν μετανιώνω καθόλου.

Για πολλούς και διάφορους λόγους δεν είχα κατορθώσει να ανανεώσω το ιστολόγιο εδώ και πέντε εβδομάδες. Εδώ και κάποιες μέρες είχα έτοιμο ένα κομμάτι (το πρώτο της σειράς) για τον Διονύσιο των Συρακουσών και χθες μπόρεσα να το επεξεργαστώ και να το δημοσιεύσω. Καλώς ή κακώς, δεν είμαι από τους ανθρώπους που πιστεύουν ότι η επικαιρότητα πρέπει να τους υπαγορεύει τους ρυθμούς της ζωής τους. Χτες, όμως, τα πράγματα διέφεραν: οι συγκυρίες το έφεραν ώστε η βαθειά κρίση που ταλανίζει τη χώρα μας να γνωρίσει μια (πρώτη; πρόσκαιρη σε αναμονή άλλων;) δραματική κορύφωση. Και πράγματι ένιωσα ενοχές που συνέχισα μια δραστηριότητα που μου χαρίζει ευχαρίστηση την ίδια ώρα που οι εγκληματικές πράξεις ανθρωποειδών (κτηνωδώς βλακών, ασυγχώρητα φανατικών ή σιχαμένων υπηρετών δόλιων σχεδίων – κρατείστε την εκδοχή ή τις εκδοχές που θεωρείται πιο πιθανή/ πιθανές) έκοβαν το νήμα τεσσάρων ζωών. Όταν ζεις 2.500 χιλιόμετρα μακριά από την Αθήνα αδυνατείς μερικές φορές να νιώσεις έγκαιρα τον σφυγμό των γεγονότων. Κι έτσι ξαφνικά ό,τι συνέβαινε στην Αθήνα έκανε τον Διονύσιο, τον Ρογήρο ή τον Φρειδερίκο να χάσουν την όποια αξία μπορεί να είχαν στο πλαίσιο μιας απλής αφήγησης ιστορικών γεγονότων. Σαν μια μικρή εξιλέωση για την αστοχία, σαν εκπλήρωση ενός χρέους απέναντι στον εαυτό μου, τα αγαπημένα μου πρόσωπα και τους φίλους μου (που βλέπουν με απόγνωση αυτά που συμβαίνουν τώρα στην Ελλάδα και, κυρίως, τα χειρότερα που πρόκειται να έρθουν), είπα κι εγώ να γράψω δυό γραμμές, αναζητώντας μια εξήγηση και, πρωτίστως, μια ελπίδα, ξέροντας ότι πολλοί πιο άξιοι ιστολόγοι τα έχουν ήδη πει καλύτερα.

Ποιός φταίει; Ναι, πρέπει καταρχήν να δεχτώ αυτό που μας λένε, δηλαδή ότι όλοι φταίμε για τη σύγχρονη ελληνική κατάντια. Όταν, όμως, λέμε όλοι πρέπει να εννοήσουμε κάθε φυσικό πρόσωπο που έζησε ή ζει στη χώρα αυτή και κάθε νομικό πρόσωπο που άσκησε ή ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα στην Ελλάδα (άρα και τον μετανάστη που προσαρμόσθηκε στα καθ’ ημάς ήθη, και την «αλλοδαπή» επιχείρηση που δραστηριοποιείται στην Ελλάδα και τους δανειστές του δημοσίου μας, ανεξαρτήτως ιθαγένειας ή έδρας). Οι απλοί άνθρωποι φταίμε γιατί γίναμε συνένοχοι στην καταστροφή της χώρας μας, με αντάλλαγμα τον διορισμό του παιδιού μας στο δημόσιο και στις επιχειρήσεις του ή την νομιμοποίηση του αυθαιρέτου μας. Φταίμε γιατί οι σχέσεις με τους πολιτικούς μας πήραν τέτοια μορφή που μπροστά τους ωχριούν οι πελατειακές σχέσεις στα χρόνια της Ρώμης. Φταίμε γιατί χτίσαμε όπως και όπου βρίσκαμε, καταστρέφοντας το φυσικό περιβάλλον και σοδομίζοντας κάθε έννοια αισθητικής. Φταίμε γιατί φοροδιαφύγαμε ή γίναμε συνένοχοι και ανεχθήκαμε τη φοροδιαφυγή συμπολιτών μας, ξεχνώντας ότι κάθε ευρώ φόρου που χανόταν, χανόταν και για τα σχολεία των παιδιών μας, τα νοσοκομεία μας ή τους δρόμους στους οποίους οι ίδιοι θα κυκλοφορούσαμε. Φταίμε λοιπόν… Όμως, δεν είναι ίδια η ευθύνη όλων μας. Το πιο μεγάλο μερίδιο ανήκει στους ηγέτες μας, στις πολιτικές, οικονομικές και πνευματικές ελίτ, με δυό λόγια σε όσους καθόρισαν, άμεσα ή έμμεσα,  τους κανόνες του παιχνιδιού. Το να στοχοποιούμε και να ενοχοποιούμε συλλήβδην κοινωνικές ή επαγγελματικές ομάδες δεν βοηθά και πολύ, εκτός κι αν ο σκοπός είναι η δημιουργία μιας κατ’ ευφημισμόν κοινωνίας που θα απαρτίζεται από πειθήνια και υποτακτικά όντα. Να γιατί ο καταναγκασμός σε ομολογίες του τύπου «κι εγώ φταίω για τη χρεωκοπία της χώρας» δεν έχει καμία χρησιμότητα αν στόχος είναι η αναδιάρθρωση της κοινωνίας σε υγιείς βάσεις. Με πολίτες ηττημένους και γεμάτους ενοχές δεν πας πουθενά, εκτός κι αν σκοπός σου είναι να γίνεις ο δικτάτοράς τους.

Το νεοελληνικό κράτος χτίστηκε πάνω σε σαθρά θεμέλια. Εξαρτημένο από ξένες δυνάμεις (στις οποίες χρωστούσαμε εν πολλοίς την ύπαρξη του κράτους μας και εν μέρει την εθνική μας ταυτότητα), έχοντας υιοθετήσει όλες τις παθογένειες τις οθωμανικής διοίκησης (χωρίς να πάρει τίποτε από τα θετικά της), το κράτος μας πορεύτηκε κουτσά στραβά, ελπίζοντας στις ευτυχείς συγκυρίες, στις φωτεινές εξαιρέσεις και στον όποιο πατριωτισμό των πολιτών του. Οι πολιτικοί του συχνά αποδεικνύονταν είτε απλώς ανεπαρκείς είτε μεταπράττες αλλότριων συμφερόντων (και κάποιες φορές και τα δύο). Ακόμη και μετά την μεταπολίτευση τα μοιραία σφάλματα συσσωρεύονταν. Κοινωνική πολιτική με δανεικά, υπερδιόγκωση του δημόσιου τομέα και οργάνωσή του με τρόπο που ούτε τον πολίτη υπηρετούσε ούτε τα ίδια τα συμφέροντα του κράτους (οι υπεράριθμοι υπάλληλοι του Δημοσίου και των ΔΕΚΟ δεν αυτοδιορίζονταν: οι πολιτικοί μας αντιμετώπιζαν το Δημόσιο σαν πάρκινγκ ψηφοφόρων), διασπάθιση των κοινοτικών κονδυλίων και ενισχύσεων. Όμως, οι επιδοτήσεις που μας έδινε απλόχερα η ΕΕ δεν είχαν ως σκοπό ούτε να γεμίσουν τις τσέπες των εκάστοτε εκλεκτών του καθεστώτος ούτε να γίνουν χαρτζηλίκι των μικρομεσαίων ή των αγροτών για να ξοδευτούν σε τζιπούρες και πορνομπάρ. Σκοπούσαν, λ.χ. ως προς του αγρότες να τους ενισχύσουν στη μετάβαση σε καλλιέργεις που κρίνονταν βιώσιμες και σχετικά επικερδείς για το μέλλον ή, απλούστατα, σε άλλα επαγγέλματα. Κι ακόμη στη δημιουργία εκπαιδευτικών και επιχειρηματικών δομών που θα καθιστούσαν την κοινωνία και την οικονομία μας ανταγωνιστική. Καμία ελληνική κυνέρνηση δεν είπε την αλήθεια στους πολίτες ούτε τους οδήγησε σε επιλογές που θα μπορούσαν να αποδειχθούν επωφελείς.

Ειδικά η κυβέρνηση των ετών 2004-2009 κέρδισε με το σπαθί της τον τίτλο της χειρότερης από τη μεταπολίτευση και πέρα. Σαν έτοιμη από καιρό, υιοθέτησε όλες τις κακές συνήθειες της προκατόχου της και τις επιδείνωσε. Αποδείχθηκε ανίκανη ακόμη και να διεκπεραιώσει τις τρέχουσες υποθέσεις. Δανείστηκε ασύστολα τεράστια ποσά. Υπερδιόγκωσε το Δημόσιο, πολλαπλασιάζοντας τους υπαλλήλους του, τους δημόσιους οργανισμούς άνευ αντικειμένου, τα αμειβόμενα ΔΣ και επιτροπές. Κι όλα αυτά χωρίς να υπολογίσουμε την απίστευτη διαφθορά.

Η διάδοχός της γρήγορα διακρίθηκε στους ερασιτεχνισμούς και τις αδεξιότητες. Με «αθωώτητα» ανακάλυψε ξαφνικά τη μαύρη τρύπα των δημοσιονομικών κι έπειτα άρχιζε να διαλαλεί την αδυναμία και τον κίνδυνο χρεωκοπίας urbi et orbi. Με αυτόν τον τρόπο η Ελλάδα αυτοστοχοποιήθηκε, προσελκύοντας τα κάθε λογής αρπακτικά της κερδοσκοπίας. Έπειτα, κι ενώ ζητιάνευε βοήθεια, άρχισε να κάνει διπλωματικά παιχνίδια σχετικά με το ποιός θα ήταν ο καλύτερος σωτήρας κι επικαλέσθηκε το ευαγές ίδρυμα που λέγεται ΔΝΤ, αντί να πιέσει για μια 100% ευρωπαϊκή λύση. Πρέπει να προσέχεις τί εύχεσαι, γιατί μπορεί να σου συμβεί. Ελλείψει στιβαρών ηγετών στην Ευρώπη, το ΔΝΤ μπήκε στο παιχνίδι. Έπειτα το καλέσαμε να κοπιάσει. Άλλο, που δεν ήθελε. Κι, όμως, μπορούσαμε  να καθορίσουμε μόνοι μας σε κάποιο έστω βαθμό τους όρους τους προγράμματος «εξυγίανσης» της οικονομίας και της κοινωνίας μας, αντί να αφήσουμε την υπόθεση αυτή σε ανθρώπους που (λογικότατα) αδιαφορούν για την ευμάρεια και το βιοτικό επίπεδό μας. 

Μπορούν τα μέτρα να μας σώσουν; Τα μέτρα λιτότητας που συμφωνήθηκαν (επιβλήθηκαν;) έχουν συγκεκριμένο χαρακτήρα και μονοσήμαντη κατεύθυνση. Άγριες περικοπές μισθών και συντάξεων, απώλεια εργασιακών κεκτημένων, κατακρεούργηση ασφαλιστικών και συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων. Κι ακόμα, τσεκουράτη διπλή αύξηση του ΦΠΑ και των έμμεσων φόρων. Στο βάθος; Νέες περικοπές και μειώσεις, απώλεια και των τελευταίων εργασιακών και κοινωνικοασφαλιστικών δικαιωμάτων, νέοι φόροι και εισφορές, συρρίκνωση της δημόσιας εκπαίδευσης και του δημόσιου συστήματος υγείας, οριστικό τέλος του κοινωνικού κράτους, Καμία διαρθρωτική αλλαγή που θα χτυπήσει τις πάγιες παθογένειες του νεοελληνικού κράτους. Όπως διαπιστώνουμε, τα μέτρα έχουν σαφείς κερδισμένους, για τη διάσωση των οποίων λειτουργούν (οι ελληνικές τράπεζες, εν γένει η επιχειρηματική ελίτ της χώρας, οι δανειστές της κ.λπ.) και αδιαμφισβήτητα χαμένους (τους μισθωτούς και συνταξιούχους). Πώς είναι δυνατό να τύχουν λαϊκής αποδοχής; Επομένως, είναι ατελέσφορα αν ο στόχος είναι να οδηγηθεί η χώρα σε καλύτερη πορεία. Μου δημιουργείται η εντύπωση ότι για κάποιους η Ελλάδα είναι ένα πολύ ενδιαφέρον πειραματόζωο (ως ευρωπαϊκό κράτος και μέλος της ευρωζώνης είναι πολύ πιο ενδιαφέρον από την Αργεντινή του 2001) στο οποίο μπορούν να δοκιμαστούν οι πιο ακραίες νεοφιλελεύθερες πρακτικές (κι όποιος αντέξει). Το ΔΝΤ είναι από τη φύση του οργανισμός εμφορούμενος από τέτοιες ιδέες. Όσο για την ΕΕ, τόσο σε επίπεδο πολιτικών ηγεσιών όσο και σε θέσεις κλειδιά της γραφειοκρατίας έχουν πληθύνει επικίνδυνα αυτοί που ασπάζονται τις συμπαθείς αυτές αγγλοσαξωνικές ιδέες περί απολύτως ελεύθερης αγοράς, που μπορούν να μας γυρίσουν σε μαύρες σελίδες της ανθρώπινης ιστορίας. Ακόμα. λοιπόν, κι αν τα μέτρα «πετύχουν», αυτό που θα έχει συμβεί θα είναι μια χώρα με καλύτερους αριθμούς ως προς το δημοσιονομικό χρέος και ταυτόχρονα με ανεργία 30% και μεγάλο τμήμα του πληθυσμού της εξαθλιωμένο (ενώ όλο σχεδόν το υπόλοιπο θα έχει απωλέσει κάθε ελπίδα «βελτίωσης» του βιοτικού του επιπέδου). Μπορείτε, ακόμη, να φανταστείτε τί είδους κοινωνικές αναταραχές μπορεί να συνεπάγεται μια τέτοια κατάσταση. Και τώρα σκεφτείτε ότι  πληθαίνουν οι φωνές (βλ. την πρόσφατη αρθρογραφία του Πωλ Κρούγκμαν) που υποστηρίζουν ότι,  κατά πάσα πιθανότητα, ούτε αυτούς τους «νεοφιλελεύθερους» στόχους δεν πρόκειται να πετύχει το πρόγραμμα λιτότητας. Οπότε και αναδιαπραγμάτευση του χρέους θα χρειαστεί (πείτε την απλά στάση πληρωμών ή μάλλον χρεωκοπία) και έξοδος της Ελλάδας από την ευρωζώνη (οπότε τσιμπάτε με το καλημέρα μια γενναιότατη υποτίμηση που θα διαλύσει την αγοραστική δύναμη του κατοίκου της Ελλάδας). Οπότε; Μπορεί κάτι να μας σώσει;

Ποιοί αποκλείεται να μας σώσουν: Το καταλάβατε: μεταξύ άλλων, οι «μεγαλοδημοσιογράφοι» μας και η κατ’ όνομα «πνευματική» ηγεσία μας. Χρονίως πάσχοντες από ιδεοληπτικές αγκυλώσεις, επιφανειακοί, υπηρέτες συμφερόντων, όλοι διαγκωνίζονται να πλειοδοτήσουν στον ξεπεσμό της ελληνικής κοινωνίας. Πάνω απ’ όλα μ’ εντυπωσιάζει πόσες φωνές πρότειναν εσχάτως ως λύση τη… συνταγματική εκτροπή (την οποία ονομάζουν ευσχήμως αναστολή ισχύος συνταγματικών διατάξεων ή συγκρότηση «κυβέρνησης σοφών» στην οποία θα μετέχουν αιφνιδίως πλουτίσαντες μεγαλοεπιχειρηματίες και γραφικοί απόμαχοι της διπλωματίας και της πολιτικής ζωής). Ο Θεός να μας φυλάει από αυτό που απεργάζονται τα μυαλά τους!

Τί μπορεί να βοηθήσει; Ακόμη και τώρα που είναι πολύ αργά, είναι δυνατό να γίνουν κάποιες σωτήριες κινήσεις. 

– Λύση δεν είναι αφεαυτής η διόρθωση των οικονομικών μεγεθών, αλλά η ανάπτυξη που θα βοηθήσει και τις επιχειρήσεις και τους μισθωτούς.

– Έλεγχος της παραοικονομίας και της φοροδιαφυγής. Η παραοικονομία υπολογίζεται σε μεγέθη που κυμαίνονται μεταξύ του 30% και του 50% της συνολικής οικονομικής δραστηριότητας. Αν ελεγχθεί έστω και το ένα τέταρτό της, το Δημόσιο θα έχει απίστευτο κέρδος και θα εισπράξει φόρους που δεν έχει ονειρευτεί.

– Κατανομή των βαρών κατά τρόπο δίκαιο και αναλογικό. Άρα, και οι επιχειρήσεις πρέπει να επωμισθούν κάποια φορολογικά βάρη και να μη μείνουν στο απυρόβλητο λόγω ιδεοληψιών περί απολύτως ελεύθερης αγοράς.

– Ορθολογική αναδιάρθρωση του υπερτροφικού δημόσιου τομέα, έτσι ώστε να εξυπηρετεί τον πολίτη και το κρατικό συμφέρον. Σταδιακή κατάργηση άχρηστων οργανισμών και διευθύνσεων (χρειαζόμαστε σε κάτι τις περιβόητες διευθύνσεις «ψυγεία», οι οποίες δεν έχουν ουσιαστικό αντικείμενο και υφίστανται μόνο και μόνο για να «εκτοπίζουν» οι κυβερνήσεις τους εκλεκτούς του αντιπάλου;). Πλήρης κατάργηση των αμειβόμενων επιτροπών του Δημοσίου. Κατάργηση μερικών εκατοντάδων διευθυντικών θέσεων που επανδρώνονται με πολιτικά κριτήρια και κομματικά στελέχη, ενώ η δουλειά θα μπορούσε να γίνει χωρίς επιβάρυνση με το δυναμικό του δημόσιου τομέα (και ξεχάστε τα παραμύθια για τους «μάγους μάνατζερ» που θα έρθουν από τον ιδιωτικό τομέα και θα «απογειώσουν το δημόσιο», γιατί α) η ευδόκιμη θητεία στον ιδιωτικό τομέα δεν εγγυάται και γνώση των ιδιαιτεροτήτων του δημοσίου και β) είδαμε τους μάγους στην πράξη και συνήθως επρόκειτο για κομματικά στελέχη και τίποτε περισσότερο).

– Εξορθολογισμός των δαπανών του Δημοσίου. Μόνο στον χώρο της δημόσιας υγείας, η ορθολογική και σύννομη διενέργεια των προμηθειών υλικού, μηχανημάτων και φαρμάκων θα εξοικονομούσε για το Δημόσιο ποσά που δεν θα τα κέρδισε ακόμη κι αν μείωνε τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων στο μισό (σχετικές οικονομικές μελέτες υπάρχουν, δεν μιλάμε για επιστημονική φαντασία, απλά δεν υπάρχει η βούληση να δυσαρεστήσουμε κάποιους).

– Κι επειδή μόνοι μας, ακόμη και με όλα τα παραπάνω μπορεί να μη τα καταφέρουμε, ας προσευχηθούμε και για μια αλλαγή κατεύθυνσης σε επίπεδο ΕΕ που θα απομακρύνει την Ευρώπη από το ψευδοϊδανικό της χαλαρής ένωσης-αγοράς χωρίς σύνορα, για να την οδηγήσει σε μια ουσιαστική ομοσπονδία που θα την διέπουν οι αρχές του κράτους δικαίου, αυτές που την κατέστησαν υπόδειγμα κοινωνικής και οικονομικής ευημερίας. Δύσκολο, αλλά πάντα μπορούμε να ελπίζουμε. Ας μη λησμονούν οι φίλοι Ευρωπαίοι συνάδελφοι, ότι δεν υπάρχει λόγος να επιχαίρονται με τη δίκαιη τιμωρία των τεμπέληδων και απατεώνων Ελλήνων. Μπορεί τα πειράματα που δοκιμάζονται στην ελληνική κοινωνία να χτυπήσουν σύντομα την πόρτα τους. Και τότε, θα κηδέψουμε όλοι μαζί το κοινωνικό κράτος ως μια εφήμερη κατάκτηση, μια παρένθεση σε μια ιστορία σκληρή κι αμείλικτη με τους ανθρώπους.

– Τέλος, όλοι οφείλουμε να κάνουμε και την αυτοκριτική μας και να αλλάξουμε τους εαυτούς μας, Να συνειδητοποιήσουμε ότι η καταβολή φόρων μπορεί να είναι και προς όφελος όλων μας. Να αποκτήσουμε κι εμείς συλλογική συνείδηση και να φροντίζουμε περισσότερο τα κοινά από τα σπίτια μας. Να ονειρευτούμε ότι η Ελλάδα μπορεί κι αυτή να αποκτήσει συλλογικές υποδομές και κοινωνικές παροχές όπως αυτές που βλέπουμε στην Ευρώπη και τις θαυμάζουμε σαν κάτι εξωγήινο που δεν μπορεί να υπάρξει στη χώρα μας ποτέ. Και να νοιαστούμε λίγο περισσότερο για τον συνάνθρωπο και συμπολίτη μας (μελό, έ… πόση σημασία όμως έχει).

Ορίστε, έγραψα κι εγώ τις κοινότοπες αράδες μου, ξεθύμανα και νιώθω πως έκανα και το καθήκον μου. Κι όμως… Γράφοντάς τες ένιωθα την καρδιά μου να ματώνει.

Υπόσχομαι λοιπόν να επιστρέψω σ’ αυτό που γνωρίζω κι αγαπώ. Να περιδιαβαίνω μοναχά τα ερείπια του Σελινούντα και τα ανάκτορα στις εξοχές του Παλέρμου. Να ατενίζω τον Ώξο στη σκιά ενός κορινθιακού κιονόκρανου. Να διηγούμαι ιστορίες ανθρώπων που έζησαν πριν χίλια ή και δυό χιλιάδες χρόνια. Κι, ίσως, με τις απλές, καθημερινές πράξεις να λέω σιωπηρά μια προσευχή για τη χώρα μου…                       

ΜΚΟ και στρατιωτικά θρησκευτικά τάγματα του Μεσαίωνα – μια αιρετική σύγκριση

28 Οκτωβρίου, 2009

Η ιδέα για τη σύγκριση που επιχειρείται με την παρούσα ανάρτηση γεννήθηκε πριν από τρία περίπου χρόνια, εξαιτίας ενός άρθρου γνωστού Έλληνα διανοουμένου, ο οποίος, προκειμένου να αποδείξει τη βασική θέση του ότι η ανθρωπότητα κινείται σε κατεύθυνση διαρκούς προόδου, ανέφερε τις μη κυβερνητικές οργανώσεις ως ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της εποχής μας. Πόσο πρωτότυπη είναι αυτή η μορφή οργάνωσης και δράσης; Ας το εξετάσουμε μέσα από μια σύγκριση που θα φανεί σε πολλούς παράδοξη, σε κάποιους αιρετική και βέβηλη.

Βεβαίως, εύκολα μπορεί να εμπλακεί κάποιος σε μια ατέρμονη συζήτηση σχετικά με τις μη κυβερνητικές οργανώσεις (ΜΚΟ). Καλό θα ήταν λοιπόν να διευκρινίσω ευθύς εξαρχής τη θέση μου: η εμφάνιση, η διάδοση και η δράση των ΜΚΟ στις σύγχρονες κοινωνίες αποτελεί αδιαμφισβήτητα θετική εξέλιξη. Οπωσδήποτε υπάρχουν και ΜΚΟ «σφραγίδες», ΜΚΟ που έχουν μόνο σκοπό να αποσπούν οικονομικές ενισχύσεις από κράτη ή από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ΜΚΟ που η δράση τους ταιριάζει περισσότερο σε κρατικές μυστικές υπηρεσίες παρά σε οργανισμούς με ανθρωπιστικούς σκοπούς. Για όλες αυτές τις εξαιρέσεις υπάρχουν ασύγκριτα περισσότερες ΜΚΟ που προασπίζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα και παρέχουν ανθρωπιστικό έργο σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Ίσως, άλλωστε, το σοβαρότερο μειονέκτημα των ΜΚΟ να έγκειται σε μια έμμεση (και ακούσια) συνέπεια της ύπαρξής τους: η δράση τους προσφέρει στα κράτη την πρόφαση ώστε να ατονίσει η όποια ανάμειξη του Δημοσίου στον χώρο της κοινωνικής αλληλεγγύης. Το κράτος πρόνοιας συρρικνώνεται με την αιτιολογία ότι κάποιοι άλλοι (δηλαδή οι ΜΚΟ) τα καταφέρνουν καλύτερα στον τομέα αυτό. Θα με συγχωρήσετε, αλλά προτιμώ την ενεργό συμμετοχή του κράτους, όχι μόνο γιατί αποτελεί υποχρέωσή του, όχι μόνο γιατί δεν υπάρχει καμία εγγύηση διάρκειας και συνέχειας ως προς την προσφορά έργου εκ μέρους ιδιωτικών οργανώσεων, αλλά κυρίως διότι ως πολίτης μπορώ να ελέγξω το κράτος (κατά κάποιο τρόπο έστω), όχι όμως και έναν ιδιωτικό φορέα. Η συνέργεια δημόσιου και ιδιωτικού τομέα είναι αναγκαία. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η εθύνη για τον κίνδυνο αυτό δεν προσάπτεται στις ΜΚΟ, αλλά στο κράτος.

Ο στόχος, επομένως, δεν είναι να τεθεί υπό αμφισβήτηση η αναντίρρητη χρησιμότητα των ΜΚΟ, αλλά να εξετασθεί το κατά πόσο αποτελούν ένα εντελώς πρωτότυπο για την εποχή μας φαινόμενο. Φυσικά, αν ληφθεί υπόψη το σύνολο των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων τους, οι ΜΚΟ συνιστούν πρωτότυπη έκφραση της σύγχρονης κοινωνίας. Κάποια επιμέρους χαρακτηριστικά τους, όμως, απαντούν σε διάφορες προγενέστερες ιστορικές περιόδους. Πιθανότατα δε, υπάρχει ένα ιστορικό προηγούμενο που συγκεντρώνει την πλειονότητα των γνωρισμάτων των οργανώσεων αυτών.  

Ας βάλουμε, όμως, τα πράγματα σε μια σειρά. Καταρχάς, ο σκοπός: μεγάλη μερίδα ΜΚΟ έχει ως κύριο (ή και αποκλειστικό σκοπό) την παροχή ανθρωπιστικού (σε ευρεία έννοια) έργου. Ο σκοπός αυτός είναι παρεμφερής, και σε σημαντικό βαθμό ταυτίζεται, με τη φιλανθρωπία. Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι μέχρι πολύ πρόσφατα συναντούσαμε πολυάριθμες φιλανθρωπικές οργανώσεις και σωματεία με δραστηριότητα παρόμοια αυτής κάποιων ΜΚΟ. Σήμερα, οι πάλαι ποτέ φιλανθρωπικές οργανώσεις εμφανίζονται πλέον ως μη κυβερνητικές. Επίσης, η φιλανθρωπία αποτελεί έργο που απαντά διαχρονικά στις ανθρώπινες κοινωνίες, ανεξαρτήτως ιστορικής περιόδου: η κοινωνική δράση των επιφανών πολιτών των αρχαίων ελληνικών πόλεων, το φιλανθρωπικό έργο της εκκλησίας (χριστιανικής και όχι μόνο) ή των πολιτικά και οικονομικά ισχυρών κατά τον Μεσαίωνα και τα νεότερα χρόνια αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα μιας διαχρονικής ανθρώπινης συμπεριφοράς που, εκτός των άλλων, υπαγορεύεται από θεμελιώδεις ανάγκες του ανθρώπου. Σαφέστατα υπάρχουν κάποιες ουσιαστικές διαφορές: αναφερόμαστε σε δράση πολύ πιο περιορισμένη σε γεωγραφική έκταση (δεδομένου ότι συχνά δεν ξεπερνά τα γεωργαφικά όρια μιας κρατικής οντότητας) και ποικιλία δράσεων και σε ορισμένες περιπτώσεις (όπως αυτή των οργανώσεων που εντάσσονταν στις δομές της εκκλησιαστικής οργάνωσης) οπωσδήποτε πιο περιορισμένης ανεξαρτησίας από τις σημερινές ΜΚΟ.

Υπάρχει, εντούτοις, ένα ιστορικό παράδειγμα οργανωμένης ανθρώπινης δράσης που προσομοιάζει σε αυτήν των ΜΚΟ. Όσο και αν αυτό φαίνεται παράδοξο, πρόκειται για τα στρατιωτικά θρησκευτικά τάγματα* του Μεσαίωνα και πιο συγκεκριμένα το Τάγμα των Πτωχών Ιπποτών του Χριστού και του Ναού του Σολομώντα, τους γνωστότερους ως Ναΐτες, και το Τάγμα του Νοσοκομείου του Αγίου Ιωάννου της Ιερουσαλήμ, δηλαδή τους Ιωαννίτες (αφήνουμε κατά μέρος τους Τεύτονες Ιππότες, σκοπός των οποίων κατέστη σχετικά γρήγορα η δημιουργία ενός Ordensstaat, δηλαδή μιας ουσιαστικά κρατικής οντότητας διοικούμενης από το Τάγμα). Στο σημείο αυτό, εύλογα θα αναρωτηθεί κανείς πώς είναι δυνατό να συγκρίνονται ανθρωπιστικές οργανώσεις με τάγματα που υπηρέτησαν ένα θρησκευτικό και πολιτικό ιμπεριαλισμό και είχαν ως κύρια δραστηριότητα τον πόλεμο, την αιτία τόσων δεινών για την ανθρωπότητα. Κι ακόμη, πώς είναι δυνατό να επιχειρείται σύγκριση μεταξύ των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και κάποιων θρησκευτικών οργανώσεων που απετέλεσαν έκφραση του επεκτατισμού και της μισσαλοδοξίας των μεσαιωνικών κοινωνιών της Δύσης στο πλαίσιο των σταυροφοριών; Στην πραγματικότητα, η προκείμενη σύγκριση προϋποθέτει ότι δεν θα ληφθούν υπόψη αξιολογικές κρίσεις, όσον αφορά τον σκοπό των μεσαιωνικών ταγμάτων, οι οποίες βασίζονται στις αντιλήψεις της σύγχρονης εποχής. Έτσι κι αλλιώς, κάτι τέτοιο θα ήταν ανακόλουθο από την άποψη των βασικών αρχών περί ιστορικής μελέτης. Εάν ξεχάσουμε αυτό που η σύγχρονη δυτική κοινωνία θεωρεί κατά πλειοψηφία ηθικά ορθό, τότε θα διαπιστώσουμε ότι οι ΜΚΟ και τα στρατιωτικά θρησκευτικά τάγματα του Μεσαίωνα έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά.

– Ο σκοπός τους (ανθρωπιστικό έργο και προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για τις μεν, υπεράσπιση με στρατιωτικά μέσα των Αγίων Τόπων, δηλ. των φραγκικών κρατών που ιδρύθηκαν στη Συρία-Παλαιστίνη με την πρώτη σταυροφορία, προστασία των προσκυνητών και παροχή σ’ αυτούς καταλύματος και στοιχειώδους ιατρικής περίθαλψης για τα δε) είναι σκοποί που κρίνονται από τις κοινωνίες στις οποίες απευθύνεται το «μήνυμα» των οργανώσεων (δηλ. από τις  ανεπτυγμένες κοινωνίες του λεγόμενου δυτικού κόσμου και την καθολική χριστιανική Δύση, αντίστοιχα) ως «καλοί», ηθικοί, δίκαιοι και άξιοι ενίσχυσης. Εξυπακούεται ότι η κρίση αυτή βασίζεται στις εκάστοτε επικρατούσες αντιλήψεις. Λόγος για ταύτιση ως προς το περιεχόμενο του σκοπού και τη δράση αυτή καθαυτή μπορεί να γίνει, σε κάποιο βαθμό, μεταξύ ορισμένων ΜΚΟ και των Ιωαννιτών για το χρονικό διάστημα μέχρι το 1135-1140, δηλ. πριν αναπτύξουν στρατιωτική δραστηριότητα μιμούμενοι τους Ναΐτες.

– Και στις δύο περιπτώσεις έχουμε μορφές οργάνωσης οι οποίες είναι «υπερεθνικές»/ μη κρατικές (ως προς τη σύσταση και τη δομή τους) και διεθνείς (όσον αφορά τη στρατολόγηση των μελών τους). Και οι μεν και τα δε δεν έχουν κρατικό χαρακτήρα, είναι οργανώσεις αυτόνομες κα, συνήθως, καιι ουσιαστικά ανεξάρτητες (τα μεσαιωνικά τάγματα χρειάζονταν κατά κάποιο τρόπο την παπική έγκριση. Ακόμη, ο πάπας είχε την τυπική εξουσία να διαλύσει κάποιο από αυτά, όπως συνέβη στην περίπτωση των Ναϊτών και του Κλήμεντος του Ε΄, το 1312. Εντούτοις, στην πράξη τα στρατιωτικά θρησκευτικά τάγματα διέθεταν μεγάλη αυτονομία στη δράση τους). Επίσης, αν και μη κρατικού χαρακτήρα, τόσο οι ΜΚΟ όσο και τα μεσαιωνικά τάγματα απευθύνονται στα κράτη προκειμένου να τύχουν της ουσιαστικής έγκρισης της δράσης τους και να λάβουν υλική και ηθική ενίσχυση. Το ίδιο πράττουν και σε σχέση με τους πολίτες των κοινωνιών-αποδεκτών του μηνύματός τους επιζητώντας έκριση σκοπού και ενίσχυση.

Και στις δύο περιπτώσεις έχουμε εσωτερική οργάνωση με σαφή ιεραρχία και διαδικασίες διοίκησης που συχνά δεν είναι διαφανείς για το κοινό/ για αυτούς που δεν είναι μέλη. Υπάρχει κεντρική διοίκηση, πιο δημοκρατική βεβαίως στην περίπτωση των ΜΚΟ (αν και ο μέγας μάγιστρος είναι ουσιαστικά primus inter pares και δεν λαμβάνει ποτέ σημαντικές αποφάσεις χωρίς προηγούμενη διαβούλευση με τους αξιωματούχους του τάγματος). Επιπλέον, η γεωγραφική οργάνωση είναι αξιοπρόσεκτη και για τις δύο κατηγορίες οργανώσεων: οι σπουδαιότερες ΜΚΟ έχουν μεγάλη γεωγραφική εξάπλωση και διαθέτουν εθνικά/ ανά κράτος παραρτήματα ή και τοπικά παραρτήματα τόσο στις περιοχές δράσης όσο και στις περιοχές ενίσχυσης/ στρατολόγησης. Το ίδιο παρατηρείται και στην περίπτωση των στρατιωτικών θρησκευτικών ταγμάτων με τις διοικητικές υποδιαιρέσεις σε επαρχίες, baillies και διοικήσεις (commanderies) που ισχύουν και στις περιοχές ουσιαστικής (δηλ. στρατιωτικής) δράσης των ταγμάτων (Συρία-Παλαιστίνη, Κύπρος, Ελλάδα, νοτιοδυτική Ισπανία) και στις περιοχές όπου τα τάγματα αναζητούν ηθική και υλική ενίσχυση και στρατολογούν νέα μέλη. Συνήθως οι τοπικοί αξιωματούχοι κατάγονται ακριβώς από τις περιοχές όπου καλούνται να διοικήσουν «παραρτήματα» του τάγματος: η εντοπιότητα είναι συνήθως εχέγγυο για καλύτερες σχέσεις με τις τοπικές κοινωνίες και τις ελίτ τους. Και φυσικά, όπως οι σημαντικές ΜΚΟ έχουν μέλη πολλών και διαφόρων ιθαγενειών, έτσι και τα στρατιωτικά θρησκευτικά τάγματα είχαν διεθνή σύνθεση. Θα μπορούσε κάποιος να αντιτάξει ότι στα μεσαιωνικά τάγματα παρατηρείται μια ποσοτική και ποιοτική επικράτηση ανθρώπων που κατάγονται από τον γεωγραφικό χώρο της σημερινής Γαλλίας, κάτι που αντικατοπτρίζεται στην καταγωγή και των περισσότερων μεγάλων μαγίστρων**. Αυτό εξηγείται από την πολιτική και δημογραφική σημασία της Γαλλίας κατά τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο. Πρέπει ακόμη να υπομνησθεί ότι ο γαλλικός γεωγραφικός χώρος δεν αποτελεί ενιαία πολιτική οντότητα, ούτε καν γλωσσική ή εθνοτική. Ο Προβηγκιανός ή ο Ωβερνιάτης του 12ου-13ου αι. δύσκολα θα θεωρήσει ομοεθνή του αυτόν που κατάγεται από το Ιλ ντε Φρανς ή από τη Νορμανδία. Και, φυσικά, δεν υπάρχουν παραδείγματα σύγχρονων ΜΚΟ όπου σε απόλυτους αριθμούς και όσον αφορά την κατοχή νευραλγικών θέσεων υπερτερούν σημαντικά άνθρωποι συγκεκριμένης καταγωγής (λόγω π.χ. ιθαγένειας του ιδρυτή της οργάνωσης ή λόγω της χώρας από την οποία ξεκίνηση η δράση της);          

Επομένως, ομοιότητες υπάρχουν πολλές. Άλλωστε, αν θέλαμε να κάνουμε τη σύγκριση ακόμη πιο προκλητική, πόσο εξωπραγματικό θα μας φαινόταν το ενδεχόμενο μέσα στα επόμενα εκατό χρόνια ένα ισχυρό κράτος να επιχειρήσει να διαλύσει μια μεγάλη ΜΚΟ προβάλλοντας ισχυρισμούς περί διαφθοράς ή ανεπίτρεπτης ανάμειξης σε καθαρά πολιτικά ζητήματα, ακριβώς όπως έκανε ο Φίλιππος ο Ωραίος της Γαλλίας με τους Ναΐτες;

Σε κάθε περίπτωση, είναι νομίζω προφανές ότι μετά από κάποιες χιλιετίες ανθρώπινης δραστηριότητας στο πλαίσιο οργανωμένων κοινωνιών είναι πλέον πολύ δύσκολο μια μορφή οργάνωσης και δράσης να είναι απολύτως πρωτότυπη. Τα βασικά χαρακτηριστικά της θα έχουν σίγουρα εμφανισθεί και σε προγενέστερες ιστορικές περιόδους. Υπό το πρίσμα αυτό, η αντιστοιχία ΜΚΟ και στρατιωτικών θρησκευτικών ταγμάτων είναι σαφής όσον αφορά τον χαρακτήρα του προκρινόμενου σκοπού, τον τρόπο παρουσίασής του στις κοινωνίες-αποδέκτες του μηνύματος, την οργανωτική δομή και τη σύνθεση των μελών. Από κει και πέρα αρχίζουν οι αδιαμφισβήτητες διαφορές. Καλό είναι, άλλωστε, να δεχθούμε ότι κάθε ιστορική εποχή έχει την ιδιαιτερότητά της και, οπωσδήποτε, αυτοτελή αξία. Εξίσου χρήσιμο και το να επιχειρούμε συνδέσεις μεταξύ εποχών με σκοπό την ανεύρεση κοινών χαρακτηριστικών. Είναι κοινότοπο, αλλά το παρελθόν μπορεί πάντα να μας βοηθά να κατανοήσουμε καλύτερα το παρόν.

 

* Αποφεύγουμε στην προκειμένη περίπτωση τη χρήση του όρου «μοναστικά», καθόσον για την Καθολική Εκκλησία μοναστικά είναι μόνον τα τάγματα που ακολουθούν τον Κανόνα του Αγίου Βενεδίκτου. Αυτό αποκλείει ήδη θρησκευτικά τάγματα όπως οι Φραγκισκανοί, οι Δομηνικανοί ή οι Ιησουΐτες (που και για τους τρεις θα μπορούσε να επιχειρήσει κανείς ένα παραλληλισμό της φιλανθρωπικής και εκπαιδευτικής δράσης τους με αυτήν των ΜΚΟ. Ωστόσο, η στενή εξάρτησή τους από την κεντρική εξουσία της Εκκλησίας καθιστά πιο αδόκιμη τη σύγκριση αυτή), κατά μείζονα δε λόγο τα στρατιωτικά θρησκευτικά τάγματα.

** Βάσει της διαίρεσης σε διοικητικές επαρχίες που είχαν υιοθετήσει οι Ναΐτες, από το σύνολο των μαγίστρων τους οι 14 ή οι 15 κατάγονταν από την «επαρχία Γαλλίας» (οι δύο, πάντως, εξ αυτών κατάγονταν από περιοχές που δεν υπάγονταν στο Βασίλειο της Γαλλίας), 5 από την επαρχία Προβηγκίας (στην οποία υπαγόταν και το Ανζού, το Μπορντώ, το Πουατού και η Ωβέρνη), 1 ή 2 ήταν απόγονοι Φράγκων αποίκων στη Συρία-Παλαιστίνη, 2 κατάγονταν από την επαρχία Αραγωνίας-Καταλωνίας και ένας ήταν Ιταλός ή Άγγλος (η χρήση εκλατινισμένων ονομάτων και ασαφών τοπωνυμίων καταγωγής καθιστά δυνατή την αμφιβολία μεταξύ δύο τόσο άσχετων μεταξύ τους ενδεχομένων). Όσον αφορά τους Ιωαννίτες (και μόνο για το διάστημα 1307-1522 που έδρα του Τάγματος ήταν η Ρόδος), η κατανομή είναι πολύ πιο «δημοκρατική»: 7 με καταγωγή από την επαρχία («γλώσσα») Γαλλίας (ανάμεσά τους ο Φουλκ ντε Βιλαρέ που μετέφερε την έδρα του τάγματος στη Ρόδο και το προίκισε με το Ordensstaat στα Δωδεκάνησα), 5 από την επαρχία Ωβέρνης (μεταξύ των οποίων ο πολύς Πιερ Ντ’ Ωμπυσόν και ο Φιλίπ Ντε Βιλιέ, τελευταίος μεγάλος μάγιστρος με έδρα τη Ρόδο), 4 από την Αραγωνία (ανάμεσά τους και ο Χουάν Φερνάντεθ δε Ερέδια, κατόπιν παραγγελίας του οποίου μεταφράσθηκε στα αραγωνέζικα το Χρονικό του Μορέως, υπό τον τίτλο «Libro de los fechos et conquistas del principado de la Morea»), 3 Ιταλοί και ένας από την Προβηγκία.

Για μια εντελώς στοιχειώδη βιβλιογραφία για τα στρατιωτικά θρησκευτικά τάγματα του Μεσαίωνα: Alain DEMURGER «Chevaliers du Christ: les ordres religieux-militaires au Moyen Âge, Seuil, 2002, «Les Templiers: une chevalerie chrétienne au Moyen Âge, Seuil, 2005/ Malcolm BARBER «The New Knighthood: A History of the Order of the Templars», Cambridge University Press, 1993/ Helen NICHOLSON «The Knights Hospitaller», Sutton, 2001, «The Knights Templar: A New History», Sutton, 2001 και 2004/ Jonathan RILEY SMITH «Hospitallers: The History of the Orders of St. John», Hambledon, 1999.  

Εκλογές και νέα κυβέρνηση

9 Οκτωβρίου, 2009

  Είναι πολύ δύσκολο να αντισταθεί κανείς στον πειρασμό να γράψει τις σκέψεις του για την πολιτική επικαιρότητα, όταν μόλις πριν από λίγες μέρες είχαμε εκλογές από τις οποίες μάλιστα προέκυψε και νέα κυβέρνηση.

    Το ίδιο το εκλογικό αποτέλεσμα δεν αποτελεί έκπληξη. Τα γεγονότα και οι συμπεριφορές είχαν πλέον εδραιώσει την πεποίθηση ότι η παράταξη που εγκατέλειψε την εξουσία αντιμετώπιζε ουσιαστικά ως πάρεργο τη διακυβέρνηση της χώρας: η νομή της εξουσίας, η αίγλη και η δύναμη που αυτή προσδίδει, η αμιγώς «επικοινωνιακού» χαρακτήρα θεώρηση των πολιτικών εξελίξεων αποτελούσαν τα κύρια χαρακτηριστικά μιας κυβέρνησης που δεν πρόκειται να μείνει στην ιστορία για το έργο της, παρά μόνο για το ότι συνέδεσε το όνομά της με ορισμένες μνημειώδεις γκάφες, με ορισμένες από τις χειρότερες φυσικές καταστροφές που έπληξαν τη χώρα, καθώς και με κάμποσα γερά σκάνδαλα που έρχονταν σε πλήρη αντίθεση με τη ρητορική περί πάταξης της διαφθοράς (η οποία ήταν η «σημαία» της ΝΔ κατά την πρώτη εκλογή της, το 2004), πολέμου στους «νταβατζήδες» και, φυσικά, της περιβόητης επανίδρυσης του κράτους η οποία έμεινε γράμμα κενό περιεχομένου (αν υποθέσουμε ότι αυτή η πομπώδης έννοια είχε κάποτε οριστεί ή διευκρινιστεί). Αντιθέτως, δόθηκε η εντύπωση μιας κυβέρνησης που αντιμετώπιζε σοβαρές δυσχέρειες ακόμα και για να διαχειρισθεί και να διεκπεραιώσει τις τρέχουσες υποθέσεις. Μιας κυβέρνησης που αδυνατούσε να προτείνει και να εφαρμόσει λύσεις για τα προβλήματα και για την αντιμετώπιση λ.χ. της οικονομικής κρίσης εκτός από τις ελάχιστα δημιουργικές (και σίγουρα διόλου δημοφιλείς) επιλογές της επιβολής φόρων, έκτακτων εισφορών, τελών, ΕΤΑΚ ή από την ερζάτς «τακτοποίηση» των ημιυπαίθριων. Μιας κυβέρνησης, της οποίας οι επιλογές προσώπων για τις θέσεις γενικών και ειδικών γραμματέων υπουργείων, δοικητών οργανισμών, περιφερειών, νοσοκομείων κ.λπ. (επιλογές καθοριστικότατες για την απόδοση και τις επιδόσεις μιας κυβέρνησης), ανέδυαν έντονα άρωμα επιστροφής στη δεκαετία του 1960.

   Υπό τις συνθήκες αυτές ακόμη και η τεράστια διαφορά των + 10 ποσοστιαίων μονάδων μπορεί εύκολα να εξηγηθεί, κατά μείζονα λόγο όταν επιλέχθηκε να προκηρυχθούν εκλογές σε μια στιγμή που το τότε κυβερνών κόμμα φαινόταν ότι αδυνατούσε να τις κερδίσει ή όταν το υποτιθέμενο ισχυρό χαρτί (δηλ. η προσωπικότητα του απελθόντος πρωθυπουργού) άρχισε, για διάφορους λόγους, να μετατρέπεται σε βαρίδι. Το αμείλικτο κριτήριο της σύγκρισης και η αναπόφευκτη αίσθηση παρακμής άλλαξαν δραστικά τα δεδομένα: όσα προσάπτονταν κάποτε στις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ ξεχάστηκαν ή θεωρήθηκαν συγχωρεμένες αμαρτίες, ενώ κάποιοι ενδελεχέστεροι αναπόλησαν τις επιδόσεις της διακυβέρνησης Σημίτη σε κάποιους τομείς.

   Η νέα κυβέρνηση παρουσιάζει κάποια ενδιαφέροντα στοιχεία ως προς τη σύνθεσή της (και ίσως ακόμη περισσότερο όσον αφορά τον τρόπο με τον οποία καταρτίστηκε). Καταρχάς, πρόκειται για μια κυβέρνηση εντελώς διαφορετική από την προηγούμενη (και πολύ διαφορετική ακόμη και από τις προηγούμενες κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ): το χαρακτηριστικό της γνώρισμα είναι ότι δεν φαίνεται να συγκροτήθηκε με κριτήριο το βόλεμα των κομματικών βαρόνων ή τις τοπικές/ γεωγραφικές ισορροπίες. Αντιθέτως, τα αμιγώς κομματικά στελέχη ίσως και να αποτελούν μειοψηφία. Είναι περισσότερο κυβέρνηση Γ.Α. Παπανδρέου παρά κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ: πολλοί σύμβουλοι του προέδρου, όλοι σχεδόν οι έμπιστοι άνθρωποί του, η garde rapprochée θα λέγαμε. Οι περισσότεροι από αυτούς δεν έχουν ουσιαστικά κομματικό παρελθόν, έχουν δε το πλεονέκτημα της κοσμοπολίτικης, εκλεκτικής θεώρησης των πραγμάτων. Αν αυτή η επιλογή αφήνει κάποια ερωτηματικά (στα οποία μπορεί να δώσουν απάντηση μόνο οι πράξεις), η πιθανή έλλειψη κομματικών εξαρτήσεων και το αδιαμφισβήτητο ατού των παραστάσεων από το εξωτερικό μπορεί και να αποδειχτούν ευεργετικά. Το μέλλον θα δείξει.

Αυτό που σίγουρα προκάλεσε θετικές εντυπώσεις ήταν η πρόσκληση στον Συνήγορο του Πολίτη: η παρουσία του στην πρώτη συνεδρίαση του νέου υπουργικού συμβουλίου, εκτός από τον όχι αμελητέο συμβολικό χαρακτήρα της κίνησης, μπορεί και να αποτελέσει το έναυσμα για μια διαφορετική προσέγγιση των σχέσεων κράτους-πολίτη. Δεν χρειάζεται, νομίζω, να υπομνησθεί πόσο πάσχει η χώρα μας στον τομέα αυτό. Αντιθέτως, όμως, προς την κρατούσα αντίληψη, πιστεύω ότι το ανθρώπινο δυναμικό του δημόσιου τομέα (τουλάχιστον ένα τμήμα του) μπορεί και να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις ενός σύγχρονου κράτους και να εργαστεί δημιουργικά.

Είμαι, τέλος, σχεδόν σίγουρος ότι, έχοντας στις τάξεις της έναν τουλάχιστον άριστο γνώστη των νομικών (και δεν αναφέρομαι εν προκειμένω στον ΥπΕΘΑ), η νέα κυβέρνηση δεν θα μας φέρει στη δύσκολη θέση να τη δούμε να προτείνει νομοσχέδιο που θα αντιβαίνει τόσο προδήλως στις πλέον θεμελιώδεις αρχές του κοινοτικού δικαίου όσο ο «βασικός μέτοχος». Κάτι θα είναι κι αυτό…

 

ΥΓ: Αντιλαμβάνομαι ότι αρκετοί θα θεωρήσουν υπερβολική μια αισιοδοξία η οποία δεν δικαιολογείται σε καμιά περίπτωση από τα ιστορικά δεδομένα όσον αφορά τις επιδόσεις των ελληνικών κυβερνήσεων, ανεξαρτήτως παράταξης. Πράγματι, μπορεί (ακόμη και μέσα σε λίγες μέρες) κάποια πρόσωπα να δώσουν ενδείξεις ανεπάρκειας. Πράγματι, τίποτε δεν αποκλείει οι χαρακτηρισμοί και οι διαπιστώσεις της δεύτερης παραγράφου να ισχύσουν και για την παρούσα κυβέρνηση. Απλώς, πιστεύω ότι επί του παρόντος το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να διατηρήσουμε μια συγκρατημένη αισιοδοξία. Κι ίσως τα πράγματα να βελτιωθούν κάπως. Ίσως, όχι. Ας το διαπιστώσουμε, όμως, στην πράξη.