Posts Tagged ‘Ρίγα’

Ιερουσαλήμ-Μαρίενμπουργκ – μέρος IV: το τέλος (;) και η υστεροφημία του Τάγματος

27 Φεβρουαρίου, 2011

Οστερόντε, Πρωσία, 6 Ιανουαρίου 1453. Παραμονές, σχεδόν, του Δεκατριετούς Πολέμου που θα αποβεί μοιραίος για το κράτος των Τευτόνων. Ο τοπικός Τεύτονας διοικητής συντάσσει επιστολή προς τον Λουδοβίκο του Έρλιχσχάουζεν, μεγάλο μάγιστρο του Τάγματος. Του εκθέτει τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζει στη συνεργασία του με τους ντόπιους ευγενείς. Μόλις συναντήθηκε με έναν από αυτούς τους γαιοκτήμονες, τον Πέτρες του Αρβάυντεν, από τον οποίο ζήτησε να παραχωρήσει στο Τάγμα για κάποιες εβδομάδες τους υποτελείς του χωρικούς, προκειμένου να βοηθήσουν σε εργασίες συντήρησης του κάστρου της περιοχής. Ο Πρώσος γαιοκτήμονας αρνείται. Ακολουθεί ο παρακάτω διάλογος, τον οποίο παραθέτει αυτολεξεί στην επιστολή του ο διοικητής (βλ. Sylvain Gouguennheim “Les Chevaliers Teutoniques”, εκδ. Tallandier, Παρίσι, 2007, σελ. 551-552).

«- Άρχοντα! Κύριε Διοικητά! Κι εγώ είμαι ευγενής, όπως ακριβώς κι εσείς, κι αν παρίσταται ανάγκη μπορώ να το αποδείξω, όπως κάθε ευγενής. Ξέρετε, κύριε, αν δεν είχατε έρθει σ’ αυτήν εδώ τη χώρα δεν θα είχατε γίνει ποτέ άρχοντας…

– Τι είναι όλα αυτά που μου τσαμπουνάς βρε Πέτρες; Άν δεν ήμουν εγώ ο άρχοντάς σου, θα ήταν κάποιος άλλος στη θέση μου. Εσύ, πάντως, Πέτρες θα πρέπει οπωσδήποτε να έχεις έναν άρχοντα πάνω από σένα, γιατί είσαι τόσο ευγενής όσο μπορεί να είναι ευγενής μια αγριόκοτα!».

Το περιστατικό είναι ενδεικτικό του χάσματος ανάμεσα στο Τάγμα και τους υπηκόους του. Όπως ήταν μοιραίο, μετά από δύο και πλέον αιώνες κυριαρχίας των Τευτόνων έχει διαμορφωθεί αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε πρωσικό έθνος, με τις ελίτ του, γερμανικές ή εκγερμανισμένες, γαιοκτημόνων και πλουσίων εμπόρων, οι οποίες διεκδικούν το μερίδιό τους στην άσκηση εξουσίας. Το Τάγμα, όμως, δεν είναι διατεθειμένο να κάνει παραχωρήσεις. Αυτό που οπουδήποτε αλλού θα αποτελούσε φυσική εξέλιξη, δηλαδή η σταδιακή δημιουργία ενός έθνους σύμφωνα με τα πρότυπα των νεότερων χρόνων, έρχεται σε αντίθεση με την ίδια τη φιλοσοφία του κράτους ενός στρατιωτικού θρησκευτικού τάγματος το οποίο αποκλείει από την εξουσία οποιοδήποτε εξωτερικό προς αυτό στοιχείο. Ως εκ της φύσεως του τρόπου επάνδρωσης και λειτουργίας του Τάγματος, τα πρόσωπα που ασκούν εξουσία στην Πρωσία δεν έχουν ρίζες στον τόπο αυτό. Όσο για τους Πρώσους αριστοκράτες, ο μόνος τρόπος να διοικήσουν στην πατρίδα τους είναι να καταταγούν στο Τάγμα, δηλαδή να απεκδυθούν την ταυτότητά τους, χωρίς να είναι βέβαιο ότι το όνειρό τους θα εκπληρωθεί. Όλα αυτά έχουν ως συνέπεια την αποξένωση των Τευτόνων από τις τοπικές ελίτ, η οποία αποτυπώνεται στο παραπάνω περιστατικό μέσω μιας αμοιβαίας αμφισβήτησης της ιδιότητας του ευγενούς. Για τον γαιοκτήμονα, ο διοικητής είναι φορέας μιας δοτής εξουσίας που εκπορεύεται από έναν απρόσωπο οργανισμό. Για αυτό και ο υπαινιγμός («αν δεν είχατε έρθει σ’ αυτήν εδώ τη χώρα δεν θα είχατε γίνει ποτέ άρχοντας«): οι περισσότεροι από τους ιππότες κατάγονταν από οικογένειες μινιστράλιων, κατώτερων ευγενών, συχνά ταπεινής καταγωγής, που προήχθηκαν λόγω προσωπικής αξίας από τον αυτοκράτορα, δεν διέθεταν συνήθως φέουδα και αρκούνταν στην άσκηση καθηκόντων συμβούλου στην αυτοκρατορική ή σε κάποια φεουδαλική αυλή. Όσο για την οργισμένη απάντηση του διοικητή (σε ενικό, ενώ ο γαιοκτήμονας κρατά έστω τα προσχήματα χρησιμοποιώντας πληθυντικό), αποδεικνύει ότι για έναν Τεύτονα Ιππότη ο Πρώσος αριστοκράτης δεν είναι παρά ένας υποτελής που χρωστά την ανέλιξή του αποκλειστικά στο Τάγμα. Η σύγκρουση θα πληρωθεί ακριβά: τρεις μήνες αργότερα, η πρωσική Δίαιτα θα δηλώσει υποτέλεια στον Πολωνό μονάρχη και θα τον καλέσει να καταλάβει τη χώρα. Τη συνέχεια την είδαμε στο τρίτο μέρος της σειράς.

Με άλλα λόγια, η παρακμή και το ουσιαστικό τέλος του Ordensstaat δεν οφείλεται απλά στο ότι το Τάγμα έχασε, παρά την όποια ηρωϊκή αντίσταση, έναν κρίσιμο πόλεμο, αλλά στη διττή αδυναμία προσαρμογής στις εξελίξεις: αφενός, μετά τον προσηλυτισμό και των Λιθουανών στον χριστιανισμό, η Πρωσία είναι ένα κράτος σαν όλα τ’ άλλα. Οι Τεύτονες δεν μπορούν πλέον να καλούν σε σταυροφορίες ή να εμφανίζονται ως προστάτες της πίστης, κατά μείζονα λόγο όταν το ιδανικό των σταυροφοριών έχει ξεθυμάνει. Υποχρεωμένοι να αναζητήσουν συμμαχίες στη διεθνή διπλωματική σκηνή, χωρίς εγγενή επικοινωνιακά πλεονεκτήματα, δεν θα αποδειχθούν αρκετά επιδέξιοι ή τυχεροί. Αφετέρου, η ίδια η φύση ενός Ordensstaat αποδεικνύεται ασύμβατη με το υπό διαμόρφωση εθνικό κράτος. Το κράτος των ιπποτών ήταν καταδικασμένο να χαθεί γιατί η ίδια η εξέλιξη της Ιστορίας το είχε ξεπεράσει. Από την άποψη αυτή, το τέλος της Πρωσίας των Τευτόνων σηματοδοτεί την αλλαγή εποχής, τη μετάβαση από τον Μεσαίωνα (τις δομές και τις αντιλήψεις του οποίου εξέφραζε με απόλυτη επιτυχία) στους νεότερους χρόνους. Ας δούμε πώς ακριβώς γράφτηκε ο επίλογος πρώτα του κράτους κι έπειτα του ίδιου του Τάγματος (Ι), για να εξετάσουμε στη συνέχεια τον τρόπο με τον οποίο εκτιμήθηκε η κληρονομιά των Τευτόνων Ιπποτών στον χώρο δράσης τους (ΙΙ).

Ι. Το τέλος (;)

Όπως είδαμε στο προηγούμενο επεισόδιο, μετά την ταπεινωτική δεύτερη συνθήκη ειρήνης του Τορν το 1466, οι Τεύτονες έχασαν το μεγαλύτερο μέρος των εδαφών τους, εκτός από την Ανατολική Πρωσία και την Πομεσανία. Διατηρούνται, βέβαια, οι εκτεταμένες κτήσεις του Τάγματος στη Λιβονία, όπου όμως οι Τεύτονες αποτελούν απλώς μία μεταξύ πλειόνων δυνάμεων εξουσίας, καθώς και αυτές στα εδάφη της Γερμανικής Αυτοκρατορίας κι αλλού στην Ευρώπη. Η κατάσταση είναι δυσχερέστατη, συγκρινόμενη με το άμεσο παρελθόν, αλλά όχι απαραίτητα καταδικαστική. Οι ίδιοι θα αναζητήσουν τρόπους επιβίωσης και, ει δυνατόν, ανάκτησης των χαμένων εδαφών. Ιστορικές εξελίξεις και συγκυρίες μάλλον απρόβλεπτες για τον άνθρωπο του τέλους του 15ου αιώνα θα φέρουν το οριστικό τέλος του Ordensstaat (Α). Όχι πάντως και του ίδιου του Τάγματος, το οποίο θα προσπαθήσει να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες. Σε σχέση με τα περασμένα μεγαλεία, θα μπορούσε να γίνει λόγος για παρακμή, ακόμη και για εκφυλισμό. Μια τέτοια εκτίμηση θα παρέβλεπε τη διαρκή προσπάθεια ενός τάγματος το οποίο, παρά τις τόσες αντιξοότητες, εξακολουθεί να υφίσταται, τυπικά τουλάχιστον, ακόμη και σήμερα (Β).

Α. Το τέλος του Ordensstaat

α. Ο αγώνας για την επιβίωση: Σε ό,τι έχει απομείνει από την Πρωσία το έργο της ανασυγκρότησης είναι δύσκολο. Ο πόλεμος προκάλεσε ανυπολόγιστες καταστροφές. Το 80 % των χωριών έχουν καταστραφεί ή εγκαταλειφθεί από τους κατοίκους τους (Alain Demurger “Chevaliers du Christ – Les ordres religieux-militaires au Moyen Âge, XIe-XVIe siècle, εκδ. Seuil, Παρίσι, 2002, σελ. 271). Στη Λιβονία, το Τάγμα βρίσκεται σε διαρκή διαμάχη με τους άλλους δύο πόλους εξουσίας, δηλαδή την Εκκλησία και τους αστούς της Ρίγας και των μεγαλύτερων πόλεων. Ωστόσο, οι Τεύτονες αποτελούν σημαντική στρατιωτική δύναμη, ιδίως στη Λιβονία. Σ’ αυτό ακριβώς το στοιχείο στηρίζεται η ουσιαστικότερη ίσως από τις τελευταίες ελπίδες του Τάγματος για επιβίωση.

1. Σε αναζήτηση νέας νομιμοποίησης: Το Τάγμα χρειάζεται νέους αντιπάλους οι οποίοι θα νομιμοποιούν τη δράση του στα μάτια της χριστιανικής Ευρώπης. Πρέπει επομένως να πρόκειται για αλλόθρησκους ή έστω αλλόδοξους εχθρούς. Στη Λιβονία ο προφανής αντίπαλος είναι η όλο και ισχυρότερη ορθόδοξη Ρωσία: ήδη από το 1450 οι Τεύτονες Ιππότες κινητοποιούν τις δυνάμεις τους για να αντιμετωπίσουν τη ρωσική απειλή. Προκειμένου να αντιμετωπίσει καλύτερα τον κίνδυνο (αλλά και για να απομακρυνθεί από την πίεση που ασκούν ο αρχιεπίσκοπος και οι αστοί της Ρίγας), ο μάγιστρος της Λιβονίας Ιωάννης Βαλντχάους του Χέερζε μεταφέρει, γύρω στα 1470, την έδρα του στο Φέλλιν (σημερινό Βιλιάντι στην Εσθονία). Ο ηγεμόνας της Μόσχας και του Βλαντίμιρ, ο φιλόδοξος Ιβάν Γ΄ (σύζυγος της Ζωής – Σοφίας για τους Ρώσους – Παλαιολογίνας, η οποία θα φέρει σαν προίκα της τον βυζαντινό δικέφαλο αετό που πρόκειται να γίνει σύμβολο της ρωσικής μοναρχίας) θα απειλήσει σοβαρά τους καθολικούς της Λιβονίας: αφού κατακτήσει το Νόβγκοροντ και τις υπόλοιπες ρωσικές ηγεμονίες, ο Ιβάν στρέφεται προς δυσμάς. Το 1480 πολιορκεί το Φέλλιν, το 1492 κατασκευάζει το οχυρό του Ιβάνγκοροντ, ακριβώς απέναντι από το κάστρο των Τευτόνων στη Νάρβα, δυο χρόνια μετά συλλαμβάνει και φυλακίζει όλους τους Γερμανούς εμπόρους που βρίσκονται στο Νόβγκοροντ. Το καλοκαίρι του 1502, ο Βόλτερ του Πλέττενμπεργκ, μάγιστρος της Λιβονίας, ενισχυμένος με μισθοφορικά στρατεύματα που στρατολόγησε στη Γερμανία και βοηθούμενος από τους Λιθουανούς, κινείται εναντίον του Ρώσου ηγεμόνα. Στην αποφασιστική μάχη που θα δοθεί κοντά στη λίμνη Σμόλινα (13 Σεπτεμβρίου) ο ρωσικός στρατός θα συντριβεί.

Ο ιδανικός, όμως, αντίπαλος από άποψη νομιμοποίησης είναι οι Τούρκοι, που έχοντας κυριαρχήσει σε ολόκληρη τη βαλκανική χερσόνησο επιχειρούν να επεκταθούν προς την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη. Το Τάγμα αποφασίζει να συνδράμει τους Πολωνούς και τους Ούγγρους που βρίσκονται πια στην πρώτη γραμμή της σύγκρουσης με τους Οθωμανούς. Έτσι, το 1497 ο μέγας μάγιστρος Ιωάννης του Τίφεν ανταποκρίνεται στο κάλεσμα του επικυρίαρχού του Πολωνού μονάρχη και προστρέχει να τον βοηθήσει με 4.000 άνδρες στον πόλεμο κατά των Τούρκων. Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας και ενώ η στρατιά προχωρούσε κατά μήκος του Δνείστερου θα προσβληθεί από δυσεντερία και θα πεθάνει λίγες εβδομάδες αργότερα.

2. Σε αναζήτηση προστάτη: Το 1498, η συνέλευση του Τάγματος λαμβάνει μια απόφαση που σηματοδοτεί ουσιώδη πολιτική μεταστροφή: για πρώτη φορά εκλέγει για μεγάλο μάγιστρο πρόσωπο εκτός του Τάγματος. Ο εκλεκτός της συνέλευσης είναι ο Φρειδερίκος της Σαξονίας. Θέτοντας επικεφαλής του ένα Γερμανό ηγεμόνα, το Τάγμα αποκτά έναν ήδη ισχυρό αρχηγό με έτοιμες συμμαχίες και εκ των πραγμάτων μεγαλύτερη διαπραγματευτική ισχύ. Πράγματι, η πρώτη κίνηση του Φρειδερίκου είναι να αρνηθεί να ορκισθεί υποτέλεια στον βασιλέα της Πολωνίας. Ο Φρειδερίκος θέλει να διακηρύξει ότι το Τάγμα είναι ανεξάρτητο και έτσι σκοπεύει να πορευτεί στο μέλλον. Η Πολωνία σε πρώτο χρόνο δεν αντιδρά. Δώδεκα χρόνια αργότερα, το Τάγμα ακολουθεί την ίδια οδό, επιλέγοντας ξανά ένα Γερμανό ηγεμόνα ως μεγάλο μάγιστρο: τον Αλβέρτο του Βρανδεβούργου από τον οίκο των Χοεντσόλλερν. Ούτε ο Αλβέρτος δέχεται να δώσει όρκο υποτέλειας στον Πολωνό μονάρχη, αυτή τη φορά, όμως, οι Πολωνοί αντιδρούν. Η διαμεσολάβηση του αυτοκράτορα Κάρολου Κουίντου αποτυγχάνει, ο Αλβέρτος αρνείται να υποχωρήσει. Πρωσία και Πολωνία ετοιμάζονται για πόλεμο. Μια από τις σημαντικότερες καθολικές μοναρχίες κι ένα καθολικό τάγμα πρόκειται ν’ αλληλοσπαραχθούν την ώρα που η Γερμανία διχάζεται από το κήρυγμα του Λούθηρου. Ο αυτοκράτορας επιβάλλει ανακωχή στους δύο αντιπάλους. Και τότε θα συμβεί το φαινομενικά απροσδόκητο που θα σφραγίσει την ιστορία των Τευτόνων και της Πρωσίας.

β. Η στροφή στον Προτεσταντισμό – 1. Στην Ανατολική Πρωσία: Ο Αλβέρτος αποφάσισε να τα παίξει όλα για όλα: ταξίδεψε στη Βιττεμβέργη και συνάντησε τον Λούθηρο! Επιστρέφοντας στο Κένιγκσμπεργκ δήλωσε την απόφασή του να διαρρήξει τις σχέσεις του με την Αγία Έδρα, ασπαζόμενος το λουθηρανικό κήρυγμα, και να ελευθερωθεί από τους θρησκευτικούς όρκους του. Ειλικρινής πίστη στη διδασκαλία του Λούθηρου ή υπολογισμένη πολιτική απόφαση; Πιθανότατα και τα δύο (ο Αλβέρτος αλληλογραφούσε με τον Λούθηρο από το 1523 τουλάχιστον). Στην πλειονότητά τους, πάντως, οι ιππότες του Τάγματος στην Πρωσία τον ακολούθησαν: το 1523, το Ordensstaat μεταλλασσόταν σε κοσμικό δουκάτο πιστό στη Μεταρρύθμιση (Demurger, όπ.π., σελ. 272) !  Έπειτα, ο Αλβέρτος στράφηκε στην Πολωνία ζητώντας διαπραγματεύσεις: τον Απρίλιο του 1525 υπογράφηκε στην Κρακοβία συνθήκη ειρήνης. Ο Πολωνός βασιλέας Σιγισμούνδος Α΄, αναγνώρισε το δουκάτο της Ανατολικής Πρωσίας. Ο Αλβέρτος ορκίσθηκε υποτέλεια στον θρόνο της Πολωνίας και έλαβε το δουκάτο του ως κληρονομικό φέουδο πλέον. Οι αδελφοί του Τάγματος στη Γερμανία και στη Λιβονία αντέδρασαν στην, κατ’ αυτούς, προδοσία του Αλβέρτου του Βρανδεβούργου, που δεν δίστασε να δηλώσει υποτέλεια στους Πολωνούς με όρους πολύ πιο επαχθείς από αυτούς της δεύτερης συνθήκης του Τορν. Το 1526 εξέλεξαν ως μεγάλο μάγιστρο τον Βάλτερ του Κρόνμπεργκ, έως τότε μάγιστρο της Γερμανίας, και διεκδίκησαν την επιστροφή του Κένιγκσμπεργκ και της υπόλοιπης Ανατολικής Πρωσίας, προσφεύγοντας στο Δικαστήριο της Αυτοκρατορίας (Reichskammergericht). Μολονότι αυτό τους δικαίωσε με την απόφαση που εξέδωσε το 1532, ο Αλβέρτος πρόλαβε να συνάψει συμμαχίες με τους υπόλοιπους προτεστάντες ηγεμόνες και δεν κινδύνεψε ουσιαστικά ποτέ να χάσει το δουκάτο του.

2. Στη Λιβονία: Ο μάγιστρος Πλέττενμπεργκ δεν ακολούθησε το παράδειγμα του Αλβέρτου και παρέμεινε πιστός στη Ρώμη. Καθώς, όμως, η Μεταρρύθμιση κέρδιζε όλο και περισσότερους πιστούς, ακόμη και μεταξύ των ίδιων των ιπποτών, αναγκάστηκε να εκδώσει διάταγμα ανοχής προς τους προτεστάντες. Παρά τις όλο και αυξανόμενες αντιξοότητες, το Τάγμα κατόρθωσε να επιβιώσει στη Λιβονία για άλλα 40 περίπου χρόνια. Το μέλλον, όμως, διαγραφόταν όλο και πιο αβέβαιο μεταξύ της ρωσικής σφύρας και του πολωνικού άκμονος, ιδίως μετά την άνοδο του Ιβάν Δ΄ του Τρομερού στον ρωσικό θρόνο.  Το 1551 ο Ρώσος μονάρχης επέβαλε φόρο υποτέλειας στους Τεύτονες, το 1558 κατέκτησε τη Νάρβα και το Ντόρπατ, το 1561 το Φέλλιν. Ενδιαμέσως, οι Τεύτονες είχαν υποστεί συντριπτική ήττα από τους Ρώσους στο Έργκεμε (2 Αυγούστου 1560). Ταυτόχρονα Δανοί και Σουηδοί αποσπούσαν τμήματα της Εσθονίας. Έτσι, ο μάγιστρος της Λιβονίας Γοττάρδος Κέττλερ αποφάσισε να εφαρμόσει κατά γράμμα τη στρατηγική του Αλβέρτου του Βρανδεβούργου: ασπάσθηκε τον προτεσταντισμό και, στις 28 Νοεμβρίου 1561, σύναψε συνθήκη ειρήνης με την Πολωνία στο Βίλνιους. Ο Κέττλερ παρέδωσε τη Λιβονία στους Πολωνούς, απαρνήθηκε το Τάγμα, δήλωσε υποτέλεια στον Πολωνό μονάρχη και σε αντάλλαγμα έλαβε ως κληρονομικό φέουδο το δουκάτο της Κουρλάνδης. Όπως σημειώνει ο Ντεμυρζέ (όπ.π., σελ. 273) «η καθολικότατη Πολωνία, ορκισμένη εχθρός του καθολικού τάγματος των Τευτόνων κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων αιώνων του Μεσαίωνα, είχε πλέον υποτελείς δύο προτεστάντες, κληρονόμους και ολετήρες ταυτόχρονα του Τάγματος στη Βαλτική!«

Β. Ζωή χωρίς κράτος – Το Τάγμα στην υπηρεσία της Γερμανικής αυτοκρατορίας

Η απώλεια του κράτους της Ανατολικής Πρωσίας και των κτήσεων της Λιβονίας δεν σήμαινε και το τέλος του Τάγματος των Τευτόνων, το οποίο επέλεξε τη πλέον φυσική λύση για τα συμφέροντά του. Επικέντρωσε το ενδιαφέρον του και συνέδεσε τη μοίρα του με τη Γερμανική Αυτοκρατορία, ιδίως δε με τoν οίκο των Αψβούργων, οι εκπρόσωποι του οποίου σχεδόν μονοπωλούν τον αυτοκρατορικό θώκο ήδη από τα τέλη του 13ου αιώνα.

Η εξέλιξη αυτή έχει προετοιμαστεί σταδιακά, κυρίως από τους μάγιστρους της Γερμανίας. Άλλωστε, από το 1494 ο αυτοκράτορας Μαξιμιλιανός Α΄ ανακηρύσει τον μάγιστρο της Γερμανίας Ανδρέα του Γκρούμπαχ «ηγεμόνα της Αυτοκρατορίας» με εκλεκτορικά δικαιώματα (Reichsfürst), δηλαδή ανώτατο ευγενή με δικαίωμα ψήφου στην αυτοκρατορική Δίαιτα. Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο Γκούγκενάιμ (όπ.π., σελ. 590), ο μεγάλος μάγιστρος θα λάβει τον ίδιο τίτλο μόλις το 1524. Λαμβανομένης υπόψη της μεταστροφής στον προτεσταντισμό του Αλβέρτου του Βρανδεβούργου την επόμενη χρονιά, το Τάγμα είχε στις τάξεις του δύο εκλέκτορες μόλις για ένα χρόνο, μια και μετά την ανάδειξη του Βάλτερ του Κρόνμπεργκ στο ύπατο αξίωμα ο μεγάλος μάγιστρος είναι ταυτόχρονα και μάγιστρος της Γερμανίας. Βεβαίως, το Τάγμα έπρεπε να επιλέξει και νέα έδρα: ο Κρόνμπεργκ προτίμησε το Μέργκεντχάιμ στη Βυρττεμβέργη, πιο κοντά στους κύριους συγκοινωνιακούς άξονες από τη μέχρι τότε έδρα του μαγίστρου της Γερμανίας, το Μπουργκ Χόρνεκ (στην ίδια περιοχή, αλλά λίγο δυτικότερα).

α. Η περίοδος των στοχαστικών προσαρμογών – Το Τάγμα απέναντι στον προτεσταντισμό: Το πρόβλημα για τους Τεύτονες είναι ότι η μεταφορά της έδρας στη Γερμανία συμπίπτει με μια περίοδο κρίσεων, αναβρασμού και ταραχών. Η θρησκευτική διαμάχη μεταξύ Καθολικής Εκκλησίας και Μεταρρύθμισης ανοίγει τον ασκό του Αιόλου δίνοντας την ευκαιρία δυναμικής διεκδίκησης κοινωνικών και πολιτικών αιτημάτων. Είναι η εποχή της εξέγερσης που έμεινε στην Ιστορία ως ο Πόλεμος των Χωρικών (Bauernkrieg). Η εξέγερση προκαλεί μεγάλες καταστροφές στις κτήσεις των Τευτόνων: μεταξύ άλλων, τον Μάΐο του 1525 λεηλατείται και πυρπολείται το κάστρο του Χόρνεκ. Τα αρχεία του μαγίστρου της Γερμανίας καταστρέφονται. Αν, όμως, οι ταραχές ήταν ένα παροδικό πρόβλημα, το ζήτημα της θρησκευτικής διαμάχης έθετε σε κίνδυνο την ίδια την ύπαρξη του καθολικού Τάγματος. Η Μεταρρύθμιση εξαπλωνόταν με ραγδαίους ρυθμούς στη Γερμανία: οι περισσότεροι από τους ιερείς του Τάγματος ασπάστηκαν γρήγορα τον προτεσταντισμό. Αν και η πλειονότητα των ιπποτών παρέμεινε πιστή στη Ρώμη, ωστόσο οι απώλειες ήταν σημαντικές, τόσο σε επίπεδο έμψυχου δυναμικού όσο και από οικονομική άποψη. Όταν σε μια περιφέρεια οι προτεστάντες ξεπερνούσαν τους καθολικούς, το Τάγμα κινδύνευε να τη χάσει. Έπρεπε, επομένως, να βρεθούν ευέλικτες λύσεις που θα επέτρεπαν τη συνύπαρξη διαφορετικών δογμάτων προς το συμφέρον του Τάγματος.

Στα μέσα του 16ου αιώνα, τρεις διοικητικές περιφέρειες των Τευτόνων είχαν περάσει στο στρατόπεδο της Μεταρρρύθμισης (Θουριγγία, Σαξονία, Ουτρέχτη). Η Έσση παρουσίαζε την απίστευτη ιδιατερότητα να είναι τρι-δογματική! Στο αξίωμα του βαΐλου της περιφέρειας εναλλάσσονταν καθολικοί, λουθηρανοί και καλβινιστές ιππότες (Gouguennheim, όπ.π., σελ. 592). Οι υπόλοιπες περιφέρειες και ο μεγάλος μάγιστρος παρέμεναν στις τάξεις του καθολικισμού. Η ανάγκη να αποτραπεί ο διχασμός ή έστω να μειωθούν οι απώλειες οδήγησε τη γενική συνέλευση των Τευτόνων να αποφασίσει στο Μέργκεντχάιμ το 1557 ότι οι αδελφοί ήταν ελεύθεροι να επιλέξουν δόγμα, δίνοντας όμως όρκο ότι θα σέβονταν την κυριότητα των περιουσιακών στοιχείων του Τάγματος. Το 1575, στην Ερφούρτη, το Τάγμα αποφάσιζε ότι μπορούσε να δέχεται στις τάξεις του προτεστάντες και ως νέους ιππότες. Καταστατικό και κανονισμοί αναθεωρήθηκαν προκειμένου να διασφαλισθεί η μεγαλύτερη δυνατή θρησκευτική ελευθερία των μελών. Ο συνεκτικός κρίκος δεν ήταν πια ο καθολικισμός, αλλά η ένωση των αδελφών του Τάγματος στην τήρηση των τριών όρκων (πενίας, αγνότητας και υπακοής).

Οι Τεύτονες και η Αγία Έδρα: Η ρεαλιστική στάση του Τάγματος στο ζήτημα του προτεσταντισμού το απομάκρυνε μοιραία από την Αγία Έδρα, η οποία έτσι κι αλλιώς δεν έδειχνε εδώ και καιρό το ίδιο ενδιαφέρον για τη διασφάλιση των προνομίων των Τευτόνων (Gouguennheim, όπ.π., σελ. 596). Το 1494, ο πάπας Ιννοκέντιος Η΄ δεν δίστασε να μεταβιβάσει, χωρίς τη συγκατάθεση του Τάγματος, στον διαβόητο καρδινάλιο (και μετέπειτα πάπα Αλέξανδρο Στ΄) Ροδρίγο Βοργία όλα τα περιουσιακά στοιχεία που είχαν οι Τεύτονες στη Σικελία. Ο Βοργίας, όταν έγινε πάπας, πούλησε την περιουσία αυτή στον αρχιεπίσκοπο της Σαραγόσας. Βεβαίως, το ίδιο το Τάγμα με την αδιαφορία που είχε επιδείξει για τις σικελικές κτήσεις του είχε εμμέσως βοηθήσει την όποια παπική αυθαιρεσία. Κάποτε στρατηγικής σημασίας, ως βάση ανεφοδιασμού των Αγίων Τόπων, η περιφέρεια της Σικελίας είχε από καιρό πέσει σε αφάνεια, όταν το Τάγμα είχε στρέψει το ενδιαφέρον του στη Βαλτική. Τώρα που το κράτος και οι κτήσεις της Βαλτικής χάνονταν και οι ιταλικές κτήσεις αποκτούσαν και πάλι οικονομικό και στρατηγικό ενδιαφέρον για τον αγώνα κατά των Τούρκων ήταν πολύ αργά! Όσες προσπάθειες κι αν έκαναν οι Τεύτονες για την ανάκτηση των περιουσιακών στοιχείων τους στη Νότια Ιταλία (μεσολάβηση των Αψβούργων ή διαφόρων καρδιναλίων) όλες έπεσαν στο κενό.

Χαρακτηριστικό της κατάστασης που επικρατούσε κατά τα τελευταία χρόνια της τευτονικής διοίκησης Σικελίας είναι και το ακόλουθο περιστατικό (Kristjan Toomaspoeg “Histoire des Chevaliers Teutoniques” εκδ. Flammarion, Παρίσι, 2001, σελ. 59): όταν το 1491 επισκέπτονται το διοικητήριο του Παλέρμου οι επιθεωρητές του Τάγματος διαπιστώνουν ότι η πραγματικότητα ξεπερνά τους χειρότερους φόβους τους. Ο Τεύτονας διοικητής στο Παλέρμο είναι ύποπτος για σειρά οικονομικών σκανδάλων, έχει πέντε τουλάχιστον ερωμένες κι αμέτρητα παιδιά, ενώ σπαταλά τα χρήματα του Τάγματος για να ικανοποιήσει το πάθος του για τα ακριβά ενδύματα και για τη χαρτοπαιξία. Ταυτόχρονα, όπως κι ένας ακόμη αδελφός του Τάγματος, κατηγορείται ότι διατηρεί ομοφυλοφυλικές σχέσεις με υπηρέτες. Ο ιερέας που υπηρετεί στην περιφερειακή διοίκηση Σικελίας συζεί με μια γυναίκα. Δύο άλλοι αδελφοί είναι κλεισμένοι στη φυλακή για κλοπή. Κι ο μοναδικός «καλός» Τεύτονας ιππότης της υπηρεσίας δεν μπορεί να αντιδράσει σ’ αυτό το κλίμα σήψης και διαφθοράς, για τον απλό λόγο ότι τον έχει ρημάξει το πιοτό!

Το Τάγμα στάθηκε πιο τυχερό όσον αφορά τα περιουσιακά στοιχεία του στα παπικά κράτη. Επέδειξε άλλωστε πολύ μεγαλύτερο κι έγκαιρο ενδιαφέρον γι’ αυτά, μια και ήταν απαραίτητα (από οικονομική άποψη) προκειμένου να συνεχίσει να έχει διπλωματική εκπροσώπηση στην παπική αυλή. Η μόνιμη αντιπροσωπεία των Τευτόνων στην Αγία Έδρα καθιστά δυνατή την καλύτερη υποστήριξη και διεκδίκηση των αιτημάτων του Τάγματος: διατήρηση των προνομίων που αποκτήθηκαν κατά τον Μεσαίωνα, τυπική και ουσιαστική ισότητα με το άλλο στρατιωτικό θρησκευτικό τάγμα (τους Ιωαννίτες) κ.ο.κ.

β. Οι Τεύτονες και η Αυτοκρατορία: Καθ’ όλη τη διάρκεια του 16ου αιώνα οι σχέσεις του Τάγματος με τον οίκο των Αψβούργων γίνονται όλο και στενότερες. Οι Τεύτονες διευρύνουν τους ορίζοντες της πολιτικής δράσης τους, αλλά χάνουν μέρος της αυτονομίας τους (Gouguennheim, όπ.π., σελ. 593 επ.). Το 1590 εκλέγεται ως μεγάλος μάγιστρος ο αρχιδούξ Μαξιμιλιανός των Αψβούργων, ο οποίος τροποποιεί τους κανονισμούς του Τάγματος, επιβάλλοντας την υποχρέωση κάθε ιππότη να μετέχει σε πολεμικές επιχειρήσεις κατά των Τούρκων για τουλάχιστον τρία χρόνια. Μετά τον Μαξιμιλιανό, στο αξίωμα του μεγάλου μαγίστρου ανέρχονται πλέον μόνο μέλη της οικογένειας των Αψβούργων ή των πιστότερων σ’ αυτούς οικογενειών ευγενών (όπως οι Βίττελσμπαχ). Συνήθως, ο μεγάλος μάγιστρος είχε και πλήθος άλλων τίτλων και αξιωμάτων (κοσμικών και εκκκλησιαστικών): ο Λεοπόλδος Γουλιέλμος της Αυστρίας (μεγάλος μάγιστρος από το 1641 έως το 1662) ήταν ταυτόχρονα και αρχιδούξ της Αυστρίας, επίσκοπος-ηγεμόνας του Πασσάου και του Στρασβούργου, αρχιεπίσκοπος Βρέμης και Μαγδεβούργου, ηγούμενος της ιστορικής μονής του Μούρμπαχ, αυτοκρατορικός αρχιστράτηγος και πολλά ακόμη.

Η πολεμική δράση του Τάγματος: Η ουσιαστική νομιμοποίηση της ύπαρξης του Τάγματος δεν έπαψε να είναι ο αγώνας κατά των απίστων. Οι Τεύτονες συμμετέχουν με τις περισσότερες στρατιωτικές δυνάμεις τους στις προσπάθειες των Αψβούργων να συγκρατήσουν την επεκτατική ορμή των Οθωμανών. Αργότερα θα συσταθεί ένα ειδικό σύνταγμα για τα μέλη του Τάγματος, το οποίο θα ονομασθεί Hoch- und Deutschmeister Regiment. Το σύνταγμα αυτό θα πολεμήσει μεταξύ άλλων για την υπεράσπιση της Ουγγαρίας από την τουρκική εισβολή (1696-98) και στην Ολλανδία εναντίον των δυνάμεων του Λουδοβίκου ΙΔ΄.

Το 1809, ο Ναπολέων διαλύει το Τάγμα των Τευτόνων σε όλα τα εδάφη της λεγόμενης «Συνομοσπονδίας του Ρήνου» και διανέμει την περιουσία τους στους διάφορους Γερμανούς ηγεμόνες. Το Τάγμα επιβιώνει μόνο στα εδάφη που εξακολουθούν να ελέγχουν οι Αψβούργοι. Μεταφέρει την έδρα του στη Βιέννη και, βάσει καταστατικού πλέον, επιλέγει τον εκάστοτε μεγάλο μάγιστρο αποκλειστικά μεταξύ των μελών της αυτοκρατορικής οικογένειας.  Το σύνταγμα των Τευτόνων θα παραμείνει στην υπηρεσία των Αψβούργων και της Αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας μέχρι την κατάλυση της μοναρχίας το 1918. Την επόμενη χρονιά, ο νόμος περί καταργήσεως των τίτλων ευγενείας [Gesetz vom 3. April 1919 über die Aufhebung des Adels, der weltlichen Ritter- und Damenorden und gewisser Titel und Würden (Adelsaufhebungsgesetz)] θα δώσει τυπικό τέλος στην ύπαρξη του Τάγματος. Ωστόσο, θα συνεχίσει να υφίσταται σύνταγμα πεζικού με το όνομα Hoch- und Deutschmeister Regiment. Μάλιστα, οι συνωμότες που ανέτρεψαν και δολοφόνησαν τον καγκελάριο Ντόλλφους φορούσαν τη στολή του συντάγματος αυτού! Μετά την προσάρτηση της Αυστρίας από τη ναζιστική Γερμανία (Anschluß), το σύνταγμα μοιράστηκε σε δύο που ανήκαν στην 44η Μεραρχία Πεζικού της Βέρμαχτ και πολέμησε κυρίως στο ρωσικό μέτωπο. Το ουσιαστικό τέλος του γράφτηκε στο Σταλινγκράντ.

Το ίδιο το Τάγμα των Τευτόνων, μετονομασμένο από το 1929 σε «Γερμανικό Τάγμα», αποκτά τη μορφή αμιγώς εκκλησιαστικής οργάνωσης. Για πρώτη φορά οι μεγάλοι μάγιστροι είναι ιερωμένοι. Μετά το Άνσλους, το ναζιστικό καθεστώς απαγορεύει το Τάγμα και φυλακίζει ή εκτοπίζει τους αξιωματούχους του. Παρ’ όλα αυτά, το πάλαι ποτέ Τάγμα των Τευτόνων Ιπποτών θα ανασυσταθεί μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Με έδρα πάντα τη Βιέννη συνεχίζει να υπάρχει ακόμη και σήμερα με αποστολή αποκλειστικά φιλανθρωπική (Gouguennheim, όπ.π., σελ. 598/ Toomaspoeg, όπ.π., σελ. 161-162).

Κάπως έτσι το Τάγμα των Τευτόνων Ιπποτών κατόρθωσε να διαβεί τους αιώνες για να φτάσει μέχρι τις μέρες μας. Λιγότερο εντυπωσιακή απ’ ότι στα χρόνια του Μεσαίωνα, η δράση του δεν υπήρξε αμελητέα. Σίγουρα, όμως, δεν έχει καμία σχέση με τον μύθο ή μάλλον τους μύθους του Τάγματος, όπως καλλιεργήθηκαν από δυνάμεις εξουσίας κι ιστορικούς.

ΙΙ. Υστεροφημία: η εικόνα και ο μύθος του Τάγματος μέσα από την ιστοριογραφία

Ποια ακριβώς ανάμνηση άφησε το Τάγμα στις περιοχές δράσης του; Ποια εικόνα του προτίμησαν να δώσουν οι εκάστοτε πολιτικές εξουσίες και η επίσημη ιστοριογραφία; Το εντυπωσιακό είναι ότι σχεδόν πάντα έχουμε να κάνουμε περισσότερο με ένα μύθο που μεταλλάσσεται αναλόγως των εποχών και των συγκυριών, παρά με μια ιστορικά πιστή εικόνα. Η στρατευμένη ιστοριογραφία και η προπαγάνδα κάνουν θαύματα! Ακολουθώντας την εμπεριστατωμένη ανάλυση στην οποία προβαίνει ο Γκούγκενάιμ στη μονογραφία του (όπ.π., σελ. 598-620), διαπιστώνουμε ότι ύστερα από μια εποχή απόρριψης της τευτονικής κληρονομιάς (Α), η ιστορία του Τάγματος χρησιμοποιήθηκε κατά το δοκούν από τον γερμανικό και τον πολωνικό εθνικισμό (Β).

Α. Η απόρριψη

Στην Πρωσία του 17ου αιώνα οι ιστοριογράφοι έρχονταν αντιμέτωποι με αγεφύρωτες αντιφάσεις: η οικειοποίηση της ένδοξης κληρονομιάς των Τευτόνων ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με την ανάγκη να αποκρουσθούν οι εδαφικές διεκδικήσεις του Τάγματος και με το κοινό αίσθημα που θεωρούσε τους Τεύτονες κατακτητές και καταπιεστές από τους οποίους αποκτήθηκε η ελευθερία χάρη στην εξέγερση του 1454. Για κάποιους η λύση συνίστατο σε μια εντελώς  αυθαίρετη διάκριση μεταξύ ενός Τάγματος που αναλαμβάνει τον ρόλο του εκπολιτιστή των ειδωλολατρών και του προστάτη των χριστιανών κατά τον 13ο-14ο αιώνα και ενός δεσποτικού κυρίαρχου του 15ου αιώνα. Άλλοι, πάλι, απέρριπταν συνολικά τους Τεύτονες ως βίαιους και άπληστους εισβολείς.

Η εχθρότητα προς το Τάγμα ήταν εντονότερη στην πολωνοκρατούμενη Δυτική και Κεντρική Πρωσία, παρά στο δουκάτο των Χοεντσόλλερν. Στο Κένιγκσμπεργκ κυβέρνησαν οι απόγονοι του Αλβέρτου μέχρι το 1618, όταν, μέσω γάμου, το δουκάτο πέρασε στα χέρια του μείζονος κλάδου των Χοεντσόλλερν, αυτού των εκλεκτόρων του Βρανδεβούργου. Από εδαφική άποψη το κράτος της Πρωσίας όπως το γνωρίζουμε στη νεότερη Ιστορία είχε ήδη συσταθεί. Το 1701, ο Φρειδερίκος της Πρωσίας απέκτησε τον τίτλο του βασιλέα, χάρη στην υποστήριξη που παρείχε στον αυτοκράτορα Λεοπόλδο Α΄ κατά τον Πόλεμο της Ισπανικής Διαδοχής. Η εξέλιξη αυτή θα επηρεάσει ριζικά τις κρατούσες αντιλήψεις σχετικά με το Τάγμα των Τευτόνων. Η εικόνα του Τάγματος επρόκειτο να σπιλωθεί από μια ιστοριογραφία (α) προτεσταντική, που απέρριπτε χωρίς συζήτηση ένα καθολικό τάγμα το οποίο υπηρετούσε τα παπικά συμφέροντα, (β) επηρεασμένη από τις ιδέες του Διαφωτισμού, εξ ορισμού εχθρικές προς οτιδήποτε μεσαιωνικό, συνδεδεμένο με την Εκκλησία και βεβαρυμένο με μια απροκάλυπτα επεκτατική πολιτική, και (γ) υποχρεωμένη να αγωνιστεί για τη νομιμοποίηση της μοναρχίας των Χοεντσόλλερν. Προτιμήθηκε έτσι να προβληθεί μια εντελώς αντίθετη προς την ιστορική πραγματικότητα ιδέα αδιάρρηκτης συνέχειας του πρωσικού έθνους: οι μεν υπήκοοι των Χοεντσόλλερν παρουσιάζονταν συλλήβδην ως απόγονοι των ιθαγενών Πρώσων, οι δε βασιλείς της Πρωσίας ως απόγονοι ενός μυθικού Πρώσου μονάρχη, ονόματι Βάιντεβουτ! Οι Τεύτονες βρέθηκαν εντελώς αποκλεισμένοι από τον ιδρυτικό μύθο της νεότερης Πρωσίας: κατακτητές χωρίς δικαιώματα (η δωρεά του Φρειδερίκου Β΄ των Χοχενστάουφεν ήταν άκυρη, μια κι ο αυτοκράτορας δεν μπορούσε να δανείσει κάτι που δεν του ανήκε), βίαιοι, ένοχοι σχεδόν γενοκτονίας (οι Πρώσοι συγγραφείς του 18ου αιώνα τους παρομοίαζαν με τους Ισπανούς κονκισταδόρες).

Β. Ο μύθος του Τάγματος στην υπηρεσία των εθνικισμών

α. Η εικόνα των Τευτόνων σύμφωνα με τον γερμανικό εθνικισμό: Τα πράγματα αλλάζουν σταδιακά, καθώς αρχίζουν να επικρατούν εθνικιστικές ιδέες. Ο παγγερμανισμός, οι φιλοδοξίες των Χοεντσόλλερν να διεκδικήσουν ηγεμονικό ρόλο στον ευρύτερο γερμανικό χώρο, η ανάγκη να αποκρουσθούν οι όποιες πολωνικές διεκδικήσεις, οδηγούν σε αποκατάσταση της εικόνας του Τάγματος (Gouguennheim, όπ.π., σελ. 601 επ.). Ο πρωσικός, καταρχήν, εθνικισμός είχε κάθε λόγο να οικειοποιηθεί την ιστορική κληρονομιά των Τευτόνων, ένδοξων υπερασπιστών της Πρωσίας έναντι των Πολωνών. Η κίνηση βοηθούσε στην προώθηση αλυτρωτικών διεκδικήσεων σε βάρος του εξασθενημένου βασιλείου της Πολωνίας, ιδίως όσον αφορά τη Δυτική Πρωσία όπου οι εθνοτικές/ θρησκευτικές ταραχές μεταξύ προτεσταντών Γερμανών και καθολικών Πολωνών ήταν αρκετά συχνές. Η εκμετάλλευση του τευτονικού μύθου έγινε ακόμη εντονότερη με την εμφάνιση ενός γερμανικού πλέον εθνικισμού: τρία στοιχεία χαρακτήριζαν αυτή τη νέα γερμανική ερμηνεία της Ιστορίας: «βίαιη εχθρότητα έναντι της Πολωνίας, εκγερμανισμός της κληρονομιάς του Τάγματος [η οποία τίθεται στην υπηρεσία των φιλοδοξιών του γερμανικού έθνους κι όχι μόνον της Πρωσίας] και, τέλος, η ανάδειξη του Τάγματος σε πρότυπο, ιδρυτικό μύθο και παράδειγμα για το μέλλον» (Gouguennheim, όπ.π., σελ. 603). Οι ιδέες αυτές θα χρησιμοποιηθούν ακόμη και ως ιστορικοφανής δικαιολόγηση των διαμελισμών της Πολωνίας (1772, 1793, 1795), χάρη στους οποίους το βασίλειο της Πρωσίας δεν θα ικανοποιήσει απλώς όλες τις εδαφικές διεκδικήσεις του όσον αφορά περιοχές που κάποτε ανήκαν στο Ordensstaat των Τευτόνων, αλλά θα αποκτήσει και εδάφη κατοικούμενα αποκλειστικά από πολωνικούς πληθυσμούς. Ο βασιλιάς της Πρωσίας Φρειδερίκος-Γουλιέλμος Δ΄ (1840-1862) επιχειρεί να επισκευάσει το κάστρο του Μαρίενμπουργκ, ενώ επισκέπτεται το πεδίο της μάχης του Τάννενμπεργκ αποτίοντας φόρο τιμής στους Τεύτονες. Προπαγάνδα και επίσημη ιστορία εκθειάζουν τους Τεύτονες ως «ανάχωμα» κατά των «βάρβαρων» Σλάβων και ως εκπολιτιστές των βαλτικών και σλαβικών λαών. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτής της τάσης, ο καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου και «επίσημος» ιστορικός της πρωσικής μοναρχίας Χάινριχ φον Τράιτσκε (1834-1896): πρόχειρη και όλως επιλεκτική χρήση των πηγών, απροκάλυπτος εθνικισμός και ωμός «δαρβινισμός» (που εμφανίζει την εξολόθρευση των ιθαγενών Προυθηνών σαν ιστορική αναγκαιότητα), διακρίνουν το έργο ενός ιστορικού που διαμόρφωσε σε μεγάλο βαθμό τις αντιλήψεις των Γερμανών του τέλους του 19ου αιώνα σχετικά με το Τάγμα.

Οι ιδέες αυτές που εμφανίζουν τους Τεύτονες Ιππότες ως αρχέτυπο του Γερμανού πολεμιστή κυριαρχούν όλο και περισσότερο μετά την ένωση της Γερμανίας και το Β΄ Ράιχ. Στα χρόνια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, μετά την ταπεινωτική συνθήκη των Βερσαλλιών, συνδυάζονται με αλυτρωτικές τάσεις και τη δίψα για εκδίκηση: το Τάγμα υμνείται ως «Νέα Σπάρτη» και «πρότυπο της ιδανικής Γερμανίας». Μαζί με άλλα σύμβολα όπως ο Αρμίνιος, η Αγία Γερμανική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, η Χάνζα, ο Φρειδερίκος Β΄ της Πρωσίας, το κράτος του Μαρίενμπουργκ παρουσιάστηκε ως «η μήτρα μιας νέας Γερμανίας, της οποίας το πεπρωμένο ήταν ν’ αναστηθεί μετά την ταπείνωση του 1919» (Gouguennheim, όπ.π., σελ. 608). «Ο μύθος που δημιουργήθηκε γύρω από το Ordensstaat κατέστη ένα από τα συστατικά στοιχεία ενός ευρύτερου συνόλου, του μεγάλου γερμανικού μεσιανικού μύθου της δεκαετίας του 1920 και του Γ΄ Ράιχ» (Jean F. Neurohr «Der Mythos vom Dritten Reich. Zur Geschichte des National-Sozialismus» εκδ. Cotta, Στουτγάρδη 1957).

Παραδόξως (;), το ίδιο το Γ΄ Ράιχ δεν έδωσε στον τευτονικό μύθο παρά μια εντελώς επιφανειακή θέση (Gouguennheim, όπ.π., σελ. 609). Στο «Mein Kampf», ο Χίτλερ περιορίσθηκε σε μερικές αόριστες αναφορές στα ιπποτικά τάγματα, χωρίς να κατονομάζει τους Τεύτονες. Δύο μόνο στελέχη του Εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος έδειξαν ενδιαφέρον για τον μύθο του Τάγματος. Ο εκ των θεωρητικών του κόμματος Άλφρεντ Ρόσενμπεργκ διακατεχόταν από αληθινό πάθος για την ιστορία των Τευτόνων (πιθανότατα λόγω της καταγωγής του, μια και προερχόταν από τη γερμανική μειονότητα της Εσθονίας), αλλά δεν είχε ποτέ ιδιαίτερη επιρροή στα πολιτικά πράγματα (ο ίδιος ο Χίτλερ χαρακτήριζε τις θεωρίες του Ρόζενμπεργκ ως ασυναρτησίες). Πολύ σημαντικότερος ήταν βέβαια ο ρόλος του Χάινριχ Χίμμλερ ο οποίος χρησιμοποίησε το Τάγμα ως πηγή έμπνευσης και πρότυπο για την εκπαίδευση και οργάνωση των Ες Ες, διοργανώνοντας μεσαιωνικοφανείς τελετές σε κάστρα.

β. Η δαιμονοποίηση των Τευτόνων σύμφωνα με τον πολωνικό εθνικισμό: Όπως είναι λογικό, η εντελώς αντίθετη εικόνα επικράτησε στις πολωνικές αντιλήψεις. Για τους Πολωνούς οι Τεύτονες ήταν ο μισητός προαιώνιος εχθρός, αυτός που με πανουργία, κυνισμό και βία απείλησε την ύπαρξη του έθνους, σύμβολο και προάγγελος των μετέπειτα κατακτητών και καταπιεστών της Πολωνίας. Ο μύθος του απόλυτου δαίμονα πρωτοεμφανίζεται στο έργο του Γιαν Ντλούγκος (1415-1480) και επιστρέφει με μεγαλύτερη ένταση στα κείμενα του Ματθαίου Πραιτώριου (1635-1707), βασιλικού ιστοριογράφου στα χρόνια της ακμής της πολωνικής μοναρχίας («Orbis gothicus«).  Μετά τους διαμελισμούς της Πολωνίας, ο «μαύρος» μύθος του Τάγματος συνδυάζεται με τον αλυτρωτισμό των κατακτημένων Πολωνών: οι Τεύτονες ενσαρκώνουν όλα τα εθνικιστικά στερεότυπα του εχθρού. Δεν είναι τυχαίο ότι δύο από τους μεγαλύτερους λογοτέχνες της Πολωνίας υιοθετούν άνευ όρων την αντίληψη αυτή, σε εποχές βεβαίως που ο πολωνικός εθνικισμός έχει χαρακτήρα απελευθερωτικού πατριωτισμού: πρόκειται για τον Άνταμ Μιτσκιέβιτς με το ποίημά του Κόνραντ Βάλλενροντ (1828) και τον Χένρυκ Σενκιέβιτς, ο οποίος συγγράφει μεταξύ 1897 και 1900 το επικό μυθιστόρημά του για τους Τεύτονες Ιππότες και τη μάχη του Τάννενμπεργκ. Αξίζει να σημειωθεί (Gouguennheim, όπ.π., σελ. 613) ότι στα πολωνικά υπάρχουν δύο λέξεις με τη σημασία «σταυροφόροι»: Krzyzovy και Krzyżacy. Η πρώτη χρησιμοποιείται συνήθως για τους πολεμιστές στους Αγίους Τόπους. Η δεύτερη έχει αρνητικό σημασιολογικό περιεχόμενο και χρησιμοποιείται αποκλειστικά για τους Τεύτονες Ιππότες. Αυτήν ακριβώς διάλεξε για τίτλο του μυθιστορήματός του ο Σενκιέβιτς.  Όσο για τους Πολωνούς ιστορικούς του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα, κι αυτοί ακολούθησαν τη γραμμή του εθνικισμού.

Ωστόσο, η σύγκρουση των αντιμαχόμενων εθνικισμών είχε κάποιες παράπλευρες θετικές συνέπειες. Στην προσπάθειά τους να αποδείξουν τις θέσεις που θα δικαίωναν την πλευρά που υποστήριζαν, Γερμανοί και Πολωνοί ιστορικοί αναλώθηκαν σ’ έναν αδυσώπητο αγώνα ελέγχου της γνησιότητας των εγγράφων στα οποία στήριζαν δικαιώματα, τίτλους ιδιοκτησίας και προνόμια οι Τεύτονες ή η πολωνική μοναρχία. Σπάνια υπήρξε τόσο κριτική εξέταση των πηγών για ένα θέμα της Ιστορίας του Μεσαίωνα. Έπειτα, ποτέ δεν έλειψαν οι φωνές που αγωνίστηκαν για μια πιο επιστημονική και, ως εκ τούτου, αντικειμενική θεώρηση της Ιστορίας (Gouguennheim, όπ.π., σελ. 613-617), όπως ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Κένιγκσμπεργκ Γιοχάννες Φόιγκτ (1786-1863) ή οι ιστορικοί του Μεσοπολέμου που δεν έκαναν εκπτώσεις στην αντικειμενικότητα του έργου τους προς όφελος των εθνικισμών.

Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η ιστορία των Τευτόνων υπέφερε και πάλι εξαιτίας των κυρίαρχων πολιτικών αντιλήψεων, κυρίως στη Γερμανία. Στη μεν ΛΔΓ, οι Τεύτονες καταδικάζονταν ως ιμπεριαλιστές, καταπιεστές λαών και… πρώιμοι καπιταλιστές, ενώ στην ΟΔΓ οι ενοχές για το ναζιστικό παρελθόν σε συνδυασμό με το ότι ο μύθος του Τάγματος συνδέθηκε με την εθνικοσοσιαλιστική προπαγάνδα είχε ως αποτέλεσμα την αδιαφορία για το θέμα κι επομένως τη μείωση του σχετικού ερευνητικού έργου. Τις τελευταίες δύο τουλάχιστον δεκαετίες η κατάσταση έχει αλλάξει και στη Γερμανία και στην Πολωνία προς την κατεύθυνση της αντικειμενικής παρουσίασης της Ιστορίας, πλην όμως η διάδοση του επιστημονικού έργου δεν φαίνεται να ξεπερνά τα όρια των κύκλων των ειδικών και ένα περιορισμένο κοινό που ενδιαφέρεται για το θέμα. Η μεγαλύτερη αποτυχία των ιστορικών έγκειται στο ότι δεν έχουν ακόμη πετύχει να διαλύσουν τα στερεότυπα με τα οποία συνδέει το Τάγμα η κοινή γνώμη (Gouguennheim, όπ.π., σελ. 620). Γιατί τελικά, η εικόνα που έχει για τους Τεύτονες ο σύγχρονος άνθρωπος δεν είναι άλλη από αυτήν της κατά Ειζενστέιν  δαιμονοποίησης…

Θύματα των μύθων και των στερεοτύπων που καλλιέργησαν οι διάφοροι εθνικισμοί και οι ψευδοϊστορικές υπεραπλουστεύσεις, οι Τεύτονες Ιππότες υπήρξαν πρωταγωνιστές μιας από τις πιο συναρπαστικές περιπέτειας της μεσαιωνικής και όχι μόνον Ιστορίας. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να πιστέψουμε ότι τους οδήγησε κάποιο μυστηριώδες πεπρωμένο ή η αίσθηση μιας γερμανικής εθνικής ταυτότητας, ανύπαρκτης εξάλλου κατά τον Μεσαίωνα. Οι Τεύτονες ξεκίνησαν την πορεία τους σαν ένα στρατιωτικό θρησκευτικό τάγμα όπως όλα τ’ άλλα, ταγμένα στην υπεράσπιση των χριστιανικών εδαφών της Ανατολής. Οι συγκυρίες ήταν αυτές που τους έκαναν να στρέψουν βαθμιαία το ενδιαφέρον τους στις ακτές της Βαλτικής. Στην πρόκληση αυτή ανταποκρίθηκαν με απόλυτη επιτυχία. Βεβαίως, ως πολεμιστές και κατακτητές δεν υπήρξαν άγγελοι. Ούτε και δαίμονες, όμως, ή τουλάχιστον όχι πολύ περισσότερο απ’ ό,τι οι αντίπαλοί τους. Το πιο θαυμαστό επίτευγμά τους υπήρξε αναμφίβολα η ίδρυση και η οργάνωση του Ordensstaat της Πρωσίας, του πρώτου και σημαντικότερου κρατικού μορφώματος στο οποίο η εξουσία ταυτίστηκε μ’ ένα θρησκευτικό τάγμα. Το αξιοσημείωτο ήταν ότι παρά την ιδιομορφία του (τη μοναδικότητά του θα λέγαμε καλύτερα) το Ordensstaat πληρούσε απολύτως τις απαιτήσεις της εποχής του και μπορούσε να εμφανιστεί ως ιδανική πραγμάτωση των αντιλήψεων της χριστιανικής Ευρώπης του Μεσαίωνα. Η απώλεια της νομιμοποίησης που του παρείχε το σταυροφορικό έργο του και η τάση προς τη διαμόρφωση εθνικών κρατών επέσπευσαν το τέλος του. Κι άφησαν το πεδίο ελεύθερο για να αναπτυχθεί ο μύθος του Τάγματος.

Ιερουσαλήμ-Μαρίενμπουργκ – μέρος ΙI (1250-1400)

16 Οκτωβρίου, 2010

Αφήσαμε τους Τεύτονες Ιππότες στα μέσα του 13ου αι., ενώ μάχονται σε δύο εντελώς διαφορετικά μέτωπα. Στη Μέση Ανατολή συμμετέχουν στην υπεράσπιση των φραγκικών κρατών, μαζί με τα άλλα στρατιωτικά θρησκευτικά τάγματα. Στη Βαλτική ακολουθούν μια επεκτατική πολιτική σε βάρος των ιθαγενών πληθυσμών και οργανώνουν μεθοδικά το κράτος τους στην Πρωσία και τις κτήσεις τους στη Λιβονία. Η περιπέτεια στην Ανατολική Μεσόγειο θα φτάσει σχετικά γρήγορα στο τέλος της, αναγκάζοντας το Τάγμα να επανακαθορίσει την αποστολή και τους σκοπούς της δράσης του. Τα ίδια τα γεγονότα θα οδηγήσουν τους Τεύτονες να αφοσιωθούν αποκλειστικά στο έργο τους στις εσχατιές της Βορειοανατολικής Ευρώπης, της οποίας την Ιστορία πρόκειται να σημαδέψουν ανεξίτηλα.

Ι. Από το Μονφόρ στο Μαρίενμπουργκ

Α. Οι Τεύτονες κατά τον τελευταίο μισό αιώνα ύπαρξης των χριστιανικών κρατών της Ανατολής

Χωρίς ποτέ να αποκτήσουν τη στρατιωτική και πολιτική επιρροή των «μεγαλύτερων αδελφών» τους, των Ναϊτών και των Ιωαννιτών, οι Τεύτονες συνδράμουν με ενεργό τρόπο στην άμυνα του Βασιλείου της Ιερουσαλήμ (που βέβαια έχει πλέον ως πρωτεύουσα τον Άγιο Ιωάννη της Άκρας), της Κομητείας της Τριπόλεως, του Πριγκιπάτου της Αντιόχειας και του αρμενικού βασιλείου της Κιλικίας. Η Κύπρος και οι φραγκικές κτήσεις στην Ελλάδα αποτελούν τις προκεχωρημένες βάσεις ανεφοδιασμού του Τάγματος. Οι πρωταγωνιστές των γεγονότων δεν το γνωρίζουν βέβαια, αλλά διανύουμε ήδη τις τελευταίες δεκαετίες ύπαρξης των χριστιανικών κρατών της Ανατολής. Οι συνθήκες έχουν επιδεινωθεί και η ισορροπία δυνάμεων έχει μεταβληθεί δραματικά σε βάρος των Φράγκων.

Αφενός, τα χριστιανικά κράτη και ιδίως το Βασίλειο της Ιερουσαλήμ σπαράσσονται από έριδες: η μάχη για την εξουσία είναι σκληρή και πρωταγωνιστούν σ’ αυτήν «εξωτερικοί» διεκδικητές (αρχικά οι Στάουφεν, μετέπειτα η Ανδεγαυική δυναστεία της Νεάπολης, οι Λουζινιάν της Κύπρου) και οι ντόπιοι υποστηρικτές τους, τα στρατιωτικά θρησκευτικά τάγματα, ισχυροί τοπικοί φεουδάρχες που επιθυμούν μια πιο ανεξάρτητη πολιτική και οι ιταλικές «ναυτικές δημοκρατίες» που έχουν κτήσεις και εμπορικά συμφέροντα στην περιοχή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της κατάστασης αποτελεί ο λεγόμενος Πόλεμος του Αγίου Σάββα (1256-1270): με αφορμή την κυριότητα ενός οικοπέδου (όπου και το ομώνυμο μοναστήρι), το οποίο βρίσκεται στα όρια των αντίστοιχων συνοικιών τους στην Άκρα, Βενετία και Γένοβα ξεκινούν μια σφοδρότατη σύγκρουση που θα χωρίσει σε δύο στρατόπεδα τις δυνάμεις της φραγκικής Ανατολής, με ολέθριες συνέπειες. Οι Τεύτονες θα πάρουν φυσικά το μέρος των Ενετών με τους οποίους διατηρούν στενές πολιτικές και εμπορικές σχέσεις: για τη μεταφορά στρατιωτικών δυνάμεων, εφοδίων και εμπορευμάτων ναυλώνουν κυρίως καράβια της Γαληνοτάτης.  

Αφετέρου, στο Σουλτανάτο του Καΐρου, το 1250, ένα πραξικόπημα ανατρέπει τους Αγιουβίδες, τη δυναστεία που ίδρυσε ο Σαλαδίνος, και φέρνει στην εξουσία τους Μαμελούκους, αξιωματικούς με καταγωγή (συνήθως τουρκική) από τις περιοχές της Μαύρης Θάλασσας, του Καυκάσου και του Τουρκεστάν, οι οποίοι αγοράσθηκαν κατά την παιδική τους ηλικία σαν σκλάβοι για να εκπαιδευθούν και να υπηρετήσουν στον στρατό του σουλτανάτου. Οι Μαμελούκοι εγκαταλείπουν την πολιτική σχετικής ανοχής που ακολουθούσαν οι Αγιουβίδες και θέτουν σε εφαρμογή ένα σχέδιο κατάκτησης του συνόλου των χριστιανικών εδαφών σε Συρία και Παλαιστίνη. Ο σουλτάνος Μπαϋμπάρς κατακτά ολόκληρο το Πριγκιπάτο της Αντιόχειας και πολλά από τα εδάφη του Βασιλείου της Ιερουσαλήμ. Το 1271 πολιορκεί (για δεύτερη φορά) και τελικά καταλαμβάνει το κάστρο του Μονφόρ, την έδρα του Τάγματος. Οι επιζώντες καταφεύγουν στην Άκρα που γίνεται η νέα έδρα των Τευτόνων. Ο οριστικός αφανισμός των φραγκικών κρατών είναι θέμα χρόνου: το 1289, ο διάδοχος του Μπαϋμπάρς, ο Καλαβούν, κατακτά την Τρίπολη. Ο γιος του τελευταίου, ο Αλ Ασράφ, θα πολιορκήσει την πρωτεύουσα των Χριστιανών, την Άκρα, την άνοιξη του 1291. Οι πολιορκημένου θα αμυνθούν ηρωϊκά, αλλά ο αγώνας τους είναι μάταιος. Στην πολιορκία θα μετέχει το σύνολο σχεδόν των δυνάμεων των Τευτόνων στην Παλαιστίνη, καθώς και ενισχύσεις από τη Σικελία, τις οποίες έστειλε ο μέγας μάγιστρος Κορράδος του Φώυχτβάνγκεν. Στις 28 Μαΐου 1291 σβήνει κι η τελευταία εστία αντίστασης, το οχυρό των Ναϊτών. Το τέλος των χριστιανικών κρατών έχει πλέον γραφτεί.

Β. Από τη Μεσόγειο στην Πρωσία:

Η πτώση της Άκρας και η οριστική απώλεια των φραγκικών κτήσεων στους Άγιους Τόπους υπήρξε τραυματική εμπειρία για το Τάγμα των Τευτόνων, όπως και για τα άλλα δύο στρατιωτικά θρησκευτικά τάγματα. Πρέπει να αναζητηθεί νέα έδρα και να καθοριστεί εκ νέου ο σκοπός του Τάγματος, σε μια εποχή που έχει ατονήσει το ενδιαφέρον για τους Άγιους Τόπους και τα πολιτικά και θρησκευτικά κέντρα εξουσίας στη Δύση αντιμετωπίζουν την ιδέα των σταυροφοριών, γενικά, και τα τάγματα, ειδικότερα, με σκεπτικισμό. Το χρονικό σημείο είναι απολύτως καθοριστικής σημασίας: τα μετέπειτα γεγονότα αποδεικνύουν ότι η επιλογή έδρας και σκοπού έκρινε κυριολεκτικά την επιβίωση των τριών ταγμάτων. Πιο συντηρητικοί, πιο πιστοί (ή προσκολλημένοι) στην ιδέα της ανάκτησης των Αγίων Τόπων, οι Ναΐτες έπεσαν τελικά στα δίχτυα του Φίλιππου του Ωραίου της Γαλλίας και σχεδόν μετά από μια εικοσαετία διαλύθηκαν με τρόπο δραματικό. Πιο προνοητικοί (και πιο τυχεροί), οι Ιωαννίτες μεταφέρθηκαν στα Δωδεκάνησα όπου οργάνωσαν το κράτος τους και συνέχισαν να πολεμούν τους μουσουλμάνους με νέα μέσα και σε νέα μέτωπα. Όσο για τους Τεύτονες…

α. Άκρα-Βενετία: Αντί να επιλέξουν την προσωρινή λύση που προτίμησαν οι άλλοι δύο και να μετεγκασταθούν στην Κύπρο των Λουζινιάν, οι Τεύτονες Ιππότες επέλεξαν να μεταφέρουν την έδρα του τάγματος στη Βενετία. Καταρχάς, η λύση εξηγείται τόσο από την επιθυμία να αποφύγουν τους περιορισμούς που επέβαλαν οι Λουζινιάν στα τάγματα που εγκαταστάθηκαν στο νησί τους όσο και από τις παραδοσιακά εξαίρετες σχέσεις των Τευτόνων με τη Γαληνοτάτη. Επιπλέον, η Βενετία βρισκόταν σχετικά μακριά από την παπική εξουσία, ενώ πλεονεκτούσε έναντι μιας άλλης πιθανής λύσης, της Σικελίας, που την εποχή εκείνη σπαράσσεται από τη σύγκρουση Αραγονέζων και Ανδεγαυών. Κυρίως, όμως, η επιλογή της Βενετίας αποτελεί αποτέλεσμα προσωρινού συμβιβασμού μεταξύ των δύο αντίπαλων τάσεων που έχουν διαμορφωθεί στο εσωτερικό του Τάγματος: η πρώτη τάση προκρίνει τη συνέχιση του αγώνα για την ανάκτηση των εδαφών στην Παλαιστίνη και στη Συρία, ενώ η δεύτερη υποστηρίζει ότι οι Τεύτονες πρέπει να στρέψουν την προσοχή τους αποκλειστικά στη Βαλτική και στο υπό σύσταση κράτος τους. Ταυτόχρονα συγκρούονται και δύο αντικρουόμενες αντιλήψεις σχετικά με την οργάνωση και τη διοίκηση του Τάγματος: ορισμένοι πιστεύουν ότι το Τάγμα πρέπει να διοικείται συλλογικά, άλλοι υποστηρίζουν τη σχεδόν απόλυτη εξουσία του μεγάλου μαγίστρου. Η συνύπαρξη των παρατάξεων δεν είναι ακριβώς ειρηνική: το 1303 οι υποστηρικτές της πρωσικής λύσης θα εξαναγκάσουν σε παραίτηση τον διάδοχο του Κορράδου του Φώυχτβάνγκεν, τον μεγάλο μάγιστρο Γοδεφρείδο του Χοενλόε.

β. Βενετία-Μαρίενμπουργκ: Το Τάγμα θα εκλέξει στη θέση του τελευταίου τον Ζίγκφριντ του Φώυχτβάνγκεν (συγγενή του προναφερθέντος μαγίστρου): πρόκειται για τον μεγάλο μάγιστρο που, το 1309, θα αποφασίσει τη μεταφορά της έδρας του τάγματος στην Πρωσία και συγκεκριμένα στο Μαρίενμπουργκ (σημερινό Μάλμπορκ στην Πολωνία), την πόλη που το 1280 ίδρυσαν οι Τεύτονες στις όχθες του Νόγκατ, ενός παραπόταμου του Βιστούλα. Είναι σαφές ότι ο καταγόμενος από τη Φραγκονία μεγάλος μάγιστρος ανήκε στο «πρωσικό κόμμα», ακολουθώντας την πολιτική γραμμή που εξέφραζε κι ο συγγενής προκάτοχός του Κορράδος. Η μετεγκατάσταση στην Πρωσία εξηγείται από πολλούς λόγους: η Πρωσία παρέχει ασφάλεια και ελευθερία κινήσεων στο Τάγμα, μια και είναι μακριά και από τον πάπα και από τον αυτοκράτορα. Ανήκει στο Τάγμα, άρα του παρέχει πολιτική και οικονομική ανεξαρτησία. Επιπλέον, προσφέρει στον εκάστοτε μεγάλο μάγιστρο τους αναγκαίους οικονομικούς πόρους σε προσωπικό επίπεδο (μετά την πτώση του Μονφόρ το 1271 ο μεγάλος μάγιστρος δεν είχε ουσιαστικά καμία προσωπική ιδοκτησία). Η επιλογή του Μαρίενμπουργκ ειδικά δικαιολογείται από τη στρατηγική του θέση, στο σημείο που συναντιέται ο άξονας Βιστούλα-Νόγκατ-Βαλτικής με τη χερσαία οδό Ντάντσιχ-Έλμπινγκ-Κένιγκσμπεργκ.

Η μεταφορά της έδρας, παρότι οι εξελίξεις την καθιστούν επιβεβλημένη υπόθεση, δεν θα αποδειχθεί και τόσο απλή υπόθεση. Ο επόμενος μεγάλος μάγιστρος, ο Κάρολος της Τρίερ θα διοικήσει το Τάγμα από τη γενέτειρά του! Ο Κάρολος είχε πραγματοποιήσει το μεγαλύτερο μέρος της σταδιοδρομίας του στη Γαλλία, πριν υπηρετήσει στη Βενετία ως μέγας διοικητής του Τάγματος. Φαίνεται ότι τον εξέλεξαν οι εχθροί του «πρωσικού κόμματος», πιθανώς με την ελπίδα να ματαιωθεί η μεταφορά της έδρας στην Πρωσία. Εντούτοις, ο Κάρολος του Τρίερ, επιδέξιος διπλωμάτης και πολιτικός, θα προτιμήσει να συνεργαστεί με επιφανή στελέχη της πρωσικής παράταξης, προσπαθώντας να κατευνάσει τις αντιπαλότητες. Θα κάνει όμως το λάθος να ευνοήσει τους αστούς των πόλεων της Πρωσίας σε οικονομικά ζητήματα, καταργώντας προνόμια του Τάγματος! Η πολιτική αυτή θα στρέψει την πλειονότητα των ιπποτών εναντίον του. Στο διάστημα 1312-1318 ο Κάρολος είναι κατ’ όνομα μόνο μέγας μάγιστρος και περνά τον χρόνο του μεταξύ Τρίερ και παπικής έδρας στην Αβινιόν. Επιτυγχάνοντας να προσεταιριστεί τον μάγιστρο της Γερμανίας και ορισμένους από τους ιππότες στην Πρωσία, αποκαθίσταται στο αξίωμά του κατά τη συνέλευση του Τάγματος στην Ερφούρτη (1318). Μέχρι τον θάνατό του (1324) δεν πρόκειται πάντως να εγκατασταθεί στο Μαρίενμπουργκ (βλ. Sylvain Gouguennheim “Les Chevaliers Teutoniques“, εκδ. Tallandier, Παρίσι, 2007, σελ. 327-328). Η εγκατάσταση στο Μαρίενμπουργκ θα υλοποιηθεί ουσιαστικά μόλις το 1323.

Η μεταφορά της έδρας του Τάγματος στην Πρωσία έχει ως συνέπεια την αναμόρφωση των δομών και της λειτουργίας του. Η Πρωσία είναι πλέον το έδαφος όπου κυριαρχικά δικαιώματα ασκεί ο μεγάλος μάγιστρος. Οι μάγιστροι της Γερμανίας και της Λιβονίας αποκτούν σχετική αυτονομία και ουσιαστική ελευθερία κινήσεων. Οι κτήσεις στη Μεσόγειο περιθωριοποιούνται. Από το 1367 περνούν στη δικαιοδοσία του μαγίστρου της Γερμανίας (Kristjan Toomaspoeg “Histoire des Chevaliers Teutoniques” εκδ. Flammarion, Παρίσι, 2001, σελ. 78 επ.). Το κέντρο βάρους της δράσης του Τάγματος έχει οριστικά και αμετάκλητα μετατοπιστεί στη Βαλτική. 

ΙΙ. Οι Τεύτονες στη Βαλτική από το 1250 έως το 1400

Στο προηγούμενο μέρος είδαμε τον τρόπο με τον οποίο οι Τεύτονες εγκαταστάθηκαν στην Πρωσία και στη Λιβονία. Έχοντας εξασφαλίσει ευθύς εξαρχής από τον πάπα και τον αυτοκράτορα κυριαρχικά δικαιώματα στην Πρωσία, οι Τεύτονες έχουν τη δυνατότητα να οργανώσουν το δικό τους κράτος. Στη Λιβονία, αντιθέτως, μολονότι ελέγχουν το μεγαλύτερο τμήμα της, οι κτήσεις τους είναι διάσπαρτες, ενώ το Τάγμα πρέπει να συνυπάρξει με μια σειρά από ανταγωνιστικά προς αυτό κέντρα εξουσίας (αρχιεπίσκοπος της Ρίγας, επίσκοποι του Ντόρπατ, της Κουρλάνδης και του Έζελ, και, ως το 1346, κτήσεις του δανικού στέμματος στην Εσθονία). Αφού εξετάσουμε πρώτα τη στρατιωτική δράση του Τάγματος σε ολόκληρο τον χώρο της Ανατολικής Βαλτικής (Α), θα εκθέσουμε συνοπτικά μερικά στοιχεία της οργάνωσης του κράτους των Τευτόνων στην Πρωσία (Β).   

Α. Η στρατιωτική δράση των Τευτόνων στη Βαλτική

Σκοπός των πολέμων στην Πρωσία, τη Λιβονία και τη Λιθουανία είναι η κατάκτηση εδαφών και ο προσηλυτισμός των ειδωλολατρών ιθαγενών.

α. Τα ιστορικά γεγονότα: Στα μέσα του 13ου αι. οι Τεύτονες φαίνεται ότι έχουν σταθεροποιήσει τις θέσεις τους σε Πρωσία και Λιβονία. Παράλληλα, οι σχέσεις τους με τη Λιθουανία μοιάζουν ειρηνικές. Το 1251 ο μεγάλος δούκας Μιντάουγκας ασπάζεται τον χριστιανισμό και παραχωρεί προνόμια στο Τάγμα. Αυτή η αίσθηση ασφάλειας αποδεικνύεται απατηλή. Η επέκταση των Τευτόνων στην Ανατολική Πρωσία προκαλεί υποψίες στον Μιντάουγκας ο οποίος αισθάνεται ότι το κράτος του απειλείται. Η σπίθα που θα προκαλέσει την έκρηξη δεν είναι άλλη από τις εξεγέρσεις των πληθυσμών στις περιοχές ανάμεσα στην Πρωσία και τη Λιθουανία (i), η οποία θα δώσει την ευκαιρία στους Λιθουανούς να αναδειχθούν ως οι κατεξοχήν αντίπαλοι των Τευτόνων (ii). Λίγο αργότερα, οι διαμάχες για την πρωτοκαθεδρία στο χριστιανικό στρατόπεδο θα διαρρήξουν τις σχέσεις του Τάγματος με την Πολωνία (iii).

i. Οι Τεύτονες ανάμεσα σε διασταυρούμενα πυρά: Το 1259 ξεσπά συντονισμένη εξέγερση των Σεμιγάλλιων και των Κούρων. Σχεδόν ταυτόχρονα επιτίθενται στους Τεύτονες οι Σαμογέτες που κατοικούν στο βορειοδυτικό τμήμα της Λιθουανίας. Οι Τεύτονες συγκεντρώνουν στρατεύματα τόσο στην Πρωσία όσο και στη Λιβονία και συναντούν τους Σαμογέτες στο Ντούρμπεν της σημερινής Λεττονίας. Στη μάχη που ακολουθεί (13 Ιουλίου 1260) υφίστανται πραγματική πανωλεθρία. Η μάχη κρίθηκε όταν λιποτάκτησαν τα βοηθητικά στρατεύματα των Τευτόνων, που αποτελούνταν από Πρώσους και Κούρους. Οι Τεύτονες έχασαν πάνω από 150 ιππότες, μεταξύ των οποίων ήταν ο μάγιστρος της Λιβονίας (Μπούρχαρντ του Χορνχάουζεν) και ο μαρισκάλδος του Τάγματος (Ερρίκος Μποτέλ). Η συντριβή αυτή παρακινεί τον Μιντάουγκας της Λιθουανίας να αποκηρύξει τον χριστιανισμό και να επιτεθεί κι αυτός στους Τεύτονες. Τον Ιανουάριο του 1261 αντιμετωπίζει τις ενωμένες δυνάμεις των Τευτόνων και των Πολωνών στο Ποκάρβιστ της Μαζοβίας και τις νικά κατά κράτος. Τέλος, οι δυσκολίες του Τάγματος επιδεινώνονται ακόμη περισσότερο όταν οι Πρώσοι βρίσκουν κι αυτοί την ευκαιρία και ξεκινούν μαζική εξέγερση που θα κρατήσει πάνω από είκοσι χρόνια. Καταπιεσμένοι, αγανακτισμένοι από την καταναγκαστική εργασία (π.χ. για την ανέγερση κάστρων και οχυρών) στην οποία τους υποχρεώνουν οι Τεύτονες, οι Πρώσοι εξεγείρονται συντονισμένα στις 21 Σεπτεμβρίου 1260. Μέχρι το 1263 η εξέγερση έχει εξαπλωθεί σε όλο το πρωσικό έδαφος. Οι Τεύτονες δεν ελέγχουν παρά μερικές πόλεις. Μεταξύ των ηγετών της πρωσικής εξέγερσης ξεχωρίζει η μορφή του Έρκους Μόντε. Όπως συμβαίνει συχνά σε τέτοιες περιπτώσεις, ο Μόντε ήταν άνθρωπος με άριστη γνώση του εχθρού: γνώριζε πολύ καλά τη γερμανική γλώσσα και τον γερμανικό τρόπο ζωής, μια και είχε σπουδάσει στο Μαγδεβούργο. Πραγματικός ηγέτης για τον λαό του, ο Μόντε υπήρξε αμείλικτος με τους Τεύτονες ιππότες και τους Γερμανούς αποίκους. Νικά τους εχθρούς του σε πολλές μάχες, αλλά το 1272 συλλαμβάνεται και απαγχονίζεται από τους Τεύτονες (Toomaspoeg, όπ.π., σελ. 106). Το 1272 είναι σημαδιακή χρονιά, καθώς οι ιππότες ανακτούν τον έλεγχο της κατάστασης. Η εξέγερση των Πρώσων θα συνεχιστεί, πάντως, μια και θα καταπνιγεί οριστικά μόλις το 1283. Όσο για την εξέγερση των Σεμιγάλλιων που είχε κατά τα φαινόμενα κατασταλεί, ξεσπά εκ νέου το 1280. Οι Τεύτονες θα αναγκαστούν να συντονίσουν τις κινήσεις τους με τον αρχιεπίσκοπο της Ρίγας, ενώ θα χρειαστούν μαζικές σφαγές για να υποταγούν οριστικά οι εξεγερμένοι. Η τελική νίκη επί του «εσωτερικού» εχθρού είχε υψηλό τίμημα. Πλέον απομένει ο «εξωτερικός» εχθρός που είναι, όμως, ακόμη πιο επίφοβος. 

ii. Λιθουανία, η μεγάλη αντίπαλος των Τευτόνων: η αχανής επικράτεια του λιθουανικού κράτους εισχωρεί σαν σφήνα ανάμεσα στην Πρωσία και τις κτήσεις των Τευτόνων στη Λιβονία, καθιστώντας αδύνατη τη μεταξύ τους επικοινωνία μέσω ξηράς. Οι Τεύτονες προσπαθούν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα με την ίδρυση, το 1252, του λιμανιού του Μέμελ (λιθ. Κλαϊπέντα) στο ανατολικό άκρο της Πρωσίας, αλλά η ναυσιπλοΐα δεν αποτελεί ικανοποιητική λύση σε μια περιοχή που η θάλασσα παραμένει παγωμένη για μερικούς μήνες τον χρόνο. Το πρόβλημα αυτό άλλωστε αποτελεί και τον βασικό λόγο για τον οποίο ο γερμανικός αποικισμός στη Λιβονία δεν μπόρεσε ποτέ να φτάσει σε αριθμούς αυτόν της Πρωσίας. Το λιθουανικό κράτος είναι ισχυρό: στηρίζεται σε μια πολυάριθμη και πλούσια στρατιωτική αριστοκρατία, η οποία επιδίδεται σε συνεχείς επιδρομές στα εδάφη των Τευτόνων. Οι πόλεμοι μεταξύ των δύο πλευρών είναι πράγματι αναρίθμητοι: π.χ. το 1297 ο Μπρούνο, μάγιστρος της Λιβονίας, κατορθώνει να αποκρούσει την επίθεση των Λιθουανών και εισβάλλει στα εδάφη τους όπου, όμως, θα ηττηθεί. Το 1299 οι Λιθουανοί εισβάλλουν στην Ανατολική Πρωσία, αλλά αποκρούονται. Αντί να υποχωρήσουν επιχειρούν αντιπερισπασμό και εισβάλλουν στην Πολωνία και τη Νότια Πρωσία, όπου λεηλατούν το Ντόμπριν και το Κουλμ. Οι Πολωνοί ζητούν τη βοήθεια των Τευτόνων και από κοινού νικούν τους Λιθουανούς. Στο διάστημα 1300-1410 καταγράφονται περίπου 300 συγκρούσεις με τους Λιθουανούς! Κατά το πρώτο μισό του 14ου αι. οι Τεύτονες κρατούν τις θέσεις τους χωρίς απώλειες εδαφών, αλλά δίχως να πετύχουν νίκες καθοριστικής σημασίας. Μετά το 1350, ιδίως δε κατά το διάστημα που μέγας μάγιστρος είναι ο Βίνριχ του Κνιπρόντε (1351-1382), μια από τις μεγαλύτερες μορφές της Ιστορίας του Τάγματος, οι Τεύτονες αποκτούν τον έλεγχο του παιχνιδιού. Ο Βίνριχ, «ο άνθρωπος που το όνομά του ταυτίζεται με την παντοδυναμία του Τάγματος» (Gouguenheim, όπ.π., σελ. 329), συνεργάζεται με τον αρχιεπίσκοπο της Ρίγας και κατορθώνει να επιβάλει υποχρέωση στρατιωτικής υπηρεσίας στους αστούς και της Λιβονίας. Το 1370 νικά θριαμβευτικά τους Λιθουανούς στη μάχη του Ρουντάου. Παράλληλα εκμεταλλεύεται τις δυναστικές έριδες στη Λιθουανία: ο μάγιστρος συμμαχεί με τον διάδοχο του δουκάτου, τον Γιογκάιλα, εναντίον του θείου του δεύτερου, του Κεστούτις, ο οποίος έχει σφετεριστεί την εξουσία στη Λιθουανία (1377). 

iii. Από σύμμαχοι εχθροί – οι σχέσεις Τευτόνων και Πολωνών από το 1250 και μετά: Κατά το μεγαλύτερο μέρος του 13ου αι. η συνεργασία Τευτόνων και Πολωνών είναι αγαστή. Συναποτελούν τη χριστιανική συμμαχία που μάχεται τους ειδωλολάτρες Πρώσους και Λιθουανούς. Στο έργο του Πολωνού χρονικογράφου Γιαν Ντλούγκος (δεύτερο μισό του 15ου αι.), συγγραφέα που εμφορείται από εχθρικά για τους Τεύτονες αισθήματα, Πολωνοί και Γερμανοί παρουσιάζονται κατά τον 13ο αι. ως φίλοι και σύμμαχοι, ενώ οι ειδωλολάτρες ως βάρβαροι που σκοτώνουν τους καλούς χριστιανούς. Οι Λιθουανικοί ειδικότερα χαρακτηρίζονται ως οι φυσικοί εχθροί των Πολωνών. Σε όλα τα πεδία των μαχών Πολωνοί και Τεύτονες πολεμούν μαζί. Ωστόσο η σύγκρουση συμφερόντων δεν θα αργήσει να τους φέρει αντιμέτωπους.

Οι πρώτες διαφορές μεταξύ των Πολωνών και του Τάγματος αφορούν την οργάνωση των επισκοπικών περιφερειών: οι Τεύτονες προτιμούν την υπαγωγή του Κουλμ στην αρχιεπισκοπή της Ρίγας κι όχι σε κάποια από τις επισκοπές της Πολωνίας όπως θα ήταν φυσικό από γεωγραφική άποψη. Η διαφορά όμως που θα προκαλέσει την οριστική ρήξη μεταξύ των δύο πλευρών είναι το ζήτημα της Ανατολικής Πομερανίας (ή Πομερελίας). Το 1295 ο δούκας της Πομερελίας, ο Μέστβιν, πεθαίνει άκληρος και κληροδοτεί τα εδάφη του στον Πρεμισλάο Β΄ (πολ. Przemysł), δούκα της Μεγάλης Πολωνίας και μετέπειτα βασιλιά της ενωμένης Πολωνίας. Εσωτερικά προβλήματα δεν επιτρέπουν στον Πρεμισλάο να προσαρτήσει την Πομερελία, την οποία διεκδικούν και οι μαργράβοι του Βρανδεβούργου. Το 1307 ο νέος βασιλιάς της Πολωνίας, ο Λαδισλάος ο Βραχύς (πολ. Władysław I Łokietek) επιχειρεί να ασκήσει τα κυριαρχικά του δικαιώματα στην Ανατολική Πομερανία. Οχυρώνεται στο Γκντανσκ και ζητεί τη βοήθεια των Τευτόνων για να αντιμετωπίσει τους Σάξονες του Βρανδεβούργου. Οι Τεύτονες εκπληρώνουν την αποστολή τους, αλλά καταλαμβάνουν την πόλη και ζητούν από τον Λαδισλάο αποζημίωση για τα έξοδά τους. Το ποσό που ζητείται είναι πολύ υψηλό και οι διαπραγματεύσεις αποτυγχάνουν. Τότε οι Τεύτονες γκρεμίζουν τα τείχη του Γκντανσκ, τρομοκρατούν τον πληθυσμό της πόλης και σφαγιάζουν την πολωνική φρουρά. Στη συνέχεια διαπραγματεύονται με τον μαργράβο του Βρανδεβούργου και αγοράζουν τα υποτιθέμενα δικαιώματά του επί του δουκάτου σε συμφέρουσα τιμή (1309). Το Γκντανσκ έχει πλέον γίνει Ντάντσιχ! Οι Πολωνοί θα επιχειρήσουν να ανακτήσουν την Πομερελία με τα όπλα ή με τη μεσολάβηση του πάπα. Παρότι, όμως, ο ποντίφηκας θα δικαιώσει δύο φορές δικαστικά τους Πολωνούς (1320, 1339), οι αποφάσεις του δεν θα εφαρμοστούν ποτέ. Η στρατιωτική αδυναμία των Πολωνών θα τους αναγκάσει σε συμβιβασμό: με τη συνθήκη ειρήνης του Κάλις (1343) η Πολωνία ανακτά την Κουγιαβία και το Ντόμπριν, αλλά αναγκάζεται να δωρίσει την Ανατολική Πομερανία στους Τεύτονες, οι οποίοι έχουν διευρύνει τα εδάφη τους και έχουν αποκτήσει ένα εξαιρετικό λιμάνι.    

β. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του πολέμου

i. Οι ιδιαιτερότητες ως προς τη διεξαγωγή των πολεμικών επιχειρήσεων: Στην Πρωσία και τις άλλες χώρες της Βαλτικής η μορφολογία του εδάφους και οι κλιματικές συνθήκες καθορίζουν τον τρόπο διεξαγωγής των πολεμικών επιχειρήσεων (Demurger, όπ.π., σελ. 141-142). Η Πρωσία είναι πεδινή χώρα, ελώδης κατά περιοχές (κοντά στις ακτές και σε μεγάλο τμήμα των συνόρων με τη Λιθουανία). Οι επιχειρήσεις μπορούν να διεξάγονται τόσο κατά τη διάρκεια του θέρους όσο και του χειμώνα, υπό συγκεκριμένες, όμως, προϋποθέσεις: το θέρος πρέπει να είναι ξηρό, ο χειμώνας μετρίως ψυχρός (αρκετά ψυχρός ώστε να παγώνουν τα έλη, οι λίμνες και τα ποτάμια, καθιστώντας δυνατή τη μετακίνηση στρατευμάτων) και ξηρός (οι χιονοθύελλες δεν επιτρέπουν καμία στρατιωτική δράση). Ένα κάπως βροχερό καλοκαίρι ή ένας υγρός χειμώνας αρκούν για να αναβάλουν την υλοποίηση οποιουδήποτε στρατιωτικού σχεδίου. Συνήθως πρόκειται για απλές επιδρομές σε εχθρικό έδαφος. Οι μεγαλύτερης κλίμακας επιχειρήσεις διεξάγονται κυρίως το καλοκαίρι. 

ii. Το έμψυχο δυναμικό: η δύναμη του Τάγματος δεν έφτασε ποτέ τους 2.000 ιππότες! Φυσικά υπήρχαν οι υπαξιωματικοί και οι φίλοι των Τευτόνων, αλλά και πάλι η στρατιωτική δύναμη δεν επαρκούσε. Το Τάγμα αντιμετώπιζε την εγγενή αυτή έλλειψη με διάφορους τρόπους. Σποραδικά, ζητούσε από τον πάπα να κηρύξει σταυροφορία για την ενίσχυσή τους στον πόλεμο κατά των ειδωλολατρών. Οι Τεύτονες χρησιμοποιούσαν με μέτρο τη λύση αυτή, γιατί τους ενδιέφερε να διατηρούν πάντα οι ίδιοι τον έλεγχο των επιχειρήσεων. Πολύ συχνότερα στρατολογούσαν εθελοντές από τη Γερμανία. Από ένα χρονικό σημείο και μετά επιστράτευαν τους ευγενείς που ήταν υποτελείς στο Τάγμα, το οποίο τους είχε παραχωρήσει φέουδα στη Βαλτική. Επέβαλλαν επίσης στρατιωτική υποχρέωση στους κατοίκους των πόλεων του κράτους τους. Τέλος, έκαναν εκτεταμένη χρήση βοηθητικών στρατευμάτων που επανδρώνονταν από τους ιθαγενείς πληθυσμούς (π.χ. Πρώσους ή Εσθονούς). 

iii. Η αγριότητα των συγκρούσεων: Στις χώρες της Βαλτικής διεξάγεται ένας εξαιρετικά σκληρός διαρκής πόλεμο. Όπως σημειώνει ο Αλαίν Ντεμυρζέ (“Chevaliers du Christ – Les ordres religieux-militaires au Moyen Âge, XIe-XVIe siècle“, εκδ. Seuil, Παρίσι, 2002, σελ. 143): «οι Τεύτονες δεν είχαν το μονοπώλιο της βίας. Ο Γερμανός ή ο Πολωνός άποικος που έπεφτε στα χέρια των Λιθουανών δεν είχε και πολύ μεγάλη τύχη. Βεβαίως, ο εισβολέας ήταν Τεύτονας και χριστιανός. Σε κάθε περίπτωση, οι πόλεμοι στην Πρωσία και τη Λιθουανία δεν είναι παρά μια ατέλειωτη σειρά από σφαγές, εκτελέσεις αιχμαλώτων, υποδουλώσεις, βασανιστήρια και θανατώσεις στην πυρά, μαζικές εκτοπίσεις πληθυσμών«! Κι έπειτα, ο ιστορικός αναφέρει το παράδειγμα που παρατίθεται στο χρονικό του Βίγκαντ του Μαρβούργου: το 1372, ο Τεύτονας διοκητής του Ίστερμπουργκ στην Ανατολική Πρωσία κάνει μια επιδρομή ρουτίνας στα εδάφη των απίστων. Λεηλατεί και καίει τέσσερα χωριά και στη συνέχεια σφάζει όλους τους κατοίκους τους, ανεξαρτήτως φύλου και ηλικίας, χωρίς φυσικά να σκεφτεί καν να προτείνει να τους χαρίσει τη ζωή αν βαφτιστούν χριστιανοί! 

Μπορεί να γίνει λόγος για γενοκτονία των ιθαγενών Πρώσων; Είναι βέβαιο ότι υπήρξαν μαζικές σφαγές πληθυσμών, ωστόσο οι Πρώσοι δεν αφανίστηκαν. Το 1200 (πριν την άφιξη των Τευτόνων) ο ιθαγενής πληθυσμός της Πρωσίας ανερχόταν στις 170.000. Το 1300 είχε πέσει στις 90.000, αλλά εκτός από τις σφαγές η μείωση οφειλόταν και στη μετανάστευση μεγάλου μέρους του πληθυσμού στη Λιθουανία. Το 1400, πάντως, οι ιθαγενείς Πρώσοι ήταν περίπου 140.000, αύξηση σαφώς σημαντική. Είναι, μάλλον, ορθότερο να δεχτούμε ότι τελικά οι ιθαγενείς πληθυσμοί αφομοιώθηκαν (Gouguenheim, όπ.π., σελ. 208-210, 370.373/ Toomaspoeg, όπ.π., σελ. 110). Άλλωστε, αρκετοί από τους Πρώσους αριστοκράτες (και όχι μόνο) επέλεξαν να συνεργαστούν με τους Τεύτονες και ανταμείφθηκαν για τις υπηρεσίες τους. Για παράδειγμα, ο Σκόμαντ, ο οποίος ήταν ένας από τους ηγέτες της μεγάλης εξέγερσης των Πρώσων κατά των Τευτόνων, συνθηκολόγησε τελικά με τους κατακτητές: σε αντάλλαγμα του παραχωρήθηκε το 1285 ένα χωριό ως φέουδο, μαζί με την εξουσία απονομής δικαιοσύνης. Τέλος, μετά από ορισμένη εποχή, οι Πρώσοι αριστοκράτες μπορούσαν να γίνουν δεκτοί ακόμη κι ως ιππότες (όπως ο Ιωάννης της Φόλντε που σταδιοδρόμησε φτάνοντας ως το αξίωμα του γενικού πληρεξούσιου του Τάγματος στη Ρώμη). 

γ. Επικρίσεις και προπαγάνδα

i. Η αντίδραση στις μεθόδους του Τάγματος: οι αμφιλεγόμενες μέθοδοι που χρησιμοποιούν οι Τεύτονες και κυρίως οι φρικαλεότητες με τις οποίες χρεώνονται προκάλεσαν αναπόφευκτα την αντίδραση της χριστιανικής Ευρώπης. Οι εκκλησιαστικοί και πνευματικοί κύκλοι της Δύσης επικρίνουν με ιδιαίτερη αυστηρότητα το Τάγμα. Ο διάσημος Φραγκισκανός λόγιος Ρογήρος Βάκων έγραφε το 1268: «οι Πρώσοι και οι γειτονικοί τους λαοί… επιθυμούν να ασπασθούν τον χριστιανισμό και είναι εξαιρετικά ευτυχείς όταν η Εκκλησία τους επιτρέπει να διατηρήσουν την ελευθερία τους και να χαίρονται ειρηνικά τα αγαθά τους. Πλην όμως οι χριστιανοί ηγεμόνες που εργάζονται για τον προσηλυτισμό τους και ιδίως οι αδελφοί του Τάγματος των Τευτόνων επιθυμούν να τους υποδουλώσουν» (Opus Majus, I, 3).

Αλλά και οι ίδιοι οι ποντίφηκες (π.χ. Κλήμης Ε΄ και Ιωάννης ΚΒ΄) δεν δίστασαν να καταδικάσουν τις μεθόδους των Τευτόνων: σε όλες τις περιπτώσεις που αποφάνθηκαν δικαστικώς επί διαφορών μεταξύ του Τάγματος και τρίτων, δικαίωσαν τους αντιδίκους των Τευτόνων. Εκτός από τις προαναφερθείσες αποφάσεις υπέρ των Πολωνών για το ζήτημα της Πομερελίας, η σημαντικότερη υπόθαση αφορά τη διαφορά μεταξύ του Αρχιεπίσκοπου και των αστών της Ρίγας, αφενός, και των Τευτόνων ιπποτών της λιβονικής πόλης, αφετέρου (Demurger, όπ.π., σελ. 231-232). Αντικείμενο της διαμάχης ήταν τα δικαιώματα ναυσιπλοΐας στον ποταμό Ντύνα. Η διαφορά οξύνθηκε τόσο που οι κάτοικοι της Ρίγας συμμάχησαν με τους Λιθουανούς και κατέστρεψαν ένα κάστρο των Τευτόνων. Σε αντίποινα, οι Τεύτονες σφαγιάζουν τους κατοίκους του Στρασβούργου της Λιβονίας (Μπρόντνιτσας). Γίνεται έκκληση στον πάπα. Οι κατηγορίες κατά του Τάγματος είναι πράγματι φοβερές: οι Τεύτονες αδιαφορούν για το ιεραποστολικό τους έργο και ασχολούνται μόνο με τον πλουτισμό, ενώ καταπιέζουν τους χριστιανούς της Λιβονίας. Ακόμη, με τρόπο που αντιβαίνει στις πλέον θεμελιώδεις αρχές του χριστιανισμού, προτιμούν να θανατώνουν τους τραυματίες τους στη μάχη, ενώ καίνε τους νεκρούς ιππότες! Το 1306, ο Κλήμης Ε΄ διατάσσει τη διενέργεια ανάκρισης. Η διαδικασία ολοκληρώνεται το 1311: οι Τεύτονες της Ρίγας αφορίζονται. Θα χρειαστεί η διπλωματική επιδεξιότητα του μεγάλου μαγίστρου Καρόλου της Τρίερ για να εξευμενιστεί ο πάπας.

ii. Η αντίκρουση των επικρίσεων – σταυροφορίες και προπαγάνδα: Το Τάγμα θα αντιμετωπίσει τις επικρίσεις αυτές με δύο όπλα: τη στρατιωτική υπεροχή του (που το καθιστά τον πιο αξιόπιστο υπερασπιστή των χριστιανικών συμφερόντων στην περιοχή) και την προπαγάνδα (Demurger, όπ.π., σελ. 233). Η πλέον επιτυχής σύνθεση των δύο αυτών πτυχών δεν είναι άλλη από τις ιδιόμορφες «σταυροφορίες» που διοργάνωναν οι Τεύτονες σε τακτά διαστήματα (συνήθως δύο φορές τον χρόνο, χειμώνα και καλοκαίρι). Στις εκστρατείες αυτές, οι οποίες στις πηγές της εποχής ονομάζονται σχεδόν πάντα Reisen, δηλαδή «ταξίδια», συμμετείχε η αφρόκρεμα της ευρωπαϊκής αριστοκρατίας, όχι μόνο της γερμανικής, αλλά και της γαλλικής και αγγλικής. Το Τάγμα επιτύγχανε μέσω αυτών των «ταξιδιών» στην Πρωσία να ενισχύει τη στρατιωτική δύναμή του και να διεξάγει στρατιωτικές επιχειρήσεις μεγαλύτερης από το σύνηθες εμβέλειας, αλλά κυρίως να διευρύνει το δίκτυο των ισχυρών φίλων και υποστηρικτών του στην Ευρώπη και να επιβάλλει την εικόνα της μεγάλης προστάτιδας του χριστιανισμού στη Βαλτική.

Κάθε χειμώνα (και μερικές φορές και το καλοκαίρι, όταν δεν υπήρχαν εχθροπραξίες στο πλαίσιο του Εκατονταετούς Πολέμου), ευγενείς από τη Γαλλία και την Αγγλία μπάρκαραν στη Λα Ροσέλλ ή στη Μπρυζ κι αποβιβάζονταν στο Ντάντσιχ ή το Κένιγκσμπεργκ, ή πάλι ταξίδευαν διά ξηράς, μέσω Κολωνίας, Πράγας και Μπρεσλάου, κι έφταναν στην Πρωσία για να πολεμήσουν τους «Σαρακηνούς της Λιθουανίας». Στις πρωσικές σταυροφορίες έλαβαν μέρος μεγάλες μορφές της Δύσης, όπως ο Ερρίκος του Ντάρμπυ, μετέπειτα Ερρίκος Δ΄ της Αγγλίας (χειμερινή εκστρατεία του 1390-1391 και θερινή του 1392), ή ο Μαρισκάλδος του Μπουσικώ (θέρος 1384, χειμώνας 1384-1385 και 1390-1391). Στις οικογένειες των ευγενών δημιουργούνταν πραγματικές παραδόσεις, καθώς όλοι, από τον παπού μέχρι τα εγγόνια, είχαν πολεμήσει κάποτε στην Πρωσία (Demurger, όπ.π., σελ. 258). Οι ίδιοι οι Τεύτονες έκαναν ότι μπορούσαν για να μεταδώσουν στους καλεσμένους τους την πεποίθηση ότι πολεμώντας στη Βαλτική γίνονταν μέλη μιας ευγενούς ιπποτικής αδελφότητας. Η προσπάθεια αυτή χαρακτηριζόταν και από υψηλή σκηνοθετική επιδεξιότητα: οι καλεσμένοι κρέμαγαν τις ασπίδες με τους θυρεούς τους στην αίθουσα του κάστρου του μαρισκάλδου του Τάγματος στο Κένιγκσμπεργκ. Και μετά το πέρας κάθε εκστρατείας, ο μεγάλος μάγιστρος δεξιωνόταν τους προσκεκλημένους ιππότες στο κάστρο του στο Μαρίενμπουργκ. Οι δώδεκα γενναιότεροι δειπνούσαν μαζί με τον μεγάλο μάγιστρο, τιμή που δεν αποτελούσε απλώς αλληγορία παραπέμπουσα στον Χριστό και τους Αποστόλους, αλλά κυρίως αναβίωνε τους μύθους των Ιπποτών της Στρογγυλής Τράπεζας και του Βασιλιά Αρθούρου (βλ. Demurger, όπ.π., σελ. 258-259, η ιδέα της σκηνοθεσίας αυτής πρέπει να πιστωθεί στον Βίνριχ του Κνιπρόντε)!

Απολύτως ενδεικτική του ενθουσιασμού με τον οποίο αντιμετώπιζαν οι Ευρωπαίοι ευγενείς τη συμμετοχή τους στις πρωσικές σταυροφορίες είναι και η διήγηση του Ιωάννη του Τυφλού, κόμη του Λουξεμβούργου και βασιλιά της Βοημίας, ο οποίος μόλις είχε συμμετάσχει στη χειμερινή σταυροφορία του 1328-1329: «Όπως ο ίδιος διαπίστωσα, οι αδελφοί του Τάγματος υπέμειναν βαριές κι αβάσταχτες απώλειες και υποβλήθηκαν σε ανυπολόγιστα έξοδα για να εξαπλώσουν την ορθόδοξη πίστη. Έχτισαν μόνοι τους ένα τείχος για να προασπίσουν την πίστη του Κυρίου από τους Λιθουανούς και τους όποιους υποστηριχτές τους, αυτούς τους καταραμένους εχθρούς του Χριστού» (βλ. Demurger, όπ.π., σελ. 233).

Β. Η οργάνωση και η ανάπτυξη του Ordensstaat των Τευτόνων στην Πρωσία

α. Αστική και εμπορική ανάπτυξη: Διεξάγοντας πόλεμο κατάκτησης εδαφών και υποταγής πληθυσμών, το Τάγμα χρειάζεται να διασφαλίσει άμεσα τον έλεγχο των κατακτημένων περιοχών. Αυτό απαιτεί τη συστηματική κατασκευή κάστρων και οχυρών, τα οποία με τη σειρά τους θα αποτελέσουν τους πόλους της αστικής ανάπτυξης της χώρας. Η δημογραφική και οικονομική ανάπτυξη του κράτους προϋποθέτει φυσικά την προσέλκυση αποίκων, πρωτίστως Γερμανών (από τη Σιλεσία, τη Θουριγγία, το Βρανδεβούργο και την Κάτω Σαξονία, τη Φραγκονία, τη Λυβέκη και τις υπόλοιπες χανσεατικές πόλεις), δευτερευόντως Πολωνών. Σ’ αυτούς θα προστεθούν μέχρι ενός σημείου και Πρώσοι ή άλλοι λαοί της Βαλτικής που ασπάζονται τον χριστιανισμό και τον «γερμανικό» τρόπο ζωής. Όπως θα δούμε, άλλωστε, για έναν Πολωνό ή για έναν Πρώσο η μετεγκατάσταση σε μια πόλη γερμανικού χαρακτήρα αποτελούσε κοινωνική και οικονομική προαγωγή. Πόλεις ιδρύονται διαρκώς (ιδίως κατά μήκος του Βιστούλα και στις ακτές της Βαλτικής) και γνωρίζουν γρήγορη ανάπτυξη (Τορν το 1231, Κουλμ το 1232-1233, Έλμπινγκ το 1237-1239, Μέμελ, Κένιγκσμπεργκ το 1255-1256, Ντυναμύντε στη Λιβονία, Νέο Τόρν το 1264). Ο πληθυσμός κάποιων από αυτές θα φτάσει σε αξιοσημείωτα για τον Μεσαίωνα μεγέθη: στις αρχές του 15ου αι. το Ντάντσιχ έχει 20.000 κατοίκους, το Τορν ξεπερνά τις 10.000, ενώ το Κένιγκσμπεργκ έχει πληθυσμό μεταξύ 8 και 10.000 κατοίκων (Demurger, όπ.π., σελ. 173).

Ο αποικισμός και η ανάπτυξη των αγροτικών περιοχών είναι μεταγενέστερος: όπως είναι εύλογο, σημειώνεται μετά την πλήρη υποταγή της Πρωσίας (1283). Οι Τεύτονες χρησιμοποιούν δύο μεθόδους: είτε παραχωρούν φέουδα σε ευγενείς ή και σε αστούς, υποτελείς του Τάγματος (οι οποίοι με τη σειρά τους εκμισθώνουν τις αγροτικές εκτάσεις σε καλλιεργητές), είτε αναθέτουν την ανάπτυξη, τον αποικισμό και την εκμετάλλευση περιοχών σε  locatores, επιχειρηματίες μισθωτές οι οποίοι αναλαμβάνουν το έργο έναντι ποσοστού από τα κέρδη (Demurger, όπ.π., σ. 173-174/ Gouguenheim, όπ.π., σελ. 333). Συνολικά, η ανάπτυξη της Πρωσίας είναι εντυπωσιακή: μόνο μεταξύ του 1280 και του 1350 ιδρύθηκαν 90 πόλεις και 1400 χωριά, ενώ οργανώθηκαν 735 ενορίες. Το 1410 ο πληθυσμός είχε υπερτριπλασιαστεί σε σχέση με το 1200 (Demurger, όπ.π., σ. 174-175). 

Οι Τεύτονες επιδεικνύουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ανάπτυξη του εμπορίου στο κράτος τους. Στην προσπάθεια αυτή συνεργάζονται μοιραία με τις πόλεις της Χανσεατικής Ένωσης. Η Χάνζα, άλλωστε, είχε εγκατασταθεί και διατηρούσε εμπορικούς σταθμούς στην περιοχή πριν την άφιξη των Τευτόνων. Το Τάγμα, όμως, θα αντιμετωπίσει τη μεγάλη εμπορική ένωση με μεγάλη επιφυλακτικότητα, προσέχοντας να μην της παραχωρεί περισσότερα δικαιώματα από τα απαραίτητα. Το σημαντικό για το Τάγμα ήταν να διατηρεί πάντα τον απόλυτο έλεγχο και την εποπτεία των εμπορικών δραστηριοτήτων στο κράτος του, αφού τα έσοδα από δασμούς και φόρους ήταν σημαντικά και εντελώς αναγκαία. Ανάλογη είναι η στάση του Τάγματος και όσον αφορά την οργάνωση και ανάπτυξη της βιοτεχνίας: οι Τεύτονες ενθαρρύνουν τις δραστηριότητες αυτές, αλλά ασκούν εποπτεία στις συντεχνίες. Σε κάθε περίπτωση, η περίοδος 1340-1410 συμπίπτει με τη μέγιστη οικονομική ανάπτυξη της Πρωσίας των Τευτόνων σε όλους τους τομείς (αγροτικό, βιοτεχνικό, εσωτερικού και – μέσω των λιμένων της Βαλτικής – εισαγωγικού-εξαγωγικού εμπορίου).

β. Ανάπτυξη και δίκαιο: Καταρχήν, κάθε υπήκοος του Ordensstaat υπόκειται στο δίκαιο της εθνικότητάς του. Στην πράξη, όμως, το καθοριστικό στοιχείο είναι η ιδιότητα του αστού συγκεκριμένης πόλης: κάθε πόλη διέπεται από το δικό της νομικό καθεστώς. Η πολυμορφία νομικού καθεστώτος ήταν εσκεμμένη και είχε δυναμικό χαρακτήρα, επιτρέποντας στο Τάγμα να εκμεταλλεύεται τις εκάστοτε περιστάσεις σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο. Το πλέον συνηθισμένο είναι το λεγόμενο «δίκαιο του Κουλμ» (Kulmer Handfeste): διαμορφωμένο με πρότυπο το δίκαιο που ίσχυε στο Μαγδεβούργο ή τη Σιλεσία, περιλαμβάνει τα προνόμια (αυτοδιοίκησης κ.λπ.) που παραχώρησαν οι Τεύτονες στους αστούς του Κουλμ το 1233. Εκτός από το ζήτημα της δημοτικής οργάνωσης και διοίκησης, την απονομή δικαιοσύνης κ.λπ., το Kulmer Handfeste ρυθμίζει και ζητήματα έγγειας ιδιοκτησίας και θέτει το όριο έκτασης όσον αφορά τα κτήματα που παραχωρούνται σε κάθε πολίτη για αγροτική εκμετάλλευση (για το δίκαιο του Κουλμ βλ. Gouguenheim, όπ.π., σελ. 296-297, 342-344, 368 επ., 383 επ.). Το δίκαιο του Κουλμ έφτασε να ισχύει περίπου στα 2/3 της επικράτειας. Από τα υπόλοιπα πρότυπα γερμανικού δικαίου αρκετή διάδοση γνώρισε και το «δίκαιο της Λυβέκης». Ακόμη πιο ευνοϊκό για τους πολίτες σε θέματα τοπικής αυτοδιοίκησης (καθώς τους παρείχε μεγαλύτερη διοικητική αυτονομία), είχε το μειονέκτημα να παρέχει στη χανσεατική πόλη κάποια δικαιώματα ανάμειξης. Με δεδομένο τον σκεπτικισμό του Τάγματος έναντι της Χανσεατικής Ένωσης, λίγες ήταν τελικά οι πόλεις (π.χ. το Έλμπινγκ) στις οποίες αναγνωρίσθηκε το δικαίωμα να διοικούνται σύμφωνα με το δίκαιο της Λυβέκης.

Εκτός από το γερμανικής έμπνευσης δίκαιο, σε ορισμένες περιοχές του πρωσικού κράτους ίσχυε το πολωνικό δίκαιο. Η επιλογή αυτή δεν οφειλόταν κατ’ ανάγκη στην έντονη παρουσία πολωνικού στοιχείου στη σύνθεση του πληθυσμού. Για παράδειγμα, με τη Συνθήκη του Κρίστμπουργκ (1249) οι προσήλυτοι Πρώσοι επέλεξαν την υπαγωγή τους στο πολωνικό δίκαιο, πιθανώς γιατί τους ήταν πιο οικείο από το αντίστοιχο γερμανικό. Ωστόσο, η υπαγωγή ενός ατόμου ή μιας ολόκληρης πόλης στο γερμανικό δίκαιο συνεπαγόταν μεγάλα πλεονεκτήματα: οι παραχωρούμενες αγροτικές εκτάσεις ήταν μεγαλύτερες, ενώ οι φόροι μικρότεροι. Η πόλη απέλαυε μεγαλύτερης διοικητικής αυτονομίας και οι πολίτες της είχαν περισσότερες ευκαιρίες για να καταλάβουν αξιώματα. Βεβαίως οι Πολωνοί και οι Πρώσοι που αποκτούν δημοτικά αξιώματα είναι λίγοι: ένα τέτοιο παράδειγμα αποτελεί ίσως ο Χέννικο ο Προυθηνός, δημοτικός σύμβουλος του Κένιγκσμπεργκ (αυτό με κάποια επιφύλαξη, γιατί ο προσδιορισμός Προυθηνός μπορεί να είναι απλώς γεωγραφικός και όχι εθνοτικός, βλ. Gouguenheim, όπ.π., σελ. 372-373).  

Ο μεγάλος μάγιστρος του Τάγματος κυβερνά την επικράτεια αυτή, μοιράζοντας τον χρόνο του μεταξύ της έδρας του στο Μαρίενμπουργκ και των περιοδειών που κάνει τακτικά (και ακολουθώντας συνήθως το ίδιο εθιμικά καθορισμένο πρόγραμμα) σε ολόκληρη τη χώρα. Όπως, επισημαίνει ο Γκούγκενάιμ «οι περιοδείες του μεγάλου μαγίστρου δεν αποτελούν μέσο ευκαιριακής αντιμετώπισης κάποιας χρόνιας διοικητικής ανεπάρκειας. Αποτελούν εσκεμμένη επιλογή άσκησης πολιτικής και αντικατοπτρίζουν μια συγκεκριμένη αντίληψη περί εξουσίας». Ο μεγάλος μάγιστρος αποκτά ιδία αντίληψη της κατάστασης και των προβλημάτων της χώρας και κάνει αισθητή την παρουσία του στους υπηκόους τους, αποδεικνύοντας το ενδιαφέρον του γι’ αυτούς. 

Με την αυγή του 15ου αι., το Τάγμα των Τευτόνων Ιπποτών βρίσκεται στο απόγειο της στρατιωτικής, πολιτικής και οικονομικής του δύναμης. Κι όμως, η αντίστροφη μέτρηση για αυτήν την κατά τα φαινόμενα άτρωτη υπερδύναμη έχει ήδη αρχίσει!

Ιερουσαλήμ-Μαρίενμπουργκ – μέρος Ι

26 Σεπτεμβρίου, 2010

   

Από τα τρία μεγάλα στρατιωτικά θρησκευτικά τάγματα του Μεσαίωνα, το τάγμα των Τευτόνων Ιπποτών είναι αυτό με τις περισσότερες ιδιαιτερότητες. Λαμβάνοντας υπόψη τη χρονολογία ίδρυσης, πρόκειται για το νεότερο τάγμα. Σε αντίθεση προς τον πολυεθνικό χαρακτήρα των Ναϊτών και των Ιωαννιτών, οι Τεύτονες έχουν ομοιογενή σύνθεση, καθώς στρατολογούν τα μέλη τους σχεδόν αποκλειστικά στη Γερμανία. Πρόκειται, επίσης, για το τάγμα με τη λιγότερο σημαντική δράση στους Άγιους Τόπους, γεγονός που εξηγείται από το ότι πολύ γρήγορα το κέντρο βάρους των δραστηριοτήτων τους μετατοπίστηκε σε έναν εντελώς διαφορετικό γεωγραφικό χώρο. Τέλος, είναι το ιπποτικό τάγμα του οποίου η σύγχρονη εικόνα έχει υποστεί την πιο έντονη παραμόρφωση: καθώς το όνομά τους είναι συνυφασμένο με την επέκταση του γερμανικού έθνους προς Ανατολάς (Drang_nach_Osten), ο άνθρωπος της εποχής μας συνδέει σχεδόν κατ’ ανάγκη τη δράση των Τευτόνων με παρεμφερή πρόσφατα γεγονότα που συνδέονται με ορισμένες από τις πιο σκοτεινές σελίδες της νεότερης Ιστορίας. Με άλλα λόγια, η εικόνα που έχουμε για τους Τεύτονες Ιππότες ταυτίζεται με τις σεκάνς του μεγαλειώδους φιλμ του Σεργκέι Μιχάιλοβιτς Έιζενστέιν για τον Αλέξανδρο Νιέφσκι: είναι οι κακοί της ιστορίας που κάτω από τις μεσαιωνικές πανοπλίες και τους μανδύες με τον μαύρο σταυρό κρύβουν τη φρίκη του ναζιστικού ολοκληρωτισμού. Χωρίς να απαιτείται να φτάσουμε στο άλλο άκρο, αυτό της αγιογραφικής παρουσίασης, ας προσπαθήσουμε να ξετυλίξουμε τις πιο σημαντικές στιγμές της ιστορίας αυτών των παρεξηγημένων.  

Ι. Οι Τεύτονες Ιππότες στους Αγίους Τόπους 

Α. Ίδρυση και ανάπτυξη του τάγματος.α. Οι απαρχές: από την Ιερουσαλήμ στην Άκρα. Η ιστορία μας ξεκινά κατά κάποιο τρόπο γύρω στα 1120 στη φραγκική Ιερουσαλήμ: Γερμανοί προσκυνητές ιδρύουν ένα «νοσοκομείο» με σκοπό τη φιλοξενία και τη φροντίδα των άπορων κι αρρώστων ομοεθνών τους (το μεσαιωνικό hospitalis είναι πρωτίστως ξενώνας και πτωχοκομείο και, συνακόλουθα, νοσοκομείο με τη σύγχρονη έννοια). Πότε ακριβώς; Ίσως το 1118 ή, αν πιστέψουμε τη μαρτυρία του χρονικογράφου Ιωάννη της Υπρ, το 1127-1128 (Alain Demurger «Chevaliers du Christ – Les ordres religieux-militaires au Moyen Âge, XIe-XVIe siècle«, εκδ. Seuil, Παρίσι, 2002, σελ. 45). Το 1143, ο πάπας Κελεστίνος Β΄ αποφάσισε την υπαγωγή του ιδρύματος και της αδελφότητας που είχε την ευθύνη της λειτουργίας του στο τάγμα των Ιωαννιτών. Η έλλειψη στοιχείων υποδηλώνει ότι η δραστηριότητα του γερμανικού νοσοκομείου της Ιερουσαλήμ μάλλον δεν ήταν ιδιαίτερα σημαντική. Σε κάθε περίπτωση, μετά τη συντριβή των χριστιανικών δυνάμεων στο Χαττίν και την ανάκτηση της Ιερουσαλήμ από τον Σαλαδίνο, το ίδρυμα και το αφιερωμένο στην Παναγία παρεκκλήσιό του πέρασαν στα χέρια των μουσουλμάνων.    

Τέσσερα χρόνια αργότερα, κι ενώ οι χριστιανοί πολιορκούν την Άκρα προσπαθώντας να ανακτήσουν όσο το δυνατόν περισσότερα από τα χαμένα εδάφη τους στην Παλαιστίνη και στη Συρία, δύο Γερμανοί έμποροι, από τη Βρέμη και τη Λυβέκη αντίστοιχα, οργανώνουν ένα νοσοκομείο εκστρατείας στο στρατόπεδο των σταυροφόρων. Όταν η πόλη καταληφθεί, το νοσοκομείο αυτό θα εγκατασταθεί μόνιμα κοντά στην πύλη του Αγίου Νικολάου. Δεν αποτελεί συνέχεια εκείνου της Ιερουσαλήμ: κανένα από τα πρόσωπα του αρχικού ιδρύματος δεν φαίνεται να εμπλέκεται στην ίδρυση και λειτουργία του νοσοκομείου της Άκρας, μολονότι το χρονικό διάστημα μεταξύ της παύσης λειτουργίας του ενός και της δημιουργίας του δευτέρου είναι σχετικά μικρό (Sylvain Gouguennheim «Les Chevaliers Teutoniques«, εκδ. Tallandier, Παρίσι, 2007, σελ. 24 επ.). Εντούτοις, στα κατοπινά χρόνια, τα μέλη του τάγματος δεν θα σταματήσουν να επικαλούνται το γερμανικό νοσοκομείο της Ιερουσαλήμ, ισχυριζόμενοι ότι το Τάγμα αποτελεί συνέχειά του, τόσο για λόγους απόδειξης αρχαιότητας όσο και λόγω της συμβολικής αξίας που θα είχε μια τέτοια αρχική έδρα. Πάντως, το 1196, ο πάπας Κελεστίνος Γ΄ θα παραχωρήσει προνόμια στο νέο ίδρυμα και θα αναγνωρίσει την αυτονομία του έναντι του Τάγματος του Νοσοκομείου του Αγίου Ιωάννου.

Η κρίσιμη καμπή χρονολογείται στα 1197-1198. Ο Γερμανός αυτοκράτορας και βασιλιάς της Σικελίας και Κάτω Ιταλίας Ερρίκος Στ΄ των Χοχενστάουφεν σχεδίαζε μια μεγάλη σταυροφορία, την οποία δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει ποτέ λόγω του πρόωρου θανάτου του από ελονοσία, τον Αύγουστο του 1197. Ωστόσο, αρκετοί Γερμανοί σταυροφόροι έφτασαν στην Άκρα εκείνη τη χρονιά. Σ’ αυτούς οφείλεται και η απόφαση για την μετατροπή του γερμανικού νοσοκομείου της Άκρας σε στρατιωτικό θρησκευτικό τάγμα (Φεβρουάριος 1198). Το νεοσύστατο τάγμα θα αποκτήσει ένα μικτό Κανόνα: όσον αφορά τη στρατιωτική δράση θα ακολουθεί τον Κανόνα των Ναϊτών, ενώ για τη φιλανθρωπική δράση του τον αντίστοιχο των Ιωαννιτών (βλ. παπική βούλα του Ιννοκέντιου Γ΄ Sacrosancta Romana ecclesia, 19 Φεβρουαρίου 1198). Το Τάγμα της Παναγίας των Τευτόνων έχει μόλις γεννηθεί: Ordo sanctae Mariae teutonicorum (η γαλλική ονομασία θα είναι κάπως πιο φανταχτερή μια και γίνεται λόγος για το Άγιο Ιπποτικό Τάγμα του Νοσοκομείου της Παναγίας του Οίκου των Γερμανών – Saint ordre chevaleresque de l’hôpital de Sainte-Marie de la maison des Allemands -, η γερμανική πολύ πιο λιτή: Deutsche Ritterorden).

Κάθε αρχή και δύσκολη. Το τάγμα έχει να αντιμετωπίσει τα συνήθη προβλήματα οργάνωσης, στρατολόγησης και ανεύρεσης των αναγκαίων πόρων για τη λειτουργία. Έχει να ανταγωνιστεί τους Ναΐτες και τους Ιωαννίτες που μετρούν ήδη τουλάχιστον 70 χρόνια λειτουργίας. Οι δεύτεροι, μάλιστα, δεν θα σταματήσουν να διεκδικούν την κηδεμονία του γερμανικού τάγματος! Όσο για τους πρώτους δεν θα διστάσουν να χρησιμοποιήσουν κάθε μέσο προκειμένου να εμποδίσουν τους Τεύτονες να φορούν τον λευκό μανδύα με τον μαύρο σταυρό που είχαν επιλέξει ως επίσημο ένδυμα. Καθώς οι (αρχαιότεροι) Ναΐτες φορούσαν κι αυτοί λευκό μανδύα (με κόκκινο, πάντως, σταυρό), πίστευαν ότι η επιλογή των Τευτόνων προκαλούσε σύγχυση. Κατάφεραν μάλιστα να πείσουν τον πάπα Ιννοκέντιο να απαγορέψει στους Τεύτονες να φορούν λευκό μανδύα (27 Αυγούστου 1210)! Η απόφαση ανακλήθηκε 11 μήνες αργότερα (Demurger, όπ.π., σελ. 207/ Gouguennheim «Les Chevaliers Teutoniques«, σελ. 29-30).   

β. Ο Χ. φον Ζάλτσα μέγας μάγιστρος των Τευτόνων: Οι Τεύτονες Ιππότες θα γνωρίσουν την πρώτη περίοδο ακμής τους στα χρόνια του τέταρτου κατά σειρά μεγάλου μαγίστρου τους, του ιδιοφυούς πολιτικού και διπλωμάτη Χέρμανν φον Ζάλτσα, ο οποίος κατείχε το αξίωμα από το 1209/1210 έως το 1239 (Demurger, όπ.π., σελ. 46/ Gouguennheim «Les Chevaliers Teutoniques«, σελ. 32-33). Ο φον Ζάλτσα προερχόταν από οικογένεια μινιστράλιων (κατώτερων ευγενών μάλλον ταπεινής καταγωγής) η οποία είχε εκτάσεις κοντά στην Ερφούρτη και βρισκόταν στην υπηρεσία του Λαντγκράβου της Θουριγγίας. Στα χρόνια που κατέχει το αξίωμα του μεγάλου μαγίστρου, το Τάγμα θα κάνει για πρώτη φορά αισθητή την παρουσία του σε στρατιωτικό επίπεδο, συμμετέχοντας στην Ε΄ Σταυροφορία και, ειδικότερα, διακρινόμενο στην πολιορκία της Δαμιέττης (1218-1219). Κυρίως, όμως, ο μάγιστρος θα συνδέσει την τύχη και τα συμφέροντα του τάγματος με αυτά της Αγίας Γερμανικής Αυτοκρατορίας και ειδικότερα του οίκου των Στάουφεν και του αυτοκράτορα Φρειδερίκου Β΄ (για τον οποίο βλ. στο παρόν ιστολόγιο το έκτο και το έβδομο μέρος της σειράς για τους Νορμανδούς στην Κάτω Ιταλία). Ο φον Ζάλτσα είναι αυτός που θα προξενέψει στον Φρειδερίκο την Ισαβέλλα (γνωστότερη ως Γιολάντα), κόρη του βασιλιά της Ιερουσαλήμ Ιωάννη Βριέννιου, προκειμένου ο Στάουφεν ηγεμόνας να γίνει διάδοχος του βασιλείου της Ιερουσαλήμ. Ο ίδιος θα παρακινήσει τον αυτοκράτορα να αναλάβει την (κυρίως διπλωματική) Στ΄ Σταυροφορία, στης οποίας τον σχεδιασμό θα συμμετάσχει ενεργά. Κατά πάσα πιθανότητα, πρέπει να συμμετείχε και στις διαπραγματεύσεις που κατέληξαν στη σύναψη της συνθήκης της Γιάφας (Φεβρουάριος 1129), με την οποία ο Αγιουβίδης σουλτάνος Αλ Καμίλ επέστρεψε την Ιερουσαλήμ στους χριστιανούς, έστω και υπό το καθεστώς της ελεύθερης και ανοχύρωτης πόλης και υπό τον όρο του σεβασμού των ιερών για τους μουσουλμάνους τόπων. Φυσικά, ένα μήνα αργότερα, ο μεγάλος μάγιστρος στεκόταν δίπλα στον αυτοκράτορα όταν ο Φρειδερίκος στέφθηκε βασιλιάς της Ιερουσαλήμ στη βασιλική του Πανάγιου Τάφου. Τέλος, ήταν το πρόσωπο που μεσολάβησε προκειμένου ο πάπας Γρηγόριος Θ΄  να συμφιλιωθεί με τον αυτοκράτορα (Αύγουστος 1229) και να άρει τον αφορισμό που του είχε επιβάλλει το 1227, επειδή ο δεύτερος καθυστερούσε να ξεκινήσει τη σταυροφορία που είχε υποσχεθεί. Πάντως, οι Τεύτονες Ιππότες ουδέποτε θα εγκατασταθούν στην Ιερουσαλήμ. Η έδρα του τάγματος θα παραμείνει στην Άκρα έως το 1230, οπότε και θα μεταφερθεί στο γειτονικό κάστρο του Μονφόρ (βλ. Kristjan Toomaspoeg «Histoire des Chevaliers Teutoniques» εκδ. Flammarion, Παρίσι, 2001, σελ. 27).

Β. Σύνθεση του τάγματος και γεωγραφική εξάπλωση 

α. Γερμανοί και ευγενείς; Η μεγάλη ιδιατερότητα των Τευτόνων σε σχέση με τα άλλα δύο τάγματα είναι βέβαια ο ομοιογενής εθνικός τους χαρακτήρας. Θα μπορούσε η απόφαση δημιουργίας ενός γερμανικού τάγματος να θεωρηθεί εκδήλωση εθνικισμού; Σε μια εποχή που δεν γνωρίζει την έννοια του έθνους με τους σύγχρονους όρους, κάτι τέτοιο θα ήταν εξαιρετικά παρακινδυνευμένο. Στην πραγματικότητα, ο αμιγώς γερμανικός χαρακτήρας του τάγματος οφείλεται σε πρακτικούς λόγους: αφενός, στην καταρχήν γλωσσική (και κατ’ επέκταση πολιτιστική) οικειότητα μεταξύ Γερμανών, οι οποίοι στους Άγιους Τόπους βρίσκονταν κατά κάποιο τρόπο αποκλεισμένοι ανάμεσα σε γαλλόφωνους και ιταλόφωνους. Αφετέρου στις σχέσεις εξάρτησης που συνέδεαν τα μέλη του τάγματος με τους διάφορους ηγεμόνες της Γερμανικής Αυτοκρατορίας (Gouguennheim «Les Chevaliers Teutoniques«, σελ. 23). Έπειτα,  στον Κανόνα και τους κανονισμούς του τάγματος δεν υπήρχε κανένας περιορισμός που να απέκλειε υποψήφιο λόγω εθνοτικής καταγωγής. Φυσικά, η συντριπτική πλειονότητα των μελών ήταν Γερμανοί. Η σύνθεση του τάγματος μπορεί ίσως να συναχθεί έμμεσα κι από τη γλώσσα στην οποία έχουν συνταχθεί τα σωζόμενα αντίγραφα του Κανόνα: 24 είναι γραμμένα στα γερμανικά, 4 στα λατινικά, 1 στα ολλανδικά κι 1 (ημιτελές) στα γαλλικά (Demurger, όπ.π., σελ. 86).

Σε όλα τα στρατιωτικά θρησκευτικά τάγματα, ο κανόνας είναι ότι οι ιππότες στρατολογούνται από την τάξη των ευγενών. Όπως στους Ναΐτες (και σε μικρότερο βαθμό στους Ιωαννίτες), έτσι και στους Τεύτονες ο μεγάλος όγκος των ιπποτών προέρχεται από την κατώτερη αριστοκρατία. Μόνο ένα ποσοστό που μόλις υπερβαίνει το 10 % ανήκει στους ανώτερους ευγενείς κι ένα αντίστοιχο προέρχεται από την αριστοκρατία των πόλεων (Demurger, όπ.π., σελ. 103). Σε κάθε περίπτωση, η έννοια του ευγενούς στη μεσαιωνική Γερμανία είναι πολύ ελαστικότερη απ’ ό,τι λ.χ. στη Γαλλία. Η κατάσταση αυτή θα επιτρέψει τη στρατολόγηση ιπποτών με αστική καταγωγή (Gouguennheim «Les Chevaliers Teutoniques«, σελ. 68-69/ Toomaspoeg, όπ.π., σελ. 47-49). Ακόμη κι ένας μεγάλος μάγιστρος θα μπορούσε να κατάγεται από οικογένεια αστών (τέτοια είναι η περίπτωση του Καρόλου της Τρίερ, μεγάλου μαγίστρου από το 1311 έως το 1324). 

β. Ένα δίκτυο σε εξάπλωση: Οι Τεύτονες Ιππότες θα εκμεταλλευθούν τις εξαίρετες σχέσεις τους με τον Φρειδερίκο προκειμένου να εξαπλώσουν το δίκτυο των βάσεών τους, όχι μόνο στη Γερμανία, αλλά και στο προσφιλές στον Φρειδερίκο βασίλειο της Σικελίας και Κάτω Ιταλίας (με σημαντικότερες εγκαταστάσεις και έδρες διοίκησης στο Παλέρμο και τη Μπαρλέτα). Ακολουθώντας την πρακτική Ναϊτών και Ιωαννιτών, θα χρησιμοποιήσουν τις περιοχές αυτές προκειμένου, αφενός, να στρατολογούν νέα μέλη και, αφετέρου, να εκμεταλλεύονται τις ιδιοκτησίες τους έτσι ώστε να χρηματοδοτούν τις στρατιωτικές δραστηριότητες στις «εμπόλεμες» ζώνες. Στις πιο «θερμές» ζώνες αποκτούν την ιδιοκτησία εκτάσεων και οχυρώσεων στην Παλαιστίνη, τη Συρία, την Αρμενία, αλλά και την Ελλάδα (η οποία για τους Τεύτονες δεν ήταν τυπικά εμπόλεμη περιοχή, όπως οι άλλες τρεις): θα εγκατασταθούν κυρίως στο Πριγκιπάτο της Αχαΐας (Κορώνη, Μεθώνη, Καλαμάτα), έχοντας την έδρα της διοίκησης της «Επαρχίας της Ρωμανίας» στη Μοστενίστα της Ηλείας (Toomaspoeg όπ.π., σελ. 80-82/ Gouguennheim «Les Chevaliers Teutoniques«, σελ. 35, 95). Εντούτοις, παρ’ όλη τη στρατιωτική και διοικητική δράση των Τευτόνων Ιπποτών στην ανατολική Μεσόγειο, οι πιο λαμπρές σελίδες της ιστορίας επρόκειτο να γραφούν πολύ βορειότερα.

ΙΙ. Οι Τεύτονες Ιππότες στην Ανατολική Ευρώπη

 Α. Η Βορειοανατολική Ευρώπη πριν την έλευση του Τάγματος

α. Drang nach Osten: «Στο τέλος του δέκατου αιώνα αρχίζει η γερμανική επέκταση προς Ανατολάς (Drang nach Osten), μεγάλο μεταναστευτικό κίνημα που συνδυάζει τον αποικισμό με στόχο την αγροτική εκμετάλλευση εδαφών, τον εκγερμανισμό και τον εκχριστιανισμό. Εν μέρει αυθόρμητος, ο αποικισμός αυτός συνήθως πλαισιώθηκε και οργανώθηκε από τους ηγεμόνες της Γερμανικής Αυτοκρατορίας, λαϊκούς και θρησκευτικούς…» (Demurger, όπ.π., σελ. 67). Φυσικά, ο επεκτατισμός αυτός είχε ως θύματά του τους αυτόχθονες πληθυσμούς των περιοχών των ακτών της Βαλτικής από τα ανατολικά του Έλβα ως τον Φιννικό Κόλπο. Οι λαοί αυτοί, που δεν είχαν ακόμη ασπασθεί τον χριστιανισμό, ανήκαν σε τρεις γλωσσικές οικογένειες: υπήρχαν Σλάβοι, όπως οι Σοραβοί, οι Οβοδρίτες και οι Βένδοι, λαοί που μιλούσαν βαλτικές γλώσσες, όπως οι οι Πρώσοι (ή Προυθηνοί), οι Λεττονοί, οι Σεμιγάλλιοι και οι Λιθουανοί, και, τέλος, πληθυσμοί των οποίων οι γλώσσες ανήκαν στη φιννο-ουγγρική οικογένεια, όπως οι Κούροι, οι Λίβοι ή Λιβονοί και οι Εσθονοί. Μια ζώνη δασών και ελών (Wildnis) χώριζε τα εδάφη αυτά από τα πιο οργανωμένα κράτη της ευρύτερης περιοχής: τις ορθόδοξες ρωσικές ηγεμονίες του Νόφγκοροντ και του Πσκοφ στα βορειοανατολικά, το ειδωλολατρικό κράτος της Λιθουανίας στα ανατολικά και τις καθολικές πολωνικές ηγεμονίες στα νότια και νοτιοδυτικά (βλ. Demurger, όπ.π./ Gouguennheim «Les Chevaliers Teutoniques«, σελ. 145 επ.). Στην περιοχή μεταξύ του Έλβα και του Όντερ ο εκχριστιανισμός επιτεύχθηκε με τη μαζική έλευση Γερμανών αποίκων και την ίδρυση πολυάριθμων μονών από τους Κιστερκιανούς. Ανατολικά του Όντερ, όμως, η κατάσταση ήταν εντελώς ρευστή. Οι χριστιανοί ηγεμόνες προσπάθησαν να επιτύχουν τους στόχους τους μέσω των ιπποτικών ταγμάτων. Πριν την άφιξη των Τευτόνων στην περιοχή, έδρασαν δύο εφήμερα τάγματα: καθώς και τα δύο απέτυχαν στον σκοπό τους, συγχωνεύθηκαν τελικά με τους Τεύτονες Ιππότες.

β. Τα εφήμερα ιπποτικά τάγματα – i. οι Αδελφοί του Ξίφους στη Λιβονία: Στη Λιβονία, το ανατολικό τμήμα της περιοχής που αναφερόμαστε, το οποίο συμπίπτει σε μεγάλο βαθμό με τα εδάφη της σημερινής Λετονίας και Εσθονίας, είχαν εγκατασταθεί πολυάριθμοι Γερμανοί και Σκανδιναβοί (κυρίως Δανοί) που εμπορεύονταν ξυλεία, γούνες και ήλεκτρο. Στα τέλη του 12ου αι. ιδρύεται χριστιανική επισκοπή στο Ύξκυλλ (σημερινό Ίκσκιλλε στη Λεττονία). Καθώς οι ιθαγενείς πληθυσμοί αρνούνται να εκχριστιανισθούν, ο επίσκοπος Αλβέρτος του Μπουξχέφντεν καλεί σε σταυροφορία τους Γερμανούς ευγενείς: τα χριστιανικά εδάφη επεκτείνονται και ιδρύεται η πόλη της Ρίγας (1200) όπου και μεταφέρεται η έδρα της επισκοπής. Για την υπεράσπιση της περιοχής ο Αλβέρτος οργανώνει σε τάγμα τους ιππότες που είχε στρατολογήσει: πρόκειται για τους Αδελφούς του Ιπποτικού Τάγματος του Χριστού της Λιβονίας, τους οποίους αναγνωρίζει επίσημα ο πάπας Ιννοκέντιος Γ΄ το 1204. Ακολουθούν τον Κανόνα των Ναϊτών και φέρουν λευκό μανδύα τον οποίο στολίζουν κόκκινος σταυρός και ξίφος: για τον λόγο αυτό θα γίνουν γνωστοί και ως Αδελφοί του Ξίφους (Schwertbrüder) ή Ξιφοφόροι. Το πρόβλημα για τους Αδελφούς του Ξίφους ήταν η έλλειψη αυτονομίας: υποτελείς του επίσκοπου της Ρίγας και ηγεμόνα της περιοχής, είχαν επιπροσθέτως να αντιμετωπίσουν τις διεκδικήσεις του βασιλικού οίκου της Δανίας και τις συνεχείς εξεγέρσεις των αυτοχθόνων (ιδίως των Εσθονών). Παρά τις αρχικές επιτυχίες τους (μέχρι το 1230) δεν θα μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τον λιθουανικό επεκτατισμό. Το 1236 θα συντριβούν από το μεγάλο δούκα της Λιθουανίας, τον Μιντάουγκας, στη Μάχη του Σιαουλιάι: το τάγμα δεν θα συνέλθει ποτέ από την ήττα αυτή.

ii. Το Τάγμα του Ντόμπριν στην Πρωσία. Πιο δυτικά, οι Πολωνοί ηγεμόνες αναζητούσαν στηρίγματα που θα τους προστάτευαν από τις επιδρομές των Πρώσων. Ο Κορράδος Α΄, δούκας της Μαζοβίας, σε συνεργασία με τον πρώτο επίσκοπο Πρωσίας, τον Χριστιανό (ο οποίος είχε διατελέσει μοναχός στην πανίσχυρη μονή Κιστερκιανών της Ολίβα, κοντά στο Γκντάνσκ), αναθέτει την άμυνα της Μαζοβίας έναντι των Πρώσων σε ένα ιπποτικό τάγμα που είχε ιδρύσει ο επίσκοπος με σκοπό την προστασία των ιεραποστολικού έργου στην Πρωσία. Επρόκειτο για το Τάγμα των Ιπποτών του Χριστού της Πρωσίας: καθώς όμως ο Δούκας τους παραχώρησε ως φέουδο την πόλη του Ντόμπριν (πολ. Ντόμπρζυν), όπου και εγκατέστησαν την έδρα τους, έμειναν γνωστοί ως Τάγμα του Ντόμπριν. Οι ιππότες κατόρθωσαν να προσελκύσουν αρκετούς Γερμανούς αποίκους και να μετατρέψουν την έδρα τους σε αληθινή πόλη. Φαίνεται όμως ότι ο δούκας της Μαζοβίας δεν ήταν ιδιαίτερα ικανοποιημένος από τα αποτελέσματά τους όσον αφορά την άμυνα του δουκάτου. Κι έτσι απευθύνθηκε στους Τεύτονες Ιππότες (Demurger, όπ.π., σελ. 70-71).

Β. Οι Τεύτονες Ιππότες στην Ανατολή: τα πρώτα χρόνια.

α. Το ουγγρικό πείραμα: Οι Τεύτονες είχαν ήδη μια εμπειρία, έστω και… τραυματική, στην Ανατολική Ευρώπη (βλ. Gouguennheim «Les Chevaliers Teutoniques«, σελ. 43-53). Το 1211, ο βασιλιάς της Ουγγαρίας Ανδρέας Β΄, τους παραχώρησε τη Μπούρτσενλαντ, περιοχή που βρίσκεται στη σημερινή ρουμανική Τρανσυλβανία, προκειμένου να την προστατέψουν από τις επιδρομές των Κουμάνων. Οι Τεύτονες ανταποκρίθηκαν στο αίτημα του Μαγυάρου μονάρχη, αλλά γρήγορα ήρθαν σε σύγκρουση με τον επίσκοπο της Τρανσυλβανίας. Ο πάπας Ονώριος Γ΄ επίλυσε τη διαφορά υπέρ των ιπποτών, αποσπώντας την περιοχή από την εξουσία του επισκόπου. Κάτι τέτοιο υπερέβαινε τα όρια των παραχωρήσεων που ήταν διατεθειμένος να κάνει ο Ούγγρος βασιλιάς, ο οποίος και εξεδίωξε τους Τεύτονες από τα εδάφη του (1225).

β. Πρωσία και Λιβονία – i. η πρόσκληση του Δούκα της Μαζοβίας και η κατάκτηση της Πρωσίας από τους Τεύτονες Ιππότες: Όταν, πάντως, ο δαιμόνιος μάγιστρος φον Ζάλτσα πληροφορήθηκε το αίτημα του δούκα της Μαζοβίας (λίγους μήνες μετά το άδοξο τέλος της ουγγρικής εμπειρίας), δεν δίστασε καθόλου. Φρόντισε βέβαια να εξασφαλιστεί. Ο Κορράδος υποσχόταν να παραχωρήσει στο Τάγμα την περιοχή του Κουλμ (πολ. Χέουμνο – Chełmno -, με συνήθη μεταγραφή Χέλμνο) και τα μισά από τα εδάφη που θα καταφέρει να κατακτήσει στην Πρωσία. Ο φον Ζάλτσα βρίσκεται εκείνη την περίοδο στη Φότζα, κοντά στον Φρειδερίκο, στον οποίο και στρέφεται για υποστήριξη. Ο δεύτερος, με βούλα χρονολογημένη τον Μάρτιο του 1226, η οποία δημοσιεύθηκε στο Ρίμινι, επικυρώνει τις παραχωρήσεις του δούκα της Μαζοβίας και αναγνωρίζει τα κυριαρχικά δικαιώματα των Τευτόνων στην Πρωσία, χωρίς να κάνει λόγο για συγκυριαρχία του Πολωνού ηγεμόνα. Σήμερα, οι ιστορικοί πιστεύουν ότι η βούλα του Ρίμινι είναι… προχρονολογημένη και ότι συντάχθηκε μόλις το 1235, προκειμένου να μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως διαπραγματευτικό όπλο που θα εμποδίσει τον Κορράδο να υπαναχωρήσει από τη δωρεά του (Demurger, όπ.π., σελ. 72-73/ Gouguennheim «Les Chevaliers Teutoniques«, σελ. 179 επ.). Ό,τι κι αν συνέβη πραγματικά, το 1230 ο πάπας Γρηγόριος Θ΄ δίνει στους Τεύτονες την άδεια να εγκατασταθούν στην Πρωσία. Το 1234, ο ίδιος, μολονότι θεωρεί τις κατακτημένες περιοχές εδάφη της Αγίας Έδρας, παραχωρεί τη διοίκησή τους στους ιππότες, χωρίς να αναγνωρίζει δικαίωμα συγκυβέρνησης στον Δούκα της Μαζοβίας (βούλα της 3ης Αυγούστου, η οποία εκδόθηκε στο Ριέτι, βλ. Gouguennheim «Les Chevaliers Teutoniques«, σελ. 173-178).

Ήδη το 1230, ο φον Ζάλτσα διορίζει τον Χέρμανν Μπαλκ μάγιστρο (Landmeister) της Πρωσίας. Μέσα σε 12 χρόνια ο Μπαλκ θα πετύχει να κατακτήσει το μεγαλύτερο τμήμα της Πρωσίας και να το οργανώσει εγκαθιστώντας Γερμανούς αποίκους και χτίζοντας κάστρα κι οχυρά. Η γρήγορη αυτή επιτυχία είναι πρόσκαιρη: το 1242 οι Πρώσοι εξεγείρονται μαζικά, υποκινούμενοι από τον Σβιαντόπελκ Β΄ (πολ. Σβιεζτόπεουκ), τον Πολωνό δούκα της Πομερανίας. Οι Τεύτονες διατηρούν τον έλεγχο μόνο των οχυρωμένων πόλεων του Κουλμ, του Τορν, του Έλμπινγκ και του Ρέντεν. Η ανάκτηση και η διατήρηση των εδαφών θα απαιτήσει σειρά από σταυροφορίες, κατά τη διάρκεια των οποίων θα ενισχύσουν τους Τεύτονες Ιππότες μονάρχες και ευγενείς της χριστιανικής Ευρώπης. Ο βασιλιάς στον οποίο αναφέρεται η ονομασία της ιστορικής πόλης του Κένιγκσμπεργκ, την οποία ίδρυσαν οι Τεύτονες στην Ανατολική Πρωσία το 1255, είναι ο Όττοκαρ Β΄ της Βοημίας που συνέδραμε στρατιωτικά το Τάγμα και συμμετείχε προσωπικά στη σταυροφορία του 1254-1255.

ii. η δράση του Τάγματος στη Λιβονία και η σύγκρουση με τους Ρώσους. Στη Λιβονία, η δράση των ιπποτών διέπεται από διαφορετικό νομικό καθεστώς: το Τάγμα δεν έχει κυριαρχικά δικαιώματα, αλλά υπάγεται στη δικαιοδοσία του επισκόπου της Ρίγας. Για τον λόγο αυτό, παπική βούλα του 1237 διευκρινίζει ότι ο μάγιστρος της Λιβονίας πρέπει να είναι διαφορετικός από αυτόν της Πρωσίας. Ο φον Ζάλτσα θα περιφρονήσει εντελώς τον όρο αυτό, διορίζοντας την ίδια χρονιά τον Μπαλκ μάγιστρο και της Λιβονίας. Η κίνηση θα διαταράξει ανεπανόρθωτα τις σχέσεις των Τευτόνων με την επισκοπή. Επιπλέον, στο ανατολικό τμήμα της Λιβονίας οι Τεύτονες πρέπει να σεβαστούν την κυριαρχία του Δανού βασιλιά σε ορισμένες περιοχές. Η συνύπαρξη θα αποτελέσει μια ακόμη αιτία προστριβών.

Η εξάπλωση της δράσης των Τευτόνων όλο και ανατολικότερα θα τους φέρει μοιραία σε σύγκρουση με τις ρωσικές ηγεμονίες. Το 1240 καταλαμβάνουν το Πσκοφ, προκαλώντας την αντίδραση της ηγεμονίας του Νόφγκοροντ. Ο εξόριστος πρίγκιπας Αλέξανδρος Νιέφσκι καλείται να επιστρέψει για να αντιμετωπίσει τους Γερμανούς. Η αποφασιστική μάχη δίνεται πάνω στην παγωμένη λίμνη Πέιπους (ρωσ. Τσούντσκογιε), στις 5 Απριλίου 1242, και καταλήγει στον θρυλικό πλέον ρωσικό θρίαμβο. Στην πραγματικότητα, δεν επρόκειτο ακριβώς για μια σύγκρουση μεταξύ Ρώσων και Τευτόνων Ιπποτών. Ουσιαστικά επρόκειτο για ένα στράτευμα καθολικών, του οποίου άλλωστε ηγείτο ο Χέρμανν, επίσκοπος του Ντόρπατ και αδελφός του Αλβέρτου της Ρίγας. Εκτός από τους Τεύτονες (οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν στην πραγματικότητα πρώην Ιππότες του Τάγματος της Λιβονίας), πολέμησαν Γερμανοί μισθοφόροι που είχε στρατολογήσει ο επίσκοπος του Ντόρπατ, Δανοί και, κυρίως, Εσθονοί (οι οποίοι αποτελούσαν και την πλειονότητα της δύναμης). Επιπλέον, οι Ρώσοι είχαν και την αριθμητική υπεροχή. Οπωσδήποτε, η έκβαση της μάχης ανέστειλε τα όποια σχέδια περαιτέρω επέκτασης προς τα ανατολικά, εντούτοις η σημασία της ήταν περισσότερο συμβολική παρά ουσιαστική (Gouguennheim «Les Chevaliers Teutoniques«, σελ. 561/ Toomaspoeg, όπ.π., σελ. 125). Οι απώλειες των ιπποτών ανέρχονταν στους 20 νεκρούς και τους 6 αιχμαλώτους! Το έμψυχο δυναμικό τους παρέμενε σχεδόν άθικτο. Κι αν θέλει κανείς να βρει αληθινές συντριβές των Τευτόνων θα πρέπει να αναζητήσει άλλους δράστες. Θα τους συναντήσουμε στα επόμενα επεισόδια…