Posts Tagged ‘Συρία’

Μύθοι και στερεότυπα για τον Μεσαίωνα

6 Νοεμβρίου, 2014
Αδελφοί του Λιμπούρ "Les Très Riches Heures du duc de Berry", Μάιος

Αδελφοί του Λιμπούρ «Les Très Riches Heures du duc de Berry», Μάιος

[Δεν πρόκειται ακριβώς για νέα ανάρτηση, αλλά για το κείμενο ομιλίας του Ρογήρου στο πλαίσιο εκδήλωσης που διοργάνωσε στις 17 Οκτωβρίου 2014 η Ελληνική Κοινότητα Λουξεμβούργου (Centre culturel Altrimenti, Λουξεμβούργο). Οι φίλοι του ιστολογίου θα διαπιστώσουν ότι το κείμενο περιέχει σχεδόν αυτούσιες κάποιες από τις παλαιότερες αναρτήσεις (όπως το «Γιατί ΔΕΝ επιστρέφουμε στον Μεσαίωνα», την «Ιστορία του Ρομάνο Μαϊράνο», τη «Γυναίκα στον Μεσαίωνα» ή το «Ψάχνοντας για μάγισσες στον Μεσαίωνα»), καθώς και στοιχεία από άλλες. Η όποια αξία του έγκειται στο ότι παρέχει μια συνθετική και, κατά το δυνατόν, συνοπτική εικόνα των θέσεων του ιστολογίου όσον αφορά το πλέον προσφιλές θέμα του. Ακριβώς επειδή πρόκειται για ομιλία, το κείμενο δεν περιέχει παραπομπές. Υπάρχει, όμως, μια ενδεικτική βιβλιογραφία στο τέλος του. Επίσης, για να διατηρήσω τη ροή του, επέλεξα να μην προσθέσω συνδέσμους. Για τις όποιες απορίες, οι φίλοι μπορούν να ανατρέξουν στη Βικιπαίδεια ή, ακόμη καλύτερα, να υποβάλουν το σχετικό ερώτημα μέσω σχολίου, ώστε να έχουμε κι εδώ μια ενδιαφέρουσα συζήτηση.]

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Εάν επιχειρήσετε να εισαγάγετε τη λέξη «Μεσαίωνας» σε κάποια διαδικτυακή μηχανή αναζήτησης, θα δείτε την οθόνη σας να πλημμυρίζει με ευρήματα στα οποία ο όρος και τα παράγωγά του χρησιμοποιούνται με σημασία σαφώς μειωτική. Τα ευρήματα αυτά δεν έχουν σχέση με την ομώνυμη ιστορική περίοδο, αλλά με γεγονότα της επικαιρότητας. Οι κατάφωρες παραβιάσεις της εργατικής νομοθεσίας, ο περιορισμός ή η κατάργηση εργασιακών δικαιωμάτων χαρακτηρίζονται πάντα ως «Εργασιακός Μεσαίωνας». Ειδήσεις από ταραγμένες περιοχές του πλανήτη συνοδεύονται από επισημάνσεις περί «μεσαιωνικής βαρβαρότητας» και «μεσαιωνικών σφαγών». Τα, εντελώς σύγχρονα, βασανιστήρια είναι οπωσδήποτε «μεσαιωνικά» για τα ΜΜΕ. Πρωθυπουργός κράτους μέλους της ΕΕ και της Ευρωζώνης χαρακτηρίζει το πρόγραμμα δημοσιονομικής λιτότητας ως «μέτρο καθαρά μεσαιωνικό». Κάποιος άλλος, αναφερόμενος στα μέτρα λιτότητας της Ελληνικής Κυβέρνησης, κυκλοφορεί διαδικτυακή αφίσα στην οποία αναγράφεται ότι «η Κυβέρνηση αποφάσισε να μετατρέψει ολόκληρη της χώρα σε θεματικό πάρκο… για τον Μεσαίωνα»! Η σύγχρονη επιδείνωση της κατάστασης όσον αφορά τα εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα και, ως εκ τούτου, τις συνθήκες ζωής μεγάλου μέρους του πληθυσμού βαφτίζεται άνευ άλλου τινός «επιστροφή στον Μεσαίωνα». Η πολιτική και οικονομική ολιγαρχία που επωφελείται από αυτήν την αναδιανομή πλούτου και δικαιωμάτων χαρακτηρίζεται ως «νέα φεουδαρχία».

Με άλλα λόγια, η λέξη Μεσαίωνας αποτελεί για τον άνθρωπο της εποχής μας το κατεξοχήν κακέμφατο, τον απολύτως μειωτικό χαρακτηρισμό. Στο φαντασιακό μας, ο Μεσαίωνας έχει καταγραφεί ως εποχή σκοταδισμού και προλήψεων, επιδημιών, κοινωνικής αδικίας και καταπίεσης, βίας και πολέμων. Η εποχή του Μαύρου Θανάτου και της Ιεράς Εξέτασης.

Ανταποκρίνονται, όμως, όλα αυτά στην ιστορική πραγματικότητα; Για να απαντήσουμε στο ερώτημα θα πρέπει καταρχάς να ορίσουμε την ίδια την έννοια του Μεσαίωνα. Διαπιστώνουμε τότε ότι βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια ιστορική περίοδο χιλίων περίπου χρόνων της οποίας την αρχή και το τέλος δυσκολευόμαστε αφάνταστα να καθορίσουμε, έστω και με τρόπο εντελώς συμβατικό.

Σόλιδος του Οδόακρου

Σόλιδος του Οδόακρου

Πότε αρχίζει ο Μεσαίωνας; Μας απαντούν συνήθως ότι αυτό συνέβη στις 4 Σεπτεμβρίου 476, όταν ο αρχηγός ενός βαρβαρικού μισθοφορικού σώματος, ο Οδόακρος, εκθρόνισε, με τρόπο σχετικά ειρηνικό, τον τελευταίο Ρωμαίο αυτοκράτορα της Δύσης, έναν ανήλικο που έφερε το συμβολικό όνομα Ρωμύλος Αυγουστύλος. Πιστεύετε άραγε ότι το συγκεκριμένο γεγονός σήμαινε για τους ανθρώπους που ζούσαν τότε πραγματική «αλλαγή εποχής»; Πολύ δύσκολα. Ο ίδιος ο Οδόακρος έκανε δέμα τα σύμβολα της αυτοκρατορικής εξουσίας και τα έστειλε συστημένα στον αυτοκράτορα της Ανατολής, τον Ζήνωνα. Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία δεν έπαυσε βέβαια να υφίσταται το 476. Γότθοι ηγεμόνες, όπως ο Θεοδώριχος ο Μέγας, θα συνέχιζαν να διοικούν την Ιταλία στο όνομα του αυτοκράτορα. Και ο τρόπος ζωής των ανθρώπων, η κοινωνική οργάνωση κι η νοοτροπία τους δεν θα μεταβληθεί στους αμέσως επόμενους αιώνες κατά τρόπο που να μαρτυρά ρήξη με το παρελθόν. Αυτό θα σας το επιβεβαιώσουν κι οι ιστορικοί που ειδικεύονται στην Ύστερη Αρχαιότητα.

Κωνσταντινούπολη, χάρτης του Φλωρεντινού Κρ. Μπουοντελμόντε, 1422

Κωνσταντινούπολη, χάρτης του Φλωρεντινού Κρ. Μπουοντελμόντε, 1422

Εξίσου δυσχερής είναι και ο καθορισμός του τέλους του Μεσαίωνα. Κάποιοι αναζητούν ένα μεμονωμένο γεγονός που σηματοδοτεί την αλλαγή εποχής. Την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, για παράδειγμα, το 1453, από τον Μωάμεθ τον Πορθητή. Γεγονός αναμφισβήτητα μεγάλης συμβολικής σημασίας, που όμως δεν επηρέασε κατά τρόπο καθοριστικό τις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις. Για αυτόν τον λόγο, άλλοι επιλέγουν το 1492, το έτος ανακάλυψης της Αμερικής από τον Χριστόφορο Κολόμβο. Εξαιρετικά σημαντικό γεγονός, μόνο που οι συνέπειές του δεν έγιναν άμεσα αισθητές στην Ευρώπη. Έτσι, μια άλλη σχολή προτιμά ένα κριτήριο πιο λειτουργικό. Μας λένε, έτσι, ότι ο Μεσαίωνας τελειώνει όταν εκδηλώνεται σαφώς η Αναγέννηση. Η συμπαθής αυτή ταυτολογία προσκρούει σε μιαν άλλη δυσκολία: πότε συμβαίνει αυτό; Οι στοιχειωδώς ρεαλιστές θα απαντήσουν ότι δεν συμβαίνει την ίδια χρονική στιγμή για όλη την Ευρώπη, στην Ιταλία ίσως βρισκόμαστε στην Αναγέννηση ήδη από το 1450, ίσως και νωρίτερα (για ορισμένους ήδη από το 1370!), στη Γερμανία και τις Κάτω Χώρες, όμως, πρέπει να φτάσουμε στον 16ο αιώνα για να δώσουμε καταφατική απάντηση στο ερώτημα.

Όποιες χρονολογίες και να επιλέξουμε αυτό που διαπιστώνουμε στην πραγματικότητα είναι ότι, κατά την παγιωμένη αντίληψη, ο Μεσαίωνας ορίζεται εξ αντιδιαστολής και μάλιστα διττής, κάτι που μαρτυρά περιφρόνηση. Μεσαίωνας είναι ό,τι δεν ανήκει ούτε στην Αρχαιότητα ούτε στην Αναγέννηση και τους Νεότερους Χρόνους. Περιφρόνηση ως προς τη μέθοδο οριοθέτησης, περιφρόνηση όμως και ως προς την ονομασία. Πώς είναι δυνατό να ονομάζουμε «μέση», δηλαδή ενδιάμεση, μεταβατική, μια ολόκληρη χιλιετία ανθρώπινης Ιστορίας; Πώς είναι δυνατό να την αντιμετωπίζουμε ως εποχή ομοιόμορφη και στατική;

Ας επιχειρήσουμε να διακρίνουμε την ιστορική αλήθεια για αυτήν την τόσο συκοφαντημένη εποχή του Μεσαίωνα, επισημαίνοντας τα χαρακτηριστικά γνωρίσματά του, τις σταθερές και τις μεταβολές του σε πολιτικό, κοινωνικό, οικονομικό και πολιτιστικό επίπεδο κι εξετάζοντας όλες αυτές τις κατηγορίες που εδώ και μερικούς αιώνες τον αμαυρώνουν.

ΜΕΡΟΣ Ι
ΕΠΟΧΗ ΑΥΘΑΙΡΕΤΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΔΙΚΙΑΣ ΚΑΙ ΟΠΙΣΘΟΔΡΟΜΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ;

Όπως προείπαμε, βιώνουμε σήμερα μια σαφή επιδείνωση των συνθηκών ζωής μεγάλου μέρους του πληθυσμού, στην Ελλάδα μάλιστα με τρόπο ακόμη πιο ακραίο. Συρρίκνωση του δημόσιου τομέα και των υπηρεσιών που παρείχε, κατάργηση εργασιακών δικαιωμάτων, ψαλίδισμα των κοινωνικοασφαλιστικών δικαιωμάτων, εξαφάνιση κάθε στοιχείου κοινωνικής πρόνοιας με «λογικές» εξοικονόμησης πόρων. Διαπιστώνεται μια τάση που θέτει εν αμφιβόλω τον πυρήνα του δημοκρατικού κράτους δικαίου και πρόνοιας. Συνειδητοποιούμε ότι ίσως τα όσα γνωρίζαμε και θεωρούσαμε δεδομένα δεν ήταν παρά ένα διάλειμμα ευημερίας και δικαιοσύνης που αφορούσε ένα σύντομο διάστημα μέσα στην απεραντοσύνη του ιστορικού χρόνου κι ένα περιορισμένο κομμάτι της ανθρωπότητας. Επιστρέφουμε, επομένως, σε εποχές του παρελθόντος και συγκεκριμένα, όπως πολλοί υποστηρίζουν, στον Μεσαίωνα της φεουδαρχίας. Τα σύγχρονα οικονομικά συμφέροντα ταυτίζονται με τους φεουδάρχες, οι εργαζόμενοι με τους δουλοπάροικους. Πόσο ακριβές είναι αυτό;

Στην πραγματικότητα, πρόκειται για ένα ακόμη στερεότυπο που εκφέρεται με όρους συμβατικού λόγου, χωρίς να προϋποθέτει κάποια διαδικασία στοιχειώδους επιβεβαίωσης ως προς την ιστορική αλήθεια.

Α.   ΤΟ ΦΕΟΥΔΑΛΙΚΟ ΠΡΟΤΥΠΟ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ

α.   Άρχοντες και δουλοπάροικοι

Μας διαβεβαιώνουν ότι ο Μεσαίωνας αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα κοινωνικής ανισότητας κι αδικίας, μια και το μεγαλύτερο μέρος το πληθυσμού ήταν δουλοπάροικοι που εργάζονταν σκληρά και ζούσαν σε συνθήκες απίστευτης εξαθλίωσης, δίχως καθόλου δικαιώματα. Ο ισχυρισμός αυτός ενέχει χονδροειδείς ανακρίβειες.

1.   Οι δουλοπάροικοι του Μεσαίωνα δεν είναι σκλάβοι!

Μολονότι και για τους δουλοπάροικους τα μεσαιωνικά κείμενα χρησιμοποιούν τον όρο servus, δηλαδή αυτόν ακριβώς που για τους Ρωμαίους σήμαινε τον δούλο, το νομικό καθεστώς και η θέση των δουλοπάροικων του Μεσαίωνα απέχει παρασάγγες από εκείνη των δούλων της Αρχαιότητας. Εάν πρέπει οπωσδήποτε να βρούμε αντιστοιχία με θεσμούς της ρωμαϊκής ειδικά εποχής, θα διαπιστώσουμε ότι η σχέση κυρίου και δουλοπάροικου κατά τον Μεσαίωνα βρίσκεται πολύ πιο κοντά στη σχέση κυρίου και πελάτη στα χρόνια της Ρώμης. Ο βασικός περιορισμός έγκειται στο ότι ο δουλοπάροικος δεν μπορεί να εγκαταλείψει χωρίς άδεια τη γη που καλλιεργεί. Ο περιορισμός αυτός δεν είναι τόσο παράλογος για κοινωνίες κατεξοχήν αγροτικές με μεγάλη ανάγκη για εργατικά χέρια.

Δουλοπάροικοι στην Αγγλία, 1310

Δουλοπάροικοι στην Αγγλία, 1310

Κατά τα λοιπά, ο δουλοπάροικος έχει νομική προσωπικότητα, αντιθέτως προς τον δούλο. Ως υποκείμενο δικαίου διαθέτει δικαιοπρακτική ικανότητα, έχει τη δική του περιουσία και φυσικά συνάπτει συμβάσεις για τη διαχείρισή της. Επιπλέον, η μεσαιωνική κοινωνία, ακόμη και στη φεουδαλική εκδοχή της, δεν χαρακτηρίζεται από τα στεγανά που εμείς της αποδίδουμε. Όπως μαρτυρούν τα έγγραφα της εποχής, ο δουλοπάροικος δεν είναι καν απαραίτητο να είναι αγρότης, μπορεί να είναι τεχνίτης που κατοικεί σε μια πόλη, ενώ επίσης μπορεί να συνάψει γάμο με άτομο που τυπικά έχει την ιδιότητα του ελεύθερου. Πολύ χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα που αναφέρει ο Ζωρζ Ντυμπύ, σχολιάζοντας το έγγραφο μιας δικαιοπραξίας που βρισκόταν στα αρχεία της μονής του Κλυνύ: ο δουλοπάροικος Αλώμ, κάτοικος της κωμόπολης του Μπλανό, νυμφεύεται στο γειτονικό Οζάν τη Μαρχίλδη, γυναίκα που νομικά χαρακτηρίζεται ως ελεύθερη. Αποκτούν μαζί περιουσιακά στοιχεία τα οποία και διαθέτουν ελεύθερα, ενώ τα παιδιά τους υπάγονται στο νομικά ευνοϊκότερο καθεστώς, εν προκειμένω αυτό του ελεύθερου.

Ακόμη κι ο περιορισμός βάσει του οποίου ο δουλοπάροικος δεν μπορεί να εγκαταλείψει άνευ άλλου τινός τη γη που καλλιεργεί είναι στην πράξη σχετικός: αν το θέλει οπωσδήποτε, ο δουλοπάροικος μπορεί, με λίγο θάρρος, να εγκαταλείψει τον τόπο του και να αναζητήσει τη τύχη του αλλού. Αν ταξιδέψει κάπως μακριά (ας πούμε σε απόσταση 500 χιλιομέτρων), δηλώσει ψευδώς ότι είναι ελεύθερος και δώσει όρκο υποταγής στον τοπικό άρχοντα (που δεν είναι απαραίτητα φυσικό πρόσωπο, μπορεί να πρόκειται για μια μονή ή έναν καθεδρικό ναό) θα καταφέρει να εγκατασταθεί και να προκόψει χωρίς πολλές σκοτούρες ή προβλήματα. Τα εργατικά χέρια είναι πάντα και παντού ευπρόσδεκτα στον Μεσαίωνα κι οι ντόπιοι δεν έχουν κανένα συμφέρον να ψάξουν διεξοδικά μήπως ο νεοφερμένος έχει κάποιον αφέντη που βρίσκεται πέντε μέρες μακριά (πρβλ. το παράδειγμα του πατέρα της Μαρχίλδης στο έγγραφο που παραθέτει ο Ντυμπύ).

2.   Η πλειονότητα των πολιτών δεν έχει την ιδιότητα του δουλοπάροικου

Οι δουλοπάροικοι αποτελούν απλώς ένα τμήμα της φεουδαλικής κοινωνίας. Τα περισσότερα άτομα έχουν την ιδιότητα του ελεύθερου και φυσικά διαθέτουν μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων στην καθημερινότητά τους. Βεβαίως, ο άρχοντας ασκεί εξουσία, επιβάλλει και εισπράττει φόρους, δικάζει και τιμωρεί, άρα εκ των πραγμάτων καταπιέζει τους υποτελείς του. Ωστόσο, ουδόλως προκύπτει ότι αυτή η καταπίεση παρεκκλίνει σημαντικά από τον μέσο όρο της Ιστορίας. Συνήθως, μάλιστα, η σχέση εξουσιαστή και εξουσιαζόμενου είναι πολύ χαλαρότερη απ’ ό,τι πιστεύουμε. Ακόμη και σε περιοχές όπου επικρατεί η φεουδαρχία, ο περισσότερος κόσμος δεν πρόκειται να δει σχεδόν ποτέ αυτόν που τυπικά είναι κυρίαρχός του. Ας θυμηθούμε το διάσημο παράδειγμα του Μονταγιού για το οποίο θα μιλήσουμε αναλυτικά στη συνέχεια: το μικρό χωριό των Πυρηναίων υπάγεται στη δικαιοδοσία του κόμητος της Φουά. Αυτός ασκεί την εξουσία του μέσω δύο προσώπων: του καστελλάνου, όσον αφορά τα ζητήματα ασφάλειας, και του βαΐλου, για τις αστικές υποθέσεις (ο δεύτερος είναι σχεδόν πάντα κάποιος από τους προύχοντες του χωριού). Ο κόμης δεν πρέπει να έχει εμφανιστεί ποτέ στο χωριό. Η – απομακρυσμένη – εξουσία του δεν εκλαμβάνεται ως καταπίεση από τους κατοίκους. Αντιθέτως, ο κόμης είναι ιδιαίτερα αγαπητός, κυρίως γιατί αποτελεί τη μόνη ελπίδα προστασίας των χωρικών, πολλοί από τους οποίους έχουν ασπασθεί την «αίρεση» των Καθαρών, έναντι της Εκκλησίας και ειδικά της Ιεράς Εξέτασης.

Συμπερασματικά, αν κάποιος θέλει να βρει παραδείγματα εξαθλίωσης για να τα συγκρίνει με τις ζοφερές προοπτικές των σύγχρονων εργαζομένων, δεν έχει λόγο να τα αναζητήσει ειδικά στο Μεσαίωνα.

β.   Γιατί σήμερα «δεν επιστρέφουμε στον Μεσαίωνα» – Η άσκηση εξουσίας

"Les Très Riches Heures du duc de Berry", Αύγουστος

«Les Très Riches Heures du duc de Berry», Αύγουστος

Ως κοινός παρονομαστής μεταξύ του Μεσαίωνα και των εξελίξεων της εποχής μας προβάλλεται η απίσχνανση της κεντρικής εξουσίας του κράτους και η αντίστοιχη ενδυνάμωση ιδιωτικών κέντρων εξουσίας. Κανείς δεν αμφισβητεί ότι εσχάτως οι κρατικές οντότητες εμφανίζονται να παραιτούνται από σημαντικό μέρος των εξουσιών τους, τις οποίες μεταθέτουν ή των οποίων αποδέχονται τον σφετερισμό τους από πόλους εξουσίας οικονομικού κι επιχειρηματικού χαρακτήρα. Η τάση αυτή επιδεινώνεται εξαιτίας της αδυναμίας και της έλλειψης βουλήσεως που επιδεικνύει η κρατική εξουσία όσον αφορά τον έλεγχο των οικονομικών παραγόντων, έλεγχος που έχει καταστεί εκ των πραγμάτων δύσκολος εξαιτίας του σύγχρονου παγκοσμιοποιημένου οικονομικού περιβάλλοντος. «Παρομοίως», στον Μεσαίωνα η κεντρική εξουσία εμφανίζεται αδύναμη έναντι των τοπικών φεουδαρχών, οι οποίοι ασκούν σχεδόν απόλυτη εξουσία στην περιοχή δικαιοδοσίας τους. Εντούτοις, και στην περίπτωση αυτή οι ομοιότητες είναι μάλλον επιφανειακές.

1.   Η διαφορά ως προς τον τρόπο κατανομής και άσκησης της εξουσίας

Με κάποια δόση ελευθερίας, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι η κατανομή της εξουσίας στον Μεσαίωνα (βασιλιάς-φεουδάρχες) είναι κάθετη, ενώ στην εποχή μας (κρατικές οντότητες-οικονομικά συμφέροντα) οριζόντια. Στον Μεσαίωνα υπάρχει κατά τόπον κατάτμηση ομοειδούς εξουσίας. Η εξουσία που ασκεί ο βασιλιάς δεν διαφοροποιείται ποιοτικά από αυτήν που ασκούν οι φεουδάρχες, παρά μόνον ως προς τα όρια της κατά τόπον δικαιοδοσίας. Κατά τα λοιπά, τόσο στην περίπτωση του βασιλιά όσο και αυτή των φεουδαρχών πρόκειται για την κλασσική μορφή εξουσίας που συναντούμε, σε πιο εξελιγμένη μορφή, και στα σύγχρονα κράτη (εκτελεστική, νομοθετική, δικαστική, στρατιωτική και αστυνομική, επιβολής φόρων κ.ο.κ.). Το μόνο που διακρίνει την κεντρική εξουσία από τις κατά τόπους, είναι η θέση του βασιλιά ως επικυρίαρχου των φεουδαρχών, η οποία ισοδυναμεί με μια μάλλον χαλαρή εποπτεία. Σήμερα, αντιθέτως, οι οικονομικοί παράγοντες δεν ασκούν εξουσία με τον ίδο τρόπο που το πράττουν τα κράτη: καθορίζουν τις συνθήκες των αγορών, ασκούν οικονομικές και άλλες πιέσεις στην εκτελεστική εξουσία, χειραγωγούν την κοινή γνώμη μέσω φίλα προσκείμενων ΜΜΕ κ.ο.κ. Επιπλέον, το ίδιο οικονομικό κέντρο εξουσίας δεν δρα στην επικράτεια ενός μόνον κρατικού μορφώματος, αλλά περισσοτέρων, ενδεχομένως και σε παγκόσμιο επίπεδο. Ο ένας πόλος διαφοροποιείται από τον άλλο ως προς την άσκηση εξουσίας και τοπικά και ποιοτικά, στοιχείο που δεν υπάρχει στη φεουδαρχία του Μεσαίωνα.

2.   Η διαφορά ως προς τον χαρακτήρα της εξουσίας

Είναι προφανές ότι η εξουσία που ασκείται σήμερα από οικονομικά συμφέροντα είναι απρόσωπη. Φορείς της είναι επιχειρηματικά σχήματα με μορφή συνήθως εταιρική που είναι δύσκολο έως αδύνατο να προσωποποιηθούν. Άλλωστε και αφεαυτής η άσκηση τέτοιας εξουσίας έχει ακαθόριστο χαρακτήρα, από την άποψη ότι δεν μπορεί να προσδιορισθεί σε ποιό ποσοστό καθόρισε την μία ή την άλλη εξέλιξη καθένας από τους οικονομικούς παράγοντες ξεχωριστά. Σε κάθε περίπτωση, η εξουσία των οικονομικών συμφερόντων εκλαμβάνεται ως απρόσωπη από τους ίδιους τους εξουσιαζόμενους (οι οποίοι συχνά αδυνατούν να κατανοήσουν ποιός ακριβώς είναι ο υπεύθυνος για κάποιο δυσμενές γι’ αυτούς αποτέλεσμα, για αυτό και κατηγορούν συλλήβδην τα κέντρα οικονομικής εξουσίας, συνήθως μαζί με τους εκάστοτε φορείς της εκτελεστικής εξουσίας, ή καταφεύγουν σε θεωρίες συνωμοσίας). Στο σημείο αυτό, η διαφορά με την κατάσταση στα χρόνια του Μεσαίωνα είναι χαοτική.

Η σχέση εξουσιαστή και εξουσιαζομένου κατά τον Μεσαίωνα είναι σαφώς προσωπική. Η σύναψή της προϋποθέτει την αποδοχή και των δύο μερών. Δεν υπάρχει τίποτε χαρακτηριστικότερο ή πιο συμβολικό για τη φεουδαλική κοινωνία του Μεσαίωνα από το hommage (λατ. hommagium, hominium hominagium). Στα ελληνικά το αποδίδουμε συνήθως ως «όρκο υποτελείας», αλλά η μετάφραση αυτή αδυνατεί να περιγράψει επακριβώς την έννοια του θεσμού. Το hommage περιλαμβάνει βεβαίως μια τελετή, κατά την οποία ο υποτελής-βασσάλος γονατίζει μπροστά στον επικυρίαρχό του, του δίνει τα χέρια του και στη συνέχεια προφέρει τον όρκο υποτελείας σ’ αυτόν. Πρωτίστως, όμως, είναι μια αμφοτεροβαρής σύμβαση μεταξύ του βασσάλου και του επικυρίαρχου. Ο βασσάλος αναλαμβάνει στρατιωτική υποχρέωση, δεσμευόμενος να συνδράμει στην άμυνα και ασφάλεια των εδαφών του επικυρίαρχου (ost, υποχρέωση χρονικής διάρκειας 40 ημερών ετησίως) και να συμμετέχει σε στρατιωτικές επιχειρήσεις του δεύτερου εκτός των εδαφών του (chevauchée), να τον συμβουλεύει σε θέματα διοίκησης, άμυνας και απονομής δικαιοσύνης και, τέλος, να του παράσχει τη βοήθειά του στις λεγόμενες τέσσερις περιπτώσεις (συνεισφορά στα λύτρα για την απελευθέρωση του κυρίου σε περίπτωση αιχμαλωσίας του, στα έξοδα για την εκπαίδευση του πρωτότοκου γιου του κυρίου ως ιππότη, στα έξοδα του γάμου της μεγαλύτερης κόρης του και στις δαπάνες που θα υποβληθεί ο κύριος αν εκστρατεύσει σε σταυροφορία). Από την πλευρά του, ο επικυρίαρχος εγγυάται για την ασφάλεια του βασσάλου, της οικογένειας και των ανθρώπων του και του παραχωρεί ένα φέουδο, μεταβιβάσιμο κληρονομικά στους απογόνους του βασσάλου. Βέβαια, οι δομές και οι σχέσεις της μεσαιωνικής κοινωνίας αποδεικνύονται πιο σύνθετες στην πράξη: τίποτε δεν εμποδίζει έναν κατώτερο άρχοντα να δώσει όρκο υποτελείας σε περισσότερους του ενός επικυρίαρχους. Η πλειονότητα κυρίων μπορεί να προκαλέσει σύγκρουση καθηκόντων στον βασσάλο, στην όχι και τόσο απίθανη περίπτωση που θα έρθουν αντιμέτωποι δύο από τους επικυρίαρχούς του. Προκειμένου να επιλυθούν τέτοιες συγκρούσεις, ο Μεσαίωνας εφευρίσκει τον θεσμό του hommage lige, την κατά προτεραιότητα υποτέλεια δηλαδή: στρατιωτική υποχρέωση οφείλεται πρωτίστως στον άρχοντα του οποίου κατέστη λίζιος ο βασσάλος.

Hommage

Hommage

Το hommage δεν περιορίζεται στις σχέσεις μεταξύ αρχόντων. Έστω και χωρίς λαμπρές τελετές, επικυρώνει την ιεραρχική υποταγή και του απλού λαού, περιλαμβανομένων και των δουλοπάροικων. Κατά κανόνα, άλλωστε, κανένα από τα συμβαλλόμενα μέρη δεν θέτει σε αμφισβήτηση τη σχέση υποτέλειας. Όχι μόνο γιατί αυτό επιτάσσει η κυρίαρχη αντίληψη της εποχής, αλλά και γιατί πρακτικά η σχέση είναι ακριβώς αυτή της αμφοτεροβαρούς συμβάσεως. Ο άρχοντας υποχρεούται να εγγυηθεί την προστασία όλων των υποτελών του. Στο κάτω-κάτω, αυτή την έννοια δεν έχει κι η γνωστή γαλλική φράση « noblesse oblige »; Το να είσαι άρχοντας συνεπάγεται υποχρώσεις. Αυτό δηλαδή που δεν συμβαίνει με τους «φεουδάρχες» της εποχής μας, που διεκδικούν τα πάντα, ζητούν οτιδήποτε, επιβάλλουν όσα επιθυμούν, ενώ οι υποτελείς τους (που δεν έδωσαν κανένα όρκο υποτελείας) καταλήγουν να έχουν μόνο υποχρεώσεις.

Β.   ΜΕΣΑΙΩΝΑΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟ Η ΦΕΟΥΔΑΡΧΙΑ

Η επικράτηση της φεουδαρχίας δεν είναι ούτε καθολική, ούτε διαχρονική. Παρότι για τον σύγχρονο άνθρωπο η φεουδαρχία παρουσιάζεται ως το σήμα κατατεθέν του Μεσαίωνα, στην πραγματικότητα δεν αφορά ούτε ολόκληρη την ιστορική περίοδο, ούτε φυσικά όλες τις περιοχές της Ευρώπης (έστω της Δυτικής). Στην ολοκληρωμένη μορφή του, το φεουδαλικό σύστημα επικρατεί κατά τη διάρκεια μιας περιόδου περίπου τριών αιώνων (από το δεύτερο μισό του 11ου έως τα μέσα του 14ου αι.) και απαντά κυρίως στη Βόρεια Γαλλία (όπου και το αρχέτυπο του συστήματος), σε σημαντικό βαθμό στην Αγγλία των Νορμανδών και λιγότερο σε αγροτικές περιοχές της Γερμανίας και της υπόλοιπης Ευρώπης. Σημαντικό μέρος της Ευρώπης δεν γνωρίζει ουσιαστικά ποτέ τη φεουδαρχία. Οι εμπορικές «δημοκρατίες» της Ιταλίας διοικούνται συλλογικά από μια αριστοκρατία εμπόρων και επιχειρηματιών: ήδη από το δεύτερο μισό του δέκατου αιώνα, το Αμάλφι εμφανίζει τα χαρακτηριστικά αυτά και προαναγγέλει τη δράση των πιο ολοκληρωμένων και σαφώς μακροβιότερων περιπτώσεων της Βενετίας, της Γένοβας ή της Πίζας. Η πλειονότητα των ιταλικών πόλεων, τουλάχιστον βορείως της παπικής επικράτειας, λειτουργεί με τον τρόπο αυτό (που είναι σαφέστατα περισσότερο συγκρίσιμος με τον καπιταλισμό των νεότερων χρόνων απ’ ό,τι η φεουδαρχία). Τα ίδια ισχύουν για τις πολυάριθμες ελεύθερες πόλεις της Γερμανικής Αυτοκρατορίας, από την κοιλάδα του Ρήνου και το Στρασβούργο, έως τη Λυβέκη και τις πόλεις της Χανσεατικής Ένωσης, στη Βόρεια ή στη Βαλτική Θάλασσα, αλλά και για εκείνες των Κάτω Χωρών ή της ανατολικής Γαλλίας που αποτελούν κέντρα έντονης εμπορικής δραστηριότητας.

α.   Η εμπορική και επιχειρηματική δραστηριότητα στα χρόνια του Μεσαίωνα

Μεσαιωνική τράπεζα

Μεσαιωνική τράπεζα

Πολλοί, και μεταξύ τους ακόμη κι οικονομολόγοι και ιστορικοί άλλων περιόδων, έχουν στο μυαλό τους μια πολύ γραφική εικόνα για τον έμπορο του Μεσαίωνα. Τον φαντάζονται να διασχίζει κάποια χερσαία εμπορική οδό που οδηγεί από την Ιταλία σε κάποια πόλη του Βορρά ταλαιπωρημένο και κατάκοπο, οδηγώντας υποζύγια φορτωμένα με εμπορεύματα και σακιά με τορνέζια, υπέρπυρα ή κάποιο άλλο νόμισμα της εποχής, προκειμένου να πραγματοποιήσει τις συναλλαγές του. Κάποιοι, μάλιστα, είναι έτοιμοι να μας διαβεβαιώσουν ότι οι συναλλαγές αυτές γίνονται με αντιπραγματισμό κι ότι υφάσματα ανταλλάσσονται με κοτόπουλο! Μόνο που η αλήθεια είναι διαφορετική.

Ο Ιταλός έμπορος του παραδείγματός μας δεν έχει μαζί του στην πραγματικότητα παρά λίγα μετρητά. Για τις συναλλαγές του θα χρησιμοποιήσει αξιόγραφα (κυρίως συναλλαγματικές, αλλά και επιταγές και γραμμάτια) ή μπορεί να προτιμήσει τη μεταφορά χρηματικού ποσού από την τράπεζά του! Στη έδρα του τηρεί λογιστικά βιβλία (διπλά μάλιστα) και πιθανώς διατηρεί με την τράπεζά του αλληλόχρεο λογαριασμό. Τα εμπορεύματά του συνήθως τα ασφαλίζει έναντι παντός κινδύνου. Οι διαφορές δεν είναι και πολλές από τον επιχειρηματία της εποχής μας.

Οι τράπεζες άλλωστε της εποχής προσφέρουν πολλές και διάφορες χρηματοπιστωτικές κι άλλες υπηρεσίες. Έχουν υποκαταστήματα στα περισσότερα εμπορικά κέντρα της Ευρώπης. Οι πιο πολλές από αυτές είναι ιδιωτικές επιχειρήσεις, όπως αυτές των Μπάρντι, των Περρούτσι και των Ατσαγιόλι στη Φλωρεντία. Οι τελευταίοι, έχοντας αναλάβει τη διαχείριση της περιουσίας του ανδεγαυικού βασιλικού οίκου της Νάπολής, θα ανταμειφθούν με το Δουκάτο των Αθηνών. Με λίγη τύχη θα μπορούσαμε ίσως να θαυμάζουμε τον πύργο τους δίπλα στα Προπύλαια της Ακρόπολης. Τον κατεδάφισε, όμως, το Ελληνικό Δημόσιο (με χρηματοδότηση του Ερρίκου Σλήμαν) στα τέλη του 19ου αιώνα, για να μη «μολύνει» την αγνότητα του Ιερού Βράχου!

Ο πύργος των Ατσαγιόλι στα Προπύλαια πριν γκρεμιστεί το 1874, φωτογρ. Félix Bonfils.

Ο πύργος των Ατσαγιόλι στα Προπύλαια πριν γκρεμιστεί το 1874, φωτογρ. Félix Bonfils.

Υπάρχουν όμως και κρατικές τράπεζες (αυτή της Βενετίας ή η Μόντε ντέι Πάσκι της Σιένας) ή τράπεζες που ανήκουν στα στρατιωτικά θρησκευτικά τάγματα (Ναΐτες και Ιωαννίτες). Έτσι, ένας Γάλλος ευγενής που επιθυμεί να ταξιδέψει στα φραγκικά κράτη της Ανατολής και τους Άγιους Τόπους δεν πρόκειται να πάρει μαζί του μετρητά: θα απευθυνθεί στον ειδικό και θα καταθέσει ένα χρηματικό ποσό στο πλησιέστερο διοικητήριο των Ναϊτών. Εφοδιασμένος με τα απαραίτητα αποδεικτικά θα εισπράξει το ποσό σε μετρητά από κάποιο διοικητήριο ή την έδρα του Τάγματος στον προορισμό του. Το Τάγμα θα αφαιρέσει βεβαίως την προμήθειά του για τις υπηρεσίες που προσέφερε.

Μιλώντας όμως για μεσαιωνικό εμπόριο μία είναι η πόλη που έρχεται πρώτη στο μυαλό μας. Η Βενετία.

1.   Η ιστορία του Ρομάνο Μαϊράνο

Το όνομά του είναι άγνωστο στον μέσο άνθρωπο της εποχής μας, αλλά ο Ρομάνο Μαϊράνο είναι αληθινός σταρ για όσους μελετούν την Ιστορία του Μεσαίωνα, τούτο δε χάρη σε μια ευτυχή συγκυρία: η τελευταία απόγονος της οικογένειας αποφάσισε προς το τέλος της ζωής της να μονάσει. Αποσύρθηκε στο κοινόβιο του Αγίου Ζαχαρία όπου και μετέφερε τα οικογενειακά αρχεία, σώζοντάς τα από την καταστροφή. Έτσι, έχουμε σήμερα στη διάθεσή μας κάπου διακόσια εμπορικά έγγραφα, στην πλειονότητά τους συμβάσεις, τα οποία μας επιτρέπουν να σχηματίσουμε πλήρη εικόνα για την επιχειρηματική σταδιοδρομία του Ρομάνο Μαϊράνο, Ενετού εμπόρου του 12ου αιώνα.

Ο Μαϊράνο είναι γόνος οικογένειας ευγενών, πρόσφατα εγκατεστημένων στο Ριάλτο. Τα ίχνη των πρώτων εμπορικών κινήσεών του ανάγονται στα 1150, όταν ο νεότατος Μαϊράνο δανείζεται για την πρώτη εμπορική αποστολή του. Προφανώς η επιχείρηση αποδείχθηκε επικερδής, μια και εξοφλεί χωρίς προβλήματα το ποσό του δανείου. Δύο χρόνια αργότερα παντρεύεται. Σχεδόν αμέσως μετά τον γάμο μεταφέρει τις δραστηριότητές του στην Κωνσταντινούπολη (στα πρώτα ταξίδια του μεταφέρει συνήθως στη Βασιλεύουσα φορτία ξυλείας). Συνεργάζεται με τον αδελφό του, τον Σαμουήλ, και μαζί προβαίνουν στη σύσταση μιας οικογενειακής εταιρίας (fraterna societas). Έχουν τακτικές εμπορικές συναλλαγές με την ηπειρωτική Ελλάδα και τα παράλια της Μικράς Ασίας. Παράλληλα, ο Ρομάνο αγοράζει ακίνητα στη Βασιλεύουσα, η εκμετάλλευση των οποίων του αποφέρει ικανά κέρδη για να αναλάβει εμπορικές αποστολές μεγαλύτερης εμβέλειας: πλέον ταξιδεύει προς την Άκρα, την Τύρο, την Αντιόχεια και τα άλλα λιμάνια της φραγκικής Ανατολής, αλλά και προς τη μουσουλμανική Αλεξάνδρεια. Την ίδια περίοδο καταγράφονται τακτικές εμπορικές και τραπεζικές συναλλαγές του με το Τάγμα των Ναϊτών.

Βενετία, Φοντέγκο ντελ Μέτζο

Βενετία, Φοντέγκο ντελ Μέτζο

Το 1163, μετά από δεκαετή απουσία από τη μητρόπολη, ο Ρομάνο Μαϊράνο επιστρέφει στη Βενετία με αποκλειστικό σκοπό την αγορά του πρώτου ιδιόκτητου εμπορικού πλοίου του. Το 1165 τον βρίσκουμε στο χριστιανικό βασίλειο της Ιερουσαλήμ. Χρηματοδοτεί ένα συμπατριώτη του έμπορο, τον Μάρκο Έντσιο: οι δύο άνδρες αποφασίζουν να ταξιδέψουν με το πλοίο του Μαϊράνο για να πουλήσουν τα εμπορεύματά τους. Από την Άκρα θα βρεθούν στον Χάνδακα της Κρήτης κι από εκεί θα συνεχίσουν ως την Αλεξάνδρεια για να επιστρέψουν από το αιγυπτιακό λιμάνι στη βάση τους. Προς το τέλος του 1167 ο Μαϊράνο επιστρέφει στη Βενετία για να αγοράσει το δεύτερο πλοίο του. Δανείζεται από οχτώ πλούσιους συμπολίτες του συνολικό ποσό 796 υπέρπυρων. Το δάνειο θα επιστραφεί εντόκως την άνοιξη του 1168 (με επιτόκιο 44%!).

Τον Οκτώβριο του 1169 ο Μαϊράνο βρίσκεται πίσω στην Κωνσταντινούπολη, μολονότι οι ενετικές αρχές έχουν προειδοποιήσει τους πολίτες τους για τη ραγδαία επιδείνωση των διπλωματικών σχέσων μεταξύ της Γαληνοτάτης και του αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνού. Αρχικά, φαίνεται να δικαιώνεται για τη ριψοκίνδυνη απόφασή του. Οι δουλειές του στην Πόλη πηγαίνουν όλο και καλύτερα. Αναλαμβάνει τη διαχείριση της μεγάλης περιουσίας που διαθέτει στη Βασιλεύουσα ο λατίνος πατριάρχης του Γκράντο. Αποκτά επίσης το ιδιαιτέρως επικερδές μονοπώλιο της είσπραξης των δικαιωμάτων για τη ζύγιση των εμπορευμάτων των Ενετών της πόλης. Ωστόσο, το 1171 ξεσπά η καταιγίδα που πολλοί φοβούνταν: ο Μανουήλ διατάσσει τη σύλληψη και απέλαση όλων των Ενετών υπηκόων και τη δήμευση των περιουσιακών στοιχείων τους. Ο Μαϊράνο κατορθώνει να ξεφύγει με το πλοίο του που ήταν ελλιμενισμένο στην Κωνσταντινούπολη, σώζοντας κι αρκετούς συμπατριώτες του, χάνει όμως την περιουσία του. Κατεστραμμένος οικονομικά αδυνατεί να εξοφλήσει τους πιστωτές του. Δίχως να απογοητευτεί, ξαναρίχνεται στον αγώνα, στο δρομολόγιο Βενετία-Αλεξάνδρεια. Κύριος χρηματοδότης του είναι η πάμπλουτη και ισχυρή οικογένεια Τζιάνι: ο δόγης (από το 1172 έως το 1178) Σεμπαστιάνο και ο γιος του (και μετέπειτα δόγης κι αυτός, 1205-1229) Πιέτρο, στους οποίους ο Μαϊράνο προμηθεύει φορτία πιπεριού και στυπτηρίας.

Πάντα έτοιμος να εκμεταλλευθεί νέους εμπορικούς δρόμους, ο Μαϊράνο διαβλέπει ευκαιρίες στη βελτίωση των σχέσεων μεταξύ της πατρίδας του και της παραδοσιακής αντιπάλου, της νορμανδικής Σικελίας του Γουλιέλμου Β΄ του Καλού. Παραγγέλλει τη ναυπήγηση ενός ακόμη εμπορικού πλοίου και ταξιδεύει στο Μαγκρέμπ, όπου προμηθεύεται μάλλινα και δέρματα, προϊόντα απαραίτητα για την ενετική βιοτεχνία ένδυσης. Το 1183 έχει πλέον εξοφλήσει όλα τα χρέη του. Μετά το 1184, όταν αποκαθίστανται οι σχέσεις Βενετίας και Βυζαντίου, καθώς ο Ανδρόνικος Α΄ Κομνηνός δέχεται να καταβάλει και κάποιες αποζημιώσεις για τα δημευθέντα περιουσιακά στοιχεία των Ενετών της Πόλης, ο Μαϊράνο επιστρέφει στο δρομολόγιο προς Κωνσταντινούπολη. Φαίνεται μάλιστα ότι το 1190 μεταφέρει ξανά στη Βασιλεύουσα το κέντρο των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του. Έχοντας φτάσει σε μάλλον προχωρημένη ηλικία σταματά να ταξιδεύει, αναθέτοντας τις εμπορικές αποστολές στους γιους του. Περιορίζεται στον ρόλο του χρηματοδότη και στη διαχείριση της μεγάλης ακίνητης περιουσίας του. Δεν γνωρίζουμε την ακριβή χρονολογία ή τον τόπο θανάτου του, είμαστε όμως βέβαιοι ότι άφησε τον εμπορικό του οίκο σε ανθηρή κατάσταση, καθιστώντας τον μια από τις σπουδαιότερες επιχειρήσεις της Μεσογείου.

2.   Χαρακτηριστικά γνωρίσματα του ενετικού εμπορίου κατά τον Μεσαίωνα

Δουκάτο, περ. 1400

Δουκάτο, περ. 1400

i. Ένα οικουμενικό εμπόριο χωρίς διακρίσεις, φραγμούς κι ενδοιασμούς: Οι Ενετοί, όπως και γενικά οι έμποροι από τις άλλες ναυτικές δημοκρατίες της Ιταλίας, συνδέουν εμπορικά την καθολική Δύση, το ορθόδοξο Βυζάντιο και τον μουσουλμανικό κόσμο. Μεταφέρουν στην Ανατολή πρώτες ύλες (ξυλεία και μέταλλα) και γυρίζουν στη Δύση με προϊόντα πολυτελείας για τις εύπορες τάξεις (μπαχαρικά, μεταξωτά από το Βυζάντιο, κοσμήματα και χειροτεχνήματα), χωρίς να περιφρονούν και την εμπορία φθηνότερων ειδών πρώτης ανάγκης (μάλλινα και δερμάτινα). Η βασική τους επιδίωξη είναι το κέρδος και, όπως είναι φυσικό, δεν υπόκειται σε φραγμούς: όταν εμπορεύονται όπλα ή πρώτες ύλες για στρατιωτικό εξοπλισμό εφαρμόζουν τη διαχρονική πολιτική των εμπόρων όπλων, πωλώντας και στις δύο εμπόλεμες πλευρές, δηλ. τους μουσουλμάνους της Αιγύπτου και τους χριστιανούς της Ιερουσαλήμ, της Τρίπολης και της Αντιόχειας. Δεν πτοούνται από τις παπικές απαγορεύσεις και τους αφορισμούς ούτε από τις αποφάσεις των χριστιανών ηγεμόνων.

Οι δραστηριότητες αυτές εξαρτώνται άμεσα από την ασταθή διπλωματική ισορροπία μεταξύ των διαφόρων δυνάμεων της Μεσογείου. Για ιστορικούς λόγους το Βυζάντιο αποτελεί τον κατεξοχήν εμπορικό εταίρο των Ενετών (ήδη από τον 11ο αι. και επί Αλέξιου Κομνηνού οι Ενετοί έμποροι τυγχάνουν πλήρους απαλλαγής από το κομμέρκιο, δηλαδή τον φόρο ύψους 10% επί της αξίας των εμπορευμάτων), εντούτοις, όπως αποδεικνύει και η ζωή του Μαϊράνο, οι σχέσεις Βενετίας και Βυζαντίου είναι ταραχώδεις. Επομένως, συμφέρον της Βενετίας είναι να διατηρεί πάντα εναλλακτικές εμπορικές οδούς. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορικής περιόδου που εξετάζουμε, βασικό μέλημα των ενετικών αρχών είναι να κρατούν ανοιχτή μία τουλάχιστον από τις τρεις βασικές οδούς (Βενετία-Κωνσταντινούπολη και στη συνέχεια λιμάνια της Μικράς Ασίας ή της Μαύρης Θάλασσας, Βενετία-Αλεξάνδρεια, Βενετία-χριστιανικά λιμάνια της Συρίας και Παλαιστίνης). Φυσικά, κάθε νέα προοπτική εμπορικού δρόμου είναι ευπρόσδεκτη για τη Γαληνοτάτη.

Εξαιρουμένων των μάλλον σύντομων περιόδων εχθρότητας, τα ξένα κράτη βλέπουν θετικά τις δραστηριότητες των Ενετών εμπόρων. Στα περισσότερα λιμάνια (Αλεξάνδρεια, Άκρα, Τύρος, Κωνσταντινούπολη) τους παραχωρείται εμπορικός σταθμός (fondaco, από το αραβικό funduk, με αμφιλεγόμενο ελληνικό έτυμο τη λέξη «πανδοχείο»), όπου οι έμποροι συναλλάσσονται με μεγαλύτερη ευκολία, ενώ το κράτος υποδοχής μπορεί να εισπράξει άμεσα φόρους και δασμούς επί των εμπορευμάτων. Παράλληλα, οι Ενετοί (κι οι υπόλοιποι Ιταλοί) έμποροι έχουν στα λιμάνια αυτά τις συνοικίες τους (με την εκκλησία, αφιερωμένη συνήθως στον Άγιο Μάρκο, τον φούρνο. τον μύλο και τα λουτρά τους), όπου ζουν όπως και στην πατρίδα τους, ενώ τα συμφέροντά τους τα εκπροσωπεί ένας ομοεθνής τους πρόξενος.

ii. Καινοτόμες μορφές συμβάσεων και εταιριών: Η εφευρετικότητα των Ενετών εμπόρων εκφράζεται με νέες μορφές εμπορικών συμβάσεων και εταιριών. Συχνή είναι η περίπτωση της ρογκαντία: η κεφαλαιουχική εταιρία που έχει την κυριότητα των εμπορευμάτων αναθέτει την πώλησή τους σ’ έναν έμπορο έναντι αμοιβής. Η επιχείρηση αποδεικνύεται συνήθως ιδιαίτερα επωφελής και για τον ταξιδιώτη έμπορο. Μπορεί να μη συμμετέχει στα εταιρικά κέρδη, αλλά εκτός της προκαθορισμένης αμοιβής έχει τη δυνατότητα να προβεί κατά τη διάρκεια του ταξιδιού και σε δικές του συναλλαγές. Για παράδειγμα, το 1156, στο πλαίσιο μιας ρογκαντία, ο Μαϊράνο είναι υπεύθυνος για τη μεταφορά και πώληση εμπορευμάτων στη γραμμή Κωνσταντινούπολη-Σμύρνη-Αλεξάνδρεια. Παρότι δεν έχει συμμετοχή στα κέρδη της εταιρίας, αποκτά σημαντικά ποσά παίρνοντας την πρωτοβουλία να προσθέσει και να πωλήσει και δικά του εμπορεύματα στη διαδρομή.

Ακόμη συχνότερη, όμως, είναι η περίπτωση των εταιρικών μορφών στις οποίες ο έμπορος δεν παρέχει απλώς εργασία, αλλά συμμετέχει και στα κέρδη, συνήθως δε και στο εταιρικό κεφάλαιο. Η σύμβαση έχει περιορισμένη χρονική ισχύ (μπορεί να αφορά μία μόνον εμπορική αποστολή) και συνάπτεται μεταξύ ενός ή πλειόνων κεφαλαιούχων-χρηματοδοτών και ενός εμπόρου, ο οποίος καθίσταται υπεύθυνος για την πώληση των εμπορευμάτων. Στη μορφή της κομμέντα (την οποία χρησιμοποιούν συνήθως στη Γένοβα), ο έμπορος δεν μετέχει στο κεφάλαιο, κρατά όμως το 1/4 των κερδών, αποδίδοντας τα υπόλοιπα στους κεφαλαιούχους. Σύμφωνα, όμως, με τη βενετσιάνικη εκδοχή της κομμέντα, δηλ. την κολλεγκάντσα, ο χρηματοδότης παρέχει το μεγαλύτερο μέρος του κεφαλαίου (συνήθως τα 2/3), ενώ ο έμπορος συνεισφέρει με το υπόλοιπο κεφάλαιο. Τα κέρδη της επιχείρησης μοιράζονται μεταξύ βασικού κεφαλαιούχου και εμπόρου στο μισό, ενώ τυχόν ζημίες κατανέμονται αναλόγως της εισφοράς του κάθε εταίρου. Ως εκ της φύσεώς της, η κολλεγκάντσα είναι ιδιαιτέρως συμφέρουσα για τον έμπορο που μετέχει σ’ αυτήν.

Το αρχείο του Μαϊράνο μας προσφέρει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα κολλεγκάντσας. Το 1167, στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου όπου είναι τότε εγκατεστημένος, ο Μαϊράνο συνάπτει εμπορική σύμβαση με έναν άλλο Βενετό έμπορο, τον Ντομένικο Γιάκομπ. Για τους σκοπούς της εταιρίας, ο Μαϊράνο παρέχει το πλοίο του οποίου είναι ιδιοκτήτης και συμμετέχει με τα 2/3 του κεφαλαίου (κι επομένως των εμπορευμάτων), ενώ ο συνεταίρος του συμμετέχει με το 1/3 του κεφαλαίου και αναλαμβάνει το επιχειρησιακό σκέλος: ο Γιάκομπ θα συνοδέψει τα εμπορεύματα στο ταξίδι από την Αλεξάνδρεια στον Αλμυρό της Μαγνησίας. Στη συνέχεια, θα ενωθεί με την πρώτη ενετική μούδα που κατευθύνεται στην Κωνσταντινούπολη. Στη Βασιλεύουσα θα λάβει χώρα κι η απόδοση λογαριασμών: ο Γιάκομπ θα επιστρέψει στον Μαϊράνο το κεφάλαιό του (τα 2/3 του εταιρικού), καθώς και το ήμισι των κερδών που απέφερε η επιχείρηση, ενώ ο ίδιος θα κρατήσει το δικό του μερίδιο από το κεφάλαιο (1/3) και τα άλλα μισά κέρδη. Η κολλεγκάντσα, με τις διάφορες παραλλαγές της, συντελεί ευεργετικά στη συσσώρευση κεφαλαίων και γενικά στην ανάπτυξη της εμπορικής κίνησης: ο έμπορος που έχει την ευθύνη της επιχείρησης, συνοδεύοντας το εμπόρευμα, έχει την άδεια να προβεί σε οποιεσδήποτε αγοραπωλησίες κρίνει επικερδείς. Εκμεταλλευόμενος τις διαφορές τιμών των εμπορευμάτων μεταξύ των διαφόρων σταθμών του, πολλαπλασιάζει τα κέρδη της εταιρίας, αλλά και τα προσωπικά του κέρδη.

Χαρακτηριστικό του Ενετού επιχειρηματία είναι ακριβώς η συμμετοχή του σε πολλές εταιρίες διαφορετικών τύπων και εμβέλειας. Εναλλάσσεται στους ρόλους του κεφαλαιούχου και του εμπόρου. Με τον τρόπο αυτό ελαχιστοποιεί τους εμπορικούς κινδύνους, σε τέτοιο σημεία που δεν καταφεύγει σχεδόν ποτέ στην ασφάλιση των εμπορευμάτων του (όπως κάνουν συστηματικά οι Φλωρεντινοί).

iii. Μια κρατικώς ελεγχόμενη οικονομία: Το ενετικό οικονομικό θαύμα δεν θα μπορούσε να γίνει πραγματικότητα αποκλειστικά χάρη στην ιδιωτική πρωτοβουλία. Η οικονομία της Βενετίας κατευθύνεται κι ελέγχεται από το Δημόσιο. Η Γαληνοτάτη καθορίζει τα δρομολόγια, τον χρόνο απόπλου και τα εκάστοτε φορτία εμπορευμάτων για τις μούδες (mude), τις οργανωμένες ναυτικές αποστολές που αναχωρούν τακτικά για τους βασικούς εμπορικούς προορισμούς: στα κονβόϊ αυτά συμμετέχουν εμπορικά πλοία ιδιωτών που συνοδεύονται από γαλέρες, συνήθως ιδιοκτησίας του Δημοσίου. Οι γαλέρες, η καθεμία με 200 κωπηλάτες και 20 βαλλιστριδοφόρους, μεταφέρουν τα μεγάλης αξίας εμπορεύματα και αποτελούν εγγύηση για την ασφάλεια των εμπορικών πλοίων των ιδιωτών. Οι προδιαγραφές ασφάλειας των πλοίων των ιδιωτών, ο εξοπλισμός, το πλήρωμα και οι συνθήκες ασφάλειας και υγιεινής στα πλοία καθορίζονται με νόμους και διοικητικές πράξεις του ενετικού κράτους, ενώ η τήρησή τους ελέγχεται από τους δημοσίους υπαλλήλους. Επιπλέον, η Γαληνοτάτη ρυθμίζει λεπτομερώς τις εμπορικές δραστηριότητες αλλοδαπών σε ενετικό έδαφος, έχει το μονοπώλιο άλατος, ελέγχει αυστηρά το εμπόριο των βασικών καταναλωτικών αγαθών. Τέλος, απαγορεύει στις ενετικές τράπεζες τη δανειοδότηση αλλοδαπών προκειμένου το χρήμα τους να είναι διαθέσιμο αποκλειστικά στους Ενετούς υπηκόους και, φυσικά, στο ίδιο το κράτος.

Με τους τρόπους αυτούς και με όλες τις ιδιαιτερότητές του, το μεσαιωνικό εμπόριο μοιάζει να αποτελεί μάλλον ευτυχές παράδειγμα συνεργασίας δημόσιου και ιδιωτικού τομέα κι επιβράβευσης του τολμηρού επιχειρηματικού πνεύματος. Πώς, όμως, διοικούνταν οι εμπορικές πόλεις αυτές;

β.   Απόπειρες δημοκρατικής οργάνωσης

Σιένα

Σιένα

Ανεξάρτητες αρχές και διαμεσολαβητές: Τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρούμε στη Δύση (και φυσικά και στην Ελλάδα) να πολλαπλασιάζονται οι λεγόμενες ανεξάρτητες αρχές. Ένας από τους κύριους σκοπούς πολλών από αυτές είναι να ελαχιστοποιήσουν τις περιπτώσεις αντιδικίας στις διαφορές μεταξύ Δημοσίου και πολίτη, προκρίνοντας τη διαμεσολάβηση ως τρόπο επίλυσής τους. Έχουμε έτσι τον Συνήγορο του Πολίτη, τον Συνήγορο του Καταναλωτή, τους διάφορους Συμπαραστάτες του Δημότη και, σε επίπεδο ΕΕ, τον Ευρωπαίο Μεσολαβητή. Λαμπρή ιδέα και μάλιστα πρωτότυπη… ή μήπως όχι;

Διαμεσολαβητές στις ιταλικές πόλεις του Μεσαίωνα – οι Ποδεστάτοι: Λίγες είναι οι ιδέες που δεν έχουν ξαναχρησιμοποιηθεί στην Ιστορία της Ανθρωπότητας κι οι διαμεσολαβητές δεν είναι μία από αυτές. Γιατί, πώς θα σας φαινόταν αν η Πολιτεία ανέθετε τη διακυβέρνησή της συνολικά σ’ έναν διαμεσολαβητή και μάλιστα αλλοδαπό;

Με αυτόν τον τρόπο διακυβέρνησης πειραματίστηκαν οι ιταλικές πόλεις του Μεσαίωνα, μεταξύ του τέλους του 12ου και των μέσων του 13ου αιώνα. Προερχόμενος από την ανώτερη αριστοκρατία κάποιας άλλης πόλης, όχι απαραίτητα γειτονικής, και με θητεία συνήθως ετήσια, ο ποδεστάτος καταφθάνει συνοδευόμενος από στρατιά συμβούλων και προσωπικών φρουρών. Συγκαλεί το δημοτικό συμβούλιο κι αναλαμβάνει την εφαρμογή των αποφάσεών του, όπως και τη συνέλευση των πολιτών (arengo), είναι εγγυητής της ενότητας και της ομόνοιας της πόλης και, κυρίως, επιλύει τις διαφορές μεταξύ των πολιτών, λειτουργώντας καθαρά ως διαμεσολαβητής, χωρίς να δεσμεύεται από ένα σώμα κωδικοποιημένου δικαίου κι εκτιμώντας ελεύθερα τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, λαμβάνοντας υπόψη κριτήρια όχι μόνο νομικά, αλλά πρωτίστως πολιτικά. Η αλλοδαπή προέλευσή του εγγυάται την έλλειψη οικογενειακών και πελατειακών δεσμών και, επομένως, την ουδετερότητά του.

Ο ρόλος του ποδεστάτου δεν μπορεί να γίνει ευχερώς κατανοητός αν δεν ληφθεί υπόψη ο χαρακτήρας των μεσαιωνικών και αναγεννησιακών ιταλικών πόλεων ως κοινωνιών σύγκρουσης (και ενδημικής βίας). Σύγκρουσης ανάμεσα σε αντίπαλες φράξιες της αριστοκρατίας και σύγκρουσης μεταξύ των ευγενών και των λαϊκών τάξεων (popolo minuto).

Από την ιστορία του θεσμού δεν λείπουν φυσικά κι οι παρεκτροπές. Αν σε κάποιες περιπτώσεις ο θεσμός καταδεικνύει τις σχέσεις ισοτιμίας μεταξύ συμμάχων πόλεων (Σιένα και Περούτζα ανταλλάσσουν εθιμικά ποδεστάτους), συχνά αποτελεί μέσο επιβολής της θέλησης του ισχυρού. Σε διακρατικό επίπεδο, για παράδειγμα, μια τοπική δύναμη σαν τη Φλωρεντία μπορεί να επιβάλλει στις μικρότερες πόλεις της περιοχής (Πράτο, Σαν Τζιμινιάνο) να «επιλέγουν» αποκλειστικά Φλωρεντινούς ποδεστάτους. Σε εσωτερικό επίπεδο, η άνοδος των λαϊκών τάξεων συνεπάγεται και την αμφισβήτηση της ουδετερότητας του ποδεστάτου που κατηγορείται όλο και συχνότερα ότι ευνοεί τους ευγενείς.

Οι «αγανακτισμένοι» στους δρόμους της Φλωρεντίας: Το πείραμα μοιάζει άρρηκτα συνδεδεμένο με τις πολιτικές και κοινωνικές ιδιαιτερότητες των ιταλικών πόλεων. Σε κάθε περίπτωση, η ιστορία του συνοδεύεται από διάφορα ενδιαφέροντα περιστατικά. Όπως μας διηγείται ο Φλωρεντινός πολιτικός και ιστορικός Ντίνο Κομπάνι («Cronica delle cose occorrenti ne’ tempi suoi»), το 1295 κάποιος ευγενής, ο Κόρσο Ντονάτι, έστειλε τους μπράβους του να ξυλοκοπήσουν έναν άλλον ευγενή (και συγγενή του), τον Σιμόνε Γκαλαστρόνε. Η συμπλοκή μεταξύ αντίπαλων σωματοφυλάκων είχε ως αποτέλεσμα ένα νεκρό. Κληθείς να επιλύσει τη διαφορά, ο Λομβαρδός ποδεστάτος Ιωάννης του Λουτσίνο δικαίωσε τον Ντονάτι που είχε ξεκινήσει την ιστορία! Η κρίση του ποδεστάτου προκάλεσε την οργή των πολιτών της Φλωρεντίας, οι οποίοι ξεχύθηκαν στους δρόμους φωνάζοντας συνθήματα που θυμίζουν τους σύγχρονους «αγανακτισμένους» «Θάνατος στον Ποδεστάτο» και «Να καεί, να καεί» (όχι βέβαια η χαρακτηριζόμενη ως οίκος ανοχής Βουλή, αλλά) «το μέγαρο του ποδεστάτου»!

Σιένα, Αμπρότζο Λορεντσέτι (14ος αι.), νωπογραφίες με θέμα την καλή διακυβέρνηση, Δημοτικό Μέγαρο

Σιένα, Αμπρότζο Λορεντσέτι (14ος αι.), νωπογραφίες με θέμα την καλή διακυβέρνηση, Δημοτικό Μέγαρο

Οι αποτυχημένες απόπειρες δημοκρατικότερης διακυβέρνησης: Η άνοδος ακριβώς των λαϊκών τάξεων θα οδηγήσει και τον θεσμό του ποδεστάτου σε παρακμή. Δύο είναι τα κύρια μέσα της λαϊκής συμμετοχής στην εξουσία: οι φορολογικές απογραφές (estimi), που συνεπάγονται τη φορολόγηση κάθε προσώπου αναλόγως της περιουσίας του, και η αμιγώς δικαστική επίλυση των διαφορών (βάσει κυρίως του ποινικού δικαίου). Είναι πολύ ενδιαφέρον το ότι οι μεσαιωνικές κοινωνίες οδηγήθηκαν από τη διαμεσολάβηση στη δικαστική επίλυση διαφορών, ενώ οι σύγχρονες ακολούθησαν την αντίστροφη πορεία. Ο χρόνος θα δείξει ποιος είχε δίκιο!

Οι απόπειρες για μια πιο δημοκρατική οργάνωση της κοινωνίας δεν στέφθηκαν τελικά από επιτυχία. Μετά από μια περίοδο έντονων συγκρούσεων, σε όλες σχεδόν τις ιταλικές πόλεις επικράτησαν τελικά ολιγαρχικά καθεστώτα. Στη Βενετία ο κύκλος των ευγενών που είχαν δικαίωμα συμμετοχής στα συμβούλια διοίκησης της πόλης συρρικνωνόταν όλο και περισσότερο, καταλήγοντας σε έναν κλειστό αριθμό λίγων αριστοκρατικών οικογενειών, στη Φλωρεντία ή στο Μιλάνο εκπρόσωποι μίας μόνον οικογένειας κυβερνούσαν συχνά ως ντε φάκτο μονάρχες (Μέδικοι, Βισκόντι, Σφόρτσα).

Η τελική αποτυχία, όμως, δεν αναιρεί την αξία της προσπάθειας. Άλλωστε το μέλλον δεν το γνωρίζουμε και θα ήταν πρόωρο να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο να επιβληθεί εκ νέου στις κοινωνίες μας το πρότυπο της ολιγαρχικής διακυβέρνησης.

ΜΕΡΟΣ ΙΙ
Ο ΜΕΣΑΙΩΝΑΣ ΩΣ ΕΠΟΧΗ ΑΚΡΑΙΑΣ ΒΙΑΣ

Πολιορκία της Ιερουσαλήμ από τους σταυροφόρους, 1099 (μικρογραφία του 13ου αι.)

Πολιορκία της Ιερουσαλήμ από τους σταυροφόρους, 1099 (μικρογραφία του 13ου αι.)

Πολύ συχνά, ο Μεσαίωνας εμφανίζεται ως συνώνυμο της βίας και της βαρβαρότητας. Πιθανότατα θα γνωρίζετε ότι η Α΄ Σταυροφορία ολοκληρώθηκε με λουτρό αίματος: όταν στις 15 Ιουλίου 1099 οι σταυροφόροι κατέλαβαν την Ιερουσαλήμ κατέσφαξαν το σύνολο σχεδόν του πληθυσμού της, μουσουλμάνους, Εβραίους, ακόμη και χριστιανούς, μια και μες στη μάχη δεν υπάρχει χρόνος να καταλάβεις τη θρησκεία του καθενός κι άλλωστε «όλοι ίδιοι έμοιαζαν με τις ανατολίτικες φορεσιές τους»! Θα έχετε ίσως ακούσει και για τη σφαγή όλων των κατοίκων της Μπεζιέ στο γαλλικό νότο, το 1209, στο πλαίσιο της Σταυροφορίας κατά των Καθαρών. Σύμφωνα με μία παράδοση που διασώζει ο κιστερκιανός μοναχός Καισάριος Χάιστερμπαχ, όταν οι στρατηγοί ρώτησαν τον παπικό λεγάτο Αρνάλδο Αμαλάριχο, ηγούμενο της μονής του Σιτώ, πώς θα μπορούσαν να διακρίνουν τους καλούς χριστιανούς από τους αιρετικούς όταν θα καταλάμβαναν την πόλη, εκείνος τους απάντησε κυνικά: «Σκοτώστε τους όλους κι ο Θεός θα ξεχωρίσει τους δικούς του»! («Tuez-les tous, Dieu reconnaîtra les siens.»/ «Cædite eos. Novit enim Dominus qui sunt eius.»).

Ποια εποχή, όμως, δεν γνώρισε πολέμους, λεηλασίες και σφαγές;

Α.   Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΜΕΣΑΙΩΝΑ

α.   Μια δραστηριότητα που αφορά λίγους

Στην πραγματικότητα, ο πόλεμος κατά τον Μεσαίωνα αφορά ένα περιορισμένο μέρος του πληθυσμού το οποίο ασχολείται λόγω θέσεως ή εξ επαγγέλματος με τα στρατιωτικά: άρχοντες, ιππότες και επαγγελματίες/ μισθοφόρους πολεμιστές. Δεν υπάρχει καθολική υποχρέωση στρατιωτικής υπηρεσίας που να βαρύνει το σύνολο του ανδρικού πληθυσμού, όπως στις πόλεις-κράτη της Αρχαιότητας και στα εθνικά κράτη των Νεότερων Χρόνων. Η πολεμική δραστηριότητα είναι περιορισμένη χρονικά (εκστρατείες γίνονται μόνο την άνοιξη και το καλοκαίρι και πάλι όχι σε περιόδους γεωργικών εργασιών), η αριθμητική δύναμη των στρατιωτικών σωμάτων είναι συνήθως μικρή και τα όπλα δεν είναι τόσο φονικά. Προτιμότερο είναι να αιχμαλωτισθεί ο αντίπαλος, γιατί αυτό θα αποφέρει και λύτρα, παρά να φονευθεί. Ακόμη κι ο Εκατονταετής Πόλεμος μεταξύ του γαλλικού και του αγγλικού βασιλικού οίκου, μολονότι διήρκεσε τυπικά περισσότερο από εκατό χρόνια (1337-1453), αποτελείται από διάσπαρτες στον χρόνο ολιγόμηνες εκστρατείες που πλήττουν συγκεκριμένα μόνο τμήματα της γαλλικής επικράτειας.

Η θεωρητική δικαιολόγηση: το σχήμα των τριών τάξεων. Το γεγονός ότι ο μεσαιωνικός πόλεμος αφορά ορισμένους μόνον αποδεικνύεται κι από το αντίστοιχο θεωρητικό υπόβαθρο: στις αρχές του 11ου αιώνα, ο Ανταλμπερόν, επίσκοπος της Λαν, κι ο Γεράρδος, επίσκοπος του Καμπραί, διατύπωναν για πρώτη φορά την τριμερή διάκριση των τάξεων που επρόκειτο να σημαδέψει το φαντασιακό της φεουδαλικής κοινωνίας. Τρεις τάξεις αποτελούν τη μεσαιωνική κοινωνία: οι oratores (αυτοί που προσεύχονται, δηλαδή ο κλήρος περιλαμβανομένων των μοναχών) οι bellatores (αυτοί που πολεμούν για να διασφαλίσουν την ύπαρξη του κράτους, δηλαδή οι ιππότες και κατ’ επέκταση οι ηγεμόνες και οι ευγενείς) και οι laboratores (κυριολεκτικά αυτοί που οργώνουν τη γη και συνεκδοχικά το σύνολο του εργαζόμενου λαού).

Οι Τρεις Τάξεις

Οι Τρεις Τάξεις

Η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα: τα στρατιωτικά θρησκευτικά τάγματα. Υπάρχει, βεβαίως, μια σημαντική εξαίρεση: πρόκειται για τα στρατιωτικά θρησκευτικά τάγματα (Ναΐτες, Ιωαννίτες και Τεύτονες ιππότες) τα οποία συγκροτήθηκαν κατά τον 12ο αιώνα για να διασφαλίσουν την άμυνα των χριστιανικών κρατών της Συρίας και Παλαιστίνης. Τα μέλη τους δίνουν θρησκευτικούς όρκους και υποχρεούνται να τηρούν έναν κανόνα που μοιάζει με εκείνους των μοναστικών ταγμάτων, αλλά έχουν ως κύρια ενασχόληση τον πόλεμο με τις δυνάμεις του ισλάμ. Το γεγονός εξηγείται ευχερώς: η συγκρότηση των ΣΘΤ αποτελεί μια ρεαλιστική απάντηση σε ένα υπαρκτό πρόβλημα, τη λειψανδρία όσον αφορά την υπεράσπιση των σταυροφορικών κρατών. Και πάλι, η παρέκκλιση αυτή από τον κανόνα των τριών τάξεων με διακριτούς ρόλους συνάντησε μεγάλες αντιδράσεις. Ο Βερνάρδος του Κλαιρβώ χρειάστηκε να βάλει τα δυνατά του για να δικαιολογήσει την αναγκαιότητα της σύστασης του Τάγματος του Ναού με το «De laude novae militiae».

Η σφραγίδα του Τάγματος των Ναϊτών

Η σφραγίδα του Τάγματος των Ναϊτών

β.   Μια δραστηριότητα που ρυθμίζεται από σαφείς κανόνες

Επιπλέον, ο μεσαιωνικός πόλεμος αποτελεί δραστηριότητα η οποία ρυθμίζεται από σαφείς κανόνες. Από πολύ νωρίς, έχοντας επίγνωση της αποστολής της ως εγγυήτριας της κοινωνικής ειρήνης και προστάτιδας του ποιμνίου της, η Καθολική Εκκλησία θέτει κανόνες στη διεξαγωγή του πολέμου. Οι κανόνες αυτοί θα αναπτυχθούν σταδιακά για να αποτελέσουν στην τελική μορφή τους ένα μεσαιωνικό δίκαιο των ένοπλων συγκρούσεων, αντίστοιχο του οποίου θα αργήσουμε πολύ να συναντήσουμε στους Νεότερους Χρόνους.

Η Ειρήνη του Θεού: Μέσα από συλλογικές διεργασίες και συνελεύσεις κληρικών και λαϊκών, οι πρώτες από τις οποίες ανάγονται ήδη στον 10ο αιώνα, αναπτύσσεται κι επικρατεί η ιδέα της «Ειρήνης του Θεού». Βάσει των κανόνων που θεσπίζονται διασφαλίζεται η προστασία των κληρικών, των ναών και της εκκλησιαστικής περιουσίας, αφενός, και της σωματικής ακεραιότητας και των υλικών αγαθών των αμάχων και δη των φτωχών. Στους εμπόλεμους που παραβιάζουν τους κανόνες αυτούς επιβάλλονται ποινές που φτάνουν μέχρι του αποκλεισμού τους από την κονωνία των πιστών.

Η Ανακωχή του Θεού: Ένα δεύτερο στάδιο θέσπισης περιοριστικών κανόνων, αποτελεί η λεγόμενη «Ανακωχή του Θεού», βάσει της οποίας οι πολεμικές δραστηριότητες απαγορεύονται σε ορισμένο διάστημα της εβδομάδας (από το βράδυ της Τετάρτης έως το πρωί της Δευτέρας) και σε ορισμένες περιόδους του έτους που σχετίζονται με σημαντικές θρησκευτικές εορτές: Σαρακοστή, Πάσχα, σαρανταήμερο 15 Νοεμβρίου έως 24 Δεκεμβρίου και Χριστούγεννα. Με τον τρόπο αυτό η Εκκλησία κατορθώνει να περιορίσει τη δυνατότητα ένοπλων δραστηριοτήτων σε 80 μόλις ημέρες του έτους.

Τελικά, η συλλογική μνήμη της Ευρώπης δεν συγκράτησε τόσο τους μεσαιωνικούς πολέμους. Εν μέσω Αναγέννησης, οι θρησκευτικοί πόλεμοι και ειδικά ο Τριακονταετής είναι αυτοί που θα σημαδέψουν το φαντασιακό των ανθρώπων με τη σκληρότητα και την ανεπανάληπτη βιαιότητά τους. Κατά τη διάρκεια του Β΄ ΠΠ, όταν πολλοί αξιωματικοί της Βέρμαχτ αναζητούν στα ημερολόγια και τα απομνημονεύματά τους ένα ιστορικό προηγούμενο πολέμου εξίσου απάνθρωπου με τον δικό τους, αναφέρουν αυθόρμητα τον Τριακονταετή και ποτέ κάποια μεσαιωνική σύρραξη.

Β.   ΒΙΑΙΗ ΚΑΤΑΣΤΟΛΗ ΚΑΙ ΔΙΩΞΕΙΣ ΣΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΤΩΝ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΩΝ

Η βία δεν περιορίζεται μόνο στις πολεμικές συγκρούσεις. Υπάρχει και η άσκησή της από φορείς εξουσίας στο εσωτερικό των κοινωνιών.

α.   Η Ιερά Εξέταση

Γκόγια, Escena de Inquisición

Γκόγια, Escena de Inquisición

Το 1231, ο πάπας Γρηγόριος Θ΄ ιδρύει την Ιερά Εξέταση με αποστολή τη δίωξη και εξάλειψη των αιρέσεων. Η Ιερά Εξέταση θα στελεχωθεί πρωτίστως από μέλη του Τάγματος των Δομινικανών και, στη συνέχεια, των Φραγκισκανών. Βασικός στόχος της την εποχή εκείνη είναι το δόγμα των Καθαρών. Οι Καθαροί είναι δυϊστές, πιστεύουν στην ύπαρξη δύο αντιπάλων αρχών, αυτής του Καλού, του Θεού, και του Κακού, το οποίο είναι δημιουργός και κύριος του υλικού κόσμου. Για ορισμένους, είναι μια μετεξέλιξη της μεγάλης παράδοσης του Δυϊσμού που ξεκινά με τον ζωροαστρισμό, για να συνεχιστεί με τους Γνωστικούς, τους Μανιχαίους, τους Παυλικιανούς και τους Βογομίλους. Για άλλους, πάλι (κι αυτή είναι σήμερα η κρατούσα άποψη), είναι χριστιανοί αντιφρονούντες που κηρύσσουν την επιστροφή στην αγνότητα των πρωτοχριστιανικών χρόνων. Η αλήθεια ίσως να βρίσκεται κάπου στη μέση. Σε κάθε περίπτωση, οι Καθαροί έχουν τη δική τους εκκλησιαστική οργάνωση κι ιεραρχία και είναι ιδιαίτερα δημοφιλείς στη Λομβαρδία και τη ΝΔ Γαλλία, όπου χαίρουν της συμπάθειας και πολλών τοπικών αρχόντων. Με άλλα λόγια, αποτελούν θανάσιμο κίνδυνο για την Καθολική Εκκλησία, η οποία έχει μόλις διεξαγάγει εναντίον τους μια πολεμική εκστρατεία, τη Σταυροφορία κατά των Καθαρών (1208-1229), που έχει στεφθεί από σχετική μόνον επιτυχία.

Δεν πρόκειται, φυσικά, να υποστηρίξω ότι η Ιερά Εξέταση ήταν κάτι το συμπαθητικό. Αποτέλεσε σαφώς μηχανισμό δίωξης και καταστολής. Η ύπαρξη, όμως, ενός τέτοιου μηχανισμού δεν αποτελεί ιδιαιτερότητα του Μεσαίωνα: διαχρονικά, οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, οι φορείς εξουσίας καταφεύγουν σε αντίστοιχες πρακτικές. Η Ιερά Εξέταση δεν αποτελεί μέσο άσκησης τυφλής βίας, αντιθέτως υπακούει σε συγκεκριμένους κανόνες που ρυθμίζουν τη δράση της όσον αφορά τη δίωξη, την ανάκριση και την ποινική δίκη των κατηγορουμένων ως αιρετικών. Ο ιεροεξεταστής δεν έχει ως σκοπό να κατασκευάσει ενόχους, ούτε να καταδικάσει χωρίς να δώσει στον κατηγορούμενο την ευκαιρία να συμμορφωθεί προς τους κανόνες της Εκκλησίας. Ένα παράδειγμα ίσως είναι διαφωτιστικό.

β.   Το αρχείο ιεροεξεταστή του Ιάκωβου Φουρνιέ

Ο τάφος του Ιάκωβου Φουρνιέ-Βενέδικτου ΙΒ΄ στην Αβινιόν

Ο τάφος του Ιάκωβου Φουρνιέ-Βενέδικτου ΙΒ΄ στην Αβινιόν

Ο Ιάκωβος Φουρνιέ (1285-1342), είναι ένας κληρικός ταπεινής καταγωγής. Ο πατέρας του ήταν ξυλουργός ή αρτοποιός. Είναι όμως ιδιαίτερα ευφυής κι εξαιρετικά μορφωμένος. Στην περίπτωσή του το «ασανσέρ της κοινωνικής ανόδου» θα λειτουργήσει θαυμάσια. Το 1334, έπειτα από λαμπρή σταδιοδρομία στα εκκλησιαστικά αξιώματα, θα εκλεγεί πάπας, με το όνομα Βενέδικτος ΙΒ΄, θέση στην οποία θα επιδείξει μάλιστα αξιοθαύμαστο μεταρρυθμιστικό έργο.

Ο Φουρνιέ υπήρξε επίσκοπος της πόλης Παμιέ στη νοτιοδυτική Γαλλία από το 1317 ως το 1326. Με την ιδιότητά του αυτή προήδρευε του τοπικού δικαστηρίου της Ιεράς Εξέτασης, στα όρια της κατά τόπον αρμοδιότητας του οποίου περιλάμβανονταν περιοχές όπου επιβίωνε η αίρεση των Καθαρών, μεταξύ αυτών και το γνωστό μας Μονταγιού. Χάρη στην οξυδέρκεια, την εργατικότητα, την προσοχή στη λεπτομέρεια και τη σχολαστική τήρηση της ποινικής δικονομίας που χαρακτήριζαν τον Φουρνιέ γνωρίζουμε σήμερα τα πάντα για την καθημερινή ζωή στο Μονταγιού, όσον αφορά χρονική περίοδο τριάντα χρόνων. Σχηματίστηκαν 98 δικογραφίες που αφορούσαν 114 άτομα (25 από αυτά ήταν από το Μονταγιού). Από τις υποθέσεις μόνο 5 κατέληξαν στην επιβολή της θανατικής ποινής σε αιρετικούς (4 μέλη της αίρεσης των λεγόμενων «Πτωχών της Λυών» και ένας καθ’ υποτροπήν Καθαρός). Το αρχείο ιεροεξεταστή του Φουρνιέ (λατινικό χειρόγραφο αριθ. 4080 της βιβλιοθήκης του Βατικανού) εκδόθηκε και μεταφράστηκε στα γαλλικά με επιμέλεια του Ζαν Ντυβερνουά (Τουλούζη, 1965, 3 τόμοι). Υπήρξε το βασικό υλικό για τη μνημειώδη μελέτη του Γάλλου ιστορικού Εμμανυέλ Λε Ρουά Λαντυρί με θέμα την κοινωνία του Μονταγιού.

Για να αστειευθούμε, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ακόμη και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Στρασβούργο θα δυσκολευόταν να εντοπίσει παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στις δίκες της Ιεράς Εξέτασης. Υπερβάλλουμε, βέβαια, μια και οι δίκες αυτές διεξάγονταν χωρίς την παρουσία δικηγόρου του κατηγορουμένου, ενώ οι αποφάσεις δεν ήταν δεκτικές εφέσεως. Ωστόσο τηρούνταν πάντα οι κανόνες της εφαρμοστέας ποινικής δικονομίας. Μεταξύ άλλων υπήρχαν πάντα διερμηνείς και μεταφραστές για κάθε εξέταση μάρτυρα ή ανάκριση κατηγορουμένου. Από τις δικογραφίες που χειρίστηκε τότε ο Φουρνιέ διαπιστώνουμε ότι οι κατηγορούμενοι αθωώνονταν στην περισσότερες περιπτώσεις. Οι συχνότερες ποινές ήταν η υποχρέωση κάποιου προσκυνηματικού ταξιδιού κι έπειτα η φυλάκιση ή η κάθειρξη. Η θανατική ποινή επιβαλλόταν μόνον σε όσους είχαν κριθεί καθ’ υποτροπήν αιρετικοί.

Η Ισπανική Ιερά Εξέταση καίει αιρετικούς στο Άμστερνταμ, 1571

Η Ισπανική Ιερά Εξέταση καίει αιρετικούς στο Άμστερνταμ, 1571

Γιατί, όμως, η Ιερά Εξέταση έχει τόσο κακή φήμη; Η απάντηση δεν είναι άλλη από την Ισπανική Ιερά Εξέταση, η οποία κατά τον 16ο και 17ο αιώνα εξαπολύει απηνείς διωγμούς εναντίον των Εβραίων και μουσουλμάνων της Ιβηρικής που είχαν υποχρεωθεί με τη βία να προσηλυτισθούν. Φυσικά δεν βρισκόμαστε πλέον στον Μεσαίωνα. Επιπλέον, η Ισπανική Ιερά Εξέταση δεν ελέγχεται από την Αγία Έδρα, αλλά από το ισπανικό στέμμα. Η αγριότητά της απορρέει άμεσα από τη βούληση της κρατικής εξουσίας να επιβληθεί με κάθε μέσο στους υπηκόους της.

Ο Μεσαίωνας υπήρξε και βίαιος. Το να χαρακτηρίζει, όμως, η εποχή μας το Μεσαίωνα ως κατεξοχήν εποχή βαρβαρότητας αποτελεί τραγική ειρωνεία. Δεν είναι μακρινός, νομίζω, ο 20ός αιώνας των δύο παγκοσμίων πολέμων, των πυρηνικών και των άλλων όπλων μαζικής καταστροφής, των στρατοπέδων του Γκουλάγκ, των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης κι εξόντωσης, της Σοά.

ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ
Ο ΜΕΣΑΙΩΝΑΣ ΚΑΤΕΞΟΧΗΝ ΕΠΟΧΗ ΚΑΤΑΠΙΕΣΗΣ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ;

Καταπιεσμένες από αυταρχικούς και βίαιους συζύγους, καταπιεσμένες από τους φεουδάρχες, καταπιεσμένες από την Εκκλησία που τις θεωρεί σύμβολα της αμαρτίας και του κακού, όταν δεν τις στέλνει στην πυρά για να τις κάψει σαν μάγισσες, οι γυναίκες του Μεσαίωνα φαίνεται να ζούσαν σε συνθήκες απόλυτης δυστυχίας. Ή, τουλάχιστον, αυτό μας λέει το σχετικό στερεότυπο. Πόσο, όμως, ανταποκρίνεται στην αλήθεια; Ας εξετάσουμε πρώτα τρεις ευρύτατα διαδεδομένους μύθους σχετικά με τη θέση της Γυναίκας στα χρόνια του Μεσαίωνα, πριν δούμε ποια ήταν στην πραγματικότητα.

Α.   ΟΙ ΣΥΚΟΦΑΝΤΙΕΣ

Οι Νεότεροι Χρόνοι επιχείρησαν να αμαυρώσουν τη φήμη του Μεσαίωνα με δύο εντελώς παράλογες κατηγορίες και με μια αληθοφανή συκοφαντία.

α.   Παντελώς αστήρικτες κατηγορίες

1.   Οι ζώνες αγνότητας

Ζώνη αγνότητας, γερμανική ξυλογραφία του 16ου αι.

Ζώνη αγνότητας, γερμανική ξυλογραφία του 16ου αι.

Ο μύθος: Το στερεότυπο μας είναι πολύ γνώριμο. Πριν ξεκινήσει για κάποια σταυροφορία, ο άρχοντας θέλει να βεβαιωθεί ότι η σύζυγός του θα παραμείνει πιστή καθ’ όλη τη διάρκεια της απουσίας του. Για τον λόγο αυτό, της φορά μια ζώνη αγνότητας, την οποία κλειδώνει και φεύγοντας παίρνει μαζί του το κλειδί. Ο μύθος δεν μας πληροφορεί για το τι θα συμβεί έτσι και χαθεί αυτό το πολύτιμο κλειδί, ενώ ας πούμε ο ήρωάς μας καλπάζει σε κάποιο οροπέδιο της Ανατολίας, αν πέσει σε τρικυμία το γενοβέζικο καράβι που τον μεταφέρει στους Άγιους Τόπους ή ενώ πολεμά τους μουσουλμάνους στην Παλαιστίνη. Ούτε αν, όπως είναι πολύ πιθανό από στατιστική άποψη, δεν επιστρέψει ποτέ στην πατρίδα του.

Η αλήθεια: μια σατανική εφεύρεση των Νεότερων Χρόνων. Η ιστορική πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική. Η πρώτη περιγραφή αντικειμένου που μοιάζει κάπως με αυτό που αποκαλούμε ζώνη αγνότητας ανάγεται στις αρχές του 15ου αιώνα και περιλαμβάνεται στο σύγγραμμα «Bellifortis» του Γερμανού στρατιωτικού μηχανικού Κορράδου Κάυζερ του Άιχστεττ, ο οποίος σημειώνει ότι, όπως είχε ακούσει, κάποιοι ηλικιωμένοι πλούσιοι Φλωρεντινοί το χρησιμοποιούσαν για να εξασφαλίσουν ότι οι κατά πολύ νεότερες γυναίκες τους δεν θα τους απαιτούσαν. Η διαβολική αυτή εφεύρεση φαίνεται να χρησιμοποιήθηκε, σπάνια είναι η αλήθεια, κατά τον 16ο και 17ο αιώνα σε γυναίκες… εν μέσω της υπέρλαμπρης Αναγέννησης. Η χρήση της διαδίδεται κατά τον 18ο αιώνα για ένα διαφορετικό σκοπό από αυτόν του μύθου: μέχρι και πριν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο χρησιμοποιούταν σε αγόρια και κορίτσια για να αποτρέψει την αυτοϊκανοποίηση. Στ’ αλήθεια πονηροί οι Νεότεροι Χρόνοι: καταλόγισαν στον δύσμοιρο Μεσαίωνα μια δικιά τους διεστραμμένη εφεύρεση!

Και να ήταν μόνον οι ζώνες αγνότητας…

2.   Το διαβόητο ius primae noctis

Ο, ιδιαίτερα δημοφιλής, μύθος μάς λέει ότι την πρώτη νύχτα του γάμου ενός ζεύγους δουλοπάροικων δεν κοιμόταν με τη νύφη ο γαμπρός, αλλά ο άρχοντάς τους!

Ούτε αυτός ο μύθος περιέχει έστω κι έναν κόκκο αλήθειας. Η πρώτη μνεία στο υποτιθέμενο αυτό δικαίωμα του φεουδάρχη γίνεται στα μέσα του 16ου αιώνα από τον Γάλλο νομομαθή Ιωάννη Παπόν. Αργότερα ο μύθος του διαβόητου ius primae noctis θα διαδοθεί από μορφές του Διαφωτισμού, όπως ο Βολταίρος («Σπουδή περί των Ηθών», 1756), και ιστορικούς του 19ου αιώνα, όπως ο Ζυλ Μισλέ. Στην πραγματικότητα, ο μύθος οφείλεται σε μια παροιμιώδη γκάφα του Παπόν: μελετώντας μεσαιωνικά έγγραφα της περιοχής του, είδε να αναφέρεται κάποιο «droit de cuissage». Μόνο που το συγκεκριμένο δικαίωμα δεν είχε καμία σχέση με προνόμια ερωτικού χαρακτήρα. Αφορούσε απλώς το προνόμιο κάποιου να ψήνει ψωμί για ολόκληρη την κοινότητα του χωριού!

Μολονότι δεν στηρίζεται σε κανένα απολύτως στοιχείο από τις πηγές, ο μύθος του ius primae noctis εξακολουθεί να γνωρίζει επιτυχία ακόμη και στην εποχή μας. Η ειρωνεία έγκειται στο ότι, όπως αποδεικνύουν κοινωνιολογικές κι ιστορικές μελέτες, στη Γαλλία των χρόνων της βιομηχανικής επανάστασης αναγνωριζόταν ότι ο εργοστασιάρχης κι ο επιστάτης είχαν εθιμικά ένα αντίστοιχο δικαίωμα πάνω στις εργατριές τους!

β.   Έκαιγαν πράγματι μάγισσες τον Μεσαίωνα;

World Without End

World Without End

Δεν πρέπει να υπάρχει μυθιστόρημα, τηλεοπτική σειρά ή κινηματογραφική ταινία με θέμα τον Μεσαίωνα που να μην περιέχει μία τουλάχιστον σκηνή στην οποία κάποια μάγισσα θα καίγεται στην πυρά! Στα πολύ επιτυχημένα μυθιστορήματα του Ουαλού συγγραφέα Κεν Φόλλεττ, τα οποία έχουν μεταφερθεί και στην τηλεόραση, ειδικότερα δε στον «Κόσμο Χωρίς Τέλος», έχει κανείς την εντύπωση ότι κάθε είκοσι σελίδες κάποια γυναίκα κατηγορείται για μαγεία, δικάζεται κι ενίοτε καταδικάζεται σε θάνατο και μάλιστα με πολλούς και διάφορους τρόπους εκτέλεσης. Ακόμη κι ο Ουμπέρτο Έκο, που τον Μεσαίωνα τον γνωρίζει όσο λίγοι, υποκύπτει στον πειρασμό, βάζοντας στο «Όνομα του Ρόδου» την νεαρή χωρική που γνωρίζει ο Άντσο να καταδικάζεται ως μάγισσα. Και στην Ελλάδα, ιστορικός και μέλος του Κοινοβουλίου που δεχόταν επικρίσεις, επειδή είχε επιχειρήσει να αποδομήσει κάποιον από τους μύθους που περιέχει η επίσημη εθνική αφήγηση της Ιστορίας, έβρισκε καταφύγιο στον μύθο περί μαγισσών, δηλώνοντας ότι «στην ελληνική πολιτική σκηνή υπάρχει ένα κυνήγι μαγισσών. Αν θέλουν μάγισσες ας τις αναζητήσουν στον Μεσαίωνα».

Η αδιαφορία του Μεσαίωνα: Δεν θα ήταν δυνατό να υποστηριχθεί ότι οι πρακτικές μαγείας και μαγγανείας ήταν άγνωστες στις μεσαιωνικές κοινωνίες. Απαντούν σε όλες τις εποχές και σε όλες τις ανθρώπινες κοινωνίες, ενώ κάποιες από αυτές ενσωματώνονται, επίσημα ή ανεπίσημα, σε θρησκείες. Όποιος όμως προσπαθήσει να μελετήσει τον Μεσαίωνα αναζητώντας ψυχώσεις και κυνήγια μαγισσών θα έχει την εντύπωση ότι διασχίζει μια έρημο και θα απογοητευθεί.

Μερικές παράγραφοι σε ένα σύγγραμμα εκκλησιαστικού δικαίου των αρχών του 9ου αιώνα, όπου ο τότε επίσκοπος Ραιτίας προτείνει την επιβολή ατιμωτικών ποινών (χωρίς να μνημονεύει ρητώς τη θανατική ποινή) σε όσους ασχολούνται με τη μαγεία και μαγγανεία. Στοργικές συμβουλές για την καθοδήγηση των παραπλανημένων αυτών ψυχών από τον ηγούμενο Ρηγίνο της Πρυμ περίπου έναν αιώνα αργότερα. Κανένα ίχνος διωγμών, δικών και καταδικών! Είναι προφανές ότι η μαγεία ως κοινωνικό φαινόμενο δεν απασχόλησε ιδιαίτερα την κοινωνία του Μεσαίωνα.

Η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνεται ακόμη και σε εποχές κατά τις οποίες η Καθολική Εκκλησία εξαπολύει απηνείς διωγμούς κατά των αιρέσεων, έχοντας ήδη προβεί στη σύσταση της Ιεράς Εξέτασης. Στο κλασικό του σύγγραμμα «Practica officii Inquisitionis heretice pravitatis» (Τουλούζη, περ. 1323-1324), γνωστό και ως «Εγχειρίδιο του Ιεροεξεταστή», ο Βερνάρδος Γκι δεν αφιερώνει ούτε δύο σελίδες στη μαγεία, ενώ οι αναφορές στο δυϊστικό δόγμα των Καθαρών καταλαμβάνουν το μισό περίπου βιβλίο και η εξέταση της αίρεσης των Πτωχών της Λυών απαιτεί μερικές δεκάδες σελίδες.

Χανς Μπάλντουνγκ Γκριν, Οι Μάγισσες, 1508

Χανς Μπάλντουνγκ Γκριν, Οι Μάγισσες, 1508

Η μεταστροφή: Είναι αλήθεια ότι το γεγονός που σηματοδοτεί ποιοτική αλλαγή της στάσης της δυτικής Εκκλησίας έναντι της μαγείας είναι σχεδόν σύγχρονο με τη συγγραφή του έργου του δομινικανού ιεροεξεταστή: τον Αύγουστο του 1326, ο πάπας Ιωάννης ΚΒ΄ (Ιάκωβος Ντιέζ της Καόρ) εκδίδει τη βούλλα «super illius specula», με την οποία οι πρακτικές μαγείας και μαγγανείας εξομοιώνονται με αίρεση. Πρέπει, όμως, να επισημανθεί ότι ο Ιωάννης ΚΒ΄ (στον οποίο παραδόξως κάποιοι αποδίδουν τη συγγραφή αλχημιστικών βιβλίων) είχε προσωπικούς λόγους να απεχθάνεται τη μαγεία: παραλίγο να δολοφονηθεί από τον επίσκοπο της γενέτειράς του, τον Ούγο Ζερώ, τον οποίο είχε παραπέμψει σε δίκη για οικονομικές ατασθαλίες. Μέσα στην τρέλα και τον πανικό του, ο Ζερώ δεν είχε αρκεσθεί στην προσπάθειά του να δηλητηριάσει τον ποντίφηκα, αλλά είχε καταφύγει και σε πρακτικές μαγείας, καίγοντας κέρινα ομοιώματα του αντιπάλου του!

Στην πραγματικότητα, το πιο σημαντικό είναι η αλλαγή στάσης της κοινωνίας, η οποία ανάγεται στο δεύτερο μισό του 14ου αιώνα. Παρέλκει, ίσως, η υπόμνηση, των γεγονότων που σημάδεψαν την εποχή: μακροχρόνια οικονομική κρίση, ραγδαία επιδείνωση των κλιματολογικών συνθηκών και, κυρίως, η τρομακτική επιδημία βουβωνικής πανώλης που ξεκληρίζει το ένα τρίτο τουλάχιστον του πληθυσμού της Ευρώπης. Είναι δύσκολο για τον σύγχρονο άνθρωπο να αντιληφθεί τον τρόπο με τον οποίο σημάδεψε τη συλλογική συνείδηση των κοινωνιών της εποχής μια συμφορά τέτοιου μεγέθους. Σε όλα αυτά ας προστεθεί και η αυξανόμενη τάση της κεντρικής εξουσίας (κρατικής και εκκλησιαστικής) για στενότερο έλεγχο των κοινωνιών, κάτι που συνεπάγεται την όλο και μεγαλύτερη χρήση μεθόδων καταστολής. Πρόκειται, όμως, για στοιχεία που δεν χαρακτηρίζουν τόσο τη φεουδαλική οργάνωση του Μεσαίωνα όσο τα κράτη κατά τους Νεότερους Χρόνους.

Το κυνήγι μαγισσών, χαρακτηριστικό γνώρισμα των Νεότερων Χρόνων: Οι πρώτες δίκες για μαγεία (χωρίς καταδίκες σε θάνατο) καταγράφονται στην περιοχή της Τουλούζης κατά το δεύτερο μισό του 14ου αιώνα. Ακόμη, όμως, και κατά τον Ύστερο Μεσαίωνα αποτελούν περιστασιακό φαινόμενο. Η πραγματική φρενίτιδα με τη μαγεία και το κυνήγι μαγισσών αποτελούν χαρακτηριστικά γνωρίσματα της Αναγέννησης και των Νεότερων Χρόνων! Τα πρώτα εγχειρίδια οδηγιών για την καταπολέμηση της μαγείας συγγράφονται μετά το 1480: οι Γερμανοί δομινικανοί μοναχοί Ερρίκος Κράμερ (γνωστότερος ως Ινστιτόρις) και Ιάκωβος Σπρέγγερ δημοσιεύουν το διαβόητο σύγγραμα «Malleus Maleficarum» το 1486-1487, ο Γάλλος νομικός Ιωάννης Μποντέν δημοσιεύει τη «Démonomanie des sorciers» το 1580 και ο συνάδελφός του από τη Λωρραίνη Νικόλαος Ρεμύ εκδίδει τη «Δαιμονολατρεία» του το 1592. Όσο για τον παροξυσμό των δικών μαγισσών, αυτός είναι υπόθεση του 17ου αιώνα: από την αυλή του Λουδοβίκου ΙΔ΄ μέχρι τον Νέο Κόσμο, όλοι ψάχνουν για μάγισσες! Η πασίγνωστη δίκη των Μαγισσών του Σάλεμ στη Μασσαχουσέττη γίνεται το 1698. Στη Γαλλία, ειδικά, η τελευταία δίκη για μαγεία καταγράφεται στο Μπορντώ το 1718. Μάλλον χρειάζεται διαστροφική φαντασία για να καταλογιστούν όλα αυτά στον άμοιρο Μεσαίωνα.

Για να είμαστε, άλλωστε, ακριβείς και δίκαιοι, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η στάση του μεσαιωνικού ανθρώπου απέναντι στη μαγεία μοιάζει εκπληκτικά σύγχρονη: η μαγεία αντιμετωπιζόταν περισσότερο ως εκδήλωση ψυχικής ασθένειας. Για τον συμπαθή Ρηγίνο, οι ισχυρισμοί κάποιων γυναικών για συναντήσεις με δαίμονες δεν είναι παρά «αποτελέσματα παραισθήσεων». Όσο για τον Ιωάννη του Σώλσμπρυ, επίσκοπο Σαρτρ (12ος αιώνας), αρκεί απλώς «να μη δίνει κανείς προσοχή σε τόσο αξιοθρήνητες παλαβομάρες».

Β.   Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΟΝ ΜΕΣΑΙΩΝΑ

Η Κυρία με τον Μονόκερω, 15ος αι.

Η Κυρία με τον Μονόκερω, 15ος αι.

α.   Γυναίκες και εξουσία

«Οι γυναίκες δεν ήταν υπόδουλες και υποταγμένες στο πλαίσιο ενός κόσμου ο οποίος εμφανίζεται να κυριαρχείται από τις αντρικές αρετές ιπποτών ή ασκητικών μοναχών; Η εξουσία δεν απέκλειε τις γυναίκες από την κορυφή της κοινωνίας; Η υπόμνηση μερικών ονομάτων αρκεί για να αποδείξει το αντίθετο. Η Αλιενόρ της Ακυιτανίας, η Λευκή της Καστίλλης κι άλλες λιγότερο γνωστές διοίκησαν επικράτειες και κυβέρνησαν υπηκόους» (Συλβαίν Γκούγκενάιμ Regards sur le Moyen Âge, σελ. 103). Πράγματι, δεν είναι λίγα τα παραδείγματα γυναικών που ασκούν τη βασιλική εξουσία όταν ο σύζυγός τους απουσιάζει ή ασθενεί ή αυτών στις οποίες έχει νομίμως ανατεθεί η αντιβασιλεία μέχρι την ενηλικίωση του γιου τους. Άλλες πάλι είναι αρκετά δυναμικές ώστε να πάρουν την εξουσία στα χέρια τους και χωρίς να συμβαίνει κάτι από τα παραπάνω.

1.   Η Αλιενόρ της Ακυιτανίας,
της οποίας το όνομα θα μπορούσαμε να μεταγράψουμε και ως Ελεονόρα, αλλά οι Γάλλοι ακόμη και σήμερα την αποκαλούν με το οξιτανικό της όνομα, είναι μια από τις δυναμικότερες γυναικείες μορφές του Μεσαίωνα. Κληρονόμος του ισχυρού δουκάτου της Ακυιτανίας, παντρεύεται το 1137 (σε ηλικία 15 ετών) τον βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκο Ζ΄. Η νεαρή με τα πλούσια ενδιαφέροντα και το εκρηκτικό ταμπεραμέντο βρίσκει βαρετό τον μονόχνωτο και ασκητικό σύζυγό της. Η ασυμφωνία χαρακτήρων είναι προφανής: η ρήξη στις σχέσεις των συζύγων καθίσταται οριστική κατά τη διάρκεια της Β΄ Σταυροφορίας (όταν, μεταξύ των άλλων, οι κακές γλώσσες καταλογίζουν στην Αλιενόρ και μια εξωσυζυγική περιπέτεια με τον θείο της και ηγεμόνα της Αντιόχειας, τον Ραϋμόνδο του Πουατιέ). Με την επιστροφή στη Γαλλία, η Αλιενόρ παίρνει την πρωτοβουλία και, το 1152, χωρίζει τον Λουδοβίκο (καθόσον νομικά δεν υφίστατο διαζύγιο, τυπικά επρόκειτο για ακύρωση του γάμου λόγω… μακρινής συγγένειας μεταξύ των συζύγων). Έξι μόλις εβδομάδες μετά την ακύρωση του πρώτου της γάμου παντρεύεται στο Πουατιέ τον Ερρίκο, δούκα της Νορμανδίας και κόμη του Ανζού και του Μαιν, ο οποίος θα γίνει δύο χρόνια αργότερα βασιλιάς της Αγγλίας (ως Ερρίκος Β΄). Ως κυρία της Ακυιτανίας, η Αλιενόρ θα ανατρέψει υπέρ της Αγγλίας την ισορροπία δυνάμεων μεταξύ των δύο βασιλείων. Ως βασίλισσα δεν θα αρκεσθεί στη διοίκηση των προσωπικών κτήσεών της και στην οικονομική διαχείριση της μεγάλης περιουσίας της, ούτε στον ρόλο της προστάτιδας των γραμμάτων και των τεχνών: από το 1160 και μετά είναι ουσιαστικά αυτή που κυβερνά την Αγγλία. Θα φτάσει μέχρι του σημείου να προτρέψει τους γιους της να στασιάσουν κατά του πατέρα τους (1173). Η κίνηση θα στοιχίσει στην Αλιενόρ σχεδόν 15 χρόνια αιχμαλωσίας. Μετά τον θάνατο του συζύγου της (1189), θα επιστρέψει στην πολιτική σκηνή υποστηρίζοντας τον γιο της Ριχάρδο, νέο βασιλιά της Αγγλίας. Μέχρι τον θάνατό της (1204) θα παραμείνει δραστήρια, αναλαμβάνοντας διπλωματικές πρωτοβουλίες και επιχειρώντας να καθορίσει σύμφωνα με τις απόψεις της τις λεπτές ισορροπίες μεταξύ Γαλλίας και Αγγλίας.

2.   Η Λευκή της Καστίλλης.
Εγγονή της Αλιενόρ, η Λευκή της Καστίλλης παντρεύεται σε ηλικία 12 ετών τον διάδοχο του γαλλικού θρόνου (τον μετέπειτα Λουδοβίκο Η΄). Μετά τον θάνατο του συζύγου της (1226), θα κυβερνήσει το βασίλειο έως την ενηλικίωση του γιου της (Λουδοβίκου Θ΄). Κατά τη διάρκεια της αντιβασιλείας της θα διαπραγματευθεί (με επιτυχία) τους όρους της Συνθήκης του Μω (1229), με την οποία τερματίζεται η σύγκρουση μεταξύ Γαλλίας και κομητείας της Τουλούζης (που προκλήθηκε λόγω της υποστήριξης των αρχόντων της δεύτερης προς την αίρεση των Καθαρών). Η συνθήκη διασφαλίζει κατά τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα της Γαλλίας, απαλλάσσοντάς την ταυτόχρονα από τον κίνδυνο της συνέχισης μιας επικίνδυνης σύρραξης με απρόβλεπτες συνέπειες. Έχοντας εμπιστοσύνη στις πολιτικές ικανότητες της μητέρας του, ο Λουδοβίκος Θ΄ της αναθέτει την αντιβασιλεία κατά την αναχώρησή του για την Ζ΄ Σταυροφορία (1248).

3.   Η Θεοφανώ.
Στα τέλη του 10ου αιώνα, η βυζαντινή πριγκίπισσα Θεοφανώ (ανηψιά του Ιωάννη Α΄ Τσιμισκή) παντρεύεται τον Γερμανό αυτοκράτορα Όθωνα Β΄. Η Θεοφανώ δεν έφερε απλώς στη Δύση τις εκλεπτυσμένες συνήθειες της βυζαντινής αυλής, καθώς και τα γράμματα και τον πολιτισμό της πατρίδας της: μετά τον θάνατο του άντρα της και ως την ενηλικίωση του γιου της (του Όθωνα Γ΄), κυβέρνησε την αυτοκρατορία. Αναφερόμενη ήδη ως «συναυτοκράτειρα» (coimperatrix) ενώ ζει ο σύζυγός της, υπογράφει αποφάσεις στα χρόνια διακυβέρνησής της φέροντας τον τίτλο «Theophanius gratia divina imperator augustus», σαν να ήταν άντρας.

4.   Η Ματθίλδη της Τοσκάνης
(1046-1115) υπήρξε η ισχυρότερη πολιτική προσωπικότητα στην Ιταλία του καιρού της: σε δική της πρωτοβουλία οφείλεται η «συμφιλίωση» μεταξύ του πάπα Γρηγόριου Ζ΄ και του αυτοκράτορα Ερρίκου Δ΄, με την ταπείνωση του δεύτερου στην Κανόσσα (1077).

5.   Η Ισαβέλλα Βιλλαρδουίνη
Στα μέρη μας, τέλος, η πριγκίπισσα της Αχαΐας Ισαβέλλα Βιλλαρδουίνη (1263-1312, η πριγκίπισσα Ζαμπέα του Χρονικού του Μορέως και «Πριγκηπέσσα Ιζαμπώ» του ομώνυμου μυθιστορήματος του Άγγελου Τερζάκη) κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια για να διασφαλίσει την επιβίωση της φραγκικής Πελοποννήσου, παρά τους ασφυκτικούς περιορισμούς που της επέβαλλε η Συνθήκη του Βιτέρμπο (την οποία σύναψε, σε στιγμές μεγάλης πολιτικής αδυναμίας, ο πατέρας της Γουλιέλμος Β΄ Βιλλαρδουίνος με τον Κάρολο Α΄ τον Ανδεγαυικό: βάσει της συνθήκης ο ανδεγαυικός οίκος, ως επικυρίαρχος, έπρεπε να εγκρίνει τους γάμους της διαδόχου του πριγκιπάτου).

Σφραγίδα της Ισαβέλλας Βιλλαρδουίνης

Σφραγίδα της Ισαβέλλας Βιλλαρδουίνης

Σύμβολα και μέσα άσκησης της γυναικείας εξουσίας: Ενδεικτικό των μεσαιωνικών αντιλήψεων είναι και το γεγονός ότι στις γυναίκες που είναι φορείς εξουσίας παρέχεται τόσο η συμβολική αναγνώριση του ρόλου αυτού όσο και τα αναγκαία υλικά μέσα. Σε συμβολικό επίπεδο παρατηρείται ότι όλες οι βασίλισσες στέφονται, όπως ακριβώς και οι βασιλείς. Η τελευταία βασίλισσα της Γαλλίας που στέφθηκε ήταν, το 1610, η Μαρία των Μεδίκων (δεύτερη σύζυγος του Ερρίκου Δ΄ των Βουρβόνων). Εκτός από το στέμμα υπάρχει κι η προσωπική σφραγίδα της βασίλισσας ή τα νομίσματα που φέρουν το όνομά της (Ισαβέλλα της Αχαΐας). Σε επίπεδο υλικών μέσων, όλες οι βασίλισσες και οι γυναίκες της ανώτερης αριστοκρατίας έχουν την προσωπική περιουσία τους: εκτός από την περιουσία με την οποία προικίσθηκαν από τις οικογένειές τους έχουν στην κυριότητά τους και τα περιουσιακά στοιχεία τα οποία τους δωρίζει ο βασιλιάς ή φεουδάρχης σύζυγός τους. Για παράδειγμα, η αυτοκράτειρα Θεοφανώ λαμβάνει από τον Όθωνα εκτάσεις από τη Θουριγγία και τη Σαξονία μέχρι τη βορειοανατολική Ιταλία.

Αν όμως οι γυναίκες μπορούν να ασκήσουν εξουσία, δεν είναι προαπαιτούμενο να έχουν και πολιτικά δικαιώματα και συμμετοχή στα κοινά;

β.   Γυναίκες και πολιτικά δικαιώματα

Στα χρόνια της ελληνικής και ρωμαϊκής Αρχαιότητας η γυναίκα στερείται πλήρως πολιτικών δικαιωμάτων. Στους Νεότερους Χρόνους πρέπει να φτάσουμε στον 20ό αιώνα για να δοθεί στις γυναίκες δικαίωμα ψήφου. Στο Μεσαίωνα, όμως, οι γυναίκες ψηφίζουν στις συνελεύσεις πόλεων και χωριών που καλύπτουν μεγάλο μέρος της δυτικής Ευρώπης. Συχνά, βεβαίως, δεν ψηφίζουν άτομα, αλλά οικογένειες, οι οποίες εκπροσωπούνται συνήθως από τον άντρα. Όταν όμως αυτός αδυνατεί να συμμετάσχει στη διαδικασία (απουσία ή ασθένεια) ή έχει πεθάνει, τότε η οικογένεια εκπροσωπείται από τη γυναίκα. Ένα ωραίο σχετικό παράδειγμα μας δίνει η Ιστορία της φραγκικής Πελοποννήσου.

Το Παρλαμέντο των Γυναικών
Στα μέσα του 13ου αιώνα, το φραγκικό πριγκιπάτο του Μορέως βρίσκεται στο απόγειο της δόξας του. Ο Φράγκος ηγεμόνας της Πελοποννήσου Γουλιέλμος Βιλλαρδουίνος πιστεύει ότι μπορεί να συντρίψει κάθε αντίπαλο και να κυριαρχήσει στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο. Το 1259, στην Πελαγονία (στον δρόμο από την Καστοριά προς το Μοναστήρι), συγκρούστηκε με τον αυτοκράτορα της Νίκαιας Μιχαήλ Παλαιολόγο. Προδομένος από τους συμμάχους του, τους δεσπότες της Ηπείρου, ο Βιλλαρδουίνος συνετρίβη και αιχμαλωτίστηκε ο ίδιος, καθώς και οι περισσότεροι από τους υποτελείς του φεουδάρχες και ιππότες. Αναγκασμένος να διαπραγματευθεί με τον Παλαιολόγο, συμφώνησε τελικά να εξαγοράσει την ελευθερία του (και την ελευθερία των υποτελών του), παραχωρώντας στους Βυζαντινούς ορισμένα στρατηγικής σημασίας κάστρα της Πελοποννήσου, ανάμεσα στα οποία και τον Μιστρά. Η συμφωνία αυτή, όμως, έπρεπε να κυρωθεί από την αυλή του πριγκιπάτου. Έτσι, το 1260, συγκεντρώθηκαν στο Νίκλι (κοντά στην Τεγέα) οι ελάχιστοι άνδρες ευγενείς που δεν είχαν αιχμαλωτισθεί στην Πελαγονία και οι εκπρόσωποι όλων των άλλων φέουδων της Πελοποννήσου, εν προκειμένω και κατ’ ανάγκη, οι γυναίκες των αιχμαλώτων ευγενών. Για αυτό τον λόγο άλλωστε η συνέλευση έμεινε γνωστή και ως «παρλαμέντο των γυναικών». Για την ιστορία, σημειώνουμε ότι οι κυρίες ενέκριναν τη συμφωνία του ηγεμόνα τους, η οποία αργότερα ενσωματώθηκε σε μία από τις συνθήκες του Νυμφαίου, κι έτσι ο Βιλλαρδουίνος και οι σύζυγοι των κυριών επέστρεψαν (έστω και με κομμένα τα φτερά) στην Πελοπόννησο.

«Και μετά ταύτα εμίσσεψαν αμφότεροι οι δύο.
Από την Κόρινθο επέρασαν και ήλθαν εις το Νίκλι•
εκεί ηύρον την πριγκίπισσαν με τες κυράδες όλες
όλης της Πελοπόνεσσος, τον λέγουσιν Μορέαν,
όπου είχαν ποήσει σώρεψιν να επάρουν την βουλή τους
διά τα μαντάτα όπου ήκουσαν των τρίων κάστρων εκείνων,
όπου έδιδεν ο πρίγκηπας του βασιλέως ετότε
δια να έβγη από την φυλακήν εκείνος κι’ ο λαός του
οι άπαντες όλοι του Μωρέως, οι φλαμουριάροι όλοι
και οι καβαλλάροι μετ’ αυτούς που ήσαν εκεί στην Πόλιν.
Δια τούτο ήσαν οι αρχόντισσες εκείνων οι γυναίκες
εκεί με την πριγκήπισσαν στο κάστρο του Αμυκλίου
και εκάμνασιν το παρλαμά και επαίρναν την βουλήν τους
και ουκ είχασιν άλλους τινές άντρες εκεί μετ’ αύτες
μόνον και τον μισίρ Λινάρτ όπου ήταν λογοθέτης
και τον μισίρ Πιέρη ντε Βας τον φρόνιμον εκείνον,
όπου ήτο ο φρονιμώτερος όλου του πριγκηπάτου.
Αυτείνοι οι δύο ευρέθησαν στο παρλαμά εκείνο».

Το Χρονικόν του Μορέως», στίχοι 4390-4407)

γ.   Η γυναίκα στις αγροτικές κοινωνίες

Μονταγιού

Μονταγιού

Ωραία όλα τα παραπάνω, αλλά μήπως αφορούν αποκλειστικά τις ανώτερες τάξεις; Σύμφωνοι, αλλά κάτι τέτοιο απαντά διαχρονικά στις ανθρώπινες κοινωνίες. Ας δούμε τι συνέβαινε και στο πλαίσιο των πιο συντηρητικών αγροτικών κοινωνιών του Μεσαίωνα, με οδηγό και πάλι το παράδειγμα του Μονταγιού.

Από τη μελέτη του Λε Ρουά Λαντυρί για το μικρό χωριό των Γαλλικών Πυρηναίων προκύπτουν τα εξής στοιχεία: πράγματι, η θέση της γυναίκας στη συντηρητική αγροτική κοινωνία του Μονταγιού είναι χειρότερη από εκείνη που διαπιστώθηκε όσον αφορά την αριστοκρατία. Υπάρχει μισογυνισμός στη νοοτροπία των χωρικών, καθώς και αρκετά παραδείγματα ενδοοικογενειακής βίας. Ωστόσο, υπάρχουν σχεδόν ισάριθμες περιπτώσεις γυναικών υποταγμένων στους συζύγους τους και γυναικών που έχουν επιβληθεί κυριολεκτικά σ’ αυτούς. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων υπάρχει ισορροπία στους ρόλους των συζύγων όσον αφορά τη διαχείριση των οικιακών και οικογενειακών θεμάτων. Η μόνη γυναίκα ευγενής που διαμένει κατά διαστήματα στο χωριό, η καστελλάνα Βεατρίκη του Πλανισσόλ (χήρα του καστελλάνου του χωριού, δηλαδή του στρατιωτικού διοικητή-εκπροσώπου του τοπικού φεουδάρχη) αποδεικνύει ότι η θέση της γυναίκας των ανώτερων τάξεων είναι σαφώς καλύτερη. Η ερωτική ζωή της είναι αρκετά ελεύθερη: οι δύο σημαντικότεροι εραστές της είναι ιερωμένοι! Αν στην περίπτωση του πρώτου, μπορούμε να μιλήσουμε για αποπλάνηση της γυναίκας (ο ιερέας του χωριού Πιερ Κλεργκ είναι κλασσική μορφή Καζανόβα), σ’ αυτή του δεύτερου, ο ρόλος του «κυνηγού» ανήκει σαφώς στη Βεατρίκη (ο Βαρθολομαίος Αμιλιάκ είναι σχεδόν είκοσι χρόνια νεότερός της). Η τολμηρή καστελλάνα κατορθώνει μάλιστα να πείσει τον τελευταίο να μετοικήσουν σε εκκλησιαστική περιφέρεια όπου η συμβίωση ιερωμένου με γυναίκα είναι ανεπίσημα ανεκτή.

δ.   Η γυναίκα και η μεσαιωνική Εκκλησία

Υπάρχουν τα γνωστά μισογυνικά στερεότυπα που παρουσιάζουν τη γυναίκα ως προσωποποίηση της αμαρτίας. Υπάρχουν και τα ιστορικά στοιχεία που παρέχουν μια πολύ πιο ισορροπημένη εικόνα. Η αντιμετώπιση της γυναίκας στο πλαίσιο της χριστιανικής εκκλησίας είναι πολύ καλύτερη και σε αυτό δεν είναι αμέτοχη η λατρεία της Παναγίας και των γυναικών αγίων.
Η μεσαιωνική Εκκλησία δεν διστάζει να αναθέσει σε γυναίκες θέσεις ευθύνης με πολιτική και οικονομική ισχύ. Οι ηγούμενες των μονών ασκούν εξουσία και διαχειρίζονται τεράστιες περιουσίες. Το 1115, ο μοναχός Ροβέρτος του Αρμπρισέλ, μια από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες του δυτικού μοναστικού κινήματος, αποφασίζει να οργανώσει το αββαείο του Φοντεβρώ: ιδρύει δύο κοινόβια (ανδρών και γυναικών) και αναθέτει τη διοίκηση του αββαείου σε μια γυναίκα, την μόλις 22 ετών Πετρονίλλα του Σεμιγέ!

Φοντεβρώ

Φοντεβρώ

– Την εποχή εκείνη Εκκλησία και γράμματα είναι συνήθως αλληλένδετα. Μια από τις πρώτες εγκυκλοπαίδειες της μεσαιωνικής Δύσης συγγράφηκε από γυναίκα: πρόκειται για τον «Hortus deliciarum» της Αλσατής ηγουμένης Ερράδης του Λάντσμπεργκ (12ος αι.). Μερικές φορές, οι πνευματικές και καλλιτεχνικές δραστηριότητες των γυναικών της Εκκλησίας εκπλήσσουν: στο αββαείο του Γκάντερσάιμ στη Σαξονία βρέθηκαν χειρόγραφα του 10ου αιώνα που περιείχαν κωμωδίες σε στίχους με ομοιοκαταληξία, σε μίμηση των κωμωδιών του Τερέντιου!

ε.   Η θέση της γυναίκας σύμφωνα με το δίκαιο της εποχής

Η γυναίκα ως υποκείμενο δικαίου: Τίποτε δεν είναι περισσότερο ενδεικτικό της θέσης της γυναίκας απ’ ό,τι το εκάστοτε ισχύον δίκαιο. Στην Αρχαία Ελλάδα, η γυναίκα ακόμη κι αν έχει κάποια περιουσία δεν έχει ικανότητα προς δικαιοπραξία. Χαρακτηριστικός της θέσης της γυναίκας κατά την Αρχαιότητα είναι ο θεσμός της επίκληρης. Η «επίκληρος» είναι η γυναίκα χωρίς αδελφούς και χωρίς αρσενικά παιδιά που κανονικά θα έπρεπε να κληρονομήσει την οικογενειακή περιουσία: δεν είναι όμως πραγματικά κληρονόμος, καθώς απλώς «μεταφέρει» την περιουσία. Για να μη χαθεί η περιουσία από την ευρύτερη οικογένεια, η επίκληρος είναι υποχρεωμένη να παντρευτεί τον εγγύτερο άρρενα συγγενή της (π.χ. θείο της), τούτο δε ακόμη κι αν είναι παντρεμένη, οπότε υποχρεούται πρώτα να χωρίσει τον ως τότε σύζυγό της. Στη Ρώμη το οικογενειακό δίκαιο επιβάλλει τον νόμο του pater familias, ο οποίος έχει εξουσία ζωής και θανάτου επί της συζύγου και των τέκνων του. Η εξουσία αυτή κατέχεται δια βίου, δεν σταματά λ.χ. με την ενηλικίωση των παιδιών, στοιχείο που είχε προκαλέσει ιδιαίτερα προβλήματα στις περιοχές της αυτοκρατορίας με ελληνικό πληθυσμό: οι Έλληνες που αποκτούσαν την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη ανακάλυπταν και τις παρενέργειες τις εφαρμογής του ρωμαϊκού δικαίου. Η αδυναμία ενηλίκων να διαχειριστούν την περιουσία τους, μια και χρειάζονταν την έγκριση του πατέρα τους, απαίτησε στην πράξη απίστευτα νομικά τεχνάσματα για να ξεπεραστεί!. Στον Μεσαίωνα αντίθετα ο άντρας είναι διαχειριστής και όχι κύριος. Δεν μπορεί λ.χ. να αποκληρώσει τον γιο του. Επίσης, σε περιπτώσεις γάμου χωρίς τέκνα, τα περιουσιακά στοιχεία καθενός από τους συζύγους κληρονομούνται από τις οικογένειές τους αντιστοίχως, σύμφωνα με την αρχή paterna paternis, materna maternis.

Δικαιοπραξίες: Η μελέτη των συμβάσεων και ειδικότερα των συμβολαιογραφικών πράξεων της μεσαιωνικής περιόδου είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτική. Σε αντίθεση με τις προγενέστερες και μεταγενέστερες ιστορικές περιόδους, οι γυναίκες του Μεσαίωνα έχουν πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα και δική τους περιουσία, την οποία διαχειρίζονται μόνες τους. Το ίδιο συμπέρασμα συνάγεται και από τη μελέτη των δωρεών προς τα στρατιωτικά θρησκευτικά τάγματα που έχουν ως σκοπό την υπεράσπιση των Αγίων Τόπων (Ναΐτες και Ιωαννίτες): περίπου το 40 % των δωρεών προέρχεται από γυναίκες. Από τα συμβόλαια αποδεικνύεται επίσης ότι οι γυναίκες του Μεσαίωνα ασκούσαν σχεδόν όλα τα επαγγέλματα: τόσο αυτά που απαιτούν μόρφωση (εκπαιδευτικοί, γιατροί, φαρμακοποιοί, εικονογράφοι βιβλίων) όσο και τα τεχνικά, καθώς και κάθε είδους εμπορική και επιχειρηματική δραστηριότητα.

Ο μύθος του Νόμου των Σάλιων Φράγκων: Όσοι κατηγορούν τον Μεσαίωνα επικαλούνται συνήθως τον λεγόμενο Νόμο των Σάλιων Φράγκων, σύμφωνα με τον οποίο υποτίθεται ότι οι γυναίκες αποκλείονταν από την κληρονομική διαδοχή. Ο Σαλικός Νόμος με αυτή την μορφή δεν είναι παρά ένας ακόμη μύθος, ένα ερμηνευτικό κατασκεύασμα των Γάλλων νομικών των αρχών του 14ου αιώνα, στην προσπάθεια να αποκλειστούν από τον γαλλικό θρόνο κάποια ανεπιθύμητα γυναικεία μέλη της βασιλικής οικογένειας (ή μάλλον οι ανεπιθύμητοι σύζυγοί τους). Στην πραγματικότητα ο Νόμος των Σάλιων Φράγκων απέκλειε τις γυναίκες από την κληρονομική διαδοχή ορισμένων εδαφών, των οποίων η κυριότητα συνδεόταν με κάποιας μορφής υποχρέωση στρατιωτικής υπηρεσίας – εξ ου και η λογική του αποκλεισμού. Το γεγονός ότι αυτή η επινόηση εφαρμόστηκε πλειστάκις κατά τους Νεότερους Χρόνους για να ρυθμίσει τη δυναστική διαδοχή λησμονείται συστηματικά από τους εχθρούς του Μεσαίωνα (εδώ στο Λουξεμβούργο, ο βασιλεύων οίκος θα απαγκιστρωθεί από τον περιορισμό του σαλικού νόμου μόλις το 1890).

Η επιδείνωση της θέσης της γυναίκας συμπίπτει με την εκ νέου «ανακάλυψη» του ρωμαϊκού δικαίου από τον δυτικό κόσμο. Το ρωμαϊκό δίκαιο παρουσιάζει δύο πλεονεκτήματα: είναι σαφώς καταλληλότερο από τα μεσαιωνικά έθιμα για τη ρύθμιση των εμπορικών και επιχειρηματικών εν γένει συναλλαγών, αφενός, και ευνοεί τη συγκέντρωση της εξουσίας και δη της κρατικής, αφετέρου. Ταυτόχρονα, όμως, είναι εξαιρετικά δυσμενές για τη γυναίκα, που σταδιακά θα βρεθεί σε θέση παρία. Το 1593, εν μέσω της Αναγέννησης, οι γυναίκες θα αποκλειστούν στη Γαλλία από κάθε δημόσιο αξίωμα. Τον 18ο αιώνα θα υποχρεωθούν να παίρνουν το επώνυμο του συζύγου. Το 1804, ο Ναπολεόντειος αστικός κώδικας (άρθρο 1224) καθιστά τις γυναίκες άτομα περιορισμένης (ή μάλλον ανύπαρκτης) δικαιοπρακτικής ικανότητας: «Les personnes privées de droits juridiques sont les mineurs, les femmes mariées, les criminels et les débiles mentaux». Για οποιαδήποτε συναλλαγή με αντικείμενο αξίας μεγαλύτερης από αυτό που έχουν… τα ψώνια της λαϊκής, η γυναίκα χρειάζεται πλέον την έγκριση του συζύγου (αφέντη) της. Διαφωτισμός και Γαλλική Επανάσταση προσέφεραν σπουδαίες υπηρεσίες στη γυναίκα!

ΜΕΡΟΣ IV
ΣΚΟΤΑΔΙΣΜΟΣ;

Α.   ΘΕΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΣ ΣΚΟΤΑΔΙΣΜΟΣ

Αναμφίβολα, η θρησκεία και η Εκκλησία αποτελούν τους κύριους πυλώνες της μεσαιωνικής κοινωνίας. Καθορίζουν νοοτροπίες και συμπεριφορές, τον ίδιο τον τρόπο ζωής και σκέψης τόσο των ισχυρών όσο και των απλών ανθρώπων. Αρκεί αυτό για να χαρακτηρίσουμε τον Μεσαίωνα ως θεοκρατία; Για να πιστέψουμε ότι δεν υπάρχει η παραμικρή ελευθερία σκέψης;

Ίσως κάποιοι πιστεύουν ότι ο κυρίαρχος ρόλος της μεσαιωνικής Εκκλησίας σημαίνει ότι η ζωή του ανθρώπου ρυθμιζόταν ανελαστικά από ανθρώπους με τρόπο σκέψης αντίστοιχο κάποιων υπερσυντηρητικών Ελλήνων ιεραρχών της εποχής μας. Η αντίληψη αυτή παραβλέπει ένα γεγονός: όταν μια θρησκευτική οργάνωση καθίσταται φορέας εξουσίας και μάλιστα με ευρύ φάσμα αρμοδιοτήτων προσαρμόζεται στη νέα αποστολή της και υιοθετεί προσεγγίσεις πολύ πιο ρεαλιστικές. Εάν η Εκκλησία της εποχής εκείνης ήταν απλώς φορέας οπισθοδρομικών αντιλήψεων δεν θα αποτελούσε μοχλό ανάπτυξης της τέχνης ούτε θα αναδεικνύονταν μέσα από τις τάξεις της οι μεγαλύτερες μορφές της μεσαιωνικής φιλοσοφίας.

– Ο ορθολογισμός της μεσαιωνικής Εκκλησίας – το παράδειγμα της Σινδόνης του Τορίνου.

Σινδόνη του Τορίνου

Σινδόνη του Τορίνου

Ιερό κειμήλιο και αχειροποίητος εικόνα, η Σινδόνη του Τορίνου, πάνω στην οποία φέρεται να αποτυπώθηκε το πρόσωπο και το σώμα του Κυρίου Ημών, εμφανίζεται για πρώτη φορά στα μέσα του 14ου αιώνα στο Λιρέ της γαλλικής Καμπανίας, λίγο έξω από την Τρουά. Είναι γνωστό ότι πολλοί ιππότες από την Καμπανία είχαν συμμετάσχει στη Δ΄ Σταυροφορία κι είχαν εγακτασταθεί σε εδάφη που ανήκαν στο Βυζάντιο. Ίσως η Σινδόνη να ήρθε από εκεί, στην Ανατολή άλλωστε λεγόταν πως υπήρχαν κι άλλα παρεμφερή κειμήλια, όπως το Μανδήλιον της Εδέσσης. Ίσως πάλι αυτές ακριβώς οι ιστορίες να οδηγήσαν κάποιους στην κατασκευή ενός ψεύτικου κειμηλίου.

Οι εφημέριοι του ναού του Λιρέ αρχίζουν να περιφέρουν με επισημότητα τη Σινδόνη, εμφανίζοντάς την βεβαίως ως αυθεντική. Ο επίσκοπος της Τρουά, ο Ερρίκος του Πουατιέ έχει αντίθετη άποψη, θεωρώντας την πλαστή. Ο διάδοχός του στον επισκοπικό θρόνο, ο Πέτρος του Αρσί, θα προσπαθήσει να απαγορέψει την περιφορά της ως ιερού κειμηλίου: «Οι ιερείς του Λιρέ φλέγονται από το πάθος της φιλοχρηματίας και της φιλαργυρίας… δεν περιφέρουν την εικόνα από ευσέβεια, αλλά για λόγους οικονομικού συμφέροντος… Πρόκειται για πλαστό αντικείμενο, μολονότι διατείνονται ότι πρόκειται για την Ιερά Σινδόνη στην οποία τυλίχθηκε το σώμα του Κυρίου Ημών… κατά τη διάρκεια των περιφορών ορισμένα άτομα προσποιούνται έναντι αμοιβής ότι δήθεν θεραπεύτηκαν χάρη στο υποτιθέμενο ιερό κειμήλιο, για να ξεγελάσουν τους πιστούς και να τους παρακινήσουν να προβούν σε δωρεές… Ο προκάτοχός μου είχε διενεργήσει έρευνα και είχε ανακαλύψει την απάτη, πως φτιάχτηκε το ύφασμα αυτό και πώς χρωματίστηκε με επιδεξιότητα, γεγονότα που αναγνώρισε κι ο ίδιος ο τεχνίτης που είχε αναλάβει την εργασία».

Ο Πέτρος του Αρσί προσέφυγε στον πάπα για να δικαιωθεί. Η εκδίκαση της υπόθεσης καθυστέρησε πολύ. Τελικά, ο πάπας Κλήμης Ζ΄ προτίμησε να δώσει συμβιβαστική λύση. Επέτρεψε τις περιφορές της Σινδόνης υπό τον όρο ότι κάποιος κήρυκας θα προειδοποιούσε τους πιστούς, «με δυνατή και καθαρή φωνή», διευκρινίζοντας ότι «η μορφή ή η απεικόνιση αυτή δεν επιδεικνύεται ως η γνήσια σινδόνη του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού, αλλά ως μορφή ή απεικόνιση που λέγεται ότι είναι εκείνη του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού».

Η Σινδόνη συνέχισε την πορεία της, χωρίς η φήμη της να ξεπεράσει τα όρια του Λιρέ και της Τρουά. Το 1453 πωλήθηκε στον Λουδοβίκο Α΄ της Σαβοΐας. Το 1578 μεταφέρθηκε στο Τορίνο που είχε γίνει πρωτεύουσα του Δουκάτου. Η επίδειξη της Σινδόνης σε όλες τις σημαντικές για τη δυναστεία περιστάσεις, την καθιστά ολοένα και πιο γνωστή, ιδίως από τα μέσα του 19ου αιώνα και μετά. Η παγκόσμια φήμη της οφείλεται στους Νεότερους Χρόνους και δεν είναι βέβαια προϊόν κάποιας μεσαιωνικής θρησκοληψίας. Αντιθέτως, η μεσαιωνική Εκκλησία ήταν εκείνη που υιοθέτησε την πιο ορθολογική στάση στο ζήτημα.

Β.   ΕΝΑΣ ΔΙΑΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟΣ ΜΕΣΑΙΩΝΑΣ

α.   Ιδεολογικός και πολιτισμικός απομονωτισμός, έλλειψη ανοχής για όποια αντίληψη αποκλίνει έστω και κατ’ ελάχιστον από τις παραδεκτές, αλλά και για κάθε διαφορετική κουλτούρα, δόγμα ή θρησκεία, ούτε ίχνος συγκρητισμού και πολιτιστικής διάδρασης. Αυτές είναι περίπου οι κατηγορίες. Και είναι πάλι ψευδείς!

Υπάρχουν περιοχές επαφής κι επομένως έντονης διάδρασης μεταξύ χριστιανικής Δύσης, Βυζαντίου και ισλάμ: Ισπανία, Σικελία και Κάτω Ιταλία, Ελλάδα, Μέση Ανατολή.

– Είναι αφελές να πιστεύουμε ότι η σχέση του Βυζαντίου με τη χριστιανική Δύση συνοψίζεται στην αντιπαλότητα που μαρτυρούν τα χολερικά σχόλια της «De Legatione Constantinopolitana» (968) του (όχι εντελώς αδίκως) εξοργισμένου Λιουτπράνδου της Κρεμόνας (πρεσβευτή του Γερμανού αυτοκράτορα Όθωνα Β΄ στην αυλή της Βασιλεύουσας), το άκυρο ψευδοσχίσμα του 1054 (το ανάθεμα κατά του πατριάρχη Μιχαήλ Κηρουλάριου που αποθέτει στην Αγία Σοφία ο λεγάτος Ουμβέρτος του Μουαγιανμουτιέ φέρει το όνομα του πάπα Λέοντος Θ΄, ο οποίος είχε πεθάνει τρεις μήνες νωρίτερα, αιχμάλωτος του Ροβέρτου Γισκάρδου) και, κυρίως, η τραυματική εμπειρία της Δ΄ Σταυροφορίας. Βυζάντιο και Δύση έχουν διαρκείς σχέσεις σε πολιτικό, οικονομικό και πολιτιστικό επίπεδο. Υπάρχει αμοιβαία γνώση νοοτροπιών. Στην αυλή των Κομνηνών υπάρχουν Ιταλοί και Φράγκοι σύμβουλοι για εμπορικά και πολιτικά θέματα. Κι όταν ο Ιωάννης Κομνηνός επιχειρεί να ανακτήσει τη φραγκική πλέον ηγεμονία της Αντιόχειας, επικαλείται τον όρκο υποτέλειας που είχε δώσει στον πατέρα του Αλέξιο ο ιδρυτής του προγκιπάτου Βοημούνδος. Κίνηση που δείχνει ότι ο βυζαντινός μονάρχης είχε πολύ καλή γνώση των θεσμών του δικαίου της Δύσης και κατανοούσε τη σημασία της σχέσης επικυριάρχου και βασσάλου.

– Στη Μέση Ανατολή, φραγκικά κράτη και μουσουλμανικά εμιράτα δεν έχουν διαρκώς εμπόλεμες σχέσεις. Με τον καιρό αναπτύσσεται μεταξύ τους ένα modus vivendi, που εκδηλώνεται μέσα από εμπορικές συναλλαγές, περιστασιακές συμμαχίες και πολιτισμικές ανταλλαγές.

Ας δούμε πώς περιγράφει τη σχέση αυτή ο Ουσάμα ιμπν Μουνκίντ (1095-1188), μουσουλμάνος ευγενής από το Σαϋζάρ της βόρειας Συρίας, στο σύγγραμμά του «Κιτάμπ αλ Ίτιμπάρ».
«Αναγνωρίζω πρόθυμα στους Φράγκους δύο αρετές: το θάρρος τους και την εκτίμηση την οποία τρέφουν για τους ιππότες τους. Είχα κάποτε μια διαφορά με τον Ρενιέ, άρχοντα της Πανειάδας, μια και μας είχε κλέψει αιγοπρόβατα σε καιρό ειρήνης. “Ορίστε κάποιος που μας έχει προξενήσει σημαντική ζημιά – είπα στον βασιλιά Φουλκ -, μας έκλεψε ζώα ενώ οι κατσίκες επρόκειτο να γεννήσουν. Μας τις επέστρεψε, όχι όμως και τα μικρά, οπότε εξακολουθούμε να υφιστάμεθα ζημία”. Ο βασιλιάς έκανε νεύμα σε πέντε-έξι ιππότες: “Εμπρός! Αποδώστε δικαιοσύνη”. Βγήκαν από την αίθουσα ακροάσεων για να διασκεφθούν κι επέστρεψαν για να ανακοινώσουν ότι ομόφωνα αποφάσισαν πως ο άρχοντας έπρεπε να μου καταβάλει χρηματικό πρόστιμο Το παράδειγμα καταδεικνύει το πώς αντιμετωπιζόταν μια δικαστική απόφαση που είχαν εκδώσει οι ιππότες. Κανείς, ούτε καν ο ίδιος ο βασιλιάς δεν μπορεί να την αμφισβητήσει…

Θα παραθέσω ως αξιοσημείωτο παράδειγμα την περίπτωση ενός Φράγκου από την Αντιόχεια. Είχα στείλει στην πόλη αυτή έναν από τους συνεργάτες μου ο οποίος, κατόπιν συμβουλής μου, είχε φιλοξενηθεί από τον Θεόδωρο Σοφιανό, ο οποίος έχαιρε μεγάλου κύρους στην πόλη και ήταν αληθινός μου φίλος. Ο Σοφιανός παρακάλεσε τον συνεργάτη μου να τον συνοδέψει σε έναν γνωστό του ο οποίος τον είχε προσκαλέσει. Επρόκειτο για ένα Φράγκο ιππότη της παλιάς γενιάς από αυτούς που είχαν συμμετάσχει στις πρώτες μάχες. Είχε πια εγκαταλείψει την ενεργό δράση κι είχε αποσυρθεί στην Αντιόχεια, σ’ ένα κτήμα από το οποίο ζούσε. Όπως μου είπε ο συνεργάτης μου, τους παρουσίασε ένα τραπέζι με τα πιο εκλεκτά και καθαρά εδέσματα που θα μπορούσε κάποιος να ονειρευτεί: “Δίσταζα παρόλα αυτά, οπότε ο οικοδεσπότης μας με καθησύχασε. Εδώ και χρόνια δεν έτρωγε πια καθόλου φράγκικα φαγητά. Είχε Αιγύπτιες μαγείρισσες στις οποίες είχε απόλυτη εμπιστοσύνη: το χοιρινό κρέας δεν έμπαινε ποτέ στο σπίτι του”.

Αυτούς τους Φράγκους που με συνόδεψαν… σ’ όλη τη διάρκεια της μακράς ζωής μου πώς πρέπει να τους κρίνω τώρα που πλησιάζει ο θάνατος; Ο Θεός μας τους έστειλε, αυτό είναι βέβαιο, για να μας δοκιμάσει, για να μας υπενθυμίσει τις αμαρτίες μας και πάνω απ’ όλα τη μεγαλύτερη απ’ αυτές: τις έριδές μας. Εκμεταλλευόμενές τες, οι Φράγκοι κατόρθωσαν να έρθουν στα μέρη μας και να εγκατασταθούν σ’ αυτά. Συχνά αναρωτιόμουν, τα πρώτα χρόνια, αν με τον καιρό θα μας έμοιαζαν. Χάρη σε μερικούς από αυτούς πίστεψα στο θαύμα: αν όχι να ασπασθούν την πίστη μας, τουλάχιστον θα μπορούσαν, παραμένοντας χριστιανοί, να μάθουν μαζικά τη γλώσσα μας και να μοιραστούν με τους μουσουλμάνους αδελφούς τους τον ίδιο τρόπο ζωής, όπως κι οι ντόπιοι χριστιανοί. Γενικά, όμως, οι Φράγκοι δεν θέλησαν ούτε το ένα ούτε το άλλο».

Στη Συρία και την Παλαιστίνη η προσπάθεια πολιτισμικής προσέγγισης έμεινε ανολοκλήρωτη. Αλλού προχώρησε πολύ περισσότερο.

β.   Το ιδεώδες διαπολιτισμικό πρότυπο της νορμανδικής Σικελίας και Κάτω Ιταλίας

Ο Χριστός στέφει τον Ρογήρο Β΄, Μαρτοράνα, Παλέρμο (μέσα 12ου αι.)

Ο Χριστός στέφει τον Ρογήρο Β΄, Μαρτοράνα, Παλέρμο (μέσα 12ου αι.)

Στα τέλη περίπου του 11ου αιώνα, οι Νορμανδοί, με επικεφαλής δύο αδέλφια από το άσημο φέουδο της Ωτβίλλ, τον Ροβέρτο Γισκάρδο και τον Ρογήρο, κατορθώνουν να επιβληθούν στις διάφορες αντίρροπες δυνάμεις που προσπαθούσαν να ελέγξουν τον ιταλικό Νότο: λομβαρδικές ηγεμονίες της Καπύης, του Σαλέρνο και της Νάπολης, βυζαντινό εξαρχάτο με πρωτεύουσα το Μπάρι, μουσουλμανικά εμιράτα της Σικελίας. Στις αρχές του 12ου αιώνα, ο Ρογήρος Β΄ (1095-1154) θα ενώσει όλα τα εδάφη της Σικελίας και της Κάτω Ιταλίας συγκροτώντας το ισχυρότερο κράτος της εποχής του.

Οι υπήκοοι του Ρογήρου είναι αραβόφωνοι μουσουλμάνοι, ελληνόφωνοι ορθόδοξοι, Ιταλοί και Νορμανδοί καθολικοί και Εβραίοι. Μια τέτοια σύνθεση επιβάλλει ευέλικτες λύσεις. Το εξαιρετικά ανεπτυγμένο αίσθημα πολιτικού ρεαλισμού του Ρογήρου θα οδηγήσει σε ένα υποδειγματικό πρότυπο συγκρητισμού και διαπολιτισμικότητας. Μεγαλωμένος στην ελληνόφωνη Καλαβρία με δάσκαλο τον Χριστόδουλο του Ροσσάνο, που οι αραβόφωνες πηγές της εποχής αποδίδουν ως Αμπν Αρ Ραχμάν αν Νασρανί, ο Ρογήρος εμφανίζεται στα ψηφιδωτά με βυζαντινή μεγαλοπρέπεια, οικειοποιούμενος τα σύμβολα των αυτοκρατόρων της Κωνσταντινούπολης κι εμφανιζόμενος ως δυνητικός διάδοχός τους. Ο κύριος σύμβουλός του είναι ο Γεώργιος ο Αντιοχεύς, Μελκίτης ελληνόφωνος της Συρίας που υπηρέτησε τους Ζιρίδες εμίρηδες της Τύνιδας, μέχρι να τον ανακαλύψει ο Ρογήρος και να του αναθέσει το ύπατο αξίωμα του εμίρη του εμίρηδων. Στα ανώτατα κλιμάκια της διοίκησης συναντούμε Έλληνες, Άραβες και Νορμανδούς. Η συνεργασία τους οδηγεί στη δημιουργία της πιο εξελιγμένης κι αποδοτικής γραφειοκρατίας της εποχής (κτηματολόγιο, φορολόγηση και λοιπά δημοσιονομικά).

Στον Ρογήρο χρωστάμε τις «Ασσίζες του Αριάνο» την πληρέστερη κωδικοποίηση νομικών διατάξεων του Μεσαίωνα. Στο προοίμιο τους διαβάζουμε ότι:
«οι νόμοι και οι αποφάσεις του βασιλέως ισχύουν για όλους τους υπηκόους, Λατίνους, Έλληνες, Ιουδαίους και Σαρακηνούς. Ουδόλως θίγονται, όμως, τα υφιστάμενα ήθη κι έθιμα και οι νόμοι των λαών αυτών, εκτός κι αν αντιβαίνουν προδήλως στους νόμους και τις αποφάσεις του βασιλέως».

Άτλας του Αλ Ιντρισί

Άτλας του Αλ Ιντρισί

Η ανακτορική γραμματεία εκδίδει έγγραφα σε 5 τουλάχιστον γλώσσες, λατινικά, ελληνικά, γαλλικά, αραβικά κι εβραϊκά. Οι κοινότητες συμβιώνουν αρμονικά. Κι ο Ρογήρος Β΄ συνδέει τη βασιλεία του με μια άνευ προηγουμένου πολιτιστική άνθιση, την οποία μαρτυρούν τα Ανάκτορα των Νορμανδών με το υπέροχο παρεκκλήσιο κι η Μαρτοράνα (Santa Maria dell’Ammiraglio, έργο του Γεωργίου του Αντιοχέα) στο Παλέρμο ή ο καθεδρικός ναός της Τσεφαλού (Κεφαλοίδιον). Στην αυλή του Ρογήρου συχνάζουν Έλληνες κι Άραβες σοφοί: ο θεολόγος Θεοφάνης Κεραμεύς και ο Νείλος Δοξαπατρής, μοναχός από την Καλαβρία, ο οποίος συνέγραψε μια Ιστορία των πέντε Πατριαρχείων, οι ποιητές Ιμπν Ομάρ από τη Μπούτερα και Αμπντ-αρ-ραχμάν από το Τράπανι. Προστατευόμενός του υπήρξε κι ο σπουδαίος Ανδαλουσιανός γεωγράφος Αλ Ιντρισί, ο οποίος ολοκληρώνει το 1154 το περίφημο «Kitâb Nuzhat al-muchtâq fî ikhtirâq al-âfâq», γνωστότερο ως «al-kitâb al-Rudjari», δηλ. το βιβλίο του Ρογήρου, μεγαλειώδες για τα δεδομένα της εποχής γεωγραφικό πόνημα. Στηριζόμενος στις γνώσεις του και στις πληροφορίες που συνέλεξε επί σειρά ετών (όλοι οι ναυτικοί των οποίων τα πλοία αγκυροβολούσαν σε λιμάνια του βασιλείου καλούνταν να συμπληρώσουν τα ερωτηματολόγια του Άραβα γεωγράφου), ο Αλ Ιντρισί ετοίμασε έναν άτλαντα που συνοδευόταν από επτά χάρτες και ένα επιπεδοσφαίριο.

Είναι αλήθεια πως το νορμανδικό πρότυπο αποτελεί εξαίρεση, όπως και ότι δεν άντεξε για περισσότερο από έναν αιώνα. Αν κάποια άλλη εποχή, όμως, έχει να επιδείξει αντίστοιχο παράδειγμα μεγαλύτερης χρονικής διάρκειας, καλό θα ήταν να το μάθουμε.

Γ.   Ο ΜΕΣΑΙΩΝΑΣ ΕΠΟΧΗ ΑΝΘΙΣΗΣ ΤΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΤΕΧΝΩΝ

α.   Σε μια εγκυκλοπαίδεια του 19ου αιώνα διαβάζουμε στο λήμμα «Αναγέννηση» τα εξής: «Οι Τέχνες και τα Γράμματα που φάνηκε ότι είχαν χαθεί στο ίδιο ναυάγιο με τη ρωμαϊκή κοινωνία ανθίζουν και λάμπουν εκ νέου, έπειτα από δέκα αιώνες σκότους»! Κάποια θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε ότι επί μία ολόκληρη χιλιετία η ανθρωπότητα δεν παρήγαγε τίποτε το ωραίο και υψηλό…

Σαρτρ, ο γοτθικός καθεδρικός

Σαρτρ, ο γοτθικός καθεδρικός

Και, όμως, ο Μεσαίωνας είναι η εποχή:

Άνθισης μιας τέχνης που επιζητεί την πρωτοτυπία, σε αντίθεση προς εκείνην της Αναγέννησης, η οποία θέτει ως πρότυπο προς μίμηση την κλασσική Αρχαιότητα, και τη λειτουργικότητα: λ.χ. τα ανάγλυφα των ναών έχουν διδακτική ασποστολή. Τέχνης που ακόμη και σήμερα μας εκπλήσσει, με τη γήινη απλότητα του ρωμανικού ρυθμού, και την αρτιότητα του γοτθικού. Ο Μεσαίωνας είναι η εποχή των γοτθικών καθεδρικών που φτάνουν τον ουρανό: ενός θαύματος της αρχιτεκτονικής, της μηχανικής και της τεχνικής. Της ανθρώπινης δημιουργικότητας, θέλησης κι επιμονής, μια και σπάνια η ομάδα αρχιτέκτονα και τεχνιτών που άρχιζε την ανοικοδόμηση ενός καθεδρικού είχε και την τύχη να δει την ολοκλήρωσή του. Περίτεχνων βιτρώ που σήμερα είναι αδύνατο να φιλοτεχνηθούν. Ανάγλυφων και γλυπτών που εντυπωσιάζουν με την καλλιτεχνική αρτιότητα και, συχνά, με τον ρεαλισμό τους.

 Στρασβούργο, καθεδρικός, αλληγορικό άγαλμα της "Συναγωγής"

Στρασβούργο, καθεδρικός, αλληγορικό άγαλμα της «Συναγωγής»

Της ποίησης των τρουβαδούρων της Οξιτανίας, του Βερνάρδου της Βενταντούρ, του Πέτρου Βιντάλ, του Γουλιέλμου της Ακυιτανίας και του Μαρκαμπρύ, που υμνούν τον αγνό έρωτα. Μια Αμερικανίδα ιστορικός (Μέριλυν Γιάλομ) επιχείρησε μάλιστα πρόσφατα να αποδείξει ότι από μόνη της η ποίηση των τρουβαδούρων οδήγησε σε αναβάθμιση της κοινωνικής θέσης της γυναίκας.
– Του Δάντη, του Πετράρχη, του Βοκάκιου και του Τσώσερ, συγγραφέων των οποίων τα έργα αποτελούν σταθμούς στην Ιστορία της Ευρωπαϊκής λογοτεχνίας.
Φιλοσόφων όπως ο Πέτρος Αβελάρδος, ο Θωμάς ο Ακινάτης, ο Ρογήρος Βάκων και ο Γουλιέλμος του Όκκαμ, που θέτουν τις βάσεις της δυτικής σκέψης για τους επόμενους αιώνες.

β.   Πανεπιστήμια: ένα δημιούργημα του Μεσαίωνα. Ο Μεσαίωνας είναι επίσης η εποχή κατά την οποία γεννιούνται τα πανεπιστήμια όπως τα γνωρίζουμε σήμερα. Όπως μαρτυρεί κι ο λατινικός όρος universitas πρόκειται για κοινότητες διδασκόντων και φοιτητών οι οποίες αποκτούν θεσμική και υλική υπόσταση και στη συνέχει αναγνωρίζονται από την κοσμική και την εκκλησιαστική εξουσία. Το πρώτο πανεπιστήμιο ιδρύεται στη Μπολόνια στα μέσα του 12ου αιώνα κι αναγνωρίζεται από τον αυτοκράτορα Φρειδερίκο Α΄ των Χοχενστάουφεν. Ακολουθούν το Παρίσι, η Οξφόρδη, η Νάπολη, το Μονπελλιέ και πολλά ακόμη. Το 1231, παραδόξως την ίδια χρονιά που δίνει θεσμική υπόσταση στην Ιερά Εξέταση, ο πάπας Γρηγόριος Θ΄ αναγνωρίζει επίσημα τα προνόμια των πανεπιστημίων με τη βούλλα Parens Scientiarum Universitas. Και ναι, πανεπιστημιακό άσυλο υφίσταται στον Μεσαίωνα και κανείς δεν διανοείται να το αμφισβητήσει.

Οι φοιτητές ξεκινούν σπουδάζοντας τις λεγόμενες ελευθέριες τέχνες, που περιλαμβάνουν τους κύκλους σπουδών του trivium (γραμματική, ρητορική και λογική) και του quadrivium (αριθμητική, γεωμετρία, αστρονομία και μουσική), για να προχωρήσουν εν συνεχεία στις θεωρούμενες ανώτερες σπουδές του δεύτερου κύκλου: ιατρική, αστικό κι εκκλησιαστικό δίκαιο, θεολογία και φιλοσοφία.

Μια λαμπρή εποχή που δεν υστερεί σε τίποτε από τις υπόλοιπες. Πώς κατέληξε να θεωρείται συνώνυμη του σκοταδισμού και όλων των δεινών;

ΕΠΙΛΟΓΟΣ: ΓΙΑΤΙ Ο ΜΕΣΑΙΩΝΑΣ;

Ο υποτιμητικός όρος «Μεσαίωνας» (Media Tempestas, Medium Aevum) εμφανίζεται για πρώτη φορά στα χρόνια της Αναγέννησης και πιο συγκεκριμένα το 1469 σε ένα σύγγραμμα του Ιταλού λόγιου Τζοβάννι Αντρέα ντέι Μπούσσι. Οι άνθρωποι της εποχής εκείνης έχουν συναίσθηση της αλλαγής ιστορικής εποχής: για την ακρίβεια θέλουν οι ίδιοι να σηματοδοτήσουν μία ρήξη με το πρόσφατο παρελθόν. Η επιθυμία μπορεί να εξηγηθεί μάλλον εύκολα. Οι λόγοι είναι ψυχολογικοί: η εποχή που μόλις προγήθηκε ήταν για την Ευρώπη μια από τις δυσκολότερες της Ιστορίας.

Ο 14ος αιώνας αρχίζει με μία παρατεταμένη οικονομική κρίση που εξαπλώνεται αργά αλλά σταθερά σε ολόκληρη την ήπειρο. Κορεσμός των εμπορικών διαδρομών και δυσλειτουργία των αγορών, επανειλημμένες κακές σοδειές όσον αφορά τα αγροτικά προϊόντα, εξαιτίας της ραγδαίας επιδείνωσης των κλιματικών συνθηκών. Οι επιστήμονες μιλούν για μια σύντομη περίοδο παγετώνων που θα πλήξει την Ευρώπη για πέντε περίπου αιώνες. Στα δεινά αυτά προστίθεται κι ο Εκατονταετής Πόλεμος με όλες τις καταστροφές και τις απώλειες σε ανθρώπινες ζωές που συνεπάγεται. Αποκορύφωμα της κακοδαιμονίας και των συμφορών, η τρομακτική επιδημία βουβωνικής πανώλης που εκδηλώνεται το 1348, εξολοθρεύει τουλάχιστον το ένα τρίτο του ευρωπαϊκού πληθυσμού κι εγκαθίσταται στην Ευρώπη επανεμφανιζόμενη περιοδικά κατά τους επόμενους αιώνες.

"Ο γιατρός της πανώλης", χαρακτικό του Π. Φυρστ, 1656

«Ο γιατρός της πανώλης», χαρακτικό του Π. Φυρστ, 1656

[παρεμπιπτόντως, αρκετοί επιδημιολόγοι και ιστορικοί διατηρούν επιφυλάξεις για το αν εκείνη η ασθένεια ήταν πράγματι η βουβωνική πανώλη. Αφενός, τα συμπτώματα που περιγράφονται στις πηγές της εποχής (λ.χ. στο Δεκαήμερο του Βοκάκιου) δεν είναι αυτά που γνωρίζει η σύγχρονη ιατρική επιστήμη. Αφετέρου, έχει αποδειχθεί ότι ο βάκιλος της βουβωνικής πανώλης δεν επιζεί σε θερμοκρασίες χαμηλότερες των 10 βαθμών Κελσίου. Η μεσαιωνική επιδημία, όμως, διαδόθηκε στη Βόρεια Ευρώπη κατά τη διάρκεια του χειμώνα! Ενδέχεται, επομένως, να επρόκειτο για κάποιο βακτήριο ή βάκιλο που προσβάλλει το αναπνευστικό σύστημα ή… για κάποιον ιό τύπου Έμπολα!]

Ωστόσο, η ρήξη αυτή φαίνεται να είναι κυρίως ιδεολογική: σε επίπεδο πολιτικής και οικονομίας οι τάσεις που χαρακτηρίζουν την Αναγέννηση αποτελούν συνέχεια των μεσαιωνικών. Η πραγματική μεταστροφή ανάγεται στον 17ο αιώνα, όταν ολοκληρώνεται στην Ευρώπη η διαδικασία συγκρότησης ισχυρών κρατών. Το μεσαιωνικό σχήμα, με την προσωπική σχέση εξουσιαστή και εξουσιαζόμενου και τον αυξημένο ρόλο της θρησκείας και της Εκκλησίας, αρχίζει να κλονίζεται στην πράξη ίσως από τον 15ο αι. για να καταρρεύσει μεταξύ 17ου και 18ου και να αντικατασταθεί από μια νέα διπολική λογική, αυτήν της κεντρικής κρατικής εξουσίας και της οικονομίας της αγοράς. Πρόκειται για τη «διπλή ρήξη», όπως την ονομάζει ο Γάλλος ιστορικός Αλαίν Γκερρώ. Η κρίσιμη καμπή ανάγεται π.χ. για τη Γαλλία στα χρόνια του Λουδοβίκου ΙΔ΄. Δεν είναι το 1789, όπως θέλει η σύγχρονη αφήγηση.

Για να πετύχει τον σκοπό της, μια «επίσημη» αφήγηση πρέπει να είναι απλή, εύληπτη και πειστική. Ο υποβιβασμός του Μεσαίωνα σε εποχή σκοταδισμού εξυπηρετεί τον ιδρυτικό μύθο της σύγχρονης Δύσης. Προωθεί την ιδέα της γραμμικής προόδου της ανθρωπότητας, ακόμη και σε επίπεδο πολιτικών θεσμών, δικαιωμάτων κι ελευθεριών. Αποσιωπά τις ένοχες στιγμές των Νεότερων Χρόνων. Το γεγονός ότι ήδη πριν από τη Γαλλική Επανάσταση, δικαιώματα που ονομάζονταν «φεουδαλικά» ανήκαν σε αστούς. Σε αστούς που προσπαθούσαν να επωφεληθούν από κάθε εξουσία η οποία στηριζόταν σε θεσμούς του παρελθόντος, χωρίς να υπέχουν τις υποχρεώσεις που βάρυναν τους φεουδάρχες του Μεσαίωνα. Στη Γαλλία του 18ου αιώνα υπήρχαν ελεύθεροι επαγγελματίες, οι οποίοι είχαν ως αντικείμενο τη μελέτη μεσαιωνικών εγγράφων με σκοπό την ανεύρεση δικαιωμάτων και προνομίων που κάποτε, υπό εντελώς διαφορετικές συνθήκες, συνεπάγονταν τα εμπράγματα αποκτήματα των πλούσιων αστών.

56. Γκ. Ντορέ, Βιομηχανική πόλη

Γκ. Ντορέ, Βιομηχανική πόλη

Αποσιωπάται επίσης η ενοχλητική «λεπτομέρεια» της καταπάτησης των εργασιακών δικαιωμάτων από την ίδια τη Γαλλική Επανάσταση. Στα χρόνια του Μεσαίωνα τα δικαιώματα των εργαζομένων προστατεύονται μέσω των συντεχνιών. Η προστασία αυτή εξαφανίζεται με τη… Γαλλική Επανάσταση, μολονότι αυτή ήταν παιδί του Διαφωτισμού και διαπρύσιος κήρυκας των ατομικών δικαιωμάτων κι ελευθεριών. Το θεωρητικό πρότυπό της, όμως, είναι αυτό της σύμβασης που συνάπτεται μεταξύ ισότιμων μερών, αντίληψη παρωχημένη ήδη από τον εποχή που πρωτοδιατυπώθηκε. Με τις κοινωνικές μεταλλάξεις που επρόκειτο να φέρει η Βιομηχανική Επανάσταση, όμως, αποδείχθηκε γρήγορα κι εξαιρετικά επιζήμια κι επικίνδυνη. Τον Μάρτιο του 1791, με το αποκαλούμενο «διάταγμα ντε Αλλάρντ» καταργούνται, ως «μεσαιωνικό κατάλοιπο», οι συντεχνίες, στο όνομα της ελευθερίας του εμπορίου και της απελευθέρωσης των επαγγελμάτων. Στις 14 Ιουνίου του ιδίου έτους τίθεται σε ισχύ ο νόμος Λε Σαπλιέ με τον οποίο απαγορεύεται κάθε μορφή συλλογικής οργάνωσης και διαμαρτυρίας των εργαζομένων κι απαγορεύεται παντελώς η απεργία! Στην αιτιολογική έκθεση του νόμου παρατίθενται αυτούσια αποσπάσματα από το «Κοινωνικό Συμβόλαιο» του Ρουσσώ! Κάπως έτσι (και πάντα στο όνομα της ελευθερίας) οι εργαζόμενοι θα μείνουν εντελώς απροστάτευτοι για δεκαετίες. Μόνο μετά από πολλούς αγώνες θα νομιμοποιηθεί (σταδιακά) η απεργία στη Γαλλία, μόλις το 1864.

Στην πραγματικότητα, το να παρομοιάζουμε τα σύγχρονα δεινά με τον Μεσαίωνα είναι πολλαπλά βολικό. Είναι καταρχάς καθησυχαστικό των φόβων μας, διότι τους εξοβελίζουμε σε μια εποχή πιο μακρινή και ουσιαστικά άγνωστη σε μας, πέρα από μια μυθοποιημένη εικόνα της. Εν συνεχεία, είναι σωτήρια αποπροσανατολιστικό, μια και δεν διαταράσσει την επίσημη αφήγηση της εποχής μας, τον μύθο της εποχής μας, δεν αναδεικνύει τις αντιφάσεις της Αναγέννησης, του Διαφωτισμού ή της Γαλλικής Επανάστασης, δηλαδή συστατικών στοιχείων της αφήγησης αυτής. Στην ουσία, όμως, αυτό που μας απειλεί δεν είναι παρά μια ενδεχόμενη επιστροφή στην εποχή του πρωτόγονου και χωρίς κανόνες καπιταλισμού του τέλους του 18ου και του 19ου αι., εποχή κατά την οποία οι εργαζόμενοι δεν έχουν κανένα άλλο δικαίωμα πέραν του πενιχρού μισθού τους, ενώ οι έννοιες της ασφάλισης, της σύνταξης και των άλλων εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων είναι εντελώς άγνωστες. Είναι, όμως, καλύτερο φαίνεται να αποφεύγονται οι επικίνδυνοι συνειρμοί και η σύνδεση με πιο κοντινές ιστορικές περιόδους, ευχερέστερα συγκρίσιμες με το παρόν. Η καμπούρα της φεουδαρχίας μπορεί να εισπράξει περισσότερες ξυλιές απ’ ό,τι ο πρώιμος καπιταλισμός.

Μαρκ Μπλόκ

Μαρκ Μπλόκ

Ακριβώς επειδή στο γνωστικό αντικείμενό τους βρίσκονταν διαρκώς αντιμέτωποι με μύθους και στερεότυπα, οι ιστορικοί του Μεσαίωνα βρέθηκαν από νωρίς στην πρωτοπορία της επιστημονικής μεθοδολογίας. Ήταν εκείνοι που ελευθέρωσαν την επιστήμη της Ιστορίας από την προσκόλληση στα «σημαντικά» πολιτικά γεγονότα και τους μεγάλους ηγέτες, για να στρέψουν την προσοχή τους στη μελέτη των νοοτροπιών, των κοινωνικών, οικονομικών και πολιτιστικών σταθερών και αργών μεταλλάξεων.
Το 1929, δύο καθηγητές του Πανεπιστημίου του Στρασβούργου, ο Μαρκ Μπλοκ κι ο Λυσιάν Φεβρ ιδρύουν το περιοδικό «Annales d’histoire économique et sociale», η κυκλοφορία του οποίου αποτελεί σταθμό στην προσπάθεια αυτή.
Το 1941, τρία χρόνια πριν εκτελεστεί από τους ναζί ως αντιστασιακός, ο Μαρκ Μπλοκ συντάσσει τη διαθήκη του, στην οποία γράφει τα εξής:
«Δεν θέλω πάνω από τον τάφο μου να ψαλούν οι θρησκευτικές προσευχές που συνόδεψαν τόσους από τους προγόνους μου στην τελευταία τους κατοικία. Θέλω μόνο να χαραχτεί πάνω στην επιτύμβια πλάκα η εξής απλή φράση: Dilexit veritatem». «Αγαπούσε την αλήθεια»!

Φίλες και φίλοι, την αλήθεια προσπάθησε να υπηρετήσει, ομολογουμένως με αρκετή αδεξιότητα, κι η αποψινή μου φλυαρία. Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας.

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Pierre AUBÉ « Les empires normands d’Orient », Tempus, Perrin, Παρίσι 2006 (1η έκδοση 1991).
Michel BALARD « Les Latins en Orient (XIe-XVe siècle) », Nouvelle Clio, PUF, Παρίσι 2006.
Marc BLOCH « La Société féodale », αρχική έκδοση σε 2 τόμους 1939-1940, τελευταία επανέκδοση (σε ένα τόμο): Albin Michel, Παρίσι 1998.
Patrick BOUCHERON « Les villes d’Italie, vers 1150-1350 », Belin sup histoire, Belin, Παρίσι 2004.
Patrick BOUCHERON « Conjurer la peur – Sienne, 1338 : Essai sur la force politique des images », Seuil, Παρίσι 2013.
– Philippe BÜTTGEN, Alain de LIBERA, Marwan RASHED, Irène ROSIER-CATACH (επιμ.) « Les Grecs, les Arabes et nous (enquête sur l’islamophobie savante) », Ouvertures, Fayard, Παρίσι 2009.
Alain DEMURGER « Chevaliers du Christ, les ordres religieux militaires au Moyen Âge », Seuil, Παρίσι 2002.
Georges DUBY « La Société aux XIe et XIIe siècles dans la région mâconnaise », Éditions de l’École des Hautes Études en Sciences Sociales, Παρίσι 1953.
Georges DUBY « Le Temps des cathédrales – L’Art et la société (980-1420) », Bibliothèque des Histoires, Gallimard, Παρίσι 1976.
Georges DUBY « L’histoire continue », Points, Seuil, Παρίσι 1991.
Georges DUBY « Féodalité », Quarto, Gallimard, Παρίσι 1996 [συλλογή βιβλίων και δοκιμίων του ιστορικού, περιέχει μεταξύ άλλων τα: Guerriers et paysans (1973), L’An Mil (1980), Les Trois ordres ou L’imaginaire du féodalisme (1978), Le Dimanche de Bouvines (1973), Le Chevalier, la femme et le prêtre (1981)].
René FÉDOU e.a. « Lexique historique du Moyen Âge », cursus, Armand Colin, Παρίσι 1995.
Jean FLORI « Aliénor d’Aquitaine : la reine insoumise », Payot, Παρίσι 2004.
Claude GAUVARD, Alain de LIBERA, Michel ZINK (επιμ.) « Dictionnaire du Moyen Âge », PUF, Παρίσι 2004 (2η έκδ.).
Jacques Le GOFF « Les Intellectuels au Moyen Age », Points, Seuil, Παρίσι 1985 (1η έκδοση 1957).
Jacques Le GOFF « Pour un autre Moyen Âge », Tel, Gallimard, Παρίσι 1991 (1η έκδοση 1977).
Jacques Le GOFF « Marchands et banquiers du Moyen Âge », Quadrige – Grands textes, PUF,‎ Παρίσι 2011 (1η έκδοση 1957).
Alain GUERREAU « Le féodalisme, un horizon théorique », Le Sycomore, Παρίσι, 1980.
Alain GUERREAU « L’Avenir d’un passé incertain. Quelle histoire du Moyen Âge au XXIe siècle ? », Seuil, Παρίσι 2001.
Sylvain GOUGUENHEIM « Aristote au Mont Saint-Michel (Les racines grecques de l’Europe chrétienne) », L’Univers Historique, Seuil, Παρίσι 2008.
Sylvain GOUGUENHEIM « Regards sur le Moyen Âge », Tallandier, Παρίσι 2009.
Jean-Claude HOCQUET « Venise au Moyen Âge », Guides de Civilisations, Belles Lettres, Παρίσι 2003.
Frederic Chapin LANEVenice – A Maritime Republic”, The John Hopkins University Press, Βαλτιμόρη 1973.
Emmanuel Le ROY LADURIE « Montaillou, village occitan, de 1294 à 1324 », Gallimard, Παρίσι 1975.
Alain de LIBERA « La Philosophie médiévale » Quadrige, PUF, 2004.
André MIQUEL « Ousama, un prince syrien face aux croisés», Les inconnus de l’histoire, Fayard, Παρίσι 1986.
Régine PERNOUD « Pour en finir avec le Moyen Âge », Seuil, Παρίσι 1979.
Régine PERNOUD « Aliénor d’Aquitaine », Albin Michel, Παρίσι 1966.
Gérard SIVÉRY « Blanche de Castille », Fayard, Παρίσι 1994.
Laure VERDON « Le Moyen Âge : 10 siècles d’idées reçues », Le Cavalier Bleu, Παρίσι 2013.
Jacques VERGER « Les universités au Moyen Âge », Quadrige, PUF, Παρίσι 1999 (1η έκδοση 1973).

 

[για τους εξαιρετικά ανθεκτικούς φίλους, υπάρχουν και τα βίντεο της ομιλίας:

Δύο ήλιοι λάμπουν στον ουρανό – μέρος ΙΙ: μανιχαϊσμός

16 Φεβρουαρίου, 2013

"Περί της γέννης του σωματος αυτού" (Μανιχσϊκός Κώδικας της Κολωνίας), φωτ. Παν/μιο Κολωνίας

«(Αυγουστίνος) – Πιστεύετε ότι υπάρχουν δύο θεοί ή μόνον ένας;

(Φαύστος) – Δεν υπάρχει παρά ένας και μόνον ένας θεός.

(Α) – Και πώς ισχυρίζεστε τότε ότι υπάρχουν δύο;

(Φ) – Ποτέ δεν κάνουμε λόγο για «δύο θεούς», σε τι ακριβώς, όμως, βασίζετε τις υποψίες σας αυτές;

(Α) – Διατείνεσθε ότι υπάρχουν δύο «αρχές», αυτή του Καλού κι εκείνη του Κακού.

(Φ) – Πράγματι, δεχόμαστε την ύπαρξη δύο αρχών, αλλά μόνο μία από αυτές την αποκαλούμε Θεό, την άλλη την ονομάζουμε Ύλη ή, πιο απλά, Δαίμονα. Εάν, όμως, τότε, ισχυρίζεστε ότι έτσι δεχόμαστε την ύπαρξη δύο θεών, είναι σαν να υποστηρίζετε ότι ο γιατρός που ασχολείται με την υγεία και την ασθένεια δέχεται ότι υπάρχουν δύο… υγείες...» (Αυγουστίνος της Ιππώνος «Κατά Φαύστου», κεφ. ΚΑ΄, 1).

Η ιστορία μας συνεχίζεται στις αρχές του 3ου αιώνα, κάπου στη Μεσοποταμία. Εκεί θα παρακολουθήσουμε τη γέννηση και την εξάπλωση της μεγαλύτερης δυϊστικής θρησκείας και, κατά πάσα πιθανότητα, μίας από τις σπουδαιότερες που γνώρισε η ανθρωπότητα. Πολλά στοιχεία καθιστούν συναρπαστική την περιπέτεια του μανιχαϊσμού. Η χαρισματική μορφή του προφήτη του. Η εντυπωσιακή εξάπλωσή του, από τη μεσοποταμιακή κοιτίδα του ως τις ακτές του Ατλαντικού, δυτικά, κι ως εκείνες του Ειρηνικού, ανατολικά. Η ρητώς εκπεφρασμένη οικουμενικότητά του κι ο προχωρημένος συγκρητισμός του (με τον χριστιανισμό να αποτελεί, ίσως, το βασικό συστατικό του), σε συνδυασμό με την ικανότητά του να προσλαμβάνει εξωτερικές μορφές συμβατές με τις πολιτισμικές παραδόσεις του εκάστοτε χώρου διάδοσής του. Ορισμένες απόψεις του μανιχαϊκού δόγματος που μοιάζουν εκπληκτικά σύγχρονες και θα μπορούσαν να τύχουν σήμερα ευρείας αποδοχής, ενώ στην εποχή τους προκαλούσαν έντονες αντιδράσεις (και οι οποίες, όλως παραδόξως, απορρέουν άμεσα από αντιλήψεις, «αιρετικές» έστω, της εποχής τους). Επιπλέον, στην περίπτωση του μανιχαϊσμού δεν είμαστε υποχρεωμένοι (όπως σε τόσες άλλες περιπτώσεις) να ανασυνθέσουμε το δόγμα και την κοσμοθεωρία του μελετώντας τα κείμενα των πολέμιών του. Έχουμε πλήθος πηγών, οι οποίες έχουν γραφεί από πιστούς της θρησκείας σε διάφορες εποχές και σε πολλές γλώσσες (αραμαϊκά, ελληνικά, κοπτικά, περσικά, παρθικά, σογδιανά και διάφορες τουρκικές και κινεζικές γλώσσες). Όσο για τις πηγές που οφείλονται σε τρίτους («ουδέτερους» ή πολέμιους του μανιχαϊσμού) είναι κι αυτές πολλές και συνήθως εξαιρετικά χρήσιμες: ξεχνώντας αφορισμούς, κατάρες και προκατειλημμένες αξιολογικές κρίσεις (που κατ’ ανάγκη περιέχουν) αποτελούν κι αυτές ένα πρόσθετο εργαλείο που καθιστά δυνατή την καλύτερη κατανόηση του φαινομένου του μανιχαϊσμού.

Ι.   Η ζωή και το έργο του Μάνη

Στο «Κιτάμπ αλ αθάρ αλ μπακίγια» του μουσουλμάνου εγκυκλοπαιδιστή Αλ Μπιρουνί (11ος αι.) παρατίθεται ένα απόσπασμα από την εισαγωγή του «Σαμπουραγκάν», του βιβλίου που συνέγραψε στα περσικά ο ίδιος ο Μάνης με αποδέκτη (όπως μαρτυρά κι ο τίτλος) τον Σασσανίδη μονάρχη Σαπώρη Α΄. Στο απόσπασμα αυτό, ο ιδρυτής του μανιχαϊσμού μας πληροφορεί ότι γεννήθηκε στη Βαβυλωνία, σ’ έναν οικισμό που ονομαζόταν Μαρντινού και βρισκόταν στα βορειοανατολικά της Βαβυλώνας στον δρόμο προς τη Νιππούρ, «το έτος 527 της εποχής των αστρονόμων της Βαβέλ» (δηλαδή το 216 με βάση τη δική μας χρονολόγηση). Πράγματι, μολονότι είχαν περάσει τρεις τουλάχιστον αιώνες από την οριστική κατάκτηση της Μεσοποταμίας από τους Πάρθους, το βαβυλωνιακό ιερατείο συνέχιζε να χρονολογεί με βάση την εποχή των Σελευκιδών (ή «εποχή του Αλεξάνδρου»), αφετηρία της οποίας ήταν το έτος 311 π.Χ.

Α.   Η ζωή του ιδρυτή του μανιχαϊσμού

Κτησιφών, ανάκτορα Σαπώρη

Κτησιφών, ανάκτορα Σαπώρη

Κοιτίδα πανάρχαιων πολιτισμών, έδρα της νέας ιρανικής αυτοκρατορίας (αρχικά παρθικής, στη συνέχεια περσικής), πλην όμως αρκετά κοντά στα σύνορα της Ρώμης και με ζωντανές ακόμη τις αναμνήσεις του κράτους των Σελευκιδών, η Μεσοποταμία του 3ου αιώνα αποτελεί σημείο συνάντησης πολιτισμών και θρησκειών. Συνυπάρχουν, μεταξύ άλλων, η παραδοσιακή χαλδαϊκή θρησκεία (με ρίζες που ανάγονται στον σουμεριακό πολιτισμό), ο ζωροαστρισμός και διάφορες παρεκκλίσεις του ιουδαϊσμού, ανάμεσά τους κι αρκετές που θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως ιουδαιοχριστιανικές. Η κυρίαρχη γλώσσα στο περιβάλλον όπου μεγαλώνει ο Μάνης είναι πλέον τα αραμαϊκά, πλην όμως, σύμφωνα με τις πηγές, η καταγωγή του προφήτη ήταν ιρανική.

Το όνομα του πατέρα του Μάνη διασώζεται στην εξελληνισμένη μορφή του: Παττίκιος (Παττίγκ ή Παττέγκ στα ιρανικά, Πατίκ ή Πατέκ στα αραμαϊκά). Λέγεται ότι καταγόταν από παλιά παρθική οικογένεια εγκατεστημένη στο Χαμαντάν. Η μητέρα του προφήτη, για την οποία υποστηρίζεται ότι κρατούσε από οικογένεια που είχε δεσμούς συγγένειας με τον βασιλικό οίκο των Αρσακιδών, μνημονεύεται στις πηγές με διάφορα ονόματα: Μαΰς, Καρούσα, Ουταχίμ, Τακσίτ ή Νουσίτ. Στον ευρύτερο χώρο διάδοσης του χριστιανισμού, όμως, της αποδίδεται συνήθως το όνομα Μαρυάμ, αυτό δηλαδή της μητέρας του Ιησού!

Βάσει των στοιχείων που έχουμε στη διάθεσή μας, ο πατέρας του Μάνη δεν πίστευε στον ζωροαστρισμό, αλλά στην παραδοσιακή μεσοποταμιακή θρησκεία και πιο συγκεκριμένα στον θεό Ναμπού. Ο Άραβας συγγραφέας Ιμπν αλ Ναντίμ μας πληροφορεί στο «αλ Φιχρίστ» (τέλη 10ου αι.) για το όραμα που είχε ο Παττίκιος ενώ βρισκόταν στον «οίκο των ειδώλων» στην Κτησιφώντα, την εποχή που η γυναίκα του ήταν έγκυος στον Μάνη. Επί τρεις συνεχείς ημέρες μια υπερκόσμια φωνή συμβούλευε τον πατέρα του προφήτη να εγκαταλείψει την ειδωλολατρία και να ακολουθήσει ζωή απόλυτης εγκράτειας. Πράγματι, ο Παττίκιος άφησε πίσω τον μέχρι τότε τρόπο ζωής του και προσχώρησε σε μια κοινότητα βαπτιστών εγκατεστημένη στην περιοχή του Νταστουμισάν. Ποια ήταν, όμως, η μυστηριώδης αυτή θρησκευτική ομάδα με τους παράξενους διατροφικούς κανόνες και το συγκρητικό δόγμα;

α.   Ανάμεσα στους Ελκεσαΐτες

1.   Το ελκεσαϊτικό δόγμα: Ο Ελκεσάι, Ελχασάι ή Αλχασαίος ήταν Ιουδαίος στην καταγωγή και το θρήσκευμα. Λέγεται ότι έζησε κάπου στην παρθική αυτοκρατορία, μάλλον στη Μεσοποταμία. Η ιστορικότητα του Ελχασάι είναι αμφισβητούμενη. Πιθανότατα πίσω από το όνομα αυτό κρύβεται ο συγγραφέας (ή οι συγγραφείς) του ιερού βιβλίου των Ελκεσαϊτών, το οποίο ήδη από τον 2ο αιώνα είχε γνωρίσει ευρεία διάδοση μεταξύ των ιουδαιοχριστιανικών κύκλων της Παλαιστίνης, της Συρίας και της Μεσοποταμίας. Την ελληνική μετάφραση του βιβλίου αυτού την έφερε στη Ρώμη, την εποχή περίπου της γέννησης του Μάνη, ο Αλκιβιάδης από την Απάμεια της Συρίας (Έλληνας ή εξελληνισμένος Ιουδαίος;), ο οποίος και δίδαξε το ελκεσαϊτικό δόγμα στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας. Όπως έλεγε ο Απαμεύς, κατά το τρίτο έτος της βασιλείας του Τραϊανού (100), ένας άγγελος κολοσιαίων διαστάσεων εμφανίστηκε μπροστά στον Ελχασάι και του παρέδωσε το βιβλίο της αποκάλυψης του λόγου του θεού.

Ο ελκεσαϊτισμός είναι καταρχήν μία ακόμη ιουδαϊκή αίρεση. Από την άποψη αυτή, η βασική καινοτομία του Ελχασάι έγκειται στο ότι απορρίπτει ως καθαρτήριο στοιχείο τη φωτιά που κατατρώει το αιματηρό σφάγιο της θυσίας, αντικαθιστώντας την με το νερό. Το νερό εξαγνίζει, θεραπεύει από τις ασθένειες, απομακρύνει τα δαιμόνια. Η βάπτιση του κατηχούμενου σηματοδεί τον εξαγνισμό του από την αμαρτία και την είσοδό του στη θρησκευτική κοινότητα. Κατά τα λοιπά, το ελκεσαϊτικό δόγμα είναι εντελώς πιστό στον ιουδαϊσμό: κατά γράμμα τήρηση του Νόμου (π.χ. περιτομή, τήρηση της αργίας του Σαββάτου, νηστείες), που φτάνει μέχρι το σημείο της αποδοχής του ιερατείου των Ιεροσολύμων ως θεματοφύλακα των αξιών της ιουδαϊκής θρησκείας.

Η δεύτερη καινοτομία του Ελχασάι είναι η προσθήκη της διδασκαλίας του Ιησού στον κλασσικό ιουδαϊσμό. Ο Ιησούς είναι ο τελευταίος από τους μεσσίες, αυτός που αποκάλυψε τον λόγο του θεού στην ολότητά του. «Ο ελκεσαϊτικός χριστιανισμός… είναι αδιαμφισβήτητος, αλλά διαφέρει ουσιωδώς από αυτόν που κατόρθωσε να επιβάλει ο Παύλος από την Ταρσό. Ενώ ο δεύτερος απομακρύνεται, για λόγους τακτικής, από την τήρηση του ιουδαϊκού νόμου, ο Ελχασάι παραμένει ιουδαιοχριστιανός εν στενή εννοία, είναι δηλαδή ένας χριστιανός που ακολουθεί τον ιουδαϊκό τρόπο ζωής τον οποίο όρισε η Τορά άπαξ δια παντός» (Michel Tardieu «Le Manichéisme», σειρά Que sais-je, αριθ. 1940, εκδ. PUF, Παρίσι 1997, 2η έκδ, σελ. 12).

Στην πράξη, το πιο εντυπωσιακό στοιχείο για την κοινή γνώμη της εποχής πρέπει να ήταν ο ιδιαίτερος κώδικας διατροφικών κανόνων που τηρούσαν οι Ελκεσαΐτες. Η απόρριψη της θυσίας συνεπαγόταν και την απόλυτη απαγόρευση κατανάλωσης κρέατος. Απαγορευόταν επίσης όλα τα ποτά που ήταν προϊόντα ζύμωσης. Οι Ελκεσαΐτες ήταν αυστηρά χορτοφάγοι. Και πάλι, όμως, επιτρεπόταν η βρώση μόνον των φυτών και των φρούτων που παράγονταν στην κοινότητα (τα οποία τα χαρακτήριζαν ως «αρσενικά»). Πριν καταναλωθούν έπρεπε απαραιτήτως να βαπτισθούν στο νερό για να εξαγνισθούν από οτιδήποτε μιαρό. Τέλος, το ψωμί  έπρεπε να έχει παρασκευασθεί σύμφωνα με τις ιουδαϊκές προδιαγραφές και να ψηθεί στους φούρνους της κοινότητας.

Μανιχαϊκός Κώδικας της Κολωνίας

Μανιχαϊκός Κώδικας της Κολωνίας

2.   Τα νεανικά χρόνια του Μάνη μέχρι τη ρήξη με τους Ελκεσαΐτες: Η γνώση του ελκεσαϊτικού δόγματος είναι απαραίτητη για την κατανόηση του μανιχαϊσμού. Ο Μάνης ανατράφηκε και ανδρώθηκε στη θρησκευτική κοινότητα αυτή. Όρισε βασικά στοιχεία του δόγματός του σε αντιδιαστολή με τον ελκεσαϊτισμό. Ταυτόχρονα η διδασκαλία του Ελχασάι, έστω κι υποσυνείδητα, σημάδεψε ανεξίτηλα τον Μάνη, εμφυσώντας του πρότυπα θρησκευτικής σκέψης, συμπεριφοράς και ηθικής.

Ανεκτίμητα στοιχεία για τη φάση αυτή της ζωής του Μάνη μας παρέχει η συλλογή μανιχαϊκών κειμένων γραμμένων στα ελληνικά (μεταξύ 4ου και 6ου αιώνα) η οποία φέρει τον τίτλο «Περί της γέννης του σώματος αυτού». Πρόκειται για κώδικα σε περγαμηνή ιδιαίτερα μικρών διαστάσεων (4,5 Χ 3,5 εκατοστά), που βρέθηκε στη Λυκούπολη (Ασυούτ) της Άνω Αιγύπτου και σήμερα φυλάσσεται στη βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου της Κολωνίας, εξ ου και η ονομασία με την οποία είναι γνωστότερος στις μέρες μας (Μανιχαϊκός Κώδικας της Κολωνίας). Μολονότι η μελέτη του προϋποθέτει ορισμένη επιφυλακτικότητα, καθόσον τα γεγονότα παρουσιάζονται με πρότυπο τη ζωή του Ιησού (ειδικά η σύγκρουση του Μάνη με τους επικεφαλής της ελκεσαϊτικής κοινότητας μοιάζει με επανάληψη της σύγκρουσης του Χριστού με το ιερατείο των Ιεροσολύμων), ο κώδικας μας αποκαλύπτει τον τρόπο σκέψης του ιδρυτή του μανιχαϊσμού.

Όταν ο Μάνης ήταν τεσσάρων ετών, ο πατέρας του τον πήρε μαζί του στην κοινότητα των Ελκεσαϊτών του Νταστουμισάν. Ο προφήτης έζησε εκεί μέχρι και το εικοστό τέταρτο έτος της ηλικίας του, παραμένοντας κατά τα φαινόμενα πιστός στη διδασκαλία του Ελχασάι. Η αποκάλυψη θα έρθει για τον Μάνη μέσω του οράματος ενός αγγέλου ο οποίος θα εμφανιστεί δύο φορές, λίγο μετά τα δωδέκατα και τα εικοστά τέταρτα γενέθλια του προφήτη (228 και 240, αντίστοιχα). Στα αραμαϊκά κείμενα, ο άγγελος αυτός αποκαλείται «τάουμα», δηλαδή «δίδυμος» (παραπέμποντας ίσως στον απόστολο Θωμά), στον Μανιχαϊκό Κώδικα της Κολωνίας «σύζυγος» (με την έννοια του διδύμου, του ομοίου) και στην κοπτική συλλογή των Κεφαλαίων «παράκλητος» (θυμίζοντας τη σχετική περικοπή του Κατά Ιωάννην, 14:26, «ὁ δὲ παράκλητος, τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον ὃ πέμψει ὁ πατὴρ ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα καὶ ὑπομνήσει ὑμᾶς πάντα ἃ εἶπον ὑμῖν»). Την πρώτη φορά, ο άγγελος θα αποκαλύψει στον Μάνη ότι προορίζεται να κηρύξει στον κόσμο τον αληθινό λόγο του θεού. Τη δεύτερη θα του ανακοινώσει με κάθε επισημότητα ότι έφτασε η ώρα να εγκαταλείψει τους Ελκεσαΐτες και να εκπληρώσει την αποστολή του.

Πράγματι, ο Μάνης αρχίζει να κηρύττει τον «αιρετικό» λόγο του, διαφοροποιούμενος από την παραδοσιακή ελκεσαϊτική διδασκαλία. Δεν είναι ίσως τυχαίο το ότι επιλέγει ως πεδίο αντιπαράθεσης τις πρακτικές πτυχές του ελκεσαϊτισμού. Αντιμετωπίζει με ειρωνεία τον κανόνα της βάπτισης των τροφίμων. Είτε πρόκειται για βαπτισμένο κι εξαγνισμένο τρόφιμο, προϊόν της κοινότητας, είτε όχι, σε αμφότερες τις περιπτώσεις θα καταλήξει ως «απέκδυμα» του ανθρωπίνου σώματος. Τα λουτρά δεν εξαγνίζουν τον άνθρωπο από την αμαρτία, μια και η αγνότητα για την οποία μίλησε ο Ιησούς είναι αυτή του να μπορείς να ξεχωρίζεις το φώς από το σκότος, τη ζωή από τον θάνατο. Η απαγόρευση κατανάλωσης άρτου που δεν έχει παρασκευασθεί από την κοινότητα είναι κι αυτή ανόητη. Ο ίδιος ο Ελχασάι ποτέ δεν είχε ασκοληθεί με αγροτικές εργασίες ούτε είχε θέσει τέτοιους περιορισμούς. Κι ο Ιησούς ευλόγησε ξένο ψωμί, συνέφαγε με φοροεισπράκτορες, ψαράδες και πόρνες, έστειλε τους μαθητές του σε ιεραποστολές δίχως αυτοί να είναι εφοδιασμένοι με τα δικά τους τρόφιμα.

Ο Αχούρα Μάζδα στέφει τον Αρντασίρ Α΄ (ανάγλυφο στο Νακς-ι-Ρουστάμ)

Ο Αχούρα Μάζδα στέφει τον Αρντασίρ Α΄ (ανάγλυφο στο Νακς-ι-Ρουστάμ)

Το κήρυγμα του Μάνη θα προκαλέσει σκάνδαλο μεταξύ των Ελκεσαϊτών. Ο επικεφαλής του συμβουλίου των πρεσβυτέρων της κοινότητας θα καλέσει τον Παττίκιο ζητώντας του εξηγήσεις για τον γιο του κι εκείνος θ’ αποκριθεί: «καλέστε τον οι ίδιοι και προσπαθήστε να τον συνετίσετε»! Ενώπιον του συμβουλίου ο Μάνης θα επαναλάβει τα όσα πιστεύει, δίχως να υποχωρήσει στο ελάχιστο. Άλλωστε έχει ήδη δημιουργήσει ένα κύκλο μαθητών και πιστών στην ελκεσαϊτική κοινότητα. Πολλοί βλέπουν στο πρόσωπό του ένα θρησκευτικό ηγέτη, έναν προφήτη, έναν οραματιστή (Tardieu όπ. π., σελ. 16). Συνοδευόμενος από τον πατέρα του και μερικούς πιστούς μαθητές, ο Μάνης εγκαταλείπει την κοινότητα των Ελκεσαϊτών. Στον έξω κόσμο μερικά πράγματα έχουν αλλάξει: ο Αρτάβανος ο Ε΄, που βασίλευε όταν γεννήθηκε ο Μάνης, υπήρξε ο τελευταίος των Αρσακιδών. Τον ανέτρεψε το 224 ο Αρντασίρ Α΄/ Αρταξέρξης, ιδρυτής της περσικής δυναστείας των Σασσανιδών. Ήδη από το 240 ο γιος του Αρντασίρ, ο Σαπώρης, έχει στεφθεί συμβασιλέας και μετέχει στη διοίκηση της, ακόμη ασταθούς, αλλά ιδιαίτερα δυναμικής, αυτοκρατορίας που πρόκειται να κληρονομήσει.

β.   Η διδασκαλία και το ιεραποστολικό έργο του Μάνη

«Η σοφία και η γνώση είναι η διαρκής προσφορά των απεσταλμένων του θεού. Εμφανίστηκαν στο παρελθόν μέσω του αποστόλου που ονομαζόταν Βούδας στην περιοχή των Ινδιών, μέσω του Ζωροάστρη στην Περσία και μέσω του Ιησού στη Δύση. Έπειτα έφτασε στον κόσμο αυτή η αποκάλυψη κι η προφητεία μέσω εμού, του Μάνη, απεσταλμένου του Θεού της Αληθείας στη χώρα της Βαβέλ» (απόσπασμα του «Σαμπουραγκάν» που παραθέτει ο Αλ Μπιρουνί στο «αλ Αθάρ»).

1.   Οι βάσεις του μανιχαϊκού δόγματος: Ο Μάνης είναι ο εκλεκτός στον οποίο αποκάλυψε ο θεός τον λόγο της αλήθειας. Είναι η πραγματοποίηση της ελπίδας που υποσχέθηκε ο Ιησούς, ο Παράκλητος τον οποίο είχε αναγγείλει ο Χριστός, ο τελευταίος των προφητών! Κι όπως επισήμαινε ο Μισέλ Ταρντιέ «η ουσιώδης μετάλλαξη την οποία επέφερε ο Μάνης στο καθιερωμένο προφητολογικό σχήμα ήταν η άρνηση ερμηνείας του από ιουδαϊκή ή ιουδαιοχριστιανική άποψη, διευρύνοντάς το ώστε να περιλάβει ολόκληρη την οικουμένη, αφενός, και να το κατευθύνει προς το πρόσωπό του, αφετέρου» (όπ. π., σελ. 22). Από τον Αδάμ, τον Σεθ και τον Νώε της ιουδαϊκής παράδοσης, η σειρά των προφητών περνά στον Ζωροάστρη, τον Βούδα και τον Ιησού για να καταλήξει στον ίδιο τον Μάνη. Η οικουμενικότητα αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο του μανιχαϊσμού. Ο ίδιος συνήθιζε να λέει ότι όλες οι προηγούμενες θρησκείες ήταν φτιαγμένες για μία μόνον περιοχή και για μία γλώσσα. Η δικιά του ήταν πανανθρώπινη: «Η φωνή του κηρύγματος της ελπίδας μου θα ακουστεί σε όλες τις γλώσσες, σε όλες τις πόλεις της οικουμένης» (Κεφάλαια, 154). Επιπλέον, η σωτηρία της ψυχής αποτελεί, κατά τον Μάνη, δυνατότητα του καθενός ανεξάρτητα από τη θρησκεία στην οποία πιστεύει, προϋποθέτει, όμως, την ευσπλαχνία και την ελεημοσύνη (στο «Σαμπουραγκάν» ο Μάνης παρέθετε αυτολεξεί το Κατά Ματθαίον, 25:31-46, όπου και οι 35-36: «ἐπείνασα γὰρ καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα καὶ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην καὶ συνηγάγετέ με, γυμνὸς καὶ περιεβάλετέ με, ἠσθένησα καὶ ἐπεσκέψασθέ με, ἐν φυλακῇ ἤμην καὶ ἤλθατε πρός με»). Τέλος, η θρησκευτική σκέψη του ιδρυτή του μανιχαϊσμού είναι βαθύτατη επηρεασμένη από τη διδασκαλία του αποστόλου Παύλου, του προσώπου δηλαδή που οι Ελκεσαΐτες περιφρονούσαν ως ολετήρα του Νόμου. Τα οράματα, η διδασκαλία και το ιεραποστολικό έργο του Παύλου συνέβαλαν καθοριστικά στη διαμόρφωση της θρησκείας του Μάνη.

Μάνης

Μάνης

2. Τα ταξίδια του Μάνη: Ο Μάνης αρχίζει το ιεραποστολικό έργο του αμέσως μετά τη ρήξη με τους Ελκεσαΐτες, χωρίς να μεσολαβήσει κάποιο διάστημα απομόνωσης και περισυλλογής. Το πρότυπό του είναι ο απόστολος Παύλος, οι περιπτώσεις τους όμως διαφέρουν. Ο Παύλος κηρύττει τον λόγο του Χριστού περιδιαβαίνοντας τη ρωμαϊκή Μεσόγειο κι απευθυνόμενος καταρχήν στην ιουδαϊκή διασπορά κι έπειτα στους Έλληνες εθνικούς (Tardieu όπ. π., σελ. 26). Ο Μάνης κηρύττει τον δικό του λόγο, διασχίζοντας τον ιρανικό κόσμο κι αναζητώντας στηρίγματα στις διάσπαρτες χριστιανικές κοινότητες. Εγκαταλείποντας τη Βαβυλωνία φτάνει στις δίδυμες πόλεις της Σελεύκειας και της Κτησιφώντας και κινείται με τη συνοδεία του προς τα βόρεια, τη Μηδία και την περιοχή της λίμνης Ούρμια. Οργανώνει την εκκλησία του και στέλνει μαθητές στην Αρμενία και τη Γεωργία. Έπειτα, μαζί με τον πατέρα του, κινείται νότια προς την Περσία και τον Περσικό Κόλπο, απ’ όπου και θα ταξιδέψει διά θαλάσσης προς το Δέλτα του Ινδού, ακολουθώντας τα βήματα του αγίου Θωμά, του ευαγγελιστή των Ινδιών. Θα παραμείνει εκεί μέχρι τις αρχές του 243, οπότε και θα επιστρέψει στην Περσίδα, στέλνοντας τον Παττίκιο να αναλάβει την ινδική ιεραποστολή. Ο ίδιος βρίσκεται σε διαρκή κίνηση μεταξύ Περσίδος, Σουσιανής και Βαβυλωνίας. Συνάπτει φιλικές σχέσεις με μέλη της βασιλικής ελίτ και, το 253, κατορθώνει να τον δεχτεί σε ακρόαση ο Μεγάλος Βασιλεύς, που είναι πλέον ο Σαπώρης Α΄. Εγκατεστημένος στη Βεχ-Αρντασίρ (δεν είμαστε βέβαια αν το όνομα αυτό αποτελεί μετονομασία της Σελεύκειας του Τίγρη ή αφορά μόνον το νησί στον Τίγρη απέναντι από την Κτησιφώντα), συγγράφει τα βιβλία του, ασχολείται με οργανωτικά θέματα της εκκλησίας του και προγραμματίζει τις αποστολές των μαθητών του (Παρθία, Χορασάν και Κεντρική Ασία, Συρία-Παλαιστίνη, Αραβία). Ο ίδιος ταξιδεύει στα βορειοδυτικά, στη μεθόριο με τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Γύρω στα 270 ο μανιχαϊσμός έχει εξαπλωθεί σε ολόκληρη την επικράτεια της ιρανικής αυτοκρατορίας, αλλά και πέρα από αυτήν. Το οικουμενικό όραμα του ιδρυτή του μοιάζει να βρίσκεται στον δρόμο της πραγμάτωσης.

3.   Η σύγκρουση με τον μαζδαϊσμό και τη βασιλική εξουσία: Ο Μάνης είχε απόλυτη επίγνωση της σημασίας που έχουν για την επιβίωση μιας θρησκείας οι καλές σχέσεις με την πολιτική εξουσία και κατέβαλε προς τούτο συνεχείς προσπάθειες. Η ευμενής ουδετερότητα που επεδείκνυε για τον μανιχαϊσμό ο Σαπώρης ακολουθήθηκε κι από τον διάδοχό του, τον Ορμίσδα Α΄ (272-273). Στην προσπάθειά του αυτή, όμως, ο Μάνης θα βρεθεί μοιραία αντιμέτωπος με τον «προκαθήμενο» του μαζδαϊσμού, τον Κιρντίρ. Ο Κιρντίρ είχε αποδυθεί σε μια μεγάλη προσπάθεια ανασυγκρότησης, σε πολιτικό και θρησκευτικό επίπεδο, των δυνάμεων του μαζδαϊσμού (στη ζωροαστρική ή στη ζερβανική εκδοχή του), όχι μόνον εντός των ορίων της αυτοκρατορίας των Σασσανιδών, αλλά και πέρα από αυτή, στη Συρία, την Αρμενία, την Κιλικία και την Καππαδοκία, και γενικά οπουδήποτε ζούσαν ιρανικοί πληθυσμοί. Είναι αλήθεια ότι η ιστορική συγκυρία ευνοούσε το εγχείρημα του Κιρντίρ: η επικράτηση των Σασσανιδών δεν χαρακτηρίζεται μόνο από εντονότερο δυναμισμό και σαφώς πιο επιθετική πολιτική έναντι των αντιπάλων της αυτοκρατορίας (και ειδικά της Ρώμης), αλλά κι από την εγκατάλειψη του κοσμοπολιτισμού και της ανεκτικότητας των Αρσακιδών, καθώς κι από την εμφάνιση μιας μορφής περσικού «εθνικισμού», που εκδηλώνεται με την εκ νέου ανάδειξη της αχαιμενιδικής κληρονομιάς (ο ιδρυτής της δυναστείας, Αρντασίρ Α΄, προσέθεσε συμβολικά στο όνομά του και αυτό του Δαρείου) και φυσικά της παραδοσιακής περσικής θρησκείας.

Το κάστρο "Γκαλέχ Ντοχτάρ", χτισμένο από τον Αρντασίρ (Περσία)

Το κάστρο «Γκαλέχ Ντοχτάρ», χτισμένο από τον Αρντασίρ (Περσία)

Ο Μάνης πρέπει να είχε αντιληφθεί τον κίνδυνο να χάσει οριστικά το παιχνίδι για την εύνοια της κοσμικής εξουσίας. Υποστηρίζεται μάλιστα ότι ο ακραιφνής δυϊσμός και η απαισιοδοξία που εκφράζεται με την αέναη πάλη καλού και κακού αποτελούν ιδέες που προσέθεσε ο Μάνης στο δόγμα του ακριβώς κατά την περίοδο αυτή (Tardieu, όπ. π., σελ. 35). Σε κάθε περίπτωση, η άνοδος στον θρόνο του Βαχράμ Α΄ (273), δευτερότοκου γιου του Σαπώρη, δίνει τέλος στα όνειρα των μανιχαίων, μια και ο νέος μονάρχης βρίσκεται υπό τη σχεδόν ολοκληρωτική επιρροή του Κιρντίρ.

Η σταγόνα που θα ξεχειλίσει το ποτήρι είναι η ενέργεια του Μάνη να προσηλυτίσει στον μανιχαϊσμό τον ηγεμονίσκο της Αρτεμίτης (Χολασάρ), ενώ ο Βαχράμ είχε ήδη διατάξει τον κατ’ οίκο περιορισμό του προφήτη. Ο Μάνης καλείται να παρουσιαστεί αμέσως ενώπιον του βασιλέα, κάπου στη Σουσιανή. Η ακρόαση θα εξελιχτεί γρήγορα σε παρωδία δίκης. Ο προφήτης θα οδηγηθεί αλυσοδεμένος στη φυλακή, όπου και θα αφήσει, εξαντλημένος, την τελευταία πνοή του λίγες ημέρες μετά (έχοντας προλάβει πάντως να δει για τελευταία φορά τους μαθητές του και να τους αφήσει την πνευματική διαθήκη του). Δεν γνωρίζουμε λεπτομέρειες για το τέλος του ιδρυτή του μανιχαϊσμού: βασανίστηκε; τι απέγινε το νεκρό σώμα του; Οι μανιχαϊκές παραδόσεις μιλούν για μαρτύριο αντίστοιχο αυτού του Ιησού, που κράτησε μάλιστα ένα μήνα (4 ημέρες η δίκη και 26 η φυλάκιση), πόσο αξιόπιστες είναι όμως; Στην πραγματικότητα ούτε η ακριβής χρονολογία του θανάτου του Μάνη μας είναι γνωστή. Ένα ουιγουρικό κείμενο, βασιζόμενο στο σινοτουρκικό ημερολόγιο, αναφέρει ότι «ο Βούδας Μάνης αναλήφθηκε στην ουράνια κατοικία του το έτος του χοίρου», που πρέπει να ήταν το 274, πλην όμως ελαφρώς μεταγενέστερες χρονολογίες (276 ή 277) μπορούν επίσης να υποστηριχθούν βάσιμα.

Β.   Το έργο και η διδασκαλία του Μάνη

Δίχως αμφιβολία ο Μάνης ήταν εξαιρετικά μορφωμένος. Είχε μελετήσει στα αραμαϊκά τα χριστιανικά ευαγγέλια, στην ήδη ενοποιημένη μορφή με την οποία κυκλοφορούσαν στη Μέση Ανατολή του 3ου αιώνα, τις επιστολές του Παύλου, διάφορα συγγράμματα που εμφανίζονταν ως πράξεις των αποστόλων. Επίσης, το ιερό βιβλίο του Ελχασάι, αλλά και διάφορες «αποκαλύψεις» (όπως αυτές του Αδάμ και του Ενώχ) που γνώριζαν ιδιαίτερη διάδοση στους ιουδαιοχριστιανικούς κύκλους. Πολλά γνωστικά κείμενα του ήταν οικεία, ιδίως αυτά του Βαρδησάνη. Δεν πρέπει να είχε δείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την Τορά και το Ταλμούδ. Ό,τι τον ενδιέφερε από την ιουδαϊκή παράδοση, και κυρίως η Γένεση, το είχε μάθει μέσω των απόκρυφων παραδόσεων που κυκλοφορούσαν μεταξύ των Ελκεσαϊτών.

Ο Μάνης ήταν επίσης ζωγράφος, καλλιγράφος και, κατά κάποιο τρόπο, γλωσσολόγος! Αναγκασμένος εκ των πραγμάτων να μεταφράσει τα κείμενά του στις ιρανικές γλώσσες, διαπίστωσε τους περιορισμούς των αλφαβήτων τους (μικρός αριθμός γραμμάτων που ευνοούσε τις αμφισημίες και τις παρανοήσεις). Επέλεξε να γράψει στα πεχλεβί και τα παρθικά χρησιμοποιώντας ένα νέο αλφάβητο, βασισμένο στο ανατολικό συριακό (με τα 22 γράμματα συν τα ημιφωνήεντα). Το δημιούργημά του, που έγινε γνωστό ως μανιχαϊκό αλφάβητο, επρόκειτο να γνωρίσει ιδιαίτερη διάδοση στην Κεντρική και Ανατολική Ασία.

Μανιχαϊκό αλφάβητο (κείμενο στη σογδιανή γλώσσα)

Μανιχαϊκό αλφάβητο (κείμενο στη σογδιανή γλώσσα)

α.   Τα συγγράμματα του ιδρυτή του μανιχαϊσμού

Στον Μάνη πιστώνεται η συγγραφή εννέα τουλάχιστον έργων.

1.   Το «Σαμπουραγκάν», πρώτο έργο του Μάνη, γράφτηκε στα πεχλεβί έχοντας ως αποδέκτη τον Σασσανίδη βασιλέα Σαπώρη Α΄. Παρουσιάζει συνοπτικά τις βασικές αρχές της μανιχαϊκής θεολογίας (οι δύο αντίπαλες αρχές, ο Μάνης ως τελευταίος των προφητών, η τελική κρίση κι η αποκατάσταση της βασιλείας του Καλού) σε μια εποχή που ο Μάνης διατηρούσε βάσιμες ελπίδες για την επικράτηση της θρησκείας του. Σημαντικά αποσπάσματα σώζονται μεταξύ των χειρογράφων που βρέθηκαν στην όαση του Τουρφάν, στο Κινεζικό Τουρκεστάν (Σινκιάνγκ).

2.   Το «Ευαγγέλιο του Μάνη», συντάχθηκε στα συριακά αραμαϊκά. Χωρίζεται σε 22 κεφάλαια, ένα για κάθε γράμμα του αραμαϊκού αλφαβήτου. Τρία αποσπάσματά του περιέχονται στον Μανιχαϊκό Κώδικα της Κολωνίας. Στο πρώτο από αυτά, ο Μάνης παρουσιάζεται ως «απόστολος του Ιησού Χριστού με τη βούληση του Θεού Πατρός της Αληθείας». Από μιαν άποψη, στο Ευαγγέλιο αναλύονται οι θεολογικές αρχές που είχαν εκτεθεί στο Σαμπουραγκάν. Ταυτόχρονα πρόκειται για μια νέα ερμηνεία της χριστιανικής Καινής Διαθήκης, βάσει της παραδοχής ότι ο Μάνης είναι ο τελευταίος μεσσίας.

3.   Ο «Θησαυρός» χαρακτηρίζεται ως απολογητικό σύγγραμμα στο οποίο παρουσιάζεται η μανιχαϊκή θεολογία. Γράφτηκε κι αυτό στα συριακά. Αποσπάσματά του παρατίθενται σε έργα του Αυγουστίνου της Ιππώνος και σε κείμενα του Αλ Μπιρουνί.

4.   Το έργο «Τα των Μυστηρίων» είναι συλλογή σύντομων θεολογικών κειμένων με ποικίλη θεματολογία (οι τίτλοι των κεφαλαίων παρατίθενται στο «αλ Φιχρίστ»: αντίκρουση των θεωριών του Βαρδησάνη, ανάλυση της ιστορίας του Υστάσπη που προσηλυτίστηκε από τον Ζωροάστρη, διάφορα κείμενα για τον Ιησού, τους προφήτες εν γένει, την τελική κρίση. Όπως δείχνει κι ο μεγάλος αριθμός κειμένων αντίκρουσης του δόγματος του Βαρδησάνη, πρέπει να γράφτηκε την εποχή της ιεραποστολής του Μάνη στην Άνω Μεσοποταμία (περ. 260-270, βλ. Tardieu, όπ. π., σελ. 52).

5.   «Πραγματεία»: αναλυτική διήγηση του μανιχαϊκού μύθου περί Γενέσεως.

6.   Η «Εικών» είναι ένα από τα πρώτα… εικονογραφημένα της Ιστορίας. Ο Μάνης φιλοτέχνησε μια σειρά από πίνακες στους οποίους απεικόνισε χαρακτηριστικές σκηνές του μύθου της γένεσης και της δημιουργίας, συνοδεύοντάς τε με σύντομα επεξηγηματικά σημειώματα.

7.   Ο «Γίγας» αποτελεί νέα ανάπτυξη του γνωστού σημιτικού μύθου των γιγάντων τον οποίο συναντούμε και στη Βίβλο, στο έκτο κεφάλαιο της Γενέσεως:

«καὶ ἐγένετο ἡνίκα ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι πολλοὶ γίνεσθαι ἐπὶ τῆς γῆς καὶ θυγατέρες ἐγενήθησαν αὐτοῖς. ἰδόντες δὲ οἱ υἱοὶ τοῦ θεοῦ τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων ὅτι καλαί εἰσιν ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ πασῶν ὧν ἐξελέξαντο. καὶ εἶπεν κύριος ὁ θεός οὐ μὴ καταμείνῃ τὸ πνεῦμά μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις εἰς τὸν αἰῶνα διὰ τὸ εἶναι αὐτοὺς σάρκας ἔσονται δὲ αἱ ἡμέραι αὐτῶν ἑκατὸν εἴκοσι ἔτη. οἱ δὲ γίγαντες ἦσαν ἐπὶ τῆς γῆς ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις καὶ μετ’ ἐκεῖνο ὡς ἂν εἰσεπορεύοντο οἱ υἱοὶ τοῦ θεοῦ πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων καὶ ἐγεννῶσαν ἑαυτοῖς ἐκεῖνοι ἦσαν οἱ γίγαντες οἱ ἀπ’ αἰῶνος οἱ ἄνθρωποι οἱ ὀνομαστοί».

Εκτός από τη Βίβλο, ο Μάνης είχε μελετήσει και την «Αποκάλυψη του Ενώχ», ιουδαϊκό βιβλίο εσχατολογικού περιεχομένου που πρέπει να γράφτηκε περίπου το 150. Η βασική πηγή του, όμως, πρέπει να ήταν ένα άγνωστο μέχρι πρόσφατα σε μας «Βιβλίο των Γιγάντων», που είχε διαδοθεί στους αιρετικούς ιουδαϊκούς κύκλους προς το τέλος της προχριστιανικής περιόδου: μεταξύ των αραμαϊκών κειμένων που βρέθηκαν στις σπηλιές του Κουμράν (Χειρόγραφα της Νεκράς Θάλασσας) εντοπίστηκαν αποσπάσματα που πραγματεύονται τον μύθο των γιγάντων και είναι σχεδόν όμοια με αποσπάσματα μανιχαϊκών χειρογράφων του Τουρφάν.

Πέρα από έναν μύθο που φαντάζει στον σύγχρονο άνθρωπο μάλλον αφελής, ο «Γίγας» είναι ένα αλληγορικό σύγγραμμα με πολιτικό περιεχόμενο. Πίσω από τους γίγαντες κρύβονται οι τύραννοι της εποχής του προφήτη του μανιχαϊσμού.

8.   «Επιστολαί»: Ο Μάνης συνέταξε μεγάλο αριθμό επιστολών με ποικίλο περιεχόμενο: χαιρετισμοί για την ίδρυση εκκλησιών, αναγγελίες επισκέψεών του σε κοινότητες πιστών, επιστολές με δογματικό περιεχόμενο ή σχετικές με οργανωτικά ζητήματα. Στο «Αλ Φιχρίστ» ο Ιμπν αλ Ναντίμ αναφέρει τους τίτλους 76 επιστολών του Μάνη.

9.   Ψαλμοί και Προσευχαί: Μεταξύ των έργων του προφήτη καταλέγεται και η σύνθεση δύο ψαλμών και ενός βιβλίου προσευχών. Ελλείψει επαρκών στοιχείων, είναι αδύνατος ο εντοπισμός τους ανάμεσα στα κείμενα των μανιχαϊκών ψαλτηρίων που βρέθηκαν στο Τουρφάν.

β.   Ο μανιχαϊκός μύθος της Δημιουργίας

Δεν υπάρχει ίσως δυσκολότερο έργο από την προσπάθεια συνοπτικής παρουσίασης του μανιχαϊκού μύθου της Δημιουργίας. Πρόκειται για μια από τις πιο περίπλοκες θρησκευτικές αφηγήσεις, που συνδυάζει ζωροαστρικά, ιουδαϊκά, γνωστικά και πρωτότυπα στοιχεία. Εκτός των άλλων, το έργο χαρακτηρίζεται από την πολυωνυμία των πρωταγωνιστών του (αναλόγως της γλώσσας και των παραδόσεων κάθε περιοχής στην οποία διαδόθηκε ο μανιχαϊσμός), γεγονός που δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο την κατανόησή του. Ο Μάνης εξήγησε την ιστορία της Γένεσης στην «Πραγματεία του». Η διήγησή του σώζεται χάρη σε έναν πολέμιο του μανιχαϊσμού, τον Σύρο νεστοριανό θεολόγο του 8ου αι. Θεόδωρο βαρ Κονάι, ο οποίος την παρέθεσε στην ενδεκάτη πραγματεία του Βιβλίου του των Σχολίων, που αφορά τις αιρέσεις (πλήρης παράθεση της μανιχαϊκής Γένεσης με σχόλια σε Tardieu, όπ. π., σελ. 94 επ., και ανάλυση από θεολογική και σημειολογική άποψη σελ. 101-111/ συνοπτική κι απλουστευμένη διήγηση σε Fernand Niel «Albigeois et Cathares», σειρά Que sais-je, αριθ. 689, εκδ. PUF, Παρίσι 1955, 18η έκδ 2010, σελ. 24 επ.).

Στην αρχή, πριν ακόμη δημιουργηθεί ο ουρανός κι η γη, υπήρχαν δύο φύσεις. Η καλή, ο Θεός της Δόξης (ή Αγαθός Θεός), και η κακή, ο Βασιλεύς του Σκότους! Ο δεύτερος αποκαλείται και Διάβολος, Σατανάς ή Ύλη – και στις ιρανικές γλώσσες Αχριμάν, σε ανάμνηση του αντιπάλου του Αχούρα Μάζδα. Ζηλεύοντας την ομορφιά του βασιλείου του Θεού, ο Βασιλεύς του Σκότους θέλησε να το κατακτήσει. Ο Θεός απάντησε με την πρώτη δημιουργία (ή «πρώτη κλήση»). «Κάλεσε» (= δημιούργησε) την Μητέρα των Ζωντανών, εκείνη κάλεσε τον Πρώτο Άνθρωπο κι αυτός με τη σειρά του τους πέντε γιους του. Ο Πρώτος άνθρωπος (Ορμίζδ στις ιρανικές γλώσσες, παραπέμποντας στον Αχούρα Μάζδα) προσπάθησε να εξοντώσει τον Βασιλέα του Σκότους, αλλά νικήθηκε στον πόλεμο κι αιχμαλωτίστηκε. Η δημιουργία του Θεού μολύνθηκε από το δηλητήριο του Διαβόλου.

Μιχαήλ Άγγελος "Η Δημιουργία του Ήλιου και της Σελήνης" (1508-1512)

Μιχαήλ Άγγελος «Η Δημιουργία του Ήλιου και της Σελήνης» (1508-1512)

Ο Πρώτος Άνθρωπος προσευχήθηκε κι ικέτεψε εφτά φορές τον Θεό να τον λυτρώσει. Εκείνος προχώρησε στην δεύτερη δημιουργία: «κάλεσε» τον Φίλο του Φωτός, εκείνος τον Μεγάλο Αρχιτέκτονα, ο Μέγας Αρχιτέκτων δημιούργησε το Ζων Πνεύμα κι αυτό τους πέντε γιους του. Το Πνεύμα με τους γιους του κατέβηκε στη Γη του Σκότους και βρήκε τον αιχμάλωτο Πρώτο Άνθρωπο για να του δώσει κουράγιο. Στη δεύτερη κάθοδό του, το Πνεύμα έτεινε το χέρι του και τράβηξε τον Πρώτο Άνθρωπο από το σκοτάδι. Ο πρώτος πόλεμος τερματίζεται με τη θριαμβευτική επιστροφή του Πρώτου Ανθρώπου στη Μητέρα των Ζωντανών και το βασίλειο του Θεού.

Έπειτα, το Πνεύμα πρόσταξε τους γιους του να σκοτώσουν τους Άρχοντες, γιους του Διαβόλου. Τους έγδαραν και με το δέρμα τους η Μητέρα έφτιαξε έντεκα ουρανούς, με τα νεκρά τους σώματα οχτώ πλανήτες. Το Πνεύμα κατέβηκε ξανά στον κόσμο του σκότους: εμφανίστηκε στους γιους του Διαβόλου και τους έκανε να ξεράσουν το φως που είχαν καταπιεί όταν νίκησαν τον Πρώτο Άνθρωπο. Με αυτό το φως, το Πνεύμα έφτιαξε τον ήλιο και τη σελήνη, και με ό,τι περίσσευε τον άνεμο, το νερό και τη φωτιά με τους «τροχούς» τους (= πλανήτες), τους οποίους έθεσε σε τροχιά για να πετούν ψηλότερα από τους δαίμονες.

Στη συνέχεια, η Μητέρα των Ζωντανών, ο Πρώτος Άνθρωπος και το Ζων Πνεύμα ικέτεψαν τον Πατέρα κι εκείνος προχώρησε στην Τρίτη Κλήση, δημιουργώντας τον Άγγελο (Απεσταλμένο ή Αγγελιαφόρο). Ο Άγγελος κατέβηκε εκεί που βρισκόταν ο ήλιος κι η σελήνη κι έθεσε τα δύο ουράνια σώματα σε κίνηση. Έφτασε στα μέσα του ουρανού κι από εκεί εμφανίστηκε με την αρσενική και τη θηλυκή του μορφή στους Δαίμονες, γιους και κόρες του Βασιλέα του Σκότους. Τους ξύπνησε τέτοια ερωτική επιθυμία που αυτοί «εκσπερμάτισαν» ελευθερώνοντας μαζί και το φως που είχαν καταπιεί. Ο Άγγελος επέστρεψε στους Άρχοντες την «αμαρτία» τους (= το σπέρμα), μα αυτοί την άφησαν να πέσει στη γη, η μισή στη θάλασσα κι η άλλη μισή στην ξηρά, όπου και φύτρωσαν πέντε δέντρα.

Οι κόρες του Σκότους που ήταν έγκυες απέβαλαν όταν αντίκρισαν τον Άγγελο. Τα εκτρώματά τους έπεσαν στη γη και τράφηκαν με τα φύλλα των Δέντρων της Αμαρτίας. Η ανάμνηση του Αγγέλου δεν τα άφηνε να ησυχάσουν. Πήγαν στον Ασακλούν (ή Σάκλα), γιο του Βασιλέα του Σκότους κι εκείνος τους αποκρίθηκε: «Φέρτε μου τους γιους και τις κόρες σας κι εγώ θα σας φτιάξω μια μορφή όμοια με αυτή που είδατε»! Ο Ασακλούν καταβρόχθισε τα αρσενικά κι έδωσε τα θηλυκά στη σύντροφό του, τη Νεβροήλ. Έπειτα ενώθηκαν σαρκικά κι η Νεβροήλ γέννησε τον Αδάμ κι αργότερα την Εύα.

Η δημιουργία του ανθρώπου από τους δαίμονες ισοδυναμούσε με κήρυξη πολέμου. Ο Θεός έστειλε τότε στη Γη τον Ιησού Σωτήρα κι εκείνος βρήκε τον Αδάμ. Τον ξύπνησε και του είπε την αλήθεια. Τον πληροφόρησε ότι η ψυχή που βρισκόταν φυλακισμένη στο σώμα του είχε μέσα της το φως και του έδωσε να γευτεί τον καρπό του Δέντρου της Ζωής. Τότε ο Αδάμ αναφώνησε: «καταραμένος να είναι ο δημιουργός του σώματός μου και δεσμώτης της ψυχής μου, καταραμένοι αυτοί που με έκαναν σκλάβο»! Ο δεύτερος πόλεμος των θεών τελείωνε, αυτός των ανθρώπων μόλις άρχιζε.

Στην Πραγματεία του ο Μάνης δεν ασχολείται με την Τελική Κρίση. Το δόγμα του για την Αποκάλυψη το είχε ήδη εκθέσει στο Σαμπουραγκάν. Το τέλος θα το αναγγείλει μια σειρά από γεγονότα: διωγμοί των πιστών κι έπειτα θρίαμβος της Μανιχαϊκής Εκκλησίας, Δευτέρα Παρουσία του Ιησού. Θα ακολουθήσει η τελική κρίση των ανθρώπων κι ο επίγειος κόσμος θα καταστραφεί με μια τεράστια πυρκαγιά.

«Με αυτές τις μυθικές μορφές, που μοιάζουν σε μας παράξενες (και κάποιες φορές αχρείαστα περίπλοκες), η μανιχαϊκή θεολογία θα πρέπει να γοήτευε τη φαντασία των ανθρώπων της Ανατολής που τόσο αγαπούσαν το θαυμαστό» (Niel όπ. π., σελ. 26).

ΙΙ.   Εκκλησιαστική οργάνωση και μανιχαϊκή ηθική

Α.   Η Μανιχαϊκή Εκκλησία

Το γεγονός ότι η Μανιχαϊκή Εκκλησία κατόρθωσε να επιβιώσει παρά τους απηνείς διωγμούς που υπέστη ήδη από την εποχή της θανάτωσης του ιδρυτή της αποτελεί απόδειξη της εξαιρετικής οργάνωσής της, οι βάσεις της οποίας είχαν προφανώς τεθεί από τον ίδιο τον Μάνη.

α.   Ο Κανών των Ιερών Βιβλίων του μανιχαϊσμού

Τα συγγράμματα του Μάνη που θα έπρεπε να περιληφθούν στον κανόνα των ιερών βιβλίων καθορίσθηκαν πολύ σύντομα μετά τον θάνατο του ιδρυτή της θρησκείας. Κατά πάσα πιθανότητα η απόφαση ελήφθη κατά τη δεκαετία που προκαθήμενος της Μανιχαϊκής Εκκλησίας ήταν ο Σισίννιος, τον οποίο είχε ορίσει ως διάδοχό του ο ίδιος ο Μάνης. Το μόνο που παραλείφθηκε ήταν το Σαμπουραγκάν, ίσως γιατί φαινόταν πλέον άκαιρο και ξεπερασμένο ένα βιβλίο που απευθυνόταν σε ένα Σασσανίδη μονάρχη, την ώρα που οι διάδοχοί του είχαν θανατώσει τον προφήτη και εξαπέλυαν διωγμούς των πιστών του. Συχνά γίνεται λόγος για την μανιχαϊκή «Επτάτευχο», μια και μεταξύ των υπόλοιπων συγγραμμάτων του Μάνη η «Εικών» αποτελεί ξεχωριστή περίπτωση. Μερικές φορές το έργο του προφήτη μνημονεύεται και ως «Πεντάτευχος»: λόγω της θεματικής συνάφειάς τους τα Μυστήρια, η Πραγματεία και ο Γίγας ομαδοποιούνται και λογίζονται ως ένα σύγγραμμα.

Τα ιερά βιβλία της Μανιχαϊκής Εκκλησίας δεν περιλαμβάνουν, όμως, μόνο τα κείμενα που συνέταξε ο ιδρυτής. Καταρχάς, υπήρχαν οι διηγήσεις αγιογραφικού χαρακτήρα που αναφέρονται στη ζωή του Μάνη. Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται ο, γνωστός μας πλέον, Μανιχαϊκός Κώδικας της Κολωνίας, καθώς και δύο χειρόγραφα στα κοπτικά, οι «Πράξεις» και οι «Ομιλίες». Το δεύτερο έργο σώζεται με τη μορφή κώδικα αποτελούμενου από φύλλα παπύρου (βρέθηκε στο Φαγιούμ) και περιλαμβάνει τέσσερις λόγους: ο πρώτος από αυτούς είναι ένας θρήνος του Σαλμαίου, μαθητή του Μάνη, για τον θάνατο του διδασκάλου του.

Ακολουθούν τα θεολογικά συγγράμματα με τη μορφή σχολίων επί του μανιχαϊκού δόγματος. Το γνωστότερο από αυτά είναι τα κοπτικά Κεφάλαια. Ιδιαίτερη θέση μεταξύ των ιερών βιβλίων κατέχουν οι συλλογές ψαλμών, όπως το κοπτικό ψαλτήριο του Φαγιούμ, τα αποσπάσματα από τα περσικά και παρθικά ψαλτήρια ή η κινεζική συλλογή 25 ύμνων που βρέθηκε στις σπηλιές του Τουέν-χουάνγκ (10ος αι.). Τέλος, ιερωμένοι και κατηχούμενοι είχαν στη διάθεσή τους πρακτικούς οδηγούς για διάφορα ζητήματα θεολογικού και οργανωτικού χαρακτήρα. Το γνωστότερο σχετικό έργο είναι ένα τυποποιημένο κείμενο για την εξομολόγηση των αμαρτιών των πιστών, το «Χουαστουανέφτ». Σώζεται αποσπασματικά σε περσικά και σογδιανά, το δε πλήρες κείμενό του στα τουρκικά (Tardieu, όπ. π., σελ. 70).

β.   Η οργάνωση της Εκκλησίας

Μανιχαίοι Εκλεκτοί, Χότσο, Τουρφάν, 10ος αι.

Μανιχαίοι Εκλεκτοί, Χότσο, Τουρφάν, 10ος αι.

Οι πλουσιώτερες σε στοιχεία πηγές για την οργάνωση της Εκκλησίας του Μάνη είναι, αφενός μεν, τα γραπτά ενός πρώην μανιχαίου, του γνωστού και μη εξαιρετέου Αυγουστίνου της Ιππώνος, (τα οποία, αν εξαιρέσουμε τους αναμενόμενους αφορισμούς και χλευασμούς του αγίου, είναι λεπτομερή κι αρκετά ακριβή), αφετέρου δε, το μανιχαϊκό κείμενο που είναι γνωστό με τον τίτλο «Ύμνος προς τους Αποστόλους», είναι γραμμένο στα περσικά και βρέθηκε (κι αυτό) στο Τουρφάν.

Η θεμελιώδης διάκριση εντός της Μανιχαϊκής Εκκλησίας είναι αυτή μεταξύ λαϊκών (οι οποίοι ονομάζονται «κατηχούμενοι» και αποτελούν την 5η τάξη των πιστών) και εκκλησιαστικών. Το πέρασμα από τη μια κατηγορία στην άλλη συνεπαγόταν δραστικές μεταβολές όσον αφορά την ένταση των υποχρεώσεων και των δεσμεύσεων του πιστού. Οι περισσότεροι από τους μανιχαίους που αφιερώνονταν στη θρησκεία παρέμεναν στην 4η τάξη πιστών και αποκαλούνταν «εκλεκτοί» ή «δίκαιοι» (στα λατινικά συναντούμε και τους όρους «τέλειοι» και «άγιοι»: perfecti και sancti, αντίστοιχα), ζούσαν σε ναούς και μονές (οι οποίες, αντίθετα προς τη μεταγενέστερη χριστιανική παράδοση, βρίσκονταν πάντα μέσα στις πόλεις). Το σύνολο των δραστηριοτήτων τους σχετιζόταν με την εκπλήρωση των θρησκευτικών καθηκόντων τους: προσευχές, κατήχηση κι εξομολόγηση των πιστών, μελέτη κι αντιγραφή των ιερών βιβλίων. Για τις υλικές ανάγκες τους, λ.χ. σε τρόφιμα και ρουχισμό, μεριμνούσαν οι κατηχούμενοι. Εκλεκτοί μπορούσαν να γίνουν τόσο οι άντρες όσο και οι γυναίκες.

Μεταξύ των εκλεκτών επιλέγονταν αυτοί που θα αποτελούσαν το εν στενή εννοία ιερατείο και θα καταλάμβαναν τα εκκλησιαστικά αξιώματα. Οι τρεις ανώτερες τάξεις υπόκεινται στον περιορισμό του numerus clausus, απαρτίζονται δε αποκλειστικά από άνδρες. Τα μέλη της τρίτης τάξης ονομάζονταν «πρεσβύτεροι» ή «οικοδεσπότες» (ονομασία που κληροδότησαν στον μανιχαϊσμό οι Εσσαίοι, μέσω των Ελκεσαϊτών). Οι πρεσβύτεροι δεν μπορούσαν να ξεπεράσουν σε αριθμό τους 360 (όσες και οι μέρες του χρόνου). Πολύ συχνά ο υπεύθυνος για τη διοίκηση των μανιχαϊκών ναών και μονών ήταν πρεσβύτερος. Η 2η τάξη αποτελούταν από τους επισκόπους. Έφεραν τον τίτλο του «διακόνου» και ο αριθμός τους δεν μπορούσε να υπερβαίνει τους 72 (δηλαδή τον θρυλούμενο αριθμό των μαθητών του Ιησού που στάλθηκαν για να κηρύξουν τον λόγο του θεού). Η ανώτατη τάξη περιελάμβανε τους 12 «διδασκάλους» ή «αποστόλους», οι οποίοι συγκροτούσαν το συμβούλιο της Μανιχαϊκής Εκκλησίας κι είχαν την ευθύνη της υπεράσπισης του δόγματος και της διοίκησης των επαρχιών. Τέλος, στην κορυφή της εκκλησιαστικής ιεραρχίας βρισκόταν ο «Αρχηγός», προκαθήμενος της Εκκλησίας και διάδοχος του Μάνη.

Β.   Μανιχαϊκή ηθική

Ο πιστός όφειλε καταρχήν να συνειδητοποιήσει τη θέση του, αυτήν του εγκλωβισμένου σε ένα μολυσμένο κόσμο. Ο ασκητισμός, η εγκράτεια και η περιφρόνηση για το φθαρτό σαρκίο-φυλακή της ψυχής αποτελούν βασικές αρχές της ζωής του μανιχαίου. Ο κώδικας, πάντως, των ηθικών υποχρεώσεών του διαφοροποιείται αναλόγως της ιδιότητας του κατηχούμενου ή του εκλεκτού.

α.   Οι ηθικές υποχρεώσεις των «εκλεκτών»

Οι εκλεκτοί (και φυσικά οι «ιερωμένοι» των τριών ανώτερων τάξεων) όφειλαν να τηρούν τις πέντε εντολές (ο πλήρης κατάλογός τους διασώζεται σε κείμενα γραμμένα στα κοπτικά και στη γλώσσα της Σογδιανής). Η πρώτη εντολή είναι αυτή της «αλήθειας», όρος που υπονοεί την υποχρέωση του μανιχαίου εκλεκτού να διάγει βίο σύμφωνο με τις επιταγές της θρησκείας.

Η πιο πρωτοποριακή, όμως, από τις ηθικές υποχρεώσεις που υπείχαν οι μανιχαίοι εκκλησιαστικοί ήταν η δεύτερη εντολή, η «απαγόρευση της βίας», η οποία οριζόταν με τρόπο εξαιρετικά διασταλτικό. Η εντολή αυτή εμφανίζει το παράδοξο να είναι ταυτόχρονα εν μέρει απολύτως σύμφωνη με σύγχρονες αντιλήψεις και εν μέρει εντελώς ακατανόητη για αυτές. Ο εκλεκτός δεν πρέπει να πειράξει με οποιονδήποτε τρόπο κάποιο από τα πέντε στοιχεία (φως, φωτιά, νερό, άνεμος και αέρας) τα οποία ενυπάρχουν, αναμεμειγμένα με μόρια μολυσμένης ύλης, στους ανθρώπους, τα ζώα, τα φυτά και τη φύση (Tardieu, όπ. π., σελ. 80). Η εντολή αυτή βασίζεται στην πεποίθηση ότι «κάθε γήινο σώμα μεταφέρει μόρια καθαρού φωτός τα οποία έχουν αιχμαλωτισθεί στην ύλη αναμένοντας τη λύτρωσή τους. Το σύνολό τους σχηματίζει έναν τεράστιο φωτεινό σταυρό που εκτείνεται σε ολόκληρη την οικουμένη, υπενθυμίζοντας το μαρτύριο του Ιησού… Κάθε πράξη που στρέφεται κατά των γήινων σωμάτων στρέφεται και κατά των ίδιων των φωτεινών σωμάτων και, επομένως, κατά του Σταυρού του Φωτός και του Ουράνιου Ιησού» (όπ. π., σελ. 80-81). Ο μανιχαίος απαγορεύεται να σκοτώσει ή να πληγώσει άνθρωπο ή ζώο, ή να πειράξει ένα φυτό. Δεν μπορεί επίσης να ασχοληθεί με αγροτικές εργασίες, να χρησιμοποιήσει ορισμένα φάρμακα ή να «διαταράξει την ηρεμία» του νερού, του χιονιού ή της γης!

Η τρίτη εντολή είναι αυτή της απόλυτης αγνότητας, η οποία επιτάσσει αποχή όχι μόνο από κάθε σεξουαλική επαφή, αλλά και από κάθε πράξη που ενδέχεται να δώσει ευχαρίστηση (όπως το άγγιγμα του χιονιού ή ενός υφάσματος)! Ένα απλό λουτρό, επομένως, αντιβαίνει και στη δεύτερη εντολή (γιατί διαταράσσει τα μόρια φωτός που υπάρχουν σ’ αυτό) και στην τρίτη (γιατί πρόκειται για πράξη που χαρίζει ευχαρίστηση). Βάσει της τρίτης εντολής, απαγορεύεται επίσης κάθε πράξη που συμβάλλει στην αναπαραγωγή των ζώων ή των φυτών, δεδομένου ότι καθυστερεί την τελική λύτρωση των μορίων αγνού φωτός που είναι αιχμαλωτισμένα στα ζωντανά σώματα (Tardieu, όπ. π., σελ. 82).

Η εντολή «περί αγνότητας του στόματος», συνεπάγεται αφενός την απαγόρευση του ψεύδους, της βλασφημίας και της συκοφαντίας και αφετέρου την τήρηση των διατροφικών κανόνων: αυστηρή απαγόρευση της κατανάλωσης κρέατος και ποτών που είναι προϊόντα ζύμωσης (αλκοολούχα και άλλα), κατανάλωση μόνο συγκεκριμένων φρούτων και λαχανικών, νηστείες. Η πέμπτη εντολή, τέλος, είναι η «μακάρια πενία»: ο μανιχαίος δεν έχει την κυριότητα κανενός πράγματος, πέρα από την τροφή μιας ημέρας και το ένδυμα με το οποίο πρέπει να περάσει μια χρονιά.

β.   Ο κώδικας των ηθικών υποχρεώσεων των κατηχούμενων

Μανιχαίοι, Χότσο, Τουρφάν (9ος αι.)

Μανιχαίοι, Χότσο, Τουρφάν (9ος αι.)

Μολονότι διέπεται από τις ίδιες αρχές, ο κώδικας των κανόνων ηθικής που δεσμεύουν τους κατηχούμενους είναι σαφώς ελαστικότερος ως προς το εύρος των υποχρεώσεων απ’ ό,τι αυτός που ισχύει για τους εκλεκτούς. Σε αντίθετη περίπτωση, άλλωστε, θα έπρεπε να σταματήσει κάθε οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα και, φυσικά, η αναπαραγωγή του ανθρώπινου είδους. Μια τέτοια εξέλιξη θα ήταν υπερβολικά ριζοσπαστική ακόμα και για μια θρησκεία που πρέσβευε την ιδέα ότι κόλαση ήταν η επίγεια ζωή (Niel όπ. π., σελ. 27).

Οι λαϊκοί υπέχουν υποχρεώσεις πέντε ειδών. Η πρώτη είναι η τήρηση των Δέκα Εντολών. 1. Απάρνηση της ειδωλολατρίας, αποδοχή του μονοθεϊσμού και απόρριψη της όποιας ανθρωπομορφικής θεώρησης του θεού. Ο αληθινός θεός δεν είναι υπεύθυνος ούτε για τη ζωή ούτε για το θάνατο επί της γης. 2. Απαγόρευση του ψεύδους, της βλασφημίας και της συκοφαντίας. 3. Απαγόρευση της κατανάλωσης κρέατος και αλκοολούχων ποτών. 4. Επίδειξη σεβασμού στους ανθρώπους της θρησκείας. 5. Μονογαμία, συζυγική πίστη και, κατά τις ημέρες νηστείας, αποχή από κάθε σεξουαλική πράξη. 6. Παροχή βοήθειας στους κατατρεγμένους και καταδίκη της φιλαργυρίας. 7. Καταδίκη ψευδοπροφητών και επίορκων πρώην μανιχαίων. 8. Απαγόρευση να χτυπήσει, πληγώσει, βασανίσει ή να σκοτώσει ανθρώπους και ζώα. 9. Απαγόρευση της κλοπής και της απάτης. 10. Απαγόρευση πράξεων που σχετίζονται με τη μαγεία και τη μαγγανεία.

Επιπροσθέτως, ο κατηχούμενος είναι υποχρεωμένος να προσεύχεται τέσσερις φορές ημερησίως (ανατολή, μεσημβρία, δύση και νύχτα – οι εκλεκτοί έπρεπε να προσεύχονται επτά φορές σε ανάμνηση των ισάριθμων προσευχών του Πρώτου Ανθρώπου κατά την αιχμαλωσία του στο βασίλειο του σκότους), στραμμένος προς τον ήλιο και τη σελήνη, τα ουράνια σώματα που «αποτελούν τον δρόμο μας και την πύλη μέσα από την οποία θα οδηγηθούμε στον κόσμο της ύπαρξής μας, την ουράνια πατρίδα μας» (Μάνης «Τα των Μυστηρίων»). Υπέχει υποχρέωση ελεημοσύνης, η οποία περιλαμβάνει και τη συντήρηση των εκλεκτών. Πρέπει να νηστεύει κατά τις καθορισμένες ημέρες. Η ημέρα εβδομαδιαίας νηστείας ήταν η Κυριακή, η ημέρα του ήλιου. Η νηστεία αυτή ήταν ιδιαιτέρως σημαντική για τους μανιχαίους μια και συμβόλιζε την ένωση του πληρώματος της Εκκλησίας: τίποτε δεν διέκρινε εκλεκτούς και κατηχούμενους τις Κυριακές (Tardieu, όπ. π., σελ. 88)! Οι λαϊκοί, τέλος, έπρεπε (όπως και οι εκλεκτοί) να εξομολογούνται τις αμαρτίες τους. Η καθορισμένη ημέρα εξομολόγησης ήταν η Δευτέρα (η ημέρα που ήταν αφιερωμένη στη σελήνη).

Τηρώντας τις ηθικές υποχρεώσεις του, ένας μανιχαίος εκλεκτός μπορούσε να ελπίζει ότι θα κατακτήσει τη βασιλεία των ουρανών. Για τον απλό κατηχούμενο που είχε ζήσει σύμφωνα με τον νόμο της θρησκείας του, υπήρχε η ελπίδα να ξαναγεννηθεί στο σώμα κάποιου που επρόκειτο να γίνει εκλεκτός (Niel όπ. π., σελ. 27-28).

Γ.   Οι γιορτές των μανιχαίων

Δεδομένου ότι ο μανιχαϊσμός, διατηρώντας ως προς τούτο την ελκεσαϊτική παράδοση, είχε ενσωματώσει στο δόγμα του τη διδασκαλία του Ιησού, οι πιστοί του συνέχιζαν να τιμούν τις μεγάλες χριστιανικές γιορτές: Θεοφάνεια, Πάσχα, Πεντηκοστή. Η σπουδαιότερη αμιγώς μανιχαϊκή γιορτή ήταν αυτή του Βήματος, ημέρα μνήμης του μαρτυρίου του προφήτη. Η ονομασία παρέπεμπε στο βήμα απ’ όπου δίδασκε ο Μάνης. Η γιορτή αυτή ακολουθούσε σε πολλά σημεία το πρότυπο του χριστιανικού Πάσχα: εαρινή ημερομηνία (το Βήμα εορταζόταν την εαρινή ισημερία), προετοιμασία με αγρυπνίες και παρατεταμένη νηστεία (για την ακρίβεια, σειρά νηστειών που ξεκινούσαν περί τα μέσα Νοεμβρίου και κορυφώνονταν με τη νηστεία των 30 ημερών, μεταξύ Φεβρουαρίου και Μαρτίου, η οποία πάντως διακόπτεται με τη δύση του ηλίου) και φυσικά κοινή σημασία: η ανάμνηση των παθών του ιδρυτή της θρησκείας. Την ημέρα της γιορτής οι πιστοί τιμούσαν το μαρτύριο του προφήτη, τον θάνατο και την «απελευθέρωσή» με την ανάληψη στους ουρανούς. Για τους μανιχαίους επρόκειτο για το αληθινό Πάσχα: «η χριστιανική γιορτή τιμούσε κατά τα φαινόμενα πάθη και θάνατο, διότι ο Ουράνιος Ιησούς δεν ήταν δυνατό ούτε να υποφέρει ούτε να πεθάνει, ενώ η μανιχαϊκή γιορτή τιμούσε κάποιον που βασανίστηκε και πέθανε στ’ αλήθεια» (Tardieu, όπ. π., σελ. 90).

ΙΙΙ.   Εξάπλωση του μανιχαϊσμού

«Μανιχαίοι υπάρχουν σχεδόν παντού, πουθενά, όμως, δεν είναι πολλοί. Δεν βλάπτουν κανένα, υπάρχουν όμως αρκετοί που θέλουν το κακό τους» (Λιβάνιος «Επιστολή προς Πρισκιανό»)

Μποττιτσέλλι "Άγιος Αυγουστίνος"

Μποττιτσέλλι «Άγιος Αυγουστίνος»

Α.   Στην Περσία. Πολύ νωρίς ο μανιχαϊσμός αντιμετώπισε διωγμούς οι οποίοι θα μπορούσαν να τον έχουν εξαφανίσει ήδη από τα πρώτα βήματά του. Στην πατρίδα του, την αυτοκρατορία των Σασσανιδών, οι διωγμοί συνεχίστηκαν στα χρόνια της βασιλείας του Βαχράμ Β΄, ο οποίος, όπως και ο πατέρας του, ελεγχόταν από τον Κιρντίρ. Δέκα χρόνια αφότου ανέλαβε την ηγεσία της Μανιχαϊκής Εκκλησίας, ο διάδοχος του Μάνη, ο Σισίννιος, συνελήφθη και μαρτύρησε στην Μπεσαμπούρ της Περσίας (284 ή 286). Οι διώξεις θα σταματήσουν προσωρινά με την άνοδο στον θρόνο του Ναρσή, τρίτου γιου του Σαπώρη Α΄ (292). Η ηρεμία δεν θα κρατήσει ούτε δεκαετία: ο διάδοχος του Ναρσή (Ορμίσδας Β’ ) θα επιστρέψει στην πολιτική των διωγμών μανιχαίων και χριστιανών.

Β.   Ο μανιχαϊσμός στη Δύση. Και, όμως, παρά τις αντιξοότητες, ο μανιχαϊσμός θα επιβιώσει και θα διαδοθεί πέρα από τα σύνορα της περσικής αυτοκρατορίας. Συγγράμματα χριστιανών πολέμιων του Μάνη, αυτοκρατορικά έδικτα και άλλα στοιχεία μαρτυρούν την παρουσία μανιχαίων σε διάφορες επαρχίες της αυτοκρατορίας: Αίγυπτος και υπόλοιπη Βόρεια Αφρική (ήδη από τα τέλη του 3ου αι.), Συρία (πρώτο ήμισυ του 4ου αι.), Μικρά Ασία (το 375 ο Μακάριος της Μαγνησίας  γράφει ότι «ο μανιχαϊσμός έχει διαφθείρει ολόκληρη την Ανατολή»), Ευρώπη. Στα μέσα του 4ου αι. συντάσσονται στην Αίγυπτο οι κοπτικοί κώδικες του Ναγκ Χαμμαντί (Άνω Αίγυπτος). Το 373 ο γεννημένος στη Θαγάστη της Νουμιδίας Αυγουστίνος εισέρχεται στην Μανιχαϊκή Εκκλησία ως κατηχούμενος. Δέκα χρόνια αργότερα, η γνωριμία του με τον Φαύστο της Μιλέβης, μανιχαίο επίσκοπο Αφρικής, θα απογοητεύσει τόσο πολύ τον Αυγουστίνο που θα τον απομακρύνει από τη διδασκαλία του Μάνη. Η συνέχεια είναι γνωστή: το 387 βαπτίζεται χριστιανός στο Μεδιόλανο και ξεκινά τη σταδιοδρομία που θα τον οδηγήσει στη συγγραφή ορισμένων εκ των σημαντικότερων θεολογικών έργων (πολλά από αυτά με χαρακτήρα αντίκρουσης των ιδεών του μανιχαϊσμού) και, τελικά, στην αγιοσύνη.

Ούτε η ρωμαϊκή αυτοκρατορική εξουσία έδειξε ιδιαίτερη συμπάθεια ή έστω ανοχή προς τον μανιχαϊσμό. Ο πρώτος διωγμός χρονολογείται στα 297 κι ένα έδικτο του Διοκλητιανού. Το 372 έδικτο του Ουαλεντινιανού προβλέπει χρηματικές ποινές, δημεύσεις περιουσίας και ποινές εξορίας κατά των μανιχαίων που ζουν στη Ρώμη. Το 381, ο Θεοδόσιος Α΄ επιβάλλει ποινή αποστέρησης πολιτικών δικαιωμάτων σε αυτούς που έχουν ασπασθεί το μανιχαϊσμό, φανερά ή κρυφά. Θα ακολουθήσουν στον κατάλογο των διωκτών ο Ονώριος, ο Ουαλεντινιανός Γ΄, ο Θεοδόσιος Β΄, ο Ιουστίνος κι ο Ιουστινιανός. Σ’ αυτούς θα προστεθούν, νομοτελειακά, οι αξιωματούχοι της Χριστιανικής Εκκλησίας που έχει πια επικρατήσει στην αυτοκρατορία (λ.χ. οι πάπες Γελάσιος Α΄, το 492, και Ορμίσδας, το 520). Υφιστάμενος τον άνισο ανταγωνισμό του χριστιανισμού, ο μανιχαϊσμός δεν θα αντέξει στη Δύση. Σιγά-σιγά θα σβήσει ως οργανωμένη Εκκλησία.

Γ.   Ο μανιχαϊσμός στην Ανατολή. Ακόμη πιο εντυπωσιακή υπήρξε η διάδοση του μανιχαϊσμού προς ανατολάς. Μέσω του Χορασάν, έφτασε γρήγορα στην Κεντρική Ασία, τη Βακτριανή και τη Σογδιανή, όπου και γνώρισε μεγάλη άνθηση. Η Σαμαρκάνδη έγινε η «πρωτεύουσα» του μανιχαϊσμού. Τα σογδιανά αντικατέστησαν σταδιακά τα παρθικά ως κύρια γλώσσα της Μανιχαϊκής Εκκλησίας της Ανατολής.

Το 570 οι μανιχαϊκές κοινότητες της περιοχής του Ώξου, καθοδηγούμενες από τον Σαντ Ορμίσδ, κατηγορούν τη Μητέρα Εκκλησία της Βαβυλωνίας για χαλάρωση των ηθών, Το πρώτο σχίσμα στην Ιστορία του μανιχαϊσμού είναι γεγονός. Την ίδια χρονιά, στη Μέκκα, γεννιέται ο Μωάμεθ. Τα γεγονότα θα τρέξουν με απίστευτη ταχύτητα. Αμέσως μετά τον θάνατο του προφήτη (632) οι Άραβες θα ξεχυθούν για να κατακτήσουν τον κόσμο. Το 637 καταλαμβάνουν την Κτησιφώντα. Η μεγάλη ιρανική αυτοκρατορία των Σασσανιδών ανήκει στο παρελθόν. Η ανεκτικότητα που επεδείκνυε το Ισλάμ προς τη θρησκεία του Μάνη γνώρισε πολλές διακυμάνσεις. Οι μουσουλμάνοι κινούνται προς τα ανατολικά (το 710 φθάνουν στη Σογδιανή), ο διωκόμενος μανιχαϊσμός ανατολικότερα. Σόγδιοι μανιχαίοι διασχίζουν το σημερινό κινεζικό Τουρκεστάν, όπου το Κασγκάρ αποτελεί ήδη κέντρο του μανιχαϊσμού, και φθάνουν μέχρι τον Κίτρινο Ποταμό. Και κάπως έτσι θα καταστεί δυνατή η συνάντηση του μανιχαϊσμού με μια ομάδα νομαδικών φυλών που επρόκειτο να γοητευθεί από τη διδασκαλία του Μάνη. Μιλάμε για τους Τούρκους

Ορντού Μπαλίκ/ Καρά-μπαλγασούν

Ορντού Μπαλίκ/ Καρά-μπαλγασούν

Στις 20 Νοεμβρίου του 762, οι Ουιγούροι καταλαμβάνουν και λεηλατούν την κινεζική πόλη του Λο-γιανγκ στον Κίτρινο Ποταμό. Ο καγάνος τους, ο Τενγκρί Μπεγύ, που οι Κινέζοι ονόμαζαν Μέου-γιου, γνωρίζει μανιχαίους ιεραπόστολους (μάλλον καταγόμενους από τη Σογδιανή) που ζούσαν εκεί, εντυπωσιάζεται και ασπάζεται τον μανιχαϊσμό. Επιστρέφοντας στην πρωτεύουσά του, το Ορντού Μπαλίκ επί του ποταμού Ορχόν, φέρνει μαζί του μανιχαίους εκλεκτούς οι οποίοι θα ιδρύσουν την εκεί Μανιχαϊκή Εκκλησία, προσηλυτίζοντας τον πληθυσμό (Jean-Paul Roux «L’Asie Centrale (Histoire et civilisations)», Fayard, Παρίσι, 1997, σελ. 201-202). Από τη νέα του βάση ο μανιχαϊσμός θα διαδοθεί αφενός μεταξύ των τουρκικών φυλών, αφετέρου στην Κίνα. Η περίφημη τρίγλωσση επιγραφή της Καρά-μπαλγασούν (σήμερα στη Μογγολία, περίπου 815, κινεζικά, τουρκικά, σογδιανά) διηγείται την ιστορία της διάδοσης του μανιχαϊσμού μεταξύ των Ουιγούρων: «Η χώρα του αλληλοσκοτωμού έγινε χώρα της καλοσύνης». Στα μέσα του 9ου αι. ο μανιχαϊσμός επικρατεί στην ουιγουρική ηγεμονία του Τουρφάν. Η επιτυχία του μανιχαϊσμού μεταξύ των τουρκικών φυλών εξηγείται και από ειδικούς λόγους: επιθυμία των Ουιγούρων να αναπτύξουν τις εμπορικές σχέσεις τους με τους Σογδίους, στόχο στην επίτευξη του οποίου μπορούσε να βοηθήσει μια κοινή θρησκεία, ικανότητα προσαρμογής του μανιχαϊσμού στις παραδόσεις του τουρκικού σαμανισμού.

Η άνοιξη δεν θα κρατήσει για πάντα. Θα έρθει η ώρα που η θρησκεία του Μάνη θα βρεθεί και στο Τουρκεστάν αντιμέτωπη με το ισλάμ. Δίχως τη στήριξη της πολιτικής εξουσίας θα αρχίσει να χάνει έδαφος. Αργότερα, η αυτοκρατορία των Μογγόλων του Τσενγκίς Χαν, παρά τη γνωστή πολιτική θρησκευτικής ανεκτικότητας που τη χαρακτήριζε, δεν θα ευνοήσει τελικά ιδιαίτερα στην επιβίωση του μανιχαϊσμού. Απομονωμένες ή ολιγομελείς μανιχαϊκές κοινότητες θα συνεχίσουν να υπάρχουν (μια από αυτές θα γνωρίσουν ο Μάρκο κι ο Μαφέο Πόλο το 1292 στο Τσιουάν-τσέου/ Ζαΐτούν, στην ηπειρωτική Κίνα απέναντι από την Ταϊβάν), αλλά η πορεία μαρασμού δεν θα ανακοπεί.

Εύλογα αναρωτιέται κάποιος γιατί ο μανιχαϊσμός δεν κατόρθωσε να επιβιώσει ως θρησκεία μέχρι τις ημέρες μας. Τι λιγότερο ή τι περισσότερο είχε, ώστε τελικά να μην μπορέσει να βρεί τη θέση που του άξιζε στην παγκόσμια Ιστορία των θρησκειών; Ήταν, άραγε, περισσότερο πρωτοποριακός απ’ ό,τι έπρεπε; Μήπως η αυστηρότητα κι ο ακραίος ασκητισμός του αποθάρρυναν; Μήπως φόβιζαν την εκάστοτε κοσμική εξουσία κάνοντάς την να θεωρεί την Εκκλησία του Μάνη επικίνδυνα «αντικοινωνική»; Το βέβαιο είναι ότι του έλειψε ακριβώς αυτή η στήριξη μιας ισχυρής εξουσίας, αυτοκρατορικής κατά προτίμηση. Αν την είχε, ίσως και να βρισκόταν στη θέση του χριστιανισμού ή του ισλάμ [i]. Σε κάθε περίπτωση, η επίδρασή του υπήρξε σημαντική: γονιμοποίησε ιδέες, επηρέασε θρησκείες, επέζησε μέσα από μεταγενέστερες μορφές θρησκευτικής πίστης που ενσωμάτωναν πολλές από τις αρχές του.

ΥΓ: Η παρούσα ανάρτηση μπορεί και να θεωρηθεί απλώς περίληψη του βιβλίου του Μισέλ Ταρντιέ, το οποίο ήδη μνημονεύσαμε, εμπλουτισμένη με επιπλέον στοιχεία και κάποιες ρογήρειες σκέψεις. Είναι, επίσης, αδιαμφισβήτητο ότι άργησε πολύ να δημοσιευθεί. Οι υποχρεώσεις της καθημερινότητας, όμως, ξεπερνούν συχνά ακόμη και τις καλύτερες προθέσεις. Κι έπειτα, το άρθρο κατέληξε να έχει τριπλάσια έκταση από αυτήν που υπολόγιζα αρχικά. Θα πρέπει να είναι μάλλον ένδειξη συμπάθειας για τον μανιχαϊσμό, συμπάθεια που αξίζει σε όλους τους μεγάλους ηττημένους της Ιστορίας. Τούτος εδώ, βέβαια, αντιστάθηκε σθεναρά. Κι άφησε ανεξίτηλα τα ίχνη του.


[i] Συγκρίνοντας τις υποχρεώσεις των κατηχούμενων μανιχαίων με αυτές των πιστών του ισλάμ διαπιστώνουμε ότι ο μανιχαϊσμός πρέπει να επηρέασε σαφώς τη θρησκεία του Μωάμεθ. Η τήρηση των 10 μανιχαϊκών εντολών μπορεί να συγκριθεί με την υποχρέωση πίστης του μουσουλμάνου. Προσευχή, νηστεία και ελεημοσύνη αποτελούν κοινές υποχρεώσεις στις δύο θρησκείες, ενώ απλώς η εξομολόγηση αμαρτιών των μανιχαίων αντικαταστάθηκε στο ισλάμ από το προσκύνημα στους Άγιους Τόπους (Tardieu, όπ. π., σελ. 84-85). Είναι δε αξιοσημείωτο ότι ο ισλαμισμός ακολούθησε για το Ραμαζάνι το πρότυπο νηστείας του μανιχαϊσμού (νηστεία που διακόπτεται με τη δύση του ηλίου).

Δύο ήλιοι λάμπουν στον ουρανό – μέρος Ι: από τον ζωροαστρισμό στον γνωστικισμό

10 Αυγούστου, 2012

«De erroribus Manicheorum moderni temporis: Manicheorum itaque secta et heresis et ejus devii sectatores duos Deos aut duos Dominus asserunt et fatentur, benignum Deum videlicet et malignum, creationem omnium rerum visibilium et corporalium asserentes non esse factam a Deo patre celesti, quem dicunt Deum benignum, sed a dyabolo et Sathana, malo Deo, quia ipsum vocant Deum malignum et Deum hujus seculi et principem hujus mundi. Sicque duos ponunt creatores, Deum videlicet et dyabolum, et duas creationes, unam scilicet rerum invisibilium et incorporalium et alteram visibilium et corporalium… » (Bernardus Guidonis «Practica officii Inquisitionis heretice pravitatis»)

Περί των σφαλμάτων των Μανιχαίων της σύγχρονης εποχής: Η οργάνωση, η αίρεση και οι πιστοί υποστηρικτές των Μανιχαίων ισχυρίζονται κι ομολογούν πως υπάρχουν δύο Θεοί, δηλαδή δύο Κύριοι, ο Θεός του καλού κι ο Θεός του κακού. Ισχυρίζονται ότι η δημιουργία κάθε ορατού και υλικού πράγματος δεν αποτελεί έργο του Θεού, του Ουράνιου Πατρός, αυτού που αποκαλούν Θεό του καλού, αλλά του διαβόλου και του Σατανά, δηλαδή του Θεού του κακού, αυτού που ονομάζουν κακό Θεό, Θεό και ηγεμόνα αυτού εδώ του κόσμου. Διακρίνουν, επομένως, δύο δημιουργούς, Θεό και διάβολο, και δύο δημιουργίες, αυτήν των άυλων και αοράτων κι εκείνη των ορατών κι υλικών πραγμάτων» (Βερνάρδος Γκι «Εγχειρίδιο του Ιεροξεταστή», 5ο μέρος, Τουλούζη, περ. 1323-1324, επιμ. και μετάφραση στα γαλλικά G. Mollat, έκδ. Les Belles Lettres, Παρίσι 1926, 2η έκδ. 1964, σελ. 10-11)]

Εάν ο Θεός είναι πανάγαθος ΚΑΙ παντοδύναμος, τότε γιατί η ζωή των περισσότερων ανθρώπων είναι σημαδεμένη από τη δυστυχία; Εκτός από τους λίγους που ανήκουν στον στενό κύκλο της άρχουσας τάξης, οι υπόλοιποι βιώνουν μια μίζερη καθημερινότητα σκληρής δουλειάς, πάντα στο έλεος των ισχυρών. Επιδρομές και πόλεμοι, φυσικές καταστροφές, λιμοί, επιδημίες κι άλλες ασθένειες και, αναπόδραστη κατάληξη, ο θάνατος. Για ποιο λόγο η ζωή είναι αναπόσπαστα δεμένη με τον πόνο; Πού οφείλεται το Κακό; Στο πλαίσιο ενός πολυθεϊσμού, όπου οι θεοί διαθέτουν ανθρώπινο χαρακτήρα, η εξήγηση είναι συνήθως απλή: οι θεοί δεν έμειναν ευχαριστημένοι από τις προσφορές και τη συμπεριφορά των ανθρώπων. Η απάντηση δεν είναι εντελώς ικανοποιητική. Στο πλαίσιο του μονοθεϊσμού, μια άλλη εξήγηση συνίσταται στην ύπαρξη κάποιου προπατορικού αμαρτήματος που εξακολουθεί να κατατρύχει το γένος των ανθρώπων. Απάντηση σκληρή κι άδικη. Υπάρχει ωστόσο και μια τρίτη εξήγηση, η οποία ανασκευάζει εν μέρει τους όρους του ερωτήματος. Η απάντηση αυτή ονομάζεται Δυϊσμός και έγκειται στον διαχωρισμό του κακού από τη θεία δράση. Ο Θεός είναι μεν πανάγαθος, αλλά δεν είναι και παντοδύναμος, διότι στο σύμπαν υπάρχουν δύο αντίπαλες Αρχές, το Καλό και το Κακό. Οι μεταβολές στη ζωή των ανθρώπων δεν είναι παρά αποτέλεσμα της αέναης πάλης μεταξύ αυτών των δύο στοιχείων.

Ας ξεκινήσουμε την αφήγησή μας, η οποία θα μας ταξιδέψει, στο διάβα των αιώνων, από τα ιρανικά υψίπεδα μέχρι τα Πυρηναία.

Ι. Τάδε έφη Ζαρατούστρα…

Η ιστορία μας αρχίζει κάπου στον ευρύτερο ιρανικό χώρο. Πότε και πού ακριβώς, δεν το γνωρίζουμε. Ίσως στα οροπέδια της αρχαίας Μηδίας, ίσως κάπου στη Βακτριανή.

Η αρχαία περσική θρησκεία έχει μάλλον πολυσυλλεκτικό χαρακτήρα: συνυπάρχουν οι λατρείες διαφόρων θεοτήτων (Μίθρας, Ανάχιτα, Αχούρα Μάζδα), ουράνιων σωμάτων και στοιχείων της φύσης (με τις θεότητες να ταυτίζονται πολλές φορές με τα δεύτερα και τα τρίτα). Από το υλικό αυτό, αλλά και από την ευρύτερη άρια παράδοση, ένας προφήτης θα διαμορφώσει τον πρώτο, ίσως, δυϊστικό μονοθεϊσμό της Ιστορίας.

Α.   Ο προφήτης

Πέπλο μυστηρίου καλύπτει την ύπαρξη και τον βίο του Ζαραθούστρα (ή Ζαραθόστρο) Σπιτάμα, τον οποίο οι Έλληνες αποκαλούσαν Ζωροάστρη. Δεν είμαστε καν βέβαιοι για το αν πρόκειται για ιστορικό ή μυθικό πρόσωπο, ούτε μπορούμε να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο η σχετική παράδοση να αφορά περισσότερα του ενός άτομα. Μπορεί να έζησε οποτεδήποτε μεταξύ των αρχών της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. και του 6ου αιώνα π.Χ., ενώ κατά καιρούς προτάθηκαν και θεωρίες που τοποθετούσαν τη ζωή του στους πρώτους αιώνες της μετά Χριστόν εποχής. Το βασικό ιερό κείμενο του ζωροαστρισμού, η Αβέστα, συντάχθηκε μάλλον κατά τον 2ο αι. μ.Χ., ενσωματώνει όμως παλαιότερα κείμενα, μεταξύ των οποίων και οι Γκάθες, ύμνοι που λέγεται ότι γράφτηκαν από τον ίδιο τον προφήτη. Στην εποχή μας επικρατεί η άποψη ότι πιθανότερο είναι ο Ζωροάστρης να έζησε κατά την δεύτερη χιλιετία π.Χ. Η άποψη αυτή στηρίζεται σε αρχαιολογικά στοιχεία και στη γλωσσολογική εξέταση των ιερών κειμένων του ζωροαστρισμού, σε αντιπαραβολή με τις ινδικές Βέδες. Παλαιότερα επικρατούσε η αντίληψη ότι ο Ζωροάστρης έζησε τον 7ο ή 6ο αι. π.Χ., η οποία στηριζόταν στο γράμμα αβεστικών και νεότερων ιρανικών παραδόσεων, καθώς και σε στοιχεία της αρχαιοελληνικής γραμματείας (στους «Στρωματείς» του, βιβλίο Α΄, κεφ. ΙΕ΄, ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς αναφέρει ότι ο Πυθαγόρας καταλεγόταν μεταξύ των μαθητών του Ζωροάστρη: «Ζωροάστρην δὲ τὸν Μάγον τὸν Πέρσην ὁ Πυθαγόρας ἐζήλωσεν»). Στη «Δημιουργία» του, ο Γκορ Βιντάλ τοποθετεί χρονικά τον βίο του προφήτη μεταξύ -590 και -515. Η ίδια σύγχυση παρατηρείται και στις προσπάθειες ετυμολόγησης του ονόματός του. Παλαιότερα είχαν προταθεί ευφάνταστες ποιητικές ερμηνείες που το μετέφραζαν ως «λαμπρό άστρο», αλλά η αλήθεια πρέπει να είναι μάλλον πιο πεζή μια και το Ζαραθόστρο σημαίνει… «αυτός με τις γέρικες καμήλες».

Σύμφωνα με ορισμένους γεννήθηκε στις Ράγες της Μηδίας. Για άλλους, πάλι, κάπου στη Βακτριανή. Όλοι συμφωνούν ότι πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη δεύτερη αυτή περιοχή της Κεντρικής Ασίας. Λέγεται ότι ήταν ιερέας του Αχούρα Μάζδα. Σε μια σειρά από οράματα, ο ίδιος ο θεός του αποκάλυψε την αλήθεια. Από τότε ο Ζωροάστρης αφιέρωσε τη ζωή του στη διάδοση του λόγου του θεού. Αν πιστέψουμε την αβεστική παράδοση που διασώζει κι ο Φιρντουσί στο περίφημο «Σαχναμέ» (κι ακολουθεί ο Βιντάλ στο προαναφερθέν μυθιστόρημα) ο προφήτης σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια επιδρομής Ιρανών νομάδων (των Τουρανών) στα Βάκτρα.

Β.   Η διδασκαλία του Ζωροάστρη

Η θεμελιώδης ιδέα της ζωροαστρικής διδασκαλίας είναι ακριβώς η αέναη πάλη μεταξύ Καλού και Κακού. Η πρώτη αρχή ενσαρκώνεται από τον Αχούρα Μάζδα ή Ορμούζδ (Ωρομάσδη για τους Έλληνες), η δεύτερη από τον Αχριμάν. Στον αγώνα αυτό με τις διαρκείς μεταπτώσεις ο «Σοφός Κύριος» (Αχούρα Μάζδα) επικουρείται από μια στρατιά υποστάσεων που μετέχουν της θείας φύσης, τους «Ευμενείς Αθανάτους» (Σραόσα ακούς; ), οι οποίοι μας θυμίζουν τους αγγέλους της ιουδαιοχριστιανικής παράδοσης. Οι άνθρωποι μπορούν να βοηθήσουν στον πόλεμο καλού και κακού: οι αγαθές σκέψεις και οι καλές πράξεις ενδέχεται να επισπεύσουν την τελική επικράτηση των δυνάμεων του φωτός. Άλλωστε, κατά τον Ζωροάστρη, η σύγκρουση είναι προσωρινή. Ο Σοφός Κύριος θα νικήσει τελικά, εξαφανίζοντας τον Αχριμάν. Την οριστική νίκη θα την προαναγγείλει στους ανθρώπους ένας Μεσσίας-Σωτήρας, ο οποίος θα τους ανακοινώσει ότι πλησιάζει το πλήρωμα του χρόνου και θα τους καλέσει να προετοιμαστούν για την τελική κρίση. Μετά τον θρίαμβό του επί του Αχριμάν, ο Αχούρα Μάζδα θα κρίνει τους ανθρώπους και θα αποφασίσει ποιοι θα είναι οι εκλεκτοί που θα τον ακολουθήσουν στον Παράδεισο του Φωτός.

Γ. Εξάπλωση και επιρροή του ζωροαστρισμού

Ο ζωροαστρισμός πρέπει να εξαπλώθηκε γρήγορα στο σύνολο του ιρανικού κόσμου. Παλαιότερα γινόταν δεκτό ότι αποτελούσε την επικρατούσα θρησκεία της περσικής αυτοκρατορίας, ήδη από τα χρόνια των πρώτων Αχαιμενιδών. Η αντίληψη αυτή είναι μάλλον υπερβολική. Ίσως στηρίζεται στην παράδοση ότι ο Ζωροάστρης προσηλύτισε τον Υστάσπη, σατράπη της Βακτριανής και πατέρα του Δαρείου Α΄, και μέσω αυτού και τον ίδιο τον μεγάλο βασιλέα. Είναι αλήθεια ότι o Δαρείος ο Μέγας έδειχνε μια προτίμηση στον Αχούρα Μάζδα (βλ. π.χ. την επίκληση προς αυτόν στη μνημειακή επιγραφή του Μπεχιστούν), αλλά είναι πιο λογικό να μιλήσουμε για εύνοια προς τον μαζδαϊσμό στο πλαίσιο ενός πολυθεϊσμού, παρά για πίστη στον ζωροαστρισμό και για ανάδειξή του σε «κρατική θρησκεία». Κάτι τέτοιο άλλωστε θα ερχόταν σε σαφή αντίθεση προς την πολιτική θρησκευτικής ανεκτικότητας που παραδοσιακά ακολουθούσαν οι Αχαιμενίδες. Ίσως τα πράγματα να άλλαξαν κατά την εποχή των Σασσανιδών, αν και πάλι δεν είναι βέβαιο ότι η τελευταία περσική δυναστεία της Αρχαιότητας είχε προσχωρήσει ακριβώς στον ζωροαστρισμό. Είναι πολύ πιθανόν να επρόκειτο για μια παραλλαγή του ζωροαστρικού δυϊσμού, τον ζερβανισμό, για τον οποίο δεν είμαστε καν σίγουροι για τον αν προϋπήρξε του ζωροαστρισμού ή αν ήταν μετεξέλιξή του. Σε αντίθεση προς τον κυρίως ζωροαστρισμό, ο ζερβανισμός δεν χαρακτηρίζεται από απόλυτο, αλλά σχετικό δυισμό: ο Αχούρα Μάζδα κι ο Αχριμάν εκπορεύονται από μια ανώτερη αρχή, τον Άπειρο Χρόνο (Ζερβάν ακαράνα).

Παρά το συντριπτικό χτύπημα που θα δεχθεί από την εξάπλωση του ισλάμ στον χώρο επιρροής του, ο ζωροαστρισμός θα κατορθώσει να επιβιώσει ως τις μέρες μας. Πιστοί του Ζωροάστρη υπάρχουν και σήμερα στο Ιράν και σε άλλες χώρες με ιρανόφωνο πληθυσμό, όπως το Τατζικιστάν. Ίσως, όμως, η πιο γνωστή ζωροαστρική μειονότητα να είναι αυτή των Παρσί στην Ινδία, οι οποίοι έχουν να επιδείξουν δυσανάλογα μεγάλη προς την αριθμητική δύναμή τους παρουσία στην πολιτική και (κυρίως) οικονομική ζωή της χώρας.

Ακόμη σημαντικότερη είναι η επιρροή που άσκησε ο ζωροαστρισμός σε άλλες θρησκείες και φιλοσοφικά συστήματα. Η παρατήρηση αυτή ισχύει για το βασικό δόγμα της θρησκείας, τον κατ’ ουσίαν μονοθεϊσμό και την παραδοχή της ύπαρξης δύο αντιμαχόμενων αρχών. Ισχύει επίσης για μια σειρά από άλλα στοιχεία, όπως είναι οι έννοιες του παραδείσου, του σατανά, των αγγέλων και των δαιμόνων, της τελικής κρίσης και της προαναγγελίας της από ένα μεσσία. Δεν μπορεί να αποκλεισθεί ότι οι ιδέες αυτές έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην τελική διαμόρφωση του ιουδαϊσμού και, μέσω αυτού, άσκησαν επιρροή στον χριστιανισμό. Είναι, πάντως, βέβαιο ότι ο ζωροαστρισμός συνεισέφερε ιδιαίτερα στο πολυσχιδές κίνημα του γνωστικισμού.

ΙΙ. Η Γνώση

Πώς είναι δυνατό να παρουσιαστεί συνοπτικά και με πληρότητα ένα τόσο ποικιλόμορφο κι ανομοιογενές φιλοσοφικό και θρησκευτικό κίνημα όσο αυτό του Γνωστικισμού που άκμασε κατά τους πρώτους αιώνες της μετά Χριστόν εποχής; Όταν καταγράφονται εξήντα, ογδόντα ή εκατό σχολές Γνωστικών με σημαντικές δογματικές διαφορές μεταξύ τους; Δύσκολο να μη σκεφτεί κανείς ότι ίσως η ομαδοποίησή τους σε ενιαίο κίνημα ήταν απλώς μια αυθαίρετη κίνηση του (Αγίου) Ειρηναίου του Σμυρναίου, επίσκοπου Λούγδουνου, στην προσπάθειά του να αντικρούσει επιτυχώς τις κατ’ αυτόν αιρετικές διδασκαλίες τους («Έλεγχος και Ανατροπή της Ψευδωνύμου Γνώσεως», περ. 180). Το κοινό στοιχείο όλων αυτών των φιλοσοφικών θεωριών και δογμάτων έγκειται στην παραδοχή ότι η σωτηρία της ψυχής επιτυγχάνεται μέσω της γνώσης κι όχι της πίστης (όπως στον «ορθόδοξο» χριστιανισμό).

Σχηματικά κι υπεραπλουστευμένα θα ήταν δυνατό να υποστηριχτεί ότι οι Γνωστικοί ήταν (πολιτισμικά) Έλληνες που γνώριζαν τον χριστιανισμό ή ότι ήταν χριστιανοί που γνώριζαν την αρχαιοελληνική φιλοσοφία (πρωτίστως τον νεοπλατωνισμό και τον στωικισμό) και θέλησαν να συνδυάσουν αυτά τα δύο στοιχεία. Με τον τρόπο αυτό, όμως, θα λησμονούσαμε ότι τα συστατικά του γνωστικισμού ήταν πολύ περισσότερα: οπωσδήποτε ο ιουδαϊσμός και (κυρίως) οι αιρετικές παρεκκλίσεις του, αλλά κι αρχέγονες σημιτικές δοξασίες και, τέλος, διδασκαλίες ιρανικής προέλευσης με προεξάρχοντα τον ζωροαστρισμό.

Ο δυϊσμός απαντά συχνά στις θεωρίες των Γνωστικών. Το Κακό διαχωρίζεται από τον Θεό και τη δράση του και ανάγεται σε μια άλλη αρχή, θεότητα ή υπόσταση. Μεταξύ του άυλου κόσμου, έδρας του Θεού του Καλού, και του υλικού, τοποθετούνται ένας ή πλείονες ενδιάμεσοι κόσμοι, τους οποίους κατοικούν οι Αιώνες, υποστάσεις μετέχουσες τόσο της θείας όσο και της ανθρώπινης φύσης (συχνά ο Ιησούς χαρακτηρίζεται ως μία από τις υποστάσεις αυτές). Από κει και πέρα, η ηθική των διαφόρων σχολών του γνωστικισμού παρέχει όλες τις δυνατές εκδοχές, από τον ακραίο ασκητισμό μέχρι την απόλυτη ελευθεριότητα των ηθών, χωρίς να λείπουν φυσικά και οι όλως μετριοπαθείς απόψεις. Τα πλέον σύνθετα φιλοσοφικά συστήματα συνυπάρχουν με διδασκαλίες που αγγίζουν τα όρια του παράδοξου ή ακόμη και του γραφικού.

Δεν ήταν όλοι οι Γνωστικοί ακραιφνώς δυϊστές. Για τον λόγο αυτό θα αφήσουμε πίσω μας ορισμένες μεγάλες μορφές του γνωστικισμού, όπως ο Σίμων ο επονομαζόμενος από τους αντιπάλους του «Μάγος» ή ο Βαρδησάνης από την Έδεσσα της Οσροηνής, για να εστιάσουμε την προσοχή στα στοιχεία δυϊσμού που διακρίνουν κάποιες από τις γνωστικές θεωρίες.

Α.   Πρόδρομα φαινόμενα

α.   Ο ασκητισμός των Εσσαίων: Αυτοί τους οποίους ο Φλάβιος Ιώσηπος κι ο Φίλων ο Αλεξανδρεύς ονομάζουν Εσσηνούς κι Εσσαίους (ενώ οι ίδιοι αυτοαποκαλούνταν «Υιοί του Δικαίου»), αποτελούν ένα «αιρετικό» κίνημα του ιουδαϊσμού που γεννήθηκε τον 2ο αι. π.Χ. ως αντίδραση στις προσπάθειες του ιερατείου να συνδυάσει θρησκευτική και κοσμική εξουσία. Διάσημοι στην εποχή μας, κατόπιν της ανακάλυψης των περίφημων Χειρογράφων της Νεκράς Θάλασσας στο Κουμράν της Ιουδαίας, οι Εσσαίοι πιστεύουν ότι είναι οι μόνοι κάτοχοι της ορθοδοξία του ιουδαϊσμού. Η ηθική που ασπάζονται τους οδηγεί σε ακραία ασκητική ζωή. Ο δυϊσμός είναι σαφής στο δόγμα τους: αντίθεση μεταξύ Φωτός και Σκότους, ύπαρξη δύο θεών, δηλαδή του Δημιουργού του υλικού κόσμου και του Θεού του Καλού, ο οποίος θα στείλει στους ανθρώπους τον Χριστό-Μεσσία με σκοπό τη σωτηρία τους. Η διδασκαλία των Εσσαίων θα ασκήσει έντονη επιρροή στη διαμόρφωση του χριστιανισμού και του γνωστικισμού.

β. Οι αρχέγονες δοξασίες των Οφιανών: Μεταξύ των λατρειών που προϋπήρχαν του ιουδαϊσμού στον σημιτικό κόσμο καταλέγεται και η λατρεία του ερπετού ως θεού που εκπροσωπεί την τελλουρική και σεξουαλική ισχύ (κι επομένως τη γονιμότητα). Οι δοξασίες αυτές αποτελούν τη βασική επιρροή ομάδων όπως οι Ναασσηνοί (από το εβραϊκό Nahash/ נחש = ερπετό/ όφις) ή Οφιανοί, οι οποίοι λατρεύουν τον Όφι-Χριστό, σωτήρα των ανθρώπων από τον θεό του Κακού και δημιουργό του επίγειου κόσμου, ο οποίος ταυτίζεται με τον Γιαχβέ των Ιουδαίων. Ασκητισμός και ελευθεριότητα συνυπάρχουν στις διάφορες σέκτες των Οφιανών. Η δεύτερη επιλογή θα επηρεάσει αρκετά από τα γνωστικά κινήματα.

Β.   Δυϊσμός και παράδοξες ερμηνείες της ηθικής

α.   Βαρβηλίτες: Ο Μεσσίας-Χριστός τους είναι γένους θηλυκού, η Μεγάλη Μητέρα Βαρβηλώ. Εκπορευόμενη εκ του Πατρός και του Αγίου Πνεύματος, η Βαρβηλώ κυβερνά τον κόσμο μέχρι τη στιγμή που ο γιος της, ο Ιαλδαβαώθ, την εκθρονίζει. Για να ανακτήσει την εξουσία της, η Βαρβηλώ προσπαθεί να ξεγελάσει τους άρχοντες-ιερείς του Ιαλδαβαώθ με την ερωτική της δύναμη. Για τον λόγο αυτό και η λατρεία της είναι οργιαστική. Τα υγρά της ερωτικής πράξης αποκτούν μυστηριακή αξία και ισχύ. Αλήθεια ή συκοφαντία των πολέμιων του δόγματος που παρεξήγησαν ηθελημένα πολύ πιο εκλεπτυσμένες τελετές; Δύσκολο να δοθεί απάντηση. Το βέβαιο είναι ότι οι βαρβηλίτες καταδικάζουν την τεκνοποιία, λόγω της προδοσίας του Ιαλδαβαώθ προς τη μητέρα του.

β.   Επίδραση στον αρχικό χριστιανισμό: Η άποψη αυτή φαίνεται να απαντά και σε πρωτοχριστιανικό περιβάλλον (όσον αφορά τουλάχιστον ορισμένες σέκτες). Όπως παραθέτει (με σκοπό φυσικά την αντίκρουση) ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, το απόκρυφο «κατ’ Αιγυπτίους Ευαγγέλιο» περιλαμβάνει τον εξής διάλογο μεταξύ Σαλώμης και Ιησού («Στρωματείς», βιβλίο Γ΄, κεφ. Θ΄, 3 επ.):

«Ι. : Ἦλθον καταλῦσαι τὰ ἔργα τῆς θηλείας,

  Σ. : Μέχρι τίνος οἱ ἄνθρωποι ἀποθανοῦνται;

  Ι. : Μέχρις ἂν τίκτωσιν αἱ γυναῖκες…

  Σ. :  Καλῶς οὖν ἐποίησα μὴ τεκοῦσα;

  Ι. : Πᾶσαν φάγε βοτάνην, τὴν δὲ πικρίαν ἔχουσαν μὴ φάγῃς».

γ.   Επίδραση σε άλλα γνωστικά δόγματα: Ο Αλεξανδρινός Καρποκράτης ταυτίζει την ύλη με το Κακό και το πνεύμα με το Καλό. Το ανθρώπινο σώμα είναι η φυλακή της ψυχής. Η σωτηρία επιτυγχάνεται με τρία όπλα: πίστη, αγάπη και… αμαρτία. Πράγματι, κατά τη διδασκαλία του Καρποκράτη, η απελευθέρωση της ψυχής προϋποθέτει ότι αυτή θα έχει γευθεί κάθε δυνατή αμαρτία, σπάζοντας τα δεσμά των κοινωνικών και θρησκευτικών περιορισμών της ανθρώπινης ύπαρξης!

Παρόμοιες τάσεις ελευθεριότητας των ηθών συναντάμε αργότερα στη γνωστική αίρεση των Πνευματικών της Οσροηνής (4ος και 5ος αι.), οι οποίοι είναι γνωστότεροι ως Μεσσαλιανοί (από το συριακό mṣalliāné = οι προσευχόμενοι) ή Ευχίτες. Οι ίδιοι ή παρακλάδια της οργάνωσής τους είναι επίσης γνωστοί με τα ονόματα Βορβορίτες, Στρατιωτικοί και Φημιονίτες. Περιφρονούσαν τα μυστήρια της χριστιανικής Εκκλησίας και τη συμβολική αξία του σταυρού.

Γ.   Προχωρημένος εκλεκτισμός

α.   Βασιλείδης: ο χαρακτηρισμός των θεωριών του Αλεξανδρινού φιλοσόφου είναι εξαιρετικά δυσχερής. Από τα έργα του σώζονται μόνο σκόρπια αποσπάσματα. Τα περισσότερα στοιχεία για αυτόν προέρχονται από πολέμιούς του. Και δεν είμαστε βέβαιοι για το αν αυτοί γνώριζαν τα αυθεντικά έργα του ή απλώς παρέθεταν στοιχεία που αφορούσαν οργανώσεις της εποχής τους που ισχυρίζονταν ότι ακολουθούσαν τη διδασκαλία του Βασιλείδη έχοντας, συνειδητά ή ακούσια, παρεκκλίνει από το αρχικό δόγμα.

Δυϊστής ή πανθεϊστής; Οπωσδήποτε πυθαγόρειος, για τα υπόλοιπα είναι δύσκολο να δοθεί απάντηση. Δίδασκε ότι από το σπέρμα του θεού γεννήθηκε ο Υιός (που είναι… ομοούσιος του Πατρός) και το Πνεύμα, το οποίο βασιλεύει στην Ογδοάδα, τον όγδοο ουρανό, ενώ στις υπόλοιπες επτά ουράνιες σφαίρες κυριαρχεί ο Λόγος Σπερματικός.

Η φήμη του Βασιλείδη στις νεότερες εποχές χρωστά πολλά στο μυστηριώδες θεϊκό όνομα Αβράσαξ. Αιών, θεότητα (βλ. το «Septem sermones ad mortuos» του Καρλ Γιουνγκ, γραμμένο στα 1916) ή άρχων, πατέρας του Νου; Οποιαδήποτε υπόθεση δεκτή…

β.   Βαλεντίνος: Το φιλοσοφικό-θρησκευτικό σύστημα που δίδασκε ο Αιγυπτιώτης Βαλεντίνος (αρχές 2ου αι.) είναι από τα πλέον περίπλοκα. Εξηγώντας τον ενδιάμεσο πνευματικό κόσμο των Αιώνων, δέχεται την ύπαρξη τριάντα τέτοιων υποστάσεων σε 15 συζυγίες. Ο Προπάτωρ και η Έννοια-Σιγή αποτελούν την πρώτη συζυγία, από την οποία προήλθαν ο Νους και η Αλήθεια (από αυτούς ο Λόγος και η Ζωή και, ακολούθως, ο Άνθρωπος και η Εκκλησία). Την αρχική Ογδοάδα ακολούθησαν άλλες έντεκα συζυγίες ώστε να σχηματιστεί το Πλήρωμα που αποτελείται από τριάντα αιώνες. Μόνο που ο τελευταίος στη σειρά Αιών, η Σοφία, επαναστάτησε επιθυμώντας να πλησιάσει τον Προπάτορα. Η ισορροπία του πληρώματος διαταράχθηκε. Για να την αποκαταστήσει, ο Προπάτωρ πρόσταξε το Νου να ζευγαρώσει με τη Σοφία, ένωση από την οποία δημιουργήθηκαν ο Χριστός και το Άγιο Πνεύμα.

Μετά την επαναφορά της τάξης, το πλήρωμα δημιουργεί τον άζυγο Ιησού Σωτήρα, ο οποίος με τη σειρά του διαχωρίζει τη Σοφία σε Ουράνια και Επίγεια. Η δεύτερη αποβάλλεται από το Πλήρωμα. Τα σπέρματά της γεννούν τον Δημιουργό, τον θεό της Παλαιάς Διαθήκης, κι αυτός τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος συνδυάζει στοιχεία υλικά και θείας προέλευσης (το πνεύμα). Η σωτηρία του θα προέλθει από τον Ιησού, ο οποίος θα καταστρέψει τον υλικό κόσμο.

Δ.   Εξελληνισμένος χριστιανικός δυϊσμός

Μαρκίων: Γεννημένος στη Σινώπη του Πόντου, μεταξύ 85 και 100, ο Μαρκίων κατάγεται από πλούσια οικογένεια εμπόρων κι εφοπλιστών που φαίνεται να ασπάσθηκε τον πρώιμο χριστιανισμό (λέγεται ότι ο πατέρας του είχε εκλεγεί επίσκοπος Σινώπης). Το εγχείρημά του συνίσταται στην απαλλαγή του χριστιανισμού από τα αμιγώς ιουδαϊκά στοιχεία του, προκειμένου να καταστεί ελκυστικότερος σε οικουμενικό επίπεδο. Η κίνηση μοιάζει απολύτως λογική σε έναν κόσμο όπου οι Ιουδαίοι δεν είναι πλέον η συμπαθέστερη εθνότητα, ύστερα από τις αιματηρές ιουδαϊκές εξεγέρσεις στην Κυρηναϊκή και την Αίγυπτο (115-117) και την επανάσταση του Μπαρ Κοχμπά στην ίδια την Ιουδαία (132-135).

Γύρω στα 140, εγκατεστημένος πλέον στη Ρώμη, ο Μαρκίων διαμορφώνει οριστικά τη θεωρία του. Απορρίπτει τα ιερά βιβλία του ιουδαϊσμού, την Παλαιά Διαθήκη (ο Μαρκίων πρέπει να ήταν ο εφευρέτης του όρου), επιλέγοντας μόνο αυτό που ονομάζει Καινή Διαθήκη (και κατά την άποψή του περιορίζεται μάλλον αποκλειστικά στη διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου). Προχωρεί ακόμη περισσότερο σε έναν απόλυτο δυϊσμό: ο Γιαχβέ είναι ο δημιουργός του κακού υλικού κόσμου, ενώ ο αληθινός θεός, αυτός του καλού, αποτελεί έννοια ασύλληπτη.

Ο εξτρεμιστικός (για τα χριστιανικά δεδομένα) δυϊσμός του Μαρκίωνα είναι το στοιχείο που θα τον καταδικάσει ως αιρεσιάρχη στην ιστορική μνήμη, ενώ εκείνος είχε σχεδόν όλα τα φόντα για να μείνει στην Ιστορία ως πατέρας της Εκκλησίας. «Παραδεχόμενος το δόγμα περί δύο θεών, πώς είναι δυνατόν να ιδρύσεις βιώσιμες εκκλησίες στον κόσμο αυτό και πώς να ενώσεις κοινότητες υπό την εξουσία της Ρώμης και του κράτους…; Με τον τρόπο αυτό ο Μαρκίων αφενός μεν θέτει τα θεμέλια μιας καθολικής εκκλησίας, αφετέρου δε αυτοεξαιρείται από αυτήν» (Raoul Vaneigem «Les Hérésies», σειρά Que sais-je, αριθ. 2838, εκδ. PUF, Παρίσι 1994, σελ. 42).

Και τι έμεινε από όλα αυτά τα θαυμαστά και περίεργα; Οι ακρότητες ή το περίπλοκο των δογμάτων τους καταδίκασαν τους Γνωστικούς. Δεν ισχύει το ίδιο για κάποιες από τις ιδέες τους. Κι άλλωστε, στις αρχές του 3ου αιώνα, κάπου στη Μεσοποταμία, επρόκειτο να γεννηθεί ο προφήτης της επιδραστικότερης ίσως από τις δυϊστικές θρησκείες. Η καταγωγή του ήταν περσική, αλλά αυτός είχε μεγαλώσει σε γνωστικό περιβάλλον… [Συνεχίζεται]

Ο κύκλος της Ελευσίνας

14 Δεκεμβρίου, 2011

Ένα ζεστό πρωινό στην καρδιά του καλοκαιριού. Ένα προάστιο στα ανατολικά της Αλεξάνδρειας, πάνω στον δρόμο που οδηγεί στην Κάνωπο. Ένα προάστιο δίχως τίποτε το ξεχωριστό που φέρει όμως ένα βαρύ όνομα. Ο τόπος αυτός ονομάζεται Ελευσίνα και πρόκειται να γίνει σε λίγο το επίκεντρο κοσμοϊστορικών εξελίξεων.

Κάτι το αλλόκοτο πλανάται: τις προηγούμενες εβδομάδες συνέβησαν πράγματα πρωτόγνωρα. Αλλά, ίσως, αυτός ο παράξενος αέρας να προμηνύει τα ακόμα πιο απρόσμενα που πρόκειται να συμβούν. Πρώτα-πρώτα, μόνο οι θεοί γνωρίζουν αν υπάρχει σπιθαμή εδάφους αιγυπτιακού που να την ελέγχουν οι Λαγίδες. Τα τρία αδέλφια που διεκδικούν το θρόνο, ο Πτολεμαίος (Στ΄) Φιλομήτωρ,  η Κλεοπάτρα (Β΄), και ο νεότερος, ο Πτολεμαίος (Η΄ Ευεργέτης Β΄) που θα μείνει στην Ιστορία με το διόλου τιμητικό προσωνύμιο «Φύσκων» (μια και διέθετε τα τυπικά προσόντα για να διεκδικήσει θέση αντιπροέδρου στη σύγχρονη ελληνική κυβέρνηση), έδειξαν να ξεπερνούν τις διαφορές τους μπροστά στον κοινό κίνδυνο. Εις μάτην! Σ’ έναν πόλεμο που δεν είχε ο ίδιος επιδιώξει, ο Σελευκίδης βασιλιάς Αντίοχος όρμησε σα σίφουνας στην Αίγυπτο, συντρίβοντας όποια αντίσταση συνάντησε. Έφτασε μέχρι τη Μέμφιδα και κάποιοι λένε πως στέφθηκε Φαραώ. Τώρα είναι έτοιμος να καταλάβει την ανυπεράσπιστη Αλεξάνδρεια. Να ολοκληρώσει το θρίαμβο που θα ενώσει τα δύο βασίλεια υπό το στέμμα του. Ν’ αναβιώσει σχεδόν την αυτοκρατορία του Αλεξάνδρου.

Κι όμως… Ο θριαμβευτής, που έχει στρατοπεδεύσει ακριβώς σ’ αυτήν την Ελευσίνα, δεν είναι βέβαιος για το αν θα μπορέσει να κρατήσει ό,τι κέρδισε στα πεδία των μαχών. Ως τώρα, η Ρώμη παρακολουθούσε τη σύγκρουση των δύο ελληνιστικών βασιλείων από απόσταση. Είχε τους λόγους της: πολεμούσε τους Μακεδόνες κι η σύρραξη ήταν αμφίρροπη. Μα πριν από λίγες μέρες όλα κρίθηκαν στην Πύδνα. Το βασίλειο των Αντιγονιδών δεν υπάρχει πλέον. Κι η Ρώμη είναι ελεύθερη ν’ ασχοληθεί μ’ αυτόν τον «Συριακό» πόλεμο που φαίνεται να έχει τόσο επικίνδυνη γι’ αυτήν κατάληξη.

Ο Αντίοχος έχει ήδη ειδοποιηθεί κι αναμένει την επίσκεψη του Ρωμαίου απεσταλμένου που την προηγούμενη μέρα έφτασε στην Αλεξάνδρεια. Ποιος ξέρει τι να περνά από το μυαλό του Σελευκίδη. Ίσως να τα ξέρει όλα από πριν και να έχει αποδεχτεί το πεπρωμένο. Ίσως πάλι οι θρίαμβοι να έχουν θολώσει την κρίση του και να ελπίζει για το καλύτερο. Ο απεσταλμένος αυτός που τώρα περιμένει δεν είναι άλλωστε παλιός γνώριμος; Φίλος από τα νεανικά χρόνια, τα χρόνια της χρυσής αιχμαλωσίας στη Ρώμη, όταν ο Αντίοχος είχε σταλεί όμηρος, ως εγγύηση για την τήρηση της τόσο επαχθούς Συνθήκης της Απάμειας. Ο Γάιος Ποπίλιος Λαίνας φτάνει στην Ελευσίνα. Ο Αντίοχος τείνει το χέρι του κι ετοιμάζεται ν’ αγκαλιάσει και να φιλήσει τον παλιό του φίλο. Εκείνος, όμως, του απαντά ψυχρά ότι οι χαιρετισμοί πρέπει να περιμένουν. Του δίνει ένα έγγραφο. Το μήνυμα της Συγκλήτου. Ο Αντίοχος διαβάζει βιαστικά, το πρόσωπό του σκοτεινιάζει. Ταραγμένος, ζητεί από τον Ποπίλιο διορία να διαβουλευθεί με τους επιτελείς και τους συμβούλους του πριν του δώσει απάντηση. Ατάραχος ο Ποπίλιος παίρνει το ραβδί του και χαράζει πάνω στο χώμα ένα κύκλο μες στον οποίο βρίσκονται εκείνος κι ο Σελευκίδης. «Βασιλιά, πρέπει να μου δώσεις την απάντηση πριν βγεις απ’ αυτόν τον κύκλο»! Ο Αντίοχος πρέπει να συνειδητοποίησε τότε το μάταιο του πράγματος: «Θα πράξω ό,τι προστάζει η Σύγκλητος»! Έπειτα από αυτό, ο Ποπίλιος αγκάλιασε και φίλησε τον βασιλιά, ενώ τα μέλη της ρωμαϊκής αντιπροσωπείας και του επιτελείου του Σελευκίδη αντάλλαξαν θερμούς χαιρετισμούς και φιλοφρονήσεις.

Τι ζήτησε η Σύγκλητος από το Σελευκίδη; Τίποτε λιγότερο από το να παραχωρήσει (επιστρέφοντάς τα στους Λαγίδες) όλα όσα είχε κερδίσει στη διάρκεια του πολέμου, Αίγυπτο και Κύπρο δηλαδή. Ουδέποτε θριαμβευτής είχε ταπεινωθεί με τέτοιο τρόπο.

«ὁ Ποπίλιος ὁ τῶν Ῥωμαίων στρατηγός, τοῦ βασιλέως πόρρωθεν ἀσπαζομένου διὰ τῆς φωνῆς καὶ τὴν δεξιὰν προτείνοντος, πρόχειρον ἔχων τὸ δελτάριον, ἐν ᾧ τὸ τῆς συγκλήτου δόγμα κατετέτακτο, προύτεινεν αὐτῷ καὶ τοῦτ᾽ ἐκέλευσε πρῶτον ἀναγνῶναι τὸν Ἀντίοχον, ὡς μὲν ἐμοὶ δοκεῖ, μὴ πρότερον ἀξιώσας τὸ τῆς φιλίας σύνθημα ποιεῖν πρὶν ἢ τὴν προαίρεσιν ἐπιγνῶναι τοῦ δεξιουμένου, πότερα φίλιος ἢ πολέμιός ἐστιν. ἐπεὶ δ᾽ ὁ βασιλεὺς ἀναγνοὺς ἔφη βούλεσθαι μεταδοῦναι τοῖς φίλοις ὑπὲρ τῶν προσπεπτωκότων, ἀκούσας ὁ Ποπίλιος ἐποίησε πρᾶγμα βαρὺ μὲν δοκοῦν εἶναι καὶ τελέως ὑπερήφανον: ἔχων γὰρ πρόχειρον ἀμπελίνην βακτηρίαν περιέγραφε τῷ κλήματι τὸν Ἀντίοχον ἐν τούτῳ τε τῷ γύρῳ τὴν ἀπόφασιν ἐκέλευσε δοῦναι περὶ τῶν γεγραμμένων: ὁ δὲ βασιλεὺς ξενισθεὶς τὸ γινόμενον καὶ τὴν ὑπεροχήν, βραχὺν χρόνον ἐναπορήσας ἔφη ποιήσειν πᾶν τὸ παρακαλούμενον ὑπὸ Ῥωμαίων. οἱ δὲ περὶ τὸν Ποπίλιον τότε τὴν δεξιὰν αὐτοῦ λαμβάνοντες ἅμα πάντες ἠσπάζοντο φιλοφρόνως. ἦν δὲ τὰ γεγραμμένα λύειν ἐξ αὐτῆς τὸν πρὸς Πτολεμαῖον πόλεμον» (Πολύβιος, ΚΘ΄, 27, 2-7).

Ο παρεξηγημένος: ο Αντίοχος Δ΄ ο Επιφανής είναι κατά πάσα πιθανότητα ο πιο παρεξηγημένος μονάρχης της Ελληνιστικής Περιόδου. Η ατυχής για τον Αντίοχο συγκυρία, τουλάχιστον όσον αφορά την υστεροφημία του κατά τον Μεσαίωνα και τους Νεότερους Χρόνους, έγκειται στο ότι υπήρξε ο αντίπαλος του ιουδαϊκού έθνους κατά την εξέγερση των Μακκαβαίων, η οποία οδήγησε στην επανίδρυση ανεξάρτητου ιουδαϊκού κράτους. Λογικό ήταν ο Αντίοχος να πάρει τον ρόλο του απόλυτου κακού και στον ιδρυτικό μύθο του κράτους αυτού και στην μεταγενέστερη εβραϊκή παράδοση. Επιπροσθέτως, η αφομοίωση της τελευταίας από τον χριστιανισμό εξασφάλισε τη διαιώνιση της αρνητικής εικόνας του Σελευκίδη ηγεμόνα: οι Μακκαβαίοι υπήρξαν το πρότυπο του ευγενούς πολεμιστή για τους ιππότες του Μεσαίωνα. Οι Ιωαννίτες Ιππότες έφτασαν μέχρι το σημείο να κατασκευάσουν τη μυθική γενεαλογία τους, έχοντας αναγάγει τις ρίζες τους ακριβώς στους Μακκαβαίους! Έτσι, στη χριστιανική παράδοση ο δυστυχής Αντίοχος κατέληξε να εμφανίζεται ως… Αντίχριστος!

Με τις σχέσεις Αντίοχου και Ιουδαίων, για τις οποίες τόσα έχουν γραφεί, είχαμε ασχοληθεί και στο παρελθόν (έστω και όχι αναλυτικά). Θα υπενθυμίσουμε απλώς ότι ο Αντίοχος ουσιαστικά ενήργησε όπως κι ο οποιοσδήποτε ηγεμόνας που έρχεται αντιμέτωπος με μια εξεγερμένη επαρχία και κινδυνεύει να απωλέσει την κυριαρχία του επί εδαφών και, κυρίως, φόρους που ήλπιζε να εισπράξει. Κανένα ιστορικό στοιχείο δεν μας υποχρεώνει να ερμηνεύσουμε τον ιουδαϊκό πόλεμο του Επιφανούς ως αναμέτρηση Ελληνισμού και Ιουδαϊσμού. Κι αν υπάρχει σε κάποιο βαθμό το στοιχείο της πολιτισμικής σύγκρουσης, αυτή η σύγκρουση αφορά πρωτίστως τάσεις που εκδηλώθηκαν στο εσωτερικό της ιουδαϊκής κοινότητας.

Ωστόσο, η δυσφήμηση του Επιφανούς δεν οφείλεται μόνο στην ιουδαιοχριστιανική παράδοση: έχει τις ρίζες της στην ίδια την εποχή του Σελευκίδη ηγεμόνα και στη μεταγενέστερη «κλασσική» γραμματεία. Δεν χρειάζεται τίποτε περισσότερο από το να θυμηθούμε τις ιστορίες για τον Αντίοχο που τριγυρνά μεταμφιεσμένος στα καπηλειά της Αντιόχειας συναναστρεφόμενους υποκείμενα της τελευταίας υποστάθμης ή τα λογοπαίγνια «Επιφανής = Επιμανής (δηλ. τρελός για δέσιμο)». Πρόκειται για τις φήμες και τα κουτσομπολιά που μας διασώζει ο Αθήναιος (Δειπνοσοφισταί, Ε΄, 193 δ΄, και Ι΄, 439 α΄), διαβεβαιώνοντάς μας πως προέρχονται από το εικοστό έκτο βιβλίο της Ιστορίας του Πολύβιου. Το μάθημά μας, πάντως, το έχουμε κατανοήσει και ξέρουμε καλά ότι δεν είναι απαραίτητο να παίρνουμε τοις μετρητοίς οτιδήποτε προέρχεται από συγγραφέα της Αρχαιότητας, όσο αξιόπιστος κι αν είναι.

Ι. Σφετεριστής και κάτοχος δοτής εξουσίας;

Α. Από τη γέννηση του Αντίοχου έως την ομηρεία στη Ρώμη

Ενδεικτικό του ελλιπούς χαρακτήρα των γνώσεών μας, ακόμη και για πολύ γνωστές φυσιογνωμίες της Ιστορίας της Αρχαιότητας, είναι το γεγονός ότι αγνοούμε την ακριβή χρονολογία γέννησης του Αντίοχου Δ΄. Η συνηθέστερα αναφερόμενη χρονολογία (-215) δεν είναι παρά η απώτατη δυνατή. Ο Δανός ιστορικός Όττο Μέρκολμ, συγγραφέας της σημαντικότερης ίσως μονογραφίας για τον Σελευκίδη μονάρχη, υπέθετε ότι ο Αντίοχος ο Μέγας και η Λαοδίκη απέκτησαν τον μετέπειτα Επιφανή, τρίτο κατά σειρά γιο τους, μεταξύ 215 και 210 π.Χ., πιθανολογώντας την ηλικία του τελευταίου κατά την άνοδό του στον θρόνο βάσει της εικόνας του στα πρώτα νομίσματά του («Antiochus IV of Syria», Gyldendalse Boghandel, Κοπεγχάγη 1966). Ο Εντουάρ Βιλλ, από τη μεριά του, θεωρούσε πιθανότερη μια χρονολογία κοντά στο 205 (Edouard Will «Histoire politique du monde hellénistique», Presses universitaires de Nancy, 2η έκδ. 1979-1982, επανέκδ. Seuil, Παρίσι 2003, τ. ΙΙ, σελ. 353). Μια πρόσφατη μελέτη υπολογίζει με μεγαλύτερη ακρίβεια τη ζητούμενη χρονολογία στο 212 π.Χ. Αρκετοί, βασιζόμενοι σε νύξεις του Τίτου Λίβιου και του Αθήναιου, υποστηρίζουν ότι ο Αντίοχος ονομαζόταν αρχικά Μιθριδάτης κι ότι πήρε το όνομα με το οποίο βασίλεψε αργότερα όταν πέθανε μετά από ασθένεια (το -193;) ο μεγαλύτερος αδελφός του που ονομαζόταν κι αυτός Αντίοχος.

Όπως είναι φυσικό, η ζωή του Επιφανούς καθορίσθηκε από τα μεγάλα γεγονότα που σημάδεψαν την πορεία του βασιλείου του πατέρα του. Κι αν οι αρχικές επιτυχίες του Αντίοχου του Μεγάλου, στο Ιράν και την Κοίλη Συρία, τοποθετούν το απόγειο της αυτοκρατορίας των Σελευκιδών γύρω στο 200 π.Χ., η συντριβή της Μαγνησίας, η ανεξήγητη απροθυμία του μεγάλου βασιλέα να επιδιώξει μια δεύτερη ευκαιρία στη σύγκρουση με τη Ρώμη και την Πέργαμο και η ταπεινωτική συνθήκη της Απάμειας (188) βυθίζουν το κράτος της Αντιόχειας (όπως είχαμε δει σε παλαιότερη ανάρτηση) σε συνθήκες βαθιάς κρίσης. Για να διασφαλίσουν την τήρηση των όρων της συνθήκης, οι Ρωμαίοι ζητούν την παράδοση είκοσι ομήρων: ανάμεσά τους βρίσκεται κι ο νεαρός πρίγκιπας Αντίοχος. Επρόκειτο φυσικά για αιχμαλωσία σε χρυσό κλουβί φιλοξενίας αντάξιας ενός πρίγκιπα. Στα χρόνια της παραμονής του στη Ρώμη, ο Αντίοχος έχει την ευκαιρία να συνάψει σχέσεις φιλίας με πολλούς Ρωμαίους αριστοκράτες, να μελετήσει από κοντά το πολίτευμα, τους θεσμούς και το δικαστικό σύστημα της Ρώμης, να καλλιεργήσει τα πνευματικά του ενδιαφέροντα. Σε χρόνο άγνωστο σε μας, πάντως, έρχεται η στιγμή της… αλλαγής φρουράς: ο Αντίοχος αντικαθίσταται ως όμηρος από τον ανηψιό του Δημήτριο, πρωτότοκο γιο του βασιλιά Σέλευκου Δ΄, ο οποίος είχε διαδεχθεί τον Αντίοχο Γ΄ στα τέλη του 188. Για ποιο λόγο δέχθηκε ο Σέλευκος να παραδώσει τον διάδοχό του; Προφανώς γιατί δεν θα είχε άλλη επιλογή: βρισκόταν σε αδυναμία να αποπληρώσει εμπρόθεσμα την οφειλόμενη στη Ρώμη πολεμική αποζημίωση. Ο Αντίοχος από την πλευρά του, αφήνοντας τη Ρώμη δεν επέλεξε να επιστρέψει στη Συρία, αλλά προτίμησε να πάει να ζήσει στην Αθήνα για να απολαύσει την πνευματική ζωή της.

Β. Στον θρόνο της Αντιόχειας

α. Η σκοτεινή άνοδος: Κανένας Σελευκίδης δεν είχε ως τότε κληθεί να βασιλέψει σε τόσο αντίξοες συνθήκες όσο ο Σέλευκος Φιλοπάτωρ: με μεγάλες εδαφικές απώλειες (ό,τι βρισκόταν στα δυτικά του Ταύρου), υποχρέωση αφοπλισμού, τσαλακωμένο γόητρο (κι άρα μικρές δυνατότητες άσκησης αποτελεσματικής διπλωματίας) και οφειλή υπέρογκης πολεμικής αποζημίωσης και, τέλος, με τον διάδοχό του όμηρο, έχει ουσιαστικά δεμένα τα χέρια του. Η άτυχη βασιλεία του τερματίζεται άδοξα και πρόωρα το 175 όταν τον δολοφονεί ο «επί των πραγμάτων» (ο πρωθυπουργός του, δηλαδή) Ηλιόδωρος. Απλή ανακτορική ίντριγκα (ο Ηλιόδωρος είχε πιθανότατα έρθει σε ρήξη με τον Σέλευκο, ίσως για τους αδέξιους χειρισμούς του στο ιουδαϊκό ζήτημα, και μπορεί να έκρινε ότι δεν είχε άλλο τρόπο για να σώσει τον εαυτό του) ή σχέδιο συνωμοσίας που εξυφάνθηκε στην Πέργαμο και στη Ρώμη, ενδεχομένως εν γνώσει αυτού που επρόκειτο να επωφεληθεί από τον θάνατο του βασιλιά; Ως συνήθως, η απάντηση αγνοείται, οι υποθέσεις επιτρέπονται. Σε κάθε περίπτωση, μαθαίνοντας τη δολοφονία του αδελφού του, ο Αντίοχος άφησε την Αθήνα και βρέθηκε στην Πέργαμο. Εκεί, ο βασιλιάς Ευμένης του έδωσε το βασιλικό διάδημα και έδωσε εντολή στον αδελφό του, τον Άτταλο, να συνοδέψει τον Σελευκίδη στην Αντιόχεια. Λίγες εβδομάδες αργότερα έφτανε κι από τη Ρώμη η επίσημη αναγνώριση της Συγκλήτου [Claire Préaux «Le Monde Hellénistique (La Grèce et l’Orient, 323-146 av. J.-C.)», coll. Nouvelle Clio, PUF, Παρίσι 2002 (4η έκδ., 1η έκδ. 1978), τ. 1, σελ. 168].

Φτάνοντας στην Αντιόχεια, την οποία είχε ήδη εγκαταλείψει ο συνωμότης βασιλοκτόνος Ηλιόδωρος, ο Επιφανής βρήκε στον θρόνο τον ανήλικο συνονόματο ανηψιό του, τον οποίο είχαν ανακηρύξει βασιλιά κύκλοι της αυλής. Απ’ ό,τι φαίνεται, ο Αντίοχος ανέχτηκε για λίγα χρόνια τον νεαρό συμβασιλέα του, αλλά έπειτα διέταξε έναν «υπουργό» του, τον Ανδρόνικο, να δολοφονήσει τον μικρό! Όλα αυτά καταγράφονται με αρκετές επιφυλάξεις, γιατί η βασική μαρτυρία είναι ένα απόσπασμα του Διόδωρου (Λ΄, 7, 2) όπου γίνεται λόγος για τη δολοφονία κάποιοι Αντιόχου του Σελεύκου από κάποιον Ανδρόνικο. Ένα βαβυλωνιακό χρονικό, από την άλλη, αναφέρει τη θανάτωση ενός Σελευκίδη τον Οκτώβριο του 170 π.Χ., μόνο που τον ονομάζει Αντίοχο Αντιόχου! Πριν τρέξουμε να δεχτούμε την παράτολμη εκδοχή ότι ο Επιφανής σκότωσε τον ίδιο του τον γιο, είναι πιο φρόνιμο να ακολουθήσουμε την οικονομικότερη εξήγηση, αυτή του Μέρκολμ (όπ.π., σελ. 38 επ.) και του Βιλλ (όπ.π., τ. ΙΙ, σελ. 306): αναγνωρίζοντας τον μικρό συνονόματό του ως συμβασιλέα, ο Αντίοχος τον υιοθέτησε κιόλας.

β. ο Αντίοχος πεφωτισμένος μονάρχης: Όπως διαπιστώνουμε, ο Αντίοχος ξεκινά τη βασιλική σταδιοδρομία του με βαρίδια στα πόδια. Αποκτά την εξουσία με τις ευλογίες των δύο αντιπάλων του βασιλείου του και μετά τη δολοφονία του αδελφού του, έγκλημα στο οποίο ίσως και να μην είναι αμέτοχος. Λερώνει τα χέρια του με το αίμα του ανηψιού του. Και κληρονομεί από τον αδελφό του σημαντικό μέρος του χρέους προς τη Ρώμη, το οποίο κανονικά θα έπρεπε να έχει ήδη αποπληρωθεί. Τέλος, η υποστήριξη της Ρώμης δεν είναι βεβαίως άδολη: ανά πάσα στιγμή, με την παραμικρή λάθος κίνηση, ο Αντίοχος διατρέχει τον κίνδυνο να δει τον ανηψιό του Δημήτριο (τυπικά νόμιμο διάδοχο του θρόνου) να αποβιβάζεται μαζί με κάποιο Ρωμαίο αξιωματούχο (Will, όπ.π., σελ. 307).

Κι όμως… Τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Αντίοχου αναδεικνύουν έναν ικανό μονάρχη, αφοσιωμένο στην αναδιοργάνωση του κράτους του. Μεταρρυθμίσεις στη δημόσια διοίκηση, στη διοικητική οργάνωση και τους θεσμούς των πόλεων, στο δικαστικό σύστημα, εμπνευσμένες πιθανώς σε σημαντικό βαθμό από τα ρωμαϊκά πρότυπα. Ανασυγκρότηση των στρατιωτικών δυνάμεων του βασιλείου (κατά παράβαση των όρων της Συνθήκης της Απάμειας. Κι επιπλέον πλήθος χορηγιών και δωρεών προς τις πόλεις της ηπειρωτικής Ελλάδας και της Μικράς Ασίας. Με πιο φιλόδοξο σχέδιο στην κατηγορία αυτή την ανέγερση του μεγαλοπρεπούς ναού του Ολυμπίου Διός στην Αθήνα (ήδη το 174 π.Χ. αναθέτει στον Ρωμαίο αρχιτέκτονα Δέκιμο Κοσσούτιο την εκπόνηση των σχεδίων). Προσφορά αντάξια αυτού που ήδη έχει υιοθετήσει τη λατρευτική επίκληση του Θεού Επιφανούς στην αγαπημένη πόλη του.

Όσον αφορά την εξωτερική πολιτική, οι κινήσεις του Αντίοχου είναι μετρημένες. Δεν πρέπει, άλλωστε, να ενοχληθούν η Πέργαμος κι η Ρώμη. Αν υπάρχει κάποιο σχέδιο εκστρατείας αυτό πρέπει να έχει να κάνει με τις Άνω Σατραπίες και τον ιρανικό χώρο ειδικότερα. Τα επιτεύγματα της «Αναβάσεως» του πατέρα του αποδεικνύονται εύθραυστα, ενώ οι Πάρθοι γίνονται ξανά απειλητικοί. Ο σχεδιασμός είναι λογικός, αλλά γίνεται χωρίς να λάβει υπόψη την παραφροσύνη που χαρακτηρίζει κάποιες κλίκες των ανακτόρων της Αλεξάνδρειας…

ΙΙ. Ο κακότυχος: εκστρατείες, σχέδια κι ανεκπλήρωτοι στόχοι

Α. Η σύγκρουση με την Αίγυπτο

α. Το βασίλειο των Λαγιδών μετά τον θάνατο του Πτολεμαίου του Επιφανούς και τα αίτια του πολέμου: Στις αρχές του δεύτερου αιώνα π.Χ., η Αίγυπτος βρίσκεται σε δυσχερή θέση. Απουσία ισχυρής εξουσίας, εσωτερικά προβλήματα, με εξεγέρσεις του ιθαγενούς πληθυσμού, οικονομική κρίση που την επιδείνωσε η απώλεια της Κοίλης Συρίας και των εισοδημάτων της. Μετά τον θάνατο του Πτολεμαίου Ε΄ του Επιφανούς, η αντιβασιλεία ασκείται από τη βασίλισσα Κλεοπάτρα Α΄ (κόρη του Αντίοχου Γ΄ και αδελφή του Αντίοχου του Επιφανούς) στο όνομα του ανήλικου γιου της, του Πτολεμαίου Φιλομήτορος. Όταν η Κλεοπάτρα πεθαίνει, το -176, η εξουσία περνά σε δύο αυλικούς, τον Ευλαίο και τον Ληναίο. Αμφότεροι φαίνεται να ενσαρκώνουν το γνωστό πρότυπο του διεφθαρμένου κι ανάξιου αυλικού. Οπωσδήποτε αποδεικνύονται πολύ κατώτεροι των κρίσιμων περιστάσεων της εποχής. Όλες πάντως οι πηγές συμφωνούν στο ότι αυτοί οι δύο είναι οι εμπνευστές της πολεμικής σύγκρουσης με τη Συρία.

Ο Εντουάρ Βιλλ αναρωτιόταν εύλογα για το ποιοι λόγοι μπορεί να ώθησαν τους δύο αντιβασιλείς σε ένα πόλεμο που, εκ των υστέρων και με τα στοιχεία που διαθέτουμε, ισοδυναμούσε με αυτοκτονία για το κλονισμένο βασίλειο των Λαγιδών: κίνηση αντιπερισπασμού που θα μπορούσε να εδραιώσει τη θέση του Ευλαίου και του Ληναίου ως κατόχων της εξουσίας στην Αλεξάνδρεια; Η ιδέα ότι η ανάκτηση της πλούσιας Κοίλης Συρίας θα βοηθούσε να ξεπεραστούν τα οικονομικά προβλήματα της Αιγύπτου; Αβάσιμες πληροφορίες ότι η θέση του Αντίοχου στην εξουσία ήταν σε κίνδυνο: ή ότι ετοιμαζόταν να εκστρατεύσει προς το Ιράν για να αντιμετωπίσει την παρθική απειλή; ή, μήπως, ότι πολλοί στην Κοίλη Συρία νοσταλγούσαν την πτολεμαϊκή διοίκηση κι ήταν έτοιμοι να βοηθήσουν στην επιστροφή της ( όπ.π., σελ. 313); Ό,τι κι αν συνέβη στην πραγματικότητα, τα στοιχεία δείχνουν ότι η απόφαση για πόλεμο κατά των Σελευκιδών είχε παρθεί στην Αλεξάνδρεια από πολύ νωρίς: πρεσβεία του Αντίοχου, η οποία, μάλλον το -175, είχε μεταβεί στην Αλεξάνδρεια για να παραστεί είτε στον γάμο του Φιλομήτορος με την αδελφή του είτε στα πρωτοκλήσιά του (την πρώτη επίσημη εκφώνηση των τίτλων του), συνάντησε τέτοια εχθρότητα που οι απεσταλμένοι μόλις επέστρεψαν στην Αντιόχεια ενημέρωσαν τον βασιλιά τους ότι θα έπρεπε να ετοιμάζεται για πόλεμο με τους Λαγίδες:

«Ἀποσταλέντος δὲ εἰς Αἴγυπτον Ἀπολλωνίου τοῦ Μενεσθέως διὰ τὰ πρωτοκλίσια τοῦ Φιλομήτορος βασιλέως μεταλαβὼν Ἀντίοχος ἀλλότριον αὐτὸν τῶν αὐτοῦ γεγονέναι πραγμάτων τῆς καθ’ αὑτὸν ἀσφαλείας ἐφρόντιζεν» (Μακκαβαίων Β΄, 4, 21).

Η άφρων πρωτοβουλία των αντιβασιλέων της Αλεξάνδρειας ίσως και να εξυπηρετούσε τους υπόλοιπους ενδιαφερόμενους. Ο Αντίοχος γνώριζε ότι ο στρατός των Λαγιδών δεν ήταν ιδιαιτέρως αξιόμαχος. Και καθώς η Συνθήκη της Απάμειας δεν περιείχε καμία σχετική απαγόρευση, η Αίγυπτος θα μπορούσε να αποτελέσει έναν επιτρεπόμενο και εφικτό στόχο εδαφικής επέκτασης. Όσο για τους Ρωμαίους, απασχολημένοι με τα προβλήματα που τους προκαλούσε ο Περσέας, υπολόγιζαν ότι μια σύρραξη μεταξύ Αιγύπτου και Συρίας θα απέκλειε κάθε ενδεχόμενο να βοηθήσει η μία ή η άλλη τη Μακεδονία.

β. Πρώτη φάση του Στ΄ «Συριακού» Πολέμου: Η Αλεξάνδρεια (όπου τα αδέλφια του Φιλομήτορος ανακηρύχθηκαν συμβασιλείς του) κήρυξε τον πόλεμο που κατά σύμβαση ονομάζουμε Στ΄ Συριακό το 170. Οι εχθροπραξίες άρχισαν όμως την επόμενη χρονιά. Ο αιγυπτιακός στρατός προσπάθησε να εισβάλει στα εδάφη των Σελευκιδών με σκοπό να ανακτήσει την Κοίλη Συρία. Με την πρώτη σύγκρουση ο στρατός του Πτολεμαίου υπέστη πανωλεθρία. Οι δυνάμεις του Αντίοχου πέρασαν αμέσως στο αιγυπτιακό έδαφος, κατέλαβαν το Πελούσιο και κινήθηκαν προς δυσμάς. Στην Αλεξάνδρεια, η συντριβή έφερε ανακατατάξεις: οι Ευλαίος και Ληναίος κρίθηκαν υπεύθυνοι της στρατιωτικής συμφοράς, εκδιώχθηκαν και τη θέση τους πήραν δύο αντίπαλοί τους, ο Κινέας και ο Κομανός που ζήτησαν διαπραγματεύσεις. Ο Αντίοχος δεν τις αρνήθηκε, αλλά συνέχισε την προέλασή του φτάνοντας μέχρι τα περίχωρα της Αλεξάνδρειας. Ο Σελευκίδης συνάντησε τον (ανηψιό του) βασιλιά της Αιγύπτου και ήρθαν σε συμφωνία, οι όροι της οποίας θα έθεταν προφανώς την Αίγυπτο υπό την κηδεμονία του Αντιόχου. Το γεγονός προκάλεσε αντιδράσεις στην πρωτεύουσα, όπου μόνος βασιλιάς ανακηρύχθηκε ο νεότερος αδελφός του Φιλομήτορος. Ο Αντίοχος επιχείρησε να καταλάβει την Αλεξάνδρεια, αλλά διαπιστώνοντας (τέλος του 169) ότι αυτό ήταν αδύνατο γύρισε στο βασίλειό του, κρατώντας το Πελούσιο και κάποια άλλα αιγυπτιακά εδάφη και περιμένοντας να βοηθήσει τα σχέδιά του ο ενδεχόμενος εμφύλιος μεταξύ των δυο Πτολεμαίων.

γ. Δεύτερη φάση του Στ΄ «Συριακού» Πολέμου: η ταπείνωση της Ελευσίνας. Αντί όμως να επακολουθήσει εμφύλιος, συνέβη αυτό που δεν υπολόγιζε ή, πάντως, απευχόταν ο Αντίοχος. Από τη Μέμφιδα, όπου είχε καταφύγει, ο Φιλομήτωρ ήρθε σε συνεννόηση και συμφιλιώθηκε με την αδελφή και τον μικρό αδελφό του. Ο πόλεμος ξανάρχιζε. Αυτή τη φορά ο Σελευκίδης δεν μπορούσε να ισχυρισθεί ότι βρισκόταν σε θέση άμυνας ή ότι εισέβαλε στην Αίγυπτο για να προστατέψει τον Φιλομήτορα με τον οποίο είχε συνάψει συμφωνία. Η μόνη δικαιολογία που μπορούσε να προβάλει ήταν ότι ο Φιλομήτωρ είχε παραβιάσει τη συμφωνία τους. Σε κάθε περίπτωση, τα πράγματα ήταν πολύ απλούστερα για τον Επιφανή σε πρακτικό επίπεδο. Κάνοντας σχεδόν περίπατο απέκτησε τον έλεγχο σχεδόν ολόκληρης της Αιγύπτου. Η μόνη ελπίδα των Πτολεμαίων ήταν η εξωτερική βοήθεια. Για τον σκοπό αυτό προσέγγισαν την Αχαϊκή Συμπολιτεία, αλλά φαίνεται ότι προσέκρουσαν στις αντιρρήσεις της Ρώμης. Αυτή ακριβώς ήταν κι η τελευταία ελπίδα τους. Άλλωστε οι ρωμαϊκές λεγεώνες που πολεμούσαν τους Μακεδόνες ανεφοδιάζονταν με αιγυπτιακό σιτάρι. Οι Λαγίδες ζήτησαν τη διαμεσολάβηση της Ρώμης. Αυτή τη φορά, η Σύγκλητος έστειλε διπλωματική αντιπροσωπεία υπό τον Γάιο Ποπίλιο Λαίνα, σημαντική προσωπικότητα και παλιό γνώριμο του Αντίοχου. Φυσικά, σε θέματα πολιτικής ο Ρωμαίος αξιωματούχος που εκπροσωπεί τη χώρα του δεν πρόκειται να υπολογίσει την όποια φιλία του με κάποιον ξένο μονάρχη. Αποκλειστικό του μέλημα είναι να φέρει σε πέρας την αποστολή του υπερασπίζοντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα συμφέροντα της Ρώμης.

Είναι σχεδόν βέβαιο ότι η Σύγκλητος έδωσε στον Ποπίλιο οδηγίες να χειριστεί την υπόθεση αναλόγως της εξέλιξης του Μακεδονικού Πολέμου. Ο πρέσβης θα πρέπει επομένως να είχε στα χέρια του δύο διαφορετικά μηνύματα της Συγκλήτου προς τον Αντίοχο. Ένα σκληρό τελεσίγραφο σε περίπτωση νίκης των Ρωμαίων στον πόλεμο κατά του Περσέα κι ένα πιο διαλλακτικό κείμενο σε περίπτωση που εξακολουθούσε να επικρατεί στασιμότητα στο μακεδονικό μέτωπο. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Ποπίλιος δεν βιάστηκε να μεταβεί στην Αλεξάνδρεια ή να συναντήσει τον Αντίοχο. Αντίθετα, την άνοιξη του 168 π.Χ. πήγε στη Δήλο όπου και περίμενε την έκβαση των συγκρούσεων στη Μακεδονία. Μόνο όταν πληροφορήθηκε τον ρωμαϊκό θρίαμβο στην Πύδνα (Ιούνιος 168 π.Χ.) ξεκίνησε και μέσω Ρόδου έφτασε στην Αλεξάνδρεια (μέσα Ιουλίου). Ακολούθησε η συνάντηση με τον Αντίοχο στην Ελευσίνα που περιγράψαμε στην αρχή. Δεν γνωρίζουμε το περιεχόμενο της απόφασης της Συγκλήτου που παρέδωσε ο Ποπίλιος στον Αντίοχο και ποιες ακριβώς ήταν οι απειλές που περιείχε. Πιθανώς να αρκούσε η αναφορά του ότι μη συμμόρφωση του Αντίοχου προς τις επιταγές της Συγκλήτου θα οδηγούσε τη δεύτερη να μην τον θεωρεί πλέον φίλο της Ρώμης. Ίσως πάλι το μήνυμα να περιείχε σαφείς απειλές όχι μόνον πολέμου, αλλά και απελευθέρωσης του Δημήτριου κι αποστολής του στη Συρία με τις ευλογίες της Ρώμης ως νομίμου κατόχου του θρόνου της Αντιόχειας (Will, όπ.π., σελ. 322). Όποιο, πάντως, κι αν ήταν το ακριβές περιεχόμενο, ο Επιφανής συμμορφώθηκε προς τις ρωμαϊκές απαιτήσεις. Τα στρατεύματά του εκκένωσαν την Αίγυπτο και την Κύπρο. Όλα τα κέρδη από τον Στ΄ Συριακό Πόλεμο έγιναν καπνός. Και ο Αντίοχος, κάνοντας την καρδιά του πέτρα, αμέσως μετά την επιστροφή του στην πρωτεύουσά του, έστειλε πρεσβεία στη Ρώμη για να συγχαρεί τη φίλη και σύμμαχο για τον θρίαμβό της στην Πύδνα. Η ταπείνωση είχε ολοκληρωθεί. Όπως επισήμαινε τόσο εύστοχα ο Βιλλ ( όπ.π.).

«Ο Αντίοχος, που νόμισε ότι μπορούσε να δράσει κατά το δοκούν σε μια ζώνη όπου εκτιμούσε ότι δεν επεκτείνονταν τα ρωμαϊκά συμφέροντα, έπεφτε ξανά, με βία κατά μείζονα λόγο προσβλητική από τη στιγμή που δεν είχε ασκηθεί με τη δύναμη των όπλων, στην αρχική του κατάσταση του μονάρχη τον οποίον απλώς ανέχεται η Ρώμη υπό τον όρο ότι δεν θα ξεπεράσει τα όρια που εκείνη καθορίζει».

Β. Η εκστρατεία στην Ανατολή

α. Από την Ελευσίνα στη Δάφνη: Για πολλούς ιστορικούς η ταπείνωση της Ελευσίνας πρέπει να ήταν η χαριστική βολή στην εύθραυστη ψυχική ισορροπία του μονάρχη. Ο Ταρν, από την άλλη, ήταν ένας από τους πρώτους που υποστήριξε ότι μετά την Ελευσίνα, ο Επιφανής αντέδρασε ψύχραιμα στην, αναμενόμενη, δυσμενή εξέλιξη, διαγράφοντας αμέσως ένα αποτυχημένο κεφάλαιο της σταδιοδρομίας του και αφοσιώθηκε εκ νέου στα σχέδια για την εκστρατεία στις Άνω Σατραπείες, των οποίων την υλοποίηση είχε εμποδίσει η αναγκαστική εμπλοκή του στον πόλεμο με την Αίγυπτο (W. W. Tarn «The Greeks in Bactria & India», Cambridge University Press, 2η έκδ. 1951, 3η αναθεωρημένη 1997). Ο Βιλλ θεωρούσε ιδιαιτέρως ελκυστική την εξήγηση αυτή, καθόσον αντικαθιστά μια φερόμενη ως παθολογική συμπεριφορά με τη λογική (όπ.π., σελ. 347). Σε κάθε περίπτωση, ο Σελευκίδης δεν φαίνεται να απασχολεί τα χρονικά μέχρι την άνοιξη του -166 και τη διοργάνωση των περίλαμπρων εορτών της Δάφνης.

Σ’ αυτό το αριστοκρατικό προάστιο της Αντιόχειας, ο Επιφανής διοργάνωσε τις μεγαλύτερες γιορτές που είχε δει ως τότε ο κόσμος της Αρχαιότητας. Οι γιορτές της Δάφνης περιλάμβαναν συμπόσια, πομπές και συμβολικές αναπαραστάσεις, αγώνες μονομάχων (κατά τα ρωμαϊκά γούστα που είχε αποκτήσει ο Αντίοχος στα χρόνια της παραμονής του στην Αιώνια Πόλη) και εντυπωσιακές παρελάσεις στρατευμάτων. Όπως είναι αναμενόμενο, αρχαίοι και σύγχρονοι ερμήνευσαν τις διαρκείας ενός μηνός γιορτές ως ένδειξη της μεγαλομανίας του Αντίοχου. Χρειάζονται, πάντως, περισσότερα για τη διοργάνωση εορτών τέτοιου μεγέθους. Οι αρχαίοι θεωρούσαν ότι στόχος του Επιφανούς ήταν να ανταγωνισθεί τις γιορτές που διοργάνωσε στη Αμφίπολη την άνοιξη του -167 ο θριαμβευτής της Πύδνας Αιμίλιος Παύλος. Πιο πιθανό είναι η πανήγυρις της Δάφνης να αποσκοπούσε να δοξάσει το κύρος και την ισχύ του κράτους των Σελευκιδών: η ισχύς είχε στρατιωτικά αποδειχθεί στην Αίγυπτο (παρά το διπλωματικό ατύχημα της Ελευσίνας), άλλωστε ο Αντίοχος είχε προσθέσει στους τίτλους του και αυτόν του Νικηφόρου. Κι επρόκειτο να επιβεβαιωθεί με τη σχεδιαζόμενη εκστρατεία στην Ανατολή… Επισημαίνουμε παρεμπιπτόντως, και την ευφάνταστη ερμηνεία του Ταρν: στηριζόμενος σε κάποια νομίσματα του Ευκρατίδη, ο οποίος καθίσταται ηγεμόνας της Βακτριανής εκείνη την εποχή, όπου απεικονίζονται πιθανώς οι γονείς του, ο Ηλιοκλής και η Λαοδίκη, ο Ταρν συμπέρανε ότι ο Ευκρατίδης ήταν από την πλευρά της μητέρας του εξάδελφος του Επιφανούς και ότι επιχείρησε να ανακτήσει τη Βακτριανή για λογαριασμό των Σελευκιδών (όπ.π., σελ. 94 επ.). Σε μια τέτοια περίπτωση, οι τελετές της Δάφνης γιόρταζαν την επιστροφή της Βακτριανής στην αυτοκρατορία. Στα άρθρα μας για την εποποιία των Ελλήνων της Βακτριανής εκθέσαμε ήδη τους λόγους για τους οποίους η θεωρία του Βρετανού ιστορικού έχει ελάχιστες πιθανότητες να ανταποκρίνεται στην ιστορική πραγματικότητα.

Στη Δάφνη ο Αντίοχος παρέταξε 50.000 άνδρες. Η παρέλαση τόσο μεγάλων στρατιωτικών δυνάμεων αποτελεί ισχυρότατη ένδειξη επικείμενης εκστρατείας με ιδιαίτερα φιλόδοξους στόχους. Και στόχος μιας τέτοιας εκστρατείας θα μπορούσαν να είναι μόνον οι Άνω Σατραπείες κι ο ευρύτερος ιρανικός χώρος. Άλλωστε, η Σύγκλητος, θορυβημένη από το μέγεθος των στρατευμάτων που είχε συγκεντρώσει ο Επιφανής, έστειλε πρεσβεία λίγο μετά τις γιορτές της Δάφνης για να διερευνήσει τις προθέσεις του Σελευκίδη. Το γεγονός ότι οι συγκλητικοί άφησαν την Αντιόχεια απολύτως καθησυχασμένοι μάλλον αποδεικνύει ότι ο Επιφανής στόχευε στην Ανατολή (Will, όπ.π., σελ. 346/ Geneviève Hoffmann σε C. Grandjean, G. Hoffmann, L. Capdetrey, J.-Y. Carrez-Maratray «Le monde hellénistique», coll. U- Histoire, εκδ. Armand Colin, Παρίσι, 2008, σελ. 70-71).

β. Η βιαίως διακοπείσα εκστρατεία στις Άνω Σατραπείες: Είναι βέβαιο ότι ο Επιφανής είχε βάσιμους λόγους για να εκστρατεύσει στα ανατολικά. Όχι μόνο σε μια προσπάθεια να μιμηθεί την πολυθρύλητη Ανάβαση του πατέρα του, αλλά πρωτίστως γιατί τα αποτελέσματα ακριβώς εκείνης της εκστρατείας (και τουλάχιστον όσα από αυτά ήταν ουσιαστικά) αποδείχθηκαν εξαιρετικά πρόσκαιρα. Δεν είναι τυχαίο ότι, ενώ στη Μάχη της Μαγνησίας είχαν πολεμήσει με τον Αντίοχο Γ΄ πολυάριθμα ιρανικά στρατεύματα, στις παρελάσεις της Δάφνης οι Ιρανοί απουσιάζουν (Πολύβιος, Λ΄, 25-26/ Préaux όπ.π., τ. 1, σελ. 170/ Will, όπ.π., σελ. 348). Φυσικά, το εύρος των σχεδίων του Επιφανούς μας είναι άγνωστο. Στόχευαν απλώς στην αποκατάσταση της τάξης και την επιβεβαίωση της ηγεμονίας των Σελευκιδών σε κάποιες από τις δυτικές Άνω Σατραπείες (Αρμενία, Μηδία, Περσία); Στην αντιμετώπιση του παρθικού κινδύνου, μια και ο νέος ηγεμόνας των Πάρθων, ο  Μιθριδάτης Α΄ Αρσάκης Ε΄, αποτινάσσει τους όποιους δεσμούς υποτέλειας του βασιλείου του και καθιστά σαφείς τις επεκτατικές βλέψεις του; Ή, μήπως, υπήρχε η φιλοδοξία ανάκτησης των κεντροασιατικών εδαφών του ανεξάρτητου ελληνικού βασιλείου της Βακτριανής και της Σογδιανής; Η λογική συνηγορεί υπέρ ενός συνδυασμού των δύο πρώτων εκδοχών (Will, όπ.π., σελ. 352 και 354).

Ο Αντίοχος ξεκίνησε στις αρχές του 165 π.Χ. Η πρώτη του κίνηση ήταν να ανακτήσει την Αρμενία όπου ο στράπης Αρταξίας είχε αυτονομηθεί. Έπειτα πέρασε στη Μηδία όπου προέβη σε συμβολικές πράξεις επιβεβαίωσης της ηγεμονίας των Σελευκιδών (πιθανολογείται η ίδρυση ελληνικής πόλεως δίπλα στα Εκβάτανα με το όνομα Επιφάνεια). Από εκεί μετέβη στην Ελυμαϊδα, όπου και άρχισε (;) να εκτυλίσσεται η τελευταία πράξη του δράματος. Όπως μας λέει η αρχαία παράδοση και υπό συνθήκες που θυμίζουν (ύποπτα, βλ. Préaux όπ.π., σελ. 171) την αντίστοιχη παράδοση για το θάνατο του Αντιόχου του Μεγάλου, ο Επιφανής, προσπαθώντας να εξασφαλίσει τη χρηματοδότηση της εκστρατείας του, επιχείρησε χωρίς επιτυχία να λεηλατήσει τους θησαυρούς ενός ελαμιτικού ναού. Λίγο αργότερα αρρώστησε βαριά και πέθανε ενώ βρισκόταν στην Περσία (τέλος 164 π.Χ.).

«ὅτι κατὰ τὴν Συρίαν Ἀντίοχος ὁ βασιλεὺς βουλόμενος εὐπορῆσαι χρημάτων προέθετο στρατεύειν ἐπὶ τὸ τῆς Ἀρτέμιδος ἱερὸν εἰς τὴν Ἐλυμαΐδα. παραγενόμενος δ᾽ ἐπὶ τοὺς τόπους καὶ διαψευσθεὶς τῆς ἐλπίδος διὰ τὸ μὴ συγχωρεῖν τῇ παρανομίᾳ τοὺς βαρβάρους τοὺς οἰκοῦντας περὶ τὸν τόπον,ἀναχωρῶν ἐν Τάβαις τῆς Περσίδος ἐξέλιπε τὸν βίον, δαιμονήσας, ὡς ἔνιοί φασι, διὰ τὸ γενέσθαι τινὰς ἐπισημασίας τοῦ δαιμονίου κατὰ τὴν περὶ τὸ προειρημένον ἱερὸν παρανομίαν» (Πολύβιος, ΛΑ΄, 9, 1-4)

Η εκστρατεία τερματιζόταν άδοξα, ουσιαστικά πριν καν αρχίσει. Ο Επιφανής, άφηνε στον θρόνο τον ανήλικο γιο του, τον Αντίοχο Ε΄: έρμαιο των συγκρούσεων μεταξύ αυλικών και με την απειλή άμεσης επιστροφής του Δημήτριου από τη Ρώμη, ο γιος του Επιφανούς δεν είχε ουσιαστικά καμία πιθανότητα να τα καταφέρει.

Αποτίμηση: Για ποιους λόγους μπορεί να μας είναι συμπαθής η φυσιογνωμία του Αντίοχου του Επιφανούς; Προφανώς, πρόκειται καταρχάς για μια αντίδραση στην παράδοση που τον παρουσιάζει με τα μελανότερα χρώματα βασιζόμενη σε εντελώς υποθετικές ψυχολογικές ερμηνείες. Εντούτοις, όπως επισημαίνεται:

«Τρελός, πάντως, δεν ήταν σε καμία περίπτωση κι αν τα ανέκδοτα αυτά, που τον παρουσιάζουν τα μεν σαν ένα εκκεντρικό αξιαγάπητο, τα δε σαν έναν κακό με ευχάριστο χαρακτήρα, ανταποκρίνονται στην αλήθεια, αυτό θα μπορούσε να μην επηρεάσει καθόλου την πολιτική του σκέψη και τις ικανότητές του ως πολιτικού» (Will, όπ.π., σελ. 306-307).

Στην πραγματικότητα, διαθέτουμε ελάχιστα ακλόνητα ιστορικά στοιχεία για τον Αντίοχο Δ΄.  Αγνοούμε τα σχέδιά του. Οι προσπάθειές του έμειναν ανολοκλήρωτες, η βασιλεία του ήταν σύντομη και τερματίστηκε πρόωρα: «ο Επιφανής ήταν ο τελευταίος μεγάλος Σελευκίδης ή ο ολετήρας της αυτοκρατορίας του; Υπήρξε θύμα της ψυχικής ανισορροπίας του ή απρόβλεπτων εξωτερικών περιστάσεων; τα ερωτήματα αυτά δεν είναι δυνατόν να απαντηθούν» (Will, όπ.π., σελ. 353). Ίσως τελικά να είναι ακριβώς αυτά τα ερωτηματικά που καθιστούν γοητευτική την προσωπικότητα του Επιφανούς. Ανάμεσα σε ημιτελή ή εντελώς ανεκπλήρωτα σχέδια και σε απρόβλεπτα παιχνίδια της μοίρας, η αντιφατική μορφή και πορεία του Αντιόχου προσωποποιεί το δράμα της ίδιας της αυτοκρατορίας των Σελευκιδών και τον άνισο διαρκή αγώνα της. Κι έπειτα, όποτε αντικρίζουμε τον Ναό του Ολυμπίου Διός είναι δύσκολο να μη νιώσουμε κάποια ευγνωμοσύνη γι’ αυτόν τον αμφιλεγόμενο μονάρχη, στον οποίο οφείλουμε ένα τέτοιο αρχιτεκτονικό κομψοτέχνημα. Ο Αδριανός απλώς διέταξε να ολοκληρωθεί η εκτέλεση των σχεδίων που είχε παραγγείλει ο Επιφανής.

Οι αναμνήσεις μιας ζωής

27 Σεπτεμβρίου, 2011

Οι διηγήσεις των μεγάλων ιστορικών γεγονότων από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές τους, αυτόπτες μάρτυρες ή συγχρόνους τους δεν είναι τελικά και τόσο συχνές, τουλάχιστον όσον αφορά ορισμένες περιόδους. Κι έπειτα, από όσες έχουμε στη διάθεσή μας, αρκετές δεν είναι παρά ασκήσεις προπαγάνδας ή προσπάθειες να δικαιολογηθούν τα αδικαιολόγητα. Οι συγγραφείς κατορθώνουν μάλλον σπάνια να περιγράψουν και να αναλύσουν με τρόπο εναργή την κοινωνία στο πλαίσιο της οποίας έδρασαν. Ακόμη σπανιότερα προσεγγίζουν με διάθεση κατανόησης και με αντικειμενικότητα τον Άλλο, τον ξένο και αλλόθρησκο, με μια λέξη τον εχθρό. Από την άποψη αυτή το Κιτάμπ αλ Ίτιμπάρ του Ουσάμα ιμπν Μουνκίντ αποτελεί πραγματικό θησαυρό που αποκτά ακόμη μεγαλύτερη αξία αν λάβουμε υπόψη ότι το μεσαιωνικό ισλάμ δεν έχει να επιδείξει ιδιαίτερη παράδοση συγγραφής απομνημονευμάτων και αυτοβιογραφιών. Ικανός στρατιωτικός, εξαίρετος διπλωμάτης και σύμβουλος ηγεμόνων, λόγιος και ποιητής, ο Ουσάμα γεννήθηκε την εικοστή έβδομη ημέρα του δευτέρου μηνός Τζουμάαντά του έτους Εγίρας 488, δηλαδή στις 4 Ιουλίου 1095, λίγους μήνες πριν ο πάπας Ουρβανός Β΄ κηρύξει τη σταυροφορία στη Σύνοδο της Κλερμόν, και πέθανε στη Δαμασκό στις 17 Νοεμβρίου 1188, ένα χρόνο μετά τον θρίαμβο του Σαλαδίνου στη Μάχη του Χαττίν και την ανάκτηση της Ιερουσαλήμ από τις δυνάμεις του Ισλάμ. Γνώρισε από μικρός τη διάσπαση της επικράτειας του Ισλάμ σε αμέτρητες ηγεμονίες, τον Φράγκο εισβολέα, τη βυζαντινή απειλή. Στη μακρά διάρκεια της ζωής του υπηρέτησε τους τρεις σπουδαιότερους μουσουλμάνους ηγέτες της εποχής του, αυτούς που πραγματικά ενσάρκωσαν το ιδανικό του ιερού πολέμου κατά των απίστων: τον Τούρκο Ζενγκί, τον Νουρ αλ-Ντιν (γιο του Ζενγκί) και, φυσικά, τον Κούρδο Σαλαδίνο. Υπήρξε διπλωματικός και πολιτικός σύμβουλος κι άλλων σημαντικών ηγεμόνων, όπως ήταν οι Μπουρίδες της Δαμασκού, οι Φατιμίδες του Καϊρου και οι Αρτουκίδες της Βόρειας Μεσοποταμίας. Αληθινός homo universalis, απέκτησε εν ζωή τη φήμη σπουδαίου ανθρώπου των γραμμάτων συγγράφοντας πραγματείες με ποικίλη θεματολογία, συνθέτοντας ποιήματα κι επιμελούμενος τη συλλογή και την έκδοση ανθολογιών αραβικής ποίησης. Αδύνατο να βρούμε καλύτερο αφηγητή της Ιστορίας της Μέσης Ανατολής κατά τον 12ο αι. από τον Ουσάμα!

Ι. Η ζωή του Ουσάμα ιμπν Μουνκίντ

Α. Τα παιδικά και νεανικά χρόνια στο Σαϋζάρ (1095-1130): Πατρίδα του Ουσάμα είναι η Βόρεια Συρία και συγκεκριμένα το Σαϋζάρ, το απόρθητο κάστρο του οποίου δεσπόζει πάνω από την κοιλάδα του Ορόντη. Πανάρχαιος σημιτικός οικισμός, είχε μετονομαστεί στα χρόνια των Σελευκιδών σε Λάρισα, καθώς στην πόλη είχε εγκατασταθεί μεγάλος αριθμός αποίκων από τη Θεσσαλία. Μερικούς αιώνες αργότερα η περιοχή βρέθηκε στη διαφιλονικούμενη ζώνη μεταξύ επικράτειας του Ισλάμ και Βυζαντινής αυτοκρατορίας κι άλλαξε χέρια κάμποσες φορές. Από τον Δεκέμβριο του 1081 το κάστρο κι η πόλη του Σαϋζάρ ανήκαν στη οικογένεια του Ουσάμα, τους Άραβες Μπανού Μουνκίντ από τη φυλή Κινάνα. Ο παππούς του συγγραφέα, ο Σαντίντ αλ-Μουλκ Άλι μάλλον αγόρασε το κάστρο από τον τοπικό ορθόδοξο επίσκοπο.

Όταν ο Ουσάμα ήταν τριών χρονών ο πατέρας του, μολονότι νόμιμος διάδοχος, προτίμησε να παραιτηθεί αφήνοντας την εξουσία στον αδελφό του και θείο του συγγραφέα, τον Σουλτάν. Ο Ουσάμα δεν είναι βέβαιος για τους λόγους που οδήγησαν τον πατέρα του στην απόφαση αυτή (η οποία στέρησε από τον μικρό τη δυνατότητα να γίνει μια μέρα εμίρης του Σαϋζάρ), υποθέτει όμως ότι θα πρέπει να οφειλόταν στη μεγάλη του ευσέβεια: τα θρησκευτικά καθήκοντα και η θεολογική μελέτη είχαν μεγαλύτερη σημασία από την άσκηση εξουσίας για τον Μουρσίντ ιμπν Μουνκίντ, έναν άνθρωπο που σε απόδειξη της βαθιάς του πίστης αντέγραψε το Κοράνι δεκάδες φορές. Ό,τι κι αν συνέβη, ο ήρωάς μας μεγάλωσε στο κάστρο του Σαϋζάρ ανάμεσα στην πολυπληθή οικογένεια των Μουνκίντ, τους στρατιώτες και τους υπηρέτες της. Έτυχε εξαιρετικής μόρφωσης: γραμματική, ρητορική, ποίηση, ιστορία και θεολογία περιλαμβάνονται στα όσα διδάχτηκε από τους σπουδαίους λόγιους που βρέθηκαν να υπηρετούν την οικογένεια. Ο ίδιος μιλά με σεβασμό και θαυμασμό για τον δάσκαλό του Αμπού Αμπνταλλάχ αλ-Τουλαϋτουλί, ο οποίος ήταν βιβλιοθηκάριος στην Τρίπολη του Λιβάνου κι όταν οι Φράγκοι κατέκτησαν την πόλη κατέφυγε στο Σαϋζάρ. Όταν ξεκίνησαν τα μαθήματα, ο Ουσάμα ρώτησε τον δάσκαλό του αν είχε διαβάσει όλα τα βιβλία που βρίσκονταν στη βιβλιοθήκη του γραφείου του. Εκείνος του απάντησε να διαλέξει όποιο βιβλίο ήθελε, να ανοίξει μια σελίδα στην τύχη και να του διαβάσει τις δυο πρώτες γραμμές: ο δάσκαλος θα του έλεγε στη συνέχεια από μνήμης ολόκληρη τη σελίδα. Το παιχνίδι αυτό επαναλήφθηκε πάμπολλες φορές και ποτέ ο Ουσάμα δεν κατάφερε να πιάσει τον δάσκαλό του αδιάβαστο. Παράλληλα, ο νεαρός ακολουθεί την απαραίτητη εκπαίδευση για να γίνει ικανός πολεμιστής και στρατιωτικός ηγέτης, ενώ ακολουθεί τον πατέρα και τον θείο του στις συχνές κυνηγετικές τους εξορμήσεις.

Ο Ουσάμα μαθαίνει από μικρός όχι μόνο τι είναι ο πόλεμος, αλλά και πόσο περίπλοκοι είναι οι συσχετισμοί δυνάμεων στην περιοχή. Ο κύριος εχθρός είναι ο Φράγκος έποικος (κι ο συγγραφέας αναφέρεται εκτενώς στους επικίνδυνους γείτονες του Πριγκιπάτου της Αντιόχειας, στον Τανκρέδο και στον Ρογήρο του Σαλέρνο που άσκησαν την αντιβασιλεία στην ηγεμονία αυτή, στους υπόλοιπους χριστιανούς ηγέτες, αλλά και στους μικρότερους φεουδάρχες). Εξίσου συχνές, όμως, είναι κι οι συγκρούσεις με τους ομόθρησκους. Όπως ας πούμε με τους γείτονες της Χάμα: συχνά-πυκνά διαφορές όπως η κλοπή κοπαδιών ή η διεκδίκηση κάποιων χωραφιών λύνονται με τα όπλα. Κι έπειτα, ο ίδιος ο Ουσάμα μας λέει ότι η πιο επικίνδυνη πολιορκία του κάστρου του Σαϋζάρ δεν ήταν έργο απίστων, αλλά των Ισμαηλιτών Ασσασίνων. Τέλος, δεν ήταν σπάνιες κι οι εντελώς ετερόκλητες συμμαχίες, όπως αυτή του 1110 όταν το Βασίλειο της Ιερουσαλήμ, το Πριγκιπάτο της Αντιόχειας και η Κομητεία της Τριπόλεως συνασπίστηκαν με τον Τούρκο ατάμπεη της Δαμασκού, τον Τουγτεκίν, καθώς και με τον Αρτουκίδη ηγεμόνα του Μαρντίν και τον ισχυρό άνδρα του Χαλεπιού για να πολεμήσουν τον Σελτζουκίδη σουλτάνο του Ισπαχάν.

Σε ηλικία 24 ετών ο Ουσάμα συμμετέχει στην πρώτη του μάχη, τον Αύγουστο του 1119. Η ιστορία δείχνει πώς ακριβώς διεξάγονταν οι συνηθισμένες συγκρούσεις μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων στη Συρία του 12ου αι. Μην περιμένετε μάχες ανάμεσα σε τακτικά στρατεύματα ή ιερούς πολέμους στους οποίους συγκρούονται φανατισμένοι μέχρι το μεδούλι πολεμιστές. Ο ήρωάς μας παίρνει εντολή από τον εμίρη θείο του να προκαλέσει ζημιές στα χωράφια των χριστιανών κοντά στην Απάμεια. Έχει υπό τις διαταγές του είκοσι ιππείς που θα οδηγήσουν στη μάχη ένα μπουλούκι πλιατσικολόγων και μερικές δεκάδες Άραβες νομάδες (η διαφορά δεν είναι μεγάλη μεταξύ των δύο κατηγοριών). Ενώ αυτό το περίπου στράτευμα καταστρέφει τις σοδειές των εχθρών, εμφανίζονται μερικοί ένοπλοι χριστιανοί, μεταξύ των οποίων και κάποιοι ιππότες. Ακολουθεί μια άτακτη σύγκρουση που κορυφώνεται με δυο-τρεις μονομαχίες. Οι μουσουλμάνοι γυρίζουν όλοι σώοι στο Σαϋζάρ, ενώ οι απώλειες των χριστιανών είναι απλώς κάποιοι τραυματίες. Ο Ουσάμα νομίζει ότι σκότωσε τον ιππότη που αντιμετώπισε σε μονομαχία: το δόρυ του διαπέρασε τον διπλό αλυσιδωτό θώρακα και το σώμα του ιππότη. Λίγες ημέρες αργότερα μαθαίνει ότι το χτύπημα δεν πείραξε κανένα ζωτικό όργανο κι ο αντίπαλος επέζησε. «Εκείνη την ημέρα έμαθα για τα καλά ότι το πεπρωμένο είναι το ισχυρότερο φρούριο».

Β. Στην υπηρεσία του Ζενγκί (1130-1138): Οι σχέσεις ανάμεσα στον Ουσάμα και τον θείο του Σουλτάν, εμίρη του Σαϋζάρ, ήταν αρχικά εξαιρετικές. Ο θείος, όμως, έκανε οικογένεια κι απέκτησε γιους. Άρχισε πια να θεωρεί ενοχλητική την παρουσία του Ουσάμα στο κάστρο του Σαϋζάρ: θα μπορούσε να αποδειχτεί σφετεριστής της εξουσίας την οποία ο Σουλτάν σκόπευε να μεταβιβάσει στους απογόνους του. Ο Ουσάμα έκρινε καλύτερο να αναζητήσει αλλού την τύχη του κι αποφάσισε να θέσει τον εαυτό του στην υπηρεσία του ισχυρότερου μουσουλμάνου ηγεμόνα της εποχής, του ατάμπεη της Μοσούλης και του Χαλεπιού, με τον οποίο οι Μουνκίδες διατηρούσαν άριστες σχέσεις. Το 1130 ξεκίνησε για το Χαλέπι και εντάχθηκε στην ακολουθία του Ζενγκί. Συνόδεψε τον Τούρκο ηγεμόνα και τους στρατηγούς του στις περισσότερες εκστρατείες τους. Συνήθως ενάντια σε άλλους μουσουλμάνους, κι ας εμφανιζόταν ο Ζενγκί ως ο κύριος υπέρμαχος του τζιχάντ. Κάποιες φορές ενάντια στους χριστιανούς, όπως η εκστρατεία του 1136-1137 με στόχο εδάφη του Πριγκιπάτου της Αντιόχειας.

Στο διάστημα αυτό, ο Ουσάμα επιστρέφει στο Σαϋζάρ δύο φορές: τον Μάϊο του 1137 για την κηδεία του πατέρα του και την άνοιξη του 1138, όταν ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Ιωάννης Β΄ Κομνηνός, έχοντας συμμαχήσει με τους Φράγκους ηγεμόνες, πολιορκεί το κάστρο στην προσπάθειά του να ανακτήσει εδάφη της Βόρειας Συρίας. Ο Ουσάμα βρέθηκε στην πατρίδα του μαζί με τον στρατηγό αλ-Γκισιανί, μια και βάσει του αρχικού σχεδίου οι δυνάμεις του Ζενγκί θα βοηθούσαν στην άμυνα του Σαϋζάρ. Μια μέρα, ο αλ-Γκισιανί ανακοινώνει στον Σύρο ευγενή ότι η τελική απόφαση είναι να υποχωρήσουν στη Μοσούλη. Ο Ουσάμα ζητεί την άδεια να επιστρέψει στο κάστρο για να πάρει μαζί την οικογένειά του, στην πραγματικότητα όμως έχει πάρει την απόφαση να παραμείνει στο Σαϋζάρ και να το υπερασπιστεί. Ο στρατός φεύγει χωρίς τον ήρωά μας. Το περιστατικό αυτό γίνεται αιτία ρήξης με τον Ζενγκί.

Όπως αναμενόταν, η πολιορκία θέτει σε μεγάλη δοκιμασία το Σαϋζάρ. Οι απώλειες είναι μεγάλες. Τελικά, ο εμίρης Σουλτάν αποφασίζει να ακολουθήσει, όπως γράφει ο ανηψιός του, τον «δρόμο της σοφίας». Εκμεταλλεύται τις διαφωνίες του αντίπαλου στρατοπέδου και διαπραγματεύεται με τον βυζαντινό αυτοκράτορα, ο οποίος δέχεται να αποχωρήσει έναντι μεγάλου χρηματικού ποσού. Για τον Ουσάμα, πάντως, δεν είναι γραφτό να ζήσει για πολύ ακόμη στη γενέτειρά του. Οι σχέσεις με τον θείο του οδηγούνται σε οριστική ρήξη: ο Σουλτάν τον εξορίζει ισόβια από το Σαϋζάρ.

Γ. Τα χρόνια της Δαμασκού και οι διπλωματικές αποστολές στα φραγκικά κράτη (1138-1144): Εξόριστος από την πατρίδα του κι έχοντας πέσει στη δυσμένεια του Ζενγκί (όχι μόνο γιατί δεν υπάκουσε σε διαταγές του στρατηγού του, αλλά και γιατί ο Τούρκος ηγεμόνας δεν θα διακινδύνευε να χαλάσει τις σχέσεις του με τον φίλο του εμίρη του Σαϋζάρ φιλοξενώντας έναν εξόριστο), ο Ουσάμα στρέφεται αναγκαστικά στους μεγάλους αντιπάλους του Ζενγκί, τους Μπουρίδες της Δαμασκού. Το καλοκαίρι του 1138 φτάνει στην πόλη που πρόκειται να γίνει δεύτερη πατρίδα του και γρήγορα κερδίζει την εκτίμηση και τη φιλία του ισχυρού άνδρα του καθεστώτος, του βεζίρη Μουίν αλ-Ντιν Ουνούρ. Το βασικό μέλημα της Δαμασκού είναι η αναχαίτιση των επεκτατικών βλέψεων του Ζενγκί. Εφαρμόζοντας το αξίωμα βάσει του οποίου ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου, η ηγεσία της συριακής μητρόπολης στρέφεται στο χριστιανικό βασίλειο της Ιερουσαλήμ και στα υπόλοιπα φραγκικά κράτη. Ήδη τον Σεπτέμβριο του 1138 ο Ουσάμα ιμπν Μουνκίντ θα ξεκινήσει για την πρώτη του διπλωματική αποστολή στα Ιεροσόλυμα. Θα ακολουθήσουν πολλές ακόμη. Μόνος του ή συνοδεύοντας τον Ουνούρ, ο Ουσάμα θα περάσει αρκετό χρόνο στην Ιερουσαλήμ και σε άλλες πόλεις που ελέγχουν οι Φράγκοι. Θα γνωρίσει προσωπικά τον βασιλιά Φουλκ Ε΄, όπως κι αρκετούς από τους επιφανέστερους χριστιανούς ευγενείς.

Ο Ουσάμα αντιλαμβάνεται ότι, εφόσον οι Φράγκοι έχουν έρθει με σκοπό να μείνουν στη Συρία και στην Παλαιστίνη, το καλύτερο είναι να βρεθεί ένας τρόπος συμβίωσης των δύο λαών ο οποίος θα καταστήσει δυνατή τη σταδιακή πολιτιστική προσέγγιση μεταξύ τους. Ως προς το ζήτημα αυτό, ο συγγραφέας διακρίνει λογικότατα μεταξύ νεοφερμένων από τη Δύση σταυροφόρων, οι οποίοι δεν γνωρίζουν τίποτε από την πραγματικότητα στη Μέση Ανατολή κι απλώς ανυπομονούν να σφάξουν μουσουλμάνους, και εγκατεστημένων από καιρό στην περιοχή Φράγκων (φεουδάρχες και στρατιωτικά θρησκευτικά τάγματα όπως οι Ναΐτες), τους οποίους θεωρεί ανθρώπους με τους οποίους μπορεί να συνεννοηθεί και να αναπτύξει σχέσεις εμπιστοσύνης και φιλίας. Οι εντυπώσεις και οι κρίσεις του Ουσάμα για τα ήθη και τα έθιμα των Φράγκων είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσες. Από κάποιες απόψεις βρίσκονται πιο κοντά στις σύγχρονες αντιλήψεις, σε άλλα σημεία οι επιλογές των χριστιανών μας φαίνονται πιο οικείες. Για παράδειγμα, ο Ουσάμα εκφράζει τον θαυμασμό του για τον τρόπο με τον οποίο αποδίδει δικαιοσύνη η αυλή του βασιλιά της Ιερουσαλήμ. Εντούτοις, η χρήση της θεοδικίας εκ μέρους των Φράγκων του φαίνεται όχι μόνο απάνθρωπος, αλλά και βλακώδης τρόπος απονομής δικαιοσύνης. Σε ιατρικά ζητήματα, οι εντυπώσεις του είναι ανάμεικτες: οι Φράγκοι σε μερικές περιπτώσεις τα καταφέρνουν καλύτερα από τους μουσουλμάνους γιατρούς. Σε άλλες επιδεικνύουν άγνοια κι ανοησία, ειδικά όταν μπλέκονται στην ιστορία κομπογιαννίτες (π.χ. αχρείαστος ακρωτηριασμός που καταλήγει στον θάνατο του τραυματία) και ιερείς. Όσον αφορά τη θρησκεία, ο συγγραφέας εκτιμά την πίστη τους και μάλιστα σε μια θρησκεία που έχει αποκαλυφθεί από τον ίδιο τον θεό «όπως κι η δική μας», αλλά αδυνατεί να κατανοήσει «τις υπερβολές στις οποίες τους οδηγεί η ειδωλολατρεία που επιδεικνύουν για τον Ιησού και την Παναγία» (σελ. 88-89). Σε ό,τι έχει να κάνει με τις σχέσεις ανδρών και γυναικών, ο Ουσάμα θεωρεί ότι οι χριστιανοί δίνουν μεγάλη ελευθερία στις γυναίκες τους, με συνέπεια να θέτουν σε κίνδυνο την τιμή και την αξιοπρέπειά τους. Το γεγονός ότι μια γυναίκα που περπατά στον δρόμο με τον σύζυγό της μπορεί να τον αφήσει για να πιάσει κουβέντα με μια φίλη της τον εκπλήσσει αρνητικά! Κι αν για τις παρατηρήσεις αυτές μπορούμε με τις σύγχρονες αντιλήψεις μας να κατηγορήσουμε εύλογα τον συγγραφέα για συντηρητισμό, σε μια άλλη περίπτωση θα του δώσουμε απόλυτο δίκιο όταν θεωρεί αναξιοπρεπές αυτό που είδε κάποτε στην Τιβεριάδα: σε μια μεγάλη θρησκευτική γιορτή, έπειτα από τις καθιερωμένες κονταρομαχίες μεταξύ ιπποτών, οι διοργανωτές είχαν βάλει δύο γριες να κάνουν αγώνα δρόμου με έπαθλο ένα ψητό γουρουνόπουλο που είχαν τοποθετήσει στη γραμμή του τερματισμού!

Από το ύφος του κειμένου μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ο συγγραφέας πέρασε ευχάριστα χρόνια ανάμεσα στην όμορφη Δαμασκό και στα φραγκικά κράτη. Όλα τα ωραία, όμως, τελειώνουν κάποτε! Εκτός του προστάτη του, ο Ουσάμα δεν πρέπει να είχε πολλές συμπάθειες μεταξύ των αυλικών και των πολιτικών της Δαμασκού. Κι έτσι, το 1144, αναγκάζεται να αναζητήσει νέο καταφύγιο.

Δ. Στο φατμιδικό χαλιφάτο της Αιγύπτου (1144-1154): Ένας από τους θείους του Ουσάμα είχε εγκατασταθεί εδώ και χρόνια στην Αίγυπτο. Αυτός μεσολάβησε στον Φατιμίδη χαλίφη Αλ Χάφιζ, ο οποίος πράγματι υποδέχεται στο Κάιρο τον Ουσάμα με όλες τις τιμές: του παραχωρεί έπαυλη για να ζει με την οικογένειά του και κτήματα για να διαθέτει τα αναγκαία για μια πλούσια ζωή εισοδήματα. Τα πέντε χρόνια μέχρι τον θάνατο του χαλίφη (1149) θα περάσουν ευχάριστα για τον ήρωά μας, ο οποίος ανακαλύπτει τα θαύματα της Αιγύπτου. Ο θάνατος του 11ου χαλίφη της δυναστείας σηματοδοτεί όμως την οριστική απώλεια της εύθραυστης ισορροπίας που χαρακτήριζε το φατιμιδικό χαλιφάτο: πίσω από τον πλούτο και τις ομορφιές του Αιγύπτου αποκαλύπτεται ένας κόσμος αντίρροπων κέντρων εξουσίας τα οποία είναι έτοιμα ν’ αλληλοσπαραχθούν. Πανίσχυροι βεζίρηδες και διοικητές επαρχιών, ανακτορικές ίντριγκες και συνωμοσίες, επίλεκτα στρατιωτικά σώματα που τύποις υπηρετούν τον ηγέτη των πιστών, αλλά στην πράξη συγκρούονται μεταξύ τους με στόχο την απόκτηση περισσότερων προνομίων, ιδιωτικοί στρατοί, όχλος κι οδομαχίες. Κόλαση! Ο νέος χαλίφης, ο Αζ-Ζάφιρ επιλέγει για νέο βεζίρη τον γηραιό κι άβουλο ιμπν Μασάλ. Η αριστοκρατία, όμως, υποστηρίζει τον πανίσχυρο κυβερνήτη της Αλεξάνδρειας, τον ιμπν αλ-Σαλλάρ, ο οποίος και θα επιβληθεί με τη δύναμη των όπλων. Ακολουθεί μία περίοδος ισορροπίας του τρόμου μεταξύ του χαλίφη και του αυτοδιορισμένου βεζίρη του. Ο δεύτερος είχε εμπιστευτεί τη διοίκηση της Αλεξάνδρειας στον γαμπρό του τον Αμπάς. Μόνο που ο Αμπάς έχει ένα γιο, τον Νασρ, που είναι απίστευτα φιλόδοξος. Αυτόν προσεταιρίζεται ο χαλίφης για να τον κάνει εκτελεστικό όργανο των πιο σκοτεινών του σχεδίων. Ο Νασρ δολοφονεί τον αλ-Σαλλάρ (1153) κι ο Αζ-Ζάφιρ ονομάζει  βεζίρη τον Αμπάς. Μόνο που η ιστορία δεν σταματά εδώ: ο χαλίφης προτείνει στον Νασρ να βγάλει από τη μέση και τον ίδιο τον πατέρα του! Ακόμα κι ο δολοφόνος έχει τελικά κάποιες αναστολές. Το σχέδιο του χαλίφη στρέφεται τελικά εναντίον του. Από έναν πατροκτόνο καλύτεροι είναι οι δυο βασιλοκτόνοι! Γιος και πατέρας δολοφονούν τον χαλίφη και κάμποσους από τους αδελφούς του (1154), ονομάζοντας τυπικά χαλίφη τον γιο του Αζ-Ζάφιρ, ένα νήπιο 5 ετών. Αν ο Αμπάς κι ο Νασρ πίστεψαν ότι έγιναν κύριοι της Αιγύπτου, η χαρά τους δεν κράτησε πολύ. Είχαν κάνει πολλούς εχθρούς μέσα κι έξω απ΄ το παλάτι. Όλοι αυτοί υποστήριξαν τον ιμπν Ρουζζίκ, έπαρχο της Άνω Αιγύπτου, ο οποίος κινήθηκε με τον στρατό του προς το Κάιρο. Ακολούθησε πραγματικός εμφύλιος. Νικημένος, ο Αμπάς αναγκάστηκε να αποχωρήσει από την πόλη. Ο Ουσάμα ήταν από παλιά φίλος με τον ιμπν Ρουζζίκ, είχε όμως συνεργαστεί και με τον Αμπάς, ο οποίος και τον ανάγκασε να τον ακολουθήσει στη φυγή του. Το μέγαρο και τα κτήματα του Ουσάμα λεηλατήθηκαν από τον όχλο. Όσο για τον Αμπάς, αντί να οχυρωθεί στην Αλεξάνδρεια όπου ήταν κι η βάση των πιστών οπαδών του, προτίμησε να κινηθεί προς τη Συρία σε αναζήτηση ένας θεός ξέρει ποιας συμμαχίας. Οι φυγάδες βρέθηκαν τυχαία αντιμέτωποι με τον στρατό των Φράγκων της Ιερουσαλήμ. Ο Αμπάς σκοτώθηκε. Ο Νασρ αιχμαλωτίστηκε: οι Ναΐτες τον πούλησαν στον ιμπν Ρουζζίκ για 60.000 δηνάρια κι αυτός τον παρέδωσε στις χήρες του Αζ-Ζάφιρ. Αφού τον βασάνισαν τον σταύρωσαν έξω από τις πύλες του Καΐρου.

Ε. Η επιστροφή στη Δαμασκό – τα χρόνια δίπλα στον Νουρ αλ-Ντιν (1154-1164): Ο Ουσάμα αναζήτησε ξανά καταφύγιο στη δεύτερη πατρίδα του (19 Ιουνίου 1154). Ο παλιός του προστάτης, ο Ουνούρ, είχε πια πεθάνει. Η δυναστεία των Μπουριδών είχε σβήσει και νέος κύριος της Δαμασκού ήταν ο γιος του Ζενγκί, ο Νουρ αλ-Ντιν. Ο Ουσάμα τον είχε ξαναδεί κάποια χρόνια νωρίτερα, όταν τον είχε επισκεφτεί ως απεσταλμένος του χαλιφάτου για να συνάψει συμμαχία κατά τον Φράγκων. Το σχέδιο δεν είχε ουσιαστικά ευοδωθεί, αλλά ο ιμπν Μουνκίντ πρέπει να έκαμψε κάποιες από τις εναντίον του προκαταλήψεις που ο  Ζενγκί θα είχε σίγουρα μεταδώσει στον γιο του. Ο Νουρ αλ-Ντιν υποδέχτηκε τον Ουσάμα με όλες τις τιμές και τον έκανε σύμβουλό του. Τον βοήθησε να φέρει από την Αίγυπτο την οικογένειά του. Αν και η ατυχία δεν άφησε τον Ουσάμα: ενώ το πλοίο που μετέφερε τις συζύγους και τα παιδιά του έπλεε έξω από την Άκρα του επιτέθηκαν οι άνδρες του βασιλιά του Ιερουσαλήμ. Κανείς δεν πειράχτηκε, αλλά κλάπηκαν τα χρήματα, η οικοσκευή κι ό,τι πολύτιμο μετέφεραν (συνολικής αξίας 30.000 δηναρίων). Μαζί κι όλα τα βιβλία του Ουσάμα.

Μετά από αυτό το ατυχές περιστατικό, τα πράγματα πηγαίνουν καλύτερα. Ο Ουσάμα συνοδεύει τον Νουρ αλ-Ντιν σ’ όλες τις εκστρατείες του, ενάντια σε Φράγκους ή μουσουλμάνους. Ακολουθεί τον ηγεμόνα και τις μετακινήσεις της αυλής του μεταξύ Δαμασκού και Χαλεπιού. Δύο γεγονότα τον σημαδεύουν: το 1157 ένας σφοδρός σεισμός συγκλονίζει τη Βόρεια Συρία. Το κάστρο του Σαϋζάρ γκρεμίζεται και παίρνει μαζί του όλους σχεδόν τους συγγενείς του Ουσάμα. Μια μόνο πατρίδα απομένει για τον ήρωά μας. Τρία χρόνια αργότερα, αποφασίζει να εκπληρώσει το θρησκευτικό καθήκον του προσκυνήματος στη Μέκκα. Στο μεταξύ, η υγεία του Νουρ αλ-Ντιν γίνεται όλο και πιο εύθραυστη. Ο ατάμπεης βρίσκει παρηγοριά στη θρησκεία: στην αυλή κυριαρχεί ατμόσφαιρα θρησκευτικής αυστηρότητας κι ασκητισμού που θυμίζει μοναστήρι. Όσον αφορά τα στρατιωτικά, ο Νουρ αλ-Ντιν θα συγκεντρώσει τις δυνάμεις του με σκοπό να επιφέρει αποφασιστικό χτύπημα στους Φράγκους: πράγματι, την εικοστή δεύτερη ημέρα του μηνός του ραμαζανιού του 559 (12 Αυγούστου 1164) ο Νουρ αλ-Ντιν θα συντρίψει τις χριστιανικές δυνάμεις, θα καταλάβει το φρούριο του Χαρίμ και θα αιχμαλωτίσει τον Βοημούνδο Γ΄ της Αντιόχειας, τον Ραϋμόνδο Γ΄ της Τριπόλεως, και τον διοικητή των βυζαντινών δυνάμεων που είχε στείλει ο Μανουήλ Κομνηνός.

ΣΤ΄. Στην αυλή του Καρά Αρσλάν: Παρά τους στρατιωτικούς θριάμβους, η παραμονή στην αυλή του Νουρ αλ-Ντιν έχει κουράσει τον Ουσάμα ιμπν Μουνκίντ. Ο ηγεμόνας δείχνει άλλωστε να προτιμά πια νεότερους συμβούλους. Έτσι, ο Ουσάμα αποφασίζει να ανταποκριθεί στην πρόσκληση του φίλου του Καρά Αρσλάν, του Τούρκου Αρτουκίδη ηγεμόνα της Βόρειας Μεσοποταμίας. Έδρα του Καρά Αρσλάν είναι η Χισν Κάυφα (τουρκικά Χασάνκεΰφ), στο σημερινό τουρκικό Κουρδιστάν. Ο Ουσάμα μας την παρουσιάζει σαν μια όμορφη πόλη που τη διασχίζει ο Τίγρης και την περιβάλλουν βουνά. Αλλά φυσικά η κρίση του είναι υποκειμενική, μια και η διαμονή του εκεί αποδεικνυόταν εξαιρετικά ευχάριστη: «μακριά από τον Νουρ αλ-Ντιν… η μεγάλη ηλικία μου, συνώνυμη της πείρας, και το μικρό μέγεθος της κοινωνίας στην οποία είχα προσκληθεί αποτελούσαν ευνοϊκούς παράγοντες για μένα. Με δυο λόγια, ήταν σαν να με περίμεναν εκεί. Ο Καρά Αρλάν αισθανόταν δόξα και τιμή που με είχε φέρει μαζί του… Πίστευα ότι θα σταματήσω να είμαι αυτό που ήμουν μέχρι τότε: ένας νομάδας της πολιτικής και των όπλων (σελ. 164)». Οι μέρες του Ουσάμα γεμίζουν με μελέτη και διαλέξεις, κυνήγι και ταξίδια (Μαγιαφαρικίν, Μοσούλη). Η μόνη στρατιωτική περιπέτεια ήταν μια άτυχη προσπάθεια του Καρά Αρσλάν να καταλάβει το Ντιγιάρμπακίρ, την αρχαία Άμιδα. Η παραμονή του Ουσάμα στη Βόρεια Μεσοποταμία θα τερματιστεί το φθινόπωρο του 1174, λίγο μετά τον θάνατο του Καρά Αρσλάν. Οι γιοι του ηγεμόνα έκριναν ότι ο γηραιός λόγιος και σύμβουλος του πατέρα τους κόστιζε πολλά χρήματα!

Ζ΄. Και πάλι στη Δαμασκό – τα χρόνια του Σαλαδίνου και το τέλος (1174-1188): «Εκείνο το φθινόπωρο του έτους 570 της Εγίρας… ξαναέβλεπα επιτέλους τη Δαμασκό. Με είχε ήδη δεχτεί δυο φορές, εξόριστο από το Σαϋζάρ και φυγά από το Κάιρο. Πόλη εξορίας κι έπειτα πατρίδα μου. Την είχα εγκαταλείψει για τη Χισν Κάυφα. Γενναιόδωρη, με ξαναδεχόταν. Σαν τον άσωτο υιό… επέστρεφα στη μητέρα μου…» (σελ. 178-179). Μετά τον θάνατο του Νουρ αλ-Ντιν την ίδια χρονιά (1174), η Δαμασκός ανήκει πια στον Σαλαδίνο, ήδη κύριο εδώ και κάποια χρόνια της Αιγύπτου. Ο αγαπημένος γιος του Ουσάμα, ο Μουρχάφ, ανήκει στο στενό περιβάλλον του Σαλαδίνου κι ο νέος μεγάλος ηγεμόνας έστελνε δώρα στον σεβάσμιο λόγιο και πολιτικό από τη Βόρεια Συρία ενώ αυτός βρισκόταν ακόμη στη Μεσοποταμία. Ο Ουσάμα γνωρίζει προσωπικά τον νέο ισχυρό ηγέτη του Ισλάμ, χαίρει της εύνοιάς του, συμμετέχει στις λογοτεχνικές βραδιές που διοργανώνει ο Κούρδος ηγεμόνας στη Δαμασκό και παρακολουθεί τις στρατιωτικές επιτυχίες του. Ο Σαλαδίνος ενώνει ολόκληρη την ανατολική επικράτεια του Ισλάμ: το 1184 κατακτά και το Χαλέπι. Μπορεί πια να στραφεί απερίσπαστος κατά των Φράγκων: «το ευλογημένο έτος 583 της Εγίρας… ο Σαλαδίνος συνέτριψε τους Φράγκους στο Χαττίν, δυτικά της Τιβεριάδας. Η νίκη άνοιγε κι άλλες πύλες. Την εικοστή εβδόμη ημέρα του μηνός ρατζάμπ ο Σαλαδίνος έμπαινε στην Ιερουσαλήμ, την Αγία Πόλη που το Ισλάμ ξαναέβρισκε σαν νύφη απ’ την οποία το χώρισαν σχεδόν έναν αιώνα πριν» (σελ. 189). Ευτυχισμένος και γεμάτος εμπειρίες, ύστερα από 93 χρόνια ζωής, ο Ουσάμα εγκατέλειπε τον μάταιο τούτο κόσμο το 1188.

ΙΙ. Ιστορίες, περιστατικά και ανέκδοτα από το Κιτάμπ αλ Ίτιμπάρ

Το μοναδικό σωζόμενο χειρόγραφο της αυτοβιογραφίας του Ουσάμα το ανακάλυψε στο Εσκοριάλ της Μαδρίτης ο Αρτβίγκ Ντερενμπούρ, ο οποίος υπήρξε κι ο πρώτος μεταφραστής του έργου στα γαλλικά, και γενικά σε δυτικοευρωπαϊκή γλώσσα [«Ousama ibn Mounkidh, un emir Syrien au premier siècle des croisades (1095–1188)», Παρίσι 1889]. Η πλέον πρόσφατη μετάφραση στα γαλλικά ανήκει στον Αντρέ ΜικέλUsâma Ibn Munqidh. Des enseignements de la vie (Kitâb al‐I’tibâr). Souvenirs d’un gentilhomme syrien du temps des Croisades, traduction, introduction et notes», Imprimerie Nationale, Παρίσι 1983, και, σε ελαφρώς διασκευασμένη/ απλουστευμένη έκδοση, «Ousama, un prince syrien face aux croisés», Fayard, σειρά «Les inconnus de l’histoire», Παρίσι 1986, απ’ όπου και τα αποσπάσματα που παρατίθενται κατωτέρω]. Η πρώτη αγγλική μετάφραση ήταν έργο του λιβανέζικης καταγωγής Φίλιπ Χουρί ΧιττίAn Arab-Syrian Gentlemen in the Period of the Crusades: Memoirs of Usamah ibn-Munqidh», 1929), ενώ η πλέον πρόσφατη είναι αυτή του Πωλ Μ. Κομπ («The Book of Contemplation: Islam and the Crusades», Penguin Classics, 2008).

Το βιβλίο του Ουσάμα δεν είναι μια αυτοβιογραφία με τη σύγχρονη δυτική έννοια του όρου, ούτε αποτελεί ιστορικό σύγγραμμα. Δεν πρόκειται για μια γραμμική αφήγηση των γεγονότων που έζησε ο συγγραφέας. Φυσικά, ο Ουσάμα εξιστορεί τα σημαντικότερα συμβάντα και τους σταθμούς της ζωής του. Κύριος σκοπός του έργου, όμως, είναι ο διδακτικός. Ο συγγραφέας θέλει να «μεταδώσει σ’ άλλους τη γνώση, τις σκέψεις και την εμπειρία που συσσώρευσε κατά τη διάρκεια της ζωής του» (σελ. 173). Το Κιτάμπ αλ Ίτιμπάρ ανοίγει και κλείνει με στοχασμούς του συγγραφέα γύρω από τη ζωή, τον θάνατο και την ανθρώπινη μοίρα. Είναι γεμάτο με ιστορίες και περιστατικά που έζησε ο συγγραφέας ή του τα διηγήθηκαν. Όλα αυτά παρατίθενται ως εκδηλώσεις και σημάδια της θείας βούλησης. Για αυτόν τον λόγο και η αναφορά σε διάφορα ιατρικά περιστατικά (εξ ορισμού υποθέσεις ζωής και θανάτου, ή έστω σχεδόν έτσι) ή κατά τα φαινόμενα θαύματα. Αυτό που τελικά πρέπει να καταδειχθεί είναι «η απόλυτη ελευθερία του Θεού και η παντοδυναμία του οργάνου Του αυτού που αποκαλούμε πεπρωμένο» (σελ. 175). Η μόνη καθαρά προσωπική πινελιά είναι οι συνεχείς αναφορές στο μεγάλο πάθος του Ουσάμα, το κυνήγι: άπειρες κυνηγετικές ιστορίες, διηγήσεις για κυνηγόσκυλα και, κυρίως, για κυνηγετικά πτηνά. Κατά τα λοιπά, ο συγγραφέας είναι εξαιρετικά φειδωλός σε ό,τι αφορά την προσωπική του ζωή (δεν κατονομάζει καμία από τις συζύγους του κι από τα παιδιά του μνημονεύει μόνο τον αγαπημένο του γιο, τον Μουρχάφ) ή τη θρησκευτική του πίστη.

Ας διαβάσουμε στα γρήγορα ορισμένα χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το βιβλίο του Ουσάμα ιμπν Μουνκίντ. Πρώτα αυτά που περιέχουν τις σκέψεις του σχετικά με τους Φράγκους κι έπειτα διάφορα περιστατικά από τις περιπλανήσεις του στην επικράτεια του Ισλάμ.

Α. Ο Ουσάμα και οι Φράγκοι

«Εξετάζοντας τη ζωή μου για τελευταία φορά, όπως κάνω τούτη τη στιγμή, θα έλεγα πάντως ότι κανένας συγγενής, φίλος ή υπηρέτης δεν με συντρόφεψε για τόσο πολύ χρόνο όσο οι Φράγκοι. Ήταν εδώ σχεδόν από τότε που γεννήθηκα. Ήμουν τεσσάρων μηνών όταν ο πάπας της Ρώμης παρακίνησε αυτούς τους καταραμένους να έρθουν στα μέρη μας, ξεκινώντας από την άλλη άκρη της θάλασσας, για να ανακτήσουν τον τάφο του Χριστού. Λες κι εμείς τον είχαμε κλέψει από κάποιον… Τέσσερα χρόνια αργότερα βρίσκονταν στα μέρη μας, στην Έδεσσα και στην Αντιόχεια. Άλλα δέκα χρόνια μετά κι ήταν η σειρά της Τρίπολης. Ο Θεός το θέλησε για να μας τιμωρήσει για τις έριδές μας. Αντιμέτωποι με τους νεοφερμένους και τους πάντοτε απειλητικούς Ρωμιούς, εμείς αναλωνόμασταν σε διαμάχες μεταξύ μας. Αντί για ένα Ισλάμ είχαμε χίλια, κι άλλους τόσους αρχηγούς… Για να το πω με συντομία, δεν είχαμε να αντιπαραθέσουμε στον εχθρό παρά μύρια αλληλοαντικρουόμενα συμφέροντα, οπότε, για να υπερασπίσουμε το Σαϋζάρ από τους ομόθρησκους αδελφούς μας, χρειάστηκε μερικές φορές να ζητήσουμε βοήθεια – ο Θεός να με συγχωρά – από τους εχθρούς (σελ. 33-34)…

Αναγνωρίζω πρόθυμα στους Φράγκους δύο αρετές: το θάρρος τους και την εκτίμηση την οποία τρέφουν για τους ιππότες τους. Είχα κάποτε μια διαφορά με τον Ρενιέ, άρχοντα της Πανειάδας, μια και μας είχε κλέψει αιγοπρόβατα σε καιρό ειρήνης. «Ορίστε κάποιος που μας έχει προξενήσει σημαντική ζημιά – είπα στον βασιλιά Φουλκ -, μας έκλεψε ζώα ενώ οι κατσίκες επρόκειτο να γεννήσουν. Μας τις επέστρεψε, όχι όμως και τα μικρά, οπότε εξακολουθούμε να υφιστάμεθα ζημία«. Ο βασιλιάς έκανε νεύμα σε πέντε-έξι ιππότες: «Εμπρός! Αποδώστε δικαιοσύνη«. Βγήκαν από την αίθουσα ακροάσεων για να διασκεφθούν κι επέστρεψαν για να ανακοινώσουν ότι ομόφωνα αποφάσισαν πως ο άρχοντας έπρεπε να καταβάλει χρηματικό πρόστιμο [το ύψος του οποίου θα καθόριζα εγώ ο ίδιος]. Ο Ρενιέ παρακάλεσε να φανώ επιεικής κι υπήρξε τόσο πειστικός που αρκέστηκα σε 400 δηνάρια. Το παράδειγμα καταδεικνύει το πώς αντιμετωπιζόταν μια δικαστική απόφαση που είχαν εκδώσει οι ιππότες. Κανείς, ούτε καν ο ίδιος ο βασιλιάς δεν μπορεί να την αμφισβητήσει (σελ. 83)…

Θα παραθέσω ως αξιοσημείωτο παράδειγμα την περίπτωση ενός Φράγκου από την Αντιόχεια. Είχα στείλει στην πόλη αυτή έναν από τους συνεργάτες μου ο οποίος, κατόπιν συμβουλής μου, είχε φιλοξενηθεί από τον Θεόδωρο Σοφιανό, ο οποίος έχαιρε μεγάλου κύρους στην πόλη και ήταν αληθινός μου φίλος. Ο Σοφιανός παρακάλεσε τον συνεργάτη μου να τον συνοδέψει σε έναν γνωστό του ο οποίος τον είχε προσκαλέσει. Επρόκειτο για ένα Φράγκο ιππότη της παλιάς γενιάς από αυτούς που είχαν συμμετάσχει στις πρώτες μάχες. Είχε πια εγκαταλείψει την ενεργό δράση κι είχε αποσυρθεί στην Αντιόχεια, σ’ ένα κτήμα από το οποίο ζούσε. Όπως μου είπε ο συνεργάτης μου, τους παρουσίασε ένα τραπέζι με τα πιο εκλεκτά και καθαρά εδέσματα που θα μπορούσε κάποιος να ονειρευτεί: «Δίσταζα παρόλα αυτά, οπότε ο οικοδεσπότης μας με καθησύχασε. Εδώ και χρόνια δεν έτρωγε πια καθόλου φράγκικα φαγητά. Είχε Αιγύπτιες μαγείρισσες στις οποίες είχε απόλυτη εμπιστοσύνη: το χοιρινό κρέας δεν έμπαινε ποτέ στο σπίτι του«.

Αυτούς τους Φράγκους που με συνόδεψαν… σ’ όλη τη διάρκεια της μακράς ζωής μου πώς πρέπει να τους κρίνω τώρα που πλησιάζει ο θάνατος; Ο Θεός μας τους έστειλε, αυτό είναι βέβαιο, για να μας δοκιμάσει, για να μας υπενθυμίσει τις αμαρτίες μας και πάνω απ’ όλα τη μεγαλύτερη απ’ αυτές: τις έριδές μας. Εκμεταλλευόμενές τες, οι Φράγκοι κατόρθωσαν να έρθουν στα μέρη μας και να εγκατασταθούν σ’ αυτά. Συχνά αναρωτιόμουν, τα πρώτα χρόνια, αν με τον καιρό θα μας έμοιαζαν. Χάρη σε μερικούς από αυτούς πίστεψα στο θαύμα: αν όχι να ασπασθούν την πίστη μας, τουλάχιστον θα μπορούσαν, παραμένοντας χριστιανοί, να μάθουν μαζικά τη γλώσσα μας και να μοιραστούν με τους μουσουλμάνους αδελφούς τους τον ίδιο τρόπο ζωής, όπως κι οι ντόπιοι χριστιανοί. Γενικά, όμως, οι Φράγκοι δεν θέλησαν ούτε το ένα ούτε το άλλο (σελ. 97-99)».

Β. Περιπλανώμενος αριστοκράτης στην επικράτεια του Ισλάμ

α. Τα χρόνια δίπλα στον Ζενγκί: [1. Ο Ζενγκί κι οι στρατηγοί του] «Αναφερόμενος στους στρατηγούς του, ο Ζενγκί έλεγε συχνά: «Έχω στις διαταγές μου τρεις έμπιστους άντρες: τον Αλί Κουτζάκ που φοβάται τον Θεό, αλλά όχι κι εμένα. Τον Σουνκούρ που με φοβάται, αλλά δεν φοβάται τον Θεό. Και τον Μουχάμαντ αλ-Γκισιανί ο οποίος δεν φοβάται ούτε τον Θεό ούτε κι εμένα»! (σελ. 69)».

[2. Το καταραμένο κάστρο]

«Ευτυχώς, το έτος 526 της Εγίρας [1132] ξέσπασε πάλι πόλεμος, όπου επιθυμούσα διακαώς να αποδείξω την αξία μου στον Ζενγκί. Πρέπει να ομολογήσω ότι η ιστορία άρχιζε άσχημα για μένα, μια και οι αντίπαλοι ήταν αδέρφια μας μουσουλμάνοι. Ο Ζενγκί είχε αποφασίσει να κάνει επίδειξη δύναμης στη Βαγδάτη όπου βασίλευε ο χαλίφης Αλ-Μουσταρσίντ. Ένιωθα σχεδόν ευχαριστημένος όταν τα πράγματα δεν πήγαν καλά κι αναγκαστήκαμε να υποχωρήσουμε. Στον δρόμο της επιστροφής ο ατάμπεης διέταξε έναν από τους στρατηγούς του, τον Μουχάμαντ αλ-Γκισιανί, να πολιορκήσει τον εμίρη Καφτζάκ, ο οποίος είχε οχυρωθεί σ’ ένα φρούριο αληθινή αετοφωλιά, στη Μασούρρα του Κουχιστάν, νότια της λίμνης Ούρμια. Μόλις είχαμε στρατοπεδεύσει όταν εμφανίστηκε στις επάλξεις μια γυναίκα και μας φώναξε: «μήπως έχετε καλό βαμβακερό ύφασμα σε μεγάλη ποσότητα«; Κάποιος από τους δικούς μας της απάντησε «την κατάλληλη στιγμή βρήκες για να ψωνίσεις» κι εκείνη τότε είπε: «το χρειαζόμαστε για να σας φτιάξουμε σάβανα, μια και σε πέντε μέρες το πολύ θα είστε όλοι νεκροί«! Πράγματι στο μέρος εκείνο επικρατούσε μια νοσηρή ατμόσφαιρα και θέριζαν οι αρρώστειες, οπότε ο αλ-Γκισιανί αποφάσισε να επισπεύσει τις επιχειρήσεις…. ανέλαβαν δράση οι σκαπανείς μας από το Χορασάν. Έσκαψαν κάτω από τα θεμέλια του φρουρίου, ένας πύργος του γκρεμίστηκε και συλλάβαμε έναν αιχμάλωτο. Ο αλ-Γκισιανί διέταξε να τον κόψουν στα δύο. Μπήκα στη μέση. «Κύριε, βρισκόμαστε στον ιερό μήνα του ραμαζανιού. Αυτός ο άνθρωπος είναι μουσουλμάνος κι η θανάτωσή του θα είναι ένα έγκλημα για το οποίο θα λογοδοτήσεις στον άλλο κόσμο«! «Κόψτε τον στα δύο – διέταξε και πάλι ο στρατηγός – ! Ο φόβος είναι το καλύτερο όπλο μας ενάντια σ’ αυτούς που είναι μέσα στο φρούριο«. Επέμεινα: «Κύριε, το φρούριο θα το καταλάβεις έτσι κι αλλιώς σύντομα«. Ο αλ-Γκισιανί είχε όμως πεισμώσει. «Έδωσα μια διαταγή«! Η διαταγή του εκτελέσθηκε κι όσο για το φρούριο, αυτό καταλήφθηκε λίγο αργότερα (σελ. 61-62)».

β. Από τα χρόνια στη Μεσοποταμία: [Ο γέρος κι ο σουλτάνος] «Την ιστορία… μου τη διηγήθηκε ο καδής και ιμάμης Αμπού Σουλεϋμάν Νταβούντ, την εικοστή δεύτερη ημέρα του πρώτου μηνός ραμπί, κατά το έτος 556 της Εγίρας [3.12.1170], ενώ βρισκόμασταν στα περίχωρα της Χισν Κάυφα. Μου είπε ότι, όπως είχε μάθει από σίγουρη πηγή, μια μέρα στην αίθουσα ακροάσεων του Νιζάμ αλ-Μουλκ, του βεζίρη του Σελτζουκίδη μεγάλου σουλτάνου της Περσίας, του Μαλίκ Σαχ, εμφανίστηκε ένας πολύ ηλικιωμένος άντρας. Τον ρώτησαν από πού είχε έρθει κι αυτός αποκρίθηκε: «από μια ξένη χώρα». «Χρειάζεσαι κάτι;», τον ξαναρώτησε ο Νιζάμ αλ-Μουλκ. Ο γέρος εξήγησε: «Έρχομαι εκ μέρους του Προφήτη μας – ο Θεός να τον ευλογεί – και θέλω να δω τον σουλτάνο».  «Μας κοροϊδεύεις, λοιπόν», απάντησε σαρκαστικά ο βεζίρης. «Καθόλου. Πρέπει να δω τον σουλτάνο και δεν πρόκειται να το κουνήσω ρούπι από δω πέρα αν δεν του δώσω το μήνυμα που μεταφέρω». Όταν ο σουλτάνος πληροφορήθηκε τα καθέκαστα εμφανίστηκε κι άκουσε τον γέρο να του λέει: «Έχω πολλές κόρες, μα είμαι τόσο φτωχός που δεν μπορώ να τις παντρέψω. Μια νύχτα που προσευχόμουν στον Ύψιστο να με βοηθήσει, ή μάλλον να βοηθήσει τις κόρες μου, είδα σε όραμα τον Προφήτη μας που με συμβούλεψε να πάω να δω τον σουλτάνο και να του πω ότι ο Απεσταλμένος του Θεού του ζητεί να κάνει κάτι για τις κόρες μου. Δίστασα στο όνειρό μου, εξήγησα στον Προφήτη ότι θάπρεπε να δώσω στον σουλτάνο μια απόδειξη για το ότι λέω αλήθεια. Ποιαν, όμως; Τότε Αυτός μου αποκάλυψε ότι κάθε βράδυ, πριν κοιμηθεί, ο σουλτάνος απαγγέλλει την εξηκοστή έβδομη σουράτα του σεβαστού μας Κορανίου». Ακούγοντας τούτα τα λόγια, ο σουλτάνος αναφώνησε: «Να ένα αληθινό σημάδι από τους Ουρανούς. Μόνον ο Ύψιστος μπορεί να ξέρει ότι έχω αυτή τη συνήθεια, εδώ και πάρα πολλά χρόνια, από τότε που ο κατηχητής μου με πρόσταξε ν’ απαγγέλλω κάθε βράδυ αυτήν τη σουράτα».Κι ύστερα, προίκισε τις κόρες του γέρου και τον γέμισε με δώρα (σελ. 170-171)».

γ. Η τελευταία περίοδος παραμονής στη Δαμασκό: [Το περιδέραιο] «Μια ιστορία ακόμη, την οποία άκουσα το 572 της Εγίρας [1176]. Ανήκει στον ιμπν Αμπντάλμπάκι, καδή τοποθετημένο στο νοσοκομείο της Βαγδάτης. “Ενώ βρισκόμουν στη Μέκκα και συμμετείχα στην ιεροτελεστία κατά την οποία οι πιστοί βηματίζουν γύρω από την ιερή Κααμπά, η ματιά μου έπεσε πάνω σ’ ένα μαργαριταρένιο περιδέραιο το οποίο σήκωσα και έβαλα σε μια από τις πτυχώσεις του μανδύα μου. Σχεδόν αμέσως κατάλαβα ότι κάποιος θα το έψαχνε. Τελικά βρήκα αυτόν τον άνδρα κι αφού μου περιέγραψε σωστά το περιδέραιο του το επέστρεψα. Αρνήθηκα την αμοιβή που μου προσέφερε και του είπα ότι αν δεχόμουν θα προσέβαλα την ιερότητα του τόπου όπου βρισκόμασταν. Τότε μου ζήτησε να στραφώ προς το μέρος της Κααμπά και να πω «αμήν» μόλις ολοκληρώσει την προσευχή που επρόκειτο να πει. «Θεέ, αναφώνησε τότε, συγχώρεσε τις αμαρτίες αυτού του ανθρώπου και δώσε μου τη δυνατότητα να του ξεπληρώσω την ευγενική χειρονομία του«. Κι εγώ είπα: «αμήν«.

Όταν μπάρκαρα για να πάω στο Μαγκρέμπ κατέληξα αιχμάλωτος των Ρωμιών. Με πούλησαν τελικά σ’ έναν ιερέα, ο οποίος με κράτησε κοντά του μέχρι τον θάνατό του. Απελεύθερος, σύμφωνα με την τελευταία του βούληση, έφτασα στο Μαγκρέμπ κι έγινα γραφέας ενός αρτοποιού που είχε μεταξύ των πελατών του κάποιον προύχοντα του τόπου εκείνου. Έχοντας πληροφορηθεί ότι ξέρω να γράφω και να κάνω λογαριασμούς πολύ καλά, ο άνδρας αυτός με πήρε στη δούλεψή του: μου έδωσε διαμέρισμα σε μια πτέρυγα της έπαυλής του και μου ανέθεσε να εισπράττω τα έσοδα από το κτήμα του και να κρατάω τα λογιστικά βιβλία του.

Λίγο καιρό αργότερα μου είπε: «Αμπού Μπακρ, τι γνώμη έχεις για τον γάμο;

– Κύριε, απάντησα, ζω χάρη στη γενναιοδωρία σου. Πώς θα βρω τα αναγκαία για να συντηρήσω μια γυναίκα;

– Τα αναλαμβάνω εγώ όλα: προίκα, σπίτι, ρούχα κι όλα τα αναγκαία.

– Εσύ αποφασίζεις, κύριε.

– Παιδί μου, η σύζυγος που προορίζω για σένα έχει όλα τα ελαττώματα«. Κι άρχισε να περιγράφει την ασχήμεια της νύφης, απ’ την κορφή ως τα νύχια της. «Για μένα είναι εντάξει«, απαντούσα κάθε φορά και πράγματι αυτό πίστευα. Μα εκείνος μου είπε: «Παιδί μου, θα παντρευτείς την κόρη μου«. Άμ’ έπος άμ’ έργον! Κλήθηκαν οι μάρτυρες και υπογράφηκε το συμβόλαιο. Έπειτα από λίγες μέρες παντρευτήκαμε. Μπήκα σ’ ένα υπέροχο σπίτι όπου μου παρουσίασαν τη σύζυγό μου. Οποία έκπληξη! Αντίκρισα την ομορφότερη εικόνα που είχα ποτέ ονειρευτεί. Το έβαλα στα πόδια. Ο γέροντας με πρόφτασε. «Γιατί φεύγεις;«, μου είπε. «Η γυναίκα μου δεν είναι αυτή που μου περιέγραψες«, αποκρίθηκα. «Μα, παιδί μου, είναι πραγματικά η σύζυγός σου και κόρη μου. Δεν έχω άλλο παιδί. Αν σου μίλησα γι’ αυτήν έτσι, το έκανα για να μην την απαξιώσεις αργότερα«. Γύρισα στο σπίτι περιχαρής.

Την επομένη, παρατηρούσα, χωρίς να μπορώ να πιστέψω στα μάτια μου, τα υπέροχα κοσμήματα και τους πολύτιμους λίθους που μου επιδείκνυε με περηφάνεια η γυναίκα μου. Νέα έκπληξη! Ανάμεσά τους υπήρχε ένα περιδέραιο ολόιδιο με κείνο που είχα βρει κάποτε στη Μέκκα. Έφυγα αναστατωμένος και βρήκα τον πεθερό μου. Τον ευχαρίστησα για όλα όσα μου είχε χαρίσει, δίχως να καταφέρω όμως να κρύψω ότι το μυαλό μου βρισκόταν αλλού. «Τι σκέφτεσαι;«, μου είπε τελικά. «Πρέπει να στο ομολογήσω. Να σου πω για ένα περιδέραιο που είχα βρει πριν πολλά χρόνια στη Μέκκα και το οποίο ξαναείδα εδώ, το ίδιο ή κάποιο πανομοιότυπο με κείνο, ανάμεσα στα κοσμήματα της γυναίκας μου«.

– «Εσύ ήσουν λοιπόν αυτός που μου το επέστρεψε εκείνη την περίφημη ημέρα, αναφώνησε ο πεθερός μου.

– Έτσι ακριβώς.

– Αχ, αγόρι μου, ας χαρούμε γιατί ο Θεός μας λύτρωσε και τους δυο από τις αμαρτίες μας και σε μένα έδωσε τη δυνατότητα να σε ανταμείψω για την ευγενική σου πράξη. Είμαι ευτυχισμένος που σου εμπιστεύτηκα τη μοναχοκόρη, το σπίτι και τα υπάρχοντά μου. Τώρα, μπορώ να πεθάνω«!

Συνέταξε τη διαθήκη του, ορίζοντάς με κληρονόμο, και πράγματι πέθανε λίγο καιρό μετά. Ο Θεός να τον σπλαχνισθεί!”» (σελ. 183-186).

δ. Προσωπικά: [1. Οι γυναίκες] «[Ενώ βρισκόμουν στην αυλή του Ζενγκί] εκμεταλλευόμουν τον ελεύθερο χρόνο μου διατηρώντας τακτική αλληλογραφία με τον πατέρα μου, ο οποίος μου έγραφε τα νέα των συζύγων και των παιδιών μου. Είχα πράγματι παντρευτεί μερικά χρόνια πριν κι αν αναφέρω παρεμπιπτόντως το γεγονός αυτό, το κάνω γιατί η προσωπική ζωή μου αφορά αποκλειστικά εμένα και κανέναν άλλο (σελ. 60-61)».

[2. Τα βιβλία] «Έμαθα το νέο [της σύντομης αιχμαλωσίας της οικογένειάς του και της κλοπής της περιουσίας του από τους άνδρες του βασιλιά της Ιερουσαλήμ] ενώ είχα αφήσει τη Δαμασκό για να συνοδέψω τον Νουρ αλ-Ντιν σε κάποια από τις εκστρατείες του. Δίχως αμφιβολία η σωτηρία των συζύγων μου, των παιδιών και των ανηψιών μου με αποζημίωνε για όλα τα υπόλοιπα, την απώλεια τόσων αγαθών που είχα κατορθώσει να διασώσω από την καταστροφή μου στην Αίγυπτο. Δεν μπορώ όμως να μη μιλήσω για τα βιβλία μου, τους τέσσερις χιλιάδες τόμους, όλοι τους πολύτιμοι, των οποίων την απώλεια νιώθω κάθε μέρα από τότε σαν ένα πόνο που μου σπαράσσει την καρδιά (σελ. 152)».

————————————————————————————————

Τα βιβλία που γράφτηκαν αρκετούς αιώνες πριν είναι πάντα εξαιρετικά ενδιαφέροντα και χρήσιμα στο πλαίσιο της ιστορικής μελέτης. Κι από την άποψη αυτή, το βιβλίο του Ουσάμα είναι υπερπολύτιμο: όχι μόνο μας δίνει μια σαφή εικόνα των μεσαιωνικών μουσουλμανικών κοινωνιών της Μέσης Ανατολής, αλλά και, μακριά από το στερεότυπο του διαρκούς πολέμου μεταξύ φανατικών, μας επιτρέπει να κατανοήσουμε ότι η εποχή των σταυροφοριών υπήρξε και περίοδος συμβίωσης, ανταλλαγών και προσπαθειών προσέγγισης μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων. Εντούτοις, σπάνια τα βιβλία αυτού του είδους είναι συναρπαστικά: δέσμια τους ύφους και των συμβάσεων περασμένων εποχών φαντάζουν ανιαρά στον σύγχρονο αναγνώστη. Το Κιτάμπ αλ Ίτιμπάρ διαβάζεται μονορούφι σαν συναρπαστικό μυθιστόρημα, ίσως γιατί κι η ζωή του συγγραφέα υπήρξε συναρπαστική. Κι έπειτα ακόμη και τα ανέκδοτα κι οι ιστορίες που διηγείται είναι γλυκύτατες, ακόμη και μέσα στην αφέλειά τους. Πολλές από αυτές μοιάζουν φτιαγμένες για υλικό αφηγήσεων του Μπόρχες. Και σε κάθε περίπτωση, μετά από όλα αυτά έχουμε γνωρίσει τον Ουσάμα τόσο καλά που είναι πρόσωπο σχεδόν οικείο, κάποιος που ήρθε για να μας συμβουλέψει με τη δύναμη της εμπειρίας του. Δεν είναι μικρό πράγμα αυτό…

Ιερουσαλήμ-Μαρίενμπουργκ – μέρος Ι

26 Σεπτεμβρίου, 2010

   

Από τα τρία μεγάλα στρατιωτικά θρησκευτικά τάγματα του Μεσαίωνα, το τάγμα των Τευτόνων Ιπποτών είναι αυτό με τις περισσότερες ιδιαιτερότητες. Λαμβάνοντας υπόψη τη χρονολογία ίδρυσης, πρόκειται για το νεότερο τάγμα. Σε αντίθεση προς τον πολυεθνικό χαρακτήρα των Ναϊτών και των Ιωαννιτών, οι Τεύτονες έχουν ομοιογενή σύνθεση, καθώς στρατολογούν τα μέλη τους σχεδόν αποκλειστικά στη Γερμανία. Πρόκειται, επίσης, για το τάγμα με τη λιγότερο σημαντική δράση στους Άγιους Τόπους, γεγονός που εξηγείται από το ότι πολύ γρήγορα το κέντρο βάρους των δραστηριοτήτων τους μετατοπίστηκε σε έναν εντελώς διαφορετικό γεωγραφικό χώρο. Τέλος, είναι το ιπποτικό τάγμα του οποίου η σύγχρονη εικόνα έχει υποστεί την πιο έντονη παραμόρφωση: καθώς το όνομά τους είναι συνυφασμένο με την επέκταση του γερμανικού έθνους προς Ανατολάς (Drang_nach_Osten), ο άνθρωπος της εποχής μας συνδέει σχεδόν κατ’ ανάγκη τη δράση των Τευτόνων με παρεμφερή πρόσφατα γεγονότα που συνδέονται με ορισμένες από τις πιο σκοτεινές σελίδες της νεότερης Ιστορίας. Με άλλα λόγια, η εικόνα που έχουμε για τους Τεύτονες Ιππότες ταυτίζεται με τις σεκάνς του μεγαλειώδους φιλμ του Σεργκέι Μιχάιλοβιτς Έιζενστέιν για τον Αλέξανδρο Νιέφσκι: είναι οι κακοί της ιστορίας που κάτω από τις μεσαιωνικές πανοπλίες και τους μανδύες με τον μαύρο σταυρό κρύβουν τη φρίκη του ναζιστικού ολοκληρωτισμού. Χωρίς να απαιτείται να φτάσουμε στο άλλο άκρο, αυτό της αγιογραφικής παρουσίασης, ας προσπαθήσουμε να ξετυλίξουμε τις πιο σημαντικές στιγμές της ιστορίας αυτών των παρεξηγημένων.  

Ι. Οι Τεύτονες Ιππότες στους Αγίους Τόπους 

Α. Ίδρυση και ανάπτυξη του τάγματος.α. Οι απαρχές: από την Ιερουσαλήμ στην Άκρα. Η ιστορία μας ξεκινά κατά κάποιο τρόπο γύρω στα 1120 στη φραγκική Ιερουσαλήμ: Γερμανοί προσκυνητές ιδρύουν ένα «νοσοκομείο» με σκοπό τη φιλοξενία και τη φροντίδα των άπορων κι αρρώστων ομοεθνών τους (το μεσαιωνικό hospitalis είναι πρωτίστως ξενώνας και πτωχοκομείο και, συνακόλουθα, νοσοκομείο με τη σύγχρονη έννοια). Πότε ακριβώς; Ίσως το 1118 ή, αν πιστέψουμε τη μαρτυρία του χρονικογράφου Ιωάννη της Υπρ, το 1127-1128 (Alain Demurger «Chevaliers du Christ – Les ordres religieux-militaires au Moyen Âge, XIe-XVIe siècle«, εκδ. Seuil, Παρίσι, 2002, σελ. 45). Το 1143, ο πάπας Κελεστίνος Β΄ αποφάσισε την υπαγωγή του ιδρύματος και της αδελφότητας που είχε την ευθύνη της λειτουργίας του στο τάγμα των Ιωαννιτών. Η έλλειψη στοιχείων υποδηλώνει ότι η δραστηριότητα του γερμανικού νοσοκομείου της Ιερουσαλήμ μάλλον δεν ήταν ιδιαίτερα σημαντική. Σε κάθε περίπτωση, μετά τη συντριβή των χριστιανικών δυνάμεων στο Χαττίν και την ανάκτηση της Ιερουσαλήμ από τον Σαλαδίνο, το ίδρυμα και το αφιερωμένο στην Παναγία παρεκκλήσιό του πέρασαν στα χέρια των μουσουλμάνων.    

Τέσσερα χρόνια αργότερα, κι ενώ οι χριστιανοί πολιορκούν την Άκρα προσπαθώντας να ανακτήσουν όσο το δυνατόν περισσότερα από τα χαμένα εδάφη τους στην Παλαιστίνη και στη Συρία, δύο Γερμανοί έμποροι, από τη Βρέμη και τη Λυβέκη αντίστοιχα, οργανώνουν ένα νοσοκομείο εκστρατείας στο στρατόπεδο των σταυροφόρων. Όταν η πόλη καταληφθεί, το νοσοκομείο αυτό θα εγκατασταθεί μόνιμα κοντά στην πύλη του Αγίου Νικολάου. Δεν αποτελεί συνέχεια εκείνου της Ιερουσαλήμ: κανένα από τα πρόσωπα του αρχικού ιδρύματος δεν φαίνεται να εμπλέκεται στην ίδρυση και λειτουργία του νοσοκομείου της Άκρας, μολονότι το χρονικό διάστημα μεταξύ της παύσης λειτουργίας του ενός και της δημιουργίας του δευτέρου είναι σχετικά μικρό (Sylvain Gouguennheim «Les Chevaliers Teutoniques«, εκδ. Tallandier, Παρίσι, 2007, σελ. 24 επ.). Εντούτοις, στα κατοπινά χρόνια, τα μέλη του τάγματος δεν θα σταματήσουν να επικαλούνται το γερμανικό νοσοκομείο της Ιερουσαλήμ, ισχυριζόμενοι ότι το Τάγμα αποτελεί συνέχειά του, τόσο για λόγους απόδειξης αρχαιότητας όσο και λόγω της συμβολικής αξίας που θα είχε μια τέτοια αρχική έδρα. Πάντως, το 1196, ο πάπας Κελεστίνος Γ΄ θα παραχωρήσει προνόμια στο νέο ίδρυμα και θα αναγνωρίσει την αυτονομία του έναντι του Τάγματος του Νοσοκομείου του Αγίου Ιωάννου.

Η κρίσιμη καμπή χρονολογείται στα 1197-1198. Ο Γερμανός αυτοκράτορας και βασιλιάς της Σικελίας και Κάτω Ιταλίας Ερρίκος Στ΄ των Χοχενστάουφεν σχεδίαζε μια μεγάλη σταυροφορία, την οποία δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει ποτέ λόγω του πρόωρου θανάτου του από ελονοσία, τον Αύγουστο του 1197. Ωστόσο, αρκετοί Γερμανοί σταυροφόροι έφτασαν στην Άκρα εκείνη τη χρονιά. Σ’ αυτούς οφείλεται και η απόφαση για την μετατροπή του γερμανικού νοσοκομείου της Άκρας σε στρατιωτικό θρησκευτικό τάγμα (Φεβρουάριος 1198). Το νεοσύστατο τάγμα θα αποκτήσει ένα μικτό Κανόνα: όσον αφορά τη στρατιωτική δράση θα ακολουθεί τον Κανόνα των Ναϊτών, ενώ για τη φιλανθρωπική δράση του τον αντίστοιχο των Ιωαννιτών (βλ. παπική βούλα του Ιννοκέντιου Γ΄ Sacrosancta Romana ecclesia, 19 Φεβρουαρίου 1198). Το Τάγμα της Παναγίας των Τευτόνων έχει μόλις γεννηθεί: Ordo sanctae Mariae teutonicorum (η γαλλική ονομασία θα είναι κάπως πιο φανταχτερή μια και γίνεται λόγος για το Άγιο Ιπποτικό Τάγμα του Νοσοκομείου της Παναγίας του Οίκου των Γερμανών – Saint ordre chevaleresque de l’hôpital de Sainte-Marie de la maison des Allemands -, η γερμανική πολύ πιο λιτή: Deutsche Ritterorden).

Κάθε αρχή και δύσκολη. Το τάγμα έχει να αντιμετωπίσει τα συνήθη προβλήματα οργάνωσης, στρατολόγησης και ανεύρεσης των αναγκαίων πόρων για τη λειτουργία. Έχει να ανταγωνιστεί τους Ναΐτες και τους Ιωαννίτες που μετρούν ήδη τουλάχιστον 70 χρόνια λειτουργίας. Οι δεύτεροι, μάλιστα, δεν θα σταματήσουν να διεκδικούν την κηδεμονία του γερμανικού τάγματος! Όσο για τους πρώτους δεν θα διστάσουν να χρησιμοποιήσουν κάθε μέσο προκειμένου να εμποδίσουν τους Τεύτονες να φορούν τον λευκό μανδύα με τον μαύρο σταυρό που είχαν επιλέξει ως επίσημο ένδυμα. Καθώς οι (αρχαιότεροι) Ναΐτες φορούσαν κι αυτοί λευκό μανδύα (με κόκκινο, πάντως, σταυρό), πίστευαν ότι η επιλογή των Τευτόνων προκαλούσε σύγχυση. Κατάφεραν μάλιστα να πείσουν τον πάπα Ιννοκέντιο να απαγορέψει στους Τεύτονες να φορούν λευκό μανδύα (27 Αυγούστου 1210)! Η απόφαση ανακλήθηκε 11 μήνες αργότερα (Demurger, όπ.π., σελ. 207/ Gouguennheim «Les Chevaliers Teutoniques«, σελ. 29-30).   

β. Ο Χ. φον Ζάλτσα μέγας μάγιστρος των Τευτόνων: Οι Τεύτονες Ιππότες θα γνωρίσουν την πρώτη περίοδο ακμής τους στα χρόνια του τέταρτου κατά σειρά μεγάλου μαγίστρου τους, του ιδιοφυούς πολιτικού και διπλωμάτη Χέρμανν φον Ζάλτσα, ο οποίος κατείχε το αξίωμα από το 1209/1210 έως το 1239 (Demurger, όπ.π., σελ. 46/ Gouguennheim «Les Chevaliers Teutoniques«, σελ. 32-33). Ο φον Ζάλτσα προερχόταν από οικογένεια μινιστράλιων (κατώτερων ευγενών μάλλον ταπεινής καταγωγής) η οποία είχε εκτάσεις κοντά στην Ερφούρτη και βρισκόταν στην υπηρεσία του Λαντγκράβου της Θουριγγίας. Στα χρόνια που κατέχει το αξίωμα του μεγάλου μαγίστρου, το Τάγμα θα κάνει για πρώτη φορά αισθητή την παρουσία του σε στρατιωτικό επίπεδο, συμμετέχοντας στην Ε΄ Σταυροφορία και, ειδικότερα, διακρινόμενο στην πολιορκία της Δαμιέττης (1218-1219). Κυρίως, όμως, ο μάγιστρος θα συνδέσει την τύχη και τα συμφέροντα του τάγματος με αυτά της Αγίας Γερμανικής Αυτοκρατορίας και ειδικότερα του οίκου των Στάουφεν και του αυτοκράτορα Φρειδερίκου Β΄ (για τον οποίο βλ. στο παρόν ιστολόγιο το έκτο και το έβδομο μέρος της σειράς για τους Νορμανδούς στην Κάτω Ιταλία). Ο φον Ζάλτσα είναι αυτός που θα προξενέψει στον Φρειδερίκο την Ισαβέλλα (γνωστότερη ως Γιολάντα), κόρη του βασιλιά της Ιερουσαλήμ Ιωάννη Βριέννιου, προκειμένου ο Στάουφεν ηγεμόνας να γίνει διάδοχος του βασιλείου της Ιερουσαλήμ. Ο ίδιος θα παρακινήσει τον αυτοκράτορα να αναλάβει την (κυρίως διπλωματική) Στ΄ Σταυροφορία, στης οποίας τον σχεδιασμό θα συμμετάσχει ενεργά. Κατά πάσα πιθανότητα, πρέπει να συμμετείχε και στις διαπραγματεύσεις που κατέληξαν στη σύναψη της συνθήκης της Γιάφας (Φεβρουάριος 1129), με την οποία ο Αγιουβίδης σουλτάνος Αλ Καμίλ επέστρεψε την Ιερουσαλήμ στους χριστιανούς, έστω και υπό το καθεστώς της ελεύθερης και ανοχύρωτης πόλης και υπό τον όρο του σεβασμού των ιερών για τους μουσουλμάνους τόπων. Φυσικά, ένα μήνα αργότερα, ο μεγάλος μάγιστρος στεκόταν δίπλα στον αυτοκράτορα όταν ο Φρειδερίκος στέφθηκε βασιλιάς της Ιερουσαλήμ στη βασιλική του Πανάγιου Τάφου. Τέλος, ήταν το πρόσωπο που μεσολάβησε προκειμένου ο πάπας Γρηγόριος Θ΄  να συμφιλιωθεί με τον αυτοκράτορα (Αύγουστος 1229) και να άρει τον αφορισμό που του είχε επιβάλλει το 1227, επειδή ο δεύτερος καθυστερούσε να ξεκινήσει τη σταυροφορία που είχε υποσχεθεί. Πάντως, οι Τεύτονες Ιππότες ουδέποτε θα εγκατασταθούν στην Ιερουσαλήμ. Η έδρα του τάγματος θα παραμείνει στην Άκρα έως το 1230, οπότε και θα μεταφερθεί στο γειτονικό κάστρο του Μονφόρ (βλ. Kristjan Toomaspoeg «Histoire des Chevaliers Teutoniques» εκδ. Flammarion, Παρίσι, 2001, σελ. 27).

Β. Σύνθεση του τάγματος και γεωγραφική εξάπλωση 

α. Γερμανοί και ευγενείς; Η μεγάλη ιδιατερότητα των Τευτόνων σε σχέση με τα άλλα δύο τάγματα είναι βέβαια ο ομοιογενής εθνικός τους χαρακτήρας. Θα μπορούσε η απόφαση δημιουργίας ενός γερμανικού τάγματος να θεωρηθεί εκδήλωση εθνικισμού; Σε μια εποχή που δεν γνωρίζει την έννοια του έθνους με τους σύγχρονους όρους, κάτι τέτοιο θα ήταν εξαιρετικά παρακινδυνευμένο. Στην πραγματικότητα, ο αμιγώς γερμανικός χαρακτήρας του τάγματος οφείλεται σε πρακτικούς λόγους: αφενός, στην καταρχήν γλωσσική (και κατ’ επέκταση πολιτιστική) οικειότητα μεταξύ Γερμανών, οι οποίοι στους Άγιους Τόπους βρίσκονταν κατά κάποιο τρόπο αποκλεισμένοι ανάμεσα σε γαλλόφωνους και ιταλόφωνους. Αφετέρου στις σχέσεις εξάρτησης που συνέδεαν τα μέλη του τάγματος με τους διάφορους ηγεμόνες της Γερμανικής Αυτοκρατορίας (Gouguennheim «Les Chevaliers Teutoniques«, σελ. 23). Έπειτα,  στον Κανόνα και τους κανονισμούς του τάγματος δεν υπήρχε κανένας περιορισμός που να απέκλειε υποψήφιο λόγω εθνοτικής καταγωγής. Φυσικά, η συντριπτική πλειονότητα των μελών ήταν Γερμανοί. Η σύνθεση του τάγματος μπορεί ίσως να συναχθεί έμμεσα κι από τη γλώσσα στην οποία έχουν συνταχθεί τα σωζόμενα αντίγραφα του Κανόνα: 24 είναι γραμμένα στα γερμανικά, 4 στα λατινικά, 1 στα ολλανδικά κι 1 (ημιτελές) στα γαλλικά (Demurger, όπ.π., σελ. 86).

Σε όλα τα στρατιωτικά θρησκευτικά τάγματα, ο κανόνας είναι ότι οι ιππότες στρατολογούνται από την τάξη των ευγενών. Όπως στους Ναΐτες (και σε μικρότερο βαθμό στους Ιωαννίτες), έτσι και στους Τεύτονες ο μεγάλος όγκος των ιπποτών προέρχεται από την κατώτερη αριστοκρατία. Μόνο ένα ποσοστό που μόλις υπερβαίνει το 10 % ανήκει στους ανώτερους ευγενείς κι ένα αντίστοιχο προέρχεται από την αριστοκρατία των πόλεων (Demurger, όπ.π., σελ. 103). Σε κάθε περίπτωση, η έννοια του ευγενούς στη μεσαιωνική Γερμανία είναι πολύ ελαστικότερη απ’ ό,τι λ.χ. στη Γαλλία. Η κατάσταση αυτή θα επιτρέψει τη στρατολόγηση ιπποτών με αστική καταγωγή (Gouguennheim «Les Chevaliers Teutoniques«, σελ. 68-69/ Toomaspoeg, όπ.π., σελ. 47-49). Ακόμη κι ένας μεγάλος μάγιστρος θα μπορούσε να κατάγεται από οικογένεια αστών (τέτοια είναι η περίπτωση του Καρόλου της Τρίερ, μεγάλου μαγίστρου από το 1311 έως το 1324). 

β. Ένα δίκτυο σε εξάπλωση: Οι Τεύτονες Ιππότες θα εκμεταλλευθούν τις εξαίρετες σχέσεις τους με τον Φρειδερίκο προκειμένου να εξαπλώσουν το δίκτυο των βάσεών τους, όχι μόνο στη Γερμανία, αλλά και στο προσφιλές στον Φρειδερίκο βασίλειο της Σικελίας και Κάτω Ιταλίας (με σημαντικότερες εγκαταστάσεις και έδρες διοίκησης στο Παλέρμο και τη Μπαρλέτα). Ακολουθώντας την πρακτική Ναϊτών και Ιωαννιτών, θα χρησιμοποιήσουν τις περιοχές αυτές προκειμένου, αφενός, να στρατολογούν νέα μέλη και, αφετέρου, να εκμεταλλεύονται τις ιδιοκτησίες τους έτσι ώστε να χρηματοδοτούν τις στρατιωτικές δραστηριότητες στις «εμπόλεμες» ζώνες. Στις πιο «θερμές» ζώνες αποκτούν την ιδιοκτησία εκτάσεων και οχυρώσεων στην Παλαιστίνη, τη Συρία, την Αρμενία, αλλά και την Ελλάδα (η οποία για τους Τεύτονες δεν ήταν τυπικά εμπόλεμη περιοχή, όπως οι άλλες τρεις): θα εγκατασταθούν κυρίως στο Πριγκιπάτο της Αχαΐας (Κορώνη, Μεθώνη, Καλαμάτα), έχοντας την έδρα της διοίκησης της «Επαρχίας της Ρωμανίας» στη Μοστενίστα της Ηλείας (Toomaspoeg όπ.π., σελ. 80-82/ Gouguennheim «Les Chevaliers Teutoniques«, σελ. 35, 95). Εντούτοις, παρ’ όλη τη στρατιωτική και διοικητική δράση των Τευτόνων Ιπποτών στην ανατολική Μεσόγειο, οι πιο λαμπρές σελίδες της ιστορίας επρόκειτο να γραφούν πολύ βορειότερα.

ΙΙ. Οι Τεύτονες Ιππότες στην Ανατολική Ευρώπη

 Α. Η Βορειοανατολική Ευρώπη πριν την έλευση του Τάγματος

α. Drang nach Osten: «Στο τέλος του δέκατου αιώνα αρχίζει η γερμανική επέκταση προς Ανατολάς (Drang nach Osten), μεγάλο μεταναστευτικό κίνημα που συνδυάζει τον αποικισμό με στόχο την αγροτική εκμετάλλευση εδαφών, τον εκγερμανισμό και τον εκχριστιανισμό. Εν μέρει αυθόρμητος, ο αποικισμός αυτός συνήθως πλαισιώθηκε και οργανώθηκε από τους ηγεμόνες της Γερμανικής Αυτοκρατορίας, λαϊκούς και θρησκευτικούς…» (Demurger, όπ.π., σελ. 67). Φυσικά, ο επεκτατισμός αυτός είχε ως θύματά του τους αυτόχθονες πληθυσμούς των περιοχών των ακτών της Βαλτικής από τα ανατολικά του Έλβα ως τον Φιννικό Κόλπο. Οι λαοί αυτοί, που δεν είχαν ακόμη ασπασθεί τον χριστιανισμό, ανήκαν σε τρεις γλωσσικές οικογένειες: υπήρχαν Σλάβοι, όπως οι Σοραβοί, οι Οβοδρίτες και οι Βένδοι, λαοί που μιλούσαν βαλτικές γλώσσες, όπως οι οι Πρώσοι (ή Προυθηνοί), οι Λεττονοί, οι Σεμιγάλλιοι και οι Λιθουανοί, και, τέλος, πληθυσμοί των οποίων οι γλώσσες ανήκαν στη φιννο-ουγγρική οικογένεια, όπως οι Κούροι, οι Λίβοι ή Λιβονοί και οι Εσθονοί. Μια ζώνη δασών και ελών (Wildnis) χώριζε τα εδάφη αυτά από τα πιο οργανωμένα κράτη της ευρύτερης περιοχής: τις ορθόδοξες ρωσικές ηγεμονίες του Νόφγκοροντ και του Πσκοφ στα βορειοανατολικά, το ειδωλολατρικό κράτος της Λιθουανίας στα ανατολικά και τις καθολικές πολωνικές ηγεμονίες στα νότια και νοτιοδυτικά (βλ. Demurger, όπ.π./ Gouguennheim «Les Chevaliers Teutoniques«, σελ. 145 επ.). Στην περιοχή μεταξύ του Έλβα και του Όντερ ο εκχριστιανισμός επιτεύχθηκε με τη μαζική έλευση Γερμανών αποίκων και την ίδρυση πολυάριθμων μονών από τους Κιστερκιανούς. Ανατολικά του Όντερ, όμως, η κατάσταση ήταν εντελώς ρευστή. Οι χριστιανοί ηγεμόνες προσπάθησαν να επιτύχουν τους στόχους τους μέσω των ιπποτικών ταγμάτων. Πριν την άφιξη των Τευτόνων στην περιοχή, έδρασαν δύο εφήμερα τάγματα: καθώς και τα δύο απέτυχαν στον σκοπό τους, συγχωνεύθηκαν τελικά με τους Τεύτονες Ιππότες.

β. Τα εφήμερα ιπποτικά τάγματα – i. οι Αδελφοί του Ξίφους στη Λιβονία: Στη Λιβονία, το ανατολικό τμήμα της περιοχής που αναφερόμαστε, το οποίο συμπίπτει σε μεγάλο βαθμό με τα εδάφη της σημερινής Λετονίας και Εσθονίας, είχαν εγκατασταθεί πολυάριθμοι Γερμανοί και Σκανδιναβοί (κυρίως Δανοί) που εμπορεύονταν ξυλεία, γούνες και ήλεκτρο. Στα τέλη του 12ου αι. ιδρύεται χριστιανική επισκοπή στο Ύξκυλλ (σημερινό Ίκσκιλλε στη Λεττονία). Καθώς οι ιθαγενείς πληθυσμοί αρνούνται να εκχριστιανισθούν, ο επίσκοπος Αλβέρτος του Μπουξχέφντεν καλεί σε σταυροφορία τους Γερμανούς ευγενείς: τα χριστιανικά εδάφη επεκτείνονται και ιδρύεται η πόλη της Ρίγας (1200) όπου και μεταφέρεται η έδρα της επισκοπής. Για την υπεράσπιση της περιοχής ο Αλβέρτος οργανώνει σε τάγμα τους ιππότες που είχε στρατολογήσει: πρόκειται για τους Αδελφούς του Ιπποτικού Τάγματος του Χριστού της Λιβονίας, τους οποίους αναγνωρίζει επίσημα ο πάπας Ιννοκέντιος Γ΄ το 1204. Ακολουθούν τον Κανόνα των Ναϊτών και φέρουν λευκό μανδύα τον οποίο στολίζουν κόκκινος σταυρός και ξίφος: για τον λόγο αυτό θα γίνουν γνωστοί και ως Αδελφοί του Ξίφους (Schwertbrüder) ή Ξιφοφόροι. Το πρόβλημα για τους Αδελφούς του Ξίφους ήταν η έλλειψη αυτονομίας: υποτελείς του επίσκοπου της Ρίγας και ηγεμόνα της περιοχής, είχαν επιπροσθέτως να αντιμετωπίσουν τις διεκδικήσεις του βασιλικού οίκου της Δανίας και τις συνεχείς εξεγέρσεις των αυτοχθόνων (ιδίως των Εσθονών). Παρά τις αρχικές επιτυχίες τους (μέχρι το 1230) δεν θα μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τον λιθουανικό επεκτατισμό. Το 1236 θα συντριβούν από το μεγάλο δούκα της Λιθουανίας, τον Μιντάουγκας, στη Μάχη του Σιαουλιάι: το τάγμα δεν θα συνέλθει ποτέ από την ήττα αυτή.

ii. Το Τάγμα του Ντόμπριν στην Πρωσία. Πιο δυτικά, οι Πολωνοί ηγεμόνες αναζητούσαν στηρίγματα που θα τους προστάτευαν από τις επιδρομές των Πρώσων. Ο Κορράδος Α΄, δούκας της Μαζοβίας, σε συνεργασία με τον πρώτο επίσκοπο Πρωσίας, τον Χριστιανό (ο οποίος είχε διατελέσει μοναχός στην πανίσχυρη μονή Κιστερκιανών της Ολίβα, κοντά στο Γκντάνσκ), αναθέτει την άμυνα της Μαζοβίας έναντι των Πρώσων σε ένα ιπποτικό τάγμα που είχε ιδρύσει ο επίσκοπος με σκοπό την προστασία των ιεραποστολικού έργου στην Πρωσία. Επρόκειτο για το Τάγμα των Ιπποτών του Χριστού της Πρωσίας: καθώς όμως ο Δούκας τους παραχώρησε ως φέουδο την πόλη του Ντόμπριν (πολ. Ντόμπρζυν), όπου και εγκατέστησαν την έδρα τους, έμειναν γνωστοί ως Τάγμα του Ντόμπριν. Οι ιππότες κατόρθωσαν να προσελκύσουν αρκετούς Γερμανούς αποίκους και να μετατρέψουν την έδρα τους σε αληθινή πόλη. Φαίνεται όμως ότι ο δούκας της Μαζοβίας δεν ήταν ιδιαίτερα ικανοποιημένος από τα αποτελέσματά τους όσον αφορά την άμυνα του δουκάτου. Κι έτσι απευθύνθηκε στους Τεύτονες Ιππότες (Demurger, όπ.π., σελ. 70-71).

Β. Οι Τεύτονες Ιππότες στην Ανατολή: τα πρώτα χρόνια.

α. Το ουγγρικό πείραμα: Οι Τεύτονες είχαν ήδη μια εμπειρία, έστω και… τραυματική, στην Ανατολική Ευρώπη (βλ. Gouguennheim «Les Chevaliers Teutoniques«, σελ. 43-53). Το 1211, ο βασιλιάς της Ουγγαρίας Ανδρέας Β΄, τους παραχώρησε τη Μπούρτσενλαντ, περιοχή που βρίσκεται στη σημερινή ρουμανική Τρανσυλβανία, προκειμένου να την προστατέψουν από τις επιδρομές των Κουμάνων. Οι Τεύτονες ανταποκρίθηκαν στο αίτημα του Μαγυάρου μονάρχη, αλλά γρήγορα ήρθαν σε σύγκρουση με τον επίσκοπο της Τρανσυλβανίας. Ο πάπας Ονώριος Γ΄ επίλυσε τη διαφορά υπέρ των ιπποτών, αποσπώντας την περιοχή από την εξουσία του επισκόπου. Κάτι τέτοιο υπερέβαινε τα όρια των παραχωρήσεων που ήταν διατεθειμένος να κάνει ο Ούγγρος βασιλιάς, ο οποίος και εξεδίωξε τους Τεύτονες από τα εδάφη του (1225).

β. Πρωσία και Λιβονία – i. η πρόσκληση του Δούκα της Μαζοβίας και η κατάκτηση της Πρωσίας από τους Τεύτονες Ιππότες: Όταν, πάντως, ο δαιμόνιος μάγιστρος φον Ζάλτσα πληροφορήθηκε το αίτημα του δούκα της Μαζοβίας (λίγους μήνες μετά το άδοξο τέλος της ουγγρικής εμπειρίας), δεν δίστασε καθόλου. Φρόντισε βέβαια να εξασφαλιστεί. Ο Κορράδος υποσχόταν να παραχωρήσει στο Τάγμα την περιοχή του Κουλμ (πολ. Χέουμνο – Chełmno -, με συνήθη μεταγραφή Χέλμνο) και τα μισά από τα εδάφη που θα καταφέρει να κατακτήσει στην Πρωσία. Ο φον Ζάλτσα βρίσκεται εκείνη την περίοδο στη Φότζα, κοντά στον Φρειδερίκο, στον οποίο και στρέφεται για υποστήριξη. Ο δεύτερος, με βούλα χρονολογημένη τον Μάρτιο του 1226, η οποία δημοσιεύθηκε στο Ρίμινι, επικυρώνει τις παραχωρήσεις του δούκα της Μαζοβίας και αναγνωρίζει τα κυριαρχικά δικαιώματα των Τευτόνων στην Πρωσία, χωρίς να κάνει λόγο για συγκυριαρχία του Πολωνού ηγεμόνα. Σήμερα, οι ιστορικοί πιστεύουν ότι η βούλα του Ρίμινι είναι… προχρονολογημένη και ότι συντάχθηκε μόλις το 1235, προκειμένου να μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως διαπραγματευτικό όπλο που θα εμποδίσει τον Κορράδο να υπαναχωρήσει από τη δωρεά του (Demurger, όπ.π., σελ. 72-73/ Gouguennheim «Les Chevaliers Teutoniques«, σελ. 179 επ.). Ό,τι κι αν συνέβη πραγματικά, το 1230 ο πάπας Γρηγόριος Θ΄ δίνει στους Τεύτονες την άδεια να εγκατασταθούν στην Πρωσία. Το 1234, ο ίδιος, μολονότι θεωρεί τις κατακτημένες περιοχές εδάφη της Αγίας Έδρας, παραχωρεί τη διοίκησή τους στους ιππότες, χωρίς να αναγνωρίζει δικαίωμα συγκυβέρνησης στον Δούκα της Μαζοβίας (βούλα της 3ης Αυγούστου, η οποία εκδόθηκε στο Ριέτι, βλ. Gouguennheim «Les Chevaliers Teutoniques«, σελ. 173-178).

Ήδη το 1230, ο φον Ζάλτσα διορίζει τον Χέρμανν Μπαλκ μάγιστρο (Landmeister) της Πρωσίας. Μέσα σε 12 χρόνια ο Μπαλκ θα πετύχει να κατακτήσει το μεγαλύτερο τμήμα της Πρωσίας και να το οργανώσει εγκαθιστώντας Γερμανούς αποίκους και χτίζοντας κάστρα κι οχυρά. Η γρήγορη αυτή επιτυχία είναι πρόσκαιρη: το 1242 οι Πρώσοι εξεγείρονται μαζικά, υποκινούμενοι από τον Σβιαντόπελκ Β΄ (πολ. Σβιεζτόπεουκ), τον Πολωνό δούκα της Πομερανίας. Οι Τεύτονες διατηρούν τον έλεγχο μόνο των οχυρωμένων πόλεων του Κουλμ, του Τορν, του Έλμπινγκ και του Ρέντεν. Η ανάκτηση και η διατήρηση των εδαφών θα απαιτήσει σειρά από σταυροφορίες, κατά τη διάρκεια των οποίων θα ενισχύσουν τους Τεύτονες Ιππότες μονάρχες και ευγενείς της χριστιανικής Ευρώπης. Ο βασιλιάς στον οποίο αναφέρεται η ονομασία της ιστορικής πόλης του Κένιγκσμπεργκ, την οποία ίδρυσαν οι Τεύτονες στην Ανατολική Πρωσία το 1255, είναι ο Όττοκαρ Β΄ της Βοημίας που συνέδραμε στρατιωτικά το Τάγμα και συμμετείχε προσωπικά στη σταυροφορία του 1254-1255.

ii. η δράση του Τάγματος στη Λιβονία και η σύγκρουση με τους Ρώσους. Στη Λιβονία, η δράση των ιπποτών διέπεται από διαφορετικό νομικό καθεστώς: το Τάγμα δεν έχει κυριαρχικά δικαιώματα, αλλά υπάγεται στη δικαιοδοσία του επισκόπου της Ρίγας. Για τον λόγο αυτό, παπική βούλα του 1237 διευκρινίζει ότι ο μάγιστρος της Λιβονίας πρέπει να είναι διαφορετικός από αυτόν της Πρωσίας. Ο φον Ζάλτσα θα περιφρονήσει εντελώς τον όρο αυτό, διορίζοντας την ίδια χρονιά τον Μπαλκ μάγιστρο και της Λιβονίας. Η κίνηση θα διαταράξει ανεπανόρθωτα τις σχέσεις των Τευτόνων με την επισκοπή. Επιπλέον, στο ανατολικό τμήμα της Λιβονίας οι Τεύτονες πρέπει να σεβαστούν την κυριαρχία του Δανού βασιλιά σε ορισμένες περιοχές. Η συνύπαρξη θα αποτελέσει μια ακόμη αιτία προστριβών.

Η εξάπλωση της δράσης των Τευτόνων όλο και ανατολικότερα θα τους φέρει μοιραία σε σύγκρουση με τις ρωσικές ηγεμονίες. Το 1240 καταλαμβάνουν το Πσκοφ, προκαλώντας την αντίδραση της ηγεμονίας του Νόφγκοροντ. Ο εξόριστος πρίγκιπας Αλέξανδρος Νιέφσκι καλείται να επιστρέψει για να αντιμετωπίσει τους Γερμανούς. Η αποφασιστική μάχη δίνεται πάνω στην παγωμένη λίμνη Πέιπους (ρωσ. Τσούντσκογιε), στις 5 Απριλίου 1242, και καταλήγει στον θρυλικό πλέον ρωσικό θρίαμβο. Στην πραγματικότητα, δεν επρόκειτο ακριβώς για μια σύγκρουση μεταξύ Ρώσων και Τευτόνων Ιπποτών. Ουσιαστικά επρόκειτο για ένα στράτευμα καθολικών, του οποίου άλλωστε ηγείτο ο Χέρμανν, επίσκοπος του Ντόρπατ και αδελφός του Αλβέρτου της Ρίγας. Εκτός από τους Τεύτονες (οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν στην πραγματικότητα πρώην Ιππότες του Τάγματος της Λιβονίας), πολέμησαν Γερμανοί μισθοφόροι που είχε στρατολογήσει ο επίσκοπος του Ντόρπατ, Δανοί και, κυρίως, Εσθονοί (οι οποίοι αποτελούσαν και την πλειονότητα της δύναμης). Επιπλέον, οι Ρώσοι είχαν και την αριθμητική υπεροχή. Οπωσδήποτε, η έκβαση της μάχης ανέστειλε τα όποια σχέδια περαιτέρω επέκτασης προς τα ανατολικά, εντούτοις η σημασία της ήταν περισσότερο συμβολική παρά ουσιαστική (Gouguennheim «Les Chevaliers Teutoniques«, σελ. 561/ Toomaspoeg, όπ.π., σελ. 125). Οι απώλειες των ιπποτών ανέρχονταν στους 20 νεκρούς και τους 6 αιχμαλώτους! Το έμψυχο δυναμικό τους παρέμενε σχεδόν άθικτο. Κι αν θέλει κανείς να βρει αληθινές συντριβές των Τευτόνων θα πρέπει να αναζητήσει άλλους δράστες. Θα τους συναντήσουμε στα επόμενα επεισόδια…

Μερικά πράγματα που γνωρίζουμε για την Υπατία

27 Φεβρουαρίου, 2010

Τώρα που οι περισσότεροι από εσάς έχετε ήδη δει την τελευταία ταινία του Αμενάμπαρ, τώρα που τα μισά σχεδόν ελληνικά ιστολόγια έχουν αφιερώσει αναρτήσεις στην Υπατία, τώρα που οι αντιμαχόμενες παρατάξεις (ας πούμε αντίπαλοι και φίλοι της Εκκλησίας, μια κι ακόμα δεν έχω ξεκαθαρίσει στο μυαλό μου αν όροι όπως «αντικληρικαλιστής» και  «αντικληρικός» είναι δόκιμοι) διασταύρωσαν τα ξίφη τους και τα πνεύματα έχουν κάπως ηρεμήσει, είναι καιρός να δούμε με ψυχραιμία την ιστορία αυτής της γυναίκας που για πολλούς και διάφορους λόγους έγινε, ίσως διαχρονικά, σύμβολο τόσων ιδεών και ιδεολογιών (τόσο αυτοτελώς όσο και «αντιστικτικά»): σύμβολο του τέλους της Αρχαιότητας όπως την αντιλαμβάνεται ο δυτικός άνθρωπος, σύμβολο της ελευθερίας του πνεύματος απέναντι στον σκοταδισμό, σύμβολο του φεμινισμού ενάντια στην ανδρική καταπίεση, σύμβολο της πίστης στο δωδεκάθεο κατά του χριστιανισμού, σύμβολο των ορθόδοξων χριστιανών της Κωνσταντινούπολης ενάντια στους «μιαρούς» της Αλεξάνδρειας που λίγο αργότερα θα προσχωρήσουν μαζικά στον μονοφυσιτισμό, σύμβολο της σωφροσύνης, του μέτρου και της εγκράτειας, σύμβολο του προτεσταντισμού κατά του καθολικισμού, σύμβολο του Διαφωτισμού ενάντια στην Εκκλησία, σύμβολο του ρομαντισμού και… ποιός ξέρει τι άλλο.

Ι. Από τα γεγονότα στον μύθο

Οι πηγές:

«Ην τις γυνὴ ἐν τῇ Ἀλεξανδρείᾳ͵ τοὔνομα Ὑπατία· αὕτη Θέωνος μὲν τοῦ φιλοσόφου θυγάτηρ ἦν· ἐπὶ τοσοῦτον δὲ προὔβη παιδείας͵ ὡς ὑπερακοντίσαι τοὺς κατ΄ αὐτὴν φιλοσόφους͵ τὴν δὲ Πλατωνικὴν ἀπὸ Πλωτίνου καταγομένην διατριβὴν διαδέξασθαι͵ καὶ πάντα τὰ φιλόσοφα μαθήματα τοῖς βουλομένοις ἐκτίθεσθαι· διὸ καὶ οἱ πανταχόθεν φιλοσοφεῖν βουλόμενοι κατέτρεχον παρ΄ αὐτήν. Διὰ τὴν προσοῦσαν αὐτῇ ἐκ τῆς παιδεύσεως σεμνὴν παρρησίαν καὶ τοῖς ἄρχουσι σωφρόνως εἰς πρόσωπον ἤρχετο· καὶ οὐκ ἦν τις αἰσχύνη ἐν μέσῳ ἀνδρῶν παρεῖναι αὐτήν· πάντες γὰρ δι΄ ὑπερβάλλουσαν σωφροσύνην πλέον αὐτὴν ᾐδοῦντο καὶ κατεπλήττοντο. Κατὰ δὴ ταύτης τότε ὁ φθόνος ὡπλίσατο· ἐπεὶ γὰρ συνετύγχανε συχνότερον τῷ Ὀρέστῃ͵ διαβολὴν τοῦτ΄ ἐκίνησε κατ΄ αὐτῆς παρὰ τῷ τῆς ἐκκλησίας λαῷ͵ ὡς ἄρα εἴη αὕτη ἡ μὴ συγχωροῦσα τὸν Ὀρέστην εἰς φιλίαν τῷ ἐπισκόπῳ συμβῆναι. Καὶ δὴ συμφρονήσαντες ἄνδρες τὸ φρόνημα ἔνθερμοι͵ ὧν ἡγεῖτο Πέτρος τις ἀναγνώστης͵ ἐπιτηροῦσι τὴν ἄνθρωπον ἐπανιοῦσαν ἐπὶ οἰκίαν ποθέν· καὶ ἐκ τοῦ δίφρου ἐκβαλόντες͵ ἐπὶ τὴν ἐκκλησίαν ᾗ ἐπώνυμον Καισάριον συνέλκουσιν͵ ἀποδύσαντές τε τὴν ἐσθῆτα ὀστράκοις ἀνεῖλον· καὶ μεληδὸν διασπάσαντες͵ ἐπὶ τὸν καλούμενον Κιναρῶνα τὰ μέλη συνάραντες πυρὶ κατηνάλωσαν. Τοῦτο οὐ μικρὸν μῶμον Κυρίλλῳ καὶ τῇ Ἀλεξανδρέων ἐκκλησίᾳ εἰργάσατο· ἀλλότριον γὰρ παντελῶς τῶν φρονούντων τὰ Χριστοῦ φόνοι καὶ μάχαι καὶ τὰ τούτοις παραπλήσια. Καὶ ταῦτα πέπρακται τῷ τετάρτῳ ἔτει τῆς Κυρίλλου ἐπισκοπῆς͵ ἐν ὑπατείᾳ Ὁνωρίου τὸ δέκατον͵ καὶ Θεοδοσίου τὸ ἕκτον͵ ἐν μηνὶ Μαρτίῳ͵ νηστειῶν οὐσῶν» (Σωκράτης ο Σχολαστικός «Εκκλησιαστική Ιστορία», βιβλίο Ζ΄, κεφάλαιο 15).

Η ιστορία που μας διηγείται ο Κωνσταντινουπολίτης Σωκράτης ο Σχολαστικός  (ή Ιστορικός, 380- περ. 440), χριστιανός, αλλά υποστηρικτής του Νοβατιανού κι επομένως ιδεολογικός αντίπαλος του Κυρίλλου Αλεξανδρείας, είναι καθ’ όλα συναρπαστική και περιέχει όλα τα στοιχεία που θα δημιουργήσουν ένα πραγματικό μύθο γύρω από το πρόσωπο της Υπατίας. Μια γυναίκα, κόρη φιλοσόφου, διδάσκει στην Αλεξάνδρεια φιλοσοφία ακολουθώντας τον κατά Πλωτίνο νεοπλατωνισμό. Και μόνο το γεγονός ότι πρόκειται για γυναίκα καταδεικνύει το εξαιρετικό της περίπτωσης, λαμβάνοντας υπόψη την άθλια κοινωνική θέση της γυναίκας στην ελληνική και ρωμαϊκή αρχαιότητα (τα παραδείγματα γυναικών της αρχαιότητας με μόρφωση και προσωπικότητα είναι ελάχιστα και αφορούν κυρίως εταίρες, άντε και κάποιες Σπαρτιάτισσες). Υπόδειγμα μόρφωσης και ηθικής αποκτά πολλούς μαθητές από την καλή κοινωνία της πόλης και ασκεί επιρροή σε πρόσωπα που κατέχουν ανώτατα αξιώματα, μεταξύ των οποίων και στον έπαρχο Ορέστη. Αυτή ακριβώς η σχέση προκαλεί την οργή κύκλων προσκείμενων στον πατριάρχη της Αλεξάνδρειας Κύριλλο. Κάποιοι πιστοί του τελευταίου οδηγούν την Υπατία στο Καισάριο, δηλαδή στο κτίριο που κάποτε ήταν ναός αφιερωμένος στον αυτοκράτορα και πλέον έχει μετατραπεί σε χριστιανική εκκλησία, όπου και τη θανατώνουν με τον πλέον ειδεχθή τρόπο: την κατακρεουργούν με θραύσματα αγγείων («όστρακα»), διαμελίζουν το νεκρό σώμα της και το καίνε (άνοιξη του 415). 

Πέρα από τη μαρτυρία του Σωκράτη, οι διαθέσιμες πηγές περιλαμβάνουν: (1) τον Βίο του Ισιδώρου, που γράφτηκε (μεταξύ του 480 και του 495) από τον μαθητή του, τον Δαμάσκιο τον Δαμασκηνό ή Διάδοχο, τελευταίο σχολάρχη της νεοπλατωνικής σχολής των Αθηνών. Το έργο, που διασώθηκε χάρη στον πατριάρχη Φώτιο, είναι καταρχήν ευνοϊκά διακείμενο προς την Υπατία (ο συγγραφέας του ήταν πιστός του δωδεκάθεου), πλην όμως θέτει υπό αμφισβήτηση τις ικανότητές της ως φιλοσόφου (την χαρακτηρίζει ως «γεωμέτρη») και, όλως παραδόξως, της αποδίδει την ιδιότητα της συζύγου του δασκάλου του, του Ισίδωρου, έστω κι αν, κατά τον Δαμάσκιο, επρόκειτο για «λευκό» γάμο (σε κάθε περίπτωση ο γάμος αυτός θεωρείται απίθανος μια και ο Ισίδωρος γεννήθηκε μάλλον μετά τον θάνατο της Υπατίας ). (2) Το Χρονικό του Ιωάννη, επισκόπου Νικίου, στην Αίγυπτο (τέλος 7ου αιώνα), το οποίο υποστηρίζει σαφώς τον Κύριλλο και επικροτεί τη δολοφονία, χαρακτηρίζοντας την Υπατία μάγισσα, λόγω της ενασχόλησής της με την αστρονομία. Η στάση του Ιωάννη μπορεί να εξηγηθεί από δύο λόγους: πρώτον, γράφει στα χρόνια που η Αίγυπτος είναι πια μουσουλμανική και, επομένως, ως εκπρόσωπος μιας απειλούμενης θρησκευτικής μειονότητας, οπότε είναι δύσκολο να κατακρίνει ενέργειες των πιστών της. Δεύτερον, ακριβώς η επίδραση του ισλαμισμού, που είναι ακόμη πιο σκληρός απέναντι στον πολυθεϊσμό απ’ ό,τι ο χριστιανισμός του ελληνόφωνου κόσμου, επιβάλλει στάση καταδίκης των παγανιστικών ιδεών. (3) το βυζαντινό λεξικό που είναι γνωστό με το όνομα Σούδα  ή Σουΐδα (10ος αι.): οι, σαφώς θετικές για τη φιλόσοφο, αναφορές στην Υπατία πρέπει να είχαν ως βασική πηγή το έργο του Δαμάσκιου. (4) Πρωτίστως, οι (συνολικά 159) επιστολές του μαθητή της Υπατίας Συνέσιου του Κυρηναίου, επτά από τις οποίες απευθύνονται προσωπικά στη φιλόσοφο. Το υλικό αυτό παρέχει ανεκτίμητες πληροφορίες για τη ζωή, τη σκέψη και το έργο της Υπατίας και του κύκλου των μαθητών της.

Ο μύθος της Υπατίας. Βυζάντιο και Αναγέννηση: Για το χριστιανικότατο Βυζάντιο, η εικόνα της Υπατίας (όχι και τόσο παράδοξα, αν λάβουμε υπόψη τις θετικές αναφορές στη Σούδα, αλλά και την περιφρόνηση προς τους μετέπειτα Μονοφυσίτες χριστιανούς της Αλεξάνδρειας) είναι αυτή της γυναίκας που συμβολίζει την ηθική και το μέτρο. Δεν είναι τυχαίο που ο ιστορικός και λόγιος Νικηφόρος Γρηγοράς (1295-1360) χαρακτηρίζει την αυτοκράτειρα Ευδοκία Μακρεμβολίτισσα (σύζυγο του Κωνσταντίνου Ι΄ Δούκα και του Ρωμανού Δ΄ Διογένη) ως «δεύτερη Υπατία», προκειμένου να εξάρει την καλλιέργειά της. Όσο για τη δυτική Αναγέννηση, με το πνεύμα λατρείας προς την ελληνική αρχαιότητα, θα ήταν δύσκολο να ξεχάσει εντελώς την Υπατία. Σύμφωνα με μια ιστορία που δεν είναι δυνατό να εξακριβωθεί, στον διάσημο πίνακα «Η Σχολή των Αθηνών» ο Ραφαήλ απεικόνισε μεταξύ των μεγάλων σοφών της Αρχαιότητας και την Υπατία. Για πολλούς, όμως, το πρόσωπο που αποδίδεται στην Υπατία είναι ο Φραντσέσκο Μαρία ντέλλε Ρόβερε, ανηψιός του πάπα Ιουλίου Β΄ και μετέπειτα δούκας του Ούρμπινο. Η παράδοση λέει ότι όταν ο Ραφαήλ παρουσίασε το έργο του και, εξηγώντας τα εικονιζόμενα πρόσωπα, έκανε λόγο για την Υπατία, κάποιος από τους παριστάμενους καρδινάλιους παρατήρησε ότι καλό θα ήταν να σβηστεί από το έργο ένα πρόσωπο που θα μπορούσε να προκαλέσει δυσάρεστους για την Εκκλησία συνειρμούς. Οπότε κι ο Ραφαήλ «μεταμόρφωσε» την Υπατία σε παπικό ανηψιό! 

Νεότεροι χρόνοι: Ο μύθος της Υπατίας θα γιγαντωθεί, όμως, στους νεότερους χρόνους. Η αφετηρία είναι η έκδοση του βιβλίου του Αγγλοϊρλανδού Τζων Τόλαντ, στο Λονδίνο το 1720. Όπως θα έχετε παρατηρήσει, οι τίτλοι των βιβλίων τη εποχής εκείνης δεν διακρίνονταν για τη συντομία τους, καθώς αποτελούσαν μάλλον περίληψη του περιεχομένου και διακήρυξη της βασικής ιδέας του βιβλίου. Με κίνδυνο να υπερβώ το επιτρεπόμενο όριο λέξεων ανά ανάρτηση, παραθέτω ολόκληρο τον τίτλο του συγγράμματος του Τόλαντ: «Hypatia, or the History of a Most Beautiful, Most Virtuous, Most Learned and in Every Way Accomplished Lady; Who was Torn to Pieces by the Clergy of Alexandria, to Gratify the Pride, Emulation and Cruelty of the Archbishop, Commonly but Undeservedly Titled St. Cyril«. Ο τίτλος καθιστά σαφές το περιεχόμενο, καθώς, με δόσεις λογικής, φανατισμού και ρομαντισμού, ο Τόλαντ παρουσιάζει την Υπατία ως σύμβολο της ελεύθερης σκέψης που αντιμετωπίζει τον χριστιανικό σκοταδισμό. Ο Τόλαντ ανατράφηκε ως καθολικός, ασπάστηκε στη συνέχεια τον προτεσταντισμό και, κατά τις πνευματικές του αναζητήσεις, προσέγγισε τις ιδέες του ντεϊσμού. Απάντηση στις ιδέες του Τόλαντ θα δώσει, σε εντελώς ανάλογο ύφος, το βιβλίο του Τόμας Λιούις «The History of Hypatia, a Most Impudent School Mistress. In Defense of Saint Cyril and the Alexandrian Clergy from the Aspersions of Mr Toland» (Λονδίνο 1721). Ευθύς εξαρχής, λοιπόν, η ιστορία της Υπατίας γίνεται αντικείμενο ιδεολογικών αντιπαραθέσεων που διεξάγονται με όρους οπαδικού φανατισμού.  

Τη σκυτάλη παίρνει στη συνέχεια ο γαλλικός Διαφωτισμός, ο οποίος, του Βολταίρου προεξάρχοντος, παρουσιάζει την Υπατία ως προσωποποίηση της καλλιέργειας, της αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας και της ελευθερίας του πνεύματος, σε αντίθεση, φυσικά, με τη στάση της Εκκλησίας. «Ο Λόγος και η Ελευθερία δολοφονήθηκαν από τους κεκαρμένους μπράβους του Κύριλλου, τους οποίους ακολουθούσε όχλος φανατικών» (Βολταίρος «Examen important de Milord Bolingbroke ou le tombeau du fanatisme écrit vers la fin de 1736«, Παρίσι 1738, σ. 185).

Ο θαυμασμός προς την Υπατία θα εκφρασθεί κι από πολλούς λογοτέχνες (ιδίως της ρομαντικής περιόδου), όπως ο Λεκόντ ντε Λιλ (ποίημα Υπατία, σε δύο εκδόσεις, 1847 και 1874, από τις οποίες μόνο η δεύτερη υιοθετεί την αντιεκκλησιαστική επιχειρηματολογία, και θεατρικό δράμα Υπατία και Κύριλλος) και ο Νερβάλ (Nouvelles, I: Les Filles du Feu. Angélique, 1854). Αλλά και κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα και των πρώτων χρόνων του αιώνα μας, τα βιβλία (λογοτεχνικά και ιστορικά) που αναφέρονται στην Υπατία είναι αρκετά: για ένα σχεδόν πλήρη κατάλογο μπορεί κανείς να ανατρέξει στο αφιέρωμα που έκανε στην ταινία του Αμενάμπαρ ο εξαιρετικός ιστότοπος Peplum: images de l’ Antiquité: Cinéma et BD. Για λόγους καθαρά προσωπικών προτιμήσεων, αναφέρουμε το μυθιστόρημα του Ουμπέρτο Έκο «Μπαουντολίνο«, όπου (στα κεφάλαια 32 έως 35) ο επώνυμος ήρωας συναντά, σε συνθήκες που ξεπερνούν κάθε φαντασία, και ερωτεύεται την «Υπατία» του, σε κλίμα γλυκύτατου ρομαντισμού. 

Η πρόσφατη κινηματογραφική ταινία του Αμενάμπαρ: Ο εξαιρετικά προικισμένος Ισπανοχιλιανός σκηνοθέτης Αλεχάνδρο Αμενάμπαρ (γεννήθηκε στο Σαντιάγο της Χιλής το 1972, αλλά μεγάλωσε στην Ισπανία) επέλεξε ως θέμα της τελευταίας ταινίας του την Υπατία. Η  Άγκορα, που άρχισε να προβάλλεται στις ισπανικές κινηματογραφικές αίθουσες τον Σεπτέμβριο του περασμένου έτους, αποτελεί ήδη μια από τις μεγαλύτερες εμπορικές επιτυχίες του ισπανικού κινηματογράφου. Έχοντας ως πρωταγωνίστρια την ωραιότατη Ρέιτσελ Βάις στον ρόλο της Υπατίας, η ταινία είναι υποψήφια για 13 βραβεία Γκόγια (τα ισπανικά Όσκαρ, ας πούμε). Όπως αποδεικνύεται τόσο από την ίδια ταινία όσο και από τις σχετικές δηλώσεις του δημιουργού της, η Άγκορα διαπνέεται από τη μανιχαϊστική λογική της αντιπαράθεσης της ελευθερίας του πνεύματος με τον θρησκευτικό φανατισμό και σκοταδισμό, ενισχυμένη με δόσεις φεμινισμού. Προφανώς μια τέτοια παρουσίαση είναι πολύ πιο βολική για ένα φιλμ από την αναζήτηση της ιστορικής πιστότητας, η οποία δίνει κατ’ ανάγκη πολύ λιγότερο ελκυστικά αποτελέσματα, δίχως απόλυτα καλούς και απόλυτα κακούς. Δεν δικαιολογεί όμως ούτε τις όποιες δηλώσεις του σκηνοθέτη που διακρίνονται από μια αφελή ανάγνωση της Ιστορίας (στο στυλ το τέλος του πνεύματος και η απαρχή δεκαπέντε αιώνων σκοταδισμού) ούτε την προσπάθεια να αποδειχθεί ότι η ταινία είναι ιστορικά ακριβής. Όσον αφορά το αισθητικό αποτέλεσμα, μπορούμε να πούμε ότι μας φάνηκε αρκετά καλό. Επίσης, η προσπάθεια αναπαράστασης της Αλεξάνδρειας του 4ου-5ου αιώνα δεν μπορεί να θεωρηθεί αποτυχημένη (μολονότι οι συντελεστές του φιλμ ενέδωσαν στον πειρασμό των πολλών καθαρά αιγυπτιακών στοιχείων και παρά ορισμένες επιμέρους αστοχίες όπως ο εξοπλισμός των λεγεωνάριων που παραπέμπει σε εποχές ως τον 2ο αιώνα). Όσον αφορά την αμιγώς καλλιτεχνική αξία της ταινίας, περιοριζόμαστε στην επισήμανση ότι οι κριτικοί δεν της επιφύλαξαν διθυράμβους, χωρίς πάντως και να τη θάψουν. Πέρα από τις κριτικές σχετικά με τα μηνύματα και την «ιδεολογία» της ταινίας (όπου, όπως ήταν φυσικό, δεν θα μπορούσε να υπάρξει ομοφωνία), επισημάνθηκαν αδυναμίες που αφορούν τη δομή της. Αρκετές κριτικές, όλων των τάσεων, μπορεί να βρεί κανείς στο αναλυτικό και κατατοπιστικότατο αφιέρωμα του ιστότοπου Peplum. Για μια ενδιαφέρουσα ελληνική κριτική της ταινίας μπορούμε να συστήσουμε την ανάρτηση στο ιστολόγιο του old-boy. Η προβολή του φιλμ στην Ελλάδα προκάλεσε αρκετό θόρυβο, αν κρίνουμε από τον μεγάλο αριθμό άρθρων σε ιστολόγια (το πλήθος τους συναγωνίζεται τις αναρτήσεις που είχαν θέμα το διαζύγιο της εθνικής τηλεπαρουσιάστριας πρωϊνών εκπομπών). Το θέμα της ταινίας προκάλεσε σειρά σφοδρών αντιπαραθέσεων μεταξύ εγχώριων «αντικληρικαλιστών» και υπερασπιστών της Εκκλησίας. Ενδεικτικά αναφέρουμε, για την πρώτη κατηγορία, τη σχετική ανάρτηση του γνωστού ιστολογίου Ροϊδη Εμμονές και, για τη δεύτερη, το άρθρο που δημοσιεύθηκε στο ιστολόγιο της Ορθόδοξης Ομάδας Δογματικής Έρευνας. Για περισσότερα δεν έχετε παρά να αναζητήσετε την Υπατία π.χ. στο Γκουγκλ και να εκμεταλλευθείτε τα εκατοντάδες αποτελέσματα που θα δώσει η αναζήτηση.

ΙΙ. Η αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας

Ωστόσο, οι ιστορικές πηγές μας επιτρέπουν να διαμορφώσουμε μια πληρέστερη, ακριβέστερη και πιο αντικειμενική εικόνα των γεγονότων που αφορούν την Υπατία απ’ ό,τι όλες οι πολεμικές ή οι λογοτεχνικές αναφορές οι οποίες εν πολλοίς στηρίζονται στον μύθο που δημιουργήθηκε για τη φιλόσοφο της Αρχαιότητας. Ας επιχειρήσουμε να ξεδιαλύνουμε το ζήτημα με οδηγό, για μια φορά ακόμη, το προσφιλέστατο σε μας βιβλίο του Γάλλου ιστορικού Μωρίς Σαρτρ «Histoires Grecques» (collection L’ Univers Historique, εκδόσεις Seuil, Παρίσι 2006, ιστορία αριθ. 43 – και τελευταία του βιβλίου –  «La mort d’ Hypatie ou Rester païen dans un monde chrétien», σελ. 437-447, κείμενο που αποτελεί ελαφρώς τροποποιημένη έκδοση άρθρου το οποίο πρωτοδημοσιεύθηκε στο περιοδικό εκλαΐκευσης της Ιστορίας L’ Histoire, αριθ. 306, Φεβρουάριος 2006, σελ. 72-76). Όπως σημειώνει ο ιστορικός (όπ.π., σελ. 438-439) «η ιστορία της Υπατίας εξέφυγε του πεδίου μελέτης των ιστορικών πριν καν βρεθεί σ’ αυτό, ενώ το ιδεολογικό διακύβευμα που, εδώ και σχεδόν τρεις αιώνες, συνέδεε ο καθένας με το όνομά της συσκότισε κατά κάποιο τρόπο την πραγματικότητα. Εντούτοις, παρά τις αβεβαιότητες που χαρακτηρίζουν τις πηγές, είναι δυνατό να κατανοήσουμε καλύτερα τόσο το ιστορικό πρόσωπο της Υπατίας όσο και τις συνθήκες του θανάτου της. Στοιχείο που ουδόλως αναιρεί το ενδιαφέρον που παρουσιάζει το ιστορικό πρόσωπο και το τραγικό τέλος του, μολονότι πρέπει προφανώς να του αποδώσουμε διαφορετική σημασία από αυτήν που φαντάζονταν οι πρώτοι θαυμαστές του».

– Κόρη επιφανούς λογίου, του φιλοσόφου και μαθηματικού Θέωνος (335-405), ο οποίος θα αποτελέσει και τον πρώτο και κύριο δάσκαλό της, η Υπατία γεννιέται στην Αλεξάνδρεια, κατά πάσα πιθανότητα, το 355. Στις επιστολές του, ο μαθητής της Συνέσιος, απευθύνεται στην Υπατία με εκφράσεις σεβασμού που αρμόζουν σε γυναίκα σαφώς μεγαλύτερης ηλικίας από εκείνον. Επομένως, κατά το χρονικό σημείο της δολοφονίας της, η Υπατία έχει φτάσει στην ηλικία των εξήντα ετών, «στοιχείο που δεν αναιρεί το ειδεχθές του εγκλήματος, αλλά πάντως διαλύει τις ερωτικές φαντασιώσεις που προκαλεί το ξεγύμνωμα της παρθένου» (M. Sartre, όπ.π., σελ. 439). Οπότε, όπως αντιλαμβάνεσθε, ουδεμία σχέσις με την ωραία Ρέιτσελ.

– Στο (σχετικά πρόσφατο) παρελθόν, επικρατούσε η ιδέα ότι το σύνολο του έργου της Υπατίας έχει χαθεί. Σήμερα, αντιθέτως, η κυρίαρχη αντίληψη είναι ότι πρέπει να διασώζεται το μεγαλύτερο μέρος του. Για παράδειγμα, οι εκδόσεις των έργων του Κλαύδιου Πτολεμαίου που έφτασαν ως τις μέρες μας είναι μάλλον αυτές που σχολίασε η Υπατία. Σε τέτοια περίπτωση, φυσικά, είναι δυσχερές να διακριθεί ό,τι ανήκει στην Αλεξανδρινή φιλόσοφο. Είναι, όμως, δυνατό να συναχθούν κάποια συμπεράσματα. Το έργο της Υπατίας δεν είναι ριζοσπαστικό και καινοτόμο. Δεν της πιστώνεται κάποια πρωτότυπη θεωρία (μαθηματική ή φιλοσοφική), ούτε κάποια ανακάλυψη. Το έργο της είναι κυρίως διδακτικό και ερμηνευτικό, αφορά τον σχολιασμό μαθηματικών και αστρονομικών συγγραμμάτων (αφενός του Απολλώνιου από την Πέργη της Παμφυλίας και του Διόφαντου του Αλεξανδρέως, αφετέρου του Κλαύδιου Πτολεμαίου). Ο Συνέσιος της αποδίδει την εφεύρεση του αστρολάβου: δεδομένου ότι σώζονται αστρολάβοι παλαιότεροι κατά ένα τουλάχιστον αιώνα από την εποχή της Υπατίας, κάτι τέτοιο αποκλείεται (ο Αμενάμπαρ, ξεπερνώντας κάθε λογική, εμφανίζει την Υπατία σαν ένα πρώιμο… Γαλιλαίο!). Το φιλοσοφικό της έργο διαπνέεται από τον νεοπλατωνισμό του Πλωτίνου. Φαίνεται ότι είχε σχολιάσει έργα του Πυθαγόρα, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη.

– Η Υπατία είχε δημιουργήσει ένα στενό κύκλο πιστών μαθητών. Μεταξύ αυτών που παρακολούθησαν επί σειρά ετών τα μαθήματά της καταλέγονται ο Συνέσιος, χριστιανός που θα γίνει επίσκοπος της Πτολεμαΐδας της Κυρηναϊκής το 411, ο Ολύμπιος, πλούσιος γαιοκτήμονας από τη Σελεύκεια της Πιερίας στη Συρία, και ο Κύρος ο Πανοπολίτης, μετέπειτα επίσκοπος του Κοτυαίου της Φρυγίας. Εκτός από αυτούς, στις επιστολές του Συνέσιου μνημονεύονται πολλά ακόμη ονόματα της αριστοκρατίας της Αλεξάνδρειας και γενικά της ελληνόφωνης Ανατολής. Διαπιστώνεται ότι οι μαθητές της Υπατίας ήταν στην πλειονότητά τους χριστιανοί, κάτι που καταρίπτει τον μύθο της φανατικής πιστής του δωδεκάθεου.

– Η Υπατία δεν διακρίνεται από θερμή πίστη προς το δωδεκάθεο, σε αντίθεση με πολλούς από τους Αλεξανδρινούς λογίους της εποχής της (ο νεπλατωνικός φιλόσοφος Ολύμπιος ιερουργεί παράλληλα στο Σεράπειο, ο Αμμώνιος είναι ιερέας του Ερμή-Θωθ, ο Ελλάδιος ιερέας του Άμμωνος Διός). Κατά τη διάρκεια των ταραχών που προκάλεσε στην Αλεξάνδρεια το 391-392 ο πατριάρχης Θεόφιλος (θείος του Κύριλλου)., ο οποίος παρακίνησε τον χριστιανικό όχλο να καταστρέψει τους ναούς των ειδωλολατρών, μεταξύ των οποίων το Σεράπειο, οι πιστοί του δωδεκάθεου με επικεφαλής τον Ολύμπιο κινητοποιούνται για να υπερασπίσουν το Σεράπειο (το οποίο στέγαζε και μια σημαντικότατη βιβλιοθήκη. Παρά τα διαδραματιζόμενα στην ταινία του Αμενάμπαρ, η Υπατία δεν φαίνεται να έχει καμία συμμετοχή στα γεγονότα αυτά. «Κανείς αρχαίος συγγραφέας δεν αναφέρει το όνομά της σε σχέση με το επεισόδιο του Σεραπείου, σαν η Υπατία να είχε αποστασιοποιηθεί από την Ιστορία αυτή. Η πλέον πιθανή εξήγηση είναι ότι δεν θεωρούσε πως η καταστροφή ενός ειδωλολατρικού ναού, ακόμη και τόσο σημαντικού, αποτελεί γεγονός ιδιαίτερης σπουδαιότητας. Η φιλοσοφία και οι επιστημονικές γνώσεις της θα πρέπει να της είχαν καταστήσει σαφές ότι οι εκδηλώσεις οποιασδήποτε λατρείας είναι μάταιες» (M. Sartre, όπ.π., σελ. 441).

– Η φιλόσοφος ουδέποτε επέδειξε εχθρότητα προς τους χριστιανικούς κύκλους. Οι μαθητές, οι φίλοι και οι κοινωνικές συναναστροφές της ανήκουν στην αλεξανδρινή ελίτ, η οποία (είτε από ειλικρινή πίστη είτε για λόγους που αφορούν την κοινωνική ανέλιξη και τη σταδιοδρομία) είναι κυρίως χριστιανική. Ενδεικτικές της στάσης αυτής είναι και οι στενές σχέσεις της Υπατίας με τον έπαρχο Ορέστη.

– Οι όποιες θρησκευτικές και φιλοσοφικές πεποιθήσεις της Υπατίας δεν έχουν άμεση σχέση με τη δολοφονία της. Το έγκλημα εντάσεται στο πλαίσιο μιας σφοδρότατης αντιπαράθεσης μεταξύ δύο χριστιανικών πόλων εξουσίας, του έπαρχου Ορέστη και του πατριάρχη Κύριλλου. Ο δεύτερος εκλέγεται πατριάρχης τον Οκτώβριο του 412: η εκλογή του ήταν ιδιαίτερη δύσκολη, καθώς είχε να αντιμετωπίσει έναν ισχυρό συνυποψήφιο, τον Τιμόθεο, αρχιδιάκονο του θείου του. Η δύσκολη εκλογή του Κύριλλου εξηγεί εν μέρει και τον φανατικό ζήλο με τον οποίο επιχειρεί να επιβάλει την εξουσία της εκκλησίας του, ακόμη και σε βάρος της κοσμικής εξουσίας. Εκτοπίζει από την Αλεξάνδρεια τους υποστηρικτές του Νοβατιανού και στη συνέχεια στρέφεται κατά των Ιουδαίων της Αλεξάνδρειας. Κάπου εδώ, ξεκινά και η σύγκρουσή του με τον Ορέστη, κίνητρο του οποίου δεν είναι μόνο η διαφύλαξη της τάξης και η προστασία του εβραϊκού στοιχείου, αλλά και η διασφάλιση της εξουσίας του από τις επιβουλές ενός βουλιμικού σφετεριστή. Ο Κύριλλος απαντά προκαλώντας ακόμη μεγαλύτερες ταραχές κατά των Ιουδαίων: λεηλατούνται συναγωγές και ολόκληρη η ιουδαϊκή συνοικία. Ο Ορέστης, όπως και ο Κύριλλος, ζητεί την υποστήριξη του αυτοκράτορα, Θεοδόσιου Β΄. Ο αυτοκράτορας περιορίζεται σε συστάσεις για συμφιλίωση.

Ο Ορέστης αρνείται να συνεργαστεί με τον πατριάρχη, οπότε ο δεύτερος, σε επίδειξη δύναμης, φέρνει σαν μπράβους του πεντακόσιους μοναχούς από την έρημο της Νιτρίας. Κατά τη διάρκεια ταραχών, ένας από αυτούς, ο Αμμωνιανός, πετά μια πέτρα και τραυματίζει σοβαρά στο κεφάλι τον έπαρχο. Ο δράστης συλλαμβάνεται και εκτελείται. Ο Κύριλλος μπορεί να προσθέσει στο οπλοστάσιό του ένα μάρτυρα.

Η Υπατία στοχοποιείται λόγω των σχέσεών της με τον έπαρχο και την επιρροή που ασκεί σ’ αυτόν. Για τον Κύριλλο είναι ένα εμπόδιο στην προσπάθεια να επιβάλει την εξουσία του. Δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για το αν ο Κύριλλος πρέπει να θεωρηθεί άμεσος ή έμμεσος ηθικός αυτουργός της δολοφονίας της Υπατίας. Οι δολοφόνοι, πάντως, ήταν βέβαιοι ότι η πράξη τους ήταν προς το συμφέρον του ηγέτη τους. Ο Σωκράτης ο Σχολαστικός κατονομάζει έναν από αυτούς: τον Πέτρο, αναγνώστη, δηλαδή κάποιον με τον κατώτερο ιερατικό βαθμό. Κατά πάσα πιθανότητα, οι δολοφόνοι της Υπατίας προέρχονταν από τις τάξεις των «παραβαλανέων», των 800 που είχαν αποστολή την παροχή βοήθειας στους αρρώστους και φτωχούς χριστιανούς, αλλά λειτουργούσαν συχνά στην πράξη και ως πραιτωριανή φρουρά του πατριάρχη. Σε κάθε περίπτωση «ο φόνος της Υπατίας είναι, κατ’ ουσίαν, συνέπεια σύγκρουσης μεταξύ χριστιανών, μεταξύ κοσμικής και πνευματικής εξουσίας. Η Υπατία πληρώνει το τίμημα της φήμης, της επιρροής, του ηθικού κύρους της, καθώς και το γεγονός ότι υποστήριζε τον περιορισμό της εκκλησιαστικής εξουσίας. Περιθωριακά και μόνο μπορεί οι ειδωλολατρικές πεποιθήσεις της να δικαιολογούσαν τον φόνο για κάποιους από τους αμόρφωτους δολοφόνους της» (M. Sartre, όπ.π., σελ. 444). Βρισκόμαστε, επομένως, πολύ μακριά από τις αντιλήψεις του Τόλαντ και του Βολταίρου.   

– Η δολοφονία της Υπατίας δεν αποτελεί το τέλος της αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Στην Αλεξάνδρεια, ο φιλόσοφος Ιεροκλής ιδρύει μια εκλεκτική νεοπλατωνική σχολή που θα συνεχίσει να λειτουργεί μέχρι την αραβική κατάκτηση (648). Τα μαθηματικά και η αστρονομία θα εξακολουθήσουν να αναπτύσσονται. Άλλοι κύκλοι, όπου ξεχωρίζει ο Ωραπόλλων ο Πρεσβύτερος, θα επιχειρήσουν μια μείξη της αρχαίας ελληνικής θρησκείας και φιλοσοφίας με τις αιγυπτιακές παραδόσεις. Γενικά, η Aλεξάνδρεια γνωρίζει πνευματική άνθηση κατά τον 5ο και 6ο αιώνα (Αμμώνιος, Δαμάσκιος, Ασκληπιός, Ολυμπιόδωρος κ.λπ.). Το ίδιο συμβαίνει και στη Συρία.

Όπως σημειώνει ο Σαρτρ (όπ.π., σελ. 446-447), στους πνευματικούς κύκλους της Αλεξάνδρειας και της ελληνικής Ανατολής δεν υπάρχουν διαχωριστικές γραμμές θρησκευτικού χαρακτήρα. Οι άνθρωποι συνδέονται λόγω της μόρφωσης και της καλλιέργειας, του τρόπου ζωής και της οικονομικής άνεσής τους. Αυτό όμως που ισχύει για την κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας δεν αφορά τις λαϊκές μάζες (κατά πλειονότητα ειδωλολατρικές στην ύπαιθρο, χριστιανικές στις πόλεις). Οι εκκλησιαστικοί ηγέτες είναι εύκολο να υποκύψουν στον πειρασμό να χρησιμοποιήσουν τον λαό (ή μάλλλον το λούμπεν προλεταριάτο των πόλεων) ως στήριγμα για να εδραιώσουν και να επεκτείνουν τις εξουσίες τους.

Όσο για τη δολοφονία της Υπατίας, δεν φαίνεται να είχε κάποιες σημαντικές συνέπειες. Κανείς από τους φίλους της δεν επιχείρησε να την εκδικηθεί: ο έπαρχος Ορέστης επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, οι μαθητές της Υπατίας περιορίσθηκαν απλώς στη διατήρηση της ανάμνησής της. Κανείς δεν ενόχλησε τον Κύριλλο. «Η ιστορία της Υπατίας που ξεχάστηκε γρήγορα, εκτός από το τελευταίο επεισόδιό της, μπορούσε πια να θρέψει τη φαντασία των ποιητών, των φιλοσόφων και των υπέρμαχων της ελευθερίας της σκέψης και της πίστης» (όπ.π., σελ. 447).      

Όπως διαπιστώνεται, τα συμπεράσματα τείνουν πάλι προς το γκρίζο. Τί να γίνει, όμως, που η προσεκτικότερη ανάγνωση των ιστορικών στοιχείων δεν επιβεβαιώνει (σχεδόν) ποτέ τις μανιχαϊστικές (ή τις απλώς φανατικές) ερμηνείες; Δυστυχώς, όμως, αυτό ποτέ δεν αποδείχθηκε αρκετό για να πείσει τους οπαδούς των αντίθετων απόψεων να παραδεχθούν τον σύνθετο χαρακτήρα της πραγματικότητας. Ainsi soit-il…