Posts Tagged ‘Μεσαίωνας’

Μύθοι και στερεότυπα για τον Μεσαίωνα

6 Νοεμβρίου, 2014
Αδελφοί του Λιμπούρ "Les Très Riches Heures du duc de Berry", Μάιος

Αδελφοί του Λιμπούρ «Les Très Riches Heures du duc de Berry», Μάιος

[Δεν πρόκειται ακριβώς για νέα ανάρτηση, αλλά για το κείμενο ομιλίας του Ρογήρου στο πλαίσιο εκδήλωσης που διοργάνωσε στις 17 Οκτωβρίου 2014 η Ελληνική Κοινότητα Λουξεμβούργου (Centre culturel Altrimenti, Λουξεμβούργο). Οι φίλοι του ιστολογίου θα διαπιστώσουν ότι το κείμενο περιέχει σχεδόν αυτούσιες κάποιες από τις παλαιότερες αναρτήσεις (όπως το «Γιατί ΔΕΝ επιστρέφουμε στον Μεσαίωνα», την «Ιστορία του Ρομάνο Μαϊράνο», τη «Γυναίκα στον Μεσαίωνα» ή το «Ψάχνοντας για μάγισσες στον Μεσαίωνα»), καθώς και στοιχεία από άλλες. Η όποια αξία του έγκειται στο ότι παρέχει μια συνθετική και, κατά το δυνατόν, συνοπτική εικόνα των θέσεων του ιστολογίου όσον αφορά το πλέον προσφιλές θέμα του. Ακριβώς επειδή πρόκειται για ομιλία, το κείμενο δεν περιέχει παραπομπές. Υπάρχει, όμως, μια ενδεικτική βιβλιογραφία στο τέλος του. Επίσης, για να διατηρήσω τη ροή του, επέλεξα να μην προσθέσω συνδέσμους. Για τις όποιες απορίες, οι φίλοι μπορούν να ανατρέξουν στη Βικιπαίδεια ή, ακόμη καλύτερα, να υποβάλουν το σχετικό ερώτημα μέσω σχολίου, ώστε να έχουμε κι εδώ μια ενδιαφέρουσα συζήτηση.]

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Εάν επιχειρήσετε να εισαγάγετε τη λέξη «Μεσαίωνας» σε κάποια διαδικτυακή μηχανή αναζήτησης, θα δείτε την οθόνη σας να πλημμυρίζει με ευρήματα στα οποία ο όρος και τα παράγωγά του χρησιμοποιούνται με σημασία σαφώς μειωτική. Τα ευρήματα αυτά δεν έχουν σχέση με την ομώνυμη ιστορική περίοδο, αλλά με γεγονότα της επικαιρότητας. Οι κατάφωρες παραβιάσεις της εργατικής νομοθεσίας, ο περιορισμός ή η κατάργηση εργασιακών δικαιωμάτων χαρακτηρίζονται πάντα ως «Εργασιακός Μεσαίωνας». Ειδήσεις από ταραγμένες περιοχές του πλανήτη συνοδεύονται από επισημάνσεις περί «μεσαιωνικής βαρβαρότητας» και «μεσαιωνικών σφαγών». Τα, εντελώς σύγχρονα, βασανιστήρια είναι οπωσδήποτε «μεσαιωνικά» για τα ΜΜΕ. Πρωθυπουργός κράτους μέλους της ΕΕ και της Ευρωζώνης χαρακτηρίζει το πρόγραμμα δημοσιονομικής λιτότητας ως «μέτρο καθαρά μεσαιωνικό». Κάποιος άλλος, αναφερόμενος στα μέτρα λιτότητας της Ελληνικής Κυβέρνησης, κυκλοφορεί διαδικτυακή αφίσα στην οποία αναγράφεται ότι «η Κυβέρνηση αποφάσισε να μετατρέψει ολόκληρη της χώρα σε θεματικό πάρκο… για τον Μεσαίωνα»! Η σύγχρονη επιδείνωση της κατάστασης όσον αφορά τα εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα και, ως εκ τούτου, τις συνθήκες ζωής μεγάλου μέρους του πληθυσμού βαφτίζεται άνευ άλλου τινός «επιστροφή στον Μεσαίωνα». Η πολιτική και οικονομική ολιγαρχία που επωφελείται από αυτήν την αναδιανομή πλούτου και δικαιωμάτων χαρακτηρίζεται ως «νέα φεουδαρχία».

Με άλλα λόγια, η λέξη Μεσαίωνας αποτελεί για τον άνθρωπο της εποχής μας το κατεξοχήν κακέμφατο, τον απολύτως μειωτικό χαρακτηρισμό. Στο φαντασιακό μας, ο Μεσαίωνας έχει καταγραφεί ως εποχή σκοταδισμού και προλήψεων, επιδημιών, κοινωνικής αδικίας και καταπίεσης, βίας και πολέμων. Η εποχή του Μαύρου Θανάτου και της Ιεράς Εξέτασης.

Ανταποκρίνονται, όμως, όλα αυτά στην ιστορική πραγματικότητα; Για να απαντήσουμε στο ερώτημα θα πρέπει καταρχάς να ορίσουμε την ίδια την έννοια του Μεσαίωνα. Διαπιστώνουμε τότε ότι βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια ιστορική περίοδο χιλίων περίπου χρόνων της οποίας την αρχή και το τέλος δυσκολευόμαστε αφάνταστα να καθορίσουμε, έστω και με τρόπο εντελώς συμβατικό.

Σόλιδος του Οδόακρου

Σόλιδος του Οδόακρου

Πότε αρχίζει ο Μεσαίωνας; Μας απαντούν συνήθως ότι αυτό συνέβη στις 4 Σεπτεμβρίου 476, όταν ο αρχηγός ενός βαρβαρικού μισθοφορικού σώματος, ο Οδόακρος, εκθρόνισε, με τρόπο σχετικά ειρηνικό, τον τελευταίο Ρωμαίο αυτοκράτορα της Δύσης, έναν ανήλικο που έφερε το συμβολικό όνομα Ρωμύλος Αυγουστύλος. Πιστεύετε άραγε ότι το συγκεκριμένο γεγονός σήμαινε για τους ανθρώπους που ζούσαν τότε πραγματική «αλλαγή εποχής»; Πολύ δύσκολα. Ο ίδιος ο Οδόακρος έκανε δέμα τα σύμβολα της αυτοκρατορικής εξουσίας και τα έστειλε συστημένα στον αυτοκράτορα της Ανατολής, τον Ζήνωνα. Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία δεν έπαυσε βέβαια να υφίσταται το 476. Γότθοι ηγεμόνες, όπως ο Θεοδώριχος ο Μέγας, θα συνέχιζαν να διοικούν την Ιταλία στο όνομα του αυτοκράτορα. Και ο τρόπος ζωής των ανθρώπων, η κοινωνική οργάνωση κι η νοοτροπία τους δεν θα μεταβληθεί στους αμέσως επόμενους αιώνες κατά τρόπο που να μαρτυρά ρήξη με το παρελθόν. Αυτό θα σας το επιβεβαιώσουν κι οι ιστορικοί που ειδικεύονται στην Ύστερη Αρχαιότητα.

Κωνσταντινούπολη, χάρτης του Φλωρεντινού Κρ. Μπουοντελμόντε, 1422

Κωνσταντινούπολη, χάρτης του Φλωρεντινού Κρ. Μπουοντελμόντε, 1422

Εξίσου δυσχερής είναι και ο καθορισμός του τέλους του Μεσαίωνα. Κάποιοι αναζητούν ένα μεμονωμένο γεγονός που σηματοδοτεί την αλλαγή εποχής. Την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, για παράδειγμα, το 1453, από τον Μωάμεθ τον Πορθητή. Γεγονός αναμφισβήτητα μεγάλης συμβολικής σημασίας, που όμως δεν επηρέασε κατά τρόπο καθοριστικό τις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις. Για αυτόν τον λόγο, άλλοι επιλέγουν το 1492, το έτος ανακάλυψης της Αμερικής από τον Χριστόφορο Κολόμβο. Εξαιρετικά σημαντικό γεγονός, μόνο που οι συνέπειές του δεν έγιναν άμεσα αισθητές στην Ευρώπη. Έτσι, μια άλλη σχολή προτιμά ένα κριτήριο πιο λειτουργικό. Μας λένε, έτσι, ότι ο Μεσαίωνας τελειώνει όταν εκδηλώνεται σαφώς η Αναγέννηση. Η συμπαθής αυτή ταυτολογία προσκρούει σε μιαν άλλη δυσκολία: πότε συμβαίνει αυτό; Οι στοιχειωδώς ρεαλιστές θα απαντήσουν ότι δεν συμβαίνει την ίδια χρονική στιγμή για όλη την Ευρώπη, στην Ιταλία ίσως βρισκόμαστε στην Αναγέννηση ήδη από το 1450, ίσως και νωρίτερα (για ορισμένους ήδη από το 1370!), στη Γερμανία και τις Κάτω Χώρες, όμως, πρέπει να φτάσουμε στον 16ο αιώνα για να δώσουμε καταφατική απάντηση στο ερώτημα.

Όποιες χρονολογίες και να επιλέξουμε αυτό που διαπιστώνουμε στην πραγματικότητα είναι ότι, κατά την παγιωμένη αντίληψη, ο Μεσαίωνας ορίζεται εξ αντιδιαστολής και μάλιστα διττής, κάτι που μαρτυρά περιφρόνηση. Μεσαίωνας είναι ό,τι δεν ανήκει ούτε στην Αρχαιότητα ούτε στην Αναγέννηση και τους Νεότερους Χρόνους. Περιφρόνηση ως προς τη μέθοδο οριοθέτησης, περιφρόνηση όμως και ως προς την ονομασία. Πώς είναι δυνατό να ονομάζουμε «μέση», δηλαδή ενδιάμεση, μεταβατική, μια ολόκληρη χιλιετία ανθρώπινης Ιστορίας; Πώς είναι δυνατό να την αντιμετωπίζουμε ως εποχή ομοιόμορφη και στατική;

Ας επιχειρήσουμε να διακρίνουμε την ιστορική αλήθεια για αυτήν την τόσο συκοφαντημένη εποχή του Μεσαίωνα, επισημαίνοντας τα χαρακτηριστικά γνωρίσματά του, τις σταθερές και τις μεταβολές του σε πολιτικό, κοινωνικό, οικονομικό και πολιτιστικό επίπεδο κι εξετάζοντας όλες αυτές τις κατηγορίες που εδώ και μερικούς αιώνες τον αμαυρώνουν.

ΜΕΡΟΣ Ι
ΕΠΟΧΗ ΑΥΘΑΙΡΕΤΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΔΙΚΙΑΣ ΚΑΙ ΟΠΙΣΘΟΔΡΟΜΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ;

Όπως προείπαμε, βιώνουμε σήμερα μια σαφή επιδείνωση των συνθηκών ζωής μεγάλου μέρους του πληθυσμού, στην Ελλάδα μάλιστα με τρόπο ακόμη πιο ακραίο. Συρρίκνωση του δημόσιου τομέα και των υπηρεσιών που παρείχε, κατάργηση εργασιακών δικαιωμάτων, ψαλίδισμα των κοινωνικοασφαλιστικών δικαιωμάτων, εξαφάνιση κάθε στοιχείου κοινωνικής πρόνοιας με «λογικές» εξοικονόμησης πόρων. Διαπιστώνεται μια τάση που θέτει εν αμφιβόλω τον πυρήνα του δημοκρατικού κράτους δικαίου και πρόνοιας. Συνειδητοποιούμε ότι ίσως τα όσα γνωρίζαμε και θεωρούσαμε δεδομένα δεν ήταν παρά ένα διάλειμμα ευημερίας και δικαιοσύνης που αφορούσε ένα σύντομο διάστημα μέσα στην απεραντοσύνη του ιστορικού χρόνου κι ένα περιορισμένο κομμάτι της ανθρωπότητας. Επιστρέφουμε, επομένως, σε εποχές του παρελθόντος και συγκεκριμένα, όπως πολλοί υποστηρίζουν, στον Μεσαίωνα της φεουδαρχίας. Τα σύγχρονα οικονομικά συμφέροντα ταυτίζονται με τους φεουδάρχες, οι εργαζόμενοι με τους δουλοπάροικους. Πόσο ακριβές είναι αυτό;

Στην πραγματικότητα, πρόκειται για ένα ακόμη στερεότυπο που εκφέρεται με όρους συμβατικού λόγου, χωρίς να προϋποθέτει κάποια διαδικασία στοιχειώδους επιβεβαίωσης ως προς την ιστορική αλήθεια.

Α.   ΤΟ ΦΕΟΥΔΑΛΙΚΟ ΠΡΟΤΥΠΟ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ

α.   Άρχοντες και δουλοπάροικοι

Μας διαβεβαιώνουν ότι ο Μεσαίωνας αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα κοινωνικής ανισότητας κι αδικίας, μια και το μεγαλύτερο μέρος το πληθυσμού ήταν δουλοπάροικοι που εργάζονταν σκληρά και ζούσαν σε συνθήκες απίστευτης εξαθλίωσης, δίχως καθόλου δικαιώματα. Ο ισχυρισμός αυτός ενέχει χονδροειδείς ανακρίβειες.

1.   Οι δουλοπάροικοι του Μεσαίωνα δεν είναι σκλάβοι!

Μολονότι και για τους δουλοπάροικους τα μεσαιωνικά κείμενα χρησιμοποιούν τον όρο servus, δηλαδή αυτόν ακριβώς που για τους Ρωμαίους σήμαινε τον δούλο, το νομικό καθεστώς και η θέση των δουλοπάροικων του Μεσαίωνα απέχει παρασάγγες από εκείνη των δούλων της Αρχαιότητας. Εάν πρέπει οπωσδήποτε να βρούμε αντιστοιχία με θεσμούς της ρωμαϊκής ειδικά εποχής, θα διαπιστώσουμε ότι η σχέση κυρίου και δουλοπάροικου κατά τον Μεσαίωνα βρίσκεται πολύ πιο κοντά στη σχέση κυρίου και πελάτη στα χρόνια της Ρώμης. Ο βασικός περιορισμός έγκειται στο ότι ο δουλοπάροικος δεν μπορεί να εγκαταλείψει χωρίς άδεια τη γη που καλλιεργεί. Ο περιορισμός αυτός δεν είναι τόσο παράλογος για κοινωνίες κατεξοχήν αγροτικές με μεγάλη ανάγκη για εργατικά χέρια.

Δουλοπάροικοι στην Αγγλία, 1310

Δουλοπάροικοι στην Αγγλία, 1310

Κατά τα λοιπά, ο δουλοπάροικος έχει νομική προσωπικότητα, αντιθέτως προς τον δούλο. Ως υποκείμενο δικαίου διαθέτει δικαιοπρακτική ικανότητα, έχει τη δική του περιουσία και φυσικά συνάπτει συμβάσεις για τη διαχείρισή της. Επιπλέον, η μεσαιωνική κοινωνία, ακόμη και στη φεουδαλική εκδοχή της, δεν χαρακτηρίζεται από τα στεγανά που εμείς της αποδίδουμε. Όπως μαρτυρούν τα έγγραφα της εποχής, ο δουλοπάροικος δεν είναι καν απαραίτητο να είναι αγρότης, μπορεί να είναι τεχνίτης που κατοικεί σε μια πόλη, ενώ επίσης μπορεί να συνάψει γάμο με άτομο που τυπικά έχει την ιδιότητα του ελεύθερου. Πολύ χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα που αναφέρει ο Ζωρζ Ντυμπύ, σχολιάζοντας το έγγραφο μιας δικαιοπραξίας που βρισκόταν στα αρχεία της μονής του Κλυνύ: ο δουλοπάροικος Αλώμ, κάτοικος της κωμόπολης του Μπλανό, νυμφεύεται στο γειτονικό Οζάν τη Μαρχίλδη, γυναίκα που νομικά χαρακτηρίζεται ως ελεύθερη. Αποκτούν μαζί περιουσιακά στοιχεία τα οποία και διαθέτουν ελεύθερα, ενώ τα παιδιά τους υπάγονται στο νομικά ευνοϊκότερο καθεστώς, εν προκειμένω αυτό του ελεύθερου.

Ακόμη κι ο περιορισμός βάσει του οποίου ο δουλοπάροικος δεν μπορεί να εγκαταλείψει άνευ άλλου τινός τη γη που καλλιεργεί είναι στην πράξη σχετικός: αν το θέλει οπωσδήποτε, ο δουλοπάροικος μπορεί, με λίγο θάρρος, να εγκαταλείψει τον τόπο του και να αναζητήσει τη τύχη του αλλού. Αν ταξιδέψει κάπως μακριά (ας πούμε σε απόσταση 500 χιλιομέτρων), δηλώσει ψευδώς ότι είναι ελεύθερος και δώσει όρκο υποταγής στον τοπικό άρχοντα (που δεν είναι απαραίτητα φυσικό πρόσωπο, μπορεί να πρόκειται για μια μονή ή έναν καθεδρικό ναό) θα καταφέρει να εγκατασταθεί και να προκόψει χωρίς πολλές σκοτούρες ή προβλήματα. Τα εργατικά χέρια είναι πάντα και παντού ευπρόσδεκτα στον Μεσαίωνα κι οι ντόπιοι δεν έχουν κανένα συμφέρον να ψάξουν διεξοδικά μήπως ο νεοφερμένος έχει κάποιον αφέντη που βρίσκεται πέντε μέρες μακριά (πρβλ. το παράδειγμα του πατέρα της Μαρχίλδης στο έγγραφο που παραθέτει ο Ντυμπύ).

2.   Η πλειονότητα των πολιτών δεν έχει την ιδιότητα του δουλοπάροικου

Οι δουλοπάροικοι αποτελούν απλώς ένα τμήμα της φεουδαλικής κοινωνίας. Τα περισσότερα άτομα έχουν την ιδιότητα του ελεύθερου και φυσικά διαθέτουν μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων στην καθημερινότητά τους. Βεβαίως, ο άρχοντας ασκεί εξουσία, επιβάλλει και εισπράττει φόρους, δικάζει και τιμωρεί, άρα εκ των πραγμάτων καταπιέζει τους υποτελείς του. Ωστόσο, ουδόλως προκύπτει ότι αυτή η καταπίεση παρεκκλίνει σημαντικά από τον μέσο όρο της Ιστορίας. Συνήθως, μάλιστα, η σχέση εξουσιαστή και εξουσιαζόμενου είναι πολύ χαλαρότερη απ’ ό,τι πιστεύουμε. Ακόμη και σε περιοχές όπου επικρατεί η φεουδαρχία, ο περισσότερος κόσμος δεν πρόκειται να δει σχεδόν ποτέ αυτόν που τυπικά είναι κυρίαρχός του. Ας θυμηθούμε το διάσημο παράδειγμα του Μονταγιού για το οποίο θα μιλήσουμε αναλυτικά στη συνέχεια: το μικρό χωριό των Πυρηναίων υπάγεται στη δικαιοδοσία του κόμητος της Φουά. Αυτός ασκεί την εξουσία του μέσω δύο προσώπων: του καστελλάνου, όσον αφορά τα ζητήματα ασφάλειας, και του βαΐλου, για τις αστικές υποθέσεις (ο δεύτερος είναι σχεδόν πάντα κάποιος από τους προύχοντες του χωριού). Ο κόμης δεν πρέπει να έχει εμφανιστεί ποτέ στο χωριό. Η – απομακρυσμένη – εξουσία του δεν εκλαμβάνεται ως καταπίεση από τους κατοίκους. Αντιθέτως, ο κόμης είναι ιδιαίτερα αγαπητός, κυρίως γιατί αποτελεί τη μόνη ελπίδα προστασίας των χωρικών, πολλοί από τους οποίους έχουν ασπασθεί την «αίρεση» των Καθαρών, έναντι της Εκκλησίας και ειδικά της Ιεράς Εξέτασης.

Συμπερασματικά, αν κάποιος θέλει να βρει παραδείγματα εξαθλίωσης για να τα συγκρίνει με τις ζοφερές προοπτικές των σύγχρονων εργαζομένων, δεν έχει λόγο να τα αναζητήσει ειδικά στο Μεσαίωνα.

β.   Γιατί σήμερα «δεν επιστρέφουμε στον Μεσαίωνα» – Η άσκηση εξουσίας

"Les Très Riches Heures du duc de Berry", Αύγουστος

«Les Très Riches Heures du duc de Berry», Αύγουστος

Ως κοινός παρονομαστής μεταξύ του Μεσαίωνα και των εξελίξεων της εποχής μας προβάλλεται η απίσχνανση της κεντρικής εξουσίας του κράτους και η αντίστοιχη ενδυνάμωση ιδιωτικών κέντρων εξουσίας. Κανείς δεν αμφισβητεί ότι εσχάτως οι κρατικές οντότητες εμφανίζονται να παραιτούνται από σημαντικό μέρος των εξουσιών τους, τις οποίες μεταθέτουν ή των οποίων αποδέχονται τον σφετερισμό τους από πόλους εξουσίας οικονομικού κι επιχειρηματικού χαρακτήρα. Η τάση αυτή επιδεινώνεται εξαιτίας της αδυναμίας και της έλλειψης βουλήσεως που επιδεικνύει η κρατική εξουσία όσον αφορά τον έλεγχο των οικονομικών παραγόντων, έλεγχος που έχει καταστεί εκ των πραγμάτων δύσκολος εξαιτίας του σύγχρονου παγκοσμιοποιημένου οικονομικού περιβάλλοντος. «Παρομοίως», στον Μεσαίωνα η κεντρική εξουσία εμφανίζεται αδύναμη έναντι των τοπικών φεουδαρχών, οι οποίοι ασκούν σχεδόν απόλυτη εξουσία στην περιοχή δικαιοδοσίας τους. Εντούτοις, και στην περίπτωση αυτή οι ομοιότητες είναι μάλλον επιφανειακές.

1.   Η διαφορά ως προς τον τρόπο κατανομής και άσκησης της εξουσίας

Με κάποια δόση ελευθερίας, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι η κατανομή της εξουσίας στον Μεσαίωνα (βασιλιάς-φεουδάρχες) είναι κάθετη, ενώ στην εποχή μας (κρατικές οντότητες-οικονομικά συμφέροντα) οριζόντια. Στον Μεσαίωνα υπάρχει κατά τόπον κατάτμηση ομοειδούς εξουσίας. Η εξουσία που ασκεί ο βασιλιάς δεν διαφοροποιείται ποιοτικά από αυτήν που ασκούν οι φεουδάρχες, παρά μόνον ως προς τα όρια της κατά τόπον δικαιοδοσίας. Κατά τα λοιπά, τόσο στην περίπτωση του βασιλιά όσο και αυτή των φεουδαρχών πρόκειται για την κλασσική μορφή εξουσίας που συναντούμε, σε πιο εξελιγμένη μορφή, και στα σύγχρονα κράτη (εκτελεστική, νομοθετική, δικαστική, στρατιωτική και αστυνομική, επιβολής φόρων κ.ο.κ.). Το μόνο που διακρίνει την κεντρική εξουσία από τις κατά τόπους, είναι η θέση του βασιλιά ως επικυρίαρχου των φεουδαρχών, η οποία ισοδυναμεί με μια μάλλον χαλαρή εποπτεία. Σήμερα, αντιθέτως, οι οικονομικοί παράγοντες δεν ασκούν εξουσία με τον ίδο τρόπο που το πράττουν τα κράτη: καθορίζουν τις συνθήκες των αγορών, ασκούν οικονομικές και άλλες πιέσεις στην εκτελεστική εξουσία, χειραγωγούν την κοινή γνώμη μέσω φίλα προσκείμενων ΜΜΕ κ.ο.κ. Επιπλέον, το ίδιο οικονομικό κέντρο εξουσίας δεν δρα στην επικράτεια ενός μόνον κρατικού μορφώματος, αλλά περισσοτέρων, ενδεχομένως και σε παγκόσμιο επίπεδο. Ο ένας πόλος διαφοροποιείται από τον άλλο ως προς την άσκηση εξουσίας και τοπικά και ποιοτικά, στοιχείο που δεν υπάρχει στη φεουδαρχία του Μεσαίωνα.

2.   Η διαφορά ως προς τον χαρακτήρα της εξουσίας

Είναι προφανές ότι η εξουσία που ασκείται σήμερα από οικονομικά συμφέροντα είναι απρόσωπη. Φορείς της είναι επιχειρηματικά σχήματα με μορφή συνήθως εταιρική που είναι δύσκολο έως αδύνατο να προσωποποιηθούν. Άλλωστε και αφεαυτής η άσκηση τέτοιας εξουσίας έχει ακαθόριστο χαρακτήρα, από την άποψη ότι δεν μπορεί να προσδιορισθεί σε ποιό ποσοστό καθόρισε την μία ή την άλλη εξέλιξη καθένας από τους οικονομικούς παράγοντες ξεχωριστά. Σε κάθε περίπτωση, η εξουσία των οικονομικών συμφερόντων εκλαμβάνεται ως απρόσωπη από τους ίδιους τους εξουσιαζόμενους (οι οποίοι συχνά αδυνατούν να κατανοήσουν ποιός ακριβώς είναι ο υπεύθυνος για κάποιο δυσμενές γι’ αυτούς αποτέλεσμα, για αυτό και κατηγορούν συλλήβδην τα κέντρα οικονομικής εξουσίας, συνήθως μαζί με τους εκάστοτε φορείς της εκτελεστικής εξουσίας, ή καταφεύγουν σε θεωρίες συνωμοσίας). Στο σημείο αυτό, η διαφορά με την κατάσταση στα χρόνια του Μεσαίωνα είναι χαοτική.

Η σχέση εξουσιαστή και εξουσιαζομένου κατά τον Μεσαίωνα είναι σαφώς προσωπική. Η σύναψή της προϋποθέτει την αποδοχή και των δύο μερών. Δεν υπάρχει τίποτε χαρακτηριστικότερο ή πιο συμβολικό για τη φεουδαλική κοινωνία του Μεσαίωνα από το hommage (λατ. hommagium, hominium hominagium). Στα ελληνικά το αποδίδουμε συνήθως ως «όρκο υποτελείας», αλλά η μετάφραση αυτή αδυνατεί να περιγράψει επακριβώς την έννοια του θεσμού. Το hommage περιλαμβάνει βεβαίως μια τελετή, κατά την οποία ο υποτελής-βασσάλος γονατίζει μπροστά στον επικυρίαρχό του, του δίνει τα χέρια του και στη συνέχεια προφέρει τον όρκο υποτελείας σ’ αυτόν. Πρωτίστως, όμως, είναι μια αμφοτεροβαρής σύμβαση μεταξύ του βασσάλου και του επικυρίαρχου. Ο βασσάλος αναλαμβάνει στρατιωτική υποχρέωση, δεσμευόμενος να συνδράμει στην άμυνα και ασφάλεια των εδαφών του επικυρίαρχου (ost, υποχρέωση χρονικής διάρκειας 40 ημερών ετησίως) και να συμμετέχει σε στρατιωτικές επιχειρήσεις του δεύτερου εκτός των εδαφών του (chevauchée), να τον συμβουλεύει σε θέματα διοίκησης, άμυνας και απονομής δικαιοσύνης και, τέλος, να του παράσχει τη βοήθειά του στις λεγόμενες τέσσερις περιπτώσεις (συνεισφορά στα λύτρα για την απελευθέρωση του κυρίου σε περίπτωση αιχμαλωσίας του, στα έξοδα για την εκπαίδευση του πρωτότοκου γιου του κυρίου ως ιππότη, στα έξοδα του γάμου της μεγαλύτερης κόρης του και στις δαπάνες που θα υποβληθεί ο κύριος αν εκστρατεύσει σε σταυροφορία). Από την πλευρά του, ο επικυρίαρχος εγγυάται για την ασφάλεια του βασσάλου, της οικογένειας και των ανθρώπων του και του παραχωρεί ένα φέουδο, μεταβιβάσιμο κληρονομικά στους απογόνους του βασσάλου. Βέβαια, οι δομές και οι σχέσεις της μεσαιωνικής κοινωνίας αποδεικνύονται πιο σύνθετες στην πράξη: τίποτε δεν εμποδίζει έναν κατώτερο άρχοντα να δώσει όρκο υποτελείας σε περισσότερους του ενός επικυρίαρχους. Η πλειονότητα κυρίων μπορεί να προκαλέσει σύγκρουση καθηκόντων στον βασσάλο, στην όχι και τόσο απίθανη περίπτωση που θα έρθουν αντιμέτωποι δύο από τους επικυρίαρχούς του. Προκειμένου να επιλυθούν τέτοιες συγκρούσεις, ο Μεσαίωνας εφευρίσκει τον θεσμό του hommage lige, την κατά προτεραιότητα υποτέλεια δηλαδή: στρατιωτική υποχρέωση οφείλεται πρωτίστως στον άρχοντα του οποίου κατέστη λίζιος ο βασσάλος.

Hommage

Hommage

Το hommage δεν περιορίζεται στις σχέσεις μεταξύ αρχόντων. Έστω και χωρίς λαμπρές τελετές, επικυρώνει την ιεραρχική υποταγή και του απλού λαού, περιλαμβανομένων και των δουλοπάροικων. Κατά κανόνα, άλλωστε, κανένα από τα συμβαλλόμενα μέρη δεν θέτει σε αμφισβήτηση τη σχέση υποτέλειας. Όχι μόνο γιατί αυτό επιτάσσει η κυρίαρχη αντίληψη της εποχής, αλλά και γιατί πρακτικά η σχέση είναι ακριβώς αυτή της αμφοτεροβαρούς συμβάσεως. Ο άρχοντας υποχρεούται να εγγυηθεί την προστασία όλων των υποτελών του. Στο κάτω-κάτω, αυτή την έννοια δεν έχει κι η γνωστή γαλλική φράση « noblesse oblige »; Το να είσαι άρχοντας συνεπάγεται υποχρώσεις. Αυτό δηλαδή που δεν συμβαίνει με τους «φεουδάρχες» της εποχής μας, που διεκδικούν τα πάντα, ζητούν οτιδήποτε, επιβάλλουν όσα επιθυμούν, ενώ οι υποτελείς τους (που δεν έδωσαν κανένα όρκο υποτελείας) καταλήγουν να έχουν μόνο υποχρεώσεις.

Β.   ΜΕΣΑΙΩΝΑΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟ Η ΦΕΟΥΔΑΡΧΙΑ

Η επικράτηση της φεουδαρχίας δεν είναι ούτε καθολική, ούτε διαχρονική. Παρότι για τον σύγχρονο άνθρωπο η φεουδαρχία παρουσιάζεται ως το σήμα κατατεθέν του Μεσαίωνα, στην πραγματικότητα δεν αφορά ούτε ολόκληρη την ιστορική περίοδο, ούτε φυσικά όλες τις περιοχές της Ευρώπης (έστω της Δυτικής). Στην ολοκληρωμένη μορφή του, το φεουδαλικό σύστημα επικρατεί κατά τη διάρκεια μιας περιόδου περίπου τριών αιώνων (από το δεύτερο μισό του 11ου έως τα μέσα του 14ου αι.) και απαντά κυρίως στη Βόρεια Γαλλία (όπου και το αρχέτυπο του συστήματος), σε σημαντικό βαθμό στην Αγγλία των Νορμανδών και λιγότερο σε αγροτικές περιοχές της Γερμανίας και της υπόλοιπης Ευρώπης. Σημαντικό μέρος της Ευρώπης δεν γνωρίζει ουσιαστικά ποτέ τη φεουδαρχία. Οι εμπορικές «δημοκρατίες» της Ιταλίας διοικούνται συλλογικά από μια αριστοκρατία εμπόρων και επιχειρηματιών: ήδη από το δεύτερο μισό του δέκατου αιώνα, το Αμάλφι εμφανίζει τα χαρακτηριστικά αυτά και προαναγγέλει τη δράση των πιο ολοκληρωμένων και σαφώς μακροβιότερων περιπτώσεων της Βενετίας, της Γένοβας ή της Πίζας. Η πλειονότητα των ιταλικών πόλεων, τουλάχιστον βορείως της παπικής επικράτειας, λειτουργεί με τον τρόπο αυτό (που είναι σαφέστατα περισσότερο συγκρίσιμος με τον καπιταλισμό των νεότερων χρόνων απ’ ό,τι η φεουδαρχία). Τα ίδια ισχύουν για τις πολυάριθμες ελεύθερες πόλεις της Γερμανικής Αυτοκρατορίας, από την κοιλάδα του Ρήνου και το Στρασβούργο, έως τη Λυβέκη και τις πόλεις της Χανσεατικής Ένωσης, στη Βόρεια ή στη Βαλτική Θάλασσα, αλλά και για εκείνες των Κάτω Χωρών ή της ανατολικής Γαλλίας που αποτελούν κέντρα έντονης εμπορικής δραστηριότητας.

α.   Η εμπορική και επιχειρηματική δραστηριότητα στα χρόνια του Μεσαίωνα

Μεσαιωνική τράπεζα

Μεσαιωνική τράπεζα

Πολλοί, και μεταξύ τους ακόμη κι οικονομολόγοι και ιστορικοί άλλων περιόδων, έχουν στο μυαλό τους μια πολύ γραφική εικόνα για τον έμπορο του Μεσαίωνα. Τον φαντάζονται να διασχίζει κάποια χερσαία εμπορική οδό που οδηγεί από την Ιταλία σε κάποια πόλη του Βορρά ταλαιπωρημένο και κατάκοπο, οδηγώντας υποζύγια φορτωμένα με εμπορεύματα και σακιά με τορνέζια, υπέρπυρα ή κάποιο άλλο νόμισμα της εποχής, προκειμένου να πραγματοποιήσει τις συναλλαγές του. Κάποιοι, μάλιστα, είναι έτοιμοι να μας διαβεβαιώσουν ότι οι συναλλαγές αυτές γίνονται με αντιπραγματισμό κι ότι υφάσματα ανταλλάσσονται με κοτόπουλο! Μόνο που η αλήθεια είναι διαφορετική.

Ο Ιταλός έμπορος του παραδείγματός μας δεν έχει μαζί του στην πραγματικότητα παρά λίγα μετρητά. Για τις συναλλαγές του θα χρησιμοποιήσει αξιόγραφα (κυρίως συναλλαγματικές, αλλά και επιταγές και γραμμάτια) ή μπορεί να προτιμήσει τη μεταφορά χρηματικού ποσού από την τράπεζά του! Στη έδρα του τηρεί λογιστικά βιβλία (διπλά μάλιστα) και πιθανώς διατηρεί με την τράπεζά του αλληλόχρεο λογαριασμό. Τα εμπορεύματά του συνήθως τα ασφαλίζει έναντι παντός κινδύνου. Οι διαφορές δεν είναι και πολλές από τον επιχειρηματία της εποχής μας.

Οι τράπεζες άλλωστε της εποχής προσφέρουν πολλές και διάφορες χρηματοπιστωτικές κι άλλες υπηρεσίες. Έχουν υποκαταστήματα στα περισσότερα εμπορικά κέντρα της Ευρώπης. Οι πιο πολλές από αυτές είναι ιδιωτικές επιχειρήσεις, όπως αυτές των Μπάρντι, των Περρούτσι και των Ατσαγιόλι στη Φλωρεντία. Οι τελευταίοι, έχοντας αναλάβει τη διαχείριση της περιουσίας του ανδεγαυικού βασιλικού οίκου της Νάπολής, θα ανταμειφθούν με το Δουκάτο των Αθηνών. Με λίγη τύχη θα μπορούσαμε ίσως να θαυμάζουμε τον πύργο τους δίπλα στα Προπύλαια της Ακρόπολης. Τον κατεδάφισε, όμως, το Ελληνικό Δημόσιο (με χρηματοδότηση του Ερρίκου Σλήμαν) στα τέλη του 19ου αιώνα, για να μη «μολύνει» την αγνότητα του Ιερού Βράχου!

Ο πύργος των Ατσαγιόλι στα Προπύλαια πριν γκρεμιστεί το 1874, φωτογρ. Félix Bonfils.

Ο πύργος των Ατσαγιόλι στα Προπύλαια πριν γκρεμιστεί το 1874, φωτογρ. Félix Bonfils.

Υπάρχουν όμως και κρατικές τράπεζες (αυτή της Βενετίας ή η Μόντε ντέι Πάσκι της Σιένας) ή τράπεζες που ανήκουν στα στρατιωτικά θρησκευτικά τάγματα (Ναΐτες και Ιωαννίτες). Έτσι, ένας Γάλλος ευγενής που επιθυμεί να ταξιδέψει στα φραγκικά κράτη της Ανατολής και τους Άγιους Τόπους δεν πρόκειται να πάρει μαζί του μετρητά: θα απευθυνθεί στον ειδικό και θα καταθέσει ένα χρηματικό ποσό στο πλησιέστερο διοικητήριο των Ναϊτών. Εφοδιασμένος με τα απαραίτητα αποδεικτικά θα εισπράξει το ποσό σε μετρητά από κάποιο διοικητήριο ή την έδρα του Τάγματος στον προορισμό του. Το Τάγμα θα αφαιρέσει βεβαίως την προμήθειά του για τις υπηρεσίες που προσέφερε.

Μιλώντας όμως για μεσαιωνικό εμπόριο μία είναι η πόλη που έρχεται πρώτη στο μυαλό μας. Η Βενετία.

1.   Η ιστορία του Ρομάνο Μαϊράνο

Το όνομά του είναι άγνωστο στον μέσο άνθρωπο της εποχής μας, αλλά ο Ρομάνο Μαϊράνο είναι αληθινός σταρ για όσους μελετούν την Ιστορία του Μεσαίωνα, τούτο δε χάρη σε μια ευτυχή συγκυρία: η τελευταία απόγονος της οικογένειας αποφάσισε προς το τέλος της ζωής της να μονάσει. Αποσύρθηκε στο κοινόβιο του Αγίου Ζαχαρία όπου και μετέφερε τα οικογενειακά αρχεία, σώζοντάς τα από την καταστροφή. Έτσι, έχουμε σήμερα στη διάθεσή μας κάπου διακόσια εμπορικά έγγραφα, στην πλειονότητά τους συμβάσεις, τα οποία μας επιτρέπουν να σχηματίσουμε πλήρη εικόνα για την επιχειρηματική σταδιοδρομία του Ρομάνο Μαϊράνο, Ενετού εμπόρου του 12ου αιώνα.

Ο Μαϊράνο είναι γόνος οικογένειας ευγενών, πρόσφατα εγκατεστημένων στο Ριάλτο. Τα ίχνη των πρώτων εμπορικών κινήσεών του ανάγονται στα 1150, όταν ο νεότατος Μαϊράνο δανείζεται για την πρώτη εμπορική αποστολή του. Προφανώς η επιχείρηση αποδείχθηκε επικερδής, μια και εξοφλεί χωρίς προβλήματα το ποσό του δανείου. Δύο χρόνια αργότερα παντρεύεται. Σχεδόν αμέσως μετά τον γάμο μεταφέρει τις δραστηριότητές του στην Κωνσταντινούπολη (στα πρώτα ταξίδια του μεταφέρει συνήθως στη Βασιλεύουσα φορτία ξυλείας). Συνεργάζεται με τον αδελφό του, τον Σαμουήλ, και μαζί προβαίνουν στη σύσταση μιας οικογενειακής εταιρίας (fraterna societas). Έχουν τακτικές εμπορικές συναλλαγές με την ηπειρωτική Ελλάδα και τα παράλια της Μικράς Ασίας. Παράλληλα, ο Ρομάνο αγοράζει ακίνητα στη Βασιλεύουσα, η εκμετάλλευση των οποίων του αποφέρει ικανά κέρδη για να αναλάβει εμπορικές αποστολές μεγαλύτερης εμβέλειας: πλέον ταξιδεύει προς την Άκρα, την Τύρο, την Αντιόχεια και τα άλλα λιμάνια της φραγκικής Ανατολής, αλλά και προς τη μουσουλμανική Αλεξάνδρεια. Την ίδια περίοδο καταγράφονται τακτικές εμπορικές και τραπεζικές συναλλαγές του με το Τάγμα των Ναϊτών.

Βενετία, Φοντέγκο ντελ Μέτζο

Βενετία, Φοντέγκο ντελ Μέτζο

Το 1163, μετά από δεκαετή απουσία από τη μητρόπολη, ο Ρομάνο Μαϊράνο επιστρέφει στη Βενετία με αποκλειστικό σκοπό την αγορά του πρώτου ιδιόκτητου εμπορικού πλοίου του. Το 1165 τον βρίσκουμε στο χριστιανικό βασίλειο της Ιερουσαλήμ. Χρηματοδοτεί ένα συμπατριώτη του έμπορο, τον Μάρκο Έντσιο: οι δύο άνδρες αποφασίζουν να ταξιδέψουν με το πλοίο του Μαϊράνο για να πουλήσουν τα εμπορεύματά τους. Από την Άκρα θα βρεθούν στον Χάνδακα της Κρήτης κι από εκεί θα συνεχίσουν ως την Αλεξάνδρεια για να επιστρέψουν από το αιγυπτιακό λιμάνι στη βάση τους. Προς το τέλος του 1167 ο Μαϊράνο επιστρέφει στη Βενετία για να αγοράσει το δεύτερο πλοίο του. Δανείζεται από οχτώ πλούσιους συμπολίτες του συνολικό ποσό 796 υπέρπυρων. Το δάνειο θα επιστραφεί εντόκως την άνοιξη του 1168 (με επιτόκιο 44%!).

Τον Οκτώβριο του 1169 ο Μαϊράνο βρίσκεται πίσω στην Κωνσταντινούπολη, μολονότι οι ενετικές αρχές έχουν προειδοποιήσει τους πολίτες τους για τη ραγδαία επιδείνωση των διπλωματικών σχέσων μεταξύ της Γαληνοτάτης και του αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνού. Αρχικά, φαίνεται να δικαιώνεται για τη ριψοκίνδυνη απόφασή του. Οι δουλειές του στην Πόλη πηγαίνουν όλο και καλύτερα. Αναλαμβάνει τη διαχείριση της μεγάλης περιουσίας που διαθέτει στη Βασιλεύουσα ο λατίνος πατριάρχης του Γκράντο. Αποκτά επίσης το ιδιαιτέρως επικερδές μονοπώλιο της είσπραξης των δικαιωμάτων για τη ζύγιση των εμπορευμάτων των Ενετών της πόλης. Ωστόσο, το 1171 ξεσπά η καταιγίδα που πολλοί φοβούνταν: ο Μανουήλ διατάσσει τη σύλληψη και απέλαση όλων των Ενετών υπηκόων και τη δήμευση των περιουσιακών στοιχείων τους. Ο Μαϊράνο κατορθώνει να ξεφύγει με το πλοίο του που ήταν ελλιμενισμένο στην Κωνσταντινούπολη, σώζοντας κι αρκετούς συμπατριώτες του, χάνει όμως την περιουσία του. Κατεστραμμένος οικονομικά αδυνατεί να εξοφλήσει τους πιστωτές του. Δίχως να απογοητευτεί, ξαναρίχνεται στον αγώνα, στο δρομολόγιο Βενετία-Αλεξάνδρεια. Κύριος χρηματοδότης του είναι η πάμπλουτη και ισχυρή οικογένεια Τζιάνι: ο δόγης (από το 1172 έως το 1178) Σεμπαστιάνο και ο γιος του (και μετέπειτα δόγης κι αυτός, 1205-1229) Πιέτρο, στους οποίους ο Μαϊράνο προμηθεύει φορτία πιπεριού και στυπτηρίας.

Πάντα έτοιμος να εκμεταλλευθεί νέους εμπορικούς δρόμους, ο Μαϊράνο διαβλέπει ευκαιρίες στη βελτίωση των σχέσεων μεταξύ της πατρίδας του και της παραδοσιακής αντιπάλου, της νορμανδικής Σικελίας του Γουλιέλμου Β΄ του Καλού. Παραγγέλλει τη ναυπήγηση ενός ακόμη εμπορικού πλοίου και ταξιδεύει στο Μαγκρέμπ, όπου προμηθεύεται μάλλινα και δέρματα, προϊόντα απαραίτητα για την ενετική βιοτεχνία ένδυσης. Το 1183 έχει πλέον εξοφλήσει όλα τα χρέη του. Μετά το 1184, όταν αποκαθίστανται οι σχέσεις Βενετίας και Βυζαντίου, καθώς ο Ανδρόνικος Α΄ Κομνηνός δέχεται να καταβάλει και κάποιες αποζημιώσεις για τα δημευθέντα περιουσιακά στοιχεία των Ενετών της Πόλης, ο Μαϊράνο επιστρέφει στο δρομολόγιο προς Κωνσταντινούπολη. Φαίνεται μάλιστα ότι το 1190 μεταφέρει ξανά στη Βασιλεύουσα το κέντρο των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του. Έχοντας φτάσει σε μάλλον προχωρημένη ηλικία σταματά να ταξιδεύει, αναθέτοντας τις εμπορικές αποστολές στους γιους του. Περιορίζεται στον ρόλο του χρηματοδότη και στη διαχείριση της μεγάλης ακίνητης περιουσίας του. Δεν γνωρίζουμε την ακριβή χρονολογία ή τον τόπο θανάτου του, είμαστε όμως βέβαιοι ότι άφησε τον εμπορικό του οίκο σε ανθηρή κατάσταση, καθιστώντας τον μια από τις σπουδαιότερες επιχειρήσεις της Μεσογείου.

2.   Χαρακτηριστικά γνωρίσματα του ενετικού εμπορίου κατά τον Μεσαίωνα

Δουκάτο, περ. 1400

Δουκάτο, περ. 1400

i. Ένα οικουμενικό εμπόριο χωρίς διακρίσεις, φραγμούς κι ενδοιασμούς: Οι Ενετοί, όπως και γενικά οι έμποροι από τις άλλες ναυτικές δημοκρατίες της Ιταλίας, συνδέουν εμπορικά την καθολική Δύση, το ορθόδοξο Βυζάντιο και τον μουσουλμανικό κόσμο. Μεταφέρουν στην Ανατολή πρώτες ύλες (ξυλεία και μέταλλα) και γυρίζουν στη Δύση με προϊόντα πολυτελείας για τις εύπορες τάξεις (μπαχαρικά, μεταξωτά από το Βυζάντιο, κοσμήματα και χειροτεχνήματα), χωρίς να περιφρονούν και την εμπορία φθηνότερων ειδών πρώτης ανάγκης (μάλλινα και δερμάτινα). Η βασική τους επιδίωξη είναι το κέρδος και, όπως είναι φυσικό, δεν υπόκειται σε φραγμούς: όταν εμπορεύονται όπλα ή πρώτες ύλες για στρατιωτικό εξοπλισμό εφαρμόζουν τη διαχρονική πολιτική των εμπόρων όπλων, πωλώντας και στις δύο εμπόλεμες πλευρές, δηλ. τους μουσουλμάνους της Αιγύπτου και τους χριστιανούς της Ιερουσαλήμ, της Τρίπολης και της Αντιόχειας. Δεν πτοούνται από τις παπικές απαγορεύσεις και τους αφορισμούς ούτε από τις αποφάσεις των χριστιανών ηγεμόνων.

Οι δραστηριότητες αυτές εξαρτώνται άμεσα από την ασταθή διπλωματική ισορροπία μεταξύ των διαφόρων δυνάμεων της Μεσογείου. Για ιστορικούς λόγους το Βυζάντιο αποτελεί τον κατεξοχήν εμπορικό εταίρο των Ενετών (ήδη από τον 11ο αι. και επί Αλέξιου Κομνηνού οι Ενετοί έμποροι τυγχάνουν πλήρους απαλλαγής από το κομμέρκιο, δηλαδή τον φόρο ύψους 10% επί της αξίας των εμπορευμάτων), εντούτοις, όπως αποδεικνύει και η ζωή του Μαϊράνο, οι σχέσεις Βενετίας και Βυζαντίου είναι ταραχώδεις. Επομένως, συμφέρον της Βενετίας είναι να διατηρεί πάντα εναλλακτικές εμπορικές οδούς. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορικής περιόδου που εξετάζουμε, βασικό μέλημα των ενετικών αρχών είναι να κρατούν ανοιχτή μία τουλάχιστον από τις τρεις βασικές οδούς (Βενετία-Κωνσταντινούπολη και στη συνέχεια λιμάνια της Μικράς Ασίας ή της Μαύρης Θάλασσας, Βενετία-Αλεξάνδρεια, Βενετία-χριστιανικά λιμάνια της Συρίας και Παλαιστίνης). Φυσικά, κάθε νέα προοπτική εμπορικού δρόμου είναι ευπρόσδεκτη για τη Γαληνοτάτη.

Εξαιρουμένων των μάλλον σύντομων περιόδων εχθρότητας, τα ξένα κράτη βλέπουν θετικά τις δραστηριότητες των Ενετών εμπόρων. Στα περισσότερα λιμάνια (Αλεξάνδρεια, Άκρα, Τύρος, Κωνσταντινούπολη) τους παραχωρείται εμπορικός σταθμός (fondaco, από το αραβικό funduk, με αμφιλεγόμενο ελληνικό έτυμο τη λέξη «πανδοχείο»), όπου οι έμποροι συναλλάσσονται με μεγαλύτερη ευκολία, ενώ το κράτος υποδοχής μπορεί να εισπράξει άμεσα φόρους και δασμούς επί των εμπορευμάτων. Παράλληλα, οι Ενετοί (κι οι υπόλοιποι Ιταλοί) έμποροι έχουν στα λιμάνια αυτά τις συνοικίες τους (με την εκκλησία, αφιερωμένη συνήθως στον Άγιο Μάρκο, τον φούρνο. τον μύλο και τα λουτρά τους), όπου ζουν όπως και στην πατρίδα τους, ενώ τα συμφέροντά τους τα εκπροσωπεί ένας ομοεθνής τους πρόξενος.

ii. Καινοτόμες μορφές συμβάσεων και εταιριών: Η εφευρετικότητα των Ενετών εμπόρων εκφράζεται με νέες μορφές εμπορικών συμβάσεων και εταιριών. Συχνή είναι η περίπτωση της ρογκαντία: η κεφαλαιουχική εταιρία που έχει την κυριότητα των εμπορευμάτων αναθέτει την πώλησή τους σ’ έναν έμπορο έναντι αμοιβής. Η επιχείρηση αποδεικνύεται συνήθως ιδιαίτερα επωφελής και για τον ταξιδιώτη έμπορο. Μπορεί να μη συμμετέχει στα εταιρικά κέρδη, αλλά εκτός της προκαθορισμένης αμοιβής έχει τη δυνατότητα να προβεί κατά τη διάρκεια του ταξιδιού και σε δικές του συναλλαγές. Για παράδειγμα, το 1156, στο πλαίσιο μιας ρογκαντία, ο Μαϊράνο είναι υπεύθυνος για τη μεταφορά και πώληση εμπορευμάτων στη γραμμή Κωνσταντινούπολη-Σμύρνη-Αλεξάνδρεια. Παρότι δεν έχει συμμετοχή στα κέρδη της εταιρίας, αποκτά σημαντικά ποσά παίρνοντας την πρωτοβουλία να προσθέσει και να πωλήσει και δικά του εμπορεύματα στη διαδρομή.

Ακόμη συχνότερη, όμως, είναι η περίπτωση των εταιρικών μορφών στις οποίες ο έμπορος δεν παρέχει απλώς εργασία, αλλά συμμετέχει και στα κέρδη, συνήθως δε και στο εταιρικό κεφάλαιο. Η σύμβαση έχει περιορισμένη χρονική ισχύ (μπορεί να αφορά μία μόνον εμπορική αποστολή) και συνάπτεται μεταξύ ενός ή πλειόνων κεφαλαιούχων-χρηματοδοτών και ενός εμπόρου, ο οποίος καθίσταται υπεύθυνος για την πώληση των εμπορευμάτων. Στη μορφή της κομμέντα (την οποία χρησιμοποιούν συνήθως στη Γένοβα), ο έμπορος δεν μετέχει στο κεφάλαιο, κρατά όμως το 1/4 των κερδών, αποδίδοντας τα υπόλοιπα στους κεφαλαιούχους. Σύμφωνα, όμως, με τη βενετσιάνικη εκδοχή της κομμέντα, δηλ. την κολλεγκάντσα, ο χρηματοδότης παρέχει το μεγαλύτερο μέρος του κεφαλαίου (συνήθως τα 2/3), ενώ ο έμπορος συνεισφέρει με το υπόλοιπο κεφάλαιο. Τα κέρδη της επιχείρησης μοιράζονται μεταξύ βασικού κεφαλαιούχου και εμπόρου στο μισό, ενώ τυχόν ζημίες κατανέμονται αναλόγως της εισφοράς του κάθε εταίρου. Ως εκ της φύσεώς της, η κολλεγκάντσα είναι ιδιαιτέρως συμφέρουσα για τον έμπορο που μετέχει σ’ αυτήν.

Το αρχείο του Μαϊράνο μας προσφέρει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα κολλεγκάντσας. Το 1167, στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου όπου είναι τότε εγκατεστημένος, ο Μαϊράνο συνάπτει εμπορική σύμβαση με έναν άλλο Βενετό έμπορο, τον Ντομένικο Γιάκομπ. Για τους σκοπούς της εταιρίας, ο Μαϊράνο παρέχει το πλοίο του οποίου είναι ιδιοκτήτης και συμμετέχει με τα 2/3 του κεφαλαίου (κι επομένως των εμπορευμάτων), ενώ ο συνεταίρος του συμμετέχει με το 1/3 του κεφαλαίου και αναλαμβάνει το επιχειρησιακό σκέλος: ο Γιάκομπ θα συνοδέψει τα εμπορεύματα στο ταξίδι από την Αλεξάνδρεια στον Αλμυρό της Μαγνησίας. Στη συνέχεια, θα ενωθεί με την πρώτη ενετική μούδα που κατευθύνεται στην Κωνσταντινούπολη. Στη Βασιλεύουσα θα λάβει χώρα κι η απόδοση λογαριασμών: ο Γιάκομπ θα επιστρέψει στον Μαϊράνο το κεφάλαιό του (τα 2/3 του εταιρικού), καθώς και το ήμισι των κερδών που απέφερε η επιχείρηση, ενώ ο ίδιος θα κρατήσει το δικό του μερίδιο από το κεφάλαιο (1/3) και τα άλλα μισά κέρδη. Η κολλεγκάντσα, με τις διάφορες παραλλαγές της, συντελεί ευεργετικά στη συσσώρευση κεφαλαίων και γενικά στην ανάπτυξη της εμπορικής κίνησης: ο έμπορος που έχει την ευθύνη της επιχείρησης, συνοδεύοντας το εμπόρευμα, έχει την άδεια να προβεί σε οποιεσδήποτε αγοραπωλησίες κρίνει επικερδείς. Εκμεταλλευόμενος τις διαφορές τιμών των εμπορευμάτων μεταξύ των διαφόρων σταθμών του, πολλαπλασιάζει τα κέρδη της εταιρίας, αλλά και τα προσωπικά του κέρδη.

Χαρακτηριστικό του Ενετού επιχειρηματία είναι ακριβώς η συμμετοχή του σε πολλές εταιρίες διαφορετικών τύπων και εμβέλειας. Εναλλάσσεται στους ρόλους του κεφαλαιούχου και του εμπόρου. Με τον τρόπο αυτό ελαχιστοποιεί τους εμπορικούς κινδύνους, σε τέτοιο σημεία που δεν καταφεύγει σχεδόν ποτέ στην ασφάλιση των εμπορευμάτων του (όπως κάνουν συστηματικά οι Φλωρεντινοί).

iii. Μια κρατικώς ελεγχόμενη οικονομία: Το ενετικό οικονομικό θαύμα δεν θα μπορούσε να γίνει πραγματικότητα αποκλειστικά χάρη στην ιδιωτική πρωτοβουλία. Η οικονομία της Βενετίας κατευθύνεται κι ελέγχεται από το Δημόσιο. Η Γαληνοτάτη καθορίζει τα δρομολόγια, τον χρόνο απόπλου και τα εκάστοτε φορτία εμπορευμάτων για τις μούδες (mude), τις οργανωμένες ναυτικές αποστολές που αναχωρούν τακτικά για τους βασικούς εμπορικούς προορισμούς: στα κονβόϊ αυτά συμμετέχουν εμπορικά πλοία ιδιωτών που συνοδεύονται από γαλέρες, συνήθως ιδιοκτησίας του Δημοσίου. Οι γαλέρες, η καθεμία με 200 κωπηλάτες και 20 βαλλιστριδοφόρους, μεταφέρουν τα μεγάλης αξίας εμπορεύματα και αποτελούν εγγύηση για την ασφάλεια των εμπορικών πλοίων των ιδιωτών. Οι προδιαγραφές ασφάλειας των πλοίων των ιδιωτών, ο εξοπλισμός, το πλήρωμα και οι συνθήκες ασφάλειας και υγιεινής στα πλοία καθορίζονται με νόμους και διοικητικές πράξεις του ενετικού κράτους, ενώ η τήρησή τους ελέγχεται από τους δημοσίους υπαλλήλους. Επιπλέον, η Γαληνοτάτη ρυθμίζει λεπτομερώς τις εμπορικές δραστηριότητες αλλοδαπών σε ενετικό έδαφος, έχει το μονοπώλιο άλατος, ελέγχει αυστηρά το εμπόριο των βασικών καταναλωτικών αγαθών. Τέλος, απαγορεύει στις ενετικές τράπεζες τη δανειοδότηση αλλοδαπών προκειμένου το χρήμα τους να είναι διαθέσιμο αποκλειστικά στους Ενετούς υπηκόους και, φυσικά, στο ίδιο το κράτος.

Με τους τρόπους αυτούς και με όλες τις ιδιαιτερότητές του, το μεσαιωνικό εμπόριο μοιάζει να αποτελεί μάλλον ευτυχές παράδειγμα συνεργασίας δημόσιου και ιδιωτικού τομέα κι επιβράβευσης του τολμηρού επιχειρηματικού πνεύματος. Πώς, όμως, διοικούνταν οι εμπορικές πόλεις αυτές;

β.   Απόπειρες δημοκρατικής οργάνωσης

Σιένα

Σιένα

Ανεξάρτητες αρχές και διαμεσολαβητές: Τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρούμε στη Δύση (και φυσικά και στην Ελλάδα) να πολλαπλασιάζονται οι λεγόμενες ανεξάρτητες αρχές. Ένας από τους κύριους σκοπούς πολλών από αυτές είναι να ελαχιστοποιήσουν τις περιπτώσεις αντιδικίας στις διαφορές μεταξύ Δημοσίου και πολίτη, προκρίνοντας τη διαμεσολάβηση ως τρόπο επίλυσής τους. Έχουμε έτσι τον Συνήγορο του Πολίτη, τον Συνήγορο του Καταναλωτή, τους διάφορους Συμπαραστάτες του Δημότη και, σε επίπεδο ΕΕ, τον Ευρωπαίο Μεσολαβητή. Λαμπρή ιδέα και μάλιστα πρωτότυπη… ή μήπως όχι;

Διαμεσολαβητές στις ιταλικές πόλεις του Μεσαίωνα – οι Ποδεστάτοι: Λίγες είναι οι ιδέες που δεν έχουν ξαναχρησιμοποιηθεί στην Ιστορία της Ανθρωπότητας κι οι διαμεσολαβητές δεν είναι μία από αυτές. Γιατί, πώς θα σας φαινόταν αν η Πολιτεία ανέθετε τη διακυβέρνησή της συνολικά σ’ έναν διαμεσολαβητή και μάλιστα αλλοδαπό;

Με αυτόν τον τρόπο διακυβέρνησης πειραματίστηκαν οι ιταλικές πόλεις του Μεσαίωνα, μεταξύ του τέλους του 12ου και των μέσων του 13ου αιώνα. Προερχόμενος από την ανώτερη αριστοκρατία κάποιας άλλης πόλης, όχι απαραίτητα γειτονικής, και με θητεία συνήθως ετήσια, ο ποδεστάτος καταφθάνει συνοδευόμενος από στρατιά συμβούλων και προσωπικών φρουρών. Συγκαλεί το δημοτικό συμβούλιο κι αναλαμβάνει την εφαρμογή των αποφάσεών του, όπως και τη συνέλευση των πολιτών (arengo), είναι εγγυητής της ενότητας και της ομόνοιας της πόλης και, κυρίως, επιλύει τις διαφορές μεταξύ των πολιτών, λειτουργώντας καθαρά ως διαμεσολαβητής, χωρίς να δεσμεύεται από ένα σώμα κωδικοποιημένου δικαίου κι εκτιμώντας ελεύθερα τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, λαμβάνοντας υπόψη κριτήρια όχι μόνο νομικά, αλλά πρωτίστως πολιτικά. Η αλλοδαπή προέλευσή του εγγυάται την έλλειψη οικογενειακών και πελατειακών δεσμών και, επομένως, την ουδετερότητά του.

Ο ρόλος του ποδεστάτου δεν μπορεί να γίνει ευχερώς κατανοητός αν δεν ληφθεί υπόψη ο χαρακτήρας των μεσαιωνικών και αναγεννησιακών ιταλικών πόλεων ως κοινωνιών σύγκρουσης (και ενδημικής βίας). Σύγκρουσης ανάμεσα σε αντίπαλες φράξιες της αριστοκρατίας και σύγκρουσης μεταξύ των ευγενών και των λαϊκών τάξεων (popolo minuto).

Από την ιστορία του θεσμού δεν λείπουν φυσικά κι οι παρεκτροπές. Αν σε κάποιες περιπτώσεις ο θεσμός καταδεικνύει τις σχέσεις ισοτιμίας μεταξύ συμμάχων πόλεων (Σιένα και Περούτζα ανταλλάσσουν εθιμικά ποδεστάτους), συχνά αποτελεί μέσο επιβολής της θέλησης του ισχυρού. Σε διακρατικό επίπεδο, για παράδειγμα, μια τοπική δύναμη σαν τη Φλωρεντία μπορεί να επιβάλλει στις μικρότερες πόλεις της περιοχής (Πράτο, Σαν Τζιμινιάνο) να «επιλέγουν» αποκλειστικά Φλωρεντινούς ποδεστάτους. Σε εσωτερικό επίπεδο, η άνοδος των λαϊκών τάξεων συνεπάγεται και την αμφισβήτηση της ουδετερότητας του ποδεστάτου που κατηγορείται όλο και συχνότερα ότι ευνοεί τους ευγενείς.

Οι «αγανακτισμένοι» στους δρόμους της Φλωρεντίας: Το πείραμα μοιάζει άρρηκτα συνδεδεμένο με τις πολιτικές και κοινωνικές ιδιαιτερότητες των ιταλικών πόλεων. Σε κάθε περίπτωση, η ιστορία του συνοδεύεται από διάφορα ενδιαφέροντα περιστατικά. Όπως μας διηγείται ο Φλωρεντινός πολιτικός και ιστορικός Ντίνο Κομπάνι («Cronica delle cose occorrenti ne’ tempi suoi»), το 1295 κάποιος ευγενής, ο Κόρσο Ντονάτι, έστειλε τους μπράβους του να ξυλοκοπήσουν έναν άλλον ευγενή (και συγγενή του), τον Σιμόνε Γκαλαστρόνε. Η συμπλοκή μεταξύ αντίπαλων σωματοφυλάκων είχε ως αποτέλεσμα ένα νεκρό. Κληθείς να επιλύσει τη διαφορά, ο Λομβαρδός ποδεστάτος Ιωάννης του Λουτσίνο δικαίωσε τον Ντονάτι που είχε ξεκινήσει την ιστορία! Η κρίση του ποδεστάτου προκάλεσε την οργή των πολιτών της Φλωρεντίας, οι οποίοι ξεχύθηκαν στους δρόμους φωνάζοντας συνθήματα που θυμίζουν τους σύγχρονους «αγανακτισμένους» «Θάνατος στον Ποδεστάτο» και «Να καεί, να καεί» (όχι βέβαια η χαρακτηριζόμενη ως οίκος ανοχής Βουλή, αλλά) «το μέγαρο του ποδεστάτου»!

Σιένα, Αμπρότζο Λορεντσέτι (14ος αι.), νωπογραφίες με θέμα την καλή διακυβέρνηση, Δημοτικό Μέγαρο

Σιένα, Αμπρότζο Λορεντσέτι (14ος αι.), νωπογραφίες με θέμα την καλή διακυβέρνηση, Δημοτικό Μέγαρο

Οι αποτυχημένες απόπειρες δημοκρατικότερης διακυβέρνησης: Η άνοδος ακριβώς των λαϊκών τάξεων θα οδηγήσει και τον θεσμό του ποδεστάτου σε παρακμή. Δύο είναι τα κύρια μέσα της λαϊκής συμμετοχής στην εξουσία: οι φορολογικές απογραφές (estimi), που συνεπάγονται τη φορολόγηση κάθε προσώπου αναλόγως της περιουσίας του, και η αμιγώς δικαστική επίλυση των διαφορών (βάσει κυρίως του ποινικού δικαίου). Είναι πολύ ενδιαφέρον το ότι οι μεσαιωνικές κοινωνίες οδηγήθηκαν από τη διαμεσολάβηση στη δικαστική επίλυση διαφορών, ενώ οι σύγχρονες ακολούθησαν την αντίστροφη πορεία. Ο χρόνος θα δείξει ποιος είχε δίκιο!

Οι απόπειρες για μια πιο δημοκρατική οργάνωση της κοινωνίας δεν στέφθηκαν τελικά από επιτυχία. Μετά από μια περίοδο έντονων συγκρούσεων, σε όλες σχεδόν τις ιταλικές πόλεις επικράτησαν τελικά ολιγαρχικά καθεστώτα. Στη Βενετία ο κύκλος των ευγενών που είχαν δικαίωμα συμμετοχής στα συμβούλια διοίκησης της πόλης συρρικνωνόταν όλο και περισσότερο, καταλήγοντας σε έναν κλειστό αριθμό λίγων αριστοκρατικών οικογενειών, στη Φλωρεντία ή στο Μιλάνο εκπρόσωποι μίας μόνον οικογένειας κυβερνούσαν συχνά ως ντε φάκτο μονάρχες (Μέδικοι, Βισκόντι, Σφόρτσα).

Η τελική αποτυχία, όμως, δεν αναιρεί την αξία της προσπάθειας. Άλλωστε το μέλλον δεν το γνωρίζουμε και θα ήταν πρόωρο να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο να επιβληθεί εκ νέου στις κοινωνίες μας το πρότυπο της ολιγαρχικής διακυβέρνησης.

ΜΕΡΟΣ ΙΙ
Ο ΜΕΣΑΙΩΝΑΣ ΩΣ ΕΠΟΧΗ ΑΚΡΑΙΑΣ ΒΙΑΣ

Πολιορκία της Ιερουσαλήμ από τους σταυροφόρους, 1099 (μικρογραφία του 13ου αι.)

Πολιορκία της Ιερουσαλήμ από τους σταυροφόρους, 1099 (μικρογραφία του 13ου αι.)

Πολύ συχνά, ο Μεσαίωνας εμφανίζεται ως συνώνυμο της βίας και της βαρβαρότητας. Πιθανότατα θα γνωρίζετε ότι η Α΄ Σταυροφορία ολοκληρώθηκε με λουτρό αίματος: όταν στις 15 Ιουλίου 1099 οι σταυροφόροι κατέλαβαν την Ιερουσαλήμ κατέσφαξαν το σύνολο σχεδόν του πληθυσμού της, μουσουλμάνους, Εβραίους, ακόμη και χριστιανούς, μια και μες στη μάχη δεν υπάρχει χρόνος να καταλάβεις τη θρησκεία του καθενός κι άλλωστε «όλοι ίδιοι έμοιαζαν με τις ανατολίτικες φορεσιές τους»! Θα έχετε ίσως ακούσει και για τη σφαγή όλων των κατοίκων της Μπεζιέ στο γαλλικό νότο, το 1209, στο πλαίσιο της Σταυροφορίας κατά των Καθαρών. Σύμφωνα με μία παράδοση που διασώζει ο κιστερκιανός μοναχός Καισάριος Χάιστερμπαχ, όταν οι στρατηγοί ρώτησαν τον παπικό λεγάτο Αρνάλδο Αμαλάριχο, ηγούμενο της μονής του Σιτώ, πώς θα μπορούσαν να διακρίνουν τους καλούς χριστιανούς από τους αιρετικούς όταν θα καταλάμβαναν την πόλη, εκείνος τους απάντησε κυνικά: «Σκοτώστε τους όλους κι ο Θεός θα ξεχωρίσει τους δικούς του»! («Tuez-les tous, Dieu reconnaîtra les siens.»/ «Cædite eos. Novit enim Dominus qui sunt eius.»).

Ποια εποχή, όμως, δεν γνώρισε πολέμους, λεηλασίες και σφαγές;

Α.   Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΜΕΣΑΙΩΝΑ

α.   Μια δραστηριότητα που αφορά λίγους

Στην πραγματικότητα, ο πόλεμος κατά τον Μεσαίωνα αφορά ένα περιορισμένο μέρος του πληθυσμού το οποίο ασχολείται λόγω θέσεως ή εξ επαγγέλματος με τα στρατιωτικά: άρχοντες, ιππότες και επαγγελματίες/ μισθοφόρους πολεμιστές. Δεν υπάρχει καθολική υποχρέωση στρατιωτικής υπηρεσίας που να βαρύνει το σύνολο του ανδρικού πληθυσμού, όπως στις πόλεις-κράτη της Αρχαιότητας και στα εθνικά κράτη των Νεότερων Χρόνων. Η πολεμική δραστηριότητα είναι περιορισμένη χρονικά (εκστρατείες γίνονται μόνο την άνοιξη και το καλοκαίρι και πάλι όχι σε περιόδους γεωργικών εργασιών), η αριθμητική δύναμη των στρατιωτικών σωμάτων είναι συνήθως μικρή και τα όπλα δεν είναι τόσο φονικά. Προτιμότερο είναι να αιχμαλωτισθεί ο αντίπαλος, γιατί αυτό θα αποφέρει και λύτρα, παρά να φονευθεί. Ακόμη κι ο Εκατονταετής Πόλεμος μεταξύ του γαλλικού και του αγγλικού βασιλικού οίκου, μολονότι διήρκεσε τυπικά περισσότερο από εκατό χρόνια (1337-1453), αποτελείται από διάσπαρτες στον χρόνο ολιγόμηνες εκστρατείες που πλήττουν συγκεκριμένα μόνο τμήματα της γαλλικής επικράτειας.

Η θεωρητική δικαιολόγηση: το σχήμα των τριών τάξεων. Το γεγονός ότι ο μεσαιωνικός πόλεμος αφορά ορισμένους μόνον αποδεικνύεται κι από το αντίστοιχο θεωρητικό υπόβαθρο: στις αρχές του 11ου αιώνα, ο Ανταλμπερόν, επίσκοπος της Λαν, κι ο Γεράρδος, επίσκοπος του Καμπραί, διατύπωναν για πρώτη φορά την τριμερή διάκριση των τάξεων που επρόκειτο να σημαδέψει το φαντασιακό της φεουδαλικής κοινωνίας. Τρεις τάξεις αποτελούν τη μεσαιωνική κοινωνία: οι oratores (αυτοί που προσεύχονται, δηλαδή ο κλήρος περιλαμβανομένων των μοναχών) οι bellatores (αυτοί που πολεμούν για να διασφαλίσουν την ύπαρξη του κράτους, δηλαδή οι ιππότες και κατ’ επέκταση οι ηγεμόνες και οι ευγενείς) και οι laboratores (κυριολεκτικά αυτοί που οργώνουν τη γη και συνεκδοχικά το σύνολο του εργαζόμενου λαού).

Οι Τρεις Τάξεις

Οι Τρεις Τάξεις

Η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα: τα στρατιωτικά θρησκευτικά τάγματα. Υπάρχει, βεβαίως, μια σημαντική εξαίρεση: πρόκειται για τα στρατιωτικά θρησκευτικά τάγματα (Ναΐτες, Ιωαννίτες και Τεύτονες ιππότες) τα οποία συγκροτήθηκαν κατά τον 12ο αιώνα για να διασφαλίσουν την άμυνα των χριστιανικών κρατών της Συρίας και Παλαιστίνης. Τα μέλη τους δίνουν θρησκευτικούς όρκους και υποχρεούνται να τηρούν έναν κανόνα που μοιάζει με εκείνους των μοναστικών ταγμάτων, αλλά έχουν ως κύρια ενασχόληση τον πόλεμο με τις δυνάμεις του ισλάμ. Το γεγονός εξηγείται ευχερώς: η συγκρότηση των ΣΘΤ αποτελεί μια ρεαλιστική απάντηση σε ένα υπαρκτό πρόβλημα, τη λειψανδρία όσον αφορά την υπεράσπιση των σταυροφορικών κρατών. Και πάλι, η παρέκκλιση αυτή από τον κανόνα των τριών τάξεων με διακριτούς ρόλους συνάντησε μεγάλες αντιδράσεις. Ο Βερνάρδος του Κλαιρβώ χρειάστηκε να βάλει τα δυνατά του για να δικαιολογήσει την αναγκαιότητα της σύστασης του Τάγματος του Ναού με το «De laude novae militiae».

Η σφραγίδα του Τάγματος των Ναϊτών

Η σφραγίδα του Τάγματος των Ναϊτών

β.   Μια δραστηριότητα που ρυθμίζεται από σαφείς κανόνες

Επιπλέον, ο μεσαιωνικός πόλεμος αποτελεί δραστηριότητα η οποία ρυθμίζεται από σαφείς κανόνες. Από πολύ νωρίς, έχοντας επίγνωση της αποστολής της ως εγγυήτριας της κοινωνικής ειρήνης και προστάτιδας του ποιμνίου της, η Καθολική Εκκλησία θέτει κανόνες στη διεξαγωγή του πολέμου. Οι κανόνες αυτοί θα αναπτυχθούν σταδιακά για να αποτελέσουν στην τελική μορφή τους ένα μεσαιωνικό δίκαιο των ένοπλων συγκρούσεων, αντίστοιχο του οποίου θα αργήσουμε πολύ να συναντήσουμε στους Νεότερους Χρόνους.

Η Ειρήνη του Θεού: Μέσα από συλλογικές διεργασίες και συνελεύσεις κληρικών και λαϊκών, οι πρώτες από τις οποίες ανάγονται ήδη στον 10ο αιώνα, αναπτύσσεται κι επικρατεί η ιδέα της «Ειρήνης του Θεού». Βάσει των κανόνων που θεσπίζονται διασφαλίζεται η προστασία των κληρικών, των ναών και της εκκλησιαστικής περιουσίας, αφενός, και της σωματικής ακεραιότητας και των υλικών αγαθών των αμάχων και δη των φτωχών. Στους εμπόλεμους που παραβιάζουν τους κανόνες αυτούς επιβάλλονται ποινές που φτάνουν μέχρι του αποκλεισμού τους από την κονωνία των πιστών.

Η Ανακωχή του Θεού: Ένα δεύτερο στάδιο θέσπισης περιοριστικών κανόνων, αποτελεί η λεγόμενη «Ανακωχή του Θεού», βάσει της οποίας οι πολεμικές δραστηριότητες απαγορεύονται σε ορισμένο διάστημα της εβδομάδας (από το βράδυ της Τετάρτης έως το πρωί της Δευτέρας) και σε ορισμένες περιόδους του έτους που σχετίζονται με σημαντικές θρησκευτικές εορτές: Σαρακοστή, Πάσχα, σαρανταήμερο 15 Νοεμβρίου έως 24 Δεκεμβρίου και Χριστούγεννα. Με τον τρόπο αυτό η Εκκλησία κατορθώνει να περιορίσει τη δυνατότητα ένοπλων δραστηριοτήτων σε 80 μόλις ημέρες του έτους.

Τελικά, η συλλογική μνήμη της Ευρώπης δεν συγκράτησε τόσο τους μεσαιωνικούς πολέμους. Εν μέσω Αναγέννησης, οι θρησκευτικοί πόλεμοι και ειδικά ο Τριακονταετής είναι αυτοί που θα σημαδέψουν το φαντασιακό των ανθρώπων με τη σκληρότητα και την ανεπανάληπτη βιαιότητά τους. Κατά τη διάρκεια του Β΄ ΠΠ, όταν πολλοί αξιωματικοί της Βέρμαχτ αναζητούν στα ημερολόγια και τα απομνημονεύματά τους ένα ιστορικό προηγούμενο πολέμου εξίσου απάνθρωπου με τον δικό τους, αναφέρουν αυθόρμητα τον Τριακονταετή και ποτέ κάποια μεσαιωνική σύρραξη.

Β.   ΒΙΑΙΗ ΚΑΤΑΣΤΟΛΗ ΚΑΙ ΔΙΩΞΕΙΣ ΣΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΤΩΝ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΩΝ

Η βία δεν περιορίζεται μόνο στις πολεμικές συγκρούσεις. Υπάρχει και η άσκησή της από φορείς εξουσίας στο εσωτερικό των κοινωνιών.

α.   Η Ιερά Εξέταση

Γκόγια, Escena de Inquisición

Γκόγια, Escena de Inquisición

Το 1231, ο πάπας Γρηγόριος Θ΄ ιδρύει την Ιερά Εξέταση με αποστολή τη δίωξη και εξάλειψη των αιρέσεων. Η Ιερά Εξέταση θα στελεχωθεί πρωτίστως από μέλη του Τάγματος των Δομινικανών και, στη συνέχεια, των Φραγκισκανών. Βασικός στόχος της την εποχή εκείνη είναι το δόγμα των Καθαρών. Οι Καθαροί είναι δυϊστές, πιστεύουν στην ύπαρξη δύο αντιπάλων αρχών, αυτής του Καλού, του Θεού, και του Κακού, το οποίο είναι δημιουργός και κύριος του υλικού κόσμου. Για ορισμένους, είναι μια μετεξέλιξη της μεγάλης παράδοσης του Δυϊσμού που ξεκινά με τον ζωροαστρισμό, για να συνεχιστεί με τους Γνωστικούς, τους Μανιχαίους, τους Παυλικιανούς και τους Βογομίλους. Για άλλους, πάλι (κι αυτή είναι σήμερα η κρατούσα άποψη), είναι χριστιανοί αντιφρονούντες που κηρύσσουν την επιστροφή στην αγνότητα των πρωτοχριστιανικών χρόνων. Η αλήθεια ίσως να βρίσκεται κάπου στη μέση. Σε κάθε περίπτωση, οι Καθαροί έχουν τη δική τους εκκλησιαστική οργάνωση κι ιεραρχία και είναι ιδιαίτερα δημοφιλείς στη Λομβαρδία και τη ΝΔ Γαλλία, όπου χαίρουν της συμπάθειας και πολλών τοπικών αρχόντων. Με άλλα λόγια, αποτελούν θανάσιμο κίνδυνο για την Καθολική Εκκλησία, η οποία έχει μόλις διεξαγάγει εναντίον τους μια πολεμική εκστρατεία, τη Σταυροφορία κατά των Καθαρών (1208-1229), που έχει στεφθεί από σχετική μόνον επιτυχία.

Δεν πρόκειται, φυσικά, να υποστηρίξω ότι η Ιερά Εξέταση ήταν κάτι το συμπαθητικό. Αποτέλεσε σαφώς μηχανισμό δίωξης και καταστολής. Η ύπαρξη, όμως, ενός τέτοιου μηχανισμού δεν αποτελεί ιδιαιτερότητα του Μεσαίωνα: διαχρονικά, οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, οι φορείς εξουσίας καταφεύγουν σε αντίστοιχες πρακτικές. Η Ιερά Εξέταση δεν αποτελεί μέσο άσκησης τυφλής βίας, αντιθέτως υπακούει σε συγκεκριμένους κανόνες που ρυθμίζουν τη δράση της όσον αφορά τη δίωξη, την ανάκριση και την ποινική δίκη των κατηγορουμένων ως αιρετικών. Ο ιεροεξεταστής δεν έχει ως σκοπό να κατασκευάσει ενόχους, ούτε να καταδικάσει χωρίς να δώσει στον κατηγορούμενο την ευκαιρία να συμμορφωθεί προς τους κανόνες της Εκκλησίας. Ένα παράδειγμα ίσως είναι διαφωτιστικό.

β.   Το αρχείο ιεροεξεταστή του Ιάκωβου Φουρνιέ

Ο τάφος του Ιάκωβου Φουρνιέ-Βενέδικτου ΙΒ΄ στην Αβινιόν

Ο τάφος του Ιάκωβου Φουρνιέ-Βενέδικτου ΙΒ΄ στην Αβινιόν

Ο Ιάκωβος Φουρνιέ (1285-1342), είναι ένας κληρικός ταπεινής καταγωγής. Ο πατέρας του ήταν ξυλουργός ή αρτοποιός. Είναι όμως ιδιαίτερα ευφυής κι εξαιρετικά μορφωμένος. Στην περίπτωσή του το «ασανσέρ της κοινωνικής ανόδου» θα λειτουργήσει θαυμάσια. Το 1334, έπειτα από λαμπρή σταδιοδρομία στα εκκλησιαστικά αξιώματα, θα εκλεγεί πάπας, με το όνομα Βενέδικτος ΙΒ΄, θέση στην οποία θα επιδείξει μάλιστα αξιοθαύμαστο μεταρρυθμιστικό έργο.

Ο Φουρνιέ υπήρξε επίσκοπος της πόλης Παμιέ στη νοτιοδυτική Γαλλία από το 1317 ως το 1326. Με την ιδιότητά του αυτή προήδρευε του τοπικού δικαστηρίου της Ιεράς Εξέτασης, στα όρια της κατά τόπον αρμοδιότητας του οποίου περιλάμβανονταν περιοχές όπου επιβίωνε η αίρεση των Καθαρών, μεταξύ αυτών και το γνωστό μας Μονταγιού. Χάρη στην οξυδέρκεια, την εργατικότητα, την προσοχή στη λεπτομέρεια και τη σχολαστική τήρηση της ποινικής δικονομίας που χαρακτήριζαν τον Φουρνιέ γνωρίζουμε σήμερα τα πάντα για την καθημερινή ζωή στο Μονταγιού, όσον αφορά χρονική περίοδο τριάντα χρόνων. Σχηματίστηκαν 98 δικογραφίες που αφορούσαν 114 άτομα (25 από αυτά ήταν από το Μονταγιού). Από τις υποθέσεις μόνο 5 κατέληξαν στην επιβολή της θανατικής ποινής σε αιρετικούς (4 μέλη της αίρεσης των λεγόμενων «Πτωχών της Λυών» και ένας καθ’ υποτροπήν Καθαρός). Το αρχείο ιεροεξεταστή του Φουρνιέ (λατινικό χειρόγραφο αριθ. 4080 της βιβλιοθήκης του Βατικανού) εκδόθηκε και μεταφράστηκε στα γαλλικά με επιμέλεια του Ζαν Ντυβερνουά (Τουλούζη, 1965, 3 τόμοι). Υπήρξε το βασικό υλικό για τη μνημειώδη μελέτη του Γάλλου ιστορικού Εμμανυέλ Λε Ρουά Λαντυρί με θέμα την κοινωνία του Μονταγιού.

Για να αστειευθούμε, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ακόμη και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Στρασβούργο θα δυσκολευόταν να εντοπίσει παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στις δίκες της Ιεράς Εξέτασης. Υπερβάλλουμε, βέβαια, μια και οι δίκες αυτές διεξάγονταν χωρίς την παρουσία δικηγόρου του κατηγορουμένου, ενώ οι αποφάσεις δεν ήταν δεκτικές εφέσεως. Ωστόσο τηρούνταν πάντα οι κανόνες της εφαρμοστέας ποινικής δικονομίας. Μεταξύ άλλων υπήρχαν πάντα διερμηνείς και μεταφραστές για κάθε εξέταση μάρτυρα ή ανάκριση κατηγορουμένου. Από τις δικογραφίες που χειρίστηκε τότε ο Φουρνιέ διαπιστώνουμε ότι οι κατηγορούμενοι αθωώνονταν στην περισσότερες περιπτώσεις. Οι συχνότερες ποινές ήταν η υποχρέωση κάποιου προσκυνηματικού ταξιδιού κι έπειτα η φυλάκιση ή η κάθειρξη. Η θανατική ποινή επιβαλλόταν μόνον σε όσους είχαν κριθεί καθ’ υποτροπήν αιρετικοί.

Η Ισπανική Ιερά Εξέταση καίει αιρετικούς στο Άμστερνταμ, 1571

Η Ισπανική Ιερά Εξέταση καίει αιρετικούς στο Άμστερνταμ, 1571

Γιατί, όμως, η Ιερά Εξέταση έχει τόσο κακή φήμη; Η απάντηση δεν είναι άλλη από την Ισπανική Ιερά Εξέταση, η οποία κατά τον 16ο και 17ο αιώνα εξαπολύει απηνείς διωγμούς εναντίον των Εβραίων και μουσουλμάνων της Ιβηρικής που είχαν υποχρεωθεί με τη βία να προσηλυτισθούν. Φυσικά δεν βρισκόμαστε πλέον στον Μεσαίωνα. Επιπλέον, η Ισπανική Ιερά Εξέταση δεν ελέγχεται από την Αγία Έδρα, αλλά από το ισπανικό στέμμα. Η αγριότητά της απορρέει άμεσα από τη βούληση της κρατικής εξουσίας να επιβληθεί με κάθε μέσο στους υπηκόους της.

Ο Μεσαίωνας υπήρξε και βίαιος. Το να χαρακτηρίζει, όμως, η εποχή μας το Μεσαίωνα ως κατεξοχήν εποχή βαρβαρότητας αποτελεί τραγική ειρωνεία. Δεν είναι μακρινός, νομίζω, ο 20ός αιώνας των δύο παγκοσμίων πολέμων, των πυρηνικών και των άλλων όπλων μαζικής καταστροφής, των στρατοπέδων του Γκουλάγκ, των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης κι εξόντωσης, της Σοά.

ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ
Ο ΜΕΣΑΙΩΝΑΣ ΚΑΤΕΞΟΧΗΝ ΕΠΟΧΗ ΚΑΤΑΠΙΕΣΗΣ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ;

Καταπιεσμένες από αυταρχικούς και βίαιους συζύγους, καταπιεσμένες από τους φεουδάρχες, καταπιεσμένες από την Εκκλησία που τις θεωρεί σύμβολα της αμαρτίας και του κακού, όταν δεν τις στέλνει στην πυρά για να τις κάψει σαν μάγισσες, οι γυναίκες του Μεσαίωνα φαίνεται να ζούσαν σε συνθήκες απόλυτης δυστυχίας. Ή, τουλάχιστον, αυτό μας λέει το σχετικό στερεότυπο. Πόσο, όμως, ανταποκρίνεται στην αλήθεια; Ας εξετάσουμε πρώτα τρεις ευρύτατα διαδεδομένους μύθους σχετικά με τη θέση της Γυναίκας στα χρόνια του Μεσαίωνα, πριν δούμε ποια ήταν στην πραγματικότητα.

Α.   ΟΙ ΣΥΚΟΦΑΝΤΙΕΣ

Οι Νεότεροι Χρόνοι επιχείρησαν να αμαυρώσουν τη φήμη του Μεσαίωνα με δύο εντελώς παράλογες κατηγορίες και με μια αληθοφανή συκοφαντία.

α.   Παντελώς αστήρικτες κατηγορίες

1.   Οι ζώνες αγνότητας

Ζώνη αγνότητας, γερμανική ξυλογραφία του 16ου αι.

Ζώνη αγνότητας, γερμανική ξυλογραφία του 16ου αι.

Ο μύθος: Το στερεότυπο μας είναι πολύ γνώριμο. Πριν ξεκινήσει για κάποια σταυροφορία, ο άρχοντας θέλει να βεβαιωθεί ότι η σύζυγός του θα παραμείνει πιστή καθ’ όλη τη διάρκεια της απουσίας του. Για τον λόγο αυτό, της φορά μια ζώνη αγνότητας, την οποία κλειδώνει και φεύγοντας παίρνει μαζί του το κλειδί. Ο μύθος δεν μας πληροφορεί για το τι θα συμβεί έτσι και χαθεί αυτό το πολύτιμο κλειδί, ενώ ας πούμε ο ήρωάς μας καλπάζει σε κάποιο οροπέδιο της Ανατολίας, αν πέσει σε τρικυμία το γενοβέζικο καράβι που τον μεταφέρει στους Άγιους Τόπους ή ενώ πολεμά τους μουσουλμάνους στην Παλαιστίνη. Ούτε αν, όπως είναι πολύ πιθανό από στατιστική άποψη, δεν επιστρέψει ποτέ στην πατρίδα του.

Η αλήθεια: μια σατανική εφεύρεση των Νεότερων Χρόνων. Η ιστορική πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική. Η πρώτη περιγραφή αντικειμένου που μοιάζει κάπως με αυτό που αποκαλούμε ζώνη αγνότητας ανάγεται στις αρχές του 15ου αιώνα και περιλαμβάνεται στο σύγγραμμα «Bellifortis» του Γερμανού στρατιωτικού μηχανικού Κορράδου Κάυζερ του Άιχστεττ, ο οποίος σημειώνει ότι, όπως είχε ακούσει, κάποιοι ηλικιωμένοι πλούσιοι Φλωρεντινοί το χρησιμοποιούσαν για να εξασφαλίσουν ότι οι κατά πολύ νεότερες γυναίκες τους δεν θα τους απαιτούσαν. Η διαβολική αυτή εφεύρεση φαίνεται να χρησιμοποιήθηκε, σπάνια είναι η αλήθεια, κατά τον 16ο και 17ο αιώνα σε γυναίκες… εν μέσω της υπέρλαμπρης Αναγέννησης. Η χρήση της διαδίδεται κατά τον 18ο αιώνα για ένα διαφορετικό σκοπό από αυτόν του μύθου: μέχρι και πριν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο χρησιμοποιούταν σε αγόρια και κορίτσια για να αποτρέψει την αυτοϊκανοποίηση. Στ’ αλήθεια πονηροί οι Νεότεροι Χρόνοι: καταλόγισαν στον δύσμοιρο Μεσαίωνα μια δικιά τους διεστραμμένη εφεύρεση!

Και να ήταν μόνον οι ζώνες αγνότητας…

2.   Το διαβόητο ius primae noctis

Ο, ιδιαίτερα δημοφιλής, μύθος μάς λέει ότι την πρώτη νύχτα του γάμου ενός ζεύγους δουλοπάροικων δεν κοιμόταν με τη νύφη ο γαμπρός, αλλά ο άρχοντάς τους!

Ούτε αυτός ο μύθος περιέχει έστω κι έναν κόκκο αλήθειας. Η πρώτη μνεία στο υποτιθέμενο αυτό δικαίωμα του φεουδάρχη γίνεται στα μέσα του 16ου αιώνα από τον Γάλλο νομομαθή Ιωάννη Παπόν. Αργότερα ο μύθος του διαβόητου ius primae noctis θα διαδοθεί από μορφές του Διαφωτισμού, όπως ο Βολταίρος («Σπουδή περί των Ηθών», 1756), και ιστορικούς του 19ου αιώνα, όπως ο Ζυλ Μισλέ. Στην πραγματικότητα, ο μύθος οφείλεται σε μια παροιμιώδη γκάφα του Παπόν: μελετώντας μεσαιωνικά έγγραφα της περιοχής του, είδε να αναφέρεται κάποιο «droit de cuissage». Μόνο που το συγκεκριμένο δικαίωμα δεν είχε καμία σχέση με προνόμια ερωτικού χαρακτήρα. Αφορούσε απλώς το προνόμιο κάποιου να ψήνει ψωμί για ολόκληρη την κοινότητα του χωριού!

Μολονότι δεν στηρίζεται σε κανένα απολύτως στοιχείο από τις πηγές, ο μύθος του ius primae noctis εξακολουθεί να γνωρίζει επιτυχία ακόμη και στην εποχή μας. Η ειρωνεία έγκειται στο ότι, όπως αποδεικνύουν κοινωνιολογικές κι ιστορικές μελέτες, στη Γαλλία των χρόνων της βιομηχανικής επανάστασης αναγνωριζόταν ότι ο εργοστασιάρχης κι ο επιστάτης είχαν εθιμικά ένα αντίστοιχο δικαίωμα πάνω στις εργατριές τους!

β.   Έκαιγαν πράγματι μάγισσες τον Μεσαίωνα;

World Without End

World Without End

Δεν πρέπει να υπάρχει μυθιστόρημα, τηλεοπτική σειρά ή κινηματογραφική ταινία με θέμα τον Μεσαίωνα που να μην περιέχει μία τουλάχιστον σκηνή στην οποία κάποια μάγισσα θα καίγεται στην πυρά! Στα πολύ επιτυχημένα μυθιστορήματα του Ουαλού συγγραφέα Κεν Φόλλεττ, τα οποία έχουν μεταφερθεί και στην τηλεόραση, ειδικότερα δε στον «Κόσμο Χωρίς Τέλος», έχει κανείς την εντύπωση ότι κάθε είκοσι σελίδες κάποια γυναίκα κατηγορείται για μαγεία, δικάζεται κι ενίοτε καταδικάζεται σε θάνατο και μάλιστα με πολλούς και διάφορους τρόπους εκτέλεσης. Ακόμη κι ο Ουμπέρτο Έκο, που τον Μεσαίωνα τον γνωρίζει όσο λίγοι, υποκύπτει στον πειρασμό, βάζοντας στο «Όνομα του Ρόδου» την νεαρή χωρική που γνωρίζει ο Άντσο να καταδικάζεται ως μάγισσα. Και στην Ελλάδα, ιστορικός και μέλος του Κοινοβουλίου που δεχόταν επικρίσεις, επειδή είχε επιχειρήσει να αποδομήσει κάποιον από τους μύθους που περιέχει η επίσημη εθνική αφήγηση της Ιστορίας, έβρισκε καταφύγιο στον μύθο περί μαγισσών, δηλώνοντας ότι «στην ελληνική πολιτική σκηνή υπάρχει ένα κυνήγι μαγισσών. Αν θέλουν μάγισσες ας τις αναζητήσουν στον Μεσαίωνα».

Η αδιαφορία του Μεσαίωνα: Δεν θα ήταν δυνατό να υποστηριχθεί ότι οι πρακτικές μαγείας και μαγγανείας ήταν άγνωστες στις μεσαιωνικές κοινωνίες. Απαντούν σε όλες τις εποχές και σε όλες τις ανθρώπινες κοινωνίες, ενώ κάποιες από αυτές ενσωματώνονται, επίσημα ή ανεπίσημα, σε θρησκείες. Όποιος όμως προσπαθήσει να μελετήσει τον Μεσαίωνα αναζητώντας ψυχώσεις και κυνήγια μαγισσών θα έχει την εντύπωση ότι διασχίζει μια έρημο και θα απογοητευθεί.

Μερικές παράγραφοι σε ένα σύγγραμμα εκκλησιαστικού δικαίου των αρχών του 9ου αιώνα, όπου ο τότε επίσκοπος Ραιτίας προτείνει την επιβολή ατιμωτικών ποινών (χωρίς να μνημονεύει ρητώς τη θανατική ποινή) σε όσους ασχολούνται με τη μαγεία και μαγγανεία. Στοργικές συμβουλές για την καθοδήγηση των παραπλανημένων αυτών ψυχών από τον ηγούμενο Ρηγίνο της Πρυμ περίπου έναν αιώνα αργότερα. Κανένα ίχνος διωγμών, δικών και καταδικών! Είναι προφανές ότι η μαγεία ως κοινωνικό φαινόμενο δεν απασχόλησε ιδιαίτερα την κοινωνία του Μεσαίωνα.

Η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνεται ακόμη και σε εποχές κατά τις οποίες η Καθολική Εκκλησία εξαπολύει απηνείς διωγμούς κατά των αιρέσεων, έχοντας ήδη προβεί στη σύσταση της Ιεράς Εξέτασης. Στο κλασικό του σύγγραμμα «Practica officii Inquisitionis heretice pravitatis» (Τουλούζη, περ. 1323-1324), γνωστό και ως «Εγχειρίδιο του Ιεροεξεταστή», ο Βερνάρδος Γκι δεν αφιερώνει ούτε δύο σελίδες στη μαγεία, ενώ οι αναφορές στο δυϊστικό δόγμα των Καθαρών καταλαμβάνουν το μισό περίπου βιβλίο και η εξέταση της αίρεσης των Πτωχών της Λυών απαιτεί μερικές δεκάδες σελίδες.

Χανς Μπάλντουνγκ Γκριν, Οι Μάγισσες, 1508

Χανς Μπάλντουνγκ Γκριν, Οι Μάγισσες, 1508

Η μεταστροφή: Είναι αλήθεια ότι το γεγονός που σηματοδοτεί ποιοτική αλλαγή της στάσης της δυτικής Εκκλησίας έναντι της μαγείας είναι σχεδόν σύγχρονο με τη συγγραφή του έργου του δομινικανού ιεροεξεταστή: τον Αύγουστο του 1326, ο πάπας Ιωάννης ΚΒ΄ (Ιάκωβος Ντιέζ της Καόρ) εκδίδει τη βούλλα «super illius specula», με την οποία οι πρακτικές μαγείας και μαγγανείας εξομοιώνονται με αίρεση. Πρέπει, όμως, να επισημανθεί ότι ο Ιωάννης ΚΒ΄ (στον οποίο παραδόξως κάποιοι αποδίδουν τη συγγραφή αλχημιστικών βιβλίων) είχε προσωπικούς λόγους να απεχθάνεται τη μαγεία: παραλίγο να δολοφονηθεί από τον επίσκοπο της γενέτειράς του, τον Ούγο Ζερώ, τον οποίο είχε παραπέμψει σε δίκη για οικονομικές ατασθαλίες. Μέσα στην τρέλα και τον πανικό του, ο Ζερώ δεν είχε αρκεσθεί στην προσπάθειά του να δηλητηριάσει τον ποντίφηκα, αλλά είχε καταφύγει και σε πρακτικές μαγείας, καίγοντας κέρινα ομοιώματα του αντιπάλου του!

Στην πραγματικότητα, το πιο σημαντικό είναι η αλλαγή στάσης της κοινωνίας, η οποία ανάγεται στο δεύτερο μισό του 14ου αιώνα. Παρέλκει, ίσως, η υπόμνηση, των γεγονότων που σημάδεψαν την εποχή: μακροχρόνια οικονομική κρίση, ραγδαία επιδείνωση των κλιματολογικών συνθηκών και, κυρίως, η τρομακτική επιδημία βουβωνικής πανώλης που ξεκληρίζει το ένα τρίτο τουλάχιστον του πληθυσμού της Ευρώπης. Είναι δύσκολο για τον σύγχρονο άνθρωπο να αντιληφθεί τον τρόπο με τον οποίο σημάδεψε τη συλλογική συνείδηση των κοινωνιών της εποχής μια συμφορά τέτοιου μεγέθους. Σε όλα αυτά ας προστεθεί και η αυξανόμενη τάση της κεντρικής εξουσίας (κρατικής και εκκλησιαστικής) για στενότερο έλεγχο των κοινωνιών, κάτι που συνεπάγεται την όλο και μεγαλύτερη χρήση μεθόδων καταστολής. Πρόκειται, όμως, για στοιχεία που δεν χαρακτηρίζουν τόσο τη φεουδαλική οργάνωση του Μεσαίωνα όσο τα κράτη κατά τους Νεότερους Χρόνους.

Το κυνήγι μαγισσών, χαρακτηριστικό γνώρισμα των Νεότερων Χρόνων: Οι πρώτες δίκες για μαγεία (χωρίς καταδίκες σε θάνατο) καταγράφονται στην περιοχή της Τουλούζης κατά το δεύτερο μισό του 14ου αιώνα. Ακόμη, όμως, και κατά τον Ύστερο Μεσαίωνα αποτελούν περιστασιακό φαινόμενο. Η πραγματική φρενίτιδα με τη μαγεία και το κυνήγι μαγισσών αποτελούν χαρακτηριστικά γνωρίσματα της Αναγέννησης και των Νεότερων Χρόνων! Τα πρώτα εγχειρίδια οδηγιών για την καταπολέμηση της μαγείας συγγράφονται μετά το 1480: οι Γερμανοί δομινικανοί μοναχοί Ερρίκος Κράμερ (γνωστότερος ως Ινστιτόρις) και Ιάκωβος Σπρέγγερ δημοσιεύουν το διαβόητο σύγγραμα «Malleus Maleficarum» το 1486-1487, ο Γάλλος νομικός Ιωάννης Μποντέν δημοσιεύει τη «Démonomanie des sorciers» το 1580 και ο συνάδελφός του από τη Λωρραίνη Νικόλαος Ρεμύ εκδίδει τη «Δαιμονολατρεία» του το 1592. Όσο για τον παροξυσμό των δικών μαγισσών, αυτός είναι υπόθεση του 17ου αιώνα: από την αυλή του Λουδοβίκου ΙΔ΄ μέχρι τον Νέο Κόσμο, όλοι ψάχνουν για μάγισσες! Η πασίγνωστη δίκη των Μαγισσών του Σάλεμ στη Μασσαχουσέττη γίνεται το 1698. Στη Γαλλία, ειδικά, η τελευταία δίκη για μαγεία καταγράφεται στο Μπορντώ το 1718. Μάλλον χρειάζεται διαστροφική φαντασία για να καταλογιστούν όλα αυτά στον άμοιρο Μεσαίωνα.

Για να είμαστε, άλλωστε, ακριβείς και δίκαιοι, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η στάση του μεσαιωνικού ανθρώπου απέναντι στη μαγεία μοιάζει εκπληκτικά σύγχρονη: η μαγεία αντιμετωπιζόταν περισσότερο ως εκδήλωση ψυχικής ασθένειας. Για τον συμπαθή Ρηγίνο, οι ισχυρισμοί κάποιων γυναικών για συναντήσεις με δαίμονες δεν είναι παρά «αποτελέσματα παραισθήσεων». Όσο για τον Ιωάννη του Σώλσμπρυ, επίσκοπο Σαρτρ (12ος αιώνας), αρκεί απλώς «να μη δίνει κανείς προσοχή σε τόσο αξιοθρήνητες παλαβομάρες».

Β.   Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΟΝ ΜΕΣΑΙΩΝΑ

Η Κυρία με τον Μονόκερω, 15ος αι.

Η Κυρία με τον Μονόκερω, 15ος αι.

α.   Γυναίκες και εξουσία

«Οι γυναίκες δεν ήταν υπόδουλες και υποταγμένες στο πλαίσιο ενός κόσμου ο οποίος εμφανίζεται να κυριαρχείται από τις αντρικές αρετές ιπποτών ή ασκητικών μοναχών; Η εξουσία δεν απέκλειε τις γυναίκες από την κορυφή της κοινωνίας; Η υπόμνηση μερικών ονομάτων αρκεί για να αποδείξει το αντίθετο. Η Αλιενόρ της Ακυιτανίας, η Λευκή της Καστίλλης κι άλλες λιγότερο γνωστές διοίκησαν επικράτειες και κυβέρνησαν υπηκόους» (Συλβαίν Γκούγκενάιμ Regards sur le Moyen Âge, σελ. 103). Πράγματι, δεν είναι λίγα τα παραδείγματα γυναικών που ασκούν τη βασιλική εξουσία όταν ο σύζυγός τους απουσιάζει ή ασθενεί ή αυτών στις οποίες έχει νομίμως ανατεθεί η αντιβασιλεία μέχρι την ενηλικίωση του γιου τους. Άλλες πάλι είναι αρκετά δυναμικές ώστε να πάρουν την εξουσία στα χέρια τους και χωρίς να συμβαίνει κάτι από τα παραπάνω.

1.   Η Αλιενόρ της Ακυιτανίας,
της οποίας το όνομα θα μπορούσαμε να μεταγράψουμε και ως Ελεονόρα, αλλά οι Γάλλοι ακόμη και σήμερα την αποκαλούν με το οξιτανικό της όνομα, είναι μια από τις δυναμικότερες γυναικείες μορφές του Μεσαίωνα. Κληρονόμος του ισχυρού δουκάτου της Ακυιτανίας, παντρεύεται το 1137 (σε ηλικία 15 ετών) τον βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκο Ζ΄. Η νεαρή με τα πλούσια ενδιαφέροντα και το εκρηκτικό ταμπεραμέντο βρίσκει βαρετό τον μονόχνωτο και ασκητικό σύζυγό της. Η ασυμφωνία χαρακτήρων είναι προφανής: η ρήξη στις σχέσεις των συζύγων καθίσταται οριστική κατά τη διάρκεια της Β΄ Σταυροφορίας (όταν, μεταξύ των άλλων, οι κακές γλώσσες καταλογίζουν στην Αλιενόρ και μια εξωσυζυγική περιπέτεια με τον θείο της και ηγεμόνα της Αντιόχειας, τον Ραϋμόνδο του Πουατιέ). Με την επιστροφή στη Γαλλία, η Αλιενόρ παίρνει την πρωτοβουλία και, το 1152, χωρίζει τον Λουδοβίκο (καθόσον νομικά δεν υφίστατο διαζύγιο, τυπικά επρόκειτο για ακύρωση του γάμου λόγω… μακρινής συγγένειας μεταξύ των συζύγων). Έξι μόλις εβδομάδες μετά την ακύρωση του πρώτου της γάμου παντρεύεται στο Πουατιέ τον Ερρίκο, δούκα της Νορμανδίας και κόμη του Ανζού και του Μαιν, ο οποίος θα γίνει δύο χρόνια αργότερα βασιλιάς της Αγγλίας (ως Ερρίκος Β΄). Ως κυρία της Ακυιτανίας, η Αλιενόρ θα ανατρέψει υπέρ της Αγγλίας την ισορροπία δυνάμεων μεταξύ των δύο βασιλείων. Ως βασίλισσα δεν θα αρκεσθεί στη διοίκηση των προσωπικών κτήσεών της και στην οικονομική διαχείριση της μεγάλης περιουσίας της, ούτε στον ρόλο της προστάτιδας των γραμμάτων και των τεχνών: από το 1160 και μετά είναι ουσιαστικά αυτή που κυβερνά την Αγγλία. Θα φτάσει μέχρι του σημείου να προτρέψει τους γιους της να στασιάσουν κατά του πατέρα τους (1173). Η κίνηση θα στοιχίσει στην Αλιενόρ σχεδόν 15 χρόνια αιχμαλωσίας. Μετά τον θάνατο του συζύγου της (1189), θα επιστρέψει στην πολιτική σκηνή υποστηρίζοντας τον γιο της Ριχάρδο, νέο βασιλιά της Αγγλίας. Μέχρι τον θάνατό της (1204) θα παραμείνει δραστήρια, αναλαμβάνοντας διπλωματικές πρωτοβουλίες και επιχειρώντας να καθορίσει σύμφωνα με τις απόψεις της τις λεπτές ισορροπίες μεταξύ Γαλλίας και Αγγλίας.

2.   Η Λευκή της Καστίλλης.
Εγγονή της Αλιενόρ, η Λευκή της Καστίλλης παντρεύεται σε ηλικία 12 ετών τον διάδοχο του γαλλικού θρόνου (τον μετέπειτα Λουδοβίκο Η΄). Μετά τον θάνατο του συζύγου της (1226), θα κυβερνήσει το βασίλειο έως την ενηλικίωση του γιου της (Λουδοβίκου Θ΄). Κατά τη διάρκεια της αντιβασιλείας της θα διαπραγματευθεί (με επιτυχία) τους όρους της Συνθήκης του Μω (1229), με την οποία τερματίζεται η σύγκρουση μεταξύ Γαλλίας και κομητείας της Τουλούζης (που προκλήθηκε λόγω της υποστήριξης των αρχόντων της δεύτερης προς την αίρεση των Καθαρών). Η συνθήκη διασφαλίζει κατά τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα της Γαλλίας, απαλλάσσοντάς την ταυτόχρονα από τον κίνδυνο της συνέχισης μιας επικίνδυνης σύρραξης με απρόβλεπτες συνέπειες. Έχοντας εμπιστοσύνη στις πολιτικές ικανότητες της μητέρας του, ο Λουδοβίκος Θ΄ της αναθέτει την αντιβασιλεία κατά την αναχώρησή του για την Ζ΄ Σταυροφορία (1248).

3.   Η Θεοφανώ.
Στα τέλη του 10ου αιώνα, η βυζαντινή πριγκίπισσα Θεοφανώ (ανηψιά του Ιωάννη Α΄ Τσιμισκή) παντρεύεται τον Γερμανό αυτοκράτορα Όθωνα Β΄. Η Θεοφανώ δεν έφερε απλώς στη Δύση τις εκλεπτυσμένες συνήθειες της βυζαντινής αυλής, καθώς και τα γράμματα και τον πολιτισμό της πατρίδας της: μετά τον θάνατο του άντρα της και ως την ενηλικίωση του γιου της (του Όθωνα Γ΄), κυβέρνησε την αυτοκρατορία. Αναφερόμενη ήδη ως «συναυτοκράτειρα» (coimperatrix) ενώ ζει ο σύζυγός της, υπογράφει αποφάσεις στα χρόνια διακυβέρνησής της φέροντας τον τίτλο «Theophanius gratia divina imperator augustus», σαν να ήταν άντρας.

4.   Η Ματθίλδη της Τοσκάνης
(1046-1115) υπήρξε η ισχυρότερη πολιτική προσωπικότητα στην Ιταλία του καιρού της: σε δική της πρωτοβουλία οφείλεται η «συμφιλίωση» μεταξύ του πάπα Γρηγόριου Ζ΄ και του αυτοκράτορα Ερρίκου Δ΄, με την ταπείνωση του δεύτερου στην Κανόσσα (1077).

5.   Η Ισαβέλλα Βιλλαρδουίνη
Στα μέρη μας, τέλος, η πριγκίπισσα της Αχαΐας Ισαβέλλα Βιλλαρδουίνη (1263-1312, η πριγκίπισσα Ζαμπέα του Χρονικού του Μορέως και «Πριγκηπέσσα Ιζαμπώ» του ομώνυμου μυθιστορήματος του Άγγελου Τερζάκη) κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια για να διασφαλίσει την επιβίωση της φραγκικής Πελοποννήσου, παρά τους ασφυκτικούς περιορισμούς που της επέβαλλε η Συνθήκη του Βιτέρμπο (την οποία σύναψε, σε στιγμές μεγάλης πολιτικής αδυναμίας, ο πατέρας της Γουλιέλμος Β΄ Βιλλαρδουίνος με τον Κάρολο Α΄ τον Ανδεγαυικό: βάσει της συνθήκης ο ανδεγαυικός οίκος, ως επικυρίαρχος, έπρεπε να εγκρίνει τους γάμους της διαδόχου του πριγκιπάτου).

Σφραγίδα της Ισαβέλλας Βιλλαρδουίνης

Σφραγίδα της Ισαβέλλας Βιλλαρδουίνης

Σύμβολα και μέσα άσκησης της γυναικείας εξουσίας: Ενδεικτικό των μεσαιωνικών αντιλήψεων είναι και το γεγονός ότι στις γυναίκες που είναι φορείς εξουσίας παρέχεται τόσο η συμβολική αναγνώριση του ρόλου αυτού όσο και τα αναγκαία υλικά μέσα. Σε συμβολικό επίπεδο παρατηρείται ότι όλες οι βασίλισσες στέφονται, όπως ακριβώς και οι βασιλείς. Η τελευταία βασίλισσα της Γαλλίας που στέφθηκε ήταν, το 1610, η Μαρία των Μεδίκων (δεύτερη σύζυγος του Ερρίκου Δ΄ των Βουρβόνων). Εκτός από το στέμμα υπάρχει κι η προσωπική σφραγίδα της βασίλισσας ή τα νομίσματα που φέρουν το όνομά της (Ισαβέλλα της Αχαΐας). Σε επίπεδο υλικών μέσων, όλες οι βασίλισσες και οι γυναίκες της ανώτερης αριστοκρατίας έχουν την προσωπική περιουσία τους: εκτός από την περιουσία με την οποία προικίσθηκαν από τις οικογένειές τους έχουν στην κυριότητά τους και τα περιουσιακά στοιχεία τα οποία τους δωρίζει ο βασιλιάς ή φεουδάρχης σύζυγός τους. Για παράδειγμα, η αυτοκράτειρα Θεοφανώ λαμβάνει από τον Όθωνα εκτάσεις από τη Θουριγγία και τη Σαξονία μέχρι τη βορειοανατολική Ιταλία.

Αν όμως οι γυναίκες μπορούν να ασκήσουν εξουσία, δεν είναι προαπαιτούμενο να έχουν και πολιτικά δικαιώματα και συμμετοχή στα κοινά;

β.   Γυναίκες και πολιτικά δικαιώματα

Στα χρόνια της ελληνικής και ρωμαϊκής Αρχαιότητας η γυναίκα στερείται πλήρως πολιτικών δικαιωμάτων. Στους Νεότερους Χρόνους πρέπει να φτάσουμε στον 20ό αιώνα για να δοθεί στις γυναίκες δικαίωμα ψήφου. Στο Μεσαίωνα, όμως, οι γυναίκες ψηφίζουν στις συνελεύσεις πόλεων και χωριών που καλύπτουν μεγάλο μέρος της δυτικής Ευρώπης. Συχνά, βεβαίως, δεν ψηφίζουν άτομα, αλλά οικογένειες, οι οποίες εκπροσωπούνται συνήθως από τον άντρα. Όταν όμως αυτός αδυνατεί να συμμετάσχει στη διαδικασία (απουσία ή ασθένεια) ή έχει πεθάνει, τότε η οικογένεια εκπροσωπείται από τη γυναίκα. Ένα ωραίο σχετικό παράδειγμα μας δίνει η Ιστορία της φραγκικής Πελοποννήσου.

Το Παρλαμέντο των Γυναικών
Στα μέσα του 13ου αιώνα, το φραγκικό πριγκιπάτο του Μορέως βρίσκεται στο απόγειο της δόξας του. Ο Φράγκος ηγεμόνας της Πελοποννήσου Γουλιέλμος Βιλλαρδουίνος πιστεύει ότι μπορεί να συντρίψει κάθε αντίπαλο και να κυριαρχήσει στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο. Το 1259, στην Πελαγονία (στον δρόμο από την Καστοριά προς το Μοναστήρι), συγκρούστηκε με τον αυτοκράτορα της Νίκαιας Μιχαήλ Παλαιολόγο. Προδομένος από τους συμμάχους του, τους δεσπότες της Ηπείρου, ο Βιλλαρδουίνος συνετρίβη και αιχμαλωτίστηκε ο ίδιος, καθώς και οι περισσότεροι από τους υποτελείς του φεουδάρχες και ιππότες. Αναγκασμένος να διαπραγματευθεί με τον Παλαιολόγο, συμφώνησε τελικά να εξαγοράσει την ελευθερία του (και την ελευθερία των υποτελών του), παραχωρώντας στους Βυζαντινούς ορισμένα στρατηγικής σημασίας κάστρα της Πελοποννήσου, ανάμεσα στα οποία και τον Μιστρά. Η συμφωνία αυτή, όμως, έπρεπε να κυρωθεί από την αυλή του πριγκιπάτου. Έτσι, το 1260, συγκεντρώθηκαν στο Νίκλι (κοντά στην Τεγέα) οι ελάχιστοι άνδρες ευγενείς που δεν είχαν αιχμαλωτισθεί στην Πελαγονία και οι εκπρόσωποι όλων των άλλων φέουδων της Πελοποννήσου, εν προκειμένω και κατ’ ανάγκη, οι γυναίκες των αιχμαλώτων ευγενών. Για αυτό τον λόγο άλλωστε η συνέλευση έμεινε γνωστή και ως «παρλαμέντο των γυναικών». Για την ιστορία, σημειώνουμε ότι οι κυρίες ενέκριναν τη συμφωνία του ηγεμόνα τους, η οποία αργότερα ενσωματώθηκε σε μία από τις συνθήκες του Νυμφαίου, κι έτσι ο Βιλλαρδουίνος και οι σύζυγοι των κυριών επέστρεψαν (έστω και με κομμένα τα φτερά) στην Πελοπόννησο.

«Και μετά ταύτα εμίσσεψαν αμφότεροι οι δύο.
Από την Κόρινθο επέρασαν και ήλθαν εις το Νίκλι•
εκεί ηύρον την πριγκίπισσαν με τες κυράδες όλες
όλης της Πελοπόνεσσος, τον λέγουσιν Μορέαν,
όπου είχαν ποήσει σώρεψιν να επάρουν την βουλή τους
διά τα μαντάτα όπου ήκουσαν των τρίων κάστρων εκείνων,
όπου έδιδεν ο πρίγκηπας του βασιλέως ετότε
δια να έβγη από την φυλακήν εκείνος κι’ ο λαός του
οι άπαντες όλοι του Μωρέως, οι φλαμουριάροι όλοι
και οι καβαλλάροι μετ’ αυτούς που ήσαν εκεί στην Πόλιν.
Δια τούτο ήσαν οι αρχόντισσες εκείνων οι γυναίκες
εκεί με την πριγκήπισσαν στο κάστρο του Αμυκλίου
και εκάμνασιν το παρλαμά και επαίρναν την βουλήν τους
και ουκ είχασιν άλλους τινές άντρες εκεί μετ’ αύτες
μόνον και τον μισίρ Λινάρτ όπου ήταν λογοθέτης
και τον μισίρ Πιέρη ντε Βας τον φρόνιμον εκείνον,
όπου ήτο ο φρονιμώτερος όλου του πριγκηπάτου.
Αυτείνοι οι δύο ευρέθησαν στο παρλαμά εκείνο».

Το Χρονικόν του Μορέως», στίχοι 4390-4407)

γ.   Η γυναίκα στις αγροτικές κοινωνίες

Μονταγιού

Μονταγιού

Ωραία όλα τα παραπάνω, αλλά μήπως αφορούν αποκλειστικά τις ανώτερες τάξεις; Σύμφωνοι, αλλά κάτι τέτοιο απαντά διαχρονικά στις ανθρώπινες κοινωνίες. Ας δούμε τι συνέβαινε και στο πλαίσιο των πιο συντηρητικών αγροτικών κοινωνιών του Μεσαίωνα, με οδηγό και πάλι το παράδειγμα του Μονταγιού.

Από τη μελέτη του Λε Ρουά Λαντυρί για το μικρό χωριό των Γαλλικών Πυρηναίων προκύπτουν τα εξής στοιχεία: πράγματι, η θέση της γυναίκας στη συντηρητική αγροτική κοινωνία του Μονταγιού είναι χειρότερη από εκείνη που διαπιστώθηκε όσον αφορά την αριστοκρατία. Υπάρχει μισογυνισμός στη νοοτροπία των χωρικών, καθώς και αρκετά παραδείγματα ενδοοικογενειακής βίας. Ωστόσο, υπάρχουν σχεδόν ισάριθμες περιπτώσεις γυναικών υποταγμένων στους συζύγους τους και γυναικών που έχουν επιβληθεί κυριολεκτικά σ’ αυτούς. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων υπάρχει ισορροπία στους ρόλους των συζύγων όσον αφορά τη διαχείριση των οικιακών και οικογενειακών θεμάτων. Η μόνη γυναίκα ευγενής που διαμένει κατά διαστήματα στο χωριό, η καστελλάνα Βεατρίκη του Πλανισσόλ (χήρα του καστελλάνου του χωριού, δηλαδή του στρατιωτικού διοικητή-εκπροσώπου του τοπικού φεουδάρχη) αποδεικνύει ότι η θέση της γυναίκας των ανώτερων τάξεων είναι σαφώς καλύτερη. Η ερωτική ζωή της είναι αρκετά ελεύθερη: οι δύο σημαντικότεροι εραστές της είναι ιερωμένοι! Αν στην περίπτωση του πρώτου, μπορούμε να μιλήσουμε για αποπλάνηση της γυναίκας (ο ιερέας του χωριού Πιερ Κλεργκ είναι κλασσική μορφή Καζανόβα), σ’ αυτή του δεύτερου, ο ρόλος του «κυνηγού» ανήκει σαφώς στη Βεατρίκη (ο Βαρθολομαίος Αμιλιάκ είναι σχεδόν είκοσι χρόνια νεότερός της). Η τολμηρή καστελλάνα κατορθώνει μάλιστα να πείσει τον τελευταίο να μετοικήσουν σε εκκλησιαστική περιφέρεια όπου η συμβίωση ιερωμένου με γυναίκα είναι ανεπίσημα ανεκτή.

δ.   Η γυναίκα και η μεσαιωνική Εκκλησία

Υπάρχουν τα γνωστά μισογυνικά στερεότυπα που παρουσιάζουν τη γυναίκα ως προσωποποίηση της αμαρτίας. Υπάρχουν και τα ιστορικά στοιχεία που παρέχουν μια πολύ πιο ισορροπημένη εικόνα. Η αντιμετώπιση της γυναίκας στο πλαίσιο της χριστιανικής εκκλησίας είναι πολύ καλύτερη και σε αυτό δεν είναι αμέτοχη η λατρεία της Παναγίας και των γυναικών αγίων.
Η μεσαιωνική Εκκλησία δεν διστάζει να αναθέσει σε γυναίκες θέσεις ευθύνης με πολιτική και οικονομική ισχύ. Οι ηγούμενες των μονών ασκούν εξουσία και διαχειρίζονται τεράστιες περιουσίες. Το 1115, ο μοναχός Ροβέρτος του Αρμπρισέλ, μια από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες του δυτικού μοναστικού κινήματος, αποφασίζει να οργανώσει το αββαείο του Φοντεβρώ: ιδρύει δύο κοινόβια (ανδρών και γυναικών) και αναθέτει τη διοίκηση του αββαείου σε μια γυναίκα, την μόλις 22 ετών Πετρονίλλα του Σεμιγέ!

Φοντεβρώ

Φοντεβρώ

– Την εποχή εκείνη Εκκλησία και γράμματα είναι συνήθως αλληλένδετα. Μια από τις πρώτες εγκυκλοπαίδειες της μεσαιωνικής Δύσης συγγράφηκε από γυναίκα: πρόκειται για τον «Hortus deliciarum» της Αλσατής ηγουμένης Ερράδης του Λάντσμπεργκ (12ος αι.). Μερικές φορές, οι πνευματικές και καλλιτεχνικές δραστηριότητες των γυναικών της Εκκλησίας εκπλήσσουν: στο αββαείο του Γκάντερσάιμ στη Σαξονία βρέθηκαν χειρόγραφα του 10ου αιώνα που περιείχαν κωμωδίες σε στίχους με ομοιοκαταληξία, σε μίμηση των κωμωδιών του Τερέντιου!

ε.   Η θέση της γυναίκας σύμφωνα με το δίκαιο της εποχής

Η γυναίκα ως υποκείμενο δικαίου: Τίποτε δεν είναι περισσότερο ενδεικτικό της θέσης της γυναίκας απ’ ό,τι το εκάστοτε ισχύον δίκαιο. Στην Αρχαία Ελλάδα, η γυναίκα ακόμη κι αν έχει κάποια περιουσία δεν έχει ικανότητα προς δικαιοπραξία. Χαρακτηριστικός της θέσης της γυναίκας κατά την Αρχαιότητα είναι ο θεσμός της επίκληρης. Η «επίκληρος» είναι η γυναίκα χωρίς αδελφούς και χωρίς αρσενικά παιδιά που κανονικά θα έπρεπε να κληρονομήσει την οικογενειακή περιουσία: δεν είναι όμως πραγματικά κληρονόμος, καθώς απλώς «μεταφέρει» την περιουσία. Για να μη χαθεί η περιουσία από την ευρύτερη οικογένεια, η επίκληρος είναι υποχρεωμένη να παντρευτεί τον εγγύτερο άρρενα συγγενή της (π.χ. θείο της), τούτο δε ακόμη κι αν είναι παντρεμένη, οπότε υποχρεούται πρώτα να χωρίσει τον ως τότε σύζυγό της. Στη Ρώμη το οικογενειακό δίκαιο επιβάλλει τον νόμο του pater familias, ο οποίος έχει εξουσία ζωής και θανάτου επί της συζύγου και των τέκνων του. Η εξουσία αυτή κατέχεται δια βίου, δεν σταματά λ.χ. με την ενηλικίωση των παιδιών, στοιχείο που είχε προκαλέσει ιδιαίτερα προβλήματα στις περιοχές της αυτοκρατορίας με ελληνικό πληθυσμό: οι Έλληνες που αποκτούσαν την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη ανακάλυπταν και τις παρενέργειες τις εφαρμογής του ρωμαϊκού δικαίου. Η αδυναμία ενηλίκων να διαχειριστούν την περιουσία τους, μια και χρειάζονταν την έγκριση του πατέρα τους, απαίτησε στην πράξη απίστευτα νομικά τεχνάσματα για να ξεπεραστεί!. Στον Μεσαίωνα αντίθετα ο άντρας είναι διαχειριστής και όχι κύριος. Δεν μπορεί λ.χ. να αποκληρώσει τον γιο του. Επίσης, σε περιπτώσεις γάμου χωρίς τέκνα, τα περιουσιακά στοιχεία καθενός από τους συζύγους κληρονομούνται από τις οικογένειές τους αντιστοίχως, σύμφωνα με την αρχή paterna paternis, materna maternis.

Δικαιοπραξίες: Η μελέτη των συμβάσεων και ειδικότερα των συμβολαιογραφικών πράξεων της μεσαιωνικής περιόδου είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτική. Σε αντίθεση με τις προγενέστερες και μεταγενέστερες ιστορικές περιόδους, οι γυναίκες του Μεσαίωνα έχουν πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα και δική τους περιουσία, την οποία διαχειρίζονται μόνες τους. Το ίδιο συμπέρασμα συνάγεται και από τη μελέτη των δωρεών προς τα στρατιωτικά θρησκευτικά τάγματα που έχουν ως σκοπό την υπεράσπιση των Αγίων Τόπων (Ναΐτες και Ιωαννίτες): περίπου το 40 % των δωρεών προέρχεται από γυναίκες. Από τα συμβόλαια αποδεικνύεται επίσης ότι οι γυναίκες του Μεσαίωνα ασκούσαν σχεδόν όλα τα επαγγέλματα: τόσο αυτά που απαιτούν μόρφωση (εκπαιδευτικοί, γιατροί, φαρμακοποιοί, εικονογράφοι βιβλίων) όσο και τα τεχνικά, καθώς και κάθε είδους εμπορική και επιχειρηματική δραστηριότητα.

Ο μύθος του Νόμου των Σάλιων Φράγκων: Όσοι κατηγορούν τον Μεσαίωνα επικαλούνται συνήθως τον λεγόμενο Νόμο των Σάλιων Φράγκων, σύμφωνα με τον οποίο υποτίθεται ότι οι γυναίκες αποκλείονταν από την κληρονομική διαδοχή. Ο Σαλικός Νόμος με αυτή την μορφή δεν είναι παρά ένας ακόμη μύθος, ένα ερμηνευτικό κατασκεύασμα των Γάλλων νομικών των αρχών του 14ου αιώνα, στην προσπάθεια να αποκλειστούν από τον γαλλικό θρόνο κάποια ανεπιθύμητα γυναικεία μέλη της βασιλικής οικογένειας (ή μάλλον οι ανεπιθύμητοι σύζυγοί τους). Στην πραγματικότητα ο Νόμος των Σάλιων Φράγκων απέκλειε τις γυναίκες από την κληρονομική διαδοχή ορισμένων εδαφών, των οποίων η κυριότητα συνδεόταν με κάποιας μορφής υποχρέωση στρατιωτικής υπηρεσίας – εξ ου και η λογική του αποκλεισμού. Το γεγονός ότι αυτή η επινόηση εφαρμόστηκε πλειστάκις κατά τους Νεότερους Χρόνους για να ρυθμίσει τη δυναστική διαδοχή λησμονείται συστηματικά από τους εχθρούς του Μεσαίωνα (εδώ στο Λουξεμβούργο, ο βασιλεύων οίκος θα απαγκιστρωθεί από τον περιορισμό του σαλικού νόμου μόλις το 1890).

Η επιδείνωση της θέσης της γυναίκας συμπίπτει με την εκ νέου «ανακάλυψη» του ρωμαϊκού δικαίου από τον δυτικό κόσμο. Το ρωμαϊκό δίκαιο παρουσιάζει δύο πλεονεκτήματα: είναι σαφώς καταλληλότερο από τα μεσαιωνικά έθιμα για τη ρύθμιση των εμπορικών και επιχειρηματικών εν γένει συναλλαγών, αφενός, και ευνοεί τη συγκέντρωση της εξουσίας και δη της κρατικής, αφετέρου. Ταυτόχρονα, όμως, είναι εξαιρετικά δυσμενές για τη γυναίκα, που σταδιακά θα βρεθεί σε θέση παρία. Το 1593, εν μέσω της Αναγέννησης, οι γυναίκες θα αποκλειστούν στη Γαλλία από κάθε δημόσιο αξίωμα. Τον 18ο αιώνα θα υποχρεωθούν να παίρνουν το επώνυμο του συζύγου. Το 1804, ο Ναπολεόντειος αστικός κώδικας (άρθρο 1224) καθιστά τις γυναίκες άτομα περιορισμένης (ή μάλλον ανύπαρκτης) δικαιοπρακτικής ικανότητας: «Les personnes privées de droits juridiques sont les mineurs, les femmes mariées, les criminels et les débiles mentaux». Για οποιαδήποτε συναλλαγή με αντικείμενο αξίας μεγαλύτερης από αυτό που έχουν… τα ψώνια της λαϊκής, η γυναίκα χρειάζεται πλέον την έγκριση του συζύγου (αφέντη) της. Διαφωτισμός και Γαλλική Επανάσταση προσέφεραν σπουδαίες υπηρεσίες στη γυναίκα!

ΜΕΡΟΣ IV
ΣΚΟΤΑΔΙΣΜΟΣ;

Α.   ΘΕΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΣ ΣΚΟΤΑΔΙΣΜΟΣ

Αναμφίβολα, η θρησκεία και η Εκκλησία αποτελούν τους κύριους πυλώνες της μεσαιωνικής κοινωνίας. Καθορίζουν νοοτροπίες και συμπεριφορές, τον ίδιο τον τρόπο ζωής και σκέψης τόσο των ισχυρών όσο και των απλών ανθρώπων. Αρκεί αυτό για να χαρακτηρίσουμε τον Μεσαίωνα ως θεοκρατία; Για να πιστέψουμε ότι δεν υπάρχει η παραμικρή ελευθερία σκέψης;

Ίσως κάποιοι πιστεύουν ότι ο κυρίαρχος ρόλος της μεσαιωνικής Εκκλησίας σημαίνει ότι η ζωή του ανθρώπου ρυθμιζόταν ανελαστικά από ανθρώπους με τρόπο σκέψης αντίστοιχο κάποιων υπερσυντηρητικών Ελλήνων ιεραρχών της εποχής μας. Η αντίληψη αυτή παραβλέπει ένα γεγονός: όταν μια θρησκευτική οργάνωση καθίσταται φορέας εξουσίας και μάλιστα με ευρύ φάσμα αρμοδιοτήτων προσαρμόζεται στη νέα αποστολή της και υιοθετεί προσεγγίσεις πολύ πιο ρεαλιστικές. Εάν η Εκκλησία της εποχής εκείνης ήταν απλώς φορέας οπισθοδρομικών αντιλήψεων δεν θα αποτελούσε μοχλό ανάπτυξης της τέχνης ούτε θα αναδεικνύονταν μέσα από τις τάξεις της οι μεγαλύτερες μορφές της μεσαιωνικής φιλοσοφίας.

– Ο ορθολογισμός της μεσαιωνικής Εκκλησίας – το παράδειγμα της Σινδόνης του Τορίνου.

Σινδόνη του Τορίνου

Σινδόνη του Τορίνου

Ιερό κειμήλιο και αχειροποίητος εικόνα, η Σινδόνη του Τορίνου, πάνω στην οποία φέρεται να αποτυπώθηκε το πρόσωπο και το σώμα του Κυρίου Ημών, εμφανίζεται για πρώτη φορά στα μέσα του 14ου αιώνα στο Λιρέ της γαλλικής Καμπανίας, λίγο έξω από την Τρουά. Είναι γνωστό ότι πολλοί ιππότες από την Καμπανία είχαν συμμετάσχει στη Δ΄ Σταυροφορία κι είχαν εγακτασταθεί σε εδάφη που ανήκαν στο Βυζάντιο. Ίσως η Σινδόνη να ήρθε από εκεί, στην Ανατολή άλλωστε λεγόταν πως υπήρχαν κι άλλα παρεμφερή κειμήλια, όπως το Μανδήλιον της Εδέσσης. Ίσως πάλι αυτές ακριβώς οι ιστορίες να οδηγήσαν κάποιους στην κατασκευή ενός ψεύτικου κειμηλίου.

Οι εφημέριοι του ναού του Λιρέ αρχίζουν να περιφέρουν με επισημότητα τη Σινδόνη, εμφανίζοντάς την βεβαίως ως αυθεντική. Ο επίσκοπος της Τρουά, ο Ερρίκος του Πουατιέ έχει αντίθετη άποψη, θεωρώντας την πλαστή. Ο διάδοχός του στον επισκοπικό θρόνο, ο Πέτρος του Αρσί, θα προσπαθήσει να απαγορέψει την περιφορά της ως ιερού κειμηλίου: «Οι ιερείς του Λιρέ φλέγονται από το πάθος της φιλοχρηματίας και της φιλαργυρίας… δεν περιφέρουν την εικόνα από ευσέβεια, αλλά για λόγους οικονομικού συμφέροντος… Πρόκειται για πλαστό αντικείμενο, μολονότι διατείνονται ότι πρόκειται για την Ιερά Σινδόνη στην οποία τυλίχθηκε το σώμα του Κυρίου Ημών… κατά τη διάρκεια των περιφορών ορισμένα άτομα προσποιούνται έναντι αμοιβής ότι δήθεν θεραπεύτηκαν χάρη στο υποτιθέμενο ιερό κειμήλιο, για να ξεγελάσουν τους πιστούς και να τους παρακινήσουν να προβούν σε δωρεές… Ο προκάτοχός μου είχε διενεργήσει έρευνα και είχε ανακαλύψει την απάτη, πως φτιάχτηκε το ύφασμα αυτό και πώς χρωματίστηκε με επιδεξιότητα, γεγονότα που αναγνώρισε κι ο ίδιος ο τεχνίτης που είχε αναλάβει την εργασία».

Ο Πέτρος του Αρσί προσέφυγε στον πάπα για να δικαιωθεί. Η εκδίκαση της υπόθεσης καθυστέρησε πολύ. Τελικά, ο πάπας Κλήμης Ζ΄ προτίμησε να δώσει συμβιβαστική λύση. Επέτρεψε τις περιφορές της Σινδόνης υπό τον όρο ότι κάποιος κήρυκας θα προειδοποιούσε τους πιστούς, «με δυνατή και καθαρή φωνή», διευκρινίζοντας ότι «η μορφή ή η απεικόνιση αυτή δεν επιδεικνύεται ως η γνήσια σινδόνη του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού, αλλά ως μορφή ή απεικόνιση που λέγεται ότι είναι εκείνη του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού».

Η Σινδόνη συνέχισε την πορεία της, χωρίς η φήμη της να ξεπεράσει τα όρια του Λιρέ και της Τρουά. Το 1453 πωλήθηκε στον Λουδοβίκο Α΄ της Σαβοΐας. Το 1578 μεταφέρθηκε στο Τορίνο που είχε γίνει πρωτεύουσα του Δουκάτου. Η επίδειξη της Σινδόνης σε όλες τις σημαντικές για τη δυναστεία περιστάσεις, την καθιστά ολοένα και πιο γνωστή, ιδίως από τα μέσα του 19ου αιώνα και μετά. Η παγκόσμια φήμη της οφείλεται στους Νεότερους Χρόνους και δεν είναι βέβαια προϊόν κάποιας μεσαιωνικής θρησκοληψίας. Αντιθέτως, η μεσαιωνική Εκκλησία ήταν εκείνη που υιοθέτησε την πιο ορθολογική στάση στο ζήτημα.

Β.   ΕΝΑΣ ΔΙΑΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟΣ ΜΕΣΑΙΩΝΑΣ

α.   Ιδεολογικός και πολιτισμικός απομονωτισμός, έλλειψη ανοχής για όποια αντίληψη αποκλίνει έστω και κατ’ ελάχιστον από τις παραδεκτές, αλλά και για κάθε διαφορετική κουλτούρα, δόγμα ή θρησκεία, ούτε ίχνος συγκρητισμού και πολιτιστικής διάδρασης. Αυτές είναι περίπου οι κατηγορίες. Και είναι πάλι ψευδείς!

Υπάρχουν περιοχές επαφής κι επομένως έντονης διάδρασης μεταξύ χριστιανικής Δύσης, Βυζαντίου και ισλάμ: Ισπανία, Σικελία και Κάτω Ιταλία, Ελλάδα, Μέση Ανατολή.

– Είναι αφελές να πιστεύουμε ότι η σχέση του Βυζαντίου με τη χριστιανική Δύση συνοψίζεται στην αντιπαλότητα που μαρτυρούν τα χολερικά σχόλια της «De Legatione Constantinopolitana» (968) του (όχι εντελώς αδίκως) εξοργισμένου Λιουτπράνδου της Κρεμόνας (πρεσβευτή του Γερμανού αυτοκράτορα Όθωνα Β΄ στην αυλή της Βασιλεύουσας), το άκυρο ψευδοσχίσμα του 1054 (το ανάθεμα κατά του πατριάρχη Μιχαήλ Κηρουλάριου που αποθέτει στην Αγία Σοφία ο λεγάτος Ουμβέρτος του Μουαγιανμουτιέ φέρει το όνομα του πάπα Λέοντος Θ΄, ο οποίος είχε πεθάνει τρεις μήνες νωρίτερα, αιχμάλωτος του Ροβέρτου Γισκάρδου) και, κυρίως, η τραυματική εμπειρία της Δ΄ Σταυροφορίας. Βυζάντιο και Δύση έχουν διαρκείς σχέσεις σε πολιτικό, οικονομικό και πολιτιστικό επίπεδο. Υπάρχει αμοιβαία γνώση νοοτροπιών. Στην αυλή των Κομνηνών υπάρχουν Ιταλοί και Φράγκοι σύμβουλοι για εμπορικά και πολιτικά θέματα. Κι όταν ο Ιωάννης Κομνηνός επιχειρεί να ανακτήσει τη φραγκική πλέον ηγεμονία της Αντιόχειας, επικαλείται τον όρκο υποτέλειας που είχε δώσει στον πατέρα του Αλέξιο ο ιδρυτής του προγκιπάτου Βοημούνδος. Κίνηση που δείχνει ότι ο βυζαντινός μονάρχης είχε πολύ καλή γνώση των θεσμών του δικαίου της Δύσης και κατανοούσε τη σημασία της σχέσης επικυριάρχου και βασσάλου.

– Στη Μέση Ανατολή, φραγκικά κράτη και μουσουλμανικά εμιράτα δεν έχουν διαρκώς εμπόλεμες σχέσεις. Με τον καιρό αναπτύσσεται μεταξύ τους ένα modus vivendi, που εκδηλώνεται μέσα από εμπορικές συναλλαγές, περιστασιακές συμμαχίες και πολιτισμικές ανταλλαγές.

Ας δούμε πώς περιγράφει τη σχέση αυτή ο Ουσάμα ιμπν Μουνκίντ (1095-1188), μουσουλμάνος ευγενής από το Σαϋζάρ της βόρειας Συρίας, στο σύγγραμμά του «Κιτάμπ αλ Ίτιμπάρ».
«Αναγνωρίζω πρόθυμα στους Φράγκους δύο αρετές: το θάρρος τους και την εκτίμηση την οποία τρέφουν για τους ιππότες τους. Είχα κάποτε μια διαφορά με τον Ρενιέ, άρχοντα της Πανειάδας, μια και μας είχε κλέψει αιγοπρόβατα σε καιρό ειρήνης. “Ορίστε κάποιος που μας έχει προξενήσει σημαντική ζημιά – είπα στον βασιλιά Φουλκ -, μας έκλεψε ζώα ενώ οι κατσίκες επρόκειτο να γεννήσουν. Μας τις επέστρεψε, όχι όμως και τα μικρά, οπότε εξακολουθούμε να υφιστάμεθα ζημία”. Ο βασιλιάς έκανε νεύμα σε πέντε-έξι ιππότες: “Εμπρός! Αποδώστε δικαιοσύνη”. Βγήκαν από την αίθουσα ακροάσεων για να διασκεφθούν κι επέστρεψαν για να ανακοινώσουν ότι ομόφωνα αποφάσισαν πως ο άρχοντας έπρεπε να μου καταβάλει χρηματικό πρόστιμο Το παράδειγμα καταδεικνύει το πώς αντιμετωπιζόταν μια δικαστική απόφαση που είχαν εκδώσει οι ιππότες. Κανείς, ούτε καν ο ίδιος ο βασιλιάς δεν μπορεί να την αμφισβητήσει…

Θα παραθέσω ως αξιοσημείωτο παράδειγμα την περίπτωση ενός Φράγκου από την Αντιόχεια. Είχα στείλει στην πόλη αυτή έναν από τους συνεργάτες μου ο οποίος, κατόπιν συμβουλής μου, είχε φιλοξενηθεί από τον Θεόδωρο Σοφιανό, ο οποίος έχαιρε μεγάλου κύρους στην πόλη και ήταν αληθινός μου φίλος. Ο Σοφιανός παρακάλεσε τον συνεργάτη μου να τον συνοδέψει σε έναν γνωστό του ο οποίος τον είχε προσκαλέσει. Επρόκειτο για ένα Φράγκο ιππότη της παλιάς γενιάς από αυτούς που είχαν συμμετάσχει στις πρώτες μάχες. Είχε πια εγκαταλείψει την ενεργό δράση κι είχε αποσυρθεί στην Αντιόχεια, σ’ ένα κτήμα από το οποίο ζούσε. Όπως μου είπε ο συνεργάτης μου, τους παρουσίασε ένα τραπέζι με τα πιο εκλεκτά και καθαρά εδέσματα που θα μπορούσε κάποιος να ονειρευτεί: “Δίσταζα παρόλα αυτά, οπότε ο οικοδεσπότης μας με καθησύχασε. Εδώ και χρόνια δεν έτρωγε πια καθόλου φράγκικα φαγητά. Είχε Αιγύπτιες μαγείρισσες στις οποίες είχε απόλυτη εμπιστοσύνη: το χοιρινό κρέας δεν έμπαινε ποτέ στο σπίτι του”.

Αυτούς τους Φράγκους που με συνόδεψαν… σ’ όλη τη διάρκεια της μακράς ζωής μου πώς πρέπει να τους κρίνω τώρα που πλησιάζει ο θάνατος; Ο Θεός μας τους έστειλε, αυτό είναι βέβαιο, για να μας δοκιμάσει, για να μας υπενθυμίσει τις αμαρτίες μας και πάνω απ’ όλα τη μεγαλύτερη απ’ αυτές: τις έριδές μας. Εκμεταλλευόμενές τες, οι Φράγκοι κατόρθωσαν να έρθουν στα μέρη μας και να εγκατασταθούν σ’ αυτά. Συχνά αναρωτιόμουν, τα πρώτα χρόνια, αν με τον καιρό θα μας έμοιαζαν. Χάρη σε μερικούς από αυτούς πίστεψα στο θαύμα: αν όχι να ασπασθούν την πίστη μας, τουλάχιστον θα μπορούσαν, παραμένοντας χριστιανοί, να μάθουν μαζικά τη γλώσσα μας και να μοιραστούν με τους μουσουλμάνους αδελφούς τους τον ίδιο τρόπο ζωής, όπως κι οι ντόπιοι χριστιανοί. Γενικά, όμως, οι Φράγκοι δεν θέλησαν ούτε το ένα ούτε το άλλο».

Στη Συρία και την Παλαιστίνη η προσπάθεια πολιτισμικής προσέγγισης έμεινε ανολοκλήρωτη. Αλλού προχώρησε πολύ περισσότερο.

β.   Το ιδεώδες διαπολιτισμικό πρότυπο της νορμανδικής Σικελίας και Κάτω Ιταλίας

Ο Χριστός στέφει τον Ρογήρο Β΄, Μαρτοράνα, Παλέρμο (μέσα 12ου αι.)

Ο Χριστός στέφει τον Ρογήρο Β΄, Μαρτοράνα, Παλέρμο (μέσα 12ου αι.)

Στα τέλη περίπου του 11ου αιώνα, οι Νορμανδοί, με επικεφαλής δύο αδέλφια από το άσημο φέουδο της Ωτβίλλ, τον Ροβέρτο Γισκάρδο και τον Ρογήρο, κατορθώνουν να επιβληθούν στις διάφορες αντίρροπες δυνάμεις που προσπαθούσαν να ελέγξουν τον ιταλικό Νότο: λομβαρδικές ηγεμονίες της Καπύης, του Σαλέρνο και της Νάπολης, βυζαντινό εξαρχάτο με πρωτεύουσα το Μπάρι, μουσουλμανικά εμιράτα της Σικελίας. Στις αρχές του 12ου αιώνα, ο Ρογήρος Β΄ (1095-1154) θα ενώσει όλα τα εδάφη της Σικελίας και της Κάτω Ιταλίας συγκροτώντας το ισχυρότερο κράτος της εποχής του.

Οι υπήκοοι του Ρογήρου είναι αραβόφωνοι μουσουλμάνοι, ελληνόφωνοι ορθόδοξοι, Ιταλοί και Νορμανδοί καθολικοί και Εβραίοι. Μια τέτοια σύνθεση επιβάλλει ευέλικτες λύσεις. Το εξαιρετικά ανεπτυγμένο αίσθημα πολιτικού ρεαλισμού του Ρογήρου θα οδηγήσει σε ένα υποδειγματικό πρότυπο συγκρητισμού και διαπολιτισμικότητας. Μεγαλωμένος στην ελληνόφωνη Καλαβρία με δάσκαλο τον Χριστόδουλο του Ροσσάνο, που οι αραβόφωνες πηγές της εποχής αποδίδουν ως Αμπν Αρ Ραχμάν αν Νασρανί, ο Ρογήρος εμφανίζεται στα ψηφιδωτά με βυζαντινή μεγαλοπρέπεια, οικειοποιούμενος τα σύμβολα των αυτοκρατόρων της Κωνσταντινούπολης κι εμφανιζόμενος ως δυνητικός διάδοχός τους. Ο κύριος σύμβουλός του είναι ο Γεώργιος ο Αντιοχεύς, Μελκίτης ελληνόφωνος της Συρίας που υπηρέτησε τους Ζιρίδες εμίρηδες της Τύνιδας, μέχρι να τον ανακαλύψει ο Ρογήρος και να του αναθέσει το ύπατο αξίωμα του εμίρη του εμίρηδων. Στα ανώτατα κλιμάκια της διοίκησης συναντούμε Έλληνες, Άραβες και Νορμανδούς. Η συνεργασία τους οδηγεί στη δημιουργία της πιο εξελιγμένης κι αποδοτικής γραφειοκρατίας της εποχής (κτηματολόγιο, φορολόγηση και λοιπά δημοσιονομικά).

Στον Ρογήρο χρωστάμε τις «Ασσίζες του Αριάνο» την πληρέστερη κωδικοποίηση νομικών διατάξεων του Μεσαίωνα. Στο προοίμιο τους διαβάζουμε ότι:
«οι νόμοι και οι αποφάσεις του βασιλέως ισχύουν για όλους τους υπηκόους, Λατίνους, Έλληνες, Ιουδαίους και Σαρακηνούς. Ουδόλως θίγονται, όμως, τα υφιστάμενα ήθη κι έθιμα και οι νόμοι των λαών αυτών, εκτός κι αν αντιβαίνουν προδήλως στους νόμους και τις αποφάσεις του βασιλέως».

Άτλας του Αλ Ιντρισί

Άτλας του Αλ Ιντρισί

Η ανακτορική γραμματεία εκδίδει έγγραφα σε 5 τουλάχιστον γλώσσες, λατινικά, ελληνικά, γαλλικά, αραβικά κι εβραϊκά. Οι κοινότητες συμβιώνουν αρμονικά. Κι ο Ρογήρος Β΄ συνδέει τη βασιλεία του με μια άνευ προηγουμένου πολιτιστική άνθιση, την οποία μαρτυρούν τα Ανάκτορα των Νορμανδών με το υπέροχο παρεκκλήσιο κι η Μαρτοράνα (Santa Maria dell’Ammiraglio, έργο του Γεωργίου του Αντιοχέα) στο Παλέρμο ή ο καθεδρικός ναός της Τσεφαλού (Κεφαλοίδιον). Στην αυλή του Ρογήρου συχνάζουν Έλληνες κι Άραβες σοφοί: ο θεολόγος Θεοφάνης Κεραμεύς και ο Νείλος Δοξαπατρής, μοναχός από την Καλαβρία, ο οποίος συνέγραψε μια Ιστορία των πέντε Πατριαρχείων, οι ποιητές Ιμπν Ομάρ από τη Μπούτερα και Αμπντ-αρ-ραχμάν από το Τράπανι. Προστατευόμενός του υπήρξε κι ο σπουδαίος Ανδαλουσιανός γεωγράφος Αλ Ιντρισί, ο οποίος ολοκληρώνει το 1154 το περίφημο «Kitâb Nuzhat al-muchtâq fî ikhtirâq al-âfâq», γνωστότερο ως «al-kitâb al-Rudjari», δηλ. το βιβλίο του Ρογήρου, μεγαλειώδες για τα δεδομένα της εποχής γεωγραφικό πόνημα. Στηριζόμενος στις γνώσεις του και στις πληροφορίες που συνέλεξε επί σειρά ετών (όλοι οι ναυτικοί των οποίων τα πλοία αγκυροβολούσαν σε λιμάνια του βασιλείου καλούνταν να συμπληρώσουν τα ερωτηματολόγια του Άραβα γεωγράφου), ο Αλ Ιντρισί ετοίμασε έναν άτλαντα που συνοδευόταν από επτά χάρτες και ένα επιπεδοσφαίριο.

Είναι αλήθεια πως το νορμανδικό πρότυπο αποτελεί εξαίρεση, όπως και ότι δεν άντεξε για περισσότερο από έναν αιώνα. Αν κάποια άλλη εποχή, όμως, έχει να επιδείξει αντίστοιχο παράδειγμα μεγαλύτερης χρονικής διάρκειας, καλό θα ήταν να το μάθουμε.

Γ.   Ο ΜΕΣΑΙΩΝΑΣ ΕΠΟΧΗ ΑΝΘΙΣΗΣ ΤΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΤΕΧΝΩΝ

α.   Σε μια εγκυκλοπαίδεια του 19ου αιώνα διαβάζουμε στο λήμμα «Αναγέννηση» τα εξής: «Οι Τέχνες και τα Γράμματα που φάνηκε ότι είχαν χαθεί στο ίδιο ναυάγιο με τη ρωμαϊκή κοινωνία ανθίζουν και λάμπουν εκ νέου, έπειτα από δέκα αιώνες σκότους»! Κάποια θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε ότι επί μία ολόκληρη χιλιετία η ανθρωπότητα δεν παρήγαγε τίποτε το ωραίο και υψηλό…

Σαρτρ, ο γοτθικός καθεδρικός

Σαρτρ, ο γοτθικός καθεδρικός

Και, όμως, ο Μεσαίωνας είναι η εποχή:

Άνθισης μιας τέχνης που επιζητεί την πρωτοτυπία, σε αντίθεση προς εκείνην της Αναγέννησης, η οποία θέτει ως πρότυπο προς μίμηση την κλασσική Αρχαιότητα, και τη λειτουργικότητα: λ.χ. τα ανάγλυφα των ναών έχουν διδακτική ασποστολή. Τέχνης που ακόμη και σήμερα μας εκπλήσσει, με τη γήινη απλότητα του ρωμανικού ρυθμού, και την αρτιότητα του γοτθικού. Ο Μεσαίωνας είναι η εποχή των γοτθικών καθεδρικών που φτάνουν τον ουρανό: ενός θαύματος της αρχιτεκτονικής, της μηχανικής και της τεχνικής. Της ανθρώπινης δημιουργικότητας, θέλησης κι επιμονής, μια και σπάνια η ομάδα αρχιτέκτονα και τεχνιτών που άρχιζε την ανοικοδόμηση ενός καθεδρικού είχε και την τύχη να δει την ολοκλήρωσή του. Περίτεχνων βιτρώ που σήμερα είναι αδύνατο να φιλοτεχνηθούν. Ανάγλυφων και γλυπτών που εντυπωσιάζουν με την καλλιτεχνική αρτιότητα και, συχνά, με τον ρεαλισμό τους.

 Στρασβούργο, καθεδρικός, αλληγορικό άγαλμα της "Συναγωγής"

Στρασβούργο, καθεδρικός, αλληγορικό άγαλμα της «Συναγωγής»

Της ποίησης των τρουβαδούρων της Οξιτανίας, του Βερνάρδου της Βενταντούρ, του Πέτρου Βιντάλ, του Γουλιέλμου της Ακυιτανίας και του Μαρκαμπρύ, που υμνούν τον αγνό έρωτα. Μια Αμερικανίδα ιστορικός (Μέριλυν Γιάλομ) επιχείρησε μάλιστα πρόσφατα να αποδείξει ότι από μόνη της η ποίηση των τρουβαδούρων οδήγησε σε αναβάθμιση της κοινωνικής θέσης της γυναίκας.
– Του Δάντη, του Πετράρχη, του Βοκάκιου και του Τσώσερ, συγγραφέων των οποίων τα έργα αποτελούν σταθμούς στην Ιστορία της Ευρωπαϊκής λογοτεχνίας.
Φιλοσόφων όπως ο Πέτρος Αβελάρδος, ο Θωμάς ο Ακινάτης, ο Ρογήρος Βάκων και ο Γουλιέλμος του Όκκαμ, που θέτουν τις βάσεις της δυτικής σκέψης για τους επόμενους αιώνες.

β.   Πανεπιστήμια: ένα δημιούργημα του Μεσαίωνα. Ο Μεσαίωνας είναι επίσης η εποχή κατά την οποία γεννιούνται τα πανεπιστήμια όπως τα γνωρίζουμε σήμερα. Όπως μαρτυρεί κι ο λατινικός όρος universitas πρόκειται για κοινότητες διδασκόντων και φοιτητών οι οποίες αποκτούν θεσμική και υλική υπόσταση και στη συνέχει αναγνωρίζονται από την κοσμική και την εκκλησιαστική εξουσία. Το πρώτο πανεπιστήμιο ιδρύεται στη Μπολόνια στα μέσα του 12ου αιώνα κι αναγνωρίζεται από τον αυτοκράτορα Φρειδερίκο Α΄ των Χοχενστάουφεν. Ακολουθούν το Παρίσι, η Οξφόρδη, η Νάπολη, το Μονπελλιέ και πολλά ακόμη. Το 1231, παραδόξως την ίδια χρονιά που δίνει θεσμική υπόσταση στην Ιερά Εξέταση, ο πάπας Γρηγόριος Θ΄ αναγνωρίζει επίσημα τα προνόμια των πανεπιστημίων με τη βούλλα Parens Scientiarum Universitas. Και ναι, πανεπιστημιακό άσυλο υφίσταται στον Μεσαίωνα και κανείς δεν διανοείται να το αμφισβητήσει.

Οι φοιτητές ξεκινούν σπουδάζοντας τις λεγόμενες ελευθέριες τέχνες, που περιλαμβάνουν τους κύκλους σπουδών του trivium (γραμματική, ρητορική και λογική) και του quadrivium (αριθμητική, γεωμετρία, αστρονομία και μουσική), για να προχωρήσουν εν συνεχεία στις θεωρούμενες ανώτερες σπουδές του δεύτερου κύκλου: ιατρική, αστικό κι εκκλησιαστικό δίκαιο, θεολογία και φιλοσοφία.

Μια λαμπρή εποχή που δεν υστερεί σε τίποτε από τις υπόλοιπες. Πώς κατέληξε να θεωρείται συνώνυμη του σκοταδισμού και όλων των δεινών;

ΕΠΙΛΟΓΟΣ: ΓΙΑΤΙ Ο ΜΕΣΑΙΩΝΑΣ;

Ο υποτιμητικός όρος «Μεσαίωνας» (Media Tempestas, Medium Aevum) εμφανίζεται για πρώτη φορά στα χρόνια της Αναγέννησης και πιο συγκεκριμένα το 1469 σε ένα σύγγραμμα του Ιταλού λόγιου Τζοβάννι Αντρέα ντέι Μπούσσι. Οι άνθρωποι της εποχής εκείνης έχουν συναίσθηση της αλλαγής ιστορικής εποχής: για την ακρίβεια θέλουν οι ίδιοι να σηματοδοτήσουν μία ρήξη με το πρόσφατο παρελθόν. Η επιθυμία μπορεί να εξηγηθεί μάλλον εύκολα. Οι λόγοι είναι ψυχολογικοί: η εποχή που μόλις προγήθηκε ήταν για την Ευρώπη μια από τις δυσκολότερες της Ιστορίας.

Ο 14ος αιώνας αρχίζει με μία παρατεταμένη οικονομική κρίση που εξαπλώνεται αργά αλλά σταθερά σε ολόκληρη την ήπειρο. Κορεσμός των εμπορικών διαδρομών και δυσλειτουργία των αγορών, επανειλημμένες κακές σοδειές όσον αφορά τα αγροτικά προϊόντα, εξαιτίας της ραγδαίας επιδείνωσης των κλιματικών συνθηκών. Οι επιστήμονες μιλούν για μια σύντομη περίοδο παγετώνων που θα πλήξει την Ευρώπη για πέντε περίπου αιώνες. Στα δεινά αυτά προστίθεται κι ο Εκατονταετής Πόλεμος με όλες τις καταστροφές και τις απώλειες σε ανθρώπινες ζωές που συνεπάγεται. Αποκορύφωμα της κακοδαιμονίας και των συμφορών, η τρομακτική επιδημία βουβωνικής πανώλης που εκδηλώνεται το 1348, εξολοθρεύει τουλάχιστον το ένα τρίτο του ευρωπαϊκού πληθυσμού κι εγκαθίσταται στην Ευρώπη επανεμφανιζόμενη περιοδικά κατά τους επόμενους αιώνες.

"Ο γιατρός της πανώλης", χαρακτικό του Π. Φυρστ, 1656

«Ο γιατρός της πανώλης», χαρακτικό του Π. Φυρστ, 1656

[παρεμπιπτόντως, αρκετοί επιδημιολόγοι και ιστορικοί διατηρούν επιφυλάξεις για το αν εκείνη η ασθένεια ήταν πράγματι η βουβωνική πανώλη. Αφενός, τα συμπτώματα που περιγράφονται στις πηγές της εποχής (λ.χ. στο Δεκαήμερο του Βοκάκιου) δεν είναι αυτά που γνωρίζει η σύγχρονη ιατρική επιστήμη. Αφετέρου, έχει αποδειχθεί ότι ο βάκιλος της βουβωνικής πανώλης δεν επιζεί σε θερμοκρασίες χαμηλότερες των 10 βαθμών Κελσίου. Η μεσαιωνική επιδημία, όμως, διαδόθηκε στη Βόρεια Ευρώπη κατά τη διάρκεια του χειμώνα! Ενδέχεται, επομένως, να επρόκειτο για κάποιο βακτήριο ή βάκιλο που προσβάλλει το αναπνευστικό σύστημα ή… για κάποιον ιό τύπου Έμπολα!]

Ωστόσο, η ρήξη αυτή φαίνεται να είναι κυρίως ιδεολογική: σε επίπεδο πολιτικής και οικονομίας οι τάσεις που χαρακτηρίζουν την Αναγέννηση αποτελούν συνέχεια των μεσαιωνικών. Η πραγματική μεταστροφή ανάγεται στον 17ο αιώνα, όταν ολοκληρώνεται στην Ευρώπη η διαδικασία συγκρότησης ισχυρών κρατών. Το μεσαιωνικό σχήμα, με την προσωπική σχέση εξουσιαστή και εξουσιαζόμενου και τον αυξημένο ρόλο της θρησκείας και της Εκκλησίας, αρχίζει να κλονίζεται στην πράξη ίσως από τον 15ο αι. για να καταρρεύσει μεταξύ 17ου και 18ου και να αντικατασταθεί από μια νέα διπολική λογική, αυτήν της κεντρικής κρατικής εξουσίας και της οικονομίας της αγοράς. Πρόκειται για τη «διπλή ρήξη», όπως την ονομάζει ο Γάλλος ιστορικός Αλαίν Γκερρώ. Η κρίσιμη καμπή ανάγεται π.χ. για τη Γαλλία στα χρόνια του Λουδοβίκου ΙΔ΄. Δεν είναι το 1789, όπως θέλει η σύγχρονη αφήγηση.

Για να πετύχει τον σκοπό της, μια «επίσημη» αφήγηση πρέπει να είναι απλή, εύληπτη και πειστική. Ο υποβιβασμός του Μεσαίωνα σε εποχή σκοταδισμού εξυπηρετεί τον ιδρυτικό μύθο της σύγχρονης Δύσης. Προωθεί την ιδέα της γραμμικής προόδου της ανθρωπότητας, ακόμη και σε επίπεδο πολιτικών θεσμών, δικαιωμάτων κι ελευθεριών. Αποσιωπά τις ένοχες στιγμές των Νεότερων Χρόνων. Το γεγονός ότι ήδη πριν από τη Γαλλική Επανάσταση, δικαιώματα που ονομάζονταν «φεουδαλικά» ανήκαν σε αστούς. Σε αστούς που προσπαθούσαν να επωφεληθούν από κάθε εξουσία η οποία στηριζόταν σε θεσμούς του παρελθόντος, χωρίς να υπέχουν τις υποχρεώσεις που βάρυναν τους φεουδάρχες του Μεσαίωνα. Στη Γαλλία του 18ου αιώνα υπήρχαν ελεύθεροι επαγγελματίες, οι οποίοι είχαν ως αντικείμενο τη μελέτη μεσαιωνικών εγγράφων με σκοπό την ανεύρεση δικαιωμάτων και προνομίων που κάποτε, υπό εντελώς διαφορετικές συνθήκες, συνεπάγονταν τα εμπράγματα αποκτήματα των πλούσιων αστών.

56. Γκ. Ντορέ, Βιομηχανική πόλη

Γκ. Ντορέ, Βιομηχανική πόλη

Αποσιωπάται επίσης η ενοχλητική «λεπτομέρεια» της καταπάτησης των εργασιακών δικαιωμάτων από την ίδια τη Γαλλική Επανάσταση. Στα χρόνια του Μεσαίωνα τα δικαιώματα των εργαζομένων προστατεύονται μέσω των συντεχνιών. Η προστασία αυτή εξαφανίζεται με τη… Γαλλική Επανάσταση, μολονότι αυτή ήταν παιδί του Διαφωτισμού και διαπρύσιος κήρυκας των ατομικών δικαιωμάτων κι ελευθεριών. Το θεωρητικό πρότυπό της, όμως, είναι αυτό της σύμβασης που συνάπτεται μεταξύ ισότιμων μερών, αντίληψη παρωχημένη ήδη από τον εποχή που πρωτοδιατυπώθηκε. Με τις κοινωνικές μεταλλάξεις που επρόκειτο να φέρει η Βιομηχανική Επανάσταση, όμως, αποδείχθηκε γρήγορα κι εξαιρετικά επιζήμια κι επικίνδυνη. Τον Μάρτιο του 1791, με το αποκαλούμενο «διάταγμα ντε Αλλάρντ» καταργούνται, ως «μεσαιωνικό κατάλοιπο», οι συντεχνίες, στο όνομα της ελευθερίας του εμπορίου και της απελευθέρωσης των επαγγελμάτων. Στις 14 Ιουνίου του ιδίου έτους τίθεται σε ισχύ ο νόμος Λε Σαπλιέ με τον οποίο απαγορεύεται κάθε μορφή συλλογικής οργάνωσης και διαμαρτυρίας των εργαζομένων κι απαγορεύεται παντελώς η απεργία! Στην αιτιολογική έκθεση του νόμου παρατίθενται αυτούσια αποσπάσματα από το «Κοινωνικό Συμβόλαιο» του Ρουσσώ! Κάπως έτσι (και πάντα στο όνομα της ελευθερίας) οι εργαζόμενοι θα μείνουν εντελώς απροστάτευτοι για δεκαετίες. Μόνο μετά από πολλούς αγώνες θα νομιμοποιηθεί (σταδιακά) η απεργία στη Γαλλία, μόλις το 1864.

Στην πραγματικότητα, το να παρομοιάζουμε τα σύγχρονα δεινά με τον Μεσαίωνα είναι πολλαπλά βολικό. Είναι καταρχάς καθησυχαστικό των φόβων μας, διότι τους εξοβελίζουμε σε μια εποχή πιο μακρινή και ουσιαστικά άγνωστη σε μας, πέρα από μια μυθοποιημένη εικόνα της. Εν συνεχεία, είναι σωτήρια αποπροσανατολιστικό, μια και δεν διαταράσσει την επίσημη αφήγηση της εποχής μας, τον μύθο της εποχής μας, δεν αναδεικνύει τις αντιφάσεις της Αναγέννησης, του Διαφωτισμού ή της Γαλλικής Επανάστασης, δηλαδή συστατικών στοιχείων της αφήγησης αυτής. Στην ουσία, όμως, αυτό που μας απειλεί δεν είναι παρά μια ενδεχόμενη επιστροφή στην εποχή του πρωτόγονου και χωρίς κανόνες καπιταλισμού του τέλους του 18ου και του 19ου αι., εποχή κατά την οποία οι εργαζόμενοι δεν έχουν κανένα άλλο δικαίωμα πέραν του πενιχρού μισθού τους, ενώ οι έννοιες της ασφάλισης, της σύνταξης και των άλλων εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων είναι εντελώς άγνωστες. Είναι, όμως, καλύτερο φαίνεται να αποφεύγονται οι επικίνδυνοι συνειρμοί και η σύνδεση με πιο κοντινές ιστορικές περιόδους, ευχερέστερα συγκρίσιμες με το παρόν. Η καμπούρα της φεουδαρχίας μπορεί να εισπράξει περισσότερες ξυλιές απ’ ό,τι ο πρώιμος καπιταλισμός.

Μαρκ Μπλόκ

Μαρκ Μπλόκ

Ακριβώς επειδή στο γνωστικό αντικείμενό τους βρίσκονταν διαρκώς αντιμέτωποι με μύθους και στερεότυπα, οι ιστορικοί του Μεσαίωνα βρέθηκαν από νωρίς στην πρωτοπορία της επιστημονικής μεθοδολογίας. Ήταν εκείνοι που ελευθέρωσαν την επιστήμη της Ιστορίας από την προσκόλληση στα «σημαντικά» πολιτικά γεγονότα και τους μεγάλους ηγέτες, για να στρέψουν την προσοχή τους στη μελέτη των νοοτροπιών, των κοινωνικών, οικονομικών και πολιτιστικών σταθερών και αργών μεταλλάξεων.
Το 1929, δύο καθηγητές του Πανεπιστημίου του Στρασβούργου, ο Μαρκ Μπλοκ κι ο Λυσιάν Φεβρ ιδρύουν το περιοδικό «Annales d’histoire économique et sociale», η κυκλοφορία του οποίου αποτελεί σταθμό στην προσπάθεια αυτή.
Το 1941, τρία χρόνια πριν εκτελεστεί από τους ναζί ως αντιστασιακός, ο Μαρκ Μπλοκ συντάσσει τη διαθήκη του, στην οποία γράφει τα εξής:
«Δεν θέλω πάνω από τον τάφο μου να ψαλούν οι θρησκευτικές προσευχές που συνόδεψαν τόσους από τους προγόνους μου στην τελευταία τους κατοικία. Θέλω μόνο να χαραχτεί πάνω στην επιτύμβια πλάκα η εξής απλή φράση: Dilexit veritatem». «Αγαπούσε την αλήθεια»!

Φίλες και φίλοι, την αλήθεια προσπάθησε να υπηρετήσει, ομολογουμένως με αρκετή αδεξιότητα, κι η αποψινή μου φλυαρία. Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας.

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Pierre AUBÉ « Les empires normands d’Orient », Tempus, Perrin, Παρίσι 2006 (1η έκδοση 1991).
Michel BALARD « Les Latins en Orient (XIe-XVe siècle) », Nouvelle Clio, PUF, Παρίσι 2006.
Marc BLOCH « La Société féodale », αρχική έκδοση σε 2 τόμους 1939-1940, τελευταία επανέκδοση (σε ένα τόμο): Albin Michel, Παρίσι 1998.
Patrick BOUCHERON « Les villes d’Italie, vers 1150-1350 », Belin sup histoire, Belin, Παρίσι 2004.
Patrick BOUCHERON « Conjurer la peur – Sienne, 1338 : Essai sur la force politique des images », Seuil, Παρίσι 2013.
– Philippe BÜTTGEN, Alain de LIBERA, Marwan RASHED, Irène ROSIER-CATACH (επιμ.) « Les Grecs, les Arabes et nous (enquête sur l’islamophobie savante) », Ouvertures, Fayard, Παρίσι 2009.
Alain DEMURGER « Chevaliers du Christ, les ordres religieux militaires au Moyen Âge », Seuil, Παρίσι 2002.
Georges DUBY « La Société aux XIe et XIIe siècles dans la région mâconnaise », Éditions de l’École des Hautes Études en Sciences Sociales, Παρίσι 1953.
Georges DUBY « Le Temps des cathédrales – L’Art et la société (980-1420) », Bibliothèque des Histoires, Gallimard, Παρίσι 1976.
Georges DUBY « L’histoire continue », Points, Seuil, Παρίσι 1991.
Georges DUBY « Féodalité », Quarto, Gallimard, Παρίσι 1996 [συλλογή βιβλίων και δοκιμίων του ιστορικού, περιέχει μεταξύ άλλων τα: Guerriers et paysans (1973), L’An Mil (1980), Les Trois ordres ou L’imaginaire du féodalisme (1978), Le Dimanche de Bouvines (1973), Le Chevalier, la femme et le prêtre (1981)].
René FÉDOU e.a. « Lexique historique du Moyen Âge », cursus, Armand Colin, Παρίσι 1995.
Jean FLORI « Aliénor d’Aquitaine : la reine insoumise », Payot, Παρίσι 2004.
Claude GAUVARD, Alain de LIBERA, Michel ZINK (επιμ.) « Dictionnaire du Moyen Âge », PUF, Παρίσι 2004 (2η έκδ.).
Jacques Le GOFF « Les Intellectuels au Moyen Age », Points, Seuil, Παρίσι 1985 (1η έκδοση 1957).
Jacques Le GOFF « Pour un autre Moyen Âge », Tel, Gallimard, Παρίσι 1991 (1η έκδοση 1977).
Jacques Le GOFF « Marchands et banquiers du Moyen Âge », Quadrige – Grands textes, PUF,‎ Παρίσι 2011 (1η έκδοση 1957).
Alain GUERREAU « Le féodalisme, un horizon théorique », Le Sycomore, Παρίσι, 1980.
Alain GUERREAU « L’Avenir d’un passé incertain. Quelle histoire du Moyen Âge au XXIe siècle ? », Seuil, Παρίσι 2001.
Sylvain GOUGUENHEIM « Aristote au Mont Saint-Michel (Les racines grecques de l’Europe chrétienne) », L’Univers Historique, Seuil, Παρίσι 2008.
Sylvain GOUGUENHEIM « Regards sur le Moyen Âge », Tallandier, Παρίσι 2009.
Jean-Claude HOCQUET « Venise au Moyen Âge », Guides de Civilisations, Belles Lettres, Παρίσι 2003.
Frederic Chapin LANEVenice – A Maritime Republic”, The John Hopkins University Press, Βαλτιμόρη 1973.
Emmanuel Le ROY LADURIE « Montaillou, village occitan, de 1294 à 1324 », Gallimard, Παρίσι 1975.
Alain de LIBERA « La Philosophie médiévale » Quadrige, PUF, 2004.
André MIQUEL « Ousama, un prince syrien face aux croisés», Les inconnus de l’histoire, Fayard, Παρίσι 1986.
Régine PERNOUD « Pour en finir avec le Moyen Âge », Seuil, Παρίσι 1979.
Régine PERNOUD « Aliénor d’Aquitaine », Albin Michel, Παρίσι 1966.
Gérard SIVÉRY « Blanche de Castille », Fayard, Παρίσι 1994.
Laure VERDON « Le Moyen Âge : 10 siècles d’idées reçues », Le Cavalier Bleu, Παρίσι 2013.
Jacques VERGER « Les universités au Moyen Âge », Quadrige, PUF, Παρίσι 1999 (1η έκδοση 1973).

 

[για τους εξαιρετικά ανθεκτικούς φίλους, υπάρχουν και τα βίντεο της ομιλίας:

Δύο ήλιοι λάμπουν στον ουρανό – μέρος ΙΙΙ: ο δυϊσμός με χριστιανικό πρόσωπο – Α΄ οι Παυλικιανοί

28 Οκτωβρίου, 2013
Οι διωγμοί των Παυλικιανών στα χρόνια της αυτοκράτειρας Θεοδώρας (843-844), μικρογραφία από το Χρονικό του Ιωάννη Σκυλίτση (Σύνοψις Ιστοριών), 12ος-13ος αι. (Μαδρίτη, Εθνική Βιβλιοθήκη)

Οι διωγμοί των Παυλικιανών στα χρόνια της αυτοκράτειρας Θεοδώρας (843-844), μικρογραφία από το Χρονικό του Ιωάννη Σκυλίτση (Σύνοψις Ιστοριών), 12ος-13ος αι. (Μαδρίτη, Εθνική Βιβλιοθήκη)

«Πρώτον μεν γαρ εστί το κατ’ αυτούς γνώρισμα το δύο αρχάς ομολογείν, πονηρόν Θεόν και αγαθόν· και άλλον είναι τούδε του κόσμου ποιητήν τε και εξουσιαστήν, έτερον δε του μέλλοντος» (Πέτρου Σικελιώτου «Ιστορία», 36)

Μια εκτεταμένη περιοχή στην Ανατολή με ανάμεικτο πληθυσμό και πόλεις με παράξενα ονόματα, από τις οποίες οι περισσότερες έχουν εγκαταλειφθεί εδώ και αιώνες. Τόπος συνάντησης του χριστιανισμού, του ζωροαστρισμού, του μανιχαϊσμού και του ισλάμ. Μια περιοχή ανάμεσα σε δύο αυτοκρατορίες και δύο (ή μάλλον πολλούς) πολιτισμούς.

Ο Δυϊσμός επιστρέφει με χριστιανικό πρόσωπο (ή μήπως προσωπείο;). Χωρίς διακρίσεις μεταξύ κατηχούμενων κι εκλεκτών, χωρίς ασκητικές τάσεις, απαγορεύσεις και διατροφικούς κώδικες. Απλώς με διάθεση επιβίωσης την οποία θα βοηθήσει η διαμάχη εικονολατρών και εικονομάχων. Κι όταν η συγκυρία πάψει να είναι ευνοϊκή, η ανάγκη επιβίωσης θα οδηγήσει στην αυτοάμυνα και την ανάπτυξη μιας πολεμικής νοοτροπίας που δεν είχαν ξαναδεί ούτε επρόκειτο να ξαναδούν για κάμποσους αιώνες τα δυϊστικά δόγματα.

Ενώ ο μανιχαϊσμός εξαπλωνόταν στα ανατολικά, τι απέμενε από αυτόν στη Δύση, εκεί που αποτελούσε το αντικείμενο διωγμών εκ μέρους του χριστιανισμού (και, αρκετά αργότερα, του ισλάμ); Η Εκκλησία την οποία ο Μάνης είχε οραματιστεί οικουμενική ήταν παρελθόν. Τώρα πια υπήρχαν μόνο υπολείμματα Εκκλησιών, δίχως μεταξύ τους επικοινωνία, το καθένα από τα οποία πάσχιζε να ερμηνεύσει με τον τρόπο του το δόγμα του προφήτη και, κυρίως, να επιβιώσει υπό εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες. Κάποια από αυτά ήταν καταδικασμένα να σβήσουν για πάντα, κάποια άλλα επρόκειτο να μεταλλαχθούν και σε διάδραση με άλλα στοιχεία  να γεννήσουν νέα δόγματα στα οποία η συμβολή του μανιχαϊσμού ήταν άλλοτε καθοριστική κι άλλοτε δευτερεύουσα. Σε κάποιες περιπτώσεις οι φορείς καταλοίπων του μανιχαϊσμού απορροφούνταν από την επικρατούσα θρησκεία. Το δόγμα τους χανόταν κατά τα φαινόμενα – ίσως, όμως, και να επιβίωνε εν υπνώσει για να επανεμφανισθεί όταν το επέτρεπαν οι συνθήκες.

Ίσως, πάλι, ο προβληματισμός μας να έπρεπε να διατυπωθεί με διαφορετικούς όρους. Γιατί το ζήτημα δεν είναι να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη του μανιχαϊσμού, αλλά αυτήν της μεγάλης παράδοσης του Δυϊσμού (Fernand Niel «Albigeois et Cathares», σειρά Que sais-je, αριθ. 689, εκδ. PUF, Παρίσι 1955, 18η έκδ 2010, σελ. 34). Στο σημείο αυτό αγγίζουμε το μείζον πρόβλημα για τη σύγχρονη ιστοριογραφία. Όλα τα δυϊστικά δόγματα που θα εξετασθούν στη συνέχεια εμφανίζονται ως χριστιανικά. Εντούτοις, οι εκπρόσωποι της επίσημης χριστιανικής Εκκλησίας και περιστασιακοί ή συστηματικοί διώκτες τους αντιμετώπιζαν τους φορείς τους σχεδόν πάντα ως νεομανιχαίους, μολονότι οι δεύτεροι αναθεμάτιζαν το πρόσωπο και τη διδασκαλία του Μάνη. Συγκυριακή επιλογή που οφείλεται εν πολλοίς στη βυζαντινή παράδοση να παρουσιάζει το νέο με τα ονόματα του παλαιού και ήδη γνωστού; Συνειδητή προσπάθεια να αφαιρεθεί από τους αντιπάλους κάθε ίχνος νομιμοποίησης; Η επικρατούσα αντίληψη μεταξύ των σύγχρονων ιστορικών τείνει πλέον να αποδεχθεί τον χριστιανικό χαρακτήρα του μεσαιωνικού δυϊσμού: όχι νεομανιχαίοι ούτε καν αιρετικοί, αλλά χριστιανοί αντιφρονούντες που κηρύσσουν την επιστροφή στην αγνότητα της εποχής των Ευαγγελίων. Πού βρίσκεται η αλήθεια; Πόσες δυνατότητες έχουμε να την προσεγγίσουμε έστω με τα, συνήθως, πενιχρά μέσα που έχουμε στη διάθεσή μας; Στην παρούσα και στις επόμενες αναρτήσεις ίσως ανακαλύψουμε ορισμένα ψήγματα της πολυπόθητης ιστορικής αλήθειας που συνήθως αποδεικνύεται πολύ πιο περίπλοκη από αυτήν που υποψιαζόμαστε.

Ας ξαναβρούμε τον μίτο της διήγησής μας κάπου στο δεύτερο μισό του 7ου αιώνα, όταν ο δυϊσμός επανεμφανίζεται με αυτούς που επρόκειτο να γίνουν γνωστοί ως Παυλικιανοί.    

Ι.   Προέλευση και δόγμα του παυλικιανισμού

αρμενική εκκλησία της μονής του Τιμίου Σταυρού στο Αγθαμάρ, λίμνη Βαν (10ος αι.)

αρμενική εκκλησία της μονής του Τιμίου Σταυρού στο Αγθαμάρ, λίμνη Βαν (10ος αι.)

Δεν είναι τυχαίο ότι ο χριστιανικός δυϊσμός πρωτοεμφανίζεται στην Αρμενία, δεδομένης της γεωπολιτικής και πολιτισμικής θέσης της. Η Αρμενία αποτελεί το σύνορο μεταξύ της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και της Ιρανικής (αρχικά των Πάρθων Αρσακιδών, στη συνέχεια των Περσών Σασσανιδών) και βρίσκεται στη σφαίρα επιρροής πότε της πρώτης και πότε της δεύτερης. Μετά τα μέσα του 7ου αιώνα, το Ισλάμ παίρνει τη θέση των Περσών: το 661 οι Άραβες έχουν πια κατακτήσει σχεδόν ολόκληρη την περιοχή.

Ο θρησκευτικός πλουραλισμός της Αρμενίας:   Κατά τον ίδιο τρόπο, η Αρμενία βρίσκεται μεταξύ των περιοχών εξάπλωσης του χριστιανισμού και του ζωροαστρισμού (και αργότερα του ισλάμ) και πολύ κοντά στην ιστορική κοιτίδα του μανιχαϊσμού. Το μωσαϊκό αυτό συμπληρώνουν διάφορες κοινότητες Γνωστικών, όπως οι Μαρκιωνίτες και οι Αρχοντικοί, σέκτα που ίδρυσε στην Παλαιστίνη, μεταξύ 3ου και 4ου αιώνα, ο Πέτρος της Καφαρμπαρούχ. Δίδασκαν ότι για να φτάσει η ψυχή στην Ογδοάδα, όπου βασιλεύει η Μητέρα των Πάντων, έπρεπε να διασχίσει τους Επτά Ουρανούς στους οποίους κυριαρχούσε ο Σαβαώθ ή Γιαχβέ, δημιουργός του υλικού κόσμου, επικουρούμενος από τους Άρχοντες (Raoul Vaneigem «Les Hérésies», σειρά Que sais-je, αριθ. 2838, εκδ. PUF, Παρίσι 1994, σελ. 71). Εντούτοις, η Αρμενία γίνεται το πρώτο κράτος που αναγνωρίζει επίσημα τον χριστιανισμό, στα χρόνια της βασιλείας του Τιριδάτη Δ΄ (αρχές 4ου αιώνα). Η αρμενική χριστιανική Εκκλησία απέκτησε γρήγορα αυτόνομη οργάνωση έχοντας επικεφαλής της έναν Καθολικό. Μετά τα μέσα του 5ου αιώνα υπήρξε κρίση στις σχέσεις της με το πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, μια και οι Αρμένιοι δεν αναγνώρισαν τις αποφάσεις της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου (αυτής της Χαλκηδόνας). Η ρήξη δεν ήταν απόλυτη, μια και οι δύο πλευρές επέδειξαν επί μακρόν αρκετά ρεαλιστική στάση: οι Αρμένιοι που ζούσαν στα εδάφη του Βυζαντίου αποδέχονταν την πνευματική εξουσία των ελληνορθόδοξων επισκόπων, ενώ οι Βυζαντινοί δεν επιχείρησαν να αμφισβητήσουν στην πράξη την ιεραρχία της αρμενικής Εκκλησίας (Janet & Bernard Hamilton «Christian Dualist Heresies in the Byzantine World, c. 650-c. 1450» Manchester University Press, σελ. 4-5).

Μεταξύ της καθαυτό Αρμενίας και των όμορων βυζαντινών εδαφών παρατηρείται έντονη κινητικότητα του πληθυσμού: πολλοί Αρμένιοι, προσπαθώντας να ξεφύγουν από τους πολέμους και τις συνεχείς επιδρομές που πλήττουν την πατρογονική γη τους μεταναστεύουν στην επικράτεια της αυτοκρατορίας και εγκαθίστανται στην περιοχή που θα γίνει γνωστή ως Θέμα Αρμενιακών. Στη συνέχεια, αναλόγως των πολιτικών εξελίξεων, τμήματα του αρμενικού πληθυσμού θα μετακινηθούν ξανά και ξανά και προς τις δύο κατευθύνσεις. Πολλοί π.χ. θα καταφύγουν στο Βυζάντιο αμέσως μετά την κατάκτηση των περισσότερων εδαφών της Αρμενίας από τους Άραβες. Αρκετοί, όμως, από αυτούς τους μετανάστες θα επιστρέψουν αργότερα στην ελεγχόμενη από το Ισλάμ Αρμενία, όταν η Ορθόδοξη Εκκλησία θα επιχειρήσει να ασκήσει στενότερο έλεγχο. Στο πλαίσιο αυτών των κοινοτήτων θα γεννηθεί ο παυλικιανισμός.

Λεπτομέρεια του χάρτη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, από G. Droysen "Allgemeiner Historischer Handatlas", Λειψία 1896

Λεπτομέρεια του χάρτη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, από G. Droysen «Allgemeiner Historischer Handatlas», Λειψία 1896

Πηγές:   Στην περίπτωση των Παυλικιανών δεν έχουμε, δυστυχώς, στη διάθεσή μας πηγές που να έχουν γραφεί από τους ίδιους, αλλά μόνο από πολέμιούς τους ή, έστω, σχετικώς ουδέτερους. Οι αρμενικές πηγές είναι αποσπασματικές και, το χειρότερο, δεν μας παρέχουν κανένα στοιχείο για τη γένεση του δόγματος (Janet & Bernard Hamilton, όπ. π., σελ. 3). Οι αραβικές αφορούν μόνον την περίοδο κατά την οποία οι Παυλικιανοί υπήρξαν περιστασιακοί στρατιωτικοί σύμμαχοι των δυνάμεων του Ισλάμ και δεν θίγουν ζητήματα που άπτονται της θρησκευτικής πίστης. Απομένουν, συνεπώς, οι βυζαντινής προέλευσης πηγές. Τρεις είναι οι κύριες πηγές κι από αυτές οι δύο που περιέχουν πρωτότυπο υλικό οφείλονται στο ίδιο πρόσωπο. Πρόκειται για τον Πέτρο τον Σικελιώτη (ή Πέτρο Ηγούμενο), για τον οποίο γνωρίζουμε μόνο τα λιγοστά στοιχεία που ο ίδιος αναφέρει για τον εαυτό του στο έργο του. Θα πρέπει να ήταν γόνος της σικελικής αριστοκρατίας, ίσως από τις Συρακούσες, ο οποίος σταδιοδρόμησε, όπως κι αρκετοί συντοπίτες του, στην αυτοκρατορική αυλή και το περιβάλλον του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Το 869-870, ο ιδρυτής της Μακεδονικής Δυναστείας Βασίλειος Α΄ τον έστειλε ως επικεφαλής διπλωματικής αποστολής στην Τεφρική, πρωτεύουσα του σχεδόν ανεξάρτητου κράτους που είχαν ιδρύσει οι Παυλικιανοί στην άνω κοιλάδα του Ευφράτη, σε διαφιλονικούμενα μεταξύ Βυζαντινών και Αράβων εδάφη. Επίσημος σκοπός της πρεσβείας ήταν μάλλον να διαπραγματευθεί την ανταλλαγή αιχμαλώτων. Στον Πέτρο Σικελιώτη, πάντως, θα πρέπει να είχε ανατεθεί κι η αποστολή να συλλέξει όσο το δυνατόν περισσότερες κι ακριβέστερες πληροφορίες για το δόγμα των Παυλικιανών. Βασιζόμενος πιθανότατα στην αναφορά που υπέβαλε στον αυτοκράτορα, ο Πέτρος συνέγραψε στη συνέχεια την «Ιστορία περί της κενής και ματαίας αιρέσεως των Μανιχαίων, των και Παυλικιανών λεγομένων», η οποία αποτελεί την πληρέστερη πηγή πληροφοριών μας για τον παυλικιανισμό. Σύμφωνα με την εκτίμηση του Πωλ Λεμέρλ («Lhistoire des Pauliciens dAsie Mineure daprès les sources grecques» Travaux et mémoires du Centre de recherche dhistoire de Byzance: Monographies, τ. 5, Centre de recherche dhistoire et civilisation de Byzance, Παρίσι 1973, σελ. 17-26), στο πρώτο μισό του βιβλίου του ο Πέτρος Σικελιώτης καταγράφει τα όσα είχε ακούσει για τους Παυλικιανούς (και τους μανιχαίους εν γένει) στη Βασιλεύουσα, ενώ στο δεύτερο μέρος εκθέτει τις πληροφορίες που συνέλεξε ο ίδιος κατά την παραμονή του στην Τεφρική. Εκτός από την «Ιστορία», ο Πέτρος συνέγραψε και μια «Επιτομή» του θέματος, πιο συνοπτική και εύληπτη παρουσίαση του παυλικιανισμού, αλλά με ελάχιστες επιπλέον πληροφορίες σε σχέση με το κύριο σύγγραμμά του. Η τρίτη πηγή είναι το «Κατά Μανιχαίων» του πατριάρχη Φωτίου Α΄. Στηρίζεται αποκλειστικά στο έργο του Πέτρου Σικελιώτη και η όποια αξία του έγκειται στη συνθετική και εξηγητική ικανότητα του πατριάρχη.

Α.   Οι απαρχές

α.   Ο μύθος. Ο Πέτρος ο Σικελιώτης μας διηγείται ότι ζούσε κάποτε στα Σαμόσατα μια Μανιχαία που ονομαζόταν Καλλινίκη και είχε δυο γιους, τον Παύλο και τον Ιωάννη.

«Τούτους ουν τους δύο όφεις η αυτών γεννήτρια έχιδνα εκθρέψασα, και την παμμίαρον διδάξασα αίρεσιν, κήρυκας της πλάνης απέστειλεν εκ του Σαμωσάτου. Οι δε… ήλθον εις τινα κώμην και τους εν αυτή οικούντες αμαθείς και αστηρίκτους ευρόντες, εκείσε τον ιόν της πονηρίας και το πικρόν ζιζάνιον του εχθρού ενέσπειραν. Διό και μέχρι της σήμερον η… αίρεσις κατά των κηρυξάντων ονομασίαν μετωνομάσθη· και γαρ έκτοτε εκ Μανιχαίων επεκλήθησαν Παυλικιανοί» (Πέτρου Σικελιώτου «Ιστορία», 85-86).

Η διήγηση αυτή έχει εξαιρετικά αμφίβολη ιστορική αξία. Πιθανώς αποτελεί προϊόν πολλαπλών συγχύσεων. Καταρχάς, είναι δύσκολο να φαντασθούμε μια γυναίκα να αναλαμβάνει ηγετικό ρόλο στο πλαίσιο της Μανιχαϊκής Εκκλησίας: όπως διαπιστώθηκε στο προηγούμενο μέρος, μολονότι οι γυναίκες μπορούσαν να εισέλθουν στην τάξη των εκλεκτών, δεν τους επιτρεπόταν να ανέλθουν στις τρεις ανώτερες τάξεις της εκκλησιαστικής ιεραρχίας. Εν συνεχεία, ποιος είναι αυτός ο Παύλος από τον οποίο πήραν, κατά τον Σικελιώτη, το όνομά τους οι Παυλικιανοί; Γνωρίζουμε ότι στο δεύτερο μισό του 3ου αιώνα γεννήθηκε κι έζησε στα Σαμόσατα ένας σημαντικός αιρεσιάρχης: ο Παύλος ο Σαμοσατέας υπήρξε επίσκοπος Αντιοχείας (από το 260) και σύμβουλος της βασίλισσας Ζηνοβίας της Παλμύρας. Γνωρίζουμε, όμως, και το περιεχόμενο της αιρετικής διδασκαλίας του, η οποία δεν είχε καμία απολύτως σχέση με τον μανιχαϊσμό, αλλά αφορούσε το τριαδικό δόγμα και τη θεϊκή ή όχι φύση του Ιησού: ο Λόγος του Θεού δεν ταυτίζεται με τον Χριστό, που είναι άνθρωπος τον οποίο ενοίκησε η δύναμη του Λόγου. Ο Σαμοσατέας, μεγάλη «μορφή» της εποχής, κήρυττε εκτός των άλλων μια παράδοξη ερμηνεία της Αγίας Τριάδας, θεωρώντας τον εαυτό του ισάξιο του Ιησού (Vaneigem, όπ. π., σελ. 54-55)! Τέλος, ποια ακριβώς πόλη είναι τα Σαμόσατα που μνημονεύει ο ηγούμενος και διπλωμάτης από τη Σικελία; Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για την κατά πολύ γνωστότερη πρωτεύουσα της Κομμαγηνής, αλλά για μια πόλη της Αρμενίας που ίδρυσε ο Οροντίδης Αρμένιος ηγεμόνας Αρσάμης τον 3ο αιώνα (και τα οποία καταγράφονται στις πηγές άλλοτε ως Σαμόσατα της Αρμενίας κι άλλοτε ως Αρσαμόσατα).

Ναός του Αγίου Ιωάννη, Μαστάρα, Αρμενία (5ος-6ος αι.)

Ναός του Αγίου Ιωάννη, Μαστάρα, Αρμενία (5ος-6ος αι.)

β.   Η εξήγηση του ονόματος: Η ιστορία του Πέτρου του Σικελιώτη για τη συγκεκριμένη οικογένεια Μανιχαίων, της οποίας η ύπαρξη δεν τεκμηριώνεται από κανένα στοιχείο, αποτελεί μάλλον κάποιο μύθο που πιθανότερο είναι να τον άκουσε ή να τον διάβασε στην Κωνσταντινούπολη παρά στην Τεφρική. Άλλη είναι, συνεπώς, η εξήγηση της ονομασίας της σέκτας. Η αρμενική λέξη «Παϋλικιάνκ» (Պաւղիկեաններ), που αποδόθηκε στα ελληνικά με τον όρο «Παυλικιανοί» έχει μειωτική σημασία: δηλώνει τους οπαδούς κάποιου Παύλου που χαρακτηρίζεται ασήμαντος και φαύλος. Άρα, δεν μπορεί να είναι ο απόστολος. Κατά την κρατούσα γνώμη (Λεμέρλ, όπ. π., σελ. 52) πρέπει να πρόκειται για τον θρησκευτικό και πολιτικό ηγέτη ο οποίος, σε περίοδο διωγμών, οδήγησε του Παυλικιανούς πίσω στα εδάφη της Αρμενίας και αναδιοργάνωσε την Εκκλησία τους (τέλη 7ου – αρχές του 8ου αιώνα). Ωστόσο, θα ήταν άστοχο να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο οι ίδιοι να ονόμαζαν τους εαυτούς τους με τρόπο που να παραπέμπει στον απόστολο Παύλο (οπότε οι Αρμένιοι χριστιανοί απλώς προσπάθησαν να γελοιοποιήσουν τον αυτοπροσδιορισμό των Παυλικιανών). Άλλωστε, ακριβώς όπως και ο Μάνης και οι πιστοί του, οι Παυλικιανοί απέδιδαν τεράστια σημασία στη διδασκαλία του αποστόλου από την Ταρσό. Όπως θα δούμε και στη συνέχεια, οι αρχηγοί τους έπαιρναν ονόματα μαθητών του Παύλου κι έδιναν στις Εκκλησίες τους τα ονόματα αυτών που είχε ιδρύσει ο απόστολος.

γ.   Η αληθινή ιστορία: τα γεγονότα που σηματοδότησαν τη γέννηση του κινήματος τα διηγήθηκαν στον Σικελιώτη οι ίδιοι οι Παυλικιανοί. Θεωρούσαν ιδρυτή της Εκκλησίας τους τον Κωνσταντίνο τον εκ Μανάναλης.

«Εν ταις ημέραις Κωνσταντίνου του βασιλέως, του έγγονος Ηρακλείου, γεγονέ τις Αρμένιος, ονόματι Κωνσταντίνος, εν τω Σαμοσάτω της Αρμενίας, εν κώμη Μανανάλει λεγομένη, ήτις κώμη και μέχρι του νυν Μανιχαίους εκτρέφει» (Πέτρου Σικελιώτου «Ιστορία», 94).

Ο αυτοκράτορας που αναφέρει ο Σικελιώτης ήταν ο Κώνστας Β΄ (642-668). Όσο για τον «αιρεσιάρχη» Κωνσταντίνο, σύμφωνα με την ιστορία που διηγήθηκαν οι πιστοί του δύο αιώνες αργότερα, φιλοξένησε κάποτε ένα διάκονο που επέστρεφε στην πατρίδα του από τη Συρία όπου ήταν αιχμάλωτος των απίστων. Για να ευχαριστήσει τον Κωνσταντίνο, ο διάκονος του έδωσε δύο βιβλία: το πρώτο περιελάμβανε τα τέσσερα ευαγγέλια, ενώ το δεύτερο τις επιστολές του αποστόλου Παύλου. Σε αυτά έμελλε να βασίσει τη μετέπειτα διδασκαλία του ο Κωνσταντίνος. Ο Πέτρος ο Σικελιώτης συμπέρανε αυθαίρετα ότι ο ιδρυτής του παυλικιανισμού ήταν μανιχαίος με επιρροές από τον γνωστικισμό του Βαλεντίνου και του Βασιλείδη που αποφάσισε να κηρύξει αποκλειστικά βάσει των χριστιανικών γραφών για να αποφύγει τους διωγμούς που εξαπολύονταν κατά των μανιχαίων. Το ίδιο το δόγμα των Παυλικιανών εν μέρει επιβεβαιώνει κι εν μέρει διαψεύδει την υπόθεση του Σικελιώτη.

Β.   Το δόγμα των Παυλικιανών

α.   Κύρια γνωρίσματα της πίστης των Παυλικιανών

Ο δυϊσμός των Παυλικιανών είναι απόλυτος. Δέχονταν την ύπαρξη δύο αρχών, εκ των οποίων η μία είναι ο Ουράνιος Θεός και η δεύτερη ο δημιουργός του υλικού κόσμου. Ο Ιησούς ήταν η κεντρική μορφή του δόγματός τους, πλην όμως οι Παυλικιανοί πίστευαν ότι ο Χριστός ήταν καθαρά πνευματική ύπαρξη, χωρίς ανθρώπινη φύση και υπόσταση (αντίθετη, πάντως, άποψη διατυπώνεται στο σύγγραμμα του Φωτίου, κατά τον οποίο οι Παυλικιανοί δέχονταν την ενσάρκωση του Ιησού). Για τον ίδιο λόγο θεωρούσαν αδιανόητη την ύπαρξη θεοτόκου. Η κατηγορηματική άρνησή τους να λατρέψουν την Παναγία σκανδάλιζε τους σύχρονούς τους Βυζαντινούς. Ομοίως αρνούνταν να λατρέψουν τον σταυρό. Διατείνονταν απλώς ότι ο Ιησούς ήταν ο Ζωοποιός Σταυρός, αντίληψη που θυμίζει πολύ τον «ουράνιο φωτεινό σταυρό» των Μανιχαίων. Απέρριπταν συλλήβδην τα μυστήρια, διότι όλα προϋπέθεταν τη χρήση στοιχείων της ύλης. Δεν υπήρχε τίποτε αντίστοιχο της χριστιανικής βάπτισης. Ως θεία κοινωνία εννοούσαν τον Λόγο του Κυρίου. Τέλος, απέρριπταν τη λατρεία των αγίων και των εικόνων. Το γνώρισμα αυτό στάθηκε ευεργετικό για τον παυλικιανισμό όσο βασίλευαν στο Βυζάντιο εικονομάχοι αυτοκράτορες. Έτσι, οι Παυλικιανοί έχαιραν της ευμενούς ουδετερότητας ή, σε κάποιες περιπτώσεις, ακόμη και της διακριτικής υποστήριξης της αυτοκρατορικής εξουσίας η οποία τους αντιμετώπιζε ως ιδιαίτερη εικονομαχική σέκτα.

Ως ιερά βιβλία, οι Παυλικιανοί δέχονταν μόνο τα τέσσερα ευαγγέλια, τις επιστολές του αποστόλου Παύλου και, ενδεχομένως, τις Πράξεις των Αποστόλων. Η Αποκάλυψη του Ιωάννου δεν περιλαμβανόταν μάλλον στον Κανόνα των Ιερών Βιβλίων τους. Οι Παυλικιανοί απέρριπταν κατηγορηματικά τις επιστολές του αποστόλου Πέτρου και, φυσικά, ολόκληρη την Παλαιά Διαθήκη, ως βιβλίο που αφηγείται τη δημιουργία του υλικού κόσμου από την αρχή του Κακού (Λεμέρλ, όπ. π., σελ. 131).

Οι Παυλικιανοί πίστευαν ότι μόνη αληθινή χριστιανική Εκκλησία ήταν η δική τους κι έτσι αρνούνταν να αναγνωρίσουν την ιεραρχία της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Επικεφαλής της Εκκλησίας τους βρισκόταν ένας Διδάσκαλος, με πρώτο σε χρονολογική σειρά τον Κωνσταντίνο εκ Μανάναλης. Ο διδάσκαλος περιστοιχιζόταν από τους συνέκδημους, οι οποίοι συγκροτούσαν το ανώτατο συμβούλιο της παυλικιανής Εκκλησίας. Ο όρος παραπέμπει στους μαθητές του αποστόλου Παύλου, οι οποίοι τον συνόδευαν στα ταξίδια του. Δεν φαίνεται να υπήρχε μεταξύ των Παυλικιανών διευρυμένη ομάδα εκκλησιαστικών, όπως οι Εκλεκτοί του μανιχαϊσμού. Απουσίαζε επίσης εντελώς ο ασκητισμός που διέκρινε τους μανιχαίους, αλλά και τα μετέπειτα δυϊστικά δόγματα. Δεν υπήρχαν διατροφικές απαγορεύσεις ούτε νηστείες. Τέλος, δεν υπήρχε διδασκαλία υπέρ της αποχής από την ερωτική πράξη ή απαγόρευση του γάμου. Ακόμη και οι διδάσκαλοι και οι συνέκδημοι νυμφεύονταν κι αποκτούσαν παιδιά.

β. Απευθείας μετάλλαξη προγενέστερου δόγματος ή αυθεντική σύνθεση;

Για τους Βυζαντινούς συγγραφείς που ασχολήθηκαν με το θέμα δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία περί του ότι οι Παυλικιανοί δεν ήταν κάτι άλλο παρά νεομανιχαίοι. Η άποψη επικρατούσε και μεταξύ των σύγχρονων ιστορικών έως τα μέσα του 20ού αιώνα (F. Niel, όπ. π., σελ. 34 επ.). Από την πλευρά τους, οι ιστορικοί των τελευταίων δεκαετιών απορρίπτουν κατηγορηματικά την εξομοίωση αυτή. Η στάση των Βυζαντινών εξηγείται από την παραδοσιακή τάση τους να ταυτίζουν τους νεότερους εχθρούς της αυτοκρατορίας και της ορθοδοξίας με παλαιότερους και από την επιθυμία να αντικρούσουν ευχερέστερα ένα δογματικό αντίπαλο, αφαιρώντας του την όποια νομιμοποίηση θα απέρρεε από την ιδιότητα των Παυλικιανών ως φορέων του χριστιανισμού.

Ένα από τα επιχειρήματα που προβάλλονται προς στήριξη της άποψης που αρνείται τον μανιχαϊκό χαρακτήρα των Παυλικιανών έγκειται στην προθυμία τους να αναθεματίσουν το πρόσωπο και το δόγμα του Μάνη. Το επιχείρημα δεν είναι επαρκές. Η στάση αυτή μπορεί να εξηγηθεί από λόγους στοιχειώδους προφύλαξης: η επίσημη παραδοχή του μανιχαϊκού δόγματος εκ μέρους των Παυλικιανών θα ισοδυναμούσε με τη σχεδόν αυτόματη έναρξη απηνών διωγμών εναντίον τους και την εφαρμογή στην περίπτωσή τους της ιουστινιάνειας νομοθεσίας η οποία προέβλεπε τη θανατική ποινή για τους πιστούς του μανιχαϊσμού. Πολύ πειστικότερο είναι το επιχείρημα ότι από τον παυλικιανισμό φαίνεται να λείπει εντελώς ο συγκρητισμός που χαρακτηρίζει τον μανιχαϊσμό (βλ. Janet & Bernard Hamilton, όπ. π., σελ. 1-3). Ομοίως, απουσιάζει η παραμικρή αναφορά στη διδασκαλία και τα έργα του Μάνη ή στον μύθο του περί Δημιουργίας.

Μια δεύτερη άποψη αναζητεί τις ρίζες των Παυλικιανών στον Γνωστικισμό. Η επιβεβαίωση μιας τέτοιας θεωρίας θα ήταν ακόμη πιο δυσχερής, λαμβάνοντας υπόψη το πλήθος των γνωστικών σχολών και δογμάτων και τις μεταξύ τους διαφορές. Άλλωστε, κατά τον χρόνο εμφάνισης του παυλικιανισμού είναι αμφίβολο αν εξακολουθούσε να υφίσταται κάποια πό τις σέκτες των Γνωστικών, εκτός ίσως από τους Μαρκιωνίτες. Ειδικά ο εξτρεμιστικός δυϊσμός του δόγματος του Μαρκίωνα, που χαρακτηρίζεται από έντονο θρησκευτικό αντισημιτισμό (ο θεός της Παλαιάς Διαθήκης είναι ο δημιουργός του υλικού κόσμου, ενώ ο θεός της Καινής Διαθήκης είναι θεός της αγάπης), δεν μπορεί να ταυτισθεί ευχερώς με το δόγμα των Παυλικιανών (για μια εμπεριστατωμένη ανάλυση βλ. εδώ, κεφ. 5.2.β). Το πιο λογικό είναι, επομένως, να δεχθούμε ότι πιθανώς κάποια γνωστικά ρεύματα να άσκησαν επιρροή στον παυλικιανισμό κατά τη διαμόρφωσή του, πλην όμως η επιρροή αυτή ήταν μάλλον περιορισμένη.

Κάποιοι τέλος υποστηρίζουν ότι δεν είναι αναγκαίο να θεωρήσουμε τον μανιχαϊσμό βασική επιρροή των Παυλικιανών, διότι είναι λογικότερο να υποθέσουμε ότι υιοθέτησαν τον δυϊσμό επηρεασμένοι κατευθείαν από τον ζωροαστρισμό. Άλλωστε, ο ζωροαστρισμός ήταν η επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας των Σασσανιδών που ήλεγχαν μέχρι τα μέσα του 7ου αιώνα μεγάλο μέρος της Αρμενίας (βλ. Janet & Bernard Hamilton, όπ. π., σελ. 8). Εντούτοις, στο θέμα της εξήγησης της προέλευσης του παυλικιανισμού, είναι παρακινδυνευμένο να απορρίπτεται το χρονικά εγγύτερο και να επιλέγεται το απώτερο. Εξάλλου, ο ζωροαστρικός δυϊσμός διαφέρει ουσιωδώς από αυτόν των Παυλικιανών. Ενώ στον ζωροαστρισμό οι δύο αρχές συνυπάρχουν στον υλικό κόσμο και στους ουρανούς, για τους Παυλικιανούς (όπως και νωρίτερα για τους Μανιχαίους και κάποιους από τους Γνωστικούς), ο υλικός κόσμος αποτελεί το βασίλειο του κακού θεού. Και στην περίπτωση αυτή, συνεπώς, είναι φρονιμότερο να θεωρήσουμε τον ζωροαστρισμό μία από τις επιρροές που διαμόρφωσαν τον παυλικιανισμό, αλλά όχι την κύρια.

Όπως προαναφέρθηκε, η σύγχρονη τάση είναι να αναγνωρισθεί ο γνήσια χριστιανικός χαρακτήρας του παυλικιανού δόγματος και η πρωτοτυπία και η αυτοτελής αξία των ιδιαιτεροτήτων του: «δεν ήταν ξένο σώμα στον χριστιανισμό, αλλά αντιφρονούντες που είχαν διαρρήξει τους δεσμούς τους με την Ορθόδοξη Εκκλησία και ερμήνευαν τη χριστιανική πίστη με ιδιαίτερα ριζοσπαστικό τρόπο» (Janet & Bernard Hamilton, όπ. π., σελ. 3). Κι αυτή η άποψη ενέχει κάποια υπερβολή: μοιάζει να αρνείται ακόμη και προφανή στοιχεία για να μην ενισχύσει την προϊσχύσασα άποψη.  

Συμπερασματικά, διαπιστώνονται τα εξής: δεδομένης της δραματικής έλλειψης στοιχείων όσον αφορά τη γένεση του δόγματος και λαμβανομένου υπόψη του αποσπασματικού χαρακτήρα των διαθέσιμων πηγών, δεν είναι δυνατό να δοθεί καταφατική απάντηση στο ερώτημα αν ο παυλικιανισμός αποτελεί απευθείας εξέλιξη του μανιχαϊσμού. Με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία πρέπει μάλλον να θεωρηθεί πολυσυλλεκτικό δόγμα. Μεταξύ, όμως, των στοιχείων που καθόρισαν την ταυτότητά του, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο μανιχαϊσμός κατέχει σημαντική θέση: στην πραγματικότητα, μελετώντας το δόγμα των Παυλικιανών δημιουργείται η εντύπωση ότι υιοθέτησαν σχεδόν αυτούσια την κατά Μάνη ερμηνεία του χριστιανισμού, σταματώντας εκεί και μη λαμβάνοντας υπόψη το προσωπικό συγγραφικό έργο του Μάνη και την εκλεκτική θεώρηση της διδασκαλίας του.

ΙΙ.   Η Ιστορία των Παυλικιανών

Μπορούμε να διακρίνουμε τρεις περιόδους στην Ιστορία των Παυλικιανών. Μια αρχική περίοδο που περιλαμβάνει την πρώτη φάση εξάπλωσής τους υπό συνθήκες συχνά αντίξοες (Α). Εν συνεχεία, η επικράτηση των εικονομάχων στο Βυζάντιο εξασφαλίζει στους Παυλικιανούς την ανοχή της εξουσίας (Β). Τέλος, μετά την οριστική επικράτηση των εικονολατρών, οι Παυλικιανοί αναγκάζονται, για να επιβιώσουν, να μετασχηματισθούν σε στρατιωτική δύναμη η οποία αντιπαρατίθεται ανοιχτά με το βυζαντινό κράτος (Γ).  

Η Μ. Ασία στα μέσα περ. του 9ου αι.

Η Μ. Ασία στα μέσα περ. του 9ου αι.

 

Α.   Πρώτη περίοδος: γέννηση και αρχική εξάπλωση εν μέσω αντιξοοτήτων

Όταν πια ο Κωνσταντίνος Μανάναλης διαμόρφωσε οριστικά το δόγμα που επρόκειτο να διδάξει εγκατέλειψε τη γενέτερά του κι εγκαταστάθηκε δυτικότερα στην Κίβοσσα, κοντά στην Κολωνεία του Πόντου. Το γεγονός τοποθετείται χρονικά γύρω στα 655, εποχή κατά την οποία οι Βυζαντινοί είχαν ανακτήσει τη δυτική Αρμενία (Λεμέρλ, όπ. π., σελ. 84). Άλλαξε το όνομά του σε Σιλουανός (μαθητής του αποστόλου Παύλου που είχε κηρύξει τον λόγο του Χριστού στη Μακεδονία) και για σχεδόν τριάντα χρόνια δίδαξε στην ευρύτερη περιοχή και προσηλύτισε αρκετούς, μέχρι που κάποιος Συμεών τον κατήγγειλε στις αυτοκρατορικές αρχές ως Μανιχαίο. Ο Κωνσταντίνος/ Σιλουανός δικάστηκε και εκτελέστηκε.

Ιωάννης του Οτζούν, Καθολικός της Εκκλησίας της Αρμενίας κατά τον 8ο αι. (πίνακας του 18ου αι.)

Ιωάννης του Οτζούν, Καθολικός της Εκκλησίας της Αρμενίας κατά τον 8ο αι. (πίνακας του 18ου αι.)

Τότε, όμως, συνέβη κάτι πολύ παράξενο: ο Συμεών, που είχε καταδώσει τον Κωνσταντίνο, φαίνεται πως εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ από την πίστη του ηγέτη των Παυλικιανών που επέστρεψε στην Κίβοσσα, ασπάσθηκε τον παυλικιανισμό κι ανακηρύχθηκε διδάσκαλος αλλάζοντας το κοσμικό του όνομα σε Τίτος. Ο Συμεών/ Τίτος παρέμεινε διδάσκαλος επί τριετία. Τότε συγκρούστηκε μαζί του ο Ιούστος, θετός γιος του Κωνσταντίνου, ο οποίος ήρθε σε συνενόηση με τον τοπικό επίσκοπο, υποσχόμενος να ασπαστεί την ορθόδοξη πίστη, και μαζί κατήγγειλαν τον Συμεών στον αυτοκράτορα Ιουστινιανό Β΄. Δεδομένου ότι ο Συμεών ήταν πρωτύτερα αυτοκρατορικός αξιωματούχος, η μεταστροφή του αποτελούσε έγκλημα καθοσιώσεως: μοιραία καταδικάστηκε και κάηκε στην πυρά μαζί με αρκετούς από τους πιστούς του (688).

Στο χρονικό σημείο εκείνο ο παυλικιανισμός κατά πάσα πιθανότητα θα έσβηνε, αν δεν βρισκόταν κάποιος πιστός, ο Παύλος ο Αρμένιος (πρόκειται για το πρόσωπο στο οποίο, κατά την πλειονότητα των σύγχρονων ιστορικών, οφείλεται η ονομασία «Παυλικιανοί»), που μαζί με τους δυο γιους του, τον Γενέσιο (Γεγνέσιο κατά τον Πέτρο Σικελιώτη) και τον Θεόδωρο, ανέλαβε την ηγεσία κι οδήγησε τους εναπομείναντες Παυλικιανούς στην Επίσπαρη, επανιδρύοντας ουσιαστικά την κοινότητα. Ο Παύλος πρέπει να ηγήθηκε της ομάδας μέχρι το 718. Στα χρόνια αυτά, ο παυλικιανισμός διαδόθηκε τόσο στα ανατολικά εδάφη του Βυζαντίου όσο και στην καθαυτό Αρμενία. Δύο τουλάχιστον Καθολικοί της Εκκλησίας της Αρμενίας αναθεμάτισαν τη σέκτα: ο Ηλίας (703-717) και ο διάδοχός του, ο Ιωάννης του Οτζούν (κατά τη σύνοδο του Ντβιν, 719).  

Β.   Δεύτερη περίοδος: η επιβίωση υπό την ευμενή ουδετερότητα των εικονομάχων

α.   Η εποχή του Τιμοθέου. Μετά τον θάνατο του Παύλου, διδάσκαλος εκλέχθηκε ο γιος του ο Γενέσιος, ο οποίος πήρε το όνομα Τιμόθεος και παρέμεινε επικεφαλής της κοινότητας για 30 χρόνια (718-748). Την εποχή εκείνη το Βυζάντιο συνταράσσεται από τη διαμάχη εικονολατρών και εικονομάχων. Η επικράτηση των δεύτερων, κατά τα χρόνια της βασιλείας του Λέοντος Γ΄ του Ισαύρου (717-741), ιδίως δε μετά το 730 και την έκδοση του διατάγματος περί καταστροφής των εικόνων, θα δημιουργήσει ευνοϊκές συνθήκες για την επιβίωση και τη διάδοση του παυλικιανισμού. Το σαφέστερο εξωτερικό γνώρισμα των Παυλικιανών είναι η απόρριψη της λατρείας των εικόνων, στοιχείο που καθιστά δυνατή την προσέγγιση με τις αντιλήψεις των εικονομάχων, εμφανίζοντας τους πρώτους ως δυνητικούς συμμάχους των δεύτερων.

Χρυσός σόλιδος του Λέοντος Γ΄

Χρυσός σόλιδος του Λέοντος Γ΄

Ενδεικτική της τάσης αυτής είναι κι η υπόθεση που μνημονεύει ο Σικελιώτης («Ιστορία», 114 επ.). Καθώς υπήρχαν καταγγελίες που εμφάνιζαν τον Τιμόθεο ως αιρετικό, ο αυτοκράτορας Λέων κάλεσε τον διδάσκαλο των Παυλικιανών στην Κωνσταντινούπολη προκειμένου να εξεταστεί η ορθοδοξία της πίστης του από τον πατριάρχη. Η μεταχείριση αυτή μπορεί να εξηγηθεί από το ενδεχόμενο ο αυτοκράτορας και οι σύμβουλοί του να έκριναν ότι ίσως ο Τιμόθεος να ήταν απλώς εικονομάχος που δεχόταν επιθέσεις από τους εικονολάτρες της περιοχής του (Janet & Bernard Hamilton, όπ. π., σελ. 15-16). Σε κάθε περίπτωση, ο διδάσκαλος των Παυλικιανών μετέβη στη Βασιλεύουσα και πέρασε επιτυχώς τη δοκιμασία! Αυτό οφειλόταν στην ικανότητα του Τιμόθεου να ερμηνεύει αλληγορικά τα στοιχεία της ορθόδοξης πίστης που αποτέλεσαν αντικείμενο της εξέτασης, προσαρμόζοντάς τα στο δόγμα των Παυλικιανών: έτσι αντιλαμβανόταν την Παναγία ως Επουράνια Ιερουσαλήμ, τη βάπτιση ως λόγο του Κυρίου, ο οποίος επισήμαινε ότι «Εγώ ειμί το ύδωρ το ζων», τη μετάληψη ως τη διδασκαλία του Ιησού κ.ο.κ.

«Ως είδεν αυτόν ο Πατριάρχης, λέγει αυτώ· “διά τί ηρνήσω την ορθόδοξον πίστιν;” ο δε λέγει ανάθεμα τον αρνησάμενον την ορθόδοξον πίστιν· έλεγε δε ορθόδοξον πίστιν την οικείαν αίρεσιν» («Ιστορία», 115).

Θα ήταν, βεβαίως, αφελές να δεχθούμε ότι η αθώωση του Τιμοθέου (τον οποίο ο Σικελιώτης αποκαλεί με πρόθεση να τον μειώσει «Θυμόθεο») οφειλόταν αποκλειστικά στην πανουργία του. Εάν ο αυτοκράτορας (και, κατά συνέπεια, ο πατριάρχης) είχε την πρόθεση να διενεργηθεί στοιχειώδης έρευνα, η αίρεση του Παυλικιανού ηγέτη θα αποκαλυπτόταν πολύ γρήγορα. Στην πραγματικότητα, ο Λέων δεν είχε τη διάθεση να καταδικάσει ένα δυνάμει σύμμαχο κατά των εικονολατρών. Για αυτόν τον λόγο ο Τιμόθεος αθωώθηκε πανηγυρικά και επέστρεψε στην Επίσπαρη εφοδιασμένος με βασιλικό σιγίλλιο, ώστε κανείς να μην τον ενοχλήσει στο ταξίδι του.

Οι συνθήκες αυτές ευνοήσαν την περαιτέρω διάδοση του παυλικιανισμού. Ο ίδιος ο Τιμόθεος μετέφερε κάποια στιγμή την έδρα της κοινότητας στη Μανάναλη όπου και ίδρυσε την «Εκκλησία της Αχαΐας» (η μετακίνηση αυτή πρέπει να οφειλόταν σε λόγους ασφάλειας και να τοποθετείται στο διάστημα μετά τον θάνατο του Λέοντος, όταν είχε σφετεριστεί την εξουσία ο Αρτάβασδος, στρατηγός του Θέματος Αρμενιακών, ο οποίος ήταν μεν Αρμένιος στην καταγωγή πλην όμως εκονολάτρης). Όταν ο Τιμόθεος πέθανε το 748, η εξάπλωση του δόγματός του βρισκόταν πιθανώς στο απόγειο.

β.   Μεταξύ Αρμενίας και Βυζαντίου. Η συνέχεια της ιστορίας της κοινότητας φαίνεται να καθορίζεται από τα μεγάλα γεγονότα που συγκλονίζουν τις δύο αυτοκρατορίες της εποχής. Στα μέσα του 8ου αιώνα, η εξουσία αλλάζει χέρια στο χαλιφάτο, περνώντας στη δυναστεία των Αββασιδών. Το γεγονός προκαλεί αναταραχή με συνέπεια να ατονήσει ο έλεγχος στις μεθοριακές περιοχές του Ισλάμ: αυτό επιτρέπει αφενός μεν την πρόσκαιρη ανεξαρτητοποίηση της Αρμενίας, αφετέρου δε την εισβολή των δυνάμεων του Βυζαντίου στα εδάφη αυτά. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ε΄ φτάνει μέχρι τη Θεοδοσιούπολη (751). Επιστρέφοντας παίρνει μαζί του όσους χριστιανούς επιθυμούσαν να εγκατασταθούν στα εδάφη του Βυζαντίου. Ανάμεσά τους είναι κι αρκετοί Παυλικιανοί, τους οποίους οι αυτοκρατορικές αρχές στέλνουν στη Θράκη για να ενισχυθεί ο πληθυσμός περιοχών που είχαν πληγεί από τη μεγάλη επιδημία πανώλης του 748.

Γύρω στα 770, οι Αββασίδες αποκαθιστούν τον έλεγχο του Ισλάμ στο μεγαλύτερο μέρος της Αρμενίας. Οι συνθήκες γίνονται πιο δύσκολες για τους Παυλικιανούς, η κοινότητα των οποίων ταλαιπωρείται από σχίσμα: μετά τον θάνατο του Τιμοθέου ο θώκος του διδασκάλου έχει δύο διεκδικητές, τον φυσικό γιο του Τιμοθέου, τον Ζαχαρία, και τον θετό, τον Ιωσήφ. Και οι δύο αρχηγοί, πάντως, συμφωνούν ότι η παυλικιανή κοινότητα πρέπει να επιστρέψει στα εδάφη που ελέγχονται από το Βυζάντιο (772). Ο Ζαχαρίας θα αποτύχει στην προσπάθειά του να ξεφύγει και τα ίχνη του θα χαθούν. Αντιθέτως, ο Ιωσήφ θα κατορθώσει να ξεφύγει από τις συνοριακές περιπόλους των Αράβων και θα εγκατασταθεί με τους πιστούς του στην παλαιά έδρα των Παυλικιανών, την Επίσπαρη. Αδιαφιλονίκητος πλέον διδάσκαλος, θα αλλάξει το όνομά του σε Επαφρόδιτος. Για λόγους προφύλαξης, θα μετακινηθεί αργότερα εκ νέου και θα εγκατασταθεί δυτικότερα, στην Αντιόχεια της Πισιδίας, όπου θα ιδρύσει την «Εκκλησία των Φιλίππων».

Διάδοχος του Ιωσήφ/ Επαφρόδιτου υπήρξε ο Αρμένιος Βαάνης, ο οποίος είχε υπηρετήσει ως συνέκδημός του στην Αντιόχεια. Λίγο πριν το έτος 800, η εξουσία του αμφισβητήθηκε από τον Σέργιο, έναν Έλληνα ορθόδοξο από τη Γαλατία για τον οποίο έλεγαν ότι τον είχε προσηλυτίσει η Παυλικιανή ερωμένη του. Φαίνεται πως οι περισσότεροι Παυλικιανοί υποστήριξαν τον Σέργιο, ο οποίος εξελέγη διδάσκαλος με το όνομα Τυχικός. Η άνοδός του συμπίπτει χρονικά με τη βασιλεία της Ειρήνης της Αθηναίας, η οποία αποκατέστησε (προσωρινά) τη λατρεία των εικόνων. Η δυσμενής μεταβολή των πολιτικών συνθηκών στην αυτοκρατορία, υποχρέωσε τον Σέργιο/ Τυχικό να μετακινηθεί προς τα ανατολικά, μεταφέροντας την έδρα του στο Κυνοχώριο της Νεοκαισάρειας.

γ.   Το τέλος της ευνοϊκής συγκυρίας. Η επιδείνωση ήταν, όμως, οριστική, παρά την επάνοδο των εικονομάχων στην εξουσία. Ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νικηφόρος (806-815) ήταν βέβαιος για την αιρετική φύση της πίστης των Παυλικιανών, τους οποίους θεωρούσε επιπροσθέτως και επικίνδυνους από πολιτική άποψη: κατόρθωσε να πείσει τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Α΄ Ραγκαβέ (811-813) να κηρύξει τους Παυλικιανούς αιρετικούς που πρέπει να τιμωρούνται με θάνατο. Η νομοθεσία αυτή δεν άλλαξε στα χρόνια του εικονομάχου αυτοκράτορα Λέοντα Ε΄, ο οποίος ως Αρμένιος στην καταγωγή μάλλον γνώριζε καλά τον αιρετικό χαρακτήρα του παυλικιανισμού. Εν μέσω διωγμών και ταραχών, οι Παυλικιανοί αναγκάζονται να βρουν καταφύγιο στα εδάφη του μουσουλμάνου εμίρη της Μελιτηνής, στην Αργκαούν. Εκεί θα εγκατασταθεί και ο διδάσκαλος Σέργιος/ Τυχικός έως το 834-835, οπότε και δολοφονήθηκε από κάποιον φανατικό ορθόδοξο.

Το 842 πεθαίνει ο αυτοκράτορας Θεόφιλος και την αντιβασιλεία αναλαμβάνει η χήρα του, η Θεοδώρα, μέχρι την ενηλικίωση του γιου τους, του μετέπειτα Μιχαήλ Γ΄. Η Θεοδώρα είναι φανατική εικονολάτρισσα: το 843 συγκαλεί σύνοδο στην οποία αποφασίζεται η αποκατάσταση της λατρείας των εικόνων. Η αυτοκράτειρα και ο πατριάρχης Μεθόδιος Α΄ αποφασίζουν να ξεριζώσουν όλες τις αιρέσεις από την επικράτεια της αυτοκρατορίας. Οι Παυλικιανοί αποτελούν τον κύριο στόχο της εκστρατείας. Οι διωγμοί είναι ανηλεείς. Χιλιάδες άνθρωποι εκτελούνται (με κάποια δόση υπερβολής γίνεται λόγος για 100.000 νεκρούς).

Ανάμεσα στα θύματα του μεγάλου διωγμού είναι κι ο πατέρας του Καρβέα, ενός αξιωματούχου που υπηρετεί ως πρωτομανδάτορας στο επιτελείο του στρατηγού του Θέματος Ανατολικών. Ο Καρβέας στασιάζει, συγκεντρώνει κάποιες χιλιάδες πιστούς Παυλικιανούς και καταφεύγει στην Αργκαούν προσφέροντας τις στρατιωτικές υπηρεσίες του στον εμίρη της Μελιτηνής (844).   

Γ.   Τρίτη περίοδος: το στρατιωτικό κράτος των Παυλικιανών

α.   Η ηγεσία του Καρβέα. Αναγκασμένοι να πολεμήσουν για να επιβιώσουν και υπό τη χαρισματική ηγεσία του Καρβέα, οι Παυλικιανοί συγκροτούν ένα σχεδόν ανεξάρτητο στρατιωτικό κράτος στην περιοχή του Ευφράτη, στα σύνορα Βυζαντίου και Ισλάμ. Προσπαθούν να πλήξουν το Βυζάντιο με κάθε τρόπο, με οργανωμένες επιδρομές ή ανταρτοπόλεμο. Το 844 οι Παυλικιανοί της Κολωνείας κατορθώνουν να απαγάγουν τον στρατηγό του Θέματος Αρμενιακών και να τον στείλουν στον Καρβέα στην Αργκαούν. Κάποια στιγμή μετά το 850, ο Καρβέας μεταφέρει την έδρα των Παυλικιανών στο φρούριο της Τεφρικής, κοντά στη Σεβάστεια, προκειμένου να ανεξαρτητοποιηθεί από τον ενοχλητικό έλεγχο του εμίρη της Μελιτηνής. Στην Τεφρική εγκαθίστανται πολλοί από τους διωκόμενους Παυλικιανούς του Βυζαντίου. Ο Καρβέας είναι ο αδιαφιλονίκητος στρατιωτικός ηγέτης, ενώ τη θρησκευτική εξουσία την ασκούν ο Βασίλειος κι ο Ζώσιμος, δύο από τους συνέκδημους του τελευταίου διδασκάλου, του Σεργίου.

Άποψη της Τεφρικής/ Divriği

Άποψη της Τεφρικής/ Divriği

Από κοινού με τις δυνάμεις του Ισλάμ, ο Καρβέας επιτίθεται διαρκώς στα εδάφη του Βυζαντίου. Το 860 μαζί με τον εμίρη Ομάρ Αλ Ακτά της Μελιτηνής εισχωρεί στη Μικρά Ασία λεηλατώντας και καταστρέφοντας, για να επιστρέψει στη βάση του με πλούσια λάφυρα. Το καλοκαίρι του 863 οι σύμμαχοι θέτουν σε εφαρμογή ένα ακόμη πιο φιλόδοξο σχέδιο. Υποστηριζόμενοι από τον στρατηγό των Αββασιδών Τζαφάρ ιμπν Ντινάρ Αλ Χαγιάτ και τον Αλί, εμίρη της Ταρσού, περνούν τις Κιλικίες Πύλες και εισβάλλουν στην Καππαδοκία. Οι δυνάμεις Αράβων και Παυλικιανών θα συναντήσουν τον στρατό του αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄ κοντά στη Μαλακοπέα, βορείως της Ναζιανζού. Η μάχη δεν θα αναδείξει νικητή. Παρά τις σοβαρές απώλειες, όμως, η στρατιά του Ομάρ και του Καρβέα θα συνεχίσει την εκστρατεία της κινούμενη προς τα βόρεια. Διασχίζοντας το Θέμα Αρμενιακών θα φτάσει ως τις ακτές του Ευξείνου Πόντου και θα καταλάβει και θα λεηλατήσει την Αμισό.

«αὖθις ἐκστρατεύσας ὁ Ἄμερ σύν τεσσαράκοντα χιλιάσι στρατοῦ ὁμοῦ μέν τήν Ἀρμενιακήν ὁμοῦ δέ καί τήν πρός θάλασσαν Ἀμισόν ἐξεπόρθει τε καί κατεδουλαγώγει τῇ τοῦ κωλύοντος ἐρημίᾳ»  (Συνεχιστής της Χρονογραφίας του Θεοφάνους του Ομολογητού «Οι μετά Θεοφάνην», Δ΄, 25).

Μια τέτοια προσβολή δεν μπορούσε να μείνει δίχως απάντηση. Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ διέταξε αμέσως να συγκροτηθούν τρεις στρατιές: η «βόρεια», περιελάμβανε τις στρατιωτικές δυνάμεις των θεμάτων Αρμενιακών, Κολωνείας, Παφλαγονίας και Βουκελλαρίων, η «νότια», αποτελούμενη από τον στρατό των θεμάτων Ανατολικών, Οψικίου και Καππαδοκίας, και η «δυτική» καθοδηγούμενη από τον Δομέστιχο των Σχολών Πετρωνά, η οποία απαρτιζόταν από τις δυνάμεις των θεμάτων Θράκης, Θρακησίων και Μακεδονίας, καθώς και από τα αυτοκρατορικά τάγματα της Βασιλεύουσας. Οι δυνάμεις αυτές κατάφεραν να συναντηθούν στις 2 Σεπτεμβρίου 863 στον Πόσωνα, κοντά στις ακτές του ποταμού Λαλακάοντα (πιθανώς παραπόταμου του Άλυ), περικυκλώνοντας τις υποδεέστερες δυνάμεις του Ομάρ και του Καρβέα. Κατά τη διάρκεια της νύχτας, οι Βυζαντινοί επιτέθηκαν και κατέλαβαν ένα ύψωμα από το οποίο μπορούσαν να ελέγξουν τη μοναδική οδό διαφυγής που διέθεταν οι αντίπαλοί τους. Την επομένη, ο Ομάρ επιχείρησε να τα παίξει όλα για όλα κι επιτέθηκε στις δυνάμεις του Πετρωνά προσπαθώντας να τις διασπάσει. Το κέντρο του βυζαντινού στρατού αντιστάθηκε με επιτυχία, ενώ οι δύο πτέρυγές του περικύκλωσαν τους Άραβες και τους Παυλικιανούς, οι οποίοι συνετρίβησαν. Στο πεδίο της μάχης έπεσε νεκρός ο εμίρης Ομάρ και (πιθανότατα) ο ίδιος ο Καρβέας. Η Μάχη του Λαλακάοντος ήταν καθοριστική, καθώς σηματοδοτεί την οριστική εξουδετέρωση της αραβικής απειλής. Τη σπουδαιότητά της απηχούν, άλλωστε, και πολλά από τα ακριτικά έπη (ιδίως το Άσμα του Αρμούρη).

Η Μάχη του Λαλακάοντος (από το Χρονικόν του Ι. Σκυλίτση)

Η Μάχη του Λαλακάοντος (από το Χρονικόν του Ι. Σκυλίτση)

β.   Από τον Λαλακάοντα στον Βαθυρύακα. Ωστόσο, η απειλή των Παυλικιανών εξακολουθούσε να υφίσταται. Πρέπει, βεβαίως, να επισημανθεί ότι το Βυζάντιο δεν κατόρθωσε να εκμεταλλευτεί όπως θα έπρεπε και θα μπορούσε τον στρατιωτικό θρίαμβό του διότι εκτός των άλλων η αυτοκρατορική εξουσία άλλαξε χέρια. Το 867 ο Μιχαήλ δολοφονήθηκε από τον έμπιστο φίλο του (και πρώην παρακοιμώμενό του) Βασίλειο, τον ιδρυτή της λεγόμενης Μακεδονικής Δυναστείας (ο Βασίλειος ήταν στην πραγματικότητα αρμενικής καταγωγής). Η δυναστική μεταβολή καθυστέρησε μοιραία την υλοποίηση των όποιων στρατιωτικών σχεδίων.

Πίσω στην Τεφρική, τον Καρβέα διαδέχτηκε ο ανεψιός και γαμπρός του, ο Χρυσόχειρ. Ο νέος ηγέτης των Παυλικιανών θα αποδεικνυόταν αντάξιος του προκατόχου του σε στρατιωτική ικανότητα. Τη χρονιά της ανόδου του Βασιλείου στον αυτοκρατορικό θρόνο, οργάνωσε μια μεγάλη επιδρομή φτάνοντας ως τις ακτές του Αιγαίου. Λεηλατήθηκαν η Έφεσσος, αλλά και η Νικομήδεια και η Νίκαια. Οι Παυλικιανοί βρισκόταν μια ανάσα από τη Βασιλεύουσα.

Βασίλειος Α΄ έφιππος (Χρονικόν Ι. Σκυλίτση)

Βασίλειος Α΄ έφιππος (Χρονικόν Ι. Σκυλίτση)

Ο Βασίλειος θα πρέπει να συνειδητοποίησε ότι η υπόθεση των Παυλικιανών δεν ήταν καθόλου απλή. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να εντάξουμε και την προσπάθεια διπλωματικής προσέγγισης (869-870) με την αποστολή, επικεφαλής της οποίας ήταν ο Πέτρος ο Σικελιώτης. Τα αποτελέσματα της διαπραγμάτευσης δεν ήταν ίσως εντυπωσιακά (ανταλλαγή αιχμαλώτων), αλλά μπορούμε ευλόγως να υποθέσουμε ότι σε επίπεδο συλλογής πληροφοριών η παραμονή του ηγουμένου από τη Σικελία πρέπει να αποδείχτηκε πολύτιμη.

Την άνοιξη του 871, ο ίδιος ο αυτοκράτορας τέθηκε επικεφαλής εκστρατευτικού σώματος κι επιχείρησε να καταλύσει την ηγεμονία της Τεφρικής. Ηττήθηκε κατά κράτος κι επέστρεψε κακήν κακώς στην Κωνσταντινούπολη. Η επιτυχία αυτή των Παυλικιανών εδραίωσε τη βεβαιότητά τους ότι μπορούσαν να αντιμετωπίσουν επιτυχώς τις δυνάμεις του Βυζαντίου. Την επόμενη χρονιά, ο Χρυσόχειρ ξεκίνησε νέα σειρά επιδρομών, εισχωρώντας στα εδάφη της Γαλατίας και φτάνοντας μέχρι την Άγκυρα. Εξοργισμένος ο Βασίλειος έστειλε εναντίον των Παυλικιανών μεγάλο στράτευμα με επικεφαλής τον τότε Δομέστιχο των Σχολών, Χριστόφορο. Ο Χρυσόχειρ απέφυγε να συγκρουσθεί με τον εχθρό και υποχώρησε προς την Τεφρική. Στρατοπέδευσε αρχικά στις Αγρανές, ενώ οι Βυζαντινοί βρίσκονταν αρκετά κοντά του, στο Σίβορο. Στη συνέχεια κινήθηκε προς το πέρασμα που ονομαζόταν Βαθυρύαξ, δυτικά της Σεβάστειας. Ο Χριστόφορος έστειλε τότε ως εμπροσθοφυλακή τους στρατηγούς των θεμάτων Αρμενιακών και Χαρσιανών, με αποστολή να ανιχνεύσουν τις προθέσεις του εχθρού. Η εμπροσθοφυλακή αυτή κατόρθωσε να καταλάβει ένα δασωμένο λόφο απ’ όπου μπορούσε να κατοπτεύει το σημείο που είχαν στρατοπεδεύσει οι Παυλικιανοί. Αντιλαμβανόμενοι την ευνοϊκή θέση και συγκυρία, οι δύο στρατηγοί αποφάσισαν να αψηφήσουν τις διαταγές του Χριστόφορου και να επιτεθούν κατά τη διάρκεια της νύχτας. Η επίθεσή τους αιφνιδίασε τόσο πολύ τους Παυλικιανούς και τους προκάλεσε τέτοιο πανικό που τράπηκαν σε άτακτη φυγή. Ταυτόχρονα έφτασε και το κυρίως σώμα του βυζαντινού στρατού υπό τον Χριστόφορο, μετατρέποντας την καταδίωξη σε σφαγή. Μεταξύ των θυμάτων της Μάχης του Βαθυρύακος ήταν κι ο ίδιος ο Χρυσόχειρ, ο οποίος συνελήφθη κι εκτελέστηκε. Το κεφάλι του στάλθηκε ως δώρο στον αυτοκράτορα Βασίλειο.

Χρυσός σόλιδος του Βασιλείου Α΄

Χρυσός σόλιδος του Βασιλείου Α΄

Ο Βαθυρύαξ σηματοδοτεί το ουσιαστικό τέλος της στρατιωτικής δύναμης των Παυλικιανών. Τη νίκη ακολούθησε κι η κατάληψη της πρωτεύουσας Τεφρικής. Λόγω της ασάφειας των βυζαντινών πηγών υπάρχει διχογνωμία ως προς τη χρονολόγηση των γεγονότων του τέλους των Παυλικιανών, Ορισμένοι τοποθετούν τη μάχη και την κατάκτηση της Τεφρικής την ίδια χρονιά, δηλαδή το 878 (Nina G. Garsoïan, «The Paulician Heresy: A Study of the Origin and Development of Paulicianism in Armenia and the Eastern Provinces of the Byzantine Empire», Mouton, Χάγη, 1967, σελ. 128). Η κρατούσα γνώμη, όμως, είναι αυτή του Πωλ Λεμέρλ: η Μάχη του Βαθυρύακος δόθηκε το 872, αλλά η οχυρή πρωτεύουσα των Παυλικιανών καταλήφθηκε μερικά χρόνια αργότερα. Συγκεκριμένα, η Τεφρική παραδόθηκε στους Βυζαντινούς το 878, επειδή εκτός των άλλων τα τείχη κι οι οχυρώσεις της είχαν υποστεί εκτεταμένες ζημιές από σεισμό (Λεμέρλ όπ. π., σελ. 104-108).

γ.   Επίλογος: η επιβίωση του παυλικιανισμού μετά την πτώση της Τεφρικής. Μετά την κατάληψη της Τεφρικής, οι Βυζαντινοί ενήργησαν με εξαιρετικά οξύ πολιτικό ρεαλισμό. Δεν προέβησαν σε διωγμούς, αλλά αντίθεται στρατολόγησαν πολλούς από τους μέχρι πρότινος αντιπάλους τους στις αυτοκρατορικές δυνάμεις. Η αυτοκρατορία, άλλωστε, είχε πολλά μέτωπα ανοιχτά για να μην ενδιαφερθεί για αυτούς τους αποδεδειγμένα επίλεκτους πολεμιστές. Συναντούμε έτσι στρατιωτικά σώματα Παυλικιανών να μάχονται για λογαριασμό του Βυζαντίου σε διάφορες εκστρατείες: το 885 στην Απουλία υπό τον Νικηφόρο Φωκά τον πρεσβύτερο, το 1038-1041 υπό τον Γεώργιο Μανιάκη στη Σικελία κατά των Αράβων και μετέπειτα στην ηπειρωτική νότια Ιταλία κατά των Νορμανδών. Το 1081 ο Αλέξιος Κομνηνός στρατολογεί περίπου 3.000 Παυλικιανούς για να αποκρούσουν τη νορμανδική επίθεση στο Δυρράχιο.

Παράλληλα, κοινότητες Παυλικιανών μεταφέρονται κατόπιν αυτοκρατορικών διαταγών σε διάφορες περιοχές του Βυζαντίου, για λόγους τόσο δημογραφικούς όσο και πολιτικούς (ορισμένοι πιστεύουν ότι οι Παυλικιανοί θα είναι λιγότερο επικίνδυνοι μακριά από το φυσικό τους περιβάλλον): προς τα τέλη του 10ου αιώνα, μεγάλος αριθμός Παυλικιανών εγκαθίσταται στην Φιλιππούπολη. Βεβαίως, πολλοί εξακολούθησαν να δυσπιστούν για την αξιοπιστία των Παυλικιανών. Το σύνηθες μέσο ήταν η άσκηση πίεσης ώστε να ασπαστούν την ορθοδοξία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της τάσης αυτής είναι η προσπάθεια του Αλέξιου Α’ Κομνηνού να προσηλυτίσει τους Παυλικιανούς της Φιλιππούπολης (με σχετική μόνο επιτυχία).

Στην καθαυτό Αρμενία, οι Παυλικιανοί επιβίωσαν κατά τα φαινόμενα μέσω της σέκτας των Τονδρακιανών (Թոնդրակեաններ). Οι Τονδρακιανοί εμφανίστηκαν περί τα μέσα του 10ου αιώνα. Από θεολογικής άποψης, σχεδόν ταυτίζονταν με τους Παυλικιανούς: δεν λάτρευαν τον σταυρό, αρνούνταν το σύνολο των μυστηρίων, δεν αναγνώριζαν την ιεραρχία της Εκκλησίας της Αρμενίας. Η ιδιαιτερότητά τους έγκειται στο ότι συνδύαζαν τον δυϊσμό με κοινωνικά αιτήματα: υποστήριξαν τις εξεγέρσεις των Αρμένιων αγροτών και αρνούνταν την εξουσία τόσο της Εκκλησίας όσο και των αρχόντων-γαιοκτημόνων. Η δράση τους συνεχίστηκε μέχρι τα μέσα του 11ου αιώνα, όταν κι εξαφανίστηκαν υπό την πίεση εξωτερικών δυνάμεων (του Βυζαντίου που ανέκτησε πρόσκαιρα την Αρμενία και στη συνέχεια των Τούρκων).

Όσον αφορά τα εδάφη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, παρά τις αντιξοότητες, φαίνεται πως διάσπαρτες κοινότητες Παυλικιανών κατόρθωσαν να επιβιώσουν για πολλούς αιώνες μετά την πτώση της Τεφρικής. Οι Φράγκοι της Δ΄ Σταυροφορίας ισχυρίζονταν ότι όταν έφτασαν στη Φιλιππούπολη διαπίστωσαν ότι ολόκληρη συνοικία της πόλης κατοικούταν αποκλειστικά από Παυλικιανούς. Η τελευταία ιστορική μαρτυρία για την παρουσία των Παυλικιανών ανάγεται στα τέλη του 16ου αιώνα: ο Πέτρος Τσεντολίνι, απεσταλμένος του πάπα Γρηγόριου ΙΓ΄, αναφέρει ότι μεταξύ του Δούναβη και της Φιλιππούπολης υπήρχαν δεκαεπτά χωριά τα οποία τα κατοικούσαν Παυλικιανοί!

Ωστόσο, από τον 10ο αιώνα κι έπειτα οι αυτοκρατορικές κι εκκλησιαστικές αρχές δεν εστιάζουν πια την προσοχή τους στου Παυλικιανούς. Τη θέση τους είχε πάρει μια άλλη «αίρεση» που ακολουθούσε το δόγμα του δυϊσμού σε πιο ακραία, ίσως, μορφή. Η κοιτίδα της βρισκόταν στα Βαλκάνια, εκεί που είχαν εγκατασταθεί τόσοι Παυλικιανοί. Ήταν άραγε ο καταλύτης για τη μετάλλαξη αυτή ή απλώς συνέβαλαν στη διάδοσή της; Η απάντηση στο επόμενο μέρος…

Ψάχνοντας για μάγισσες στον Μεσαίωνα

28 Οκτωβρίου, 2013
Άλμπρεχτ Ντύρερ "Τέσσερις Μάγισσες (ή Τέσσερις Γυμνές)", 1497

Άλμπρεχτ Ντύρερ «Τέσσερις Μάγισσες (ή Τέσσερις Γυμνές)», 1497

«Στην ελληνική πολιτική σκηνή υπάρχει ένα κυνήγι μαγισσών. Αν θέλουν μάγισσες ας τις αναζητήσουν στον Μεσαίωνα». Με τον τρόπο αυτό απαντούσε, πριν λίγους μήνες, ιστορικός και μέλος του Κοινοβουλίου στις (κακόπιστες ως επί το πλείστον) επικρίσεις που δεχόταν, επειδή είχε επιχειρήσει να αποδομήσει κάποιον από τους μύθους που περιέχει η επίσημη εθνική αφήγηση της Ιστορίας. Καταφεύγοντας σε έναν άλλο μύθο, η ιστορικός υπέκυπτε, χωρίς ίσως να το συνειδητοποιεί, σε ένα στερεότυπο πολύ πιο ισχυρό, μια και αφορά την πιο συκοφαντημένη ιστορική περίοδο. Αξίζει να το συζητήσουμε, εκτός των άλλων, μια και οι «Μάγισσες στον Μεσαίωνα» αποτελούν κοινό τόπο σαφώς εδραιωμένο στον δημόσιο λόγο και στη συλλογική συνείδηση.

Δεν θα ήταν, βεβαίως, δυνατό να υποστηριχθεί ότι οι πρακτικές μαγείας και μαγγανείας ήταν άγνωστες στις μεσαιωνικές κοινωνίες. Απαντούν, άλλωστε, σε όλες τις εποχές και σε όλες τις ανθρώπινες κοινωνίες, ενώ κάποιες από αυτές ενσωματώνονται, επίσημα ή ανεπίσημα, σε θρησκείες. Όποιος όμως προσπαθήσει να μελετήσει τον Μεσαίωνα αναζητώντας ψυχώσεις και κυνήγια μαγισσών θα έχει την εντύπωση ότι διασχίζει μια έρημο και, φυσικά, θα απογοητευθεί.

Μερικές παράγραφοι σε ένα σύγγραμμα εκκλησιαστικού δικαίου των αρχών του 9ου αιώνα, όπου ο τότε επίσκοπος Ραιτίας προτείνει την επιβολή ατιμωτικών ποινών (χωρίς, πάντως, να μνημονεύει ρητώς τη θανατική ποινή) σε όσους ασχολούνται με τη μαγεία και μαγγανεία. Στοργικές συμβουλές για την καθοδήγηση των παραπλανημένων αυτών ψυχών από τον ηγούμενο Ρηγίνο της Πρυμ περίπου έναν αιώνα αργότερα. Κανένα ίχνος διωγμών, δικών και καταδικών! Είναι προφανές ότι η μαγεία ως κοινωνικό φαινόμενο δεν απασχόλησε ιδιαίτερα την κοινωνία του Μεσαίωνα.

Η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνεται ακόμη και σε εποχές κατά τις οποίες η Καθολική Εκκλησία εξαπολύει απηνείς διωγμούς κατά των αιρέσεων, έχοντας ήδη προβεί στη σύσταση της Ιεράς Εξέτασης. Στο κλασικό του σύγγραμμα «Practica officii Inquisitionis heretice pravitatis» (Τουλούζη, περ. 1323-1324), γνωστό και ως «Εγχειρίδιο του Ιεροεξεταστή», ο Βερνάρδος Γκι δεν αφιερώνει ούτε δύο σελίδες στη μαγεία, ενώ οι αναφορές στο δυϊστικό δόγμα των Καθαρών καταλαμβάνουν το μισό περίπου βιβλίο και η εξέταση της αίρεσης των Πτωχών της Λυών απαιτεί μερικές δεκάδες σελίδες.

Είναι αλήθεια ότι το γεγονός που σηματοδοτεί ποιοτική αλλαγή της στάσης της δυτικής Εκκλησίας έναντι της μαγείας είναι σχεδόν σύγχρονο με τη συγγραφή του έργου του δομινικανού ιεροεξεταστή: τον Αύγουστο του 1326, ο πάπας Ιωάννης ΚΒ΄ (Ιάκωβος Ντιέζ της Καόρ) εκδίδει τη βούλλα «super illius specula», με την οποία οι πρακτικές μαγείας και μαγγανείας εξομοιώνονται με αίρεση. Πρέπει, όμως, να επισημανθεί ότι ο Ιωάννης ΚΒ΄ (στον οποίο παραδόξως κάποιοι αποδίδουν τη συγγραφή αλχημιστικών βιβλίων) είχε προσωπικούς λόγους να απεχθάνεται τη μαγεία: παραλίγο να δολοφονηθεί από τον επίσκοπο της γενέτειράς του, τον Ούγο Ζερώ, τον οποίο είχε παραπέμψει σε δίκη για οικονομικές ατασθαλίες. Μέσα στην τρέλα και τον πανικό του, ο Ζερώ δεν είχε αρκεσθεί στην προσπάθειά του να δηλητηριάσει τον ποντίφηκα, αλλά είχε καταφύγει και σε πρακτικές μαγείας, καίγοντας κέρινα ομοιώματα του αντιπάλου του!

Στην πραγματικότητα, το πιο σημαντικό είναι η αλλαγή στάσης της κοινωνίας, η οποία ανάγεται στο δεύτερο μισό του 14ου αιώνα. Παρέλκει, ίσως, η υπόμνηση, των γεγονότων που σημάδεψαν την εποχή: μακροχρόνια οικονομική κρίση, ραγδαία επιδείνωση των κλιματολογικών συνθηκών και, κυρίως, η τρομακτική επιδημία βουβωνικής πανώλης που ξεκληρίζει το ένα τρίτο τουλάχιστον του πληθυσμού της Ευρώπης. Είναι δύσκολο για τον σύγχρονο άνθρωπο να αντιληφθεί τον τρόπο με τον οποίο σημάδεψε τη συλλογική συνείδηση των κοινωνιών της εποχής μια συμφορά τέτοιου μεγέθους. Σε όλα αυτά ας προστεθεί και η αυξανόμενη τάση της κεντρικής εξουσίας (κρατικής και εκκλησιαστικής) για στενότερο έλεγχο των κοινωνιών, κάτι που συνεπάγεται την όλο και μεγαλύτερη χρήση μεθόδων καταστολής. Πρόκειται, όμως, για στοιχεία που δεν χαρακτηρίζουν τόσο τη φεουδαλική οργάνωση του Μεσαίωνα όσο τα κράτη κατά τους Νεότερους Χρόνους.

Οι πρώτες δίκες για μαγεία (χωρίς, πάντως, καταδίκες σε θάνατο) καταγράφονται στην περιοχή της Τουλούζης κατά το δεύτερο μισό του 14ου αιώνα. Ακόμη, όμως, και κατά τον Ύστερο Μεσαίωνα αποτελούν περιστασιακό φαινόμενο. Η πραγματική φρενίτιδα με τη μαγεία και το κυνήγι μαγισσών αποτελούν χαρακτηριστικά γνωρίσματα της Αναγέννησης και των Νεότερων Χρόνων! Τα πρώτα εγχειρίδια οδηγιών για την καταπολέμηση της μαγείας συγγράφονται μετά το 1480: οι Γερμανοί δομινικανοί μοναχοί Ερρίκος Κράμερ (γνωστότερος ως Ινστιτόρις) και Ιάκωβος Σπρέγγερ δημοσιεύουν το διαβόητο σύγγραμα «Malleus Maleficarum» το 1486-1487, ο Γάλλος νομικός Ιωάννης Μποντέν δημοσιεύει τη «Démonomanie des sorciers» το 1580 και ο συνάδελφός του από τη Λωρραίνη Νικόλαος Ρεμύ εκδίδει τη «Δαιμονολατρεία» του το 1592. Όσο για τον παροξυσμό των δικών μαγισσών, αυτός είναι υπόθεση του 17ου αιώνα: από την αυλή του Λουδοβίκου ΙΔ΄ μέχρι τον Νέο Κόσμο, όλοι ψάχνουν για μάγισσες! Η πασίγνωστη δίκη των Μαγισσών του Σάλεμ στη Μασσαχουσέττη γίνεται το 1698. Στη Γαλλία, ειδικά, η τελευταία δίκη για μαγεία καταγράφεται στο Μπορντώ το 1718. Μάλλον χρειάζεται διαστροφική φαντασία για να καταλογιστούν όλα αυτά στον άμοιρο Μεσαίωνα.

Για να είμαστε, άλλωστε, ακριβείς και δίκαιοι, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η στάση του μεσαιωνικού ανθρώπου απέναντι στη μαγεία μοιάζει εκπληκτικά σύγχρονη: η μαγεία αντιμετωπιζόταν περισσότερο ως εκδήλωση ψυχικής ασθένειας. Για τον συμπαθή Ρηγίνο, οι ισχυρισμοί κάποιων γυναικών για συναντήσεις με δαίμονες δεν είναι παρά «αποτελέσματα παραισθήσεων». Όσο για τον Ιωάννη του Σώλσμπρυ, επίσκοπο Σαρτρ (12ος αιώνας), αρκεί απλώς «να μη δίνει κανείς προσοχή σε τόσο αξιοθρήνητες παλαβομάρες»… Οπότε, τι να κάνουμε; Όσο κι αν αυτό δεν αρέσει σε κάποιους, οι άνθρωποι κατά τον Μεσαίωνα δεν είχαν ποτέ ως κύρια απασχόληση το κυνήγι μαγισσών!

*   Κείμενο που γράφηκε για τα ΕΝΘΕΜΑΤΑ και δημοσιεύθηκε στο φύλλο της 26ης-27ης Οκτωβρίου 2013.

Φόνος στον καθεδρικό

9 Μαΐου, 2013
Η δολοφονία του Μπέκετ (αγγλική μικρογραφία του 13ου αι., Βρετανικό Μουσείο, Λονδίνο)

Η δολοφονία του Μπέκετ (αγγλική μικρογραφία του 13ου αι., Βρετανικό Μουσείο, Λονδίνο)

«(Ερρίκος Β΄) – Αν, όμως, ο προκαθήμενος είναι δικός μου άνθρωπος; Αν ο αρχιεπίσκοπος της Καντερβουρίας είναι υποστηρικτής του βασιλιά, πώς μπορεί να μ’ ενοχλήσει η εξουσία του;

(Θωμάς Μπέκετ) – Σωστό αυτό, ηγεμόνα μου, ξεχνάτε, όμως, ότι η εκλογή είναι ελεύθερη.

(Ε) – Όχι! Εσύ ξεχνάς το βασιλικό προνόμιο! Ξέρεις για τι πρόκειται; Όταν ο υποψήφιος δεν είναι αρεστός στον θρόνο, ο βασιλιάς στέλνει τον αρχιδικαστή του στη σύνοδο των επισκόπων… και τον τελευταίο λόγο τον έχει ο βασιλιάς. Κι αυτό έθιμο είναι, μόνο, που στην προκειμένη περίπτωση τουλάχιστον, είναι ευνοϊκό για τα συμφέροντά μου! Εδώ κι εκατό χρόνια η σύνοδος των επισκόπων δεν έχει εκλέξει ενάντια στη βούληση του βασιλιά… Θα πας στην Αγγλία.

(Μπ) – Στις διαταγές σας, ηγεμόνα μου.

(Ε) – Μαντεύεις ποια θα είναι η αποστολή σου;

(Μπ) – Όχι, ηγεμόνα μου.

(Ε) – Θα μεταφέρεις επιστολές μου σε κάθε επίσκοπο προσωπικά. Και ξέρεις τι θα γράφουν αυτές οι επιστολές, Θωμά μου, αδερφούλη μου; Τη βασιλική μου βούληση να εκλεγείς αρχιεπίσκοπος.

(Μπ) – Θα αστειεύεστε, ηγεμόνα μου… Δεν είμαι καν ιερέας, άρχοντά μου.

(Ε) – Είσαι ήδη διάκονος. Προφταίνεις. Μπορείς να δώσεις τους τελευταίους όρκους αύριο και να χειροτονηθείς σ’ ένα μήνα.

(Μπ) – Σκεφτήκατε, όμως, τι θα πει ο πάπας;

(Ε) – Θα πληρώσω!

(Μπ) – Ηγεμόνα μου, καταλαβαίνω πια ότι δεν αστειεύεστε… Μην το κάνετε!

(Ε) – Γιατί;

(Μπ) – Με τρομάζει η ιδέα.

(Ε) – Σε διατάζω, Μπέκετ!

(Μπ) – Αν γίνω αρχιεπίσκοπος δεν θα μπορώ πλέον να είμαι φίλος σας». (Ζαν Ανούιγ «Μπέκετ ή Η Τιμή του Θεού», 1959, επανέκδ. Gallimard, σειρά «Folio», Παρίσι 2010, σελ. 115 επ.)

 

"Το Μαρτύριο του Αγίου Θωμά Μπέκετ", Αγγλία, περ. 1250 (Walters Art Gallery, Βαλτιμόρη)

«Το Μαρτύριο του Αγίου Θωμά Μπέκετ», Αγγλία, περ. 1250 (Walters Art Gallery, Βαλτιμόρη)

Κάντερμπρυ, Αγγλία. Απομεσήμερο της 29ης Δεκεμβρίου 1170. Τέσσερις ιππότες εμφανίζονται στην είσοδο του αρχιεπισκοπικού μεγάρου. Ζητούν να δουν τον αρχιεπίσκοπο Θωμά Μπέκετ που πρόσφατα μόλις έχει επιστρέψει μετά από χρόνια εξορίας στη Γαλλία. Η συνάντηση δεν είναι φιλική. Απαιτούν από τον Μπέκετ να άρει τον αφορισμό των επισκόπων που, μετά από αίτημα του βασιλιά που θέλει να προετοιμάσει τη διαδοχή του και με τη σύμφωνη γνώμη του πάπα, ανακήρυξαν συμβασιλέα τον Ερρίκο τον Νεότερο. Ο αρχιεπίσκοπος αρνείται κατηγορηματικά. Οι ιππότες τον αποκαλούν προδότη, εκείνος τους εγκαλεί στην τάξη, θυμίζοντάς τους ότι του οφείλουν υποτέλεια. Λίγες ώρες μετά οι ιππότες επιστρέφουν. Μπαίνουν οπλισμένοι στον καθεδρικό όπου βρίσκεται ο αρχιεπίσκοπος για τον εσπερινό. Εκείνοι επαναλαμβάνουν την απαίτησή τους, αυτός αρνείται εκ νέου. Χυμούν πάνω του και τον χτυπούν με μανία με τα σπαθιά και τα τσεκούρια τους. Ο αρχιεπίσκοπος σωριάζεται νεκρός…

Ι.   Οι πρωταγωνιστές του δράματος

Α.   Ο βασιλιάς Ερρίκος Β΄

Ερρίκος Β΄

Ερρίκος Β΄

Βασιλεύς της Αγγλίας, Δουξ της Νορμανδίας, Δουξ της Ακυιτανίας και του Πουατού, κόμης του Ανζού και του Μαιν, άρχων της Βρετάνης, της Ιρλανδίας και της Ουαλίας, ο πρώτος από τους Πλανταγενέτες μονάρχες είναι ένας ηγεμόνας που θωρεί το κρατικό συμφέρον σημαντικότερο από οτιδήποτε, ακόμη κι από τους όποιους δεσμούς αίματος και φιλίας. Απολύτως λογικό για κάποιον που από τότε που ήταν μικρό παιδί ενσάρκωνε όλες τις ελπίδες και τις προσδοκίες του περιβάλλοντός του. Γιος του Γοδεφρείδου του επονομαζόμενου και Πλανταγενέτη, κόμη του Ανζού και του Μαιν, και της Ματθίλδης της Αυτοκράτειρας (προσωνύμιο που έλαβε ως χήρα του Γερμανού αυτοκράτορα Ερρίκου Ε΄), κόρης του Νορμανδού βασιλιά της Αγγλίας Ερρίκου Α΄ και νόμιμης κληρονόμου του (ο μοναχογιός και διάδοχός του είχε πνιγεί σε ναυάγιο), οφείλει να αποκαταστήσει τη δυναστική νομιμότητα πέρα από τη Μάγχη και να διασφαλίσει τη μητρική και την πατρική κληρονομιά. Ο Ερρίκος Α΄ πέθανε το 1135, όταν ο εγγονός του ήταν μόλις δύο ετών, αλλά αντί να τον διαδεχθεί η κόρη με τον συζύγό της, κατέλαβε πραξικοπηματικά την εξουσία ο Στέφανος της Μπλουά, ανεψιός του Νορμανδού μονάρχη. Επρόκειτο να ακολουθήσουν είκοσι σχεδόν χρόνια εμφυλίου πολέμου.  Θα χρειαστεί να φτάσουμε στα 1153 για να βρούμε τον Στέφανο, πολιτικά απομονωμένο κι έχοντας χάσει τον πρωτότοκο γιο του, τον Ευστάθιο, αναγκασμένο να συνάψει τη Συνθήκη του Γουώλλινγκφορντ, με την οποία αναγνώριζε ως διάδοχό του τον νεαρό Ερρίκο.

Ο Ερρίκος, βέβαια, είχε αναλάβει τις ευθύνες του πολύ νωρίτερα. Ήταν μόλις 14 ετών όταν ηγήθηκε για πρώτη φορά στρατιωτικής εκστρατείας, το 1147 στην Αγγλία. Και τον Μάιο του 1152 θα βιαστεί να νυμφευθεί την Αλιενόρ (Ελεονόρα) της Ακυιτανίας (με την οποία έχουμε ασχοληθεί και στο παρελθόν), κληρονόμο εδαφών που αντιστοιχούσαν στο ένα τέταρτο της σύγχρονης γαλλικής επικράτειας, μόλις οχτώ εβδομάδες μετά την ακύρωση του γάμου της με τον Λουδοβίκο Ζ΄ της Γαλλίας. Η συμβίωσή του με μια γυναίκα με τόσο ισχυρή προσωπικότητα ξεκίνησε, παραδόξως, αρμονικά. Από την ένωση αυτή γεννήθηκαν πέντε γιοι (ο Γουλιέλμος, που πέθανε μόλις τριών ετών νήπιο, ο Ερρίκος ο Νεότερος, Ο Ριχάρδος, ο Γοδεφρείδος κι ο Ιωάννης) και τρεις κόρες (Ματθίλδη, Αλιενόρ και Ιωάννα). Επρόκειτο, βέβαια, να ακολουθήσουν αρκετές σκοτούρες. Ας μην προτρέχουμε, όμως…

Άγαλμα του Ερρίκου Β΄ στον καθεδρικό του Κάντερμπρυ

Άγαλμα του Ερρίκου Β΄ στον καθεδρικό του Κάντερμπρυ

Το 1154 πέθανε ο Στέφανος της Μπλουά κι ο Ερρίκος στέφθηκε βασιλιάς της Αγγλίας. Βασικό μέλημα ήταν να εδραιώσει την εξουσία του σε όλη την επικράτειά του. Πραγματική αυτοκρατορία για τα δεδομένα του δυτικού Μεσαίωνα ενείχε ένα παράδοξο: κυρίαρχος μονάρχης στην Αγγλία, ο Ερρίκος ήταν υποτελής του Γάλλου βασιλιά όσον αφορά τις ηπειρωτικές του κτήσεις. Σχέση περίπλοκη με λεπτές ισορροπίες όπου η συμμαχία (ο Λουδοβίκος είχε υποστηρίξει τον Ερρίκο στον εμφύλιο με τον Στέφανο της Μπλουά) εναλλασσόταν με τον ανταγωνισμό. Εάν η εξίσωση των σχέσεών του με τους Καπετίδες ήταν εξ ορισμού δυσεπίλυτη, κατά τα λοιπά ο Ερρίκος κατέβαλλε διαρκείς αλλά λελογισμένες προσπάθειες να αυξήσει τα εδάφη του με πολιτικά και στρατιωτικά μέσα: οι στόχοι του ήταν είτε οι περιοχές των οποίων ήταν τυπικά επικυρίαρχος, χωρίς να ασκεί ουσιαστικά την εξουσία (Βρετάνη, Ουαλία, Ιρλανδία), είτε αυτές για τις οποίες μπορούσε να προβάλει διεκδικήσεις η σύζυγός του (όπως ήταν η κομητεία της Τουλούζης). Οι προσπάθειες αυτές έχουν σχετική μόνο επιτυχία (στη δε περίπτωση της Τουλούζης η αποτυχία του Ανδεγαυού υπήρξε μάλλον παταγώδης). Ο επεκτατισμός αυτός, όμως, κρατά τουλάχιστον απασχολημένους υποτελείς και γείτονες, οι οποίοι αδυνατούν να απειλήσουν την εδαφική ακεραιότητα του κράτους του Πλανταγενέτη.

Στο εσωτερικό του κράτους του, οι επιδόσεις του Ερρίκου σε ζητήματα οργάνωσης της διοίκησης είναι αξιόλογες. Το έργο του διευκολύνεται βεβαίως από τους εξελιγμένους, για τα δεδομένα της εποχής, θεσμούς που κληρονομεί από τους προηγούμενους Νορμανδούς μονάρχες, ειδικά σε ό,τι αφορά τους φορολογικούς μηχανισμούς. Με έντονα γραφειοκρατικό χαρακτήρα, η διοίκηση του κράτους του Πλανταγενέτη είναι ιδιαιτέρως αποδοτική. Η βασιλική καγκελαρία εκδίδει πενταπλάσιο αριθμό διοικητικών πράξεων απ’ ό,τι η αντίστοιχη του Γάλλου μονάρχη Λουδοβίκου Ζ΄. Το πιο φιλόδοξο, όμως, σχέδιο του Ερρίκου έχει νομικό χαρακτήρα κι αφορά την ενοποίηση του ισχύοντος δικαίου στο σύνολο της ανομοιογενούς κι από την άποψη αυτή επικράτειάς του. Λέγεται ότι πριν πεθάνει ο πατέρας του Ερρίκου, ο κόμης Γοδεφρείδος, τον συμβούλεψε να μην επιχειρήσει ποτέ να επιβάλει το δίκαιο και τα έθιμα μιας ηγεμονίας του σε κάποιαν άλλη. Ο Ερρίκος αγνόησε επιδεικτικά τη συμβουλή αυτή. Αντιθέτως, σκοπός του ήταν να θεσπίσει ένα δίκαιο κοινό για όλους τους υπηκόους του, παραμερίζοντας το εκκλησιαστικό και το φεουδαλικό των κατά τόπους αρχόντων. Η δημιουργία του common law οφείλεται στον Ερρίκο Β΄! Το κοινό δίκαιο συνεπαγόταν φυσικά και την ύπαρξη ενός και μόνο φορέα απονομής της δικαιοσύνης, που δεν ήταν άλλος από τον ίδιο τον βασιλιά.

Ο τάφος του Ερρίκου Β΄ και της Αλιενόρ της Ακυιτανίας στην εκκλησία του αβαείου του Φοντεβρώ (Ανζού, Γαλλία)

Ο τάφος του Ερρίκου Β΄ και της Αλιενόρ της Ακυιτανίας στην εκκλησία του αβαείου του Φοντεβρώ (Ανζού, Γαλλία)

Τα τελευταία 16 χρόνια της βασιλείας του Ερρίκου (1173-1189) είναι εποχή πόνου, πίκρας και πολιτικού χάους, που οφείλεται στην ίδια την οικογένειά του! Το στερεότυπο, που ανταποκρίνεται εν μέρει στην πραγματικότητα, λέει ότι τα παιδιά ακολουθούν το παράδειγμα που τους δίνουν οι γονείς τους τις στιγμές εκείνες που δεν ενδιαφέρονται να τα διδάξουν και να τα εκπαιδεύσουν. Μεγαλώνοντας μ΄ έναν πατέρα που ανατράφηκε με την υποχρέωση να κατακτήσει το βασίλειό του και έζησε με την έμμονη ιδέα της διασφάλισης της ενότητάς του με κάθε τίμημα, οι γιοι του Ερρίκου κατέληξαν νεαρά λιοντάρια διψασμένα για εξουσία: στην καλύτερη περίπτωση περιμένουν ανυπόμονα να τους αδειάσει τη γωνιά το γέρικο λιοντάρι, στη χειρότερη προσπαθούν να το βγάλουν από τη μέση με κάθε μέσο. Ο Πλανταγενέτης βρίσκεται αντιμέτωπος με επαναλαμβανόμενες εξεγέρσεις των γιων του κι αναγκάζεται να τους πολεμήσει. Οι σχέσεις του με την Αλιενόρ επιδεινώνονται και φτάνουν γρήγορα στο σημείο μηδέν. Ήδη είχαν συγκρουστεί για το θέμα της διαδοχής (ο Ερρίκος προτιμούσε τον συνονόματο γιο του, η Αλιενόρ τον Ριχάρδο). Μετά την πρώτη στάση των γιων του, ο Ερρίκος θεώρησε την Αλιενόρ υποκινήτρια και την υποχρέωσε σε κατ’ οίκον περιορισμό, στο Σινόν και το Σώλσμπρυ. Ποτέ δεν τη συγχώρησε (η Αλιενόρ παρέμεινε «φυλακισμένη» μέχρι τον θάνατο του συζύγου της). Πέθανε αποξενωμένος από την οικογένειά του, εν μέσω εμφύλιας σύγκρουσης. Άδοξο τέλος για έναν αξιόλογο μονάρχη. Κι, όμως, αυτό που αμαύρωσε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο την υστεροφημία του ήταν το τέλος της ταραχώδους σχέσης του με τον αρχιεπίσκοπο Θωμά Μπέκετ.

Β.   Ο αρχιεπίσκοπος Θωμάς Μπέκετ

Ο Θωμάς Μπέκετ γεννήθηκε την 21η Δεκεμβρίου του 1120 (ή, σύμφωνα με μιαν άλλη εκδοχή, του 1118) στο Τσηπσάιντ του Λονδίνου. Είναι Νορμανδός στην καταγωγή (για αυτό και θα ήταν ορθότερο να κάνουμε λόγο για τον Τομά Μπεκέ, τόσοι αιώνες αγγλικής παράδοσης, όμως, μας υποχρεώνουν σε παροξύτονες λύσεις). Ο πατέρας του, ο Γιλβέρτος Μπεκέ, κατάγεται από την περιοχή της Ρουάν, πιθανώς από την Τιερβίλλ, η μητέρα του, η Ματθίλδη, από την Καν. Το 1106 ο Γιλβέρτος Μπεκέ εγκατέλειψε την πατρίδα του κι εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο. Ασχολήθηκε με το εμπόριο υφασμάτων κι απέκτησε σημαντική περιουσία κι ισχυρούς φίλους. Είναι πιθανό την εποχή που γεννήθηκε ο Θωμάς ο πατέρας του να ζούσε από τα εισοδήματά του, χωρίς να απαιτείται να ασκεί ο ίδιος προσωπικά εμπορικές δραστηριότητες. Για κάποιο χρονικό διάστημα, μάλιστα, ο Γιλβέρτος είχε κατορθώσει να διοριστεί από τον βασιλιά σερίφης του Λονδίνου, δηλαδή αξιωματούχος με στρατιωτικές, δικαστικές και φορολογικές αρμοδιότητες στην περιοχή δικαιοδοσίας του.

Θωμάς Μπέκετ, υαλογράφημα, Καθεδρικός του Κάντερμπρυ

Θωμάς Μπέκετ, υαλογράφημα, Καθεδρικός του Κάντερμπρυ

Ο Θωμάς έτυχε εξαιρετικής εκπαίδευσης σε εκκλησιαστικά και λαϊκά ιδρύματα, στο Σάρρεϋ και στο Λονδίνο. Το 1138 σπούδασε για ένα χρόνο στο Παρίσι. Δεν φαίνεται, ωστόσο, να ολοκλήρωσε τον κύκλο σπουδών του. Οι επιχειρηματικές δραστηριότητες του πατέρα του δεν πήγαιναν πλέον καλά κι οι οικονομικές δυσχέρειες υποχρέωσαν τον Θωμά να επιστρέψει στην Αγγλία και να εργαστεί για τρία χρόνια ως κατώτερος υπάλληλος του δήμου Λονδίνου. Εκείνη την εποχή οι γονείς του (ή οικογενειακοί φίλοι) θα πρέπει να τον γνώρισαν στον Θεοβάλδο του Μπεκ, αρχιεπίσκοπο Καντερβουρίας, ο οποίος καταγόταν επίσης από την περιοχή της Τιερβίλλ. Ο Θεοβάλδος κατάλαβε πολύ γρήγορα ότι επρόκειτο για έναν ιδιαιτέρως ικανό νέο. Με την οικονομική ενίσχυση του αρχιεπισκόπου ο Θωμάς σπούδασε για ένα έτος στη φημισμένη νομική σχολή του Πανεπιστημίου της Μπολόνιας. Επιστρέφοντας στην Αγγλία ήταν πλέον ένας πολλά υποσχόμενος νέος με λαμπρές σπουδές κι εξαιρετικές ικανότητες, προορισμένος να καταλάβει ανώτερες θέσεις στον διοικητικό μηχανισμό του κράτους ή της Εκκλησίας και, γιατί όχι, εκκλησιαστικά αξιώματα. Ως συνεργάτης του Θεοβάλδου, ανέλαβε διάφορες αποστολές, μεταξύ των οποίων και στην ίδια τη Ρώμη, όπου γνώρισε τον πάπα Ευγένιο Γ΄. Το 1154, ο αρχιεπίσκοπος τον ονόμασε αρχιδιάκονο Καντερβουρίας. Κι όταν την ίδια χρονιά ο βασιλιάς Ερρίκος αναζήτησε πρόσωπο ικανό να καταλάβει το αξίωμα του καγκελάριου, ο Θεοβάλδος του μίλησε για τον Θωμά. Ο μονάρχης ακολούθησε την αρχιεπισκοπική συμβουλή

ΙΙ.   Η ταραχώδης σχέση Ερρίκου Β΄ και Θωμά Μπέκετ

Α.   Βασιλικός καγκελάριος, πιστός υπηρέτης και αγαπημένος φίλος

Η μεγάλη σφραγίδα του Ερρίκου Β΄

Η μεγάλη σφραγίδα του Ερρίκου Β΄

Η ανέλιξη του Μπέκετ είναι από κάθε άποψη εντυπωσιακή. Ως βασιλικός καγκελάριος κατέχει το ανώτερο διοικητικό αξίωμα στην αυτοκρατορία. Βασιλικές αποφάσεις, διατάγματα και νόμοι, επικοινωνία με τις διοικητικές αρχές, βασιλική αλληλογραφία και διπλωματικές σχέσεις, όλα περνούν από τα χέρια του. Συνοδεύει τον Ερρίκο στις περιοδείες του, τόσο στην Αγγλία όσο και στη Νορμανδία και τις υπόλοιπες κτήσεις του σε γαλλικό έδαφος, αλλά και στις στρατιωτικές εκστρατείες του. Αναλαμβάνει δύσκολες διπλωματικές αποστολές (το 1158 διαπραγματεύεται τον γάμο του πρίγκπα Ερρίκου του Νεότερου με τη Μαργαρίτα, την κόρη του Γάλλου βασιλιά) και, περιστασιακά, μετατρέπεται ακόμη και σε στρατηγό (το 1159 ηγείται της εκστρατείας κατά της κομητείας της Τουλούζης). Για τον Ερρίκο είναι ο ικανότερος και ο πλέον έμπιστος συνεργάτης. Η εκτίμηση εξελίσσεται σε στενή φιλία. Δεν είναι τυχαίο ότι ο βασιλιάς εμπιστεύτηκε την ανατροφή του μεγαλύτερου γιου του στον Μπέκετ. Ακολουθώντας το έθιμο των ευγενών της εποχής, ο Ερρίκος ο Νεότερος έζησε για ένα χρονικό διάστημα στο σπίτι του μετέπειτα αρχιεπισκόπου. Λέγεται ότι ο νεαρός εκμυστηρεύθηκε αργότερα πως σε μία μόνο μέρα ο Μπέκετ του είχε δώσει περισσότερη πατρική στοργή απ’ ό,τι ο πραγματικός πατέρας του σε μια ολόκληρη ζωή!

Ο μονάρχης είναι πεπεισμένος ότι ο Θωμάς είναι το κατάλληλο πρόσωπο για να υλοποιήσει το πιο φιλόδοξο σχέδιο. Η διοικητική και δικαστική αυτονομία της Εκκλησίας της Αγγλίας, η υπαγωγή της απευθείας στην παπική εξουσία κι όχι στη βασιλική ενοχλούν τον Ερρίκο. Για να ελέγξει πραγματικά την Εκκλησία, ο βασιλιάς πρέπει να επιβάλει ως προκαθήμενό της έναν δικό του άνθρωπο. Ο Μπέκετ είναι ιδανικός υποψήφιος για αυτόν τον ρόλο. Η ευκαιρία παρουσιάζεται με τον θάνατο του Θεοβάλδου του Μπεκ, τον Απρίλιο του 1161. Μόνο που το εγχείρημα δεν είναι καθόλου εύκολο. Στην εκλογή του αρχιεπισκόπου συμμετέχουν οι μοναχοί της τοπικής μονής της «Εκκλησίας του Χριστού» (οι οποίοι έχουν την ευθύνη του καθεδρικού) και οι επίσκοποι της αρχιεπισκοπικής περιφέρειας Καντερβουρίας. Επιρροή μπορούν να ασκήσουν και οι υπόλοιποι επίσκοποι του νησιού και ιδίως οι σημαντικότεροι από αυτούς (ανάμεσά τους και ο έτερος αρχιεπίσκοπος, αυτός της Υόρκης). Από όλους αυτούς κανείς δεν θα πρέπει να είχε σκεφτεί την υποψηφιότητα του Μπέκετ κι οπωσδήποτε δεν θα επιθυμούσε να εκλέξει έναν άνθρωπο του βασιλιά. Έπειτα, η παράδοση θέλει τον αρχιεπίσκοπο Καντερβουρίας να είναι μοναχός. Από νομική άποψη, τέλος, βάσει του κονκορδάτου του Λονδίνου που είχαν συνάψει ο Ερρίκος Α΄ και ο πάπας Πασχάλης Β΄ το 1107, ο βασιλιάς δεν έχει το δικαίωμα να προτείνει υποψήφιο.

Ερρίκος (Π. Ο'Τουλ) και Μπέκετ (Ρ. Μπέρτον), από το φιλμ του Π. Γκλένβιλλ (1964)

Ερρίκος (Π. Ο’Τουλ) και Μπέκετ (Ρ. Μπέρτον), από το φιλμ του Π. Γκλένβιλλ (1964)

Όλα αυτά στο προσκήνιο, βέβαια. Γιατί στο παρασκήνιο ο βασιλιάς μπορεί να κάνει πολλά. Μπορεί να ασκήσει την επιρροή του ποικιλοτρόπως. Μπορεί εμμέσως να ορίσει την ημερομηνία της εκλογής σε χρονικό σημείο κατά το οποίο η ισορροπία δυνάμεων θα έχει διαμορφωθεί υπέρ του εκλεκτού του. Ο Ερρίκος προσεταιρίζεται και δελεάζει. Ίσως και να δωροδοκεί, να απειλεί και να εκβιάζει. Στρατολογεί επισκόπους προκειμένου να προπαγανδίσουν την υποψηφιότητα του καγκελαρίου του. Θα χρειαστεί κάτι περισσότερο από ένα χρόνο, αλλά τελικά θα τα καταφέρει. Την κρίσιμη ώρα, στις 23 Μαΐου 1162, ο Μπέκετ εκλέγεται παμψηφεί αρχιεπίσκοπος Καντερβουρίας. Χειροτονείται ιερέας στις 2 Ιουνίου και την επομένη αρχιεπίσκοπος.

Β.   Αρχιεπίσκοπος και υπερασπιστής των δικαιωμάτων και των συμφερόντων της Εκκλησίας

Ο Μπέκετ είναι ταυτόχρονα προκαθήμενος της Εκκλησίας στην Αγγλία και, ως καγκελάριος, ανώτατος διοικητικός αξιωματούχος του βασιλείου. Αντί, όμως, να αποδειχθεί υποχείριο του Ερρίκου ή έστω ευφυής πράκτορας των συμφερόντων του ηγεμόνα, όπως σχεδόν όλοι αναμένουν, μετατρέπεται σε ανυποχώρητο υπερασπιστή των συμφερόντων της Εκκλησίας, επιδεικνύοντας επιμονή, ζήλο κι ικανότητα. Στο τέλος του 1162 προβαίνει σε μια εξόχως συμβολική κίνηση: παραιτείται από το αξίωμα του καγκελαρίου, έτσι ώστε να καταδειχθεί ότι έχει πλέον πάψει να υφίσταται η οποιαδήποτε σχέση εξάρτησης από τον μέχρι τότε προστάτη και φίλο του. Και, σχεδόν αμέσως, εγκαταλείπει τις πολυτέλειες και τις κοσμικές ηδονές για να υιοθετήσει έναν τρόπο ζωής σχεδόν ασκητικό. Η μεταστροφή αυτή δεν είναι εύκολο να εξηγηθεί. Άλλωστε η κατοπινή αγιοποίηση του Μπέκετ κι ο θρύλος που δημιουργήθηκε γύρω από το πρόσωπο και τη ζωή του καθιστούν ακόμη δυσχερέστερο το έργο αυτό. Ήταν βέβαια πάντα άνθρωπος ικανός, ευσυνείδητος και με αρχές. Αρκεί αυτό για να εξηγήσει μια τόσο εντυπωσιακή αλλαγή στάσης; Υπήρχαν άραγε σημεία τριβής στις κατά τα φαινόμενα αρμονικές σχέσεις βασιλιά και καγκελάριου, για τα οποία δεν μας διαφωτίζουν οι χρονικογράφοι της εποχής; Λανθάνουσες αντιπαλότητες; Πικρίες που ο Μπέκετ κρατούσε μέσα του; Μήπως, άραγε, ο αρχιεπίσκοπος είχε αναμειχθεί στις ίντριγκες του παλατιού; Ποιες ακριβώς ήταν πραγματικά οι σχέσεις του με την Αλιενόρ και τους γιους του Ερρίκου; Μήπως υπήρξαν ανάμεσά τους κρυφές συμμαχίες που συνάφθηκαν πίσω από την πλάτη του βασιλιά; Από την άλλη, πρέπει άραγε να είμαστε τόσο δύσπιστοι; Δεν αρκεί η οικονομικότερη εξήγηση, αυτή της ειλικρίνειας και του ρητού «αρχή άνδρα δείκνυσι»; Ανερχόμενος στον αρχιεπισκοπικό θώκο, ο Μπέκετ είχε πλήρη συνείδηση της ευθύνης και της αποστολής που συνεπαγόταν το αξίωμα του. Όφειλε να διασφαλίσει την πνευματική, θεσμική και δικαστική αυτοτέλεια της Εκκλησίας έναντι της βασιλικής εξουσίας.

Ερρίκος Β΄ και αρχιεπίσκοπος Θωμάς Μπέκετ το 1170 (εικονογράφηση του χρονικού του Πέτρου Λάνγκτοφτ, περ. 1300-1320)

Ερρίκος Β΄ και αρχιεπίσκοπος Θωμάς Μπέκετ το 1170 (εικονογράφηση του χρονικού του Πέτρου Λάνγκτοφτ, περ. 1300-1320)

Υποστηριζόμενος σε όλες τις προσπάθειές του από τον πάπα Αλέξανδρο Γ΄, ο Μπέκετ ξεκίνησε ζητώντας να επιστραφούν στην κυριότητα της Εκκλησίας τα περιουσιακά στοιχεία της που είχαν απαλλοτριωθεί στα χρόνια της βασιλείας του σφετεριστή Στέφανου της Μπλουά. Έπειτα, επιχείρησε να κατοχυρώσει την υπαγωγή όλων των δικαστικών υποθέσεων που αφορούσαν κληρικούς στη δικαιοδοσία των εκκλησιαστικών δικαστηρίων. Το ζήτημα αυτό προκάλεσε και την πιο σφοδρή, μέχρι τότε, σύγκρουση με τον βασιλιά. Λογικό για τη μεσαιωνική κοινωνία που θεωρεί υψίστης σημασίας όσα σχετίζονται με το δίκαιο και την εφαρμογή του. Τον Οκτώβριο του 1163, κατά τη σύνοδο του Γουεστμίνστερ, αρχιεπίσκοπος και βασιλιάς ήρθαν κατά τα φαινόμενα σε συμβιβασμό για το θέμα αυτό. Στην πραγματικότητα, ο Ερρίκος απλώς κέρδιζε χρόνο για να προετοιμάσει την τελική επίθεσή του. Στις 30 Ιανουαρίου 1164 εξέδιδε τις Ασσίζες του Κλάρεντον με τις οποίες ρύθμιζε με τρόπο ευνοϊκό για εκείνον όλα τα ζητήματα σχετικά με τη δικαιοδοσία των βασιλικών και των εκκλησιαστικών δικαστηρίων. Κληρικοί που κατηγορούνταν για αξιόποινες πράξεις θα υπάγονταν πλέον ρητώς στη βασιλική δικαιοσύνη! Ο μονάρχης κατοχύρωνε με γραπτές διατάξεις δικαιώματα που του επέτρεπαν να έχει λόγο στην εκλογή ηγουμένων κι επισκόπων και, τελικά, να ασκεί ουσιαστικό έλεγχο στην Εκκλησία της Αγγλίας.

Ο αρχιεπίσκοπος Θωμάς Μπέκετ περνά τη Μάγχη για να καταφύγει στη Γαλλία (υαλογράφημα στον καθεδρικό της Κουτάνς στη Νορμανδία)

Ο αρχιεπίσκοπος Θωμάς Μπέκετ περνά τη Μάγχη για να καταφύγει στη Γαλλία (υαλογράφημα στον καθεδρικό της Κουτάνς στη Νορμανδία)

Ο Μπέκετ αρνήθηκε να συνυπογράψει τις Ασσίζες. Ο Ερρίκος του επιτέθηκε κατηγορώντας τον για τη διαχείριση χρηματικών ποσών κατά την περίοδο που ο αρχιεπίσκοπος κατείχε το αξίωμα του καγκελαρίου. Επιπλέον, προσπάθησε να τον απομονώσει εντός της Εκκλησίας, αποσπώντας την υποστήριξη αρκετών από τους ανώτερους εκκλησιαστικούς άρχοντες. Διαπιστώνοντας ότι ο παλιός του φίλος ήταν αμετάπειστος, ο μονάρχης αποφάσισε να τον δικάσει με τις κατηγορίες της περιφρόνησης της βασιλικής εξουσίας και της κατάχρησης δημόσιου χρήματος. Η σύγκρουση έφτανε σε σημείο παροξυσμού. Προτιμώντας την εξορία από την ατιμωτική (και άδικη) δίκη, ο αρχιεπίσκοπος πέρασε τη Μάγχη τον Νοέμβριο του 1164 και βρήκε καταφύγιο σε ένα αβαείο βενεδικτίνων στη Σανς, όπου επρόκειτο να περάσει τα επόμενα έξι χρόνια. Με την υποστήριξη του πάπα (ο οποίος τον ονόμασε λεγάτο του το 1166) και του Λουδοβίκου Ζ΄ της Γαλλίας, συνέχισε τις προσπάθεις για να δικαιωθεί και να αποκατασταθεί στο αξίωμά του. Τελικά, οι απειλές αφορισμού που εκτοξεύει ο πάπας και η διαμεσολάβηση του Γάλλου βασιλιά πείθουν τον Ερρίκο να αναγκαστεί να συνάψει ειρήνη με τον αρχιεπίσκοπο και να επιτρέψει την επιστροφή του στο νησί. Στις 5 Δεκεμβρίου 1170, ο Μπέκετ επιστρέφει στο Κάντερμπρυ.

Η συμφιλίωση είναι επίπλαστη. Το μίσος μεταξύ των δύο αντιπάλων και, ίσως ακόμη περισσότερο, των οπαδών τους δεν έχει σβήσει. Το δράμα οδηγείται αναπόδραστα στην κορύφωσή του… Ο Ερρίκος περνά τις γιορτές των Χριστουγέννων στο Μπαγιέ της Νορμανδίας. Όσοι βρέθηκαν στην αυλή του, τον άκουσαν να βλαστημά διαρκώς τον Μπέκετ, χαρακτηρίζοντάς τον προδότη κι αχάριστο και τελικά να αναφωνεί: «Μα δεν υπάρχει κανείς σε τούτο το βασίλειο που να μπορεί να μ’ απαλλάξει από αυτόν τον αλαζόνα κληρικό;»! Είναι η στιγμή που τέσσερις Νορμανδοί ιππότες (ο Ρεγινάλδος φιτζ Ουρς, ο Ούγος της Μορβίλλ, ο Γουλιέλμος του Τρασύ και ο Ριχάρδος Μπρίτο), μέλη της αυλής του Ερρίκου, συνωμοτούν κι αποφασίζουν να περάσουν τη Μάγχη με σκοπό να δολοφονήσουν τον αρχιεπίσκοπο. Η συνέχεια της ιστορίας είναι γνωστή. Ωστόσο και πάλι τα ερωτηματικά είναι πολλά, μολονότι η συνωμοσία των ιπποτών και η δολοφονία του Μπέκετ εξιστορείται από εντυπωσιακά μεγάλο αριθμό χρονικογράφων κι ιστορικών της εποχής. Ενήργησαν οι συνωμότες με αποκλειστικά δική τους πρωτοβουλία ή ο φόνος παραγγέλθηκε κι οργανώθηκε από τον ίδιο τον βασιλιά; Οι συγγραφείς ακολουθούν την πρώτη εκδοχή. Λέγεται ότι τρεις τουλάχιστον από τους δολοφόνους τoυ αρχιεπισκόπου ανήκαν σε οικογένειες που είχαν ταχθεί με το μέρος του Στεφάνου της Μπλουά κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου του 1135-1153 και είχαν ανταμειφθεί από τον σφετεριστή. Είναι πιθανό οι συνωμότες να αισθάνονταν ότι η θέση τους στην αυλή του Ερρίκου (και η περιουσία τους) ήταν κάπως επισφαλής και ότι έπρεπε να προσφέρουν στον βασιλιά κάποια σημαντική υπηρεσία για να αποδείξουν την πίστη τους και να κερδίσουν την ευγνωμοσύνη του. Μπορεί αυτό να αποτελεί επαρκή εξήγηση; Ή, μήπως, αποτελεί απλώς εύσχημο τρόπο για να απαλλάξει τον βασιλιά από την ευθύνη του; Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Πώς μπορείς να αναλύσεις επιτυχώς τα κίνητρα ανθρώπων μιας άλλης εποχής και νοοτροπίας;

Ο καθεδρικός της Καντερβουρίας (φωτογραφία του τέλους του 19ου αιώνα)

Ο καθεδρικός της Καντερβουρίας (φωτογραφία του τέλους του 19ου αιώνα)

Σε κάθε περίπτωση, ο Ερρίκος δεν συλλαμβάνει τους δολοφόνους, οι οποίοι καταφεύγουν στη Σκωτία και την Ιρλανδία. Ο πάπας Αλέξανδρος, όμως, τους αφορίζει αμέσως και, θεωρώντας τον ηθικό αυτουργό του εγκλήματος, αποκλείει τον βασιλιά από κάθε θρησκευτική δραστηριότητα. Στη συνέχεια αναθεματίζει τις ηπειρωτικές κτήσεις του Πλανταγενέτη, απαγορεύοντας την τέλεση της θείας λειτουργίας και των μυστηρίων. Ο Ερρίκος θα πρέπει να φοβήθηκε ότι κινδυνεύει να χάσει τον θρόνο του εξαιτίας της υπόθεσης Μπέκετ, κατά μείζονα λόγο όταν έχει κι άλλες σκοτούρες. Ο πάπας, αντιλαμβανόμενος ότι μπορεί να εκμεταλλευθεί τη θέση αδυναμίας στην οποία έχει περιέλθει ο ηγεμόνας της Αγγλίας, επιδεικνύει προχωρημένο πολιτικό ρεαλισμό. Ξεκινά αμέσως διαπραγματεύσεις, γνωρίζοντας ότι έχει τη δυνατότητα να επιβάλει τους όρους του, διασφαλίζοντας τα συμφέροντα της καθολικής Εκκλησίας στο βασίλειο. Τον Μάιο του 1172, έξω από τον καθεδρικό της Αβράνς στη Νορμανδία, ο Ερρίκος Β΄ λαμβάνει άφεση αμαρτιών από τους λεγάτους του πάπα, την οποία επικυρώνει ο ίδιος ο ποντίφηκας με τη βούλλα της 2ας Σεπτεμβρίου του ιδίου έτους. Τηρώντας την υπόσχεση που είχε δώσει, ο βασιλιάς καταργεί τις Ασσίζες του Κλάρεντον στις 27 Σεπτεμβρίου. Η ταπείνωσή του κορυφώνεται τον Ιούλιο του 1174, με το προσκύνημα εξιλέωσης στον τάφο του αρχιεπισκόπου. Γυμνός από τη μέση και πάνω, γονατίζει μπροστά στον τάφο εκείνου που κάποτε ήταν φίλος του, παρουσία των μοναχών και των επισκόπων, εκλιπαρώντας για συγχώρεση κι έλεος.

Η κληρονομιά του Μπέκετ: Στο μεταξύ, την 21η Φεβρουαρίου 1173, ο Θωμάς Μπέκετ είχε ανακηρυχθεί άγιος. Πολλοί και διάφοροι μιλούσαν, άλλωστε, για τα θαύματα που γίνονταν πάνω από τον τάφο αυτού που θεωρούσαν πια μάρτυρα της πίστης. Γρήγορα η κρύπτη του καθεδρικού της Καντερβουρίας αποτέλεσε τον κατεξοχήν τόπο προσκυνήματος για τους καθολικούς στην Αγγλία. Και ο θρύλος του αγίου Μπέκετ επισκίασε κάθε άλλο στοιχείο της μεσαιωνικής Ιστορίας του νησιού.

Η κληρονομιά αυτή έφτασε μέχρι τη σύγχρονη εποχή. Το 1935 ο Τ. Σ. Έλιοτ γράφει το έμμετρο θεατρικό δράμα «Murder in the Cathedral« με θέμα τη δολοφονία του Μπέκετ. Το έργο, που ανέβηκε για πρώτη φορά τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς στο Κάντερμπρυ, αποτελείται από δύο πράξεις. Η πρώτη εκτυλίσσεται στις 2 Δεκεμβρίου 1170, ημέρα επιστροφής του αρχιεπισκόπου στην Αγγλία, ενώ η δεύτερη στις 29 Δεκεμβρίου, ημέρα της δολοφονίας του. Για τη συγγραφή του θεατρικού ο Έλιοτ στηρίχθηκε στο χρονικό του Εδουάρδου Γκριμ, κληρικού από το Καίμπριτζ και αυτόπτη μάρτυρα της δολοφονίας. Το έργο έχει αλληγορικό χαρακτήρα, καθώς ο Έλιοτ εμφανίζει τον Μπέκετ ως σύμβολο της αντίστασης του ατόμου στον αυταρχισμό της πολιτικής εξουσίας, παραπέμποντας στην τυραννία του ανερχόμενου την εποχή εκείνη φασισμού και ναζισμού. Μεταφράστηκε στα ελληνικά από τον Γιώργο Σεφέρη με τον τίτλο «Φονικό στην Εκκλησιά».

«Δεν ξέρουμε πάρα πολλά για το μέλλον, μόνο

Πως από γενεά σε γενεά τα ίδια πράγματα

Γίνουνται πάλι και πάλι.

Λίγα μαθαίνουν οι άνθρωποι απ’ την πείρα των άλλων.

Μα στη ζωή ενός ανθρώπου, δε γυρίζει ποτέ

Ο ίδιος καιρός. Κόψε τα σκοινιά,

Ρίξε τα λέπια των περασμένων. Μονάχα

Ο ανόητος, καρφωμένος στην ανοησία, νομίζει

Πως γυρνά τον τροχό που απάνω του ο ίδιος γυρίζει».

Ένα τέταρτο του αιώνα μετά τον Έλιοτ, ο Ζαν Ανούιγ γράφει θεατρικό με το ίδιο ακριβώς θέμα. Ο «Μπέκετ ή η Τιμή του Θεού»έκανε πρεμιέρα στις 8 Οκτωβρίου 1959 στο θέατρο του Μονπαρνάς στο Παρίσι. Δίχως την αλληγορία που χαρακτηρίζει το έργο του Έλιοτ, το θεατρικό του Ανούγ εστιάζει στην εξέλιξη της σχέσης των δύο ανδρών με ύφος γραφής αρκετά ειρωνικό. Ο Ανούγ έγραψε το έργο σε μικρό χρονικό διάστημα βασισμένος σε ένα παλιό και ξεπερασμένο ιστορικό σύγγραμμα, με αποτέλεσμα μια χοντρή ιστορική ανακρίβεια: ο Μπέκετ παρουσιάζεται ως Σάξονας στην καταγωγή, μολονότι είναι διαπιστωμένο ότι ήταν Νορμανδός. Ο Ανούιγ ανακάλυψε τη γκάφα του λίγο πριν το ανέβασμα του έργου, αλλά προτίμησε να μη διορθώσει τίποτε, με τον εξής ειρωνικό αφορισμό: «και τι έγινε που οι ιστορικοί μάς λένε ότι ο Μπέκετ ήταν Νορμανδός; Ποιος ξέρει, μπορεί μετά από μερικές δεκαετίες να ανακαλύψουν ότι ήταν Σάξονας»! Μάλλον ο συγγραφέας υπήρξε δέσμιος των αντιλήψεων της εποχής του περί εθνικού κράτους…

Η γνωστότερη και πλέον επιτυχημένη κινηματογραφική μεταφορά της ιστορίας του Ερρίκου και του Μπέκετ βασίζεται ακριβώς στο θεατρικό του Ανούιγ, μολονότι είναι αγγλική παραγωγή. Πρόκειται για τον «Μπέκετ» του Πήτερ Γκλένβιλλ, ταινία του 1964, με τον Πήτερ Ο’Τουλ στον ρόλο του βασιλιά και τον Ρίτσαρντ Μπέρτον σ’ αυτόν του αρχιεπισκόπου (ο Τζων Γκίλγουντ παίζει τον Λουδοβίκο της Γαλλίας). Καλογυρισμένη και με εξαιρετικές ερμηνείες, η ταινία αξίζει οπωσδήποτε την προσοχή μας [κάποιος στα σχόλια του You Tube γράφει: «δείτε τι είναι ικανοί να κάνουν οι δύο μεγαλύτεροι μεθύστακες της Βρετανίας όταν είναι νηφάλιοι!». Όσο κι αν αμφότεροι τίμησαν το πιοτό όσο λίγοι, θα ήταν άδικο να σταθούμε σ’ αυτό το χαρακτηριστικό τους 😉 ].

Δεν νομίζω ότι χρειαζόμαστε άλλες αποδείξεις για το πόσο επίκαιρη και σημαντική εξακολουθεί να είναι, τόσους αιώνες μετά, η ιστορία της σχέσης δύο προσωπικοτήτων που σημάδεψαν την εποχή τους.

ΥΓ: Την αφορμή για την ανάρτηση αυτή μου την έδωσε το τελευταίο τεύχος της ειδικής έκδοσης του γαλλικού L’HistoireLes Collections de l’Histoire», αριθ. 59, Απρίλιος 2013) με το αφιέρωμα στους Πλανταγενέτες (βλ. ιδίως Véronique Gazeau «Thomas Becket : meurtre dans la cathédrale», σελ. 30-34). Μάλλον πίστεψα ότι χρωστούσα ένα ποστ για τον Ερρίκο και τον Μπέκετ. Ελπίζω να συγχωρεθεί αυτή η μικρή παρασπονδία που διακόπτει μεν πρόσκαιρα τη σειρά για τον δυϊσμό, αλλά σηματοδοτεί και την επιστροφή στην αμιγώς μεσαιωνική θεματολογία. Δεν υπάρχει, πάντως, λόγος ανησυχίας. Παυλικιανοί και Βογόμιλοι περιμένουν για να εμφανιστούν με τη σειρά τους στη σκηνή!

Δύο ήλιοι λάμπουν στον ουρανό – μέρος ΙΙ: μανιχαϊσμός

16 Φεβρουαρίου, 2013

"Περί της γέννης του σωματος αυτού" (Μανιχσϊκός Κώδικας της Κολωνίας), φωτ. Παν/μιο Κολωνίας

«(Αυγουστίνος) – Πιστεύετε ότι υπάρχουν δύο θεοί ή μόνον ένας;

(Φαύστος) – Δεν υπάρχει παρά ένας και μόνον ένας θεός.

(Α) – Και πώς ισχυρίζεστε τότε ότι υπάρχουν δύο;

(Φ) – Ποτέ δεν κάνουμε λόγο για «δύο θεούς», σε τι ακριβώς, όμως, βασίζετε τις υποψίες σας αυτές;

(Α) – Διατείνεσθε ότι υπάρχουν δύο «αρχές», αυτή του Καλού κι εκείνη του Κακού.

(Φ) – Πράγματι, δεχόμαστε την ύπαρξη δύο αρχών, αλλά μόνο μία από αυτές την αποκαλούμε Θεό, την άλλη την ονομάζουμε Ύλη ή, πιο απλά, Δαίμονα. Εάν, όμως, τότε, ισχυρίζεστε ότι έτσι δεχόμαστε την ύπαρξη δύο θεών, είναι σαν να υποστηρίζετε ότι ο γιατρός που ασχολείται με την υγεία και την ασθένεια δέχεται ότι υπάρχουν δύο… υγείες...» (Αυγουστίνος της Ιππώνος «Κατά Φαύστου», κεφ. ΚΑ΄, 1).

Η ιστορία μας συνεχίζεται στις αρχές του 3ου αιώνα, κάπου στη Μεσοποταμία. Εκεί θα παρακολουθήσουμε τη γέννηση και την εξάπλωση της μεγαλύτερης δυϊστικής θρησκείας και, κατά πάσα πιθανότητα, μίας από τις σπουδαιότερες που γνώρισε η ανθρωπότητα. Πολλά στοιχεία καθιστούν συναρπαστική την περιπέτεια του μανιχαϊσμού. Η χαρισματική μορφή του προφήτη του. Η εντυπωσιακή εξάπλωσή του, από τη μεσοποταμιακή κοιτίδα του ως τις ακτές του Ατλαντικού, δυτικά, κι ως εκείνες του Ειρηνικού, ανατολικά. Η ρητώς εκπεφρασμένη οικουμενικότητά του κι ο προχωρημένος συγκρητισμός του (με τον χριστιανισμό να αποτελεί, ίσως, το βασικό συστατικό του), σε συνδυασμό με την ικανότητά του να προσλαμβάνει εξωτερικές μορφές συμβατές με τις πολιτισμικές παραδόσεις του εκάστοτε χώρου διάδοσής του. Ορισμένες απόψεις του μανιχαϊκού δόγματος που μοιάζουν εκπληκτικά σύγχρονες και θα μπορούσαν να τύχουν σήμερα ευρείας αποδοχής, ενώ στην εποχή τους προκαλούσαν έντονες αντιδράσεις (και οι οποίες, όλως παραδόξως, απορρέουν άμεσα από αντιλήψεις, «αιρετικές» έστω, της εποχής τους). Επιπλέον, στην περίπτωση του μανιχαϊσμού δεν είμαστε υποχρεωμένοι (όπως σε τόσες άλλες περιπτώσεις) να ανασυνθέσουμε το δόγμα και την κοσμοθεωρία του μελετώντας τα κείμενα των πολέμιών του. Έχουμε πλήθος πηγών, οι οποίες έχουν γραφεί από πιστούς της θρησκείας σε διάφορες εποχές και σε πολλές γλώσσες (αραμαϊκά, ελληνικά, κοπτικά, περσικά, παρθικά, σογδιανά και διάφορες τουρκικές και κινεζικές γλώσσες). Όσο για τις πηγές που οφείλονται σε τρίτους («ουδέτερους» ή πολέμιους του μανιχαϊσμού) είναι κι αυτές πολλές και συνήθως εξαιρετικά χρήσιμες: ξεχνώντας αφορισμούς, κατάρες και προκατειλημμένες αξιολογικές κρίσεις (που κατ’ ανάγκη περιέχουν) αποτελούν κι αυτές ένα πρόσθετο εργαλείο που καθιστά δυνατή την καλύτερη κατανόηση του φαινομένου του μανιχαϊσμού.

Ι.   Η ζωή και το έργο του Μάνη

Στο «Κιτάμπ αλ αθάρ αλ μπακίγια» του μουσουλμάνου εγκυκλοπαιδιστή Αλ Μπιρουνί (11ος αι.) παρατίθεται ένα απόσπασμα από την εισαγωγή του «Σαμπουραγκάν», του βιβλίου που συνέγραψε στα περσικά ο ίδιος ο Μάνης με αποδέκτη (όπως μαρτυρά κι ο τίτλος) τον Σασσανίδη μονάρχη Σαπώρη Α΄. Στο απόσπασμα αυτό, ο ιδρυτής του μανιχαϊσμού μας πληροφορεί ότι γεννήθηκε στη Βαβυλωνία, σ’ έναν οικισμό που ονομαζόταν Μαρντινού και βρισκόταν στα βορειοανατολικά της Βαβυλώνας στον δρόμο προς τη Νιππούρ, «το έτος 527 της εποχής των αστρονόμων της Βαβέλ» (δηλαδή το 216 με βάση τη δική μας χρονολόγηση). Πράγματι, μολονότι είχαν περάσει τρεις τουλάχιστον αιώνες από την οριστική κατάκτηση της Μεσοποταμίας από τους Πάρθους, το βαβυλωνιακό ιερατείο συνέχιζε να χρονολογεί με βάση την εποχή των Σελευκιδών (ή «εποχή του Αλεξάνδρου»), αφετηρία της οποίας ήταν το έτος 311 π.Χ.

Α.   Η ζωή του ιδρυτή του μανιχαϊσμού

Κτησιφών, ανάκτορα Σαπώρη

Κτησιφών, ανάκτορα Σαπώρη

Κοιτίδα πανάρχαιων πολιτισμών, έδρα της νέας ιρανικής αυτοκρατορίας (αρχικά παρθικής, στη συνέχεια περσικής), πλην όμως αρκετά κοντά στα σύνορα της Ρώμης και με ζωντανές ακόμη τις αναμνήσεις του κράτους των Σελευκιδών, η Μεσοποταμία του 3ου αιώνα αποτελεί σημείο συνάντησης πολιτισμών και θρησκειών. Συνυπάρχουν, μεταξύ άλλων, η παραδοσιακή χαλδαϊκή θρησκεία (με ρίζες που ανάγονται στον σουμεριακό πολιτισμό), ο ζωροαστρισμός και διάφορες παρεκκλίσεις του ιουδαϊσμού, ανάμεσά τους κι αρκετές που θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως ιουδαιοχριστιανικές. Η κυρίαρχη γλώσσα στο περιβάλλον όπου μεγαλώνει ο Μάνης είναι πλέον τα αραμαϊκά, πλην όμως, σύμφωνα με τις πηγές, η καταγωγή του προφήτη ήταν ιρανική.

Το όνομα του πατέρα του Μάνη διασώζεται στην εξελληνισμένη μορφή του: Παττίκιος (Παττίγκ ή Παττέγκ στα ιρανικά, Πατίκ ή Πατέκ στα αραμαϊκά). Λέγεται ότι καταγόταν από παλιά παρθική οικογένεια εγκατεστημένη στο Χαμαντάν. Η μητέρα του προφήτη, για την οποία υποστηρίζεται ότι κρατούσε από οικογένεια που είχε δεσμούς συγγένειας με τον βασιλικό οίκο των Αρσακιδών, μνημονεύεται στις πηγές με διάφορα ονόματα: Μαΰς, Καρούσα, Ουταχίμ, Τακσίτ ή Νουσίτ. Στον ευρύτερο χώρο διάδοσης του χριστιανισμού, όμως, της αποδίδεται συνήθως το όνομα Μαρυάμ, αυτό δηλαδή της μητέρας του Ιησού!

Βάσει των στοιχείων που έχουμε στη διάθεσή μας, ο πατέρας του Μάνη δεν πίστευε στον ζωροαστρισμό, αλλά στην παραδοσιακή μεσοποταμιακή θρησκεία και πιο συγκεκριμένα στον θεό Ναμπού. Ο Άραβας συγγραφέας Ιμπν αλ Ναντίμ μας πληροφορεί στο «αλ Φιχρίστ» (τέλη 10ου αι.) για το όραμα που είχε ο Παττίκιος ενώ βρισκόταν στον «οίκο των ειδώλων» στην Κτησιφώντα, την εποχή που η γυναίκα του ήταν έγκυος στον Μάνη. Επί τρεις συνεχείς ημέρες μια υπερκόσμια φωνή συμβούλευε τον πατέρα του προφήτη να εγκαταλείψει την ειδωλολατρία και να ακολουθήσει ζωή απόλυτης εγκράτειας. Πράγματι, ο Παττίκιος άφησε πίσω τον μέχρι τότε τρόπο ζωής του και προσχώρησε σε μια κοινότητα βαπτιστών εγκατεστημένη στην περιοχή του Νταστουμισάν. Ποια ήταν, όμως, η μυστηριώδης αυτή θρησκευτική ομάδα με τους παράξενους διατροφικούς κανόνες και το συγκρητικό δόγμα;

α.   Ανάμεσα στους Ελκεσαΐτες

1.   Το ελκεσαϊτικό δόγμα: Ο Ελκεσάι, Ελχασάι ή Αλχασαίος ήταν Ιουδαίος στην καταγωγή και το θρήσκευμα. Λέγεται ότι έζησε κάπου στην παρθική αυτοκρατορία, μάλλον στη Μεσοποταμία. Η ιστορικότητα του Ελχασάι είναι αμφισβητούμενη. Πιθανότατα πίσω από το όνομα αυτό κρύβεται ο συγγραφέας (ή οι συγγραφείς) του ιερού βιβλίου των Ελκεσαϊτών, το οποίο ήδη από τον 2ο αιώνα είχε γνωρίσει ευρεία διάδοση μεταξύ των ιουδαιοχριστιανικών κύκλων της Παλαιστίνης, της Συρίας και της Μεσοποταμίας. Την ελληνική μετάφραση του βιβλίου αυτού την έφερε στη Ρώμη, την εποχή περίπου της γέννησης του Μάνη, ο Αλκιβιάδης από την Απάμεια της Συρίας (Έλληνας ή εξελληνισμένος Ιουδαίος;), ο οποίος και δίδαξε το ελκεσαϊτικό δόγμα στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας. Όπως έλεγε ο Απαμεύς, κατά το τρίτο έτος της βασιλείας του Τραϊανού (100), ένας άγγελος κολοσιαίων διαστάσεων εμφανίστηκε μπροστά στον Ελχασάι και του παρέδωσε το βιβλίο της αποκάλυψης του λόγου του θεού.

Ο ελκεσαϊτισμός είναι καταρχήν μία ακόμη ιουδαϊκή αίρεση. Από την άποψη αυτή, η βασική καινοτομία του Ελχασάι έγκειται στο ότι απορρίπτει ως καθαρτήριο στοιχείο τη φωτιά που κατατρώει το αιματηρό σφάγιο της θυσίας, αντικαθιστώντας την με το νερό. Το νερό εξαγνίζει, θεραπεύει από τις ασθένειες, απομακρύνει τα δαιμόνια. Η βάπτιση του κατηχούμενου σηματοδεί τον εξαγνισμό του από την αμαρτία και την είσοδό του στη θρησκευτική κοινότητα. Κατά τα λοιπά, το ελκεσαϊτικό δόγμα είναι εντελώς πιστό στον ιουδαϊσμό: κατά γράμμα τήρηση του Νόμου (π.χ. περιτομή, τήρηση της αργίας του Σαββάτου, νηστείες), που φτάνει μέχρι το σημείο της αποδοχής του ιερατείου των Ιεροσολύμων ως θεματοφύλακα των αξιών της ιουδαϊκής θρησκείας.

Η δεύτερη καινοτομία του Ελχασάι είναι η προσθήκη της διδασκαλίας του Ιησού στον κλασσικό ιουδαϊσμό. Ο Ιησούς είναι ο τελευταίος από τους μεσσίες, αυτός που αποκάλυψε τον λόγο του θεού στην ολότητά του. «Ο ελκεσαϊτικός χριστιανισμός… είναι αδιαμφισβήτητος, αλλά διαφέρει ουσιωδώς από αυτόν που κατόρθωσε να επιβάλει ο Παύλος από την Ταρσό. Ενώ ο δεύτερος απομακρύνεται, για λόγους τακτικής, από την τήρηση του ιουδαϊκού νόμου, ο Ελχασάι παραμένει ιουδαιοχριστιανός εν στενή εννοία, είναι δηλαδή ένας χριστιανός που ακολουθεί τον ιουδαϊκό τρόπο ζωής τον οποίο όρισε η Τορά άπαξ δια παντός» (Michel Tardieu «Le Manichéisme», σειρά Que sais-je, αριθ. 1940, εκδ. PUF, Παρίσι 1997, 2η έκδ, σελ. 12).

Στην πράξη, το πιο εντυπωσιακό στοιχείο για την κοινή γνώμη της εποχής πρέπει να ήταν ο ιδιαίτερος κώδικας διατροφικών κανόνων που τηρούσαν οι Ελκεσαΐτες. Η απόρριψη της θυσίας συνεπαγόταν και την απόλυτη απαγόρευση κατανάλωσης κρέατος. Απαγορευόταν επίσης όλα τα ποτά που ήταν προϊόντα ζύμωσης. Οι Ελκεσαΐτες ήταν αυστηρά χορτοφάγοι. Και πάλι, όμως, επιτρεπόταν η βρώση μόνον των φυτών και των φρούτων που παράγονταν στην κοινότητα (τα οποία τα χαρακτήριζαν ως «αρσενικά»). Πριν καταναλωθούν έπρεπε απαραιτήτως να βαπτισθούν στο νερό για να εξαγνισθούν από οτιδήποτε μιαρό. Τέλος, το ψωμί  έπρεπε να έχει παρασκευασθεί σύμφωνα με τις ιουδαϊκές προδιαγραφές και να ψηθεί στους φούρνους της κοινότητας.

Μανιχαϊκός Κώδικας της Κολωνίας

Μανιχαϊκός Κώδικας της Κολωνίας

2.   Τα νεανικά χρόνια του Μάνη μέχρι τη ρήξη με τους Ελκεσαΐτες: Η γνώση του ελκεσαϊτικού δόγματος είναι απαραίτητη για την κατανόηση του μανιχαϊσμού. Ο Μάνης ανατράφηκε και ανδρώθηκε στη θρησκευτική κοινότητα αυτή. Όρισε βασικά στοιχεία του δόγματός του σε αντιδιαστολή με τον ελκεσαϊτισμό. Ταυτόχρονα η διδασκαλία του Ελχασάι, έστω κι υποσυνείδητα, σημάδεψε ανεξίτηλα τον Μάνη, εμφυσώντας του πρότυπα θρησκευτικής σκέψης, συμπεριφοράς και ηθικής.

Ανεκτίμητα στοιχεία για τη φάση αυτή της ζωής του Μάνη μας παρέχει η συλλογή μανιχαϊκών κειμένων γραμμένων στα ελληνικά (μεταξύ 4ου και 6ου αιώνα) η οποία φέρει τον τίτλο «Περί της γέννης του σώματος αυτού». Πρόκειται για κώδικα σε περγαμηνή ιδιαίτερα μικρών διαστάσεων (4,5 Χ 3,5 εκατοστά), που βρέθηκε στη Λυκούπολη (Ασυούτ) της Άνω Αιγύπτου και σήμερα φυλάσσεται στη βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου της Κολωνίας, εξ ου και η ονομασία με την οποία είναι γνωστότερος στις μέρες μας (Μανιχαϊκός Κώδικας της Κολωνίας). Μολονότι η μελέτη του προϋποθέτει ορισμένη επιφυλακτικότητα, καθόσον τα γεγονότα παρουσιάζονται με πρότυπο τη ζωή του Ιησού (ειδικά η σύγκρουση του Μάνη με τους επικεφαλής της ελκεσαϊτικής κοινότητας μοιάζει με επανάληψη της σύγκρουσης του Χριστού με το ιερατείο των Ιεροσολύμων), ο κώδικας μας αποκαλύπτει τον τρόπο σκέψης του ιδρυτή του μανιχαϊσμού.

Όταν ο Μάνης ήταν τεσσάρων ετών, ο πατέρας του τον πήρε μαζί του στην κοινότητα των Ελκεσαϊτών του Νταστουμισάν. Ο προφήτης έζησε εκεί μέχρι και το εικοστό τέταρτο έτος της ηλικίας του, παραμένοντας κατά τα φαινόμενα πιστός στη διδασκαλία του Ελχασάι. Η αποκάλυψη θα έρθει για τον Μάνη μέσω του οράματος ενός αγγέλου ο οποίος θα εμφανιστεί δύο φορές, λίγο μετά τα δωδέκατα και τα εικοστά τέταρτα γενέθλια του προφήτη (228 και 240, αντίστοιχα). Στα αραμαϊκά κείμενα, ο άγγελος αυτός αποκαλείται «τάουμα», δηλαδή «δίδυμος» (παραπέμποντας ίσως στον απόστολο Θωμά), στον Μανιχαϊκό Κώδικα της Κολωνίας «σύζυγος» (με την έννοια του διδύμου, του ομοίου) και στην κοπτική συλλογή των Κεφαλαίων «παράκλητος» (θυμίζοντας τη σχετική περικοπή του Κατά Ιωάννην, 14:26, «ὁ δὲ παράκλητος, τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον ὃ πέμψει ὁ πατὴρ ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα καὶ ὑπομνήσει ὑμᾶς πάντα ἃ εἶπον ὑμῖν»). Την πρώτη φορά, ο άγγελος θα αποκαλύψει στον Μάνη ότι προορίζεται να κηρύξει στον κόσμο τον αληθινό λόγο του θεού. Τη δεύτερη θα του ανακοινώσει με κάθε επισημότητα ότι έφτασε η ώρα να εγκαταλείψει τους Ελκεσαΐτες και να εκπληρώσει την αποστολή του.

Πράγματι, ο Μάνης αρχίζει να κηρύττει τον «αιρετικό» λόγο του, διαφοροποιούμενος από την παραδοσιακή ελκεσαϊτική διδασκαλία. Δεν είναι ίσως τυχαίο το ότι επιλέγει ως πεδίο αντιπαράθεσης τις πρακτικές πτυχές του ελκεσαϊτισμού. Αντιμετωπίζει με ειρωνεία τον κανόνα της βάπτισης των τροφίμων. Είτε πρόκειται για βαπτισμένο κι εξαγνισμένο τρόφιμο, προϊόν της κοινότητας, είτε όχι, σε αμφότερες τις περιπτώσεις θα καταλήξει ως «απέκδυμα» του ανθρωπίνου σώματος. Τα λουτρά δεν εξαγνίζουν τον άνθρωπο από την αμαρτία, μια και η αγνότητα για την οποία μίλησε ο Ιησούς είναι αυτή του να μπορείς να ξεχωρίζεις το φώς από το σκότος, τη ζωή από τον θάνατο. Η απαγόρευση κατανάλωσης άρτου που δεν έχει παρασκευασθεί από την κοινότητα είναι κι αυτή ανόητη. Ο ίδιος ο Ελχασάι ποτέ δεν είχε ασκοληθεί με αγροτικές εργασίες ούτε είχε θέσει τέτοιους περιορισμούς. Κι ο Ιησούς ευλόγησε ξένο ψωμί, συνέφαγε με φοροεισπράκτορες, ψαράδες και πόρνες, έστειλε τους μαθητές του σε ιεραποστολές δίχως αυτοί να είναι εφοδιασμένοι με τα δικά τους τρόφιμα.

Ο Αχούρα Μάζδα στέφει τον Αρντασίρ Α΄ (ανάγλυφο στο Νακς-ι-Ρουστάμ)

Ο Αχούρα Μάζδα στέφει τον Αρντασίρ Α΄ (ανάγλυφο στο Νακς-ι-Ρουστάμ)

Το κήρυγμα του Μάνη θα προκαλέσει σκάνδαλο μεταξύ των Ελκεσαϊτών. Ο επικεφαλής του συμβουλίου των πρεσβυτέρων της κοινότητας θα καλέσει τον Παττίκιο ζητώντας του εξηγήσεις για τον γιο του κι εκείνος θ’ αποκριθεί: «καλέστε τον οι ίδιοι και προσπαθήστε να τον συνετίσετε»! Ενώπιον του συμβουλίου ο Μάνης θα επαναλάβει τα όσα πιστεύει, δίχως να υποχωρήσει στο ελάχιστο. Άλλωστε έχει ήδη δημιουργήσει ένα κύκλο μαθητών και πιστών στην ελκεσαϊτική κοινότητα. Πολλοί βλέπουν στο πρόσωπό του ένα θρησκευτικό ηγέτη, έναν προφήτη, έναν οραματιστή (Tardieu όπ. π., σελ. 16). Συνοδευόμενος από τον πατέρα του και μερικούς πιστούς μαθητές, ο Μάνης εγκαταλείπει την κοινότητα των Ελκεσαϊτών. Στον έξω κόσμο μερικά πράγματα έχουν αλλάξει: ο Αρτάβανος ο Ε΄, που βασίλευε όταν γεννήθηκε ο Μάνης, υπήρξε ο τελευταίος των Αρσακιδών. Τον ανέτρεψε το 224 ο Αρντασίρ Α΄/ Αρταξέρξης, ιδρυτής της περσικής δυναστείας των Σασσανιδών. Ήδη από το 240 ο γιος του Αρντασίρ, ο Σαπώρης, έχει στεφθεί συμβασιλέας και μετέχει στη διοίκηση της, ακόμη ασταθούς, αλλά ιδιαίτερα δυναμικής, αυτοκρατορίας που πρόκειται να κληρονομήσει.

β.   Η διδασκαλία και το ιεραποστολικό έργο του Μάνη

«Η σοφία και η γνώση είναι η διαρκής προσφορά των απεσταλμένων του θεού. Εμφανίστηκαν στο παρελθόν μέσω του αποστόλου που ονομαζόταν Βούδας στην περιοχή των Ινδιών, μέσω του Ζωροάστρη στην Περσία και μέσω του Ιησού στη Δύση. Έπειτα έφτασε στον κόσμο αυτή η αποκάλυψη κι η προφητεία μέσω εμού, του Μάνη, απεσταλμένου του Θεού της Αληθείας στη χώρα της Βαβέλ» (απόσπασμα του «Σαμπουραγκάν» που παραθέτει ο Αλ Μπιρουνί στο «αλ Αθάρ»).

1.   Οι βάσεις του μανιχαϊκού δόγματος: Ο Μάνης είναι ο εκλεκτός στον οποίο αποκάλυψε ο θεός τον λόγο της αλήθειας. Είναι η πραγματοποίηση της ελπίδας που υποσχέθηκε ο Ιησούς, ο Παράκλητος τον οποίο είχε αναγγείλει ο Χριστός, ο τελευταίος των προφητών! Κι όπως επισήμαινε ο Μισέλ Ταρντιέ «η ουσιώδης μετάλλαξη την οποία επέφερε ο Μάνης στο καθιερωμένο προφητολογικό σχήμα ήταν η άρνηση ερμηνείας του από ιουδαϊκή ή ιουδαιοχριστιανική άποψη, διευρύνοντάς το ώστε να περιλάβει ολόκληρη την οικουμένη, αφενός, και να το κατευθύνει προς το πρόσωπό του, αφετέρου» (όπ. π., σελ. 22). Από τον Αδάμ, τον Σεθ και τον Νώε της ιουδαϊκής παράδοσης, η σειρά των προφητών περνά στον Ζωροάστρη, τον Βούδα και τον Ιησού για να καταλήξει στον ίδιο τον Μάνη. Η οικουμενικότητα αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο του μανιχαϊσμού. Ο ίδιος συνήθιζε να λέει ότι όλες οι προηγούμενες θρησκείες ήταν φτιαγμένες για μία μόνον περιοχή και για μία γλώσσα. Η δικιά του ήταν πανανθρώπινη: «Η φωνή του κηρύγματος της ελπίδας μου θα ακουστεί σε όλες τις γλώσσες, σε όλες τις πόλεις της οικουμένης» (Κεφάλαια, 154). Επιπλέον, η σωτηρία της ψυχής αποτελεί, κατά τον Μάνη, δυνατότητα του καθενός ανεξάρτητα από τη θρησκεία στην οποία πιστεύει, προϋποθέτει, όμως, την ευσπλαχνία και την ελεημοσύνη (στο «Σαμπουραγκάν» ο Μάνης παρέθετε αυτολεξεί το Κατά Ματθαίον, 25:31-46, όπου και οι 35-36: «ἐπείνασα γὰρ καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα καὶ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην καὶ συνηγάγετέ με, γυμνὸς καὶ περιεβάλετέ με, ἠσθένησα καὶ ἐπεσκέψασθέ με, ἐν φυλακῇ ἤμην καὶ ἤλθατε πρός με»). Τέλος, η θρησκευτική σκέψη του ιδρυτή του μανιχαϊσμού είναι βαθύτατη επηρεασμένη από τη διδασκαλία του αποστόλου Παύλου, του προσώπου δηλαδή που οι Ελκεσαΐτες περιφρονούσαν ως ολετήρα του Νόμου. Τα οράματα, η διδασκαλία και το ιεραποστολικό έργο του Παύλου συνέβαλαν καθοριστικά στη διαμόρφωση της θρησκείας του Μάνη.

Μάνης

Μάνης

2. Τα ταξίδια του Μάνη: Ο Μάνης αρχίζει το ιεραποστολικό έργο του αμέσως μετά τη ρήξη με τους Ελκεσαΐτες, χωρίς να μεσολαβήσει κάποιο διάστημα απομόνωσης και περισυλλογής. Το πρότυπό του είναι ο απόστολος Παύλος, οι περιπτώσεις τους όμως διαφέρουν. Ο Παύλος κηρύττει τον λόγο του Χριστού περιδιαβαίνοντας τη ρωμαϊκή Μεσόγειο κι απευθυνόμενος καταρχήν στην ιουδαϊκή διασπορά κι έπειτα στους Έλληνες εθνικούς (Tardieu όπ. π., σελ. 26). Ο Μάνης κηρύττει τον δικό του λόγο, διασχίζοντας τον ιρανικό κόσμο κι αναζητώντας στηρίγματα στις διάσπαρτες χριστιανικές κοινότητες. Εγκαταλείποντας τη Βαβυλωνία φτάνει στις δίδυμες πόλεις της Σελεύκειας και της Κτησιφώντας και κινείται με τη συνοδεία του προς τα βόρεια, τη Μηδία και την περιοχή της λίμνης Ούρμια. Οργανώνει την εκκλησία του και στέλνει μαθητές στην Αρμενία και τη Γεωργία. Έπειτα, μαζί με τον πατέρα του, κινείται νότια προς την Περσία και τον Περσικό Κόλπο, απ’ όπου και θα ταξιδέψει διά θαλάσσης προς το Δέλτα του Ινδού, ακολουθώντας τα βήματα του αγίου Θωμά, του ευαγγελιστή των Ινδιών. Θα παραμείνει εκεί μέχρι τις αρχές του 243, οπότε και θα επιστρέψει στην Περσίδα, στέλνοντας τον Παττίκιο να αναλάβει την ινδική ιεραποστολή. Ο ίδιος βρίσκεται σε διαρκή κίνηση μεταξύ Περσίδος, Σουσιανής και Βαβυλωνίας. Συνάπτει φιλικές σχέσεις με μέλη της βασιλικής ελίτ και, το 253, κατορθώνει να τον δεχτεί σε ακρόαση ο Μεγάλος Βασιλεύς, που είναι πλέον ο Σαπώρης Α΄. Εγκατεστημένος στη Βεχ-Αρντασίρ (δεν είμαστε βέβαια αν το όνομα αυτό αποτελεί μετονομασία της Σελεύκειας του Τίγρη ή αφορά μόνον το νησί στον Τίγρη απέναντι από την Κτησιφώντα), συγγράφει τα βιβλία του, ασχολείται με οργανωτικά θέματα της εκκλησίας του και προγραμματίζει τις αποστολές των μαθητών του (Παρθία, Χορασάν και Κεντρική Ασία, Συρία-Παλαιστίνη, Αραβία). Ο ίδιος ταξιδεύει στα βορειοδυτικά, στη μεθόριο με τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Γύρω στα 270 ο μανιχαϊσμός έχει εξαπλωθεί σε ολόκληρη την επικράτεια της ιρανικής αυτοκρατορίας, αλλά και πέρα από αυτήν. Το οικουμενικό όραμα του ιδρυτή του μοιάζει να βρίσκεται στον δρόμο της πραγμάτωσης.

3.   Η σύγκρουση με τον μαζδαϊσμό και τη βασιλική εξουσία: Ο Μάνης είχε απόλυτη επίγνωση της σημασίας που έχουν για την επιβίωση μιας θρησκείας οι καλές σχέσεις με την πολιτική εξουσία και κατέβαλε προς τούτο συνεχείς προσπάθειες. Η ευμενής ουδετερότητα που επεδείκνυε για τον μανιχαϊσμό ο Σαπώρης ακολουθήθηκε κι από τον διάδοχό του, τον Ορμίσδα Α΄ (272-273). Στην προσπάθειά του αυτή, όμως, ο Μάνης θα βρεθεί μοιραία αντιμέτωπος με τον «προκαθήμενο» του μαζδαϊσμού, τον Κιρντίρ. Ο Κιρντίρ είχε αποδυθεί σε μια μεγάλη προσπάθεια ανασυγκρότησης, σε πολιτικό και θρησκευτικό επίπεδο, των δυνάμεων του μαζδαϊσμού (στη ζωροαστρική ή στη ζερβανική εκδοχή του), όχι μόνον εντός των ορίων της αυτοκρατορίας των Σασσανιδών, αλλά και πέρα από αυτή, στη Συρία, την Αρμενία, την Κιλικία και την Καππαδοκία, και γενικά οπουδήποτε ζούσαν ιρανικοί πληθυσμοί. Είναι αλήθεια ότι η ιστορική συγκυρία ευνοούσε το εγχείρημα του Κιρντίρ: η επικράτηση των Σασσανιδών δεν χαρακτηρίζεται μόνο από εντονότερο δυναμισμό και σαφώς πιο επιθετική πολιτική έναντι των αντιπάλων της αυτοκρατορίας (και ειδικά της Ρώμης), αλλά κι από την εγκατάλειψη του κοσμοπολιτισμού και της ανεκτικότητας των Αρσακιδών, καθώς κι από την εμφάνιση μιας μορφής περσικού «εθνικισμού», που εκδηλώνεται με την εκ νέου ανάδειξη της αχαιμενιδικής κληρονομιάς (ο ιδρυτής της δυναστείας, Αρντασίρ Α΄, προσέθεσε συμβολικά στο όνομά του και αυτό του Δαρείου) και φυσικά της παραδοσιακής περσικής θρησκείας.

Το κάστρο "Γκαλέχ Ντοχτάρ", χτισμένο από τον Αρντασίρ (Περσία)

Το κάστρο «Γκαλέχ Ντοχτάρ», χτισμένο από τον Αρντασίρ (Περσία)

Ο Μάνης πρέπει να είχε αντιληφθεί τον κίνδυνο να χάσει οριστικά το παιχνίδι για την εύνοια της κοσμικής εξουσίας. Υποστηρίζεται μάλιστα ότι ο ακραιφνής δυϊσμός και η απαισιοδοξία που εκφράζεται με την αέναη πάλη καλού και κακού αποτελούν ιδέες που προσέθεσε ο Μάνης στο δόγμα του ακριβώς κατά την περίοδο αυτή (Tardieu, όπ. π., σελ. 35). Σε κάθε περίπτωση, η άνοδος στον θρόνο του Βαχράμ Α΄ (273), δευτερότοκου γιου του Σαπώρη, δίνει τέλος στα όνειρα των μανιχαίων, μια και ο νέος μονάρχης βρίσκεται υπό τη σχεδόν ολοκληρωτική επιρροή του Κιρντίρ.

Η σταγόνα που θα ξεχειλίσει το ποτήρι είναι η ενέργεια του Μάνη να προσηλυτίσει στον μανιχαϊσμό τον ηγεμονίσκο της Αρτεμίτης (Χολασάρ), ενώ ο Βαχράμ είχε ήδη διατάξει τον κατ’ οίκο περιορισμό του προφήτη. Ο Μάνης καλείται να παρουσιαστεί αμέσως ενώπιον του βασιλέα, κάπου στη Σουσιανή. Η ακρόαση θα εξελιχτεί γρήγορα σε παρωδία δίκης. Ο προφήτης θα οδηγηθεί αλυσοδεμένος στη φυλακή, όπου και θα αφήσει, εξαντλημένος, την τελευταία πνοή του λίγες ημέρες μετά (έχοντας προλάβει πάντως να δει για τελευταία φορά τους μαθητές του και να τους αφήσει την πνευματική διαθήκη του). Δεν γνωρίζουμε λεπτομέρειες για το τέλος του ιδρυτή του μανιχαϊσμού: βασανίστηκε; τι απέγινε το νεκρό σώμα του; Οι μανιχαϊκές παραδόσεις μιλούν για μαρτύριο αντίστοιχο αυτού του Ιησού, που κράτησε μάλιστα ένα μήνα (4 ημέρες η δίκη και 26 η φυλάκιση), πόσο αξιόπιστες είναι όμως; Στην πραγματικότητα ούτε η ακριβής χρονολογία του θανάτου του Μάνη μας είναι γνωστή. Ένα ουιγουρικό κείμενο, βασιζόμενο στο σινοτουρκικό ημερολόγιο, αναφέρει ότι «ο Βούδας Μάνης αναλήφθηκε στην ουράνια κατοικία του το έτος του χοίρου», που πρέπει να ήταν το 274, πλην όμως ελαφρώς μεταγενέστερες χρονολογίες (276 ή 277) μπορούν επίσης να υποστηριχθούν βάσιμα.

Β.   Το έργο και η διδασκαλία του Μάνη

Δίχως αμφιβολία ο Μάνης ήταν εξαιρετικά μορφωμένος. Είχε μελετήσει στα αραμαϊκά τα χριστιανικά ευαγγέλια, στην ήδη ενοποιημένη μορφή με την οποία κυκλοφορούσαν στη Μέση Ανατολή του 3ου αιώνα, τις επιστολές του Παύλου, διάφορα συγγράμματα που εμφανίζονταν ως πράξεις των αποστόλων. Επίσης, το ιερό βιβλίο του Ελχασάι, αλλά και διάφορες «αποκαλύψεις» (όπως αυτές του Αδάμ και του Ενώχ) που γνώριζαν ιδιαίτερη διάδοση στους ιουδαιοχριστιανικούς κύκλους. Πολλά γνωστικά κείμενα του ήταν οικεία, ιδίως αυτά του Βαρδησάνη. Δεν πρέπει να είχε δείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την Τορά και το Ταλμούδ. Ό,τι τον ενδιέφερε από την ιουδαϊκή παράδοση, και κυρίως η Γένεση, το είχε μάθει μέσω των απόκρυφων παραδόσεων που κυκλοφορούσαν μεταξύ των Ελκεσαϊτών.

Ο Μάνης ήταν επίσης ζωγράφος, καλλιγράφος και, κατά κάποιο τρόπο, γλωσσολόγος! Αναγκασμένος εκ των πραγμάτων να μεταφράσει τα κείμενά του στις ιρανικές γλώσσες, διαπίστωσε τους περιορισμούς των αλφαβήτων τους (μικρός αριθμός γραμμάτων που ευνοούσε τις αμφισημίες και τις παρανοήσεις). Επέλεξε να γράψει στα πεχλεβί και τα παρθικά χρησιμοποιώντας ένα νέο αλφάβητο, βασισμένο στο ανατολικό συριακό (με τα 22 γράμματα συν τα ημιφωνήεντα). Το δημιούργημά του, που έγινε γνωστό ως μανιχαϊκό αλφάβητο, επρόκειτο να γνωρίσει ιδιαίτερη διάδοση στην Κεντρική και Ανατολική Ασία.

Μανιχαϊκό αλφάβητο (κείμενο στη σογδιανή γλώσσα)

Μανιχαϊκό αλφάβητο (κείμενο στη σογδιανή γλώσσα)

α.   Τα συγγράμματα του ιδρυτή του μανιχαϊσμού

Στον Μάνη πιστώνεται η συγγραφή εννέα τουλάχιστον έργων.

1.   Το «Σαμπουραγκάν», πρώτο έργο του Μάνη, γράφτηκε στα πεχλεβί έχοντας ως αποδέκτη τον Σασσανίδη βασιλέα Σαπώρη Α΄. Παρουσιάζει συνοπτικά τις βασικές αρχές της μανιχαϊκής θεολογίας (οι δύο αντίπαλες αρχές, ο Μάνης ως τελευταίος των προφητών, η τελική κρίση κι η αποκατάσταση της βασιλείας του Καλού) σε μια εποχή που ο Μάνης διατηρούσε βάσιμες ελπίδες για την επικράτηση της θρησκείας του. Σημαντικά αποσπάσματα σώζονται μεταξύ των χειρογράφων που βρέθηκαν στην όαση του Τουρφάν, στο Κινεζικό Τουρκεστάν (Σινκιάνγκ).

2.   Το «Ευαγγέλιο του Μάνη», συντάχθηκε στα συριακά αραμαϊκά. Χωρίζεται σε 22 κεφάλαια, ένα για κάθε γράμμα του αραμαϊκού αλφαβήτου. Τρία αποσπάσματά του περιέχονται στον Μανιχαϊκό Κώδικα της Κολωνίας. Στο πρώτο από αυτά, ο Μάνης παρουσιάζεται ως «απόστολος του Ιησού Χριστού με τη βούληση του Θεού Πατρός της Αληθείας». Από μιαν άποψη, στο Ευαγγέλιο αναλύονται οι θεολογικές αρχές που είχαν εκτεθεί στο Σαμπουραγκάν. Ταυτόχρονα πρόκειται για μια νέα ερμηνεία της χριστιανικής Καινής Διαθήκης, βάσει της παραδοχής ότι ο Μάνης είναι ο τελευταίος μεσσίας.

3.   Ο «Θησαυρός» χαρακτηρίζεται ως απολογητικό σύγγραμμα στο οποίο παρουσιάζεται η μανιχαϊκή θεολογία. Γράφτηκε κι αυτό στα συριακά. Αποσπάσματά του παρατίθενται σε έργα του Αυγουστίνου της Ιππώνος και σε κείμενα του Αλ Μπιρουνί.

4.   Το έργο «Τα των Μυστηρίων» είναι συλλογή σύντομων θεολογικών κειμένων με ποικίλη θεματολογία (οι τίτλοι των κεφαλαίων παρατίθενται στο «αλ Φιχρίστ»: αντίκρουση των θεωριών του Βαρδησάνη, ανάλυση της ιστορίας του Υστάσπη που προσηλυτίστηκε από τον Ζωροάστρη, διάφορα κείμενα για τον Ιησού, τους προφήτες εν γένει, την τελική κρίση. Όπως δείχνει κι ο μεγάλος αριθμός κειμένων αντίκρουσης του δόγματος του Βαρδησάνη, πρέπει να γράφτηκε την εποχή της ιεραποστολής του Μάνη στην Άνω Μεσοποταμία (περ. 260-270, βλ. Tardieu, όπ. π., σελ. 52).

5.   «Πραγματεία»: αναλυτική διήγηση του μανιχαϊκού μύθου περί Γενέσεως.

6.   Η «Εικών» είναι ένα από τα πρώτα… εικονογραφημένα της Ιστορίας. Ο Μάνης φιλοτέχνησε μια σειρά από πίνακες στους οποίους απεικόνισε χαρακτηριστικές σκηνές του μύθου της γένεσης και της δημιουργίας, συνοδεύοντάς τε με σύντομα επεξηγηματικά σημειώματα.

7.   Ο «Γίγας» αποτελεί νέα ανάπτυξη του γνωστού σημιτικού μύθου των γιγάντων τον οποίο συναντούμε και στη Βίβλο, στο έκτο κεφάλαιο της Γενέσεως:

«καὶ ἐγένετο ἡνίκα ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι πολλοὶ γίνεσθαι ἐπὶ τῆς γῆς καὶ θυγατέρες ἐγενήθησαν αὐτοῖς. ἰδόντες δὲ οἱ υἱοὶ τοῦ θεοῦ τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων ὅτι καλαί εἰσιν ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ πασῶν ὧν ἐξελέξαντο. καὶ εἶπεν κύριος ὁ θεός οὐ μὴ καταμείνῃ τὸ πνεῦμά μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις εἰς τὸν αἰῶνα διὰ τὸ εἶναι αὐτοὺς σάρκας ἔσονται δὲ αἱ ἡμέραι αὐτῶν ἑκατὸν εἴκοσι ἔτη. οἱ δὲ γίγαντες ἦσαν ἐπὶ τῆς γῆς ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις καὶ μετ’ ἐκεῖνο ὡς ἂν εἰσεπορεύοντο οἱ υἱοὶ τοῦ θεοῦ πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων καὶ ἐγεννῶσαν ἑαυτοῖς ἐκεῖνοι ἦσαν οἱ γίγαντες οἱ ἀπ’ αἰῶνος οἱ ἄνθρωποι οἱ ὀνομαστοί».

Εκτός από τη Βίβλο, ο Μάνης είχε μελετήσει και την «Αποκάλυψη του Ενώχ», ιουδαϊκό βιβλίο εσχατολογικού περιεχομένου που πρέπει να γράφτηκε περίπου το 150. Η βασική πηγή του, όμως, πρέπει να ήταν ένα άγνωστο μέχρι πρόσφατα σε μας «Βιβλίο των Γιγάντων», που είχε διαδοθεί στους αιρετικούς ιουδαϊκούς κύκλους προς το τέλος της προχριστιανικής περιόδου: μεταξύ των αραμαϊκών κειμένων που βρέθηκαν στις σπηλιές του Κουμράν (Χειρόγραφα της Νεκράς Θάλασσας) εντοπίστηκαν αποσπάσματα που πραγματεύονται τον μύθο των γιγάντων και είναι σχεδόν όμοια με αποσπάσματα μανιχαϊκών χειρογράφων του Τουρφάν.

Πέρα από έναν μύθο που φαντάζει στον σύγχρονο άνθρωπο μάλλον αφελής, ο «Γίγας» είναι ένα αλληγορικό σύγγραμμα με πολιτικό περιεχόμενο. Πίσω από τους γίγαντες κρύβονται οι τύραννοι της εποχής του προφήτη του μανιχαϊσμού.

8.   «Επιστολαί»: Ο Μάνης συνέταξε μεγάλο αριθμό επιστολών με ποικίλο περιεχόμενο: χαιρετισμοί για την ίδρυση εκκλησιών, αναγγελίες επισκέψεών του σε κοινότητες πιστών, επιστολές με δογματικό περιεχόμενο ή σχετικές με οργανωτικά ζητήματα. Στο «Αλ Φιχρίστ» ο Ιμπν αλ Ναντίμ αναφέρει τους τίτλους 76 επιστολών του Μάνη.

9.   Ψαλμοί και Προσευχαί: Μεταξύ των έργων του προφήτη καταλέγεται και η σύνθεση δύο ψαλμών και ενός βιβλίου προσευχών. Ελλείψει επαρκών στοιχείων, είναι αδύνατος ο εντοπισμός τους ανάμεσα στα κείμενα των μανιχαϊκών ψαλτηρίων που βρέθηκαν στο Τουρφάν.

β.   Ο μανιχαϊκός μύθος της Δημιουργίας

Δεν υπάρχει ίσως δυσκολότερο έργο από την προσπάθεια συνοπτικής παρουσίασης του μανιχαϊκού μύθου της Δημιουργίας. Πρόκειται για μια από τις πιο περίπλοκες θρησκευτικές αφηγήσεις, που συνδυάζει ζωροαστρικά, ιουδαϊκά, γνωστικά και πρωτότυπα στοιχεία. Εκτός των άλλων, το έργο χαρακτηρίζεται από την πολυωνυμία των πρωταγωνιστών του (αναλόγως της γλώσσας και των παραδόσεων κάθε περιοχής στην οποία διαδόθηκε ο μανιχαϊσμός), γεγονός που δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο την κατανόησή του. Ο Μάνης εξήγησε την ιστορία της Γένεσης στην «Πραγματεία του». Η διήγησή του σώζεται χάρη σε έναν πολέμιο του μανιχαϊσμού, τον Σύρο νεστοριανό θεολόγο του 8ου αι. Θεόδωρο βαρ Κονάι, ο οποίος την παρέθεσε στην ενδεκάτη πραγματεία του Βιβλίου του των Σχολίων, που αφορά τις αιρέσεις (πλήρης παράθεση της μανιχαϊκής Γένεσης με σχόλια σε Tardieu, όπ. π., σελ. 94 επ., και ανάλυση από θεολογική και σημειολογική άποψη σελ. 101-111/ συνοπτική κι απλουστευμένη διήγηση σε Fernand Niel «Albigeois et Cathares», σειρά Que sais-je, αριθ. 689, εκδ. PUF, Παρίσι 1955, 18η έκδ 2010, σελ. 24 επ.).

Στην αρχή, πριν ακόμη δημιουργηθεί ο ουρανός κι η γη, υπήρχαν δύο φύσεις. Η καλή, ο Θεός της Δόξης (ή Αγαθός Θεός), και η κακή, ο Βασιλεύς του Σκότους! Ο δεύτερος αποκαλείται και Διάβολος, Σατανάς ή Ύλη – και στις ιρανικές γλώσσες Αχριμάν, σε ανάμνηση του αντιπάλου του Αχούρα Μάζδα. Ζηλεύοντας την ομορφιά του βασιλείου του Θεού, ο Βασιλεύς του Σκότους θέλησε να το κατακτήσει. Ο Θεός απάντησε με την πρώτη δημιουργία (ή «πρώτη κλήση»). «Κάλεσε» (= δημιούργησε) την Μητέρα των Ζωντανών, εκείνη κάλεσε τον Πρώτο Άνθρωπο κι αυτός με τη σειρά του τους πέντε γιους του. Ο Πρώτος άνθρωπος (Ορμίζδ στις ιρανικές γλώσσες, παραπέμποντας στον Αχούρα Μάζδα) προσπάθησε να εξοντώσει τον Βασιλέα του Σκότους, αλλά νικήθηκε στον πόλεμο κι αιχμαλωτίστηκε. Η δημιουργία του Θεού μολύνθηκε από το δηλητήριο του Διαβόλου.

Μιχαήλ Άγγελος "Η Δημιουργία του Ήλιου και της Σελήνης" (1508-1512)

Μιχαήλ Άγγελος «Η Δημιουργία του Ήλιου και της Σελήνης» (1508-1512)

Ο Πρώτος Άνθρωπος προσευχήθηκε κι ικέτεψε εφτά φορές τον Θεό να τον λυτρώσει. Εκείνος προχώρησε στην δεύτερη δημιουργία: «κάλεσε» τον Φίλο του Φωτός, εκείνος τον Μεγάλο Αρχιτέκτονα, ο Μέγας Αρχιτέκτων δημιούργησε το Ζων Πνεύμα κι αυτό τους πέντε γιους του. Το Πνεύμα με τους γιους του κατέβηκε στη Γη του Σκότους και βρήκε τον αιχμάλωτο Πρώτο Άνθρωπο για να του δώσει κουράγιο. Στη δεύτερη κάθοδό του, το Πνεύμα έτεινε το χέρι του και τράβηξε τον Πρώτο Άνθρωπο από το σκοτάδι. Ο πρώτος πόλεμος τερματίζεται με τη θριαμβευτική επιστροφή του Πρώτου Ανθρώπου στη Μητέρα των Ζωντανών και το βασίλειο του Θεού.

Έπειτα, το Πνεύμα πρόσταξε τους γιους του να σκοτώσουν τους Άρχοντες, γιους του Διαβόλου. Τους έγδαραν και με το δέρμα τους η Μητέρα έφτιαξε έντεκα ουρανούς, με τα νεκρά τους σώματα οχτώ πλανήτες. Το Πνεύμα κατέβηκε ξανά στον κόσμο του σκότους: εμφανίστηκε στους γιους του Διαβόλου και τους έκανε να ξεράσουν το φως που είχαν καταπιεί όταν νίκησαν τον Πρώτο Άνθρωπο. Με αυτό το φως, το Πνεύμα έφτιαξε τον ήλιο και τη σελήνη, και με ό,τι περίσσευε τον άνεμο, το νερό και τη φωτιά με τους «τροχούς» τους (= πλανήτες), τους οποίους έθεσε σε τροχιά για να πετούν ψηλότερα από τους δαίμονες.

Στη συνέχεια, η Μητέρα των Ζωντανών, ο Πρώτος Άνθρωπος και το Ζων Πνεύμα ικέτεψαν τον Πατέρα κι εκείνος προχώρησε στην Τρίτη Κλήση, δημιουργώντας τον Άγγελο (Απεσταλμένο ή Αγγελιαφόρο). Ο Άγγελος κατέβηκε εκεί που βρισκόταν ο ήλιος κι η σελήνη κι έθεσε τα δύο ουράνια σώματα σε κίνηση. Έφτασε στα μέσα του ουρανού κι από εκεί εμφανίστηκε με την αρσενική και τη θηλυκή του μορφή στους Δαίμονες, γιους και κόρες του Βασιλέα του Σκότους. Τους ξύπνησε τέτοια ερωτική επιθυμία που αυτοί «εκσπερμάτισαν» ελευθερώνοντας μαζί και το φως που είχαν καταπιεί. Ο Άγγελος επέστρεψε στους Άρχοντες την «αμαρτία» τους (= το σπέρμα), μα αυτοί την άφησαν να πέσει στη γη, η μισή στη θάλασσα κι η άλλη μισή στην ξηρά, όπου και φύτρωσαν πέντε δέντρα.

Οι κόρες του Σκότους που ήταν έγκυες απέβαλαν όταν αντίκρισαν τον Άγγελο. Τα εκτρώματά τους έπεσαν στη γη και τράφηκαν με τα φύλλα των Δέντρων της Αμαρτίας. Η ανάμνηση του Αγγέλου δεν τα άφηνε να ησυχάσουν. Πήγαν στον Ασακλούν (ή Σάκλα), γιο του Βασιλέα του Σκότους κι εκείνος τους αποκρίθηκε: «Φέρτε μου τους γιους και τις κόρες σας κι εγώ θα σας φτιάξω μια μορφή όμοια με αυτή που είδατε»! Ο Ασακλούν καταβρόχθισε τα αρσενικά κι έδωσε τα θηλυκά στη σύντροφό του, τη Νεβροήλ. Έπειτα ενώθηκαν σαρκικά κι η Νεβροήλ γέννησε τον Αδάμ κι αργότερα την Εύα.

Η δημιουργία του ανθρώπου από τους δαίμονες ισοδυναμούσε με κήρυξη πολέμου. Ο Θεός έστειλε τότε στη Γη τον Ιησού Σωτήρα κι εκείνος βρήκε τον Αδάμ. Τον ξύπνησε και του είπε την αλήθεια. Τον πληροφόρησε ότι η ψυχή που βρισκόταν φυλακισμένη στο σώμα του είχε μέσα της το φως και του έδωσε να γευτεί τον καρπό του Δέντρου της Ζωής. Τότε ο Αδάμ αναφώνησε: «καταραμένος να είναι ο δημιουργός του σώματός μου και δεσμώτης της ψυχής μου, καταραμένοι αυτοί που με έκαναν σκλάβο»! Ο δεύτερος πόλεμος των θεών τελείωνε, αυτός των ανθρώπων μόλις άρχιζε.

Στην Πραγματεία του ο Μάνης δεν ασχολείται με την Τελική Κρίση. Το δόγμα του για την Αποκάλυψη το είχε ήδη εκθέσει στο Σαμπουραγκάν. Το τέλος θα το αναγγείλει μια σειρά από γεγονότα: διωγμοί των πιστών κι έπειτα θρίαμβος της Μανιχαϊκής Εκκλησίας, Δευτέρα Παρουσία του Ιησού. Θα ακολουθήσει η τελική κρίση των ανθρώπων κι ο επίγειος κόσμος θα καταστραφεί με μια τεράστια πυρκαγιά.

«Με αυτές τις μυθικές μορφές, που μοιάζουν σε μας παράξενες (και κάποιες φορές αχρείαστα περίπλοκες), η μανιχαϊκή θεολογία θα πρέπει να γοήτευε τη φαντασία των ανθρώπων της Ανατολής που τόσο αγαπούσαν το θαυμαστό» (Niel όπ. π., σελ. 26).

ΙΙ.   Εκκλησιαστική οργάνωση και μανιχαϊκή ηθική

Α.   Η Μανιχαϊκή Εκκλησία

Το γεγονός ότι η Μανιχαϊκή Εκκλησία κατόρθωσε να επιβιώσει παρά τους απηνείς διωγμούς που υπέστη ήδη από την εποχή της θανάτωσης του ιδρυτή της αποτελεί απόδειξη της εξαιρετικής οργάνωσής της, οι βάσεις της οποίας είχαν προφανώς τεθεί από τον ίδιο τον Μάνη.

α.   Ο Κανών των Ιερών Βιβλίων του μανιχαϊσμού

Τα συγγράμματα του Μάνη που θα έπρεπε να περιληφθούν στον κανόνα των ιερών βιβλίων καθορίσθηκαν πολύ σύντομα μετά τον θάνατο του ιδρυτή της θρησκείας. Κατά πάσα πιθανότητα η απόφαση ελήφθη κατά τη δεκαετία που προκαθήμενος της Μανιχαϊκής Εκκλησίας ήταν ο Σισίννιος, τον οποίο είχε ορίσει ως διάδοχό του ο ίδιος ο Μάνης. Το μόνο που παραλείφθηκε ήταν το Σαμπουραγκάν, ίσως γιατί φαινόταν πλέον άκαιρο και ξεπερασμένο ένα βιβλίο που απευθυνόταν σε ένα Σασσανίδη μονάρχη, την ώρα που οι διάδοχοί του είχαν θανατώσει τον προφήτη και εξαπέλυαν διωγμούς των πιστών του. Συχνά γίνεται λόγος για την μανιχαϊκή «Επτάτευχο», μια και μεταξύ των υπόλοιπων συγγραμμάτων του Μάνη η «Εικών» αποτελεί ξεχωριστή περίπτωση. Μερικές φορές το έργο του προφήτη μνημονεύεται και ως «Πεντάτευχος»: λόγω της θεματικής συνάφειάς τους τα Μυστήρια, η Πραγματεία και ο Γίγας ομαδοποιούνται και λογίζονται ως ένα σύγγραμμα.

Τα ιερά βιβλία της Μανιχαϊκής Εκκλησίας δεν περιλαμβάνουν, όμως, μόνο τα κείμενα που συνέταξε ο ιδρυτής. Καταρχάς, υπήρχαν οι διηγήσεις αγιογραφικού χαρακτήρα που αναφέρονται στη ζωή του Μάνη. Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται ο, γνωστός μας πλέον, Μανιχαϊκός Κώδικας της Κολωνίας, καθώς και δύο χειρόγραφα στα κοπτικά, οι «Πράξεις» και οι «Ομιλίες». Το δεύτερο έργο σώζεται με τη μορφή κώδικα αποτελούμενου από φύλλα παπύρου (βρέθηκε στο Φαγιούμ) και περιλαμβάνει τέσσερις λόγους: ο πρώτος από αυτούς είναι ένας θρήνος του Σαλμαίου, μαθητή του Μάνη, για τον θάνατο του διδασκάλου του.

Ακολουθούν τα θεολογικά συγγράμματα με τη μορφή σχολίων επί του μανιχαϊκού δόγματος. Το γνωστότερο από αυτά είναι τα κοπτικά Κεφάλαια. Ιδιαίτερη θέση μεταξύ των ιερών βιβλίων κατέχουν οι συλλογές ψαλμών, όπως το κοπτικό ψαλτήριο του Φαγιούμ, τα αποσπάσματα από τα περσικά και παρθικά ψαλτήρια ή η κινεζική συλλογή 25 ύμνων που βρέθηκε στις σπηλιές του Τουέν-χουάνγκ (10ος αι.). Τέλος, ιερωμένοι και κατηχούμενοι είχαν στη διάθεσή τους πρακτικούς οδηγούς για διάφορα ζητήματα θεολογικού και οργανωτικού χαρακτήρα. Το γνωστότερο σχετικό έργο είναι ένα τυποποιημένο κείμενο για την εξομολόγηση των αμαρτιών των πιστών, το «Χουαστουανέφτ». Σώζεται αποσπασματικά σε περσικά και σογδιανά, το δε πλήρες κείμενό του στα τουρκικά (Tardieu, όπ. π., σελ. 70).

β.   Η οργάνωση της Εκκλησίας

Μανιχαίοι Εκλεκτοί, Χότσο, Τουρφάν, 10ος αι.

Μανιχαίοι Εκλεκτοί, Χότσο, Τουρφάν, 10ος αι.

Οι πλουσιώτερες σε στοιχεία πηγές για την οργάνωση της Εκκλησίας του Μάνη είναι, αφενός μεν, τα γραπτά ενός πρώην μανιχαίου, του γνωστού και μη εξαιρετέου Αυγουστίνου της Ιππώνος, (τα οποία, αν εξαιρέσουμε τους αναμενόμενους αφορισμούς και χλευασμούς του αγίου, είναι λεπτομερή κι αρκετά ακριβή), αφετέρου δε, το μανιχαϊκό κείμενο που είναι γνωστό με τον τίτλο «Ύμνος προς τους Αποστόλους», είναι γραμμένο στα περσικά και βρέθηκε (κι αυτό) στο Τουρφάν.

Η θεμελιώδης διάκριση εντός της Μανιχαϊκής Εκκλησίας είναι αυτή μεταξύ λαϊκών (οι οποίοι ονομάζονται «κατηχούμενοι» και αποτελούν την 5η τάξη των πιστών) και εκκλησιαστικών. Το πέρασμα από τη μια κατηγορία στην άλλη συνεπαγόταν δραστικές μεταβολές όσον αφορά την ένταση των υποχρεώσεων και των δεσμεύσεων του πιστού. Οι περισσότεροι από τους μανιχαίους που αφιερώνονταν στη θρησκεία παρέμεναν στην 4η τάξη πιστών και αποκαλούνταν «εκλεκτοί» ή «δίκαιοι» (στα λατινικά συναντούμε και τους όρους «τέλειοι» και «άγιοι»: perfecti και sancti, αντίστοιχα), ζούσαν σε ναούς και μονές (οι οποίες, αντίθετα προς τη μεταγενέστερη χριστιανική παράδοση, βρίσκονταν πάντα μέσα στις πόλεις). Το σύνολο των δραστηριοτήτων τους σχετιζόταν με την εκπλήρωση των θρησκευτικών καθηκόντων τους: προσευχές, κατήχηση κι εξομολόγηση των πιστών, μελέτη κι αντιγραφή των ιερών βιβλίων. Για τις υλικές ανάγκες τους, λ.χ. σε τρόφιμα και ρουχισμό, μεριμνούσαν οι κατηχούμενοι. Εκλεκτοί μπορούσαν να γίνουν τόσο οι άντρες όσο και οι γυναίκες.

Μεταξύ των εκλεκτών επιλέγονταν αυτοί που θα αποτελούσαν το εν στενή εννοία ιερατείο και θα καταλάμβαναν τα εκκλησιαστικά αξιώματα. Οι τρεις ανώτερες τάξεις υπόκεινται στον περιορισμό του numerus clausus, απαρτίζονται δε αποκλειστικά από άνδρες. Τα μέλη της τρίτης τάξης ονομάζονταν «πρεσβύτεροι» ή «οικοδεσπότες» (ονομασία που κληροδότησαν στον μανιχαϊσμό οι Εσσαίοι, μέσω των Ελκεσαϊτών). Οι πρεσβύτεροι δεν μπορούσαν να ξεπεράσουν σε αριθμό τους 360 (όσες και οι μέρες του χρόνου). Πολύ συχνά ο υπεύθυνος για τη διοίκηση των μανιχαϊκών ναών και μονών ήταν πρεσβύτερος. Η 2η τάξη αποτελούταν από τους επισκόπους. Έφεραν τον τίτλο του «διακόνου» και ο αριθμός τους δεν μπορούσε να υπερβαίνει τους 72 (δηλαδή τον θρυλούμενο αριθμό των μαθητών του Ιησού που στάλθηκαν για να κηρύξουν τον λόγο του θεού). Η ανώτατη τάξη περιελάμβανε τους 12 «διδασκάλους» ή «αποστόλους», οι οποίοι συγκροτούσαν το συμβούλιο της Μανιχαϊκής Εκκλησίας κι είχαν την ευθύνη της υπεράσπισης του δόγματος και της διοίκησης των επαρχιών. Τέλος, στην κορυφή της εκκλησιαστικής ιεραρχίας βρισκόταν ο «Αρχηγός», προκαθήμενος της Εκκλησίας και διάδοχος του Μάνη.

Β.   Μανιχαϊκή ηθική

Ο πιστός όφειλε καταρχήν να συνειδητοποιήσει τη θέση του, αυτήν του εγκλωβισμένου σε ένα μολυσμένο κόσμο. Ο ασκητισμός, η εγκράτεια και η περιφρόνηση για το φθαρτό σαρκίο-φυλακή της ψυχής αποτελούν βασικές αρχές της ζωής του μανιχαίου. Ο κώδικας, πάντως, των ηθικών υποχρεώσεών του διαφοροποιείται αναλόγως της ιδιότητας του κατηχούμενου ή του εκλεκτού.

α.   Οι ηθικές υποχρεώσεις των «εκλεκτών»

Οι εκλεκτοί (και φυσικά οι «ιερωμένοι» των τριών ανώτερων τάξεων) όφειλαν να τηρούν τις πέντε εντολές (ο πλήρης κατάλογός τους διασώζεται σε κείμενα γραμμένα στα κοπτικά και στη γλώσσα της Σογδιανής). Η πρώτη εντολή είναι αυτή της «αλήθειας», όρος που υπονοεί την υποχρέωση του μανιχαίου εκλεκτού να διάγει βίο σύμφωνο με τις επιταγές της θρησκείας.

Η πιο πρωτοποριακή, όμως, από τις ηθικές υποχρεώσεις που υπείχαν οι μανιχαίοι εκκλησιαστικοί ήταν η δεύτερη εντολή, η «απαγόρευση της βίας», η οποία οριζόταν με τρόπο εξαιρετικά διασταλτικό. Η εντολή αυτή εμφανίζει το παράδοξο να είναι ταυτόχρονα εν μέρει απολύτως σύμφωνη με σύγχρονες αντιλήψεις και εν μέρει εντελώς ακατανόητη για αυτές. Ο εκλεκτός δεν πρέπει να πειράξει με οποιονδήποτε τρόπο κάποιο από τα πέντε στοιχεία (φως, φωτιά, νερό, άνεμος και αέρας) τα οποία ενυπάρχουν, αναμεμειγμένα με μόρια μολυσμένης ύλης, στους ανθρώπους, τα ζώα, τα φυτά και τη φύση (Tardieu, όπ. π., σελ. 80). Η εντολή αυτή βασίζεται στην πεποίθηση ότι «κάθε γήινο σώμα μεταφέρει μόρια καθαρού φωτός τα οποία έχουν αιχμαλωτισθεί στην ύλη αναμένοντας τη λύτρωσή τους. Το σύνολό τους σχηματίζει έναν τεράστιο φωτεινό σταυρό που εκτείνεται σε ολόκληρη την οικουμένη, υπενθυμίζοντας το μαρτύριο του Ιησού… Κάθε πράξη που στρέφεται κατά των γήινων σωμάτων στρέφεται και κατά των ίδιων των φωτεινών σωμάτων και, επομένως, κατά του Σταυρού του Φωτός και του Ουράνιου Ιησού» (όπ. π., σελ. 80-81). Ο μανιχαίος απαγορεύεται να σκοτώσει ή να πληγώσει άνθρωπο ή ζώο, ή να πειράξει ένα φυτό. Δεν μπορεί επίσης να ασχοληθεί με αγροτικές εργασίες, να χρησιμοποιήσει ορισμένα φάρμακα ή να «διαταράξει την ηρεμία» του νερού, του χιονιού ή της γης!

Η τρίτη εντολή είναι αυτή της απόλυτης αγνότητας, η οποία επιτάσσει αποχή όχι μόνο από κάθε σεξουαλική επαφή, αλλά και από κάθε πράξη που ενδέχεται να δώσει ευχαρίστηση (όπως το άγγιγμα του χιονιού ή ενός υφάσματος)! Ένα απλό λουτρό, επομένως, αντιβαίνει και στη δεύτερη εντολή (γιατί διαταράσσει τα μόρια φωτός που υπάρχουν σ’ αυτό) και στην τρίτη (γιατί πρόκειται για πράξη που χαρίζει ευχαρίστηση). Βάσει της τρίτης εντολής, απαγορεύεται επίσης κάθε πράξη που συμβάλλει στην αναπαραγωγή των ζώων ή των φυτών, δεδομένου ότι καθυστερεί την τελική λύτρωση των μορίων αγνού φωτός που είναι αιχμαλωτισμένα στα ζωντανά σώματα (Tardieu, όπ. π., σελ. 82).

Η εντολή «περί αγνότητας του στόματος», συνεπάγεται αφενός την απαγόρευση του ψεύδους, της βλασφημίας και της συκοφαντίας και αφετέρου την τήρηση των διατροφικών κανόνων: αυστηρή απαγόρευση της κατανάλωσης κρέατος και ποτών που είναι προϊόντα ζύμωσης (αλκοολούχα και άλλα), κατανάλωση μόνο συγκεκριμένων φρούτων και λαχανικών, νηστείες. Η πέμπτη εντολή, τέλος, είναι η «μακάρια πενία»: ο μανιχαίος δεν έχει την κυριότητα κανενός πράγματος, πέρα από την τροφή μιας ημέρας και το ένδυμα με το οποίο πρέπει να περάσει μια χρονιά.

β.   Ο κώδικας των ηθικών υποχρεώσεων των κατηχούμενων

Μανιχαίοι, Χότσο, Τουρφάν (9ος αι.)

Μανιχαίοι, Χότσο, Τουρφάν (9ος αι.)

Μολονότι διέπεται από τις ίδιες αρχές, ο κώδικας των κανόνων ηθικής που δεσμεύουν τους κατηχούμενους είναι σαφώς ελαστικότερος ως προς το εύρος των υποχρεώσεων απ’ ό,τι αυτός που ισχύει για τους εκλεκτούς. Σε αντίθετη περίπτωση, άλλωστε, θα έπρεπε να σταματήσει κάθε οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα και, φυσικά, η αναπαραγωγή του ανθρώπινου είδους. Μια τέτοια εξέλιξη θα ήταν υπερβολικά ριζοσπαστική ακόμα και για μια θρησκεία που πρέσβευε την ιδέα ότι κόλαση ήταν η επίγεια ζωή (Niel όπ. π., σελ. 27).

Οι λαϊκοί υπέχουν υποχρεώσεις πέντε ειδών. Η πρώτη είναι η τήρηση των Δέκα Εντολών. 1. Απάρνηση της ειδωλολατρίας, αποδοχή του μονοθεϊσμού και απόρριψη της όποιας ανθρωπομορφικής θεώρησης του θεού. Ο αληθινός θεός δεν είναι υπεύθυνος ούτε για τη ζωή ούτε για το θάνατο επί της γης. 2. Απαγόρευση του ψεύδους, της βλασφημίας και της συκοφαντίας. 3. Απαγόρευση της κατανάλωσης κρέατος και αλκοολούχων ποτών. 4. Επίδειξη σεβασμού στους ανθρώπους της θρησκείας. 5. Μονογαμία, συζυγική πίστη και, κατά τις ημέρες νηστείας, αποχή από κάθε σεξουαλική πράξη. 6. Παροχή βοήθειας στους κατατρεγμένους και καταδίκη της φιλαργυρίας. 7. Καταδίκη ψευδοπροφητών και επίορκων πρώην μανιχαίων. 8. Απαγόρευση να χτυπήσει, πληγώσει, βασανίσει ή να σκοτώσει ανθρώπους και ζώα. 9. Απαγόρευση της κλοπής και της απάτης. 10. Απαγόρευση πράξεων που σχετίζονται με τη μαγεία και τη μαγγανεία.

Επιπροσθέτως, ο κατηχούμενος είναι υποχρεωμένος να προσεύχεται τέσσερις φορές ημερησίως (ανατολή, μεσημβρία, δύση και νύχτα – οι εκλεκτοί έπρεπε να προσεύχονται επτά φορές σε ανάμνηση των ισάριθμων προσευχών του Πρώτου Ανθρώπου κατά την αιχμαλωσία του στο βασίλειο του σκότους), στραμμένος προς τον ήλιο και τη σελήνη, τα ουράνια σώματα που «αποτελούν τον δρόμο μας και την πύλη μέσα από την οποία θα οδηγηθούμε στον κόσμο της ύπαρξής μας, την ουράνια πατρίδα μας» (Μάνης «Τα των Μυστηρίων»). Υπέχει υποχρέωση ελεημοσύνης, η οποία περιλαμβάνει και τη συντήρηση των εκλεκτών. Πρέπει να νηστεύει κατά τις καθορισμένες ημέρες. Η ημέρα εβδομαδιαίας νηστείας ήταν η Κυριακή, η ημέρα του ήλιου. Η νηστεία αυτή ήταν ιδιαιτέρως σημαντική για τους μανιχαίους μια και συμβόλιζε την ένωση του πληρώματος της Εκκλησίας: τίποτε δεν διέκρινε εκλεκτούς και κατηχούμενους τις Κυριακές (Tardieu, όπ. π., σελ. 88)! Οι λαϊκοί, τέλος, έπρεπε (όπως και οι εκλεκτοί) να εξομολογούνται τις αμαρτίες τους. Η καθορισμένη ημέρα εξομολόγησης ήταν η Δευτέρα (η ημέρα που ήταν αφιερωμένη στη σελήνη).

Τηρώντας τις ηθικές υποχρεώσεις του, ένας μανιχαίος εκλεκτός μπορούσε να ελπίζει ότι θα κατακτήσει τη βασιλεία των ουρανών. Για τον απλό κατηχούμενο που είχε ζήσει σύμφωνα με τον νόμο της θρησκείας του, υπήρχε η ελπίδα να ξαναγεννηθεί στο σώμα κάποιου που επρόκειτο να γίνει εκλεκτός (Niel όπ. π., σελ. 27-28).

Γ.   Οι γιορτές των μανιχαίων

Δεδομένου ότι ο μανιχαϊσμός, διατηρώντας ως προς τούτο την ελκεσαϊτική παράδοση, είχε ενσωματώσει στο δόγμα του τη διδασκαλία του Ιησού, οι πιστοί του συνέχιζαν να τιμούν τις μεγάλες χριστιανικές γιορτές: Θεοφάνεια, Πάσχα, Πεντηκοστή. Η σπουδαιότερη αμιγώς μανιχαϊκή γιορτή ήταν αυτή του Βήματος, ημέρα μνήμης του μαρτυρίου του προφήτη. Η ονομασία παρέπεμπε στο βήμα απ’ όπου δίδασκε ο Μάνης. Η γιορτή αυτή ακολουθούσε σε πολλά σημεία το πρότυπο του χριστιανικού Πάσχα: εαρινή ημερομηνία (το Βήμα εορταζόταν την εαρινή ισημερία), προετοιμασία με αγρυπνίες και παρατεταμένη νηστεία (για την ακρίβεια, σειρά νηστειών που ξεκινούσαν περί τα μέσα Νοεμβρίου και κορυφώνονταν με τη νηστεία των 30 ημερών, μεταξύ Φεβρουαρίου και Μαρτίου, η οποία πάντως διακόπτεται με τη δύση του ηλίου) και φυσικά κοινή σημασία: η ανάμνηση των παθών του ιδρυτή της θρησκείας. Την ημέρα της γιορτής οι πιστοί τιμούσαν το μαρτύριο του προφήτη, τον θάνατο και την «απελευθέρωσή» με την ανάληψη στους ουρανούς. Για τους μανιχαίους επρόκειτο για το αληθινό Πάσχα: «η χριστιανική γιορτή τιμούσε κατά τα φαινόμενα πάθη και θάνατο, διότι ο Ουράνιος Ιησούς δεν ήταν δυνατό ούτε να υποφέρει ούτε να πεθάνει, ενώ η μανιχαϊκή γιορτή τιμούσε κάποιον που βασανίστηκε και πέθανε στ’ αλήθεια» (Tardieu, όπ. π., σελ. 90).

ΙΙΙ.   Εξάπλωση του μανιχαϊσμού

«Μανιχαίοι υπάρχουν σχεδόν παντού, πουθενά, όμως, δεν είναι πολλοί. Δεν βλάπτουν κανένα, υπάρχουν όμως αρκετοί που θέλουν το κακό τους» (Λιβάνιος «Επιστολή προς Πρισκιανό»)

Μποττιτσέλλι "Άγιος Αυγουστίνος"

Μποττιτσέλλι «Άγιος Αυγουστίνος»

Α.   Στην Περσία. Πολύ νωρίς ο μανιχαϊσμός αντιμετώπισε διωγμούς οι οποίοι θα μπορούσαν να τον έχουν εξαφανίσει ήδη από τα πρώτα βήματά του. Στην πατρίδα του, την αυτοκρατορία των Σασσανιδών, οι διωγμοί συνεχίστηκαν στα χρόνια της βασιλείας του Βαχράμ Β΄, ο οποίος, όπως και ο πατέρας του, ελεγχόταν από τον Κιρντίρ. Δέκα χρόνια αφότου ανέλαβε την ηγεσία της Μανιχαϊκής Εκκλησίας, ο διάδοχος του Μάνη, ο Σισίννιος, συνελήφθη και μαρτύρησε στην Μπεσαμπούρ της Περσίας (284 ή 286). Οι διώξεις θα σταματήσουν προσωρινά με την άνοδο στον θρόνο του Ναρσή, τρίτου γιου του Σαπώρη Α΄ (292). Η ηρεμία δεν θα κρατήσει ούτε δεκαετία: ο διάδοχος του Ναρσή (Ορμίσδας Β’ ) θα επιστρέψει στην πολιτική των διωγμών μανιχαίων και χριστιανών.

Β.   Ο μανιχαϊσμός στη Δύση. Και, όμως, παρά τις αντιξοότητες, ο μανιχαϊσμός θα επιβιώσει και θα διαδοθεί πέρα από τα σύνορα της περσικής αυτοκρατορίας. Συγγράμματα χριστιανών πολέμιων του Μάνη, αυτοκρατορικά έδικτα και άλλα στοιχεία μαρτυρούν την παρουσία μανιχαίων σε διάφορες επαρχίες της αυτοκρατορίας: Αίγυπτος και υπόλοιπη Βόρεια Αφρική (ήδη από τα τέλη του 3ου αι.), Συρία (πρώτο ήμισυ του 4ου αι.), Μικρά Ασία (το 375 ο Μακάριος της Μαγνησίας  γράφει ότι «ο μανιχαϊσμός έχει διαφθείρει ολόκληρη την Ανατολή»), Ευρώπη. Στα μέσα του 4ου αι. συντάσσονται στην Αίγυπτο οι κοπτικοί κώδικες του Ναγκ Χαμμαντί (Άνω Αίγυπτος). Το 373 ο γεννημένος στη Θαγάστη της Νουμιδίας Αυγουστίνος εισέρχεται στην Μανιχαϊκή Εκκλησία ως κατηχούμενος. Δέκα χρόνια αργότερα, η γνωριμία του με τον Φαύστο της Μιλέβης, μανιχαίο επίσκοπο Αφρικής, θα απογοητεύσει τόσο πολύ τον Αυγουστίνο που θα τον απομακρύνει από τη διδασκαλία του Μάνη. Η συνέχεια είναι γνωστή: το 387 βαπτίζεται χριστιανός στο Μεδιόλανο και ξεκινά τη σταδιοδρομία που θα τον οδηγήσει στη συγγραφή ορισμένων εκ των σημαντικότερων θεολογικών έργων (πολλά από αυτά με χαρακτήρα αντίκρουσης των ιδεών του μανιχαϊσμού) και, τελικά, στην αγιοσύνη.

Ούτε η ρωμαϊκή αυτοκρατορική εξουσία έδειξε ιδιαίτερη συμπάθεια ή έστω ανοχή προς τον μανιχαϊσμό. Ο πρώτος διωγμός χρονολογείται στα 297 κι ένα έδικτο του Διοκλητιανού. Το 372 έδικτο του Ουαλεντινιανού προβλέπει χρηματικές ποινές, δημεύσεις περιουσίας και ποινές εξορίας κατά των μανιχαίων που ζουν στη Ρώμη. Το 381, ο Θεοδόσιος Α΄ επιβάλλει ποινή αποστέρησης πολιτικών δικαιωμάτων σε αυτούς που έχουν ασπασθεί το μανιχαϊσμό, φανερά ή κρυφά. Θα ακολουθήσουν στον κατάλογο των διωκτών ο Ονώριος, ο Ουαλεντινιανός Γ΄, ο Θεοδόσιος Β΄, ο Ιουστίνος κι ο Ιουστινιανός. Σ’ αυτούς θα προστεθούν, νομοτελειακά, οι αξιωματούχοι της Χριστιανικής Εκκλησίας που έχει πια επικρατήσει στην αυτοκρατορία (λ.χ. οι πάπες Γελάσιος Α΄, το 492, και Ορμίσδας, το 520). Υφιστάμενος τον άνισο ανταγωνισμό του χριστιανισμού, ο μανιχαϊσμός δεν θα αντέξει στη Δύση. Σιγά-σιγά θα σβήσει ως οργανωμένη Εκκλησία.

Γ.   Ο μανιχαϊσμός στην Ανατολή. Ακόμη πιο εντυπωσιακή υπήρξε η διάδοση του μανιχαϊσμού προς ανατολάς. Μέσω του Χορασάν, έφτασε γρήγορα στην Κεντρική Ασία, τη Βακτριανή και τη Σογδιανή, όπου και γνώρισε μεγάλη άνθηση. Η Σαμαρκάνδη έγινε η «πρωτεύουσα» του μανιχαϊσμού. Τα σογδιανά αντικατέστησαν σταδιακά τα παρθικά ως κύρια γλώσσα της Μανιχαϊκής Εκκλησίας της Ανατολής.

Το 570 οι μανιχαϊκές κοινότητες της περιοχής του Ώξου, καθοδηγούμενες από τον Σαντ Ορμίσδ, κατηγορούν τη Μητέρα Εκκλησία της Βαβυλωνίας για χαλάρωση των ηθών, Το πρώτο σχίσμα στην Ιστορία του μανιχαϊσμού είναι γεγονός. Την ίδια χρονιά, στη Μέκκα, γεννιέται ο Μωάμεθ. Τα γεγονότα θα τρέξουν με απίστευτη ταχύτητα. Αμέσως μετά τον θάνατο του προφήτη (632) οι Άραβες θα ξεχυθούν για να κατακτήσουν τον κόσμο. Το 637 καταλαμβάνουν την Κτησιφώντα. Η μεγάλη ιρανική αυτοκρατορία των Σασσανιδών ανήκει στο παρελθόν. Η ανεκτικότητα που επεδείκνυε το Ισλάμ προς τη θρησκεία του Μάνη γνώρισε πολλές διακυμάνσεις. Οι μουσουλμάνοι κινούνται προς τα ανατολικά (το 710 φθάνουν στη Σογδιανή), ο διωκόμενος μανιχαϊσμός ανατολικότερα. Σόγδιοι μανιχαίοι διασχίζουν το σημερινό κινεζικό Τουρκεστάν, όπου το Κασγκάρ αποτελεί ήδη κέντρο του μανιχαϊσμού, και φθάνουν μέχρι τον Κίτρινο Ποταμό. Και κάπως έτσι θα καταστεί δυνατή η συνάντηση του μανιχαϊσμού με μια ομάδα νομαδικών φυλών που επρόκειτο να γοητευθεί από τη διδασκαλία του Μάνη. Μιλάμε για τους Τούρκους

Ορντού Μπαλίκ/ Καρά-μπαλγασούν

Ορντού Μπαλίκ/ Καρά-μπαλγασούν

Στις 20 Νοεμβρίου του 762, οι Ουιγούροι καταλαμβάνουν και λεηλατούν την κινεζική πόλη του Λο-γιανγκ στον Κίτρινο Ποταμό. Ο καγάνος τους, ο Τενγκρί Μπεγύ, που οι Κινέζοι ονόμαζαν Μέου-γιου, γνωρίζει μανιχαίους ιεραπόστολους (μάλλον καταγόμενους από τη Σογδιανή) που ζούσαν εκεί, εντυπωσιάζεται και ασπάζεται τον μανιχαϊσμό. Επιστρέφοντας στην πρωτεύουσά του, το Ορντού Μπαλίκ επί του ποταμού Ορχόν, φέρνει μαζί του μανιχαίους εκλεκτούς οι οποίοι θα ιδρύσουν την εκεί Μανιχαϊκή Εκκλησία, προσηλυτίζοντας τον πληθυσμό (Jean-Paul Roux «L’Asie Centrale (Histoire et civilisations)», Fayard, Παρίσι, 1997, σελ. 201-202). Από τη νέα του βάση ο μανιχαϊσμός θα διαδοθεί αφενός μεταξύ των τουρκικών φυλών, αφετέρου στην Κίνα. Η περίφημη τρίγλωσση επιγραφή της Καρά-μπαλγασούν (σήμερα στη Μογγολία, περίπου 815, κινεζικά, τουρκικά, σογδιανά) διηγείται την ιστορία της διάδοσης του μανιχαϊσμού μεταξύ των Ουιγούρων: «Η χώρα του αλληλοσκοτωμού έγινε χώρα της καλοσύνης». Στα μέσα του 9ου αι. ο μανιχαϊσμός επικρατεί στην ουιγουρική ηγεμονία του Τουρφάν. Η επιτυχία του μανιχαϊσμού μεταξύ των τουρκικών φυλών εξηγείται και από ειδικούς λόγους: επιθυμία των Ουιγούρων να αναπτύξουν τις εμπορικές σχέσεις τους με τους Σογδίους, στόχο στην επίτευξη του οποίου μπορούσε να βοηθήσει μια κοινή θρησκεία, ικανότητα προσαρμογής του μανιχαϊσμού στις παραδόσεις του τουρκικού σαμανισμού.

Η άνοιξη δεν θα κρατήσει για πάντα. Θα έρθει η ώρα που η θρησκεία του Μάνη θα βρεθεί και στο Τουρκεστάν αντιμέτωπη με το ισλάμ. Δίχως τη στήριξη της πολιτικής εξουσίας θα αρχίσει να χάνει έδαφος. Αργότερα, η αυτοκρατορία των Μογγόλων του Τσενγκίς Χαν, παρά τη γνωστή πολιτική θρησκευτικής ανεκτικότητας που τη χαρακτήριζε, δεν θα ευνοήσει τελικά ιδιαίτερα στην επιβίωση του μανιχαϊσμού. Απομονωμένες ή ολιγομελείς μανιχαϊκές κοινότητες θα συνεχίσουν να υπάρχουν (μια από αυτές θα γνωρίσουν ο Μάρκο κι ο Μαφέο Πόλο το 1292 στο Τσιουάν-τσέου/ Ζαΐτούν, στην ηπειρωτική Κίνα απέναντι από την Ταϊβάν), αλλά η πορεία μαρασμού δεν θα ανακοπεί.

Εύλογα αναρωτιέται κάποιος γιατί ο μανιχαϊσμός δεν κατόρθωσε να επιβιώσει ως θρησκεία μέχρι τις ημέρες μας. Τι λιγότερο ή τι περισσότερο είχε, ώστε τελικά να μην μπορέσει να βρεί τη θέση που του άξιζε στην παγκόσμια Ιστορία των θρησκειών; Ήταν, άραγε, περισσότερο πρωτοποριακός απ’ ό,τι έπρεπε; Μήπως η αυστηρότητα κι ο ακραίος ασκητισμός του αποθάρρυναν; Μήπως φόβιζαν την εκάστοτε κοσμική εξουσία κάνοντάς την να θεωρεί την Εκκλησία του Μάνη επικίνδυνα «αντικοινωνική»; Το βέβαιο είναι ότι του έλειψε ακριβώς αυτή η στήριξη μιας ισχυρής εξουσίας, αυτοκρατορικής κατά προτίμηση. Αν την είχε, ίσως και να βρισκόταν στη θέση του χριστιανισμού ή του ισλάμ [i]. Σε κάθε περίπτωση, η επίδρασή του υπήρξε σημαντική: γονιμοποίησε ιδέες, επηρέασε θρησκείες, επέζησε μέσα από μεταγενέστερες μορφές θρησκευτικής πίστης που ενσωμάτωναν πολλές από τις αρχές του.

ΥΓ: Η παρούσα ανάρτηση μπορεί και να θεωρηθεί απλώς περίληψη του βιβλίου του Μισέλ Ταρντιέ, το οποίο ήδη μνημονεύσαμε, εμπλουτισμένη με επιπλέον στοιχεία και κάποιες ρογήρειες σκέψεις. Είναι, επίσης, αδιαμφισβήτητο ότι άργησε πολύ να δημοσιευθεί. Οι υποχρεώσεις της καθημερινότητας, όμως, ξεπερνούν συχνά ακόμη και τις καλύτερες προθέσεις. Κι έπειτα, το άρθρο κατέληξε να έχει τριπλάσια έκταση από αυτήν που υπολόγιζα αρχικά. Θα πρέπει να είναι μάλλον ένδειξη συμπάθειας για τον μανιχαϊσμό, συμπάθεια που αξίζει σε όλους τους μεγάλους ηττημένους της Ιστορίας. Τούτος εδώ, βέβαια, αντιστάθηκε σθεναρά. Κι άφησε ανεξίτηλα τα ίχνη του.


[i] Συγκρίνοντας τις υποχρεώσεις των κατηχούμενων μανιχαίων με αυτές των πιστών του ισλάμ διαπιστώνουμε ότι ο μανιχαϊσμός πρέπει να επηρέασε σαφώς τη θρησκεία του Μωάμεθ. Η τήρηση των 10 μανιχαϊκών εντολών μπορεί να συγκριθεί με την υποχρέωση πίστης του μουσουλμάνου. Προσευχή, νηστεία και ελεημοσύνη αποτελούν κοινές υποχρεώσεις στις δύο θρησκείες, ενώ απλώς η εξομολόγηση αμαρτιών των μανιχαίων αντικαταστάθηκε στο ισλάμ από το προσκύνημα στους Άγιους Τόπους (Tardieu, όπ. π., σελ. 84-85). Είναι δε αξιοσημείωτο ότι ο ισλαμισμός ακολούθησε για το Ραμαζάνι το πρότυπο νηστείας του μανιχαϊσμού (νηστεία που διακόπτεται με τη δύση του ηλίου).

Δύο ήλιοι λάμπουν στον ουρανό – μέρος Ι: από τον ζωροαστρισμό στον γνωστικισμό

10 Αυγούστου, 2012

«De erroribus Manicheorum moderni temporis: Manicheorum itaque secta et heresis et ejus devii sectatores duos Deos aut duos Dominus asserunt et fatentur, benignum Deum videlicet et malignum, creationem omnium rerum visibilium et corporalium asserentes non esse factam a Deo patre celesti, quem dicunt Deum benignum, sed a dyabolo et Sathana, malo Deo, quia ipsum vocant Deum malignum et Deum hujus seculi et principem hujus mundi. Sicque duos ponunt creatores, Deum videlicet et dyabolum, et duas creationes, unam scilicet rerum invisibilium et incorporalium et alteram visibilium et corporalium… » (Bernardus Guidonis «Practica officii Inquisitionis heretice pravitatis»)

Περί των σφαλμάτων των Μανιχαίων της σύγχρονης εποχής: Η οργάνωση, η αίρεση και οι πιστοί υποστηρικτές των Μανιχαίων ισχυρίζονται κι ομολογούν πως υπάρχουν δύο Θεοί, δηλαδή δύο Κύριοι, ο Θεός του καλού κι ο Θεός του κακού. Ισχυρίζονται ότι η δημιουργία κάθε ορατού και υλικού πράγματος δεν αποτελεί έργο του Θεού, του Ουράνιου Πατρός, αυτού που αποκαλούν Θεό του καλού, αλλά του διαβόλου και του Σατανά, δηλαδή του Θεού του κακού, αυτού που ονομάζουν κακό Θεό, Θεό και ηγεμόνα αυτού εδώ του κόσμου. Διακρίνουν, επομένως, δύο δημιουργούς, Θεό και διάβολο, και δύο δημιουργίες, αυτήν των άυλων και αοράτων κι εκείνη των ορατών κι υλικών πραγμάτων» (Βερνάρδος Γκι «Εγχειρίδιο του Ιεροξεταστή», 5ο μέρος, Τουλούζη, περ. 1323-1324, επιμ. και μετάφραση στα γαλλικά G. Mollat, έκδ. Les Belles Lettres, Παρίσι 1926, 2η έκδ. 1964, σελ. 10-11)]

Εάν ο Θεός είναι πανάγαθος ΚΑΙ παντοδύναμος, τότε γιατί η ζωή των περισσότερων ανθρώπων είναι σημαδεμένη από τη δυστυχία; Εκτός από τους λίγους που ανήκουν στον στενό κύκλο της άρχουσας τάξης, οι υπόλοιποι βιώνουν μια μίζερη καθημερινότητα σκληρής δουλειάς, πάντα στο έλεος των ισχυρών. Επιδρομές και πόλεμοι, φυσικές καταστροφές, λιμοί, επιδημίες κι άλλες ασθένειες και, αναπόδραστη κατάληξη, ο θάνατος. Για ποιο λόγο η ζωή είναι αναπόσπαστα δεμένη με τον πόνο; Πού οφείλεται το Κακό; Στο πλαίσιο ενός πολυθεϊσμού, όπου οι θεοί διαθέτουν ανθρώπινο χαρακτήρα, η εξήγηση είναι συνήθως απλή: οι θεοί δεν έμειναν ευχαριστημένοι από τις προσφορές και τη συμπεριφορά των ανθρώπων. Η απάντηση δεν είναι εντελώς ικανοποιητική. Στο πλαίσιο του μονοθεϊσμού, μια άλλη εξήγηση συνίσταται στην ύπαρξη κάποιου προπατορικού αμαρτήματος που εξακολουθεί να κατατρύχει το γένος των ανθρώπων. Απάντηση σκληρή κι άδικη. Υπάρχει ωστόσο και μια τρίτη εξήγηση, η οποία ανασκευάζει εν μέρει τους όρους του ερωτήματος. Η απάντηση αυτή ονομάζεται Δυϊσμός και έγκειται στον διαχωρισμό του κακού από τη θεία δράση. Ο Θεός είναι μεν πανάγαθος, αλλά δεν είναι και παντοδύναμος, διότι στο σύμπαν υπάρχουν δύο αντίπαλες Αρχές, το Καλό και το Κακό. Οι μεταβολές στη ζωή των ανθρώπων δεν είναι παρά αποτέλεσμα της αέναης πάλης μεταξύ αυτών των δύο στοιχείων.

Ας ξεκινήσουμε την αφήγησή μας, η οποία θα μας ταξιδέψει, στο διάβα των αιώνων, από τα ιρανικά υψίπεδα μέχρι τα Πυρηναία.

Ι. Τάδε έφη Ζαρατούστρα…

Η ιστορία μας αρχίζει κάπου στον ευρύτερο ιρανικό χώρο. Πότε και πού ακριβώς, δεν το γνωρίζουμε. Ίσως στα οροπέδια της αρχαίας Μηδίας, ίσως κάπου στη Βακτριανή.

Η αρχαία περσική θρησκεία έχει μάλλον πολυσυλλεκτικό χαρακτήρα: συνυπάρχουν οι λατρείες διαφόρων θεοτήτων (Μίθρας, Ανάχιτα, Αχούρα Μάζδα), ουράνιων σωμάτων και στοιχείων της φύσης (με τις θεότητες να ταυτίζονται πολλές φορές με τα δεύτερα και τα τρίτα). Από το υλικό αυτό, αλλά και από την ευρύτερη άρια παράδοση, ένας προφήτης θα διαμορφώσει τον πρώτο, ίσως, δυϊστικό μονοθεϊσμό της Ιστορίας.

Α.   Ο προφήτης

Πέπλο μυστηρίου καλύπτει την ύπαρξη και τον βίο του Ζαραθούστρα (ή Ζαραθόστρο) Σπιτάμα, τον οποίο οι Έλληνες αποκαλούσαν Ζωροάστρη. Δεν είμαστε καν βέβαιοι για το αν πρόκειται για ιστορικό ή μυθικό πρόσωπο, ούτε μπορούμε να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο η σχετική παράδοση να αφορά περισσότερα του ενός άτομα. Μπορεί να έζησε οποτεδήποτε μεταξύ των αρχών της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. και του 6ου αιώνα π.Χ., ενώ κατά καιρούς προτάθηκαν και θεωρίες που τοποθετούσαν τη ζωή του στους πρώτους αιώνες της μετά Χριστόν εποχής. Το βασικό ιερό κείμενο του ζωροαστρισμού, η Αβέστα, συντάχθηκε μάλλον κατά τον 2ο αι. μ.Χ., ενσωματώνει όμως παλαιότερα κείμενα, μεταξύ των οποίων και οι Γκάθες, ύμνοι που λέγεται ότι γράφτηκαν από τον ίδιο τον προφήτη. Στην εποχή μας επικρατεί η άποψη ότι πιθανότερο είναι ο Ζωροάστρης να έζησε κατά την δεύτερη χιλιετία π.Χ. Η άποψη αυτή στηρίζεται σε αρχαιολογικά στοιχεία και στη γλωσσολογική εξέταση των ιερών κειμένων του ζωροαστρισμού, σε αντιπαραβολή με τις ινδικές Βέδες. Παλαιότερα επικρατούσε η αντίληψη ότι ο Ζωροάστρης έζησε τον 7ο ή 6ο αι. π.Χ., η οποία στηριζόταν στο γράμμα αβεστικών και νεότερων ιρανικών παραδόσεων, καθώς και σε στοιχεία της αρχαιοελληνικής γραμματείας (στους «Στρωματείς» του, βιβλίο Α΄, κεφ. ΙΕ΄, ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς αναφέρει ότι ο Πυθαγόρας καταλεγόταν μεταξύ των μαθητών του Ζωροάστρη: «Ζωροάστρην δὲ τὸν Μάγον τὸν Πέρσην ὁ Πυθαγόρας ἐζήλωσεν»). Στη «Δημιουργία» του, ο Γκορ Βιντάλ τοποθετεί χρονικά τον βίο του προφήτη μεταξύ -590 και -515. Η ίδια σύγχυση παρατηρείται και στις προσπάθειες ετυμολόγησης του ονόματός του. Παλαιότερα είχαν προταθεί ευφάνταστες ποιητικές ερμηνείες που το μετέφραζαν ως «λαμπρό άστρο», αλλά η αλήθεια πρέπει να είναι μάλλον πιο πεζή μια και το Ζαραθόστρο σημαίνει… «αυτός με τις γέρικες καμήλες».

Σύμφωνα με ορισμένους γεννήθηκε στις Ράγες της Μηδίας. Για άλλους, πάλι, κάπου στη Βακτριανή. Όλοι συμφωνούν ότι πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη δεύτερη αυτή περιοχή της Κεντρικής Ασίας. Λέγεται ότι ήταν ιερέας του Αχούρα Μάζδα. Σε μια σειρά από οράματα, ο ίδιος ο θεός του αποκάλυψε την αλήθεια. Από τότε ο Ζωροάστρης αφιέρωσε τη ζωή του στη διάδοση του λόγου του θεού. Αν πιστέψουμε την αβεστική παράδοση που διασώζει κι ο Φιρντουσί στο περίφημο «Σαχναμέ» (κι ακολουθεί ο Βιντάλ στο προαναφερθέν μυθιστόρημα) ο προφήτης σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια επιδρομής Ιρανών νομάδων (των Τουρανών) στα Βάκτρα.

Β.   Η διδασκαλία του Ζωροάστρη

Η θεμελιώδης ιδέα της ζωροαστρικής διδασκαλίας είναι ακριβώς η αέναη πάλη μεταξύ Καλού και Κακού. Η πρώτη αρχή ενσαρκώνεται από τον Αχούρα Μάζδα ή Ορμούζδ (Ωρομάσδη για τους Έλληνες), η δεύτερη από τον Αχριμάν. Στον αγώνα αυτό με τις διαρκείς μεταπτώσεις ο «Σοφός Κύριος» (Αχούρα Μάζδα) επικουρείται από μια στρατιά υποστάσεων που μετέχουν της θείας φύσης, τους «Ευμενείς Αθανάτους» (Σραόσα ακούς; ), οι οποίοι μας θυμίζουν τους αγγέλους της ιουδαιοχριστιανικής παράδοσης. Οι άνθρωποι μπορούν να βοηθήσουν στον πόλεμο καλού και κακού: οι αγαθές σκέψεις και οι καλές πράξεις ενδέχεται να επισπεύσουν την τελική επικράτηση των δυνάμεων του φωτός. Άλλωστε, κατά τον Ζωροάστρη, η σύγκρουση είναι προσωρινή. Ο Σοφός Κύριος θα νικήσει τελικά, εξαφανίζοντας τον Αχριμάν. Την οριστική νίκη θα την προαναγγείλει στους ανθρώπους ένας Μεσσίας-Σωτήρας, ο οποίος θα τους ανακοινώσει ότι πλησιάζει το πλήρωμα του χρόνου και θα τους καλέσει να προετοιμαστούν για την τελική κρίση. Μετά τον θρίαμβό του επί του Αχριμάν, ο Αχούρα Μάζδα θα κρίνει τους ανθρώπους και θα αποφασίσει ποιοι θα είναι οι εκλεκτοί που θα τον ακολουθήσουν στον Παράδεισο του Φωτός.

Γ. Εξάπλωση και επιρροή του ζωροαστρισμού

Ο ζωροαστρισμός πρέπει να εξαπλώθηκε γρήγορα στο σύνολο του ιρανικού κόσμου. Παλαιότερα γινόταν δεκτό ότι αποτελούσε την επικρατούσα θρησκεία της περσικής αυτοκρατορίας, ήδη από τα χρόνια των πρώτων Αχαιμενιδών. Η αντίληψη αυτή είναι μάλλον υπερβολική. Ίσως στηρίζεται στην παράδοση ότι ο Ζωροάστρης προσηλύτισε τον Υστάσπη, σατράπη της Βακτριανής και πατέρα του Δαρείου Α΄, και μέσω αυτού και τον ίδιο τον μεγάλο βασιλέα. Είναι αλήθεια ότι o Δαρείος ο Μέγας έδειχνε μια προτίμηση στον Αχούρα Μάζδα (βλ. π.χ. την επίκληση προς αυτόν στη μνημειακή επιγραφή του Μπεχιστούν), αλλά είναι πιο λογικό να μιλήσουμε για εύνοια προς τον μαζδαϊσμό στο πλαίσιο ενός πολυθεϊσμού, παρά για πίστη στον ζωροαστρισμό και για ανάδειξή του σε «κρατική θρησκεία». Κάτι τέτοιο άλλωστε θα ερχόταν σε σαφή αντίθεση προς την πολιτική θρησκευτικής ανεκτικότητας που παραδοσιακά ακολουθούσαν οι Αχαιμενίδες. Ίσως τα πράγματα να άλλαξαν κατά την εποχή των Σασσανιδών, αν και πάλι δεν είναι βέβαιο ότι η τελευταία περσική δυναστεία της Αρχαιότητας είχε προσχωρήσει ακριβώς στον ζωροαστρισμό. Είναι πολύ πιθανόν να επρόκειτο για μια παραλλαγή του ζωροαστρικού δυϊσμού, τον ζερβανισμό, για τον οποίο δεν είμαστε καν σίγουροι για τον αν προϋπήρξε του ζωροαστρισμού ή αν ήταν μετεξέλιξή του. Σε αντίθεση προς τον κυρίως ζωροαστρισμό, ο ζερβανισμός δεν χαρακτηρίζεται από απόλυτο, αλλά σχετικό δυισμό: ο Αχούρα Μάζδα κι ο Αχριμάν εκπορεύονται από μια ανώτερη αρχή, τον Άπειρο Χρόνο (Ζερβάν ακαράνα).

Παρά το συντριπτικό χτύπημα που θα δεχθεί από την εξάπλωση του ισλάμ στον χώρο επιρροής του, ο ζωροαστρισμός θα κατορθώσει να επιβιώσει ως τις μέρες μας. Πιστοί του Ζωροάστρη υπάρχουν και σήμερα στο Ιράν και σε άλλες χώρες με ιρανόφωνο πληθυσμό, όπως το Τατζικιστάν. Ίσως, όμως, η πιο γνωστή ζωροαστρική μειονότητα να είναι αυτή των Παρσί στην Ινδία, οι οποίοι έχουν να επιδείξουν δυσανάλογα μεγάλη προς την αριθμητική δύναμή τους παρουσία στην πολιτική και (κυρίως) οικονομική ζωή της χώρας.

Ακόμη σημαντικότερη είναι η επιρροή που άσκησε ο ζωροαστρισμός σε άλλες θρησκείες και φιλοσοφικά συστήματα. Η παρατήρηση αυτή ισχύει για το βασικό δόγμα της θρησκείας, τον κατ’ ουσίαν μονοθεϊσμό και την παραδοχή της ύπαρξης δύο αντιμαχόμενων αρχών. Ισχύει επίσης για μια σειρά από άλλα στοιχεία, όπως είναι οι έννοιες του παραδείσου, του σατανά, των αγγέλων και των δαιμόνων, της τελικής κρίσης και της προαναγγελίας της από ένα μεσσία. Δεν μπορεί να αποκλεισθεί ότι οι ιδέες αυτές έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην τελική διαμόρφωση του ιουδαϊσμού και, μέσω αυτού, άσκησαν επιρροή στον χριστιανισμό. Είναι, πάντως, βέβαιο ότι ο ζωροαστρισμός συνεισέφερε ιδιαίτερα στο πολυσχιδές κίνημα του γνωστικισμού.

ΙΙ. Η Γνώση

Πώς είναι δυνατό να παρουσιαστεί συνοπτικά και με πληρότητα ένα τόσο ποικιλόμορφο κι ανομοιογενές φιλοσοφικό και θρησκευτικό κίνημα όσο αυτό του Γνωστικισμού που άκμασε κατά τους πρώτους αιώνες της μετά Χριστόν εποχής; Όταν καταγράφονται εξήντα, ογδόντα ή εκατό σχολές Γνωστικών με σημαντικές δογματικές διαφορές μεταξύ τους; Δύσκολο να μη σκεφτεί κανείς ότι ίσως η ομαδοποίησή τους σε ενιαίο κίνημα ήταν απλώς μια αυθαίρετη κίνηση του (Αγίου) Ειρηναίου του Σμυρναίου, επίσκοπου Λούγδουνου, στην προσπάθειά του να αντικρούσει επιτυχώς τις κατ’ αυτόν αιρετικές διδασκαλίες τους («Έλεγχος και Ανατροπή της Ψευδωνύμου Γνώσεως», περ. 180). Το κοινό στοιχείο όλων αυτών των φιλοσοφικών θεωριών και δογμάτων έγκειται στην παραδοχή ότι η σωτηρία της ψυχής επιτυγχάνεται μέσω της γνώσης κι όχι της πίστης (όπως στον «ορθόδοξο» χριστιανισμό).

Σχηματικά κι υπεραπλουστευμένα θα ήταν δυνατό να υποστηριχτεί ότι οι Γνωστικοί ήταν (πολιτισμικά) Έλληνες που γνώριζαν τον χριστιανισμό ή ότι ήταν χριστιανοί που γνώριζαν την αρχαιοελληνική φιλοσοφία (πρωτίστως τον νεοπλατωνισμό και τον στωικισμό) και θέλησαν να συνδυάσουν αυτά τα δύο στοιχεία. Με τον τρόπο αυτό, όμως, θα λησμονούσαμε ότι τα συστατικά του γνωστικισμού ήταν πολύ περισσότερα: οπωσδήποτε ο ιουδαϊσμός και (κυρίως) οι αιρετικές παρεκκλίσεις του, αλλά κι αρχέγονες σημιτικές δοξασίες και, τέλος, διδασκαλίες ιρανικής προέλευσης με προεξάρχοντα τον ζωροαστρισμό.

Ο δυϊσμός απαντά συχνά στις θεωρίες των Γνωστικών. Το Κακό διαχωρίζεται από τον Θεό και τη δράση του και ανάγεται σε μια άλλη αρχή, θεότητα ή υπόσταση. Μεταξύ του άυλου κόσμου, έδρας του Θεού του Καλού, και του υλικού, τοποθετούνται ένας ή πλείονες ενδιάμεσοι κόσμοι, τους οποίους κατοικούν οι Αιώνες, υποστάσεις μετέχουσες τόσο της θείας όσο και της ανθρώπινης φύσης (συχνά ο Ιησούς χαρακτηρίζεται ως μία από τις υποστάσεις αυτές). Από κει και πέρα, η ηθική των διαφόρων σχολών του γνωστικισμού παρέχει όλες τις δυνατές εκδοχές, από τον ακραίο ασκητισμό μέχρι την απόλυτη ελευθεριότητα των ηθών, χωρίς να λείπουν φυσικά και οι όλως μετριοπαθείς απόψεις. Τα πλέον σύνθετα φιλοσοφικά συστήματα συνυπάρχουν με διδασκαλίες που αγγίζουν τα όρια του παράδοξου ή ακόμη και του γραφικού.

Δεν ήταν όλοι οι Γνωστικοί ακραιφνώς δυϊστές. Για τον λόγο αυτό θα αφήσουμε πίσω μας ορισμένες μεγάλες μορφές του γνωστικισμού, όπως ο Σίμων ο επονομαζόμενος από τους αντιπάλους του «Μάγος» ή ο Βαρδησάνης από την Έδεσσα της Οσροηνής, για να εστιάσουμε την προσοχή στα στοιχεία δυϊσμού που διακρίνουν κάποιες από τις γνωστικές θεωρίες.

Α.   Πρόδρομα φαινόμενα

α.   Ο ασκητισμός των Εσσαίων: Αυτοί τους οποίους ο Φλάβιος Ιώσηπος κι ο Φίλων ο Αλεξανδρεύς ονομάζουν Εσσηνούς κι Εσσαίους (ενώ οι ίδιοι αυτοαποκαλούνταν «Υιοί του Δικαίου»), αποτελούν ένα «αιρετικό» κίνημα του ιουδαϊσμού που γεννήθηκε τον 2ο αι. π.Χ. ως αντίδραση στις προσπάθειες του ιερατείου να συνδυάσει θρησκευτική και κοσμική εξουσία. Διάσημοι στην εποχή μας, κατόπιν της ανακάλυψης των περίφημων Χειρογράφων της Νεκράς Θάλασσας στο Κουμράν της Ιουδαίας, οι Εσσαίοι πιστεύουν ότι είναι οι μόνοι κάτοχοι της ορθοδοξία του ιουδαϊσμού. Η ηθική που ασπάζονται τους οδηγεί σε ακραία ασκητική ζωή. Ο δυϊσμός είναι σαφής στο δόγμα τους: αντίθεση μεταξύ Φωτός και Σκότους, ύπαρξη δύο θεών, δηλαδή του Δημιουργού του υλικού κόσμου και του Θεού του Καλού, ο οποίος θα στείλει στους ανθρώπους τον Χριστό-Μεσσία με σκοπό τη σωτηρία τους. Η διδασκαλία των Εσσαίων θα ασκήσει έντονη επιρροή στη διαμόρφωση του χριστιανισμού και του γνωστικισμού.

β. Οι αρχέγονες δοξασίες των Οφιανών: Μεταξύ των λατρειών που προϋπήρχαν του ιουδαϊσμού στον σημιτικό κόσμο καταλέγεται και η λατρεία του ερπετού ως θεού που εκπροσωπεί την τελλουρική και σεξουαλική ισχύ (κι επομένως τη γονιμότητα). Οι δοξασίες αυτές αποτελούν τη βασική επιρροή ομάδων όπως οι Ναασσηνοί (από το εβραϊκό Nahash/ נחש = ερπετό/ όφις) ή Οφιανοί, οι οποίοι λατρεύουν τον Όφι-Χριστό, σωτήρα των ανθρώπων από τον θεό του Κακού και δημιουργό του επίγειου κόσμου, ο οποίος ταυτίζεται με τον Γιαχβέ των Ιουδαίων. Ασκητισμός και ελευθεριότητα συνυπάρχουν στις διάφορες σέκτες των Οφιανών. Η δεύτερη επιλογή θα επηρεάσει αρκετά από τα γνωστικά κινήματα.

Β.   Δυϊσμός και παράδοξες ερμηνείες της ηθικής

α.   Βαρβηλίτες: Ο Μεσσίας-Χριστός τους είναι γένους θηλυκού, η Μεγάλη Μητέρα Βαρβηλώ. Εκπορευόμενη εκ του Πατρός και του Αγίου Πνεύματος, η Βαρβηλώ κυβερνά τον κόσμο μέχρι τη στιγμή που ο γιος της, ο Ιαλδαβαώθ, την εκθρονίζει. Για να ανακτήσει την εξουσία της, η Βαρβηλώ προσπαθεί να ξεγελάσει τους άρχοντες-ιερείς του Ιαλδαβαώθ με την ερωτική της δύναμη. Για τον λόγο αυτό και η λατρεία της είναι οργιαστική. Τα υγρά της ερωτικής πράξης αποκτούν μυστηριακή αξία και ισχύ. Αλήθεια ή συκοφαντία των πολέμιων του δόγματος που παρεξήγησαν ηθελημένα πολύ πιο εκλεπτυσμένες τελετές; Δύσκολο να δοθεί απάντηση. Το βέβαιο είναι ότι οι βαρβηλίτες καταδικάζουν την τεκνοποιία, λόγω της προδοσίας του Ιαλδαβαώθ προς τη μητέρα του.

β.   Επίδραση στον αρχικό χριστιανισμό: Η άποψη αυτή φαίνεται να απαντά και σε πρωτοχριστιανικό περιβάλλον (όσον αφορά τουλάχιστον ορισμένες σέκτες). Όπως παραθέτει (με σκοπό φυσικά την αντίκρουση) ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, το απόκρυφο «κατ’ Αιγυπτίους Ευαγγέλιο» περιλαμβάνει τον εξής διάλογο μεταξύ Σαλώμης και Ιησού («Στρωματείς», βιβλίο Γ΄, κεφ. Θ΄, 3 επ.):

«Ι. : Ἦλθον καταλῦσαι τὰ ἔργα τῆς θηλείας,

  Σ. : Μέχρι τίνος οἱ ἄνθρωποι ἀποθανοῦνται;

  Ι. : Μέχρις ἂν τίκτωσιν αἱ γυναῖκες…

  Σ. :  Καλῶς οὖν ἐποίησα μὴ τεκοῦσα;

  Ι. : Πᾶσαν φάγε βοτάνην, τὴν δὲ πικρίαν ἔχουσαν μὴ φάγῃς».

γ.   Επίδραση σε άλλα γνωστικά δόγματα: Ο Αλεξανδρινός Καρποκράτης ταυτίζει την ύλη με το Κακό και το πνεύμα με το Καλό. Το ανθρώπινο σώμα είναι η φυλακή της ψυχής. Η σωτηρία επιτυγχάνεται με τρία όπλα: πίστη, αγάπη και… αμαρτία. Πράγματι, κατά τη διδασκαλία του Καρποκράτη, η απελευθέρωση της ψυχής προϋποθέτει ότι αυτή θα έχει γευθεί κάθε δυνατή αμαρτία, σπάζοντας τα δεσμά των κοινωνικών και θρησκευτικών περιορισμών της ανθρώπινης ύπαρξης!

Παρόμοιες τάσεις ελευθεριότητας των ηθών συναντάμε αργότερα στη γνωστική αίρεση των Πνευματικών της Οσροηνής (4ος και 5ος αι.), οι οποίοι είναι γνωστότεροι ως Μεσσαλιανοί (από το συριακό mṣalliāné = οι προσευχόμενοι) ή Ευχίτες. Οι ίδιοι ή παρακλάδια της οργάνωσής τους είναι επίσης γνωστοί με τα ονόματα Βορβορίτες, Στρατιωτικοί και Φημιονίτες. Περιφρονούσαν τα μυστήρια της χριστιανικής Εκκλησίας και τη συμβολική αξία του σταυρού.

Γ.   Προχωρημένος εκλεκτισμός

α.   Βασιλείδης: ο χαρακτηρισμός των θεωριών του Αλεξανδρινού φιλοσόφου είναι εξαιρετικά δυσχερής. Από τα έργα του σώζονται μόνο σκόρπια αποσπάσματα. Τα περισσότερα στοιχεία για αυτόν προέρχονται από πολέμιούς του. Και δεν είμαστε βέβαιοι για το αν αυτοί γνώριζαν τα αυθεντικά έργα του ή απλώς παρέθεταν στοιχεία που αφορούσαν οργανώσεις της εποχής τους που ισχυρίζονταν ότι ακολουθούσαν τη διδασκαλία του Βασιλείδη έχοντας, συνειδητά ή ακούσια, παρεκκλίνει από το αρχικό δόγμα.

Δυϊστής ή πανθεϊστής; Οπωσδήποτε πυθαγόρειος, για τα υπόλοιπα είναι δύσκολο να δοθεί απάντηση. Δίδασκε ότι από το σπέρμα του θεού γεννήθηκε ο Υιός (που είναι… ομοούσιος του Πατρός) και το Πνεύμα, το οποίο βασιλεύει στην Ογδοάδα, τον όγδοο ουρανό, ενώ στις υπόλοιπες επτά ουράνιες σφαίρες κυριαρχεί ο Λόγος Σπερματικός.

Η φήμη του Βασιλείδη στις νεότερες εποχές χρωστά πολλά στο μυστηριώδες θεϊκό όνομα Αβράσαξ. Αιών, θεότητα (βλ. το «Septem sermones ad mortuos» του Καρλ Γιουνγκ, γραμμένο στα 1916) ή άρχων, πατέρας του Νου; Οποιαδήποτε υπόθεση δεκτή…

β.   Βαλεντίνος: Το φιλοσοφικό-θρησκευτικό σύστημα που δίδασκε ο Αιγυπτιώτης Βαλεντίνος (αρχές 2ου αι.) είναι από τα πλέον περίπλοκα. Εξηγώντας τον ενδιάμεσο πνευματικό κόσμο των Αιώνων, δέχεται την ύπαρξη τριάντα τέτοιων υποστάσεων σε 15 συζυγίες. Ο Προπάτωρ και η Έννοια-Σιγή αποτελούν την πρώτη συζυγία, από την οποία προήλθαν ο Νους και η Αλήθεια (από αυτούς ο Λόγος και η Ζωή και, ακολούθως, ο Άνθρωπος και η Εκκλησία). Την αρχική Ογδοάδα ακολούθησαν άλλες έντεκα συζυγίες ώστε να σχηματιστεί το Πλήρωμα που αποτελείται από τριάντα αιώνες. Μόνο που ο τελευταίος στη σειρά Αιών, η Σοφία, επαναστάτησε επιθυμώντας να πλησιάσει τον Προπάτορα. Η ισορροπία του πληρώματος διαταράχθηκε. Για να την αποκαταστήσει, ο Προπάτωρ πρόσταξε το Νου να ζευγαρώσει με τη Σοφία, ένωση από την οποία δημιουργήθηκαν ο Χριστός και το Άγιο Πνεύμα.

Μετά την επαναφορά της τάξης, το πλήρωμα δημιουργεί τον άζυγο Ιησού Σωτήρα, ο οποίος με τη σειρά του διαχωρίζει τη Σοφία σε Ουράνια και Επίγεια. Η δεύτερη αποβάλλεται από το Πλήρωμα. Τα σπέρματά της γεννούν τον Δημιουργό, τον θεό της Παλαιάς Διαθήκης, κι αυτός τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος συνδυάζει στοιχεία υλικά και θείας προέλευσης (το πνεύμα). Η σωτηρία του θα προέλθει από τον Ιησού, ο οποίος θα καταστρέψει τον υλικό κόσμο.

Δ.   Εξελληνισμένος χριστιανικός δυϊσμός

Μαρκίων: Γεννημένος στη Σινώπη του Πόντου, μεταξύ 85 και 100, ο Μαρκίων κατάγεται από πλούσια οικογένεια εμπόρων κι εφοπλιστών που φαίνεται να ασπάσθηκε τον πρώιμο χριστιανισμό (λέγεται ότι ο πατέρας του είχε εκλεγεί επίσκοπος Σινώπης). Το εγχείρημά του συνίσταται στην απαλλαγή του χριστιανισμού από τα αμιγώς ιουδαϊκά στοιχεία του, προκειμένου να καταστεί ελκυστικότερος σε οικουμενικό επίπεδο. Η κίνηση μοιάζει απολύτως λογική σε έναν κόσμο όπου οι Ιουδαίοι δεν είναι πλέον η συμπαθέστερη εθνότητα, ύστερα από τις αιματηρές ιουδαϊκές εξεγέρσεις στην Κυρηναϊκή και την Αίγυπτο (115-117) και την επανάσταση του Μπαρ Κοχμπά στην ίδια την Ιουδαία (132-135).

Γύρω στα 140, εγκατεστημένος πλέον στη Ρώμη, ο Μαρκίων διαμορφώνει οριστικά τη θεωρία του. Απορρίπτει τα ιερά βιβλία του ιουδαϊσμού, την Παλαιά Διαθήκη (ο Μαρκίων πρέπει να ήταν ο εφευρέτης του όρου), επιλέγοντας μόνο αυτό που ονομάζει Καινή Διαθήκη (και κατά την άποψή του περιορίζεται μάλλον αποκλειστικά στη διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου). Προχωρεί ακόμη περισσότερο σε έναν απόλυτο δυϊσμό: ο Γιαχβέ είναι ο δημιουργός του κακού υλικού κόσμου, ενώ ο αληθινός θεός, αυτός του καλού, αποτελεί έννοια ασύλληπτη.

Ο εξτρεμιστικός (για τα χριστιανικά δεδομένα) δυϊσμός του Μαρκίωνα είναι το στοιχείο που θα τον καταδικάσει ως αιρεσιάρχη στην ιστορική μνήμη, ενώ εκείνος είχε σχεδόν όλα τα φόντα για να μείνει στην Ιστορία ως πατέρας της Εκκλησίας. «Παραδεχόμενος το δόγμα περί δύο θεών, πώς είναι δυνατόν να ιδρύσεις βιώσιμες εκκλησίες στον κόσμο αυτό και πώς να ενώσεις κοινότητες υπό την εξουσία της Ρώμης και του κράτους…; Με τον τρόπο αυτό ο Μαρκίων αφενός μεν θέτει τα θεμέλια μιας καθολικής εκκλησίας, αφετέρου δε αυτοεξαιρείται από αυτήν» (Raoul Vaneigem «Les Hérésies», σειρά Que sais-je, αριθ. 2838, εκδ. PUF, Παρίσι 1994, σελ. 42).

Και τι έμεινε από όλα αυτά τα θαυμαστά και περίεργα; Οι ακρότητες ή το περίπλοκο των δογμάτων τους καταδίκασαν τους Γνωστικούς. Δεν ισχύει το ίδιο για κάποιες από τις ιδέες τους. Κι άλλωστε, στις αρχές του 3ου αιώνα, κάπου στη Μεσοποταμία, επρόκειτο να γεννηθεί ο προφήτης της επιδραστικότερης ίσως από τις δυϊστικές θρησκείες. Η καταγωγή του ήταν περσική, αλλά αυτός είχε μεγαλώσει σε γνωστικό περιβάλλον… [Συνεχίζεται]

Διά Πυρός και Σιδήρου

6 Απριλίου, 2012

«Το 1647 ήταν παράξενη χρονιά. Στη γη και στον ουρανό φάνηκαν αλλόκοτα σημάδια, από αυτά που προμηνύουν συμφορές κι ασυνήθιστα γεγονότα. Την άνοιξη, όπως σημειώνουν τα χρονικά της εποχής, σμήνη ακρίδων ξεχύθηκαν από τις Άγριες Στέπες και κατέφαγαν τα σπαρτά και το χορτάρι, κι αυτό το σημάδι ήταν προάγγελος τατάρικων επιδρομών ή ίσως ενός μεγάλου πολέμου. Στις αρχές του καλοκαιριού έγινε μια μεγάλη έκλειψη ηλίου και λίγες ημέρες αργότερα ένας κομήτης εμφανίστηκε στον ουρανό. Στη Βαρσοβία, οι άνθρωποι είδαν στα σύννεφα του ουρανού σχήματα που έμοιζαν με τάφους και με φλογισμένους σταυρούς κι άρχισαν να προσφέρουν ελεημοσύνες και να νηστεύουν, πιστεύοντας ότι συμφορά μεγάλη επρόκειτο να πέσει στη χώρα και ν’ αφανίσει την ανθρωπότητα. Κι έπειτα έφτασε ο χειμώνας κι ήταν τόσο ήπιος που οι γέροντες δεν μπορούσαν να θυμηθούν τίποτε παρόμοιο. Τα ποτάμια στον Νότο δεν πάγωσαν. Φουσκωμένα από τις βροχές κι απ’ τα χιόνια που έλιωναν άρχισαν να ξεχειλίζουν, μετατρέποντας τη στέπα σε απέραντο βούρκο.

Έπειτα από όλα αυτά τα σημάδια και με τη φυσική σειρά των εποχών του χρόνου να έχει αλλάξει, όλα τα μάτια στην Ανατολή στράφηκαν προς τις Άγριες Στέπες, γιατί ο όποιος κίνδυνος θα μπορούσε να φανεί εκεί γρηγορότερα απ’ ό,τι οπουδήποτε αλλού. Κι όμως, στα μέρη αυτά τίποτε το ασυνήθιστο δεν συνέβη εκείνη την παράξενη χρονιά».

Νομίζω πως θυμάμαι πολύ καλά τη σκηνή. Χειμώνας του 1976-77. Είμαι ξαπλωμένος. Ίωση ή κάποια παιδική ασθένεια που θα κόλλησα στο δημοτικό. Ο πατέρας μου γυρίζει στο σπίτι. Κρατά στα χέρια του το λάφυρο που προορίζεται για μένα. Το τελευταίο τεύχος των «Κλασσικών Εικονογραφημένων». Χένρυκ Σενκιέβιτς «Διά Πυρός και Σιδήρου». Το όνομα του συγγραφέα δεν μου είναι άγνωστο. Το προηγούμενο Πάσχα μου είχαν φέρει δώρο το «Κβο Βάντις». Έριξα μια ματιά στο εξώφυλλο και ρώτησα: «για τι ακριβώς μιλά»; «Για τις συγκρούσεις Πολωνών και Κοζάκων», απάντησε ο πατέρας μου, προσθέτοντας, σχεδόν αμέσως, «από τη μεριά των Πολωνών, φυσικά». Μάλιστα! Με κάποιον ασαφή τρόπο γνώριζα ότι η Πολωνία υπήρξε αληθινή υπερδύναμη (θα πρέπει να το είχα δει σε κάποια «Ιστορία των Μεγάλων Μαχών» που είχα διαβάσει: στην εισαγωγή για τη Μάχη της Πολτάβας υπήρχαν αναφορές στο σημαντικό ρόλο που είχε παίξει η Πολωνία). Και γνώριζα για την αντιπαλότητα Κοζάκων και Πολωνών έχοντας ήδη δει την άποψη της άλλης πλευράς: είχα διαβάσει (σε διασκευή για εφήβους ή πάλι στα Κλασσικά Εικονογραφημένα) τον «Ταράς Μπούλμπα» του Γκόγκολ. Άνοιξα το τεύχος: στην πρώτη σελίδα, πάνω από μια εντυπωσιακή συνθετική απεικόνιση γεγονότων ήταν γραμμένα τα παραπάνω λόγια της εισαγωγής του βιβλίου.

Δεν χρειαζόταν τίποτε άλλο για να με εντυπωσιάσει. Και η υπόθεση ήταν στ’ αλήθεια συναρπαστική. Δεν ήταν πια Μεσαίωνας βέβαια, αλλά πώς θα ήταν δυνατό να μην αντιμετωπίσω σαν ιππότες τους Πολωνούς ουσάρους; Και πώς αλλιώς μπορούσα να ερμηνέψω τον Γιαν Σκρζετούσκι, τη συμπεριφορά του, τον ρομαντικό έρωτά του για την Ελένα, παρά σαν αληθινό ιππότη της εποχής που εγώ αγαπούσα και στην οποία εκείνος, τυπικά, δεν ανήκε;

Μερικά χρόνια αργότερα, κατάφερα στην εφηβεία μου να διαβάσω το κανονικό βιβλίο, στην πρώτη του μετάφραση στα αγγλικά. Κι έπειτα, το βιβλίο έλαμψε διά της απουσίας του από τη βιβλιοθήκη μου. Όποτε το αναζητούσα για να το αγοράσω, σε όποια χώρα κι αν βρισκόμουν, είχα διαλέξει λάθος στιγμή: το βιβλίο ήταν εξαντλημένο. Ας ήταν. Οι πρώτες φράσεις του είχαν χαραχτεί στη μνήμη μου για πάντα. Το 1647 πρέπει να ήταν στ’ αλήθεια πολύ παράξενη χρονιά.

Ι.   Το ιστορικό πλαίσιο του έργου

Στη σειρά των άρθρων για τους Τεύτονες Ιππότες είχαμε τη δυνατότητα να παρακολουθήσουμε παράλληλα την πορεία ανόδου του πολωνικού βασιλείου. Είδαμε την ισχυροποίησή του μετά την Ένωση της Κρέβα με τη Λιθουανία (1384) και την παράδοση του στέμματος στον Λιθουανό Γιογκάιλα/ Γιαγκέουγο που γίνεται βασιλιάς της Πολωνίας με το όνομα Λαδισλάος Β΄. Τον θρίαμβο επί των Τευτόνων στο Τάννενμπεργκ/ Γκρούνβαλντ/ Ζαλγκίρις (1410). Τον περιορισμό της επικράτειας των Γερμανών ιπποτών στο ένα τρίτο της, μετά τον νικηφόρο για τους Πολωνούς Δεκατριετή Πόλεμο και τη δεύτερη συνθήκη ειρήνης του Τορν. Και, τελικά, τη μετατροπή του κάποτε τρομερού Ordensstaat των Τευτόνων σε κοσμικό δουκάτο της Πρωσίας, υποτελές στο πολωνικό στέμμα (1525)!

Στα χρόνια που ακολούθησαν η Ένωση Πολωνίας-Λιθουανίας συνέχισε να ισχυροποιείται και να επεκτείνει τα εδάφη της. Το 1569, με την Ένωση του Λούμπλιν, κατά τη βασιλεία του Σιγισμούνδου Β΄ Αυγούστου, τελευταίου μονάρχη της Γιαγκελλόνιας Δυναστείας, η ένωση των δύο κρατών ολοκληρώνεται (μέχρι τότε η Λιθουανία διατηρούσε σχεδόν απόλυτη αυτονομία). Παράλληλα, αποφασίζεται ότι η μοναρχία δεν θα είναι πλέον κληρονομική, αλλά ότι ο Πολωνός βασιλέας θα εκλέγεται από τη συνέλευση των ευγενών. Με τον τρόπο αυτό, το πολωνικό στέμμα θα περάσει, απροσδόκητα, στον Γάλλο πρίγκιπα Ερρίκο των Βαλουά (1573-1575) και, αργότερα, στον σουηδικό οίκο της Βάζα: ο Σιγισμούνδος Γ΄ (1587-1632) ήταν γιος της Αικατερίνης της Πολωνίας (η εξέλιξη αυτή, όμως, αντί να οδηγήσει στην ένωση των δύο δυνάμεων της Βαλτικής προκάλεσε την αντιπαλότητά τους: το 1599 ο Σιγισμούνδος έχασε τον σουηδικό θρόνο από τους συγγενείς του κι από κει και πέρα οι Πολωνοί μονάρχες βρισκόταν σε διαρκή διαμάχη με τη Σουηδία ως διεκδικητές του θρόνου της).

Α.   Η προοδευτική υπερδύναμη

α. Η Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βορειοανατολικής Ευρώπης: Κατά τον 17ο αιώνα, η Κοινοπολιτεία Πολωνίας και Λιθουανίας (επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Πολωνίας και Μεγάλο Δουκάτο της Λιθουανίας/ πολ. Królestwo Polskie i Wielkie Księstwo Litewskie/ λιθ. Lenkijos Karalystė ir Lietuvos Didžioji Kunigaikštystė – ανεπίσημη: Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Πολωνίας/ πολ. Najjaśniejsza Rzeczpospolita Polska, λατ. Serenissima Res Publica Poloniae) είναι το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της Ευρώπης (με επικράτεια μεγαλύτερη του 1 εκατομμυρίου τ.χλμ.), ένα από τα μεγαλύτερα σε πληθυσμό (περίπου 11,5 εκατ.) κι ένα από τα ισχυρότερα πολιτικά και στρατιωτικά, αντιμετωπίζοντας επιτυχώς κάθε επίδοξο αντίπαλο: τα γερμανικά κράτη, τη Σουηδία, την Οθωμανική Αυτοκρατορία και τα υποτελή σ’ αυτήν ταταρικά χανάτα, ακόμη και τη Ρωσία (το 1610 οι δυνάμεις της φτάνουν μέχρι του σημείου να καταλάβουν τη Μόσχα και να την κρατήσουν για δύο χρόνια). Περιλαμβάνει (λαμβάνοντας υπόψη τα σύνορα των σύγχρονων κρατών) την Πολωνία, τη Λιθουανία, σχεδόν ολόκληρη την Ουκρανία, τη Λευκορωσία, τη Λεττονία, μεγάλο μέρος της Εσθονίας, και εδάφη της Σλοβακίας, της Μολδαβίας και της Ρωσίας. Ο πληθυσμός της είναι εξόχως πολυεθνικός: περιλαμβάνει (με βάση τα στοιχεία του 1618) 4.5 εκατομμύρια Πολωνούς, 3,5 εκατ. Ουκρανούς, 1,5 εκατ. Λευκορώσους (δύο εθνότητες που καταγράφονται αμφότερες στα χρονικά ως Ρουθηνοί), 750.000 Λιθουανούς, 750.000 ιθαγενείς Πρώσους, 500.000 Εβραίους, 500.000 Λιβονούς (Λεττονούς), καθώς και Εσθονούς, Γερμανούς, Κούρους, Σαμογέτες κ.ά. Έντονη είναι η παρουσία Ιταλών, Αρμένιων και Ελλήνων εμπόρων (όπως ο κρητικής καταγωγής Κωνσταντίνος Κορνιακτός, έμπορος από το Μπιαουόμποκ – 1582-1624 – ασχολούμενος κυρίως με εισαγωγές κι εξαγωγές από και προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία).

Κυρίως, όμως, είναι το πιο προοδευτικό ευρωπαϊκό κράτος από άποψη θεσμών: ο βασιλιάς εκλέγεται από τη Συνέλευση των Ευγενών (Σέιμ/ Sejm), των οποίων τις ελευθερίες και τα δικαιώματα υπόσχεται ότι θα σεβαστεί (τα δικαιώματα αυτά είναι και γραπτώς κατοχυρωμένα, βάσει της συνταγματικής συμφωνίας που σύναψαν οι ευγενείς με τον βασιλιά Ερρίκο Γ΄ των Βαλουά, το 1573).  Υπόκειται σε σειρά περιορισμών κατά την άσκηση της εξουσίας του, ενώ είναι υποχρεωμένος να συγκαλεί τη Συνέλευση τουλάχιστον ανά διετία. Όπως έλεγε χαρακτηριστικά ο καγκελάριος Γιαν Ζαμόυσκι «ο βασιλιάς βασιλεύει, αλλά δεν κυβερνά (Rex regnat et non gubernat). Επιπλέον, κάθε ευγενής που μετέχει στη Συνέλευση έχει δικαίωμα αρνησικυρίας (βέτο) για οποιοδήποτε θέμα κρίνει εκείνος ως ζωτικής σημασίας. Κι αν ο όρος δημοκρατία μοιάζει υπερβολικός για ένα αριστοκρατικό πολίτευμα, ας επισημανθεί ότι οι Πολωνοί ευγενείς (η szlachta) με δικαίωμα συμμετοχής στη Συνέλευση ξεπερνούσαν το 12 % του συνολικού πληθυσμού της Κοινοπολιτείας, φτάνοντας σε κάποιες περιόδους και το 15 % (ενδεικτικά σημειώνεται ότι στη Βρετανία το 1867 δικαίωμα ψήφου είχε μόλις το 3 % του πληθυσμού). Επιπροσθέτως, οι περιοχές απολαύουν μεγάλης αυτονομίας στα θέματα διοίκησης: τόσο οι βοϊβοδίες (που διέθεταν το δικό τους κοινοβούλιο), όσο και οι επαρχίες.

Τέλος, διασφαλίζεται η θρησκευτική ελευθερία, βάσει της λεγόμενης ιδρυτικής πράξης της Συνομοσπονδίας που υπογράφηκε το 1573 στη Βαρσοβία. Ουδέποτε δραστηριοποιήθηκε στα εδάφη της Κοινοπολιτείας η Ιερά Εξέταση. Και ποτέ δεν εξαπλώθηκε ο προτεσταντισμός. Ίσως γιατί η καθολική εκκλησία της Πολωνίας είχε μάθει να συμβιώνει με ορθόδοξους και εβραϊκούς πληθυσμούς. Αυτή η στάση ανεκτικότητας επέτρεψε στην Πολωνία να μην εμπλακεί στους θρησκευτικούς πολέμους που σπαράσσουν τη χριστιανική Ευρώπη του 16ου – 17ου αι. και ιδίως στον Τριακονταετή Πόλεμο. Σ’ αυτό το πλαίσιο ελευθερίας μπορούν να γίνουν ανεκτές ή κατανοητές και ορισμένες γραφικές παραδοξότητες, όπως η βαθύτατα εδραιωμένη πεποίθηση της πολωνικής αριστοκρατίας ότι δεν έχει σλαβική καταγωγή, αλλά ότι πρόγονοί της είναι οι Ιρανοί Σαρμάτες!

Το πολωνολιθουανικό κράτος διαθέτει πραγματικά ισχυρή οικονομία: η χώρα είναι η πρώτη σιτοπαραγωγός στην Ευρώπη (έστω κι αν το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής προορίζεται για εσωτερική κατανάλωση). Εξάγει από τα λιμάνια του (κυρίως το Γκντανσκ) ή διά της χερσαίας οδού σιτηρά, ξυλεία και συναφή προϊόντα, αλάτι, καπνά, βαμβάκι και λινά υφάσματα και εισάγει κρασιά και ζύθο, φρούτα, ενδύματα, είδη πολυτελείας, αλιεύματα και βιομηχανικά προϊόντα. Μέχρι τον 17ο αι., το εμπορικό ισοζύγιο παραμένει θετικό.

Πολιτιστικά, η Κοινοπολιτεία γνωρίζει άνθηση. Διαθέτει ένα από τα αρχαιότερα πανεπιστήμια της ηπείρου (αυτό της Κρακοβίας) κι ένα ακόμη σημαντικό ίδρυμα ανώτατης εκπαίδευσης στο Βίλνιους. Αναδεικνύει πλήθος επιστημόνων, λογίων και καλλιτεχνών (ξεκινώντας φυσικά με τον Νικόλαο Κοπέρνικο και συνεχίζοντας με τον ιστορικό και χαρτογράφο Μαρτίνο Κρόμερ, τον χημικό Μίχαου Σεντζιβόι, τον μαθηματικό, φυσικό και αστρονόμο Γιαν Μπρόζεκ, τους ιστορικούς Άλμπρυχτ Στανίσουαφ Ρατζίβιου και Γιαν Χρυζόστομ Πάσεκ, τους μουσικούς Γιάτσεκ Ροζύτσκι, Μάρτσιν Μελτσέφσκι και Μικογουάι Ζελένσκι). Η Αναγέννηση φτάνει γρήγορα στην Πολωνία. Ο πολιτικός και ουμανιστής Γιαν Ζαμόυσκι επιχειρεί να ιδρύσει την ιδανική πόλη, καλώντας Ιταλούς αρχιτέκτονες και καλλιτέχνες: το Ζάμοστς μοιάζει σαν ένα κομμάτι της Ιταλίας που κάποια ιστορική παραδοξότητα μεταφύτεψε στην Πολωνία.

β. Εντάσεις κι ανισότητες: Ωστόσο, η ειδυλλιακή αυτή εικόνα κρύβει εντάσεις κι ανισότητες που επιτείνονται με τον χρόνο. Ειδικά στην Ανατολή, το πρότυπο εκμετάλλευσης είναι τα μεγάλα αγροκτήματα που καλλιεργούν δουλοπάροικοι και τα οποία ανήκουν σε μια αριστοκρατία γαιοκτημόνων (π.χ. στις οικογένειες Τσαρτορύσκι, Βισνοβιέτσκι, Ρατζίβιου ή Σαπιέχα) πολωνική ή εκπολωνισμένη (μια και τα μέλη της αυτοπροσδιορίζονταν ως Ρουθηνοί ως προς την εξ αίματος καταγωγή και Πολωνοί ως προς την Ιθαγένεια). Οι ορθόδοξοι, που αποτελούν την συντριπτική πλειονότητα στον απλό λαό, αισθάνονται πολλαπλά καταπιεσμένοι: πολιτικά, οικονομικά και θρησκευτικά. Η τάση για μια ενιαία εθνική και θρησκευτική ταυτότητα (πολωνική και καθολική) γίνεται αφόρητη για τους Ορθόδοξους που βρίσκονται αντιμέτωποι συχνά με την εκβιαστική επιλογή ανάμεσα στον καθολικισμό και την Ουνία.

Η κατάσταση στην Ανατολή καθίσταται ακόμη πιο περίπλοκη επειδή στην… εξίσωση υπάρχει κι ένας απρόβλεπτος παράγοντας: οι Κοζάκοι (ουκρ.: козаки, ρωσ.: казаки, προφ. και στις δύο περιπτώσεις καζακί, πολ.: kozacy = κοζάτσι). Δεν υπάρχει βεβαιότητα ως προς την προέλευση του ονόματός τους: παλαιοσλαβική με κουμανικό απώτερο έτυμο ή με απευθείας τουρκική προέλευση, η λέξη δηλώνει τον ελεύθερο που ζει νομαδικά. Αυτοί οι ανατολικοσλαβικοί πληθυσμοί (στους οποίους ίσως αναμείχθηκαν και ταταρικά και άλλα τουρκογενή στοιχεία) σχημάτισαν, από τον Ύστερο Μεσαίωνα, αυτόνομες στρατιωτικές κοινότητες στην περιοχή του Δνείπερου και του Δον, προσφέροντας συχνά τις στρατιωτικές υπηρεσίες τους ως μισθοφόροι στις δυνάμεις της περιοχής. Η πιο ονομαστή από τις κοινότητές τους είναι η επικράτεια του Ζαπαρόζε (ρ.)/ Ζαπαρίζια (ουκρ.) (ουκρ.: Запорізька Січ = Ζαπαρίζκα Σιτς/ ρωσ.: Запорожская Сечь = Ζαπαρόζσκαγια Σετς), κέντρο της οποίας είναι μια σειρά από οχυρωμένα νησιά στον Δνείπερο. Στις τάξεις των Κοζάκων ενσωματώνονται διαρκώς φυγάδες δουλοπάροικοι από τις δυο πλευρές των συνόρων (πολωνική και ρωσική) που ξεφεύγουν από τους φεουδάρχες τους για να ζήσουν ελεύθεροι.

Οι κοινότητες των Κοζάκων βρίσκονται εντός της πολωνικής επικράτειας. Τυπικά είναι υπήκοοι του πολωνικού στέμματος. Υπηρετούν στις πολωνικές ένοπλες δυνάμεις είτε περιστασιακά είτε ως τακτικά στρατεύματα, διατηρώντας σχετική αυτονομία. Οι αρχηγοί τους καταλαμβάνουν στρατιωτικά και πολιτικά αξιώματα στο πλαίσιο της πολωνολιθουανικής Κοινοπολιτείας. Ωστόσο, από τις αρχές τουλάχιστον του 17ου αι. εμφανίζονται εντάσεις στις σχέσεις μεταξύ Πολωνών και Κοζάκων. Είναι σαφές ότι η Κοινοπολιτεία σκοπεύει να ξοδέψει λιγότερα χρήματα για τη στρατολόγηση Κοζάκων και έχει αποφασίσει να δίνει λιγότερα αξιώματα και εξουσίες στους αρχηγούς τους. Οι πιέσεις για εκπολωνισμό κι απάρνηση της Ορθοδοξίας, τα σχέδια για μετατροπή των αγροτών σε δουλοπάροικους, καθιστούν τις ισορροπίες όλο και πιο εύθραυστες. Η κρίση που σοβεί μοιάζει έτοιμη να εκδηλωθεί.

Β. Η περίοδος των αναταράξεων

Με ειρωνικό τρόπο, ακριβώς τη χρονική στιγμή που τερματίζεται ο Τριακονταετής Πόλεμος από τον οποίο η Πολωνία έχει πετύχει να γλιτώσει, η Κοινοπολιτεία εισέρχεται σε περίοδο έντονων αναταράξεων, η οποία θα σηματοδοτήσει την αμετάκλητη παρακμή της και θα οδηγήσει τελικά, ενάμισι αιώνα αργότερα, στον ολοκληρωτικό αφανισμό του πολωνικού κράτους. Η σπίθα που θα εξελιχτεί σε πυρκαγιά θα προέλθει από την Ανατολή. Κι ο άνθρωπος που θα πυροδοτήσει τις εξελίξεις ονομάζεται Μπαγκντάν Χμελνίτσκι.

α.   Η εξέγερση του Μπαγκντάν Χμελνίτσκι: Ο Μπαγκντάν (δηλ. Θεόδωρος) Χμελνίτσκι (ουκρ. και ρωσ.: Богдан Хмельницький, πολ.: Bohdan Chmielnicki = Μπόχνταν Χμελνίτσκι) γεννιέται το 1595, πιθανώς στο Σουμπότιφ της Ουκρανίας, κοντά στο Τσιγκίριν, παιδί επιφανούς οικογένειας Κοζάκων. Τυγχάνει εξαιρετικής εκπαίδευσης, στο Κολλέγιο των Ιησουητών του Λβούφ/ Λβιβ και σε ορθόδοξα σχολεία του Κιέβου. Αποκτά πολύ καλή γνώση της ευρωπαϊκής Ιστορίας και μαθαίνει αρκετές γλώσσες (πολωνικά, λατινικά, γαλλικά και τουρκικά). Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του (1617) υπηρετεί στα στρατιωτικά σώματα των Κοζάκων για λογαριασμό της Κοινοπολιτείας. Πολεμώντας την Οθωμανική Αυτοκρατορία στα εδάφη της Μολδαβίας αιχμαλωτίζεται από τους Τούρκους κοντά στο Ιάσιο (1620) και περνά δυο χρόνια στην Κωνσταντινούπολη. Απελευθερώνεται το 1622, όταν ο Πολωνός πρεσβευτής στην Υψηλή Πύλη, ο Κρζύστοφ Ζμπαράσκι καταβάλλει 30.000 τάλερ στους Τούρκους με αντάλλαγμα την απελευθέρωση όλων των Πολωνών στρατιωτικών που είχαν αιχμαλωτιστεί στη Μολδαβία.

Στα επόμενα χρόνια, ο Χμελνίτσκι θα αποδείξει τις αδιαμφισβήτητες πολιτικές και στρατιωτικές του ικανότητες. Χαίρει της εκτίμησης των Κοζάκων συναδέλφων του και της πολωνικής αριστοκρατίας. Κερδίζει τίτλους κι αξιώματα. Όλα μοιάζουν ιδανικά για όλες τις πλευρές, μέχρι που ο Χμελνίτσκι θα έρθει σε σύγκρουση με τον νέο Πολωνό έπαρχο του Τσιγκίριν, τον Ντάνιελ Τσαπλίνσκι. Υπό τις οδηγίες του πανίσχυρου αριστοκράτη Αλεξάντερ Κονιετσπόλσκι, σκληροπυρηνικού οπαδού της πολιτικής του δραστικού περιορισμού των δικαιωμάτων των Κοζάκων, ο Τσαπλίνσκι επιχειρεί να αποσπάσει από τον Χμελνίτσκι το φέουδο του Σουμπότιφ. Ο Χμελνίτσκι προσπάθησε να διευθετήσει το πρόβλημα κάνοντας επανειλημμένα διαβήματα στις αρχές της Βαρσοβίας. Κατόπιν ακροάσεως, ο βασιλιάς Λαδισλάος Δ΄ Βάζα εξέδωσε απόφαση που αναγνώριζε τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα του Χμελνίτσκι. Ωστόσο, η πλευρά Κονιετσπόλσκι-Τσαπλίνσκι συνέχισε τις προσπάθειές της και τον Απρίλιο του 1647 εξεδίωξε τον Χμελνίτσκι από το κτήμα του. Ο Κοζάκος ζήτησε νέα ακρόαση από τον βασιλέα. Αυτή τη φορά ο μονάρχης δίστασε να έρθει σε σύγκρουση μ’ έναν από τους ισχυρότερους ευγενείς του. Ο Χμελνίτσκι πείσθηκε ότι χρειάζονταν πιο δραστικές λύσεις. Στράφηκε προς τους Κοζάκους συντρόφους του.

Τα χρονικά της εποχής τονίζουν ως αιτία της εξέγερσης τη διαμάχη του Χμελνίτσκι με τους Πολωνούς ευγενείς. Εντούτοις, όσο ρόλο κι αν πράγματι έπαιξε αυτή η σύγκρουση, είναι δύσκολο να ερμηνεύσουμε ένα γεγονός που άλλαξε την Ιστορία της Ανατολικής Ευρώπης με βάση μια προσωπική βεντέτα. Στην πραγματικότητα, είχαν ωριμάσει οι συνθήκες ώστε οι Κοζάκοι να εκδηλώσουν δυναμικά τη δυσαρέσκειά τους για την πολιτική της πολωνικής αριστοκρατίας. Ύστερα από σειρά επαφών με όλους τους ισχυρούς Κοζάκους παράγοντες, ο Χμελνίτσκι εξελέγη αταμάνος τον Ιανουάριο του 1648 υποσχόμενος να διεκδικήσει δυναμικά τα δικαιώματα των Κοζάκων. Οι διαπραγματεύσεις με τις πολωνικές αρχές δεν κατέληξαν πουθενά. Αναζητώντας συμμάχους για την ένοπλη σύγκρουση που φαινόταν αναπόφευκτη, ο Χμελνίτσκι ήρθε σε διαπραγματεύσεις με τον Τάταρο Χάνο της Κριμαίας, τον Ισλάμ Γ΄ Γκιράυ, ο οποίος του υποσχέθηκε στρατιωτική ενίσχυση και του έστειλε δύναμη ιππικού υπό τον Τουγάυ Μπέη.

Οι Πολωνοί αποφάσισαν να καταπνίξουν την εξέγερση των Κοζάκων το συντομότερο δυνατό. Ο Μικογουάι Ποτότσκι, Μέγας Αταμάνος του Στέμματος (δηλαδή στρατάρχης), έστειλε μια δύναμη 3.000 ανδρών, υπό τη διοίκηση του εικοσιτετράχρονου γιού του Στέφαν, για να αντιμετωπίσει τους Κοζάκους. Οι δύο στρατοί συναντήθηκαν στα Ζόφτι Βόντι, στην κεντρική Ουκρανία (ουκρ.: Жовтi Води, ρωσ.: Жёлтые Воды = Ζόλτιγιε Βόντι, πολ.: Żółte Wody = Ζόουτε Βόντυ, κυριολ. κίτρινα νερά), στις 28 Απριλίου 1648. Το βασικό πρόβλημα για τους Πολωνούς ήταν ότι η μισή δύναμή τους αποτελούταν από Κοζάκους οι οποίοι γρήγορα αποσκίρτησαν κι ενώθηκαν με τον στρατό του Χμελνίτσκι. Επιπλέον, οι ενισχύσεις που τους στάλθηκαν ήταν πάλι Κοζάκοι που προσχώρησαν αμέσως μετά την άφιξή τους στους εξεγερμένους. Οι Πολωνοί βρέθηκαν σε θέση δραματικής αριθμητικής αδυναμίας: 1.500 άνδρες έπρεπε να αντιμετωπίσουν 15.000 Κοζάκους και Τάταρους! Χάρη στο πυροβολικό τους και το επίλεκτο ιππικό των Ουσάρων, οι Πολωνοί αντιστάθηκαν για περισσότερες από δύο εβδομάδες. Εξαντλημένοι και με μεγάλες απώλειες, επιχείρησαν να υποχωρήσουν το βράδυ της 15ης– 16ης Μαΐου: το τατάρικο ιππικό του Τουγάυ Μπέη και οι Κοζάκοι, υπό τη διοίκηση του χαρισματικού Μαξίμ Αλσάνσκι «Κριβανός» (παρατσούκλι που σήμαινε ο «Στραβομύτης», «αυτός με τη γαμψή μύτη»), τους επιτέθηκαν και τους κατέσφαξαν. Μετά την αρχική επιτυχία, οι Κοζάκοι του Χμελνίτσκι πετούν από νίκη σε νίκη. Τα Χριστούγεννα του 1648 ο Χμελνίτσκι μπαίνει στο Κίεβο ως ελευθερωτής και «ηγέτης της χώρας των Ρους», ενώ σε ολόκληρη την Ουκρανία οι αγρότες εξεγείρονται διώκοντας τους Πολωνούς ευγενείς που τους δυνάστευαν. Όπως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, η αποτίναξη του ζυγού απελευθερώνει και τις δυνάμεις της βίας: την πληρώνουν τα συνήθη θύματα. Ο πολυάριθμος εβραϊκός πληθυσμός της Ουκρανίας υφίσταται τους χειρότερους διωγμούς.

Ο Χμελνίτσκι, παράλληλα με τις στρατιωτικές επιχειρήσεις και τις διαπραγματεύσεις, προσπαθεί να οργανώσει το κράτος του. Τα πράγματα όμως αρχίζουν να περιπλέκονται στα πεδία των μαχών. Τον Ιούνιο του 1651 υφίσταται σημαντική ήττα στο Μπερεστέτσκο, όπου τον προδίδουν οι μέχρι τότε σύμμαχοί του Τάταροι. Αναγκάζεται να συνάψει ανακωχή με μάλλον δυσμενείς όρους και προσπαθεί να αναζητήσει εξωτερικούς συμμάχους. Διαπραγματεύεται αρχικά με την Υψηλή Πύλη, αλλά οι Κοζάκοι του δεν είναι πρόθυμοι να γίνουν υποτελείς ενός αλλόθρησκου ηγεμόνα. Έτσι στρέφεται προς τη «φυσική» λύση: τον τσάρο Αλέξιο της Ρωσίας. Ύστερα από δύσκολες διαπραγματεύσεις συνάπτεται η Συνθήκη του Περεγιασλάβ (Ιανουάριος του 1654), βάσει της οποίας οι Κοζάκοι διατηρούν την αυτονομία τους αναγνωρίζοντας την επικυριαρχία του τσάρου. Τα δεδομένα έχουν μεταβληθεί για όλους και μια νέα δύναμη κάνει την εμφάνισή της. Μόνο που δεν θα είναι η μόνη.

β.   Ο «Κατακλυσμός»: Είναι πλέον σαφές ότι το κουτί της Πανδώρας έχει ανοίξει (πότε ακριβώς, όμως, άραγε;) κι ότι οι δυνάμεις της συντέλειας έχουν απελευθερωθεί. Στην πραγματικότητα, η κατάσταση πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο για τους δύο αρχικούς εμπόλεμους. Οι Κοζάκοι, που έχουν απωθήσει τους Πολωνούς από την Ουκρανία και τη Λευκορωσία, διαπιστώνουν ότι ο νέος τους σύμμαχος είναι εξαιρετικά παρεμβατικός και θέλει να έχει λόγο για τα εσωτερικά τους ζητήματα. Ταυτόχρονα, οι πρώην σύμμαχοί τους, οι Τάταροι, λεηλατούν ανεμπόδιστοι τα ουκρανικά εδάφη. Όσο για τους Πολωνούς, εκεί που νόμισαν ότι κατόρθωσαν να ελέγξουν τους Κοζάκους αντιπάλους τους, βρίσκονται μεταξύ δύο τουλάχιστον πυρών. Την ώρα που οι Ρώσοι ετοιμάζονται να εισβάλουν από τα ανατολικά, επιτίθενται στην Πολωνία οι Σουηδοί (Ιούλιος 1655). Αρχίζει αυτό που στην πολωνική Ιστορία καταγράφηκε ως ο (σουηδικός) «Κατακλυσμός» (Potop szwedzki). Το δυτικό τμήμα της Κοινοπολιτείας βρίσκεται γρήγορα υπό (προσωρινή έστω) σουηδική κατοχή, ενώ το ανατολικό το κατέχουν Κοζάκοι και Ρώσοι.

Ο ίδιος ο Χμελνίτσκι δεν θα καταφέρει να χειρισθεί με επιτυχία τις εξελίξεις. Διαπραγματευόμενος ταυτόχρονα με Σουηδούς και Ρώσους (μολονότι η Ρωσία θα κηρύξει τον πόλεμο στη Σουηδία, τον Ιούλιο του 1656), αντιμέτωπος με εσωτερικά προβλήματα κι έριδες, ο Κοζάκος ηγέτης θα κουραστεί. Τον Ιούλιο του 1657 θα υποστεί βαρύτατο εγεφαλικό επεισόδιο και πέντε μέρες αργότερα (27.7) θα πεθάνει.

Σ’ αυτήν την απελπιστική κατάσταση η Πολωνία θα βρει τις δυνάμεις να αντιδράσει. Δύο ευγενείς, ο Στέφαν Τσαρνιέτσκι και ο Μέγας Αταμάνος της Λιθουανίας Πάβεου Γιαν Σαπιέχα, θα οργανώσουν την πολωνική αντίσταση κατά των Σουηδών του Κάρολου Ι΄ Γουστάβου. Το 1657, οι δυνάμεις της Κοινοπολιτείας θα κατορθώσουν να εκδιώξουν τις σουηδικές δυνάμεις από τα πολωνικά εδάφη. Η Κοινοπολιτεία θα προσπαθήσει ακόμη και να προσεταιρισθεί εκ νέου τους Κοζάκους. Με τη Συνθήκη του Χάτζατς (ουκρ.: Γκάντιατς), το 1658, προσφέρεται ξανά στους Κοζάκους η δυνατότητα συνεργασίας με την Κοινοπολιτεία. Η πολωνική συνέλευση και ο βασιλιάς Ιωάννης Β΄ Καζιμίρ θα κυρώσουν τη συνθήκη, την οποία θα δεχθούν μέρος της συνέλευσης των Κοζάκων (της Στάρσυνας) και ο νέος αταμάνος Ιβάν Βυχόφσκι. Δεν θα συμβεί το ίδιο με την πλειονότητα των Κοζάκων. Η συνθήκη θα μείνει νεκρό γράμμα. Τα πράγματα δεν μπορούσαν να είναι ποτέ ξανά ίδια… Ο αγώνας για την Ουκρανία και τη Λευκορωσία, που έχει πλέον πάρει τη μορφή ρωσοπολωνικής σύγκρουσης, θα τερματιστεί το 1667 με τη Συνθήκη του Αντρούσοβο. Η Πολωνία θα περιορίσει τις απώλειές της, διατηρώντας τα εδάφη δυτικά του Δνείπερου.

Έστω και πληγωμένη, η Πολωνία έχει ακόμη στιγμές δόξας μπροστά της. Ο λυτρωτής, άλλωστε, της Βιέννης από την οθωμανική πολιορκία του 1683 πρόκειται να είναι Πολωνός, ο βασιλιάς Ιωάννης Γ΄ Σομπιέσκι. Ωστόσο, τα τραύματα που της προκάλεσαν οι αναταράξεις που ξεκίνησαν με την εξέγερση του Μπαγκντάν Χμελνίτσκι δεν θα γιατρευτούν ποτέ.

ΙΙ.   Ο Σενκιέβιτς και το «Διά Πυρός και Σιδήρου»

Α.   Το πλαίσιο συγγραφής του έργου

Πραγματικά εθνικός συγγραφέας της Πολωνίας, ο νομπελίστας Χένρυκ Σενκιέβιτς (1846-1916), γεννήθηκε στη Βόλα Οκρζέισκα της ρωσοκρατούμενης ανατολικής Πολωνίας, παιδί ξεπεσμένης αριστοκρατικής οικογένειας. Το έργο του χαρακτηρίζεται από τα δύο μεγάλα ιδεολογικά ρεύματα που σημάδεψαν τον 19ο αιώνα, τον ρομαντισμό και τον εθνικισμό. Κατεξοχήν εκπρόσωπος του πολωνικού αλυτρωτισμού, συγγράφει το «Διά Πυρός και Σιδήρου» (Ogniem i Mieczem) το 1884 με σκοπό να τονώσει το ηθικό των υπόδουλων συμπατριωτών του, είκοσι χρόνια μετά την αποτυχημένη εξέγερση του Ιανουαρίου του 1863 κατά των Ρώσων. Το μυθιστόρημα, που δημοσιεύθηκε αρχικά σε συνέχειες στις πολωνικές εφημερίδες, αποτελεί το πρώτο μέρος μιας τριλογίας με θέμα την Ιστορία της Πολωνίας κατά τον 17ο αιώνα. Τα άλλα δύο μέρη είναι ο «Κατακλυσμός» («Potop», 1886) και ο «Άρχοντας Βολοντιόφσκι» («Pan Wołodyjowski», pan είναι η πολωνική προσφώνηση για τον κύριο, 1888), που έχει μεταφραστεί και υπό τους τίτλους «Φωτιά στη Στέπα» και «Συνταγματάρχης Βολοντιόφσκι».

Παρά τους σαφείς πατριωτικούς σκοπούς του συγγραφέα, το «Διά Πυρός και Σιδήρου» είναι αρκετά πιστό στα ιστορικά δεδομένα. Προκειμένου να συγγράψει το έργο, ο Σενκιέβιτς μελέτησε τα αρχεία της πολωνικής αριστοκρατίας της εποχής και τα απομνημονεύματα επιφανών μελών της. Υπάρχουν βεβαίως σημεία που ο συγγραφέας επιχειρεί να εξάρει τον ηρωϊσμό των Πολωνών, συνολικά όμως το μυθιστόρημα διακρίνεται αιπό υψηλό βαθμό ιστορικής ακρίβειας. Οι ήρωες τους οποίους δημιούργησε η φαντασία του συγγραφέα συνυπάρχουν με πραγματικά πρόσωπα που σημάδεψαν τα γεγονότα της εποχής (τον βασιλέα Ιωάννη Β΄ Καζιμίρ, τον πρίγκιπα Βισνοβιέτσκι, τους αταμάνους των Κοζάκων Χμελνίτσκι και Βυχόφσκι, τον Τάταρο Τουγάυ Μπέη). Ακόμη κι ο χαρακτήρας του πρωταγωνιστή του μυθιστορήματος Γιαν Σκρζετούσκι είναι «χτισμένος» πάνω σ’ ένα ιστορικό πρόσωπο: τον υπερασπιστή της πόλης του Ζμπάραζ Μικογουάι Σκρζετούσκι. Επιπλέον, το έργο δύσκολα θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί απλοϊκό ως προς την πλοκή και τους βασικούς χαρακτήρες του. Άλλωστε στερείται ενός πραγματικά «κακού» ήρωα. Ο αντίζηλος του Σκρζετούσκι, ο Κοζάκος Γιούρι Μπόχουν είναι μεν βίαιος και απερίσκεπτος, αλλά επιδεικνύει θάρρος που υπερβαίνει τα όρια του ηρωισμού, ενώ ο έρωτάς του για την Ελένα είναι αληθινός.

Β.   Η υπόθεση του μυθιστορήματος

Ο Γιαν Σκρζετούσκι είναι ένας νεαρός Πολωνός ευγενής, αξιωματικός του επίλεκτου σώματος του ιππικού, των «Φτερωτών» Ουσάρων, ο οποίος βρίσκεται στην υπηρεσία του πρίγκιπα Γιερέμι Βισνοβιέτσκι. Επιστρέφοντας από αποστολή στην Κριμαία, κι ενώ βρίσκεται κοντά στο Τσιγκίριν σώζει έναν άνδρα που δέχεται επίθεση. Αποκαλύπτεται ότι ο άνθρωπος αυτός είναι ο Μπαγκντάν Χμελνίτσκι τον οποίο επιχείρησαν να σκοτώσουν έμπιστοι του Τσαπλίνσκι. Ο Σκρζετούσκι συνεχίζει τον δρόμο του και πηγαίνει στο Τσιγκίριν όπου γνωρίζεται και αναπτύσσει σχέσεις φιλίας με τον Πολωνό ευγενή Γιαν Ονούφρυ Ζαγκουόμπα και τον Λιθουανό αριστοκράτη Λονγκίνους Ποντμπιπιέντα. Λίγες μέρες αργότερα, ξεκινά με τον Ζαγκουόμπα για το Λούμπνυ. Στον δρόμο συναντά κι ερωτεύεται την ορφανή νεαρή πριγκίπισσα Ελένα Κουρτσεβιτσούβνα, η οποία ταξιδεύει μαζί με τη θεία της. Η θεία καλεί τους αξιωματικούς στο οικογενειακό κτήμα της στο Ροζουόγκι. Κατά τη διάρκεια ενός δείπνου, ο Σκρζετούσκι μαθαίνει ότι η θεία της Ελένας έχει υποσχεθεί να την παντρέψει με τον Κοζάκο συνταγματάρχη Γιούρι Μπόχουν (τον οποίο η ίδια η Ελένα απεχθάνεται γιατί τον έχει δει να σκοτώνει άνθρωπο μπροστά στα μάτια της). Ο ήρωας κάνει ό,τι είναι δυνατό για να μεταπείσει τη θεία.

Στο μεταξύ, ο πρίγκιπας Βισνοβιέτσκι στέλνει τον Σκρζετούσκι ως εκπρόσωπό του στο Ζαπαρόζε, ενώ ετοιμάζεται να ξεσπάσει η εξέγερση των Κοζάκων. Σε μια συμπλοκή ο ήρωας τραυματίζεται κι αιχμαλωτίζεται. Οι Κοζάκοι οδηγούν τον αιχμάλωτο στον αρχηγό τους, που δεν είναι άλλος από τον Χμελνίτσκι. Ο αταμάνος σώζει τον Σκρζετούσκι κι υπόσχεται να τον απελευθερώσει το συντομότερο δυνατό. Μέχρι να συμβεί αυτό, ο Γιαν παρακολουθεί ανήμπορος τη συντριβή των Πολωνών στα Ζόφτι Βόντι.

Ανακαλύπτοντας την «προδοσία» της θείας της Ελένας, ο Μπόχουν επιτίθεται στο Ροζουόγκι με σκοπό να απαγάγει την Ελένα. Στη σύγκρουση σκοτώνονται οι δύο εξάδελφοι της νεαρής, η θεία της στραγγαλίζεται από τους Κοζάκους του Μπόχουν και οι εξεγερμένοι χωρικοί πυρπολούν την έπαυλη. Η ίδια η Ελένα καταφέρνει να ξεφύγει.

Ελεύθερος πια, ο Σκρζετούσκι κατευθύνεται προς το Ροζουόγκι για να βρει την αγαπημένη του. Φτάνοντας αντικρίζει μόνο ερείπια. Πιστεύοντας ότι η Ελένα είναι νεκρή θρηνεί τον θάνατό της κι επιστρέφει στην υπηρεσία του Βισνοβιέτσκι. Εκεί, ο Ζαγκουόμπα τον πληροφορεί ότι η Ελένα είναι σώα κι ασφαλής στο Μπαρ. Ενώ ο ήρωας ετοιμάζεται να πάει στην πόλη αυτή για να συναντήσει την Ελένα πληροφορείται ότι οι δυνάμεις του Μπόχουν κατέλαβαν το Μπαρ. Στον απελπισμένο Σκρζετούσκι φτάνει η ψευτική πληροφορία ότι η αγαπημένη του δολοφονήθηκε σ’ ένα μοναστήρι του Κιέβου όπου την κρατούσαν αιχμάλωτη. Ο ήρωας πέφτει βαριά άρρωστος.

Μετά την ανάρρωσή του, ο Σκρζετούσκι μεταβαίνει στο Ζμπάραζ με σκοπό να οργανώσει την άμυνα της πόλης, την οποία ετοιμάζονται να πολιορκήσουν οι Κοζάκοι. Πολεμά με ηρωϊσμό κατά την πολιορκία. Για να σώσει την πόλη, αποφασίζει να περάσει μέσα από τις γραμμές του εχθρού και να συναντήσει τον βασιλιά Ιωάννη Καζιμίρ ζητώντας του ενισχύσεις. Επιτυγχάνει στην παράτολμη αποστολή του και σώζει την πόλη. Στο μεταξύ μαθαίνει ότι η Ελένα είναι ζωντανή. Οι δύο ερωτευμένοι συναντιούνται στο Λβούφ όπου και παντρεύονται. Μετά το τέλος της εξέγερσης του Χμελνίτσκι θα ζήσουν ευτυχισμένοι, αποκτώντας μια ντουζίνα και περισσότερα παιδιά (αυτό μπορεί να μη μας πολυφαίνεται ρομαντικό, αλλά τα ήθη κι έθιμα της εποχής ήταν μάλλον διαφορετικά από τα σύγχρονά μας).

Γ.   Μεταφορά στον κινηματογράφο: Το μυθιστόρημα μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο το 1999 (με ιδιαίτερη επιτυχία) από τον Πολωνό σκηνοθέτη Γιέρζυ Χόφφμαν. Τότε, επρόκειτο για την ακριβότερη πολωνική παραγωγή όλων των εποχών. Ο σκηνοθέτης κατόρθωσε να μεταφέρει κινηματογραφικά ολόκληρη την Τριλογία του Σενκιέβιτς, με την αντίστροφη όμως σειρά (1969: Άρχοντας Βολοντιόφσκι, 1974: Κατακλυσμός, με πρωταγωνιστή τον, γνωστό μας από τις ταινίες του Βάιντα, Ντάνιελ Ολμπρύχσκι). Στην ταινία του 1999, πρωταγωνίστησαν ο Μίχαου Ζεμπρόφσκι ως Γιαν Σκρζετούσκι, η μεγαλωμένη στη Σουηδία Ιζαμπέλλα Σκορούπκο ως Ελένα, ο Ρώσος Αληξάντρ Νταμαγκάροφ ως Μπόχουν κι ο Ουκρανός Μπαγκντάν Στούπκα ως Χμελνίτσκι (προσθέστε και τον Ολμπρύχσκι ως Τουγάυ Μπέη και τον Αντρζέι Σέβερυν ως πρίγκιπα Βισνοβιέτσκι). Η ταινία δέχθηκε κριτικές για κάποιες ανακρίβειες: κυρίως για τον τρόπο με τον οποίο παρουσίασε τη μάχη στα Ζόφτι Βόντι. Ωστόσο, πώς είναι δυνατόν να παρουσιασθεί με ακρίβεια σε κινηματογραφικό χρόνο μια μάχη που κράτησε κοντά τρεις εβδομάδες; Στην Πολωνία, κάποιοι την κατηγόρησαν κι ως φιλοουκρανική, λόγω του θετικού τρόπου με τον οποίο παρουσίαζε τους Κοζάκους. Αυτή όμως η επίκριση μοιάζει μάλλον με έπαινο, αποδεικνύοντας ότι ο σκηνοθέτης πέτυχε να δώσει μια αρκετά αντικειμενική εικόνα των εμπολέμων. Σε κάθε περίπτωση (και μολονότι το DVD της ταινίας είναι σχετικά δυσεύρετο), μπορείτε να σχηματίσετε προσωπική εντύπωση παρακολουθώντας αποσπάσματά της: τη Μάχη στα Ζόφτι Βόντι (με αγγλικούς υπότιτλους), σκηνές από την ίδια μάχη με μουσική υπόκρουση το εμβατήριο των Κοζάκων του Ζαπαρόζε, το ζεύγος των ερωτευμένων Γιαν και Ελένας, επέλαση των Ουσάρων με σκοπό την απελευθέρωση του Ζμπάραζ. καθώς και ολόκληρο το φιλμ, ατυχώς με κακό ντουμπλάρισμα στα ουκρανικά. Και, πάντως, ό,τι και να πείτε, οι σκηνές μάχης είναι εντυπωσιακότατες.

Ελπίζω να παραβλέψετε την αυτοαναφορικότητα της σημερινής ανάρτησης. Άλλωστε, πέρα από μια ρομαντική και ηρωϊκή ιστορία που σημάδεψε τα παιδικά μου χρόνια, υπάρχουν ιστορικά γεγονότα που καθόρισαν την πορεία της Βόρειας και Ανατολικής Ευρώπης για τους επόμενους αιώνες και τα οποία ακόμη και σήμερα ασκούν επιρροή στις νοοτροπίες λαών και στις πολιτικές κρατών. Κατά τα λοιπά, νομίζω ότι το είπαμε… Το 1647 ήταν παράξενη χρονιά!

Ρέκβιεμ για τη Γρανάδα

19 Φεβρουαρίου, 2012

Στις 16 Ιουλίου του σωτηρίου έτους 1212 ή, άλλως, την 13η ημέρα του μηνός Σαφάρ του 609 της Εγίρας, αναμετρήθηκαν στη βόρεια Ανδαλουσία, στους πρόποδες της Σιέρρα Μορένα, οι στρατιές της Χριστιανοσύνης και του Ισλάμ, σ’ ένα τόπο που οι Χριστιανοί ονόμαζαν Λας Νάβας ντε Τολόσα κι οι μουσουλμάνοι Χισν αλ Ικάμπ. Σαν σε αληθινή σταυροφορία, δίχως το όνομα, οι στρατιές όλων των χριστιανικών βασιλείων της Ιβηρικής (Καστίλλης, Λεόν, Αραγονίας και Ναβάρρας) είχαν συνασπιστεί στο όνομα της Ρεκονκίστα, της ανάκτησης εδαφών από τους μουσουλμάνους. Έλεγαν πως η στρατιά τους αριθμούσε ίσως και 200.000 άντρες. Ως τη μέρα εκείνη είχε προελάσει νικηφόρα μέσα στα εδάφη του εχθρού. Απέναντί τους, επικεφαλής ενός εξίσου πολυάριθμου στρατεύματος από Βερβέρους και Ανδαλουσιανούς, βρισκόταν ο τέταρτος Αλμοάδας χαλίφης, ο Μουχάμμαντ αλ Νάσιρ. Από τις τρεις πρωτεύουσές του (Μαρρακές, Ραμπάτ και Σεβίλλη) κυβερνούσε μια αχανή αυτοκρατορία που εκτεινόταν από τη Μαυριτανία μέχρι τον Τάγο και τον Γουαδιάνα, κι από τις ακτές του Ατλαντικού ως τη Λιβύη. Μες στη βεβαιότητα της νιότης είχε κάθε λόγο να πιστέψει τους συμβούλους του που τον διαβεβαίωναν πως είχε έρθει η ώρα να καταφέρει αποφασιστικό πλήγμα στους απίστους και να τους διώξει ως το Τολέδο ή κι ακόμη πιο μακριά. Η μάχη κράτησε ώρες πολλές κι ήταν σκληρή κι αμφίρροπη. Στην αρχή φάνηκε πως η νίκη θα χαμογελούσε στους μαχητές του ισλάμ: το ελαφρύ ιππικό τους είχε σχεδόν κυκλώσει τις δυνάμεις των χριστιανών. Υπήρχε ωστόσο ένας ηλικιωμένος άντρας που ένιωθε ότι αυτή ήταν η μεγαλύτερη και η τελευταία ευκαιρία της ζωής του. Δεν είχε ξεχάσει ότι πριν από δεκαεφτά χρόνια είχε συντριβεί στο Άλαρκος από τον πατέρα του σημερινού του αντιπάλου. Ο Αλφόνσος Η΄ της Καστίλλης συγκέντρωσε τους σιδερόφραχτους ιππότες του και τους οδήγησε σε μια απελπισμένη επέλαση ακριβώς στην καρδιά των γραμμών του εχθρού. Οι δυνάμεις του χαλίφη δεν κατάφεραν να τους αποκρούσουν κι άρχισαν να υποχωρούν. Η νίκη είχε αλλάξει στρατόπεδο. Οριστικά! Όταν έφτασε το σούρουπο οι μισοί από τους μουσουλμάνους πολεμιστές είχαν πέσει στο πεδίο της μάχης ή είχαν αιχμαλωτιστεί από τον εχθρό.

Συντριβή, λοιπόν. Όχι, όμως, απαραίτητα καθοριστική. Θα μπορούσε να ήταν ακόμη ένα επεισόδιο μιας αέναης πάλης. Δεν επρόκειτο να είναι έτσι. Δεν υπήρξε άλλη ευκαιρία για το Ισλάμ της Ιβηρικής. Μολονότι τα αποτελέσματα της σύγκρουσης δεν φάνηκαν την επαύριο της μάχης, η Αλ Ανταλούς με τους πέντε αιώνες ιστορίας και ισλαμικής παράδοσης άρχισε να λιώνει σαν το χιόνι κάτω από τον ήλιο. Αποδυναμωμένο από εσωτερικά προβλήματα, το αλμοαδικό χαλιφάτο άρχισε να αποσυντίθεται. Οι τοπικοί κυβερνήτες, ο ένας μετά τον άλλο άρχισαν να ανεξαρτητοποιούνται. Κάποιοι μάλιστα, προσπαθώντας να εδραιώσουν την εξουσία τους, δεν δίσταζαν να ζητήσουν βοήθεια από τους χριστιανούς μονάρχες. Αναρχία, συγκρούσεις φατριών και ταραχές. Δίχως την προστασία του χαλιφάτου, οι μουσουλμάνοι της Ισπανίας έπρεπε τώρα να στηριχτούν αποκλειστικά στις δικές τους, κατακερματισμένες, δυνάμεις για να υπερασπιστούν τα εδάφη τους. Άνισος αγώνας από κάθε άποψη. Πώς άλλωστε να συσπειρώσεις με όπλο την ιδεολογία του ιερού πολέμου κοινωνίες των οποίων οι ελίτ αποτελούνταν από νομικούς-θεολόγους και γραμματείς; Ακόμη και αξιόλογοι ηγέτες, σαν τον εμίρη της Μούρθια, τον Γιούσουφ ιμπν Χουντ αλ Μουταβακκίλ, αποδείχτηκαν αδύναμοι μπρος στη χριστιανική προέλαση. Το 1231 οι Αραγονέζοι καταλαμβάνουν τη Μαγιόρκα. Το 1236 οι Καστιγιάνοι κατακτούν την ιστορική πρωτεύουσα της Αλ Ανταλούς, την Κορδούη. Ακολουθούν η Βαλένθια (1238) και η Μούρθια (1241), στην οποία η Καστίλλη επιβάλλει αρχικά καθεστώς προτεκτοράτου, πριν την απορροφήσει. Τέλος, το 1248 πέφτει και η Σεβίλλη, η νεότερη πρωτεύουσα της μουσουλμανικής Ισπανίας. Ολόκληρη η Αλ Ανταλούς έχει χαθεί. Ολόκληρη; Όχι ακριβώς. Στο νότιο τμήμα της Ανδαλουσίας ένα εμιράτο πρόκειται να κρατήσει ψηλά τα λάβαρα του Ισλάμ για δυόμιση αιώνες ακόμη. Και κάπου εδώ ξεκινά η όμορφη και μελαγχολική ιστορία της ηγεμονίας του Νασριδών.

Ι.   Το εμιράτο των Νασριδών

Βρισκόμαστε στα 1232, είκοσι χρόνια μετά τη συντριβή στις Λας Νάβας ντε Τολόσα κι ενώ η Ανδαλουσία προσπαθεί απεγνωσμένα να οργανώσει τις δυνάμεις της για να αντισταθεί στον επεκτατισμό των χριστιανικών βασιλείων. Στην Αρχόνα, μια μικρή πόλη κοντά στη Χαέν, περιοχή άμεσα εκτεθειμένη στις χριστιανικές επιθέσεις, ο Μουχάμμαντ ιμπν Νασρ Αλ Άχμαρ ανακηρύσσεται εμίρης. Γρήγορα η εξουσία του επεκτείνεται και στη Χαέν και το 1237 στη Γρανάδα, όπου και μεταφέρει την έδρα του, έχοντας την πεποίθηση ότι η γεωγραφική της θέση είναι ιδανική, καθώς παρέχει τη μεγαλύτερη δυνατή ασφάλεια. Η αρχή είναι πάντα δύσκολη και για τον Μουχάμμαντ είναι γεμάτη απογοητεύσεις και ταπεινώσεις. Η ιδιαίτερη πατρίδα του, η Αρχόνα, μαζί με τη Χαέν, πέφτει το 1246 στα χέρια των Καστιγιάνων. Ο εμίρης αναγκάζεται να δηλώσει υποτέλεια στον βασιλιά της Καστίλλης, τον Φερδινάνδο Γ΄, και μάλιστα υποχρεώνεται να πολεμήσει τους ομόθρησκούς του βοηθώντας τον Φερδινάνδο να καταλάβει τη Σεβίλλη. Και όμως! Παρά τις δυσκολίες, ο Μουχάμμαντ Α΄ θα κατορθώσει να ανατρέψει την εις βάρος του κατάσταση και να εδραιώσει την εξουσία του στο τελευταίο προπύργιο της μουσουλμανικής Ανδαλουσίας. Αντί η δήλωση υποτέλειας να οδηγήσει το νεοσύστατο εμιράτο στην κυριαρχία των χριστιανών, όπως συνέβη στη Μούρθια, θα δώσει στους Νασρίδες την αναγκαία πίστωση χρόνου για να οργανώσουν ένα βιώσιμο κράτος.

Α. Από την επιβίωση στην ακμή

α. Οι λόγοι της επιβίωσης: Μια σειρά από παράγοντες καθιστούν δυνατή τη σωτηρία της Γρανάδας παρά το καταρχήν εχθρικό περιβάλλον. Φυσικά πλεονεκτήματα: Η γεωγραφική θέση και η μορφολογία του εδάφους του εμιράτου διευκολύνουν την υπεράσπισή του. Τα βόρεια σύνορά του προστατεύονται από ορεινούς όγκους που το καθιστούν πολύ δυσκολότερο στόχο απ’ ό,τι η κοιλάδα του Γουαδαλκιβίρ ή οι πεδιάδες του ισπανικού Λεβάντε (Pierre Guichard «Al Andalus, 711-1492, Une histoire de l’Andalousie arabe», εκδ. Hachette, συλλ. Pluriel, Παρίσι 2000, σελ. 207). Επιπλέον, τα παράλια του εμιράτου επιτρέπουν τόσο την ανάπτυξη του θαλάσσιου εμπορίου, όσο και την ευχερή επικοινωνία με τους ομόθρησκους του Μαγκρέμπ. Προϋποθέσεις οικονομικής ανάπτυξης: Ενισχυμένο από μεγάλο αριθμό προσφύγων που εγκαταλείπουν τις περιοχές της Ανδαλουσίας που κατέκτησαν οι χριστιανοί, το κράτος της Γρανάδας διαθέτει επαρκή πληθυσμό για να εκμεταλλευθεί στον μέγιστο βαθμό όλους τους οικονομικούς πόρους του. Πρέπει άλλωστε να συνυπολογισθεί και το γεγονός ότι αυτοί που μεταναστεύουν σε ανάλογες συνθήκες είναι συνήθως οι ελίτ και το ειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό (οι απλοί αγρότες δεν είχαν άλλη επιλογή από το να παραμείνουν υπό τη διοίκηση των απίστων). Επιπροσθέτως, τα καλά οργανωμένα και με μεγάλη παράδοση λιμάνια της Μάλαγας και της Αλμερίας συμβάλλουν στην άνθηση του εμπορίου. Ευνοϊκές συγκυρίες: Αφενός, τα χριστιανικά βασίλεια δεν έχουν τα μέσα για να απορροφήσουν τόσο γρήγορα τα εδάφη που κατέκτησαν από τους μουσουλμάνους (Guichard, όπ.π.). Χρειάζονται αρκετό χρόνο για να οργανώσουν τις αναγκαίες δομές για την άσκηση εξουσίας και διοίκησης, διαφορετικά διατρέχουν τον κίνδυνο εξέγερσης των υποτελών πληθυσμών (οι οποίες έτσι κι αλλιώς εκδηλώνονται, μια και οι υποσχέσεις σεβασμού της θρησκευτικής ελευθερίας και των περιουσιακών δικαιωμάτων που είχαν δοθεί στους μουσουλμάνους καταπατήθηκαν αρκετά γρήγορα: στην Ανδαλουσία και στη Μούρθια, το 1264, και στη Βαλένθια, το 1248 και το 1275, σημειώνονται μεγάλες εξεγέρσεις των μουδέχαρες, δηλ. των μουσουλμάνων που ζουν υπό χριστιανικό ζυγό). Αφετέρου, η Γρανάδα ευνοείται από τον αδυσώπητο ανταγωνισμό μεταξύ Καστίλλης και Αραγονίας για την πρωτοκαθεδρία στην Ιβηρική. Κανένα από τα δύο βασίλεια δεν θέλει να δει το άλλο να ισχυροποείται αφάνταστα κατακτώντας το εμιράτο των Νασριδών. Διπλωματική επιδεξιότητα: Οι Νασρίδες εκμεταλλεύονται στο έπακρο τις διαφορές μεταξύ των χριστιανών αντιπάλων τους. Παράλληλα, επωφελούνται από τη συμμαχία με τους ισχυρούς Μερινίδες ηγεμόνες της Φες, χωρίς να γίνουν υποχείρια ή υποτελείς τους. Αν οι Μερινίδες, διοργανώνοντας ευρείας κλίμακας επιχειρήσεις ιερού πολέμου στην Ανδαλουσία, διατηρούν αναμφισβήτητα βλέψεις κυριαρχίας επί της Γρανάδας, οι Νασρίδες κατορθώνουν να τους «ξεγελάσουν» με δυναστικούς γάμους και πρόσκαιρες εδαφικές παραχωρήσεις.

β. Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά τον 13ο και 14ο αιώνα – Από θέση άμυνας σε θέση κυρίαρχου

1. Η ανατροπή: Αρχικός στόχος των Νασριδών είναι η αναχαίτιση του αντιπάλου. Πρέπει οπωσδήποτε να ελαττωθεί η ασφυκτική πίεση που ασκούν στο εμιράτο η Καστίλλη και η Αραγονία. Κατά το δεύτερο ήμισυ του 13ου αι. ο μονάρχης της Καστίλλης, ο Αλφόνσος Ι΄ ο Σοφός, εισβάλλει τέσσερις φορές στη Γρανάδα, φτάνοντας μέχρι τα περίχωρα της πρωτεύουσας, ενώ το 1309 ο εμίρης Νασρ Α΄ αναγκάζεται να επιβεβαιώσει την υποτέλεια στην Καστίλλη, υποσχόμενος μεγαλύτερο φόρο και στρατιωτική βοήθεια στον χριστιανό επικυρίαρχό του (Guichard, όπ.π., σελ. 211). Οι Νασρίδες υποχωρούν, αλλά δεν παραδίδονται, περιμένοντας την κατάλληλη ευκαιρία. Οργανώνουν τον στρατό τους και τον ενισχύουν, με την άδεια των Μερινιδών, στρατολογώντας μαζικά Βερβέρους πολεμιστές (ιδίως το φημισμένο ελαφρύ ιππικό τους). Τον Ιούνιο του 1319 οι Καστιγιάνοι εισβάλλουν ξανά στη Γρανάδα. Ο εμίρης Ισμαήλ τους συναντά στο Πίνος Πουέντε, 16 χιλιόμετρα έξω από την πρωτεύουσα, επικεφαλής ενός στρατεύματος που αποτελούν Ανδαλουσιανοί μαχητές και Βερβέροι μουτζαχεντίν τους οποίους καθοδηγεί ο Μερινίδης Ουθμάν ιμπν Αμπί Λουλά. Η μάχη που ακολουθεί θα μείνει χαραγμένη στη μνήμη των χριστιανών ως η Καταστροφή της Βέγκα της Γρανάδας. Ο στρατός της Καστίλλης συντρίβεται. Σκοτώνονται και οι δύο αντιβασιλείς, οι πρίγκιπες Πέτρος και Ιωάννης. Πέντε χρόνια αργότερα, ο Ισμαήλ οδηγεί και πάλι τον στρατό του, αυτή τη φορά από θέση επιτιθέμενου: ανακτά σειρά οχυρών θέσων από τους χριστιανούς στα βόρεια και βορειοανατολικά του εμιράτου.

2. Ο έλεγχος των Στενών: Το κράτος της Γρανάδας, μαζί με τους Μερινίδες, τα βασίλεια της Καστίλλης και της Αραγονίας και τη Γένοβα, αποτελεί πλέον έναν από τους βασικούς εμπλεκόμενους στη μεγάλη γεωπολιτική σύγκρουση με έπαθλο τον έλεγχο των Στενών του Γιβραλτάρ (Guichard, όπ.π., σελ. 213-214). Ο έλεγχος αυτός είναι κεφαλαιώδους στρατηγικής και οικονομικής σημασίας. Άλλωστε τα εμπορικά πλοία των χριστιανών, Αραγονέζων-Καταλανών και Ιταλών, προτιμούν όλο και περισσότερο τη διαδρομή μέσω Γιβραλτάρ για να φτάσουν στα λιμάνια της Φλάνδρας και της Αγγλίας. Ήδη από το 1309 οι Νασρίδες παραχωρούν στους Μερινίδες το Αλχεθίρας. Οι δεύτεροι κατορθώνουν το 1333 να πάρουν τα στενά από τους Καστιγιάνους, χάρη στη βοήθεια των Νασριδών και… της Γένοβας (!). Τα πράγματα δεν πρόκειται να μείνουν στάσιμα. Το βασίλειο της Καστίλλης, με τη μεγάλη νίκη του Ρίο Σαλάδο (1340) και την κατάληψη του Αλχεθίρας (1344), ανακτά σχετικά γρήγορα το πλεονέκτημα. Παραδόξως η εξέλιξη αυτή δεν θα έχει ως αποτέλεσμα την ανάσχεση της ορμής των Νασριδών. Η Γρανάδα του δεύτερου μισού του 14ου αι. είναι πλέον μια αυτόνομη πολιτική και στρατιωτική δύναμη της δυτικής Μεσογείου.

3. Το απόγειο: Πράγματι, οι περίοδοι βασιλείας του Γιούσουφ Α΄ (1333-1353) και, κυρίως, του γιου του, του Μουχάμμαντ Ε΄ (1354-1391), αντιστοιχούν στο απόγειο της ισχύος του εμιράτου. Εμπορική και πολιτιστική ακμή, έντονη οικοδομική δραστηριότητα (συμπεριλαμβανομένης και της ανέγερσης των σημαντικότερων κτισμάτων της Αλάμπρας), στρατιωτική υπεροπλία και διπλωματική υπεροχή. Επιπροσθέτως, η εξωτερική συγκυρία είναι εξαιρετικά ευνοϊκή για τη Γρανάδα. Ο εμίρης Μουχάμμαντ διατηρεί φιλικές σχέσεις με τον βασιλιά της Καστίλλης, τον Πέτρο Α΄τον Σκληρό (ό,τι κι αν μπορεί να σημαίνει η φιλία μεταξύ των μοναρχών δύο φύσει και θέσει αντιπάλων κρατών). Κυρίως, επωφελείται από την αντιπαλότητα Καστίλλης και Αραγονίας που κορυφώνεται με την προσωπική διαμάχη του Πέτρου της Καστίλλης με τον συνονόματό του μονάρχη της Αραγονίας, τον Πέτρο Γ΄ τον Τελετουργικό. Η διαμάχη εξελίσσεται σε ένοπλη σύγκρουση. Ο Πόλεμος των Δύο Πέτρων (1356-1361) θα εξαντλήσει και τα δυο χριστιανικά βασίλεια χωρίς να αποφέρει εδαφικά κέρδη σε κανένα. Επιπλέον θα πυροδοτήσει βαθειά δυναστική και εσωτερική κρίση στην Καστίλλη, η οποία θα καταλήξει στη δολοφονία του βασιλιά (1369). Εκμεταλλευόμενος τις συνθήκες αυτές, ο εμίρης Μουχάμμαντ αποσπά από τους Καστιγιάνους το Αλχεθίρας και καταλαμβάνει τη Ρόντα και το Γιβραλτάρ (που είχαν ξαναπάρει πρόσκαιρα οι Μερινίδες). Εξαπλώνει την επιρροή του και στο Μαγκρέμπ, κατακτώντας για ένα διάστημα τη Θέουτα και ελέγχοντας τις δυναστικές εξελίξεις στην αυλή της Φες, επιβάλλοντας τους μονάρχες της αρεσκείας του. Οι Νασρίδες έχουν γίνει κυρίαρχοι του παιχνιδιού. Δυστυχώς για αυτούς, όχι για πολύ.

Β. Η παρακμή και η πτώση

α. Η ραγδαία επιδείνωση των συνθηκών: Με την αυγή του 15ου αιώνα η κατάσταση και η ισορροπία δυνάμεων μεταβάλλεται αμετάκλητα σε βάρος της Γρανάδας. Στο εσωτερικό δυναστικές έριδες και έντονες διαμάχες μεταξύ των κυριότερων φατριών που νέμονται την εξουσία καθιστούν το εμιράτο πιο ευάλωτο. Οικονομικά, το κράτος των Νασριδών αντιμετωπίζει δυσχέρειες: στα λιμάνια της Μάλαγας και της Αλμερίας το εμπόριο περνά στον έλεγχο των Γενουατών. Επιπλέον, το βασίλειο της Καστίλλης αρχίζει να ξεπερνά την εσωτερική κρίση που το ταλάνιζε καθ’ όλο το δεύτερο ήμισυ του 14ου αιώνα και ανακτά την πρωτοβουλία στις στρατιωτικές επιχειρήσεις: αποσπά συνοριακές οχυρές θέσεις από τους Νασρίδες (Θαχάρα: 1407, Αντεκέρα: 1410, Χουέσκαρ: 1434), επιφέροντας ρήγματα στην γραμμή άμυνάς τους, και ροκανίζει σταδιακά την επικράτεια του εμιράτου. Τα εσωτερικά προβλήματα της Καστίλλης και μόνον ήταν αυτά που εμπόδισαν τον κοντόσταβλο Άλβαρο ντε Λούνα (δύο φορές; 1431, 1452) και τον βασιλέα Ερρίκο Δ΄ να αποτελειώσουν πιο γρήγορα τη Γρανάδα (Gabriel Martinez Gros «Sept cents ans d’Espagne musulmane», περιοδικό L’Histoire, αριθ. 364, Μάιος 2011, σελ. 40-47, σελ. 47). Η ένωση των στεμμάτων της Καστίλλης και της Αραγονίας (1479) μοιάζει με το τελευταίο καρφί στο φέρετρο των Νασριδών. Όπως επισημαίνει ο Πιερ Γκισάρ «ο Πόλεμος της Γρανάδας είναι, για την Καστίλλη αρχικά, η καλύτερη διέξοδος από τα σοβαρά κονωνικοπολιτικά προβλήματα που ταλανίζουν το βασίλειο και. στη συνέχεια, μετά την ένωση [των δύο χριστιανικών βασιλείων], το καλύτερο πολιτικό πρόγραμμα που μπορούν να εφαρμόσουν οι Καθολικοί Βασιλείς προκειμένου να εδραιώσουν την ένωση. Υπό αυτές τις εντελώς δυσμενείς εσωτερικές και εξωτερικές περιστάσεις μάλλον προκαλεί έκπληξη η ικανότητα αντίστασης που επιδεικνύει το μικρό εμιράτο των Νασριδών» (όπ.π., σελ. 226).

β. Το χρονικό του τέλους – Ο «κακότυχος»: Τίποτε δεν συμβολίζει με πιο γλαφυρό τρόπο το πεπρωμένο της Γρανάδας από τη ζωή του τελευταίου εμίρη της, του Αμπού Αμπνταλλάχ Μουχάμμαντ (ΙΒ΄), τον οποίο οι χριστιανοί αποκαλούσαν Μποαμπντίλ, ενώ από τους υπηκόους του είχε πάρει το χαρακτηριστικό προσωνύμιο Αζ Ζουγκμπί, δηλαδή «κακότυχος». Η ζωή του Μποαμπντίλ είναι ένα πραγματικό μυθιστόρημα (οι Καστιγιάνοι λογοτέχνες δεν έχασαν άλλωστε την ευκαιρία να εκμεταλλευθούν μια τέτοια ιστορία), στο οποίο πρωταγωνιστικούς ρόλους έχουν ο πατέρας του, ο εμίρης Αμπού Αλ Χασάν Αλί, τον οποίο οι χριστιανοί ονόμαζαν Μουλέι Χασάν ή απλώς Ελ Βιέχο (ο «γέρος»), η μητέρα του Μποαμπντίλ, η Άισα, που συμβολίζει την οικογενειακή και δυναστική σταθερότητα και παράδοση, και ο θείος του, ο  Μουχάμμαντ ιμπν Σαάντ «Αζ Ζαγκάλλ» (ο «Γενναίος»), ο οποίος ενσαρκώνει το ιδανικό του Ιερού Πολέμου κατά των χριστιανών.

1482. Μολονότι δεν έχει υστερήσει στην εκπλήρωση της αποστολής του ως υπερασπιστής του Ισλάμ (όπως αποδεικνύει κι η επιτυχημένη επιδρομή του στη Θαχάρα το 1481), ο εμίρης Χασάν δεν είναι πλέον δημοφιλής, εξαιτίας και του γεροντικού έρωτά του για μια αιχμάλωτη χριστιανή, την Ισαβέλλα ντε Σολίς, την οποία έχει κάνει νόμιμη σύζυγό του, αφού εκείνη ασπάστηκε το ισλάμ και πήρε το όνομα Σοράγια. Ο Μουχάμμαντ-Μποαμπντίλ, με την υποστήριξη της μητέρας του και της ισχυρής φατρίας των Μπανού Σαρράτζ (των Αβενσεράγων της καστιγιάνικης παράδοσης), αναλαμβάνει την εξουσία εκθρονίζοντας τον πατέρα του με πραξικοπηματικό τρόπο. Μαζί με τον θείο του, ο Μποαμπντίλ συνεχίζει τον αγώνα κατά των χριστιανών που προσπαθούν να καταλάβουν τη Μάλαγα. Στη Μάχη της Ασαρκίγια νικά αρχικά τις δυνάμεις της Καστίλλης, αλλά, προσπαθώντας να καταφέρει αποφασιστικό χτύπημα, αιχμαλωτίζεται ένα μήνα αργότερα από τους χριστιανούς (1483). Ο Χασάν ξαναπαίρνει προσωρινά τον θρόνο του, αλλά δεν μπορεί να τον κρατήσει. Τον Μάιο του 1484 πέφτει στα χέρια του βασιλιά Φερδινάνδου η Ρόντα (μαζί με τη Μαρμπέγια). Ο Μουχάμμαντ αζ Ζαγκάλλ εκτοπίζει τον αδελφό του κι αναλαμβάνει την εξουσία. Την ίδια ώρα, ο Φερδινάνδος κι η Ισαβέλλα αποφασίζουν να εκμεταλλευθούν τον αιχμάλωτο Μποαμπντίλ προκειμένου να εξαφανίσουν το εμιράτο των Νασριδών. Τον απελευθερώνουν το 1487 με τον όρο να γίνει υποτελής του βασιλείου της Ισπανίας και να μη βοηθήσει τη Μάλαγα, η οποία αποτελεί τον επόμενο στόχο των Καθολικών Βασιλέων. Παρά την απελπισμένη προσπάθεια του Ζαγκάλλ η Μάλαγα συνθηκολογεί μετά από τετράμηνη πολιορκία. Ο Μποαμπντίλ επιστρέφει στη Γρανάδα ως ηγεμόνας της και αποκηρύσσει τον όρκο υποτέλειας που είχε δώσει στους χριστιανούς μονάρχες. Η προσπάθεια να σώσει την πατρίδα του είναι καταδικασμένη. Από το εμιράτο δεν έχουν πλέον απομείνει παρά η Γρανάδα με τα περίχωρά τους και η δύσβατη περιοχή των Αλπουχάρρας. Οι περισσότεροι σύμβουλοί του έχουν πουληθεί στους Ισπανούς. Μάταια προσπαθεί να ζητήσει εξωτερική βοήθεια: οι ηγεμόνες της Φες και της Τλεμσέν είναι πια ανίσχυροι. Οι μαμελούκοι του Καΐρου δεν έχουν καμιά διάθεση να συγκρουστούν με τους Ισπανούς. Οι μεγάλοι εχθροί τους είναι οι Οθωμανοί που βρίσκονται σε πόλεμο με την Ισπανία. Οπότε…

Στις 26 Απριλίου του 1491 ξεκινά η πολιορκία της Γρανάδας. Είναι η μέρα που η βασίλισσα Ισαβέλλα δίνει τον γνωστό όρκο της να μην ξαναλουστεί κι αλλάξει ρούχα μέχρι η Γρανάδα να γίνει χριστιανική. Η σύγκρουση είναι άνιση. Οι Καθολικοί βασιλείς παρατάσσουν 40.000 πεζικάριους, 10.000 ιππείς και μεγάλες δυνάμεις πυροβολικού. Ο Μποαμπντίλ ηττάται. Τον Νοέμβριο υπογράφει προσωρινή πράξη συνθηκολόγησης που αφήνει στη Γρανάδα δίμηνη προθεσμία. Καμιά βοήθεια δεν φτάνει. Το πρωϊνό της 2ας Ιανουαρίου 1492 ο κακότυχος εμίρης παραδίδει με λυγμούς τα κλειδιά της Αλάμπρας στους χριστιανούς. Είναι η στιγμή που, σύμφωνα με την παράδοση, η Άισα θα επιπλήξει τον γιο της με την περίφημη φράση «Κλάψε τώρα σαν γυναικούλα ό,τι δεν κατάφερες να υπερασπιστείς σαν άντρας». Με την παράδοση της Γρανάδας τερματίζονται οχτώ αιώνες μουσουλμανικής παρουσίας στην Ιβηρική. Στον Μποαμπντίλ δίνεται μια ασήμαντη ηγεμονία στα Αλπουχάρρας. Γη κακοτράχαλη κι άγονη, που είναι αδύνατο να κρατήσουν οι μικρές δυνάμεις που έχουν απομείνει στον τελευταίο εμίρη της Γρανάδας. Ένα χρόνο μετά παίρνει τον δρόμο της εξορίας για το Μαρόκο. Λένε πως όταν επιβιβάστηκε στο πλοίο σήκωσε το σπαθί του και χτύπησε τα κύματα ορκιζόμενος μια μέρα να γυρίσει για να ελευθερώσει την πατρίδα του. Η μέρα αυτή δεν ήρθε ποτέ. Ο Μποαμπντίλ πέθανε εξόριστος στη Φες το 1533. Όσο για τους πρώην υπηκόους του, παρά τους όρους της συνθήκης παράδοσης (βάσει των οποίων οι χριστιανοί βασιλείς υπόσχονταν να σεβαστούν τη θρησκεία και τα δικαιώματα ιδιοκτησίας των μουσουλμάνων), βρέθηκαν γρήγορα (1502) αντιμέτωποι με το πιο σκληρό δίλημμα: να αποκηρύξουν την  πίστη τους, ασπαζόμενοι τον χριστιανισμό, ή να εγκαταλείψουν τις πατρογονικές εστίες τους και να πάρουν τον δρόμο της προσφυγιάς προς το Μαγκρέμπ. Η Γρανάδα περνούσε σε μικρό χρονικό διάστημα από την εποχή των μουδέχαρες σ’ αυτήν των μορίσκος, των βίαια εκχριστιανισμένων μουσουλμάνων. Ο ζυγός γίνετα ολοένα και επαχθέστερος. Το 1569 οι μορίσκος εξεγείρονται κατά της χριστιανικής εξουσίας. Πολλοί καταφεύγουν στα Αλπουχάρρας και συνεχίζουν από εκεί τον ένοπλο αγώνα. Η τελευταία πράξη του δράματος θα παιχτεί το 1609, όταν με βασιλική διαταγή θα εκτοπιστούν από την Ισπανία όλοι οι εκχριστιανισμένοι μουσουλμάνοι (Gabriel Martinez Gros «Le crime de l’Espagne», L’Histoire, αριθ. 364, Μάιος 2011, σελ. 60-65). Σβήνει και το τελευταίο ίχνος της Γρανάδας των Νασριδών. Το τελευταίο εκτός από την πολιτιστική κληρονομιά του…

ΙΙ. Η πολιτιστική κληρονομιά της Γρανάδας

Το εμιράτο της Γρανάδας κληροδότησε στην ανθρωπότητα την Αλάμπρα. Απόλυτο αριστούργημα του ισλαμικού πολιτισμού, σύμβολο της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, η Αλάμπρα γοήτεψε κι εξακολουθεί να γοητεύει, έχοντας σημαδέψει το φαντασιακό του δυτικού ανθρώπου (Β).  Η προσφορά, όμως, στην ανθρωπότητα ενός μνημείου απαράμιλλης ομορφιάς ήταν μαθηματικά βέβαιο ότι θα προκαλούσε, ίσως ως αντίδραση σε κάτι που μοιάζει τέλειο, μια ιδιαίτερα κριτική θεώρηση της πολιτιστικής συμβολής της Γρανάδας. Δεν αμφισβητείται ότι υπήρξε άνθηση των γραμμάτων και των τεχνών στους δυόμισι αιώνες ζωής του κράτους των Νασριδών: ωστόσο, η Γρανάδα χαρακτηρίζεται με ιδιαίτερη σκληρότητα από πολλούς συγγραφείς ως «προπύργιο θρησκευτικού και πολιτιστικού συντηρητισμού» (βλ. την ανάλυση του Γκισάρ, όπ.π., σελ. 215 επ.). Η παραγωγή είναι μεν πλούσια, η ποιότητά της, όμως, αμφισβητείται (Α).

Α. Γράμματα και τέχνες στο εμιράτο των Νασριδών

α. Ο θρίαμβος του μαλικισμού και της παράδοσης: Ο συντηρητισμός της Γρανάδας κάνει πράγματι αισθητή την παρουσία του στους αδελφούς (αν όχι ταυτόσημους) για τον ισλαμικό κόσμο τομείς της θεολογίας και της νομικής. Σε ό,τι αφορά την ερμηνεία και εξήγηση του ισλαμικού νόμου, ο μαλικισμός κυριαρχεί. Η επιστροφή του διασωθέντος κομματιού της Ανδαλουσίας στο πλέον παραδοσιακό «δόγμα» μπορεί πιθανώς να εξηγηθεί και ως αντίδραση στους Αλμοάδες, που δεν αποδείχθηκαν ικανοί να σώσουν την Αλ Ανταλούς από τη χριστιανική επέκταση, και στο αμφιλεγόμενο δόγμα τους (στα όρια ετερόδοξου και αιρετικού). Ίσως, ακόμη, ο συντηρητισμός και η επιστροφή στις παραδόσεις να αποτελούν φυσικό αντανακλαστικό μιας απειλούμενης εξωτερικά κοινωνίας. Επίσης, σε ένα πιο συγκυριακό επίπεδο, η επικράτηση του Μαλικισμού μπορεί να εξηγηθεί σε κάποιο βαθμό και από τις προσωπικές προτιμήσεις του ιδρυτή της δυναστείας των Νασριδών, του Μουχάμμαντ ιμπν Νασρ.

Ανεξαρτήτως των λόγων που επέβαλαν αυτή τη στροφή στον συντηρητισμό, διαπιστώνεται ότι η επικράτησή του υπήρξε σχεδόν απόλυτη: οτιδήποτε παρεκκλίνει από την παράδοση καταδικάζεται από τη νομικοθρησκευτική ελίτ της Γρανάδας. Τα μυστικιστικά ρεύματα που εξαπλώνονται στον ισλαμικό κόσμο, πρώτα στην Ανατολή κι έπειτα στο Μαγκρέμπ, αντιμετωπίζονται με ιδιαίτερη δυσπιστία. Μερικοί σούφηδες καταδικάζονται ως αιρετικοί και κάποιοι από αυτούς εκτελούνται. Όσον αφορά, τώρα, το σφρίγος του μαλικισμού καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής του νασριδικού εμιράτου, αυτό αποδεικνύεται κι από το γεγονός ότι στις αρχές του 15ου αι, συγγράφεται στη Γρανάδα μια από τις σπουδαιότερες νομικές-θεολογικές πραγματείες: το Τουχφάτ αλ χουκκάμ του καδή της πρωτεύουσας Αμπού Μπακρ Μουχάμμαντ ιμπν Άσιμ αλ Γκαρνατί (1359-1426).

β. Ιμπν αλ Χατίμπ: Δεν αμφισβητείται ότι στην Γρανάδα καλλιεργούνται γράμματα, τέχνες κι επιστήμες. Η κριτική επικεντρώνεται στο ότι αυτό γίνεται με έναν τρόπο κάπως «αλεξανδρινό»: η πρωτοτυπία κι η ανανέωση αφορούν τους τύπους, όχι την ουσία. Εντούτοις, η κατάσταση αυτή δεν εμποδίζει τη Γρανάδα να αναδείξει μια από τις μεγαλύτερες φυσιογνωμίες του ισλαμικού πολιτισμού: τον Λισανεντίν ιμπν αλ Χατίμπ. Γεννημένος στη Λόχα της Ανδαλουσίας το 1313, ο ιμπν Χατίμπ ενσαρκώνει το πρότυπο του μουσουλμάνου homo universalis. Πολιτικός, στέλεχος της δημόσιας διοίκησης, λόγιος, ποιητής και επιστήμονας, ασχολείται κυριολεκτικά με τα πάντα. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του στην ανακτορική γραμματεία στα χρόνια του εμίρη Γιούσουφ Α΄ και προήχθη σε αρχιγραμματέα. Πολύ γρήγορα έφτασε στο ανώτατο αξίωμα, αυτό του βεζίρη του εμιράτου, θέση από την οποία υπηρέτησε επί σειρά ετών τόσο τον Γιούσουφ, όσο και τον Μουχάμμαντ Ε΄. Κατέχοντας τόση εξουσία ήταν λογικό να αποκτήσει, εκτός από φίλους, και ορκισμένους εχθρούς. Θύμα των μηχανορραφιών τους, έπεσε σε δυσμένεια (οι «καλοθελητές» τον κατηγόρησαν στον εμίρη Μουχάμμαντ ότι ενεργούσε ως πράκτορας των συμφερόντων των Μερινιδών του Μαρόκου) κι αναγκάστηκε να αυτοεξοριστεί στη Φες. Οι εχθροί του δεν τον άφησαν ούτε κι εκεί σε ησυχία: πέτυχαν να συλληφθεί και να καταδικαστεί ως αιρετικός. Πεθαίνει στη Φες το 1374 ή το 1375. Σύμφωνα με μια εκδοχή εκτελέστηκε κατόπιν της καταδίκης του. Άλλοι πάλι διαβεβαιώνουν ότι οι αντίπαλοι του Αλ Χατίμπ έστειλαν στη Φες πληρωμένους δολοφόνους για να τον σκοτώσουν.

Ως λόγιος ο Αλ Χατίμπ ασχολήθηκε με όλους τους τομείς: θεολογία, φιλοσοφία, ποίηση, φιλολογία, ιστορία, γεωγραφία, φυσική και ιατρική. Υπήρξε ο συγγραφέας τόσο πολλών ιατρικών βιβλίων που έχει χαρακτηρισθεί ως ο τελευταίος μεγάλος εγκυκλοπαιδιστής ιατρός του ισλαμικού κόσμου (Anwar G. Cheijne «Historia de España musulmana», εκδ. Cátedra, β΄ έκδοση, Μαδρίτη 1993). Σε πιο πρακτικό επίπεδο, αντιμετώπισε με αρκετή επιτυχία τη μεγάλη επιδημία πανώλης που έπληξε και τη Γρανάδα το 1348, διατάσσοντας τη λήψη αποτελεσματικών μέτρων για την προστασία της δημόσιας υγείας. Ωστόσο, το σημαντικότερο συγγραφικό έργο του ιμπν Αλ Χατίμπ είναι το ιστορικό. Η «Ιχάτα» του («Αλ Ιχάτα φι τάριχ Γκαρνάτα», δηλ. η «πλήρης πηγή για την Ιστορία της Γρανάδας») εξιστορεί λεπτομερώς την Ιστορία της Γρανάδας όχι με τη μορφή γραμμικής αφήγησης γεγονότων, αλλά μέσω μιας σειράς βιογραφιών των επιφανέστερων προσωπικοτήτων της πόλης. Με το τελευταίο ιστορικό σύγγραμμά του («Αμάλ αλ-αλάαμ»), ο ιμπν Αλ Χατίμπ αφηγείται την πορεία του μουσουλμανικού κόσμου, αυτή τη φορά με χρονολογική σειρά και χωρίζοντας το έργο του σε τρία μέρη (Ανατολή, Μαγκρέμπ, Αλ Ανταλούς).

γ. Η αμφιλεγόμενη μορφή του ιμπν Ζαμράκ: Μαθητής και προστατευόμενος του Αλ Χατίμπ, έπειτα λυσσαλέος αντίπαλος, αλλά και διάδοχός του στο αξίωμα του βεζίρη, ο Αμπού Αμπνταλλάχ Μουχάμμαντ ιμπν Ζαμράκ (1333-1393) χαρακτηρίζεται από πολλούς ειδικούς ως ο μεγαλύτερος ποιητής της Γρανάδας (Rachel Arié «L’Espagne musulmane au temps des Nasrides, 1232-1492», εκδ. de Boccard, Παρίσι 1973). Άλλοι, πάλι, αμφισβητούν την αξία του, εκτιμώντας ότι οι ποιητικές συνθέσεις του δεν είναι παρά αντιγραφές των ποιημάτων του δασκάλου του (Juan Vernet «Ce que la culture doit aux Arabes d’Espagne», Sindbad, Παρίσι 1985). Η πορεία της ζωής του ιμπν Ζαμράκ παρουσιάζει διαβολικές ομοιότητες μ’ αυτήν του ιμπν Αλ Χατίμπ. Όπως κι ο μέντοράς του, υπηρετεί δύο εμίρηδες (Μουχάμμαντ Ε΄ και Γιούσουφ Β΄), φυλακίζεται (μετά από κατηγορίες του γιου του Αλ Χατίμπ) και τελικά πέφτει σε δυσμένεια και δολοφονείται κατόπιν διαταγής του εμίρη Μουχάμμαντ Ζ΄.

Είτε υπήρξε εμπνευσμένος ποιητής είτε απλώς ευφυής αντιγραφέας, ο ιμπν Ζαμράκ κατάφερε να κερδίσει την αιωνιότητα. Τα ποιήματά του, που υμνούν τις γυναίκες, τη φύση και την ομορφιά της γενέτειράς του, είναι χαραγμένα στους τοίχους των ανακτόρων της Αλάμπρας.

Β. Αλάμπρα

Με την εγκατάστασή του στη Γρανάδα (1237), ο πρώτος Νασρίδης εμίρης Μουχάμμαντ ιμπν Νασρ διάλεξε την τοποθεσία της Αλάμπρας, στην κορυφή του λόφου Αλ Σαμπίκα που δεσπόζει πάνω από την πόλη, ως έδρα της εξουσίας της δυναστείας του. Σε μια περίκλειστη έκταση εκατό στρεμμάτων χτίστηκε μια πραγματική πόλη με κατοικίες, εργαστήρια, λουτρά, τεμένη, κοιμητήρια, κήπους, φρούριο κι ανάκτορα. Τα πιο φημισμένα ανάμεσά τους είναι το λεγόμενο Ανάκτορο των Κομάρες, με τον ομώνυμο πύργο και την περίφημη Αίθουσα των Πρεσβευτών, και το Ανάκτορο των Λεόντων με το γνωστό αίθριο στο οποίο οφείλει και την ονομασία του. Το πρώτο χτίστηκε από τον εμίρη Γιούσουφ Α΄ (αν και ολοκληρώθηκε από τον διάδοχό του) και είχε πιο επίσημο χαρακτήρα: η Αίθουσα των Πρεσβευτών ήταν στην πραγματικότητα η αίθουσα του θρόνου των Νασριδών ηγεμόνων. Το δεύτερο το ανήγειρε ο Μουχάμμαντ Β΄ και ήταν ουσιαστικά προορισμένο για την ιδιωτική ζωή του μονάρχη.

α. Μια «οικολογική» κι εκλεπτυσμένη αρχιτεκτονική: Τι είναι όμως αυτό που καθιστά την Αλάμπρα αριστούργημα; Βεβαίως πρόκειται για το μοναδικό ανακτορικό σύμπλεγμα του ισλαμικού κόσμου που διασώζεται σε σχεδόν άριστη κατάσταση. Η συνήθης πρακτική των μουσουλμανικών δυναστειών ήταν να γκρεμίζουν τα οικοδομήματα των προηγούμενων προκειμένου να αναδείξουν το μεγαλείο των δικών τους. Έτσι, η σωτηρία της Αλάμπρας οφείλεται παραδόξως στη χριστιανική κατάκτηση (Guichard, όπ.π., σελ. 220-221)! Οι μονάρχες της Ισπανίας προτίμησαν να αφήσουν άθικτο το έργο των Νασριδών, επιλέγοντας να ανεγείρουν τα δικά τους μνημειακά κτίσματα σε διαφορετικά σημεία του λόφου (π.χ. το σύμπλεγμα – ανάκτορο, εκκλησία και μονή – του Καρόλου Κουίντου). Ωστόσο, η εξωτερική όψη και το μέγεθος των κτιρίων της Αλάμπρας δεν εντυπωσιάζουν αφεαυτών. Οι κατασκευές δεν είναι γιγαντιαίες ούτε περίπλοκες. Η συνολική γοητεία των ανακτόρων των Νασριδών έγκειται στο αρμονικό δέσιμό τους με το φυσικό περιβάλλον. Κάποιοι μιλούν για «οικολογική αρχιτεκτονική που πραγματώνει την τέλεια συμβίωση μεταξύ του εδάφους και των κατασκευών» [Jesús Bermúdez «La Alhambra» σε Rafael López Guzmán (επιμ.) «La Arquitectura del Islam Occidental», εκδ. Legado andalusí, Γρανάδα 1999/ βλ. Guichard, όπ.π., σελ. 221]. Η αρμονική εναλλαγή κλειστών και ανοιχτών χώρων (αίθρια και αυλές, κήποι με συντριβάνια και τεχνητές λίμνες) καταδεικνύει τις σχετικές αντιλήψεις του ισλαμικού κόσμου, βάσει των οποίων επιδιώκεται ο συνδυασμός ανθρώπινου και φυσικού στοιχείου, σε αντίθεση προς τις αντίστοιχες δυτικές (όπου τα κτίσματα είναι ογκώδη και οι κήποι, όπου υπάρχουν, τα περιβάλλουν και είναι χωροθετημένοι με τρόπο που να αναδεικνύει τον ανθρώπινο σχεδιασμό).

Η επιδίωξη αυτή προσομοίωσης του φυσικού περιβάλλοντος  υποδηλώνει υψηλή ποιότητα ζωής, εντύπωση που ενισχύεται από τον πλούσιο εσωτερικό διάκοσμο: οροφές με σταλακτίτες (μουκάρνα), κεραμικά πλακίδια, γεωμετρικές συνθέσεις, αραβουργήματα και άλλες επιγραφές (συνήθως με ποιητικό ή θρησκευτικό περιεχόμενο), ευφυής εκμετάλλευση του φυσικού φωτός με σκοπό την ανάδειξη των διαφόρων διακοσμητικών στοιχείων. Όλα αυτά συνθέτουν ένα περίτεχνο σύνολο, εξαιρετικά πλούσιο χωρίς να φαίνεται υπερβολικό.

β. Η συμβολική λειτουργία: Όλα αυτά δεν έχουν απλώς λειτουργική αποστολή, επιδιώκοντας να κάνουν όσο το δυνατόν πιο ευχάριστη τη διαβίωση του μονάρχη, της οικογένειάς του και των αυλικών. Τα κτίσματα και ο διάκοσμός τους σκοπούν να καταδείξουν με συμβολικό τρόπο το μεγαλείο της κοσμικής και της θείας εξουσίας. Η διακόσμηση της οροφής της Αίθουσας των Πρεσβευτών στον Πύργο των Κομάρες αποτελεί συμβολική απεικόνιση των επτά επάλληλων ουράνιων κόσμων, κατά την ισλαμική παράδοση που βασίζεται στην εξηκοστή έβδομη σουράτα του Κορανίου (Dario Cabanelas Rodríguez «El techo del salón de Comares en la Alhambra. Decoración, policromia, Simbolismo y Etimología», Patronato de la Alhambra, Γρανάδα 1988). Οι επιγραφές στους τοίχους επαναλαμβάνουν αδιάκοπα την εμβληματική φράση των Νασριδών «Λα Γκαλίμπ ιλλά Αλλάχ» («δεν υπάρχει άλλος νικητής εκτός από τον Θεό»). Οι κήποι αποτελούν αλληγορίες που παραπέμπουν στον παράδεισο του Κορανίου. Όπως επισημαίνει η Μαρία Χεσούς Ρουμπιέρα Μάτα, «Το αραβικό ανάκτορο, προκειμένου να αποφύγει τη θεία τιμωρία [δεδομένου ότι η μίμηση του κορανικού παραδείσου αποτελεί βλασφημία], μεταμορφώνεται σε σύμβολο της ισλαμικής [δηλαδή της θεϊκής] εξουσίας» (Maria Jesús Rubiera Mata «Il giardino islamico come metafora del paradiso», σε «Il giardino islamico. Architettura, natura, paesagio» Mondadori Electa, Μιλάνο 1993, σελ. 13 επ./ βλ. και Guichard, όπ.π., σελ. 223-224).

γ. Ο μύθος της Αλάμπρας: Η υψηλή αισθητική των αρχιτεκτονημάτων, το γεγονός ότι πρόκειται για το καλύτερα διατηρημένο μνημείο του ισλαμικού πολιτισμού, αλλά, ταυτόχρονα, και για αυτό με την πιο εύκολη πρόσβαση για τους Δυτικούς, ο εξωτισμός της Ανατολής, η ρομαντική εξιδανίκευση ενός απομονωμένου κράτους που μάχεται για να αποφύγει τη μοίρα του και για να διασώσει έναν πανάρχαιο πολιτισμό και η μυθιστορηματική εξιστόρηση της ζωής των τελευταίων Νασριδών ηγεμόνων στην ισπανική λογοτεχνία του 15ου και 16ου αιώνα συνθέτουν ένα μύθο που εξάπτει τη φαντασία του σύγχρονου ανθρώπου. Ήδη για τους ρομαντικούς συγγραφείς του 19ου αιώνα η Αλάμπρα κι η Γρανάδα ενσαρκώνουν με τον πιο γλαφυρό τρόπο το ανατολίτικο όνειρο: ο Σατωμπριάν στις Περιπέτειες του Τελευταίου Αβενσεράγου (1810, έκδ. 1826), ο Ουγκώ στα Ανατολίτικα με το ομώνυμο ποίημα (1829) και ο Γουώσινγκτον Ίρβινγκ με τους Μύθους της Αλάμπρας (1832) εγκαθιστούν τα παλάτια των Νασριδών στο φαντασιακό της Δύσης. Από κει και πέρα, κανείς δεν μπορεί να αντισταθεί στη γοητεία της νασριδικής Αλάμπρας. Ούτε και υπάρχει κανείς λόγος, άλλωστε.

Υποκύπτοντας σ’ αυτήν ακριβώς τη γοητεία, ξεκινήσαμε κι εμείς να διηγούμαστε από το τέλος τη συναρπαστική ιστορία της μουσουλμανικής Ανδαλουσίας, μεταθέτοντας στο μέλλον τη συζήτηση για τα ζητήματα που αναπόφευκτα εγείρει. Γιατί, εκτός των άλλων, η Ιστορία της Αλ Ανταλούς αποτελεί το κατεξοχήν πεδίο παρεξηγήσεων και προβολής σύγχρονων ιδεοληψιών. Κάποια άλλη στιγμή ίσως δοθεί η ευκαιρία να δούμε για ποιους λόγους η Αλ Ανταλούς δεν είναι ούτε απόδειξη μιας υποτιθέμενης αδιάλειπτης ισπανικότητας ούτε υπόδειγμα αρμονικής διαπολιτισμικής κοινωνίας σύμφωνα με τις σημερινές αντιλήψεις.

ΥΓ: Το βασικό διάγραμμα και η πλειονότητα των στοιχείων της ανάρτησης οφείλονται στην προμνημονευθείσα εξαιρετική σύνθεση του Πιερ Γκισάρ για την Ιστορία της Αλ Ανταλούς. Ο τίτλος είναι κλεμμένος από την ομώνυμη τηλεοπτική σειρά της TVE (σε συνεργασία με τη RAI), την οποία είχε προβάλει (τουλάχιστον δύο φορές) και η ελληνική κρατική τηλεόραση. Δεν επρόκειτο για κάποιο αριστούργημα, αλλά ήταν αρκετά συμπαθητική ώστε να μην περάσει κι απαρατήρητη.

Οι αναμνήσεις μιας ζωής

27 Σεπτεμβρίου, 2011

Οι διηγήσεις των μεγάλων ιστορικών γεγονότων από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές τους, αυτόπτες μάρτυρες ή συγχρόνους τους δεν είναι τελικά και τόσο συχνές, τουλάχιστον όσον αφορά ορισμένες περιόδους. Κι έπειτα, από όσες έχουμε στη διάθεσή μας, αρκετές δεν είναι παρά ασκήσεις προπαγάνδας ή προσπάθειες να δικαιολογηθούν τα αδικαιολόγητα. Οι συγγραφείς κατορθώνουν μάλλον σπάνια να περιγράψουν και να αναλύσουν με τρόπο εναργή την κοινωνία στο πλαίσιο της οποίας έδρασαν. Ακόμη σπανιότερα προσεγγίζουν με διάθεση κατανόησης και με αντικειμενικότητα τον Άλλο, τον ξένο και αλλόθρησκο, με μια λέξη τον εχθρό. Από την άποψη αυτή το Κιτάμπ αλ Ίτιμπάρ του Ουσάμα ιμπν Μουνκίντ αποτελεί πραγματικό θησαυρό που αποκτά ακόμη μεγαλύτερη αξία αν λάβουμε υπόψη ότι το μεσαιωνικό ισλάμ δεν έχει να επιδείξει ιδιαίτερη παράδοση συγγραφής απομνημονευμάτων και αυτοβιογραφιών. Ικανός στρατιωτικός, εξαίρετος διπλωμάτης και σύμβουλος ηγεμόνων, λόγιος και ποιητής, ο Ουσάμα γεννήθηκε την εικοστή έβδομη ημέρα του δευτέρου μηνός Τζουμάαντά του έτους Εγίρας 488, δηλαδή στις 4 Ιουλίου 1095, λίγους μήνες πριν ο πάπας Ουρβανός Β΄ κηρύξει τη σταυροφορία στη Σύνοδο της Κλερμόν, και πέθανε στη Δαμασκό στις 17 Νοεμβρίου 1188, ένα χρόνο μετά τον θρίαμβο του Σαλαδίνου στη Μάχη του Χαττίν και την ανάκτηση της Ιερουσαλήμ από τις δυνάμεις του Ισλάμ. Γνώρισε από μικρός τη διάσπαση της επικράτειας του Ισλάμ σε αμέτρητες ηγεμονίες, τον Φράγκο εισβολέα, τη βυζαντινή απειλή. Στη μακρά διάρκεια της ζωής του υπηρέτησε τους τρεις σπουδαιότερους μουσουλμάνους ηγέτες της εποχής του, αυτούς που πραγματικά ενσάρκωσαν το ιδανικό του ιερού πολέμου κατά των απίστων: τον Τούρκο Ζενγκί, τον Νουρ αλ-Ντιν (γιο του Ζενγκί) και, φυσικά, τον Κούρδο Σαλαδίνο. Υπήρξε διπλωματικός και πολιτικός σύμβουλος κι άλλων σημαντικών ηγεμόνων, όπως ήταν οι Μπουρίδες της Δαμασκού, οι Φατιμίδες του Καϊρου και οι Αρτουκίδες της Βόρειας Μεσοποταμίας. Αληθινός homo universalis, απέκτησε εν ζωή τη φήμη σπουδαίου ανθρώπου των γραμμάτων συγγράφοντας πραγματείες με ποικίλη θεματολογία, συνθέτοντας ποιήματα κι επιμελούμενος τη συλλογή και την έκδοση ανθολογιών αραβικής ποίησης. Αδύνατο να βρούμε καλύτερο αφηγητή της Ιστορίας της Μέσης Ανατολής κατά τον 12ο αι. από τον Ουσάμα!

Ι. Η ζωή του Ουσάμα ιμπν Μουνκίντ

Α. Τα παιδικά και νεανικά χρόνια στο Σαϋζάρ (1095-1130): Πατρίδα του Ουσάμα είναι η Βόρεια Συρία και συγκεκριμένα το Σαϋζάρ, το απόρθητο κάστρο του οποίου δεσπόζει πάνω από την κοιλάδα του Ορόντη. Πανάρχαιος σημιτικός οικισμός, είχε μετονομαστεί στα χρόνια των Σελευκιδών σε Λάρισα, καθώς στην πόλη είχε εγκατασταθεί μεγάλος αριθμός αποίκων από τη Θεσσαλία. Μερικούς αιώνες αργότερα η περιοχή βρέθηκε στη διαφιλονικούμενη ζώνη μεταξύ επικράτειας του Ισλάμ και Βυζαντινής αυτοκρατορίας κι άλλαξε χέρια κάμποσες φορές. Από τον Δεκέμβριο του 1081 το κάστρο κι η πόλη του Σαϋζάρ ανήκαν στη οικογένεια του Ουσάμα, τους Άραβες Μπανού Μουνκίντ από τη φυλή Κινάνα. Ο παππούς του συγγραφέα, ο Σαντίντ αλ-Μουλκ Άλι μάλλον αγόρασε το κάστρο από τον τοπικό ορθόδοξο επίσκοπο.

Όταν ο Ουσάμα ήταν τριών χρονών ο πατέρας του, μολονότι νόμιμος διάδοχος, προτίμησε να παραιτηθεί αφήνοντας την εξουσία στον αδελφό του και θείο του συγγραφέα, τον Σουλτάν. Ο Ουσάμα δεν είναι βέβαιος για τους λόγους που οδήγησαν τον πατέρα του στην απόφαση αυτή (η οποία στέρησε από τον μικρό τη δυνατότητα να γίνει μια μέρα εμίρης του Σαϋζάρ), υποθέτει όμως ότι θα πρέπει να οφειλόταν στη μεγάλη του ευσέβεια: τα θρησκευτικά καθήκοντα και η θεολογική μελέτη είχαν μεγαλύτερη σημασία από την άσκηση εξουσίας για τον Μουρσίντ ιμπν Μουνκίντ, έναν άνθρωπο που σε απόδειξη της βαθιάς του πίστης αντέγραψε το Κοράνι δεκάδες φορές. Ό,τι κι αν συνέβη, ο ήρωάς μας μεγάλωσε στο κάστρο του Σαϋζάρ ανάμεσα στην πολυπληθή οικογένεια των Μουνκίντ, τους στρατιώτες και τους υπηρέτες της. Έτυχε εξαιρετικής μόρφωσης: γραμματική, ρητορική, ποίηση, ιστορία και θεολογία περιλαμβάνονται στα όσα διδάχτηκε από τους σπουδαίους λόγιους που βρέθηκαν να υπηρετούν την οικογένεια. Ο ίδιος μιλά με σεβασμό και θαυμασμό για τον δάσκαλό του Αμπού Αμπνταλλάχ αλ-Τουλαϋτουλί, ο οποίος ήταν βιβλιοθηκάριος στην Τρίπολη του Λιβάνου κι όταν οι Φράγκοι κατέκτησαν την πόλη κατέφυγε στο Σαϋζάρ. Όταν ξεκίνησαν τα μαθήματα, ο Ουσάμα ρώτησε τον δάσκαλό του αν είχε διαβάσει όλα τα βιβλία που βρίσκονταν στη βιβλιοθήκη του γραφείου του. Εκείνος του απάντησε να διαλέξει όποιο βιβλίο ήθελε, να ανοίξει μια σελίδα στην τύχη και να του διαβάσει τις δυο πρώτες γραμμές: ο δάσκαλος θα του έλεγε στη συνέχεια από μνήμης ολόκληρη τη σελίδα. Το παιχνίδι αυτό επαναλήφθηκε πάμπολλες φορές και ποτέ ο Ουσάμα δεν κατάφερε να πιάσει τον δάσκαλό του αδιάβαστο. Παράλληλα, ο νεαρός ακολουθεί την απαραίτητη εκπαίδευση για να γίνει ικανός πολεμιστής και στρατιωτικός ηγέτης, ενώ ακολουθεί τον πατέρα και τον θείο του στις συχνές κυνηγετικές τους εξορμήσεις.

Ο Ουσάμα μαθαίνει από μικρός όχι μόνο τι είναι ο πόλεμος, αλλά και πόσο περίπλοκοι είναι οι συσχετισμοί δυνάμεων στην περιοχή. Ο κύριος εχθρός είναι ο Φράγκος έποικος (κι ο συγγραφέας αναφέρεται εκτενώς στους επικίνδυνους γείτονες του Πριγκιπάτου της Αντιόχειας, στον Τανκρέδο και στον Ρογήρο του Σαλέρνο που άσκησαν την αντιβασιλεία στην ηγεμονία αυτή, στους υπόλοιπους χριστιανούς ηγέτες, αλλά και στους μικρότερους φεουδάρχες). Εξίσου συχνές, όμως, είναι κι οι συγκρούσεις με τους ομόθρησκους. Όπως ας πούμε με τους γείτονες της Χάμα: συχνά-πυκνά διαφορές όπως η κλοπή κοπαδιών ή η διεκδίκηση κάποιων χωραφιών λύνονται με τα όπλα. Κι έπειτα, ο ίδιος ο Ουσάμα μας λέει ότι η πιο επικίνδυνη πολιορκία του κάστρου του Σαϋζάρ δεν ήταν έργο απίστων, αλλά των Ισμαηλιτών Ασσασίνων. Τέλος, δεν ήταν σπάνιες κι οι εντελώς ετερόκλητες συμμαχίες, όπως αυτή του 1110 όταν το Βασίλειο της Ιερουσαλήμ, το Πριγκιπάτο της Αντιόχειας και η Κομητεία της Τριπόλεως συνασπίστηκαν με τον Τούρκο ατάμπεη της Δαμασκού, τον Τουγτεκίν, καθώς και με τον Αρτουκίδη ηγεμόνα του Μαρντίν και τον ισχυρό άνδρα του Χαλεπιού για να πολεμήσουν τον Σελτζουκίδη σουλτάνο του Ισπαχάν.

Σε ηλικία 24 ετών ο Ουσάμα συμμετέχει στην πρώτη του μάχη, τον Αύγουστο του 1119. Η ιστορία δείχνει πώς ακριβώς διεξάγονταν οι συνηθισμένες συγκρούσεις μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων στη Συρία του 12ου αι. Μην περιμένετε μάχες ανάμεσα σε τακτικά στρατεύματα ή ιερούς πολέμους στους οποίους συγκρούονται φανατισμένοι μέχρι το μεδούλι πολεμιστές. Ο ήρωάς μας παίρνει εντολή από τον εμίρη θείο του να προκαλέσει ζημιές στα χωράφια των χριστιανών κοντά στην Απάμεια. Έχει υπό τις διαταγές του είκοσι ιππείς που θα οδηγήσουν στη μάχη ένα μπουλούκι πλιατσικολόγων και μερικές δεκάδες Άραβες νομάδες (η διαφορά δεν είναι μεγάλη μεταξύ των δύο κατηγοριών). Ενώ αυτό το περίπου στράτευμα καταστρέφει τις σοδειές των εχθρών, εμφανίζονται μερικοί ένοπλοι χριστιανοί, μεταξύ των οποίων και κάποιοι ιππότες. Ακολουθεί μια άτακτη σύγκρουση που κορυφώνεται με δυο-τρεις μονομαχίες. Οι μουσουλμάνοι γυρίζουν όλοι σώοι στο Σαϋζάρ, ενώ οι απώλειες των χριστιανών είναι απλώς κάποιοι τραυματίες. Ο Ουσάμα νομίζει ότι σκότωσε τον ιππότη που αντιμετώπισε σε μονομαχία: το δόρυ του διαπέρασε τον διπλό αλυσιδωτό θώρακα και το σώμα του ιππότη. Λίγες ημέρες αργότερα μαθαίνει ότι το χτύπημα δεν πείραξε κανένα ζωτικό όργανο κι ο αντίπαλος επέζησε. «Εκείνη την ημέρα έμαθα για τα καλά ότι το πεπρωμένο είναι το ισχυρότερο φρούριο».

Β. Στην υπηρεσία του Ζενγκί (1130-1138): Οι σχέσεις ανάμεσα στον Ουσάμα και τον θείο του Σουλτάν, εμίρη του Σαϋζάρ, ήταν αρχικά εξαιρετικές. Ο θείος, όμως, έκανε οικογένεια κι απέκτησε γιους. Άρχισε πια να θεωρεί ενοχλητική την παρουσία του Ουσάμα στο κάστρο του Σαϋζάρ: θα μπορούσε να αποδειχτεί σφετεριστής της εξουσίας την οποία ο Σουλτάν σκόπευε να μεταβιβάσει στους απογόνους του. Ο Ουσάμα έκρινε καλύτερο να αναζητήσει αλλού την τύχη του κι αποφάσισε να θέσει τον εαυτό του στην υπηρεσία του ισχυρότερου μουσουλμάνου ηγεμόνα της εποχής, του ατάμπεη της Μοσούλης και του Χαλεπιού, με τον οποίο οι Μουνκίδες διατηρούσαν άριστες σχέσεις. Το 1130 ξεκίνησε για το Χαλέπι και εντάχθηκε στην ακολουθία του Ζενγκί. Συνόδεψε τον Τούρκο ηγεμόνα και τους στρατηγούς του στις περισσότερες εκστρατείες τους. Συνήθως ενάντια σε άλλους μουσουλμάνους, κι ας εμφανιζόταν ο Ζενγκί ως ο κύριος υπέρμαχος του τζιχάντ. Κάποιες φορές ενάντια στους χριστιανούς, όπως η εκστρατεία του 1136-1137 με στόχο εδάφη του Πριγκιπάτου της Αντιόχειας.

Στο διάστημα αυτό, ο Ουσάμα επιστρέφει στο Σαϋζάρ δύο φορές: τον Μάϊο του 1137 για την κηδεία του πατέρα του και την άνοιξη του 1138, όταν ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Ιωάννης Β΄ Κομνηνός, έχοντας συμμαχήσει με τους Φράγκους ηγεμόνες, πολιορκεί το κάστρο στην προσπάθειά του να ανακτήσει εδάφη της Βόρειας Συρίας. Ο Ουσάμα βρέθηκε στην πατρίδα του μαζί με τον στρατηγό αλ-Γκισιανί, μια και βάσει του αρχικού σχεδίου οι δυνάμεις του Ζενγκί θα βοηθούσαν στην άμυνα του Σαϋζάρ. Μια μέρα, ο αλ-Γκισιανί ανακοινώνει στον Σύρο ευγενή ότι η τελική απόφαση είναι να υποχωρήσουν στη Μοσούλη. Ο Ουσάμα ζητεί την άδεια να επιστρέψει στο κάστρο για να πάρει μαζί την οικογένειά του, στην πραγματικότητα όμως έχει πάρει την απόφαση να παραμείνει στο Σαϋζάρ και να το υπερασπιστεί. Ο στρατός φεύγει χωρίς τον ήρωά μας. Το περιστατικό αυτό γίνεται αιτία ρήξης με τον Ζενγκί.

Όπως αναμενόταν, η πολιορκία θέτει σε μεγάλη δοκιμασία το Σαϋζάρ. Οι απώλειες είναι μεγάλες. Τελικά, ο εμίρης Σουλτάν αποφασίζει να ακολουθήσει, όπως γράφει ο ανηψιός του, τον «δρόμο της σοφίας». Εκμεταλλεύται τις διαφωνίες του αντίπαλου στρατοπέδου και διαπραγματεύεται με τον βυζαντινό αυτοκράτορα, ο οποίος δέχεται να αποχωρήσει έναντι μεγάλου χρηματικού ποσού. Για τον Ουσάμα, πάντως, δεν είναι γραφτό να ζήσει για πολύ ακόμη στη γενέτειρά του. Οι σχέσεις με τον θείο του οδηγούνται σε οριστική ρήξη: ο Σουλτάν τον εξορίζει ισόβια από το Σαϋζάρ.

Γ. Τα χρόνια της Δαμασκού και οι διπλωματικές αποστολές στα φραγκικά κράτη (1138-1144): Εξόριστος από την πατρίδα του κι έχοντας πέσει στη δυσμένεια του Ζενγκί (όχι μόνο γιατί δεν υπάκουσε σε διαταγές του στρατηγού του, αλλά και γιατί ο Τούρκος ηγεμόνας δεν θα διακινδύνευε να χαλάσει τις σχέσεις του με τον φίλο του εμίρη του Σαϋζάρ φιλοξενώντας έναν εξόριστο), ο Ουσάμα στρέφεται αναγκαστικά στους μεγάλους αντιπάλους του Ζενγκί, τους Μπουρίδες της Δαμασκού. Το καλοκαίρι του 1138 φτάνει στην πόλη που πρόκειται να γίνει δεύτερη πατρίδα του και γρήγορα κερδίζει την εκτίμηση και τη φιλία του ισχυρού άνδρα του καθεστώτος, του βεζίρη Μουίν αλ-Ντιν Ουνούρ. Το βασικό μέλημα της Δαμασκού είναι η αναχαίτιση των επεκτατικών βλέψεων του Ζενγκί. Εφαρμόζοντας το αξίωμα βάσει του οποίου ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου, η ηγεσία της συριακής μητρόπολης στρέφεται στο χριστιανικό βασίλειο της Ιερουσαλήμ και στα υπόλοιπα φραγκικά κράτη. Ήδη τον Σεπτέμβριο του 1138 ο Ουσάμα ιμπν Μουνκίντ θα ξεκινήσει για την πρώτη του διπλωματική αποστολή στα Ιεροσόλυμα. Θα ακολουθήσουν πολλές ακόμη. Μόνος του ή συνοδεύοντας τον Ουνούρ, ο Ουσάμα θα περάσει αρκετό χρόνο στην Ιερουσαλήμ και σε άλλες πόλεις που ελέγχουν οι Φράγκοι. Θα γνωρίσει προσωπικά τον βασιλιά Φουλκ Ε΄, όπως κι αρκετούς από τους επιφανέστερους χριστιανούς ευγενείς.

Ο Ουσάμα αντιλαμβάνεται ότι, εφόσον οι Φράγκοι έχουν έρθει με σκοπό να μείνουν στη Συρία και στην Παλαιστίνη, το καλύτερο είναι να βρεθεί ένας τρόπος συμβίωσης των δύο λαών ο οποίος θα καταστήσει δυνατή τη σταδιακή πολιτιστική προσέγγιση μεταξύ τους. Ως προς το ζήτημα αυτό, ο συγγραφέας διακρίνει λογικότατα μεταξύ νεοφερμένων από τη Δύση σταυροφόρων, οι οποίοι δεν γνωρίζουν τίποτε από την πραγματικότητα στη Μέση Ανατολή κι απλώς ανυπομονούν να σφάξουν μουσουλμάνους, και εγκατεστημένων από καιρό στην περιοχή Φράγκων (φεουδάρχες και στρατιωτικά θρησκευτικά τάγματα όπως οι Ναΐτες), τους οποίους θεωρεί ανθρώπους με τους οποίους μπορεί να συνεννοηθεί και να αναπτύξει σχέσεις εμπιστοσύνης και φιλίας. Οι εντυπώσεις και οι κρίσεις του Ουσάμα για τα ήθη και τα έθιμα των Φράγκων είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσες. Από κάποιες απόψεις βρίσκονται πιο κοντά στις σύγχρονες αντιλήψεις, σε άλλα σημεία οι επιλογές των χριστιανών μας φαίνονται πιο οικείες. Για παράδειγμα, ο Ουσάμα εκφράζει τον θαυμασμό του για τον τρόπο με τον οποίο αποδίδει δικαιοσύνη η αυλή του βασιλιά της Ιερουσαλήμ. Εντούτοις, η χρήση της θεοδικίας εκ μέρους των Φράγκων του φαίνεται όχι μόνο απάνθρωπος, αλλά και βλακώδης τρόπος απονομής δικαιοσύνης. Σε ιατρικά ζητήματα, οι εντυπώσεις του είναι ανάμεικτες: οι Φράγκοι σε μερικές περιπτώσεις τα καταφέρνουν καλύτερα από τους μουσουλμάνους γιατρούς. Σε άλλες επιδεικνύουν άγνοια κι ανοησία, ειδικά όταν μπλέκονται στην ιστορία κομπογιαννίτες (π.χ. αχρείαστος ακρωτηριασμός που καταλήγει στον θάνατο του τραυματία) και ιερείς. Όσον αφορά τη θρησκεία, ο συγγραφέας εκτιμά την πίστη τους και μάλιστα σε μια θρησκεία που έχει αποκαλυφθεί από τον ίδιο τον θεό «όπως κι η δική μας», αλλά αδυνατεί να κατανοήσει «τις υπερβολές στις οποίες τους οδηγεί η ειδωλολατρεία που επιδεικνύουν για τον Ιησού και την Παναγία» (σελ. 88-89). Σε ό,τι έχει να κάνει με τις σχέσεις ανδρών και γυναικών, ο Ουσάμα θεωρεί ότι οι χριστιανοί δίνουν μεγάλη ελευθερία στις γυναίκες τους, με συνέπεια να θέτουν σε κίνδυνο την τιμή και την αξιοπρέπειά τους. Το γεγονός ότι μια γυναίκα που περπατά στον δρόμο με τον σύζυγό της μπορεί να τον αφήσει για να πιάσει κουβέντα με μια φίλη της τον εκπλήσσει αρνητικά! Κι αν για τις παρατηρήσεις αυτές μπορούμε με τις σύγχρονες αντιλήψεις μας να κατηγορήσουμε εύλογα τον συγγραφέα για συντηρητισμό, σε μια άλλη περίπτωση θα του δώσουμε απόλυτο δίκιο όταν θεωρεί αναξιοπρεπές αυτό που είδε κάποτε στην Τιβεριάδα: σε μια μεγάλη θρησκευτική γιορτή, έπειτα από τις καθιερωμένες κονταρομαχίες μεταξύ ιπποτών, οι διοργανωτές είχαν βάλει δύο γριες να κάνουν αγώνα δρόμου με έπαθλο ένα ψητό γουρουνόπουλο που είχαν τοποθετήσει στη γραμμή του τερματισμού!

Από το ύφος του κειμένου μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ο συγγραφέας πέρασε ευχάριστα χρόνια ανάμεσα στην όμορφη Δαμασκό και στα φραγκικά κράτη. Όλα τα ωραία, όμως, τελειώνουν κάποτε! Εκτός του προστάτη του, ο Ουσάμα δεν πρέπει να είχε πολλές συμπάθειες μεταξύ των αυλικών και των πολιτικών της Δαμασκού. Κι έτσι, το 1144, αναγκάζεται να αναζητήσει νέο καταφύγιο.

Δ. Στο φατμιδικό χαλιφάτο της Αιγύπτου (1144-1154): Ένας από τους θείους του Ουσάμα είχε εγκατασταθεί εδώ και χρόνια στην Αίγυπτο. Αυτός μεσολάβησε στον Φατιμίδη χαλίφη Αλ Χάφιζ, ο οποίος πράγματι υποδέχεται στο Κάιρο τον Ουσάμα με όλες τις τιμές: του παραχωρεί έπαυλη για να ζει με την οικογένειά του και κτήματα για να διαθέτει τα αναγκαία για μια πλούσια ζωή εισοδήματα. Τα πέντε χρόνια μέχρι τον θάνατο του χαλίφη (1149) θα περάσουν ευχάριστα για τον ήρωά μας, ο οποίος ανακαλύπτει τα θαύματα της Αιγύπτου. Ο θάνατος του 11ου χαλίφη της δυναστείας σηματοδοτεί όμως την οριστική απώλεια της εύθραυστης ισορροπίας που χαρακτήριζε το φατιμιδικό χαλιφάτο: πίσω από τον πλούτο και τις ομορφιές του Αιγύπτου αποκαλύπτεται ένας κόσμος αντίρροπων κέντρων εξουσίας τα οποία είναι έτοιμα ν’ αλληλοσπαραχθούν. Πανίσχυροι βεζίρηδες και διοικητές επαρχιών, ανακτορικές ίντριγκες και συνωμοσίες, επίλεκτα στρατιωτικά σώματα που τύποις υπηρετούν τον ηγέτη των πιστών, αλλά στην πράξη συγκρούονται μεταξύ τους με στόχο την απόκτηση περισσότερων προνομίων, ιδιωτικοί στρατοί, όχλος κι οδομαχίες. Κόλαση! Ο νέος χαλίφης, ο Αζ-Ζάφιρ επιλέγει για νέο βεζίρη τον γηραιό κι άβουλο ιμπν Μασάλ. Η αριστοκρατία, όμως, υποστηρίζει τον πανίσχυρο κυβερνήτη της Αλεξάνδρειας, τον ιμπν αλ-Σαλλάρ, ο οποίος και θα επιβληθεί με τη δύναμη των όπλων. Ακολουθεί μία περίοδος ισορροπίας του τρόμου μεταξύ του χαλίφη και του αυτοδιορισμένου βεζίρη του. Ο δεύτερος είχε εμπιστευτεί τη διοίκηση της Αλεξάνδρειας στον γαμπρό του τον Αμπάς. Μόνο που ο Αμπάς έχει ένα γιο, τον Νασρ, που είναι απίστευτα φιλόδοξος. Αυτόν προσεταιρίζεται ο χαλίφης για να τον κάνει εκτελεστικό όργανο των πιο σκοτεινών του σχεδίων. Ο Νασρ δολοφονεί τον αλ-Σαλλάρ (1153) κι ο Αζ-Ζάφιρ ονομάζει  βεζίρη τον Αμπάς. Μόνο που η ιστορία δεν σταματά εδώ: ο χαλίφης προτείνει στον Νασρ να βγάλει από τη μέση και τον ίδιο τον πατέρα του! Ακόμα κι ο δολοφόνος έχει τελικά κάποιες αναστολές. Το σχέδιο του χαλίφη στρέφεται τελικά εναντίον του. Από έναν πατροκτόνο καλύτεροι είναι οι δυο βασιλοκτόνοι! Γιος και πατέρας δολοφονούν τον χαλίφη και κάμποσους από τους αδελφούς του (1154), ονομάζοντας τυπικά χαλίφη τον γιο του Αζ-Ζάφιρ, ένα νήπιο 5 ετών. Αν ο Αμπάς κι ο Νασρ πίστεψαν ότι έγιναν κύριοι της Αιγύπτου, η χαρά τους δεν κράτησε πολύ. Είχαν κάνει πολλούς εχθρούς μέσα κι έξω απ΄ το παλάτι. Όλοι αυτοί υποστήριξαν τον ιμπν Ρουζζίκ, έπαρχο της Άνω Αιγύπτου, ο οποίος κινήθηκε με τον στρατό του προς το Κάιρο. Ακολούθησε πραγματικός εμφύλιος. Νικημένος, ο Αμπάς αναγκάστηκε να αποχωρήσει από την πόλη. Ο Ουσάμα ήταν από παλιά φίλος με τον ιμπν Ρουζζίκ, είχε όμως συνεργαστεί και με τον Αμπάς, ο οποίος και τον ανάγκασε να τον ακολουθήσει στη φυγή του. Το μέγαρο και τα κτήματα του Ουσάμα λεηλατήθηκαν από τον όχλο. Όσο για τον Αμπάς, αντί να οχυρωθεί στην Αλεξάνδρεια όπου ήταν κι η βάση των πιστών οπαδών του, προτίμησε να κινηθεί προς τη Συρία σε αναζήτηση ένας θεός ξέρει ποιας συμμαχίας. Οι φυγάδες βρέθηκαν τυχαία αντιμέτωποι με τον στρατό των Φράγκων της Ιερουσαλήμ. Ο Αμπάς σκοτώθηκε. Ο Νασρ αιχμαλωτίστηκε: οι Ναΐτες τον πούλησαν στον ιμπν Ρουζζίκ για 60.000 δηνάρια κι αυτός τον παρέδωσε στις χήρες του Αζ-Ζάφιρ. Αφού τον βασάνισαν τον σταύρωσαν έξω από τις πύλες του Καΐρου.

Ε. Η επιστροφή στη Δαμασκό – τα χρόνια δίπλα στον Νουρ αλ-Ντιν (1154-1164): Ο Ουσάμα αναζήτησε ξανά καταφύγιο στη δεύτερη πατρίδα του (19 Ιουνίου 1154). Ο παλιός του προστάτης, ο Ουνούρ, είχε πια πεθάνει. Η δυναστεία των Μπουριδών είχε σβήσει και νέος κύριος της Δαμασκού ήταν ο γιος του Ζενγκί, ο Νουρ αλ-Ντιν. Ο Ουσάμα τον είχε ξαναδεί κάποια χρόνια νωρίτερα, όταν τον είχε επισκεφτεί ως απεσταλμένος του χαλιφάτου για να συνάψει συμμαχία κατά τον Φράγκων. Το σχέδιο δεν είχε ουσιαστικά ευοδωθεί, αλλά ο ιμπν Μουνκίντ πρέπει να έκαμψε κάποιες από τις εναντίον του προκαταλήψεις που ο  Ζενγκί θα είχε σίγουρα μεταδώσει στον γιο του. Ο Νουρ αλ-Ντιν υποδέχτηκε τον Ουσάμα με όλες τις τιμές και τον έκανε σύμβουλό του. Τον βοήθησε να φέρει από την Αίγυπτο την οικογένειά του. Αν και η ατυχία δεν άφησε τον Ουσάμα: ενώ το πλοίο που μετέφερε τις συζύγους και τα παιδιά του έπλεε έξω από την Άκρα του επιτέθηκαν οι άνδρες του βασιλιά του Ιερουσαλήμ. Κανείς δεν πειράχτηκε, αλλά κλάπηκαν τα χρήματα, η οικοσκευή κι ό,τι πολύτιμο μετέφεραν (συνολικής αξίας 30.000 δηναρίων). Μαζί κι όλα τα βιβλία του Ουσάμα.

Μετά από αυτό το ατυχές περιστατικό, τα πράγματα πηγαίνουν καλύτερα. Ο Ουσάμα συνοδεύει τον Νουρ αλ-Ντιν σ’ όλες τις εκστρατείες του, ενάντια σε Φράγκους ή μουσουλμάνους. Ακολουθεί τον ηγεμόνα και τις μετακινήσεις της αυλής του μεταξύ Δαμασκού και Χαλεπιού. Δύο γεγονότα τον σημαδεύουν: το 1157 ένας σφοδρός σεισμός συγκλονίζει τη Βόρεια Συρία. Το κάστρο του Σαϋζάρ γκρεμίζεται και παίρνει μαζί του όλους σχεδόν τους συγγενείς του Ουσάμα. Μια μόνο πατρίδα απομένει για τον ήρωά μας. Τρία χρόνια αργότερα, αποφασίζει να εκπληρώσει το θρησκευτικό καθήκον του προσκυνήματος στη Μέκκα. Στο μεταξύ, η υγεία του Νουρ αλ-Ντιν γίνεται όλο και πιο εύθραυστη. Ο ατάμπεης βρίσκει παρηγοριά στη θρησκεία: στην αυλή κυριαρχεί ατμόσφαιρα θρησκευτικής αυστηρότητας κι ασκητισμού που θυμίζει μοναστήρι. Όσον αφορά τα στρατιωτικά, ο Νουρ αλ-Ντιν θα συγκεντρώσει τις δυνάμεις του με σκοπό να επιφέρει αποφασιστικό χτύπημα στους Φράγκους: πράγματι, την εικοστή δεύτερη ημέρα του μηνός του ραμαζανιού του 559 (12 Αυγούστου 1164) ο Νουρ αλ-Ντιν θα συντρίψει τις χριστιανικές δυνάμεις, θα καταλάβει το φρούριο του Χαρίμ και θα αιχμαλωτίσει τον Βοημούνδο Γ΄ της Αντιόχειας, τον Ραϋμόνδο Γ΄ της Τριπόλεως, και τον διοικητή των βυζαντινών δυνάμεων που είχε στείλει ο Μανουήλ Κομνηνός.

ΣΤ΄. Στην αυλή του Καρά Αρσλάν: Παρά τους στρατιωτικούς θριάμβους, η παραμονή στην αυλή του Νουρ αλ-Ντιν έχει κουράσει τον Ουσάμα ιμπν Μουνκίντ. Ο ηγεμόνας δείχνει άλλωστε να προτιμά πια νεότερους συμβούλους. Έτσι, ο Ουσάμα αποφασίζει να ανταποκριθεί στην πρόσκληση του φίλου του Καρά Αρσλάν, του Τούρκου Αρτουκίδη ηγεμόνα της Βόρειας Μεσοποταμίας. Έδρα του Καρά Αρσλάν είναι η Χισν Κάυφα (τουρκικά Χασάνκεΰφ), στο σημερινό τουρκικό Κουρδιστάν. Ο Ουσάμα μας την παρουσιάζει σαν μια όμορφη πόλη που τη διασχίζει ο Τίγρης και την περιβάλλουν βουνά. Αλλά φυσικά η κρίση του είναι υποκειμενική, μια και η διαμονή του εκεί αποδεικνυόταν εξαιρετικά ευχάριστη: «μακριά από τον Νουρ αλ-Ντιν… η μεγάλη ηλικία μου, συνώνυμη της πείρας, και το μικρό μέγεθος της κοινωνίας στην οποία είχα προσκληθεί αποτελούσαν ευνοϊκούς παράγοντες για μένα. Με δυο λόγια, ήταν σαν να με περίμεναν εκεί. Ο Καρά Αρλάν αισθανόταν δόξα και τιμή που με είχε φέρει μαζί του… Πίστευα ότι θα σταματήσω να είμαι αυτό που ήμουν μέχρι τότε: ένας νομάδας της πολιτικής και των όπλων (σελ. 164)». Οι μέρες του Ουσάμα γεμίζουν με μελέτη και διαλέξεις, κυνήγι και ταξίδια (Μαγιαφαρικίν, Μοσούλη). Η μόνη στρατιωτική περιπέτεια ήταν μια άτυχη προσπάθεια του Καρά Αρσλάν να καταλάβει το Ντιγιάρμπακίρ, την αρχαία Άμιδα. Η παραμονή του Ουσάμα στη Βόρεια Μεσοποταμία θα τερματιστεί το φθινόπωρο του 1174, λίγο μετά τον θάνατο του Καρά Αρσλάν. Οι γιοι του ηγεμόνα έκριναν ότι ο γηραιός λόγιος και σύμβουλος του πατέρα τους κόστιζε πολλά χρήματα!

Ζ΄. Και πάλι στη Δαμασκό – τα χρόνια του Σαλαδίνου και το τέλος (1174-1188): «Εκείνο το φθινόπωρο του έτους 570 της Εγίρας… ξαναέβλεπα επιτέλους τη Δαμασκό. Με είχε ήδη δεχτεί δυο φορές, εξόριστο από το Σαϋζάρ και φυγά από το Κάιρο. Πόλη εξορίας κι έπειτα πατρίδα μου. Την είχα εγκαταλείψει για τη Χισν Κάυφα. Γενναιόδωρη, με ξαναδεχόταν. Σαν τον άσωτο υιό… επέστρεφα στη μητέρα μου…» (σελ. 178-179). Μετά τον θάνατο του Νουρ αλ-Ντιν την ίδια χρονιά (1174), η Δαμασκός ανήκει πια στον Σαλαδίνο, ήδη κύριο εδώ και κάποια χρόνια της Αιγύπτου. Ο αγαπημένος γιος του Ουσάμα, ο Μουρχάφ, ανήκει στο στενό περιβάλλον του Σαλαδίνου κι ο νέος μεγάλος ηγεμόνας έστελνε δώρα στον σεβάσμιο λόγιο και πολιτικό από τη Βόρεια Συρία ενώ αυτός βρισκόταν ακόμη στη Μεσοποταμία. Ο Ουσάμα γνωρίζει προσωπικά τον νέο ισχυρό ηγέτη του Ισλάμ, χαίρει της εύνοιάς του, συμμετέχει στις λογοτεχνικές βραδιές που διοργανώνει ο Κούρδος ηγεμόνας στη Δαμασκό και παρακολουθεί τις στρατιωτικές επιτυχίες του. Ο Σαλαδίνος ενώνει ολόκληρη την ανατολική επικράτεια του Ισλάμ: το 1184 κατακτά και το Χαλέπι. Μπορεί πια να στραφεί απερίσπαστος κατά των Φράγκων: «το ευλογημένο έτος 583 της Εγίρας… ο Σαλαδίνος συνέτριψε τους Φράγκους στο Χαττίν, δυτικά της Τιβεριάδας. Η νίκη άνοιγε κι άλλες πύλες. Την εικοστή εβδόμη ημέρα του μηνός ρατζάμπ ο Σαλαδίνος έμπαινε στην Ιερουσαλήμ, την Αγία Πόλη που το Ισλάμ ξαναέβρισκε σαν νύφη απ’ την οποία το χώρισαν σχεδόν έναν αιώνα πριν» (σελ. 189). Ευτυχισμένος και γεμάτος εμπειρίες, ύστερα από 93 χρόνια ζωής, ο Ουσάμα εγκατέλειπε τον μάταιο τούτο κόσμο το 1188.

ΙΙ. Ιστορίες, περιστατικά και ανέκδοτα από το Κιτάμπ αλ Ίτιμπάρ

Το μοναδικό σωζόμενο χειρόγραφο της αυτοβιογραφίας του Ουσάμα το ανακάλυψε στο Εσκοριάλ της Μαδρίτης ο Αρτβίγκ Ντερενμπούρ, ο οποίος υπήρξε κι ο πρώτος μεταφραστής του έργου στα γαλλικά, και γενικά σε δυτικοευρωπαϊκή γλώσσα [«Ousama ibn Mounkidh, un emir Syrien au premier siècle des croisades (1095–1188)», Παρίσι 1889]. Η πλέον πρόσφατη μετάφραση στα γαλλικά ανήκει στον Αντρέ ΜικέλUsâma Ibn Munqidh. Des enseignements de la vie (Kitâb al‐I’tibâr). Souvenirs d’un gentilhomme syrien du temps des Croisades, traduction, introduction et notes», Imprimerie Nationale, Παρίσι 1983, και, σε ελαφρώς διασκευασμένη/ απλουστευμένη έκδοση, «Ousama, un prince syrien face aux croisés», Fayard, σειρά «Les inconnus de l’histoire», Παρίσι 1986, απ’ όπου και τα αποσπάσματα που παρατίθενται κατωτέρω]. Η πρώτη αγγλική μετάφραση ήταν έργο του λιβανέζικης καταγωγής Φίλιπ Χουρί ΧιττίAn Arab-Syrian Gentlemen in the Period of the Crusades: Memoirs of Usamah ibn-Munqidh», 1929), ενώ η πλέον πρόσφατη είναι αυτή του Πωλ Μ. Κομπ («The Book of Contemplation: Islam and the Crusades», Penguin Classics, 2008).

Το βιβλίο του Ουσάμα δεν είναι μια αυτοβιογραφία με τη σύγχρονη δυτική έννοια του όρου, ούτε αποτελεί ιστορικό σύγγραμμα. Δεν πρόκειται για μια γραμμική αφήγηση των γεγονότων που έζησε ο συγγραφέας. Φυσικά, ο Ουσάμα εξιστορεί τα σημαντικότερα συμβάντα και τους σταθμούς της ζωής του. Κύριος σκοπός του έργου, όμως, είναι ο διδακτικός. Ο συγγραφέας θέλει να «μεταδώσει σ’ άλλους τη γνώση, τις σκέψεις και την εμπειρία που συσσώρευσε κατά τη διάρκεια της ζωής του» (σελ. 173). Το Κιτάμπ αλ Ίτιμπάρ ανοίγει και κλείνει με στοχασμούς του συγγραφέα γύρω από τη ζωή, τον θάνατο και την ανθρώπινη μοίρα. Είναι γεμάτο με ιστορίες και περιστατικά που έζησε ο συγγραφέας ή του τα διηγήθηκαν. Όλα αυτά παρατίθενται ως εκδηλώσεις και σημάδια της θείας βούλησης. Για αυτόν τον λόγο και η αναφορά σε διάφορα ιατρικά περιστατικά (εξ ορισμού υποθέσεις ζωής και θανάτου, ή έστω σχεδόν έτσι) ή κατά τα φαινόμενα θαύματα. Αυτό που τελικά πρέπει να καταδειχθεί είναι «η απόλυτη ελευθερία του Θεού και η παντοδυναμία του οργάνου Του αυτού που αποκαλούμε πεπρωμένο» (σελ. 175). Η μόνη καθαρά προσωπική πινελιά είναι οι συνεχείς αναφορές στο μεγάλο πάθος του Ουσάμα, το κυνήγι: άπειρες κυνηγετικές ιστορίες, διηγήσεις για κυνηγόσκυλα και, κυρίως, για κυνηγετικά πτηνά. Κατά τα λοιπά, ο συγγραφέας είναι εξαιρετικά φειδωλός σε ό,τι αφορά την προσωπική του ζωή (δεν κατονομάζει καμία από τις συζύγους του κι από τα παιδιά του μνημονεύει μόνο τον αγαπημένο του γιο, τον Μουρχάφ) ή τη θρησκευτική του πίστη.

Ας διαβάσουμε στα γρήγορα ορισμένα χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το βιβλίο του Ουσάμα ιμπν Μουνκίντ. Πρώτα αυτά που περιέχουν τις σκέψεις του σχετικά με τους Φράγκους κι έπειτα διάφορα περιστατικά από τις περιπλανήσεις του στην επικράτεια του Ισλάμ.

Α. Ο Ουσάμα και οι Φράγκοι

«Εξετάζοντας τη ζωή μου για τελευταία φορά, όπως κάνω τούτη τη στιγμή, θα έλεγα πάντως ότι κανένας συγγενής, φίλος ή υπηρέτης δεν με συντρόφεψε για τόσο πολύ χρόνο όσο οι Φράγκοι. Ήταν εδώ σχεδόν από τότε που γεννήθηκα. Ήμουν τεσσάρων μηνών όταν ο πάπας της Ρώμης παρακίνησε αυτούς τους καταραμένους να έρθουν στα μέρη μας, ξεκινώντας από την άλλη άκρη της θάλασσας, για να ανακτήσουν τον τάφο του Χριστού. Λες κι εμείς τον είχαμε κλέψει από κάποιον… Τέσσερα χρόνια αργότερα βρίσκονταν στα μέρη μας, στην Έδεσσα και στην Αντιόχεια. Άλλα δέκα χρόνια μετά κι ήταν η σειρά της Τρίπολης. Ο Θεός το θέλησε για να μας τιμωρήσει για τις έριδές μας. Αντιμέτωποι με τους νεοφερμένους και τους πάντοτε απειλητικούς Ρωμιούς, εμείς αναλωνόμασταν σε διαμάχες μεταξύ μας. Αντί για ένα Ισλάμ είχαμε χίλια, κι άλλους τόσους αρχηγούς… Για να το πω με συντομία, δεν είχαμε να αντιπαραθέσουμε στον εχθρό παρά μύρια αλληλοαντικρουόμενα συμφέροντα, οπότε, για να υπερασπίσουμε το Σαϋζάρ από τους ομόθρησκους αδελφούς μας, χρειάστηκε μερικές φορές να ζητήσουμε βοήθεια – ο Θεός να με συγχωρά – από τους εχθρούς (σελ. 33-34)…

Αναγνωρίζω πρόθυμα στους Φράγκους δύο αρετές: το θάρρος τους και την εκτίμηση την οποία τρέφουν για τους ιππότες τους. Είχα κάποτε μια διαφορά με τον Ρενιέ, άρχοντα της Πανειάδας, μια και μας είχε κλέψει αιγοπρόβατα σε καιρό ειρήνης. «Ορίστε κάποιος που μας έχει προξενήσει σημαντική ζημιά – είπα στον βασιλιά Φουλκ -, μας έκλεψε ζώα ενώ οι κατσίκες επρόκειτο να γεννήσουν. Μας τις επέστρεψε, όχι όμως και τα μικρά, οπότε εξακολουθούμε να υφιστάμεθα ζημία«. Ο βασιλιάς έκανε νεύμα σε πέντε-έξι ιππότες: «Εμπρός! Αποδώστε δικαιοσύνη«. Βγήκαν από την αίθουσα ακροάσεων για να διασκεφθούν κι επέστρεψαν για να ανακοινώσουν ότι ομόφωνα αποφάσισαν πως ο άρχοντας έπρεπε να καταβάλει χρηματικό πρόστιμο [το ύψος του οποίου θα καθόριζα εγώ ο ίδιος]. Ο Ρενιέ παρακάλεσε να φανώ επιεικής κι υπήρξε τόσο πειστικός που αρκέστηκα σε 400 δηνάρια. Το παράδειγμα καταδεικνύει το πώς αντιμετωπιζόταν μια δικαστική απόφαση που είχαν εκδώσει οι ιππότες. Κανείς, ούτε καν ο ίδιος ο βασιλιάς δεν μπορεί να την αμφισβητήσει (σελ. 83)…

Θα παραθέσω ως αξιοσημείωτο παράδειγμα την περίπτωση ενός Φράγκου από την Αντιόχεια. Είχα στείλει στην πόλη αυτή έναν από τους συνεργάτες μου ο οποίος, κατόπιν συμβουλής μου, είχε φιλοξενηθεί από τον Θεόδωρο Σοφιανό, ο οποίος έχαιρε μεγάλου κύρους στην πόλη και ήταν αληθινός μου φίλος. Ο Σοφιανός παρακάλεσε τον συνεργάτη μου να τον συνοδέψει σε έναν γνωστό του ο οποίος τον είχε προσκαλέσει. Επρόκειτο για ένα Φράγκο ιππότη της παλιάς γενιάς από αυτούς που είχαν συμμετάσχει στις πρώτες μάχες. Είχε πια εγκαταλείψει την ενεργό δράση κι είχε αποσυρθεί στην Αντιόχεια, σ’ ένα κτήμα από το οποίο ζούσε. Όπως μου είπε ο συνεργάτης μου, τους παρουσίασε ένα τραπέζι με τα πιο εκλεκτά και καθαρά εδέσματα που θα μπορούσε κάποιος να ονειρευτεί: «Δίσταζα παρόλα αυτά, οπότε ο οικοδεσπότης μας με καθησύχασε. Εδώ και χρόνια δεν έτρωγε πια καθόλου φράγκικα φαγητά. Είχε Αιγύπτιες μαγείρισσες στις οποίες είχε απόλυτη εμπιστοσύνη: το χοιρινό κρέας δεν έμπαινε ποτέ στο σπίτι του«.

Αυτούς τους Φράγκους που με συνόδεψαν… σ’ όλη τη διάρκεια της μακράς ζωής μου πώς πρέπει να τους κρίνω τώρα που πλησιάζει ο θάνατος; Ο Θεός μας τους έστειλε, αυτό είναι βέβαιο, για να μας δοκιμάσει, για να μας υπενθυμίσει τις αμαρτίες μας και πάνω απ’ όλα τη μεγαλύτερη απ’ αυτές: τις έριδές μας. Εκμεταλλευόμενές τες, οι Φράγκοι κατόρθωσαν να έρθουν στα μέρη μας και να εγκατασταθούν σ’ αυτά. Συχνά αναρωτιόμουν, τα πρώτα χρόνια, αν με τον καιρό θα μας έμοιαζαν. Χάρη σε μερικούς από αυτούς πίστεψα στο θαύμα: αν όχι να ασπασθούν την πίστη μας, τουλάχιστον θα μπορούσαν, παραμένοντας χριστιανοί, να μάθουν μαζικά τη γλώσσα μας και να μοιραστούν με τους μουσουλμάνους αδελφούς τους τον ίδιο τρόπο ζωής, όπως κι οι ντόπιοι χριστιανοί. Γενικά, όμως, οι Φράγκοι δεν θέλησαν ούτε το ένα ούτε το άλλο (σελ. 97-99)».

Β. Περιπλανώμενος αριστοκράτης στην επικράτεια του Ισλάμ

α. Τα χρόνια δίπλα στον Ζενγκί: [1. Ο Ζενγκί κι οι στρατηγοί του] «Αναφερόμενος στους στρατηγούς του, ο Ζενγκί έλεγε συχνά: «Έχω στις διαταγές μου τρεις έμπιστους άντρες: τον Αλί Κουτζάκ που φοβάται τον Θεό, αλλά όχι κι εμένα. Τον Σουνκούρ που με φοβάται, αλλά δεν φοβάται τον Θεό. Και τον Μουχάμαντ αλ-Γκισιανί ο οποίος δεν φοβάται ούτε τον Θεό ούτε κι εμένα»! (σελ. 69)».

[2. Το καταραμένο κάστρο]

«Ευτυχώς, το έτος 526 της Εγίρας [1132] ξέσπασε πάλι πόλεμος, όπου επιθυμούσα διακαώς να αποδείξω την αξία μου στον Ζενγκί. Πρέπει να ομολογήσω ότι η ιστορία άρχιζε άσχημα για μένα, μια και οι αντίπαλοι ήταν αδέρφια μας μουσουλμάνοι. Ο Ζενγκί είχε αποφασίσει να κάνει επίδειξη δύναμης στη Βαγδάτη όπου βασίλευε ο χαλίφης Αλ-Μουσταρσίντ. Ένιωθα σχεδόν ευχαριστημένος όταν τα πράγματα δεν πήγαν καλά κι αναγκαστήκαμε να υποχωρήσουμε. Στον δρόμο της επιστροφής ο ατάμπεης διέταξε έναν από τους στρατηγούς του, τον Μουχάμαντ αλ-Γκισιανί, να πολιορκήσει τον εμίρη Καφτζάκ, ο οποίος είχε οχυρωθεί σ’ ένα φρούριο αληθινή αετοφωλιά, στη Μασούρρα του Κουχιστάν, νότια της λίμνης Ούρμια. Μόλις είχαμε στρατοπεδεύσει όταν εμφανίστηκε στις επάλξεις μια γυναίκα και μας φώναξε: «μήπως έχετε καλό βαμβακερό ύφασμα σε μεγάλη ποσότητα«; Κάποιος από τους δικούς μας της απάντησε «την κατάλληλη στιγμή βρήκες για να ψωνίσεις» κι εκείνη τότε είπε: «το χρειαζόμαστε για να σας φτιάξουμε σάβανα, μια και σε πέντε μέρες το πολύ θα είστε όλοι νεκροί«! Πράγματι στο μέρος εκείνο επικρατούσε μια νοσηρή ατμόσφαιρα και θέριζαν οι αρρώστειες, οπότε ο αλ-Γκισιανί αποφάσισε να επισπεύσει τις επιχειρήσεις…. ανέλαβαν δράση οι σκαπανείς μας από το Χορασάν. Έσκαψαν κάτω από τα θεμέλια του φρουρίου, ένας πύργος του γκρεμίστηκε και συλλάβαμε έναν αιχμάλωτο. Ο αλ-Γκισιανί διέταξε να τον κόψουν στα δύο. Μπήκα στη μέση. «Κύριε, βρισκόμαστε στον ιερό μήνα του ραμαζανιού. Αυτός ο άνθρωπος είναι μουσουλμάνος κι η θανάτωσή του θα είναι ένα έγκλημα για το οποίο θα λογοδοτήσεις στον άλλο κόσμο«! «Κόψτε τον στα δύο – διέταξε και πάλι ο στρατηγός – ! Ο φόβος είναι το καλύτερο όπλο μας ενάντια σ’ αυτούς που είναι μέσα στο φρούριο«. Επέμεινα: «Κύριε, το φρούριο θα το καταλάβεις έτσι κι αλλιώς σύντομα«. Ο αλ-Γκισιανί είχε όμως πεισμώσει. «Έδωσα μια διαταγή«! Η διαταγή του εκτελέσθηκε κι όσο για το φρούριο, αυτό καταλήφθηκε λίγο αργότερα (σελ. 61-62)».

β. Από τα χρόνια στη Μεσοποταμία: [Ο γέρος κι ο σουλτάνος] «Την ιστορία… μου τη διηγήθηκε ο καδής και ιμάμης Αμπού Σουλεϋμάν Νταβούντ, την εικοστή δεύτερη ημέρα του πρώτου μηνός ραμπί, κατά το έτος 556 της Εγίρας [3.12.1170], ενώ βρισκόμασταν στα περίχωρα της Χισν Κάυφα. Μου είπε ότι, όπως είχε μάθει από σίγουρη πηγή, μια μέρα στην αίθουσα ακροάσεων του Νιζάμ αλ-Μουλκ, του βεζίρη του Σελτζουκίδη μεγάλου σουλτάνου της Περσίας, του Μαλίκ Σαχ, εμφανίστηκε ένας πολύ ηλικιωμένος άντρας. Τον ρώτησαν από πού είχε έρθει κι αυτός αποκρίθηκε: «από μια ξένη χώρα». «Χρειάζεσαι κάτι;», τον ξαναρώτησε ο Νιζάμ αλ-Μουλκ. Ο γέρος εξήγησε: «Έρχομαι εκ μέρους του Προφήτη μας – ο Θεός να τον ευλογεί – και θέλω να δω τον σουλτάνο».  «Μας κοροϊδεύεις, λοιπόν», απάντησε σαρκαστικά ο βεζίρης. «Καθόλου. Πρέπει να δω τον σουλτάνο και δεν πρόκειται να το κουνήσω ρούπι από δω πέρα αν δεν του δώσω το μήνυμα που μεταφέρω». Όταν ο σουλτάνος πληροφορήθηκε τα καθέκαστα εμφανίστηκε κι άκουσε τον γέρο να του λέει: «Έχω πολλές κόρες, μα είμαι τόσο φτωχός που δεν μπορώ να τις παντρέψω. Μια νύχτα που προσευχόμουν στον Ύψιστο να με βοηθήσει, ή μάλλον να βοηθήσει τις κόρες μου, είδα σε όραμα τον Προφήτη μας που με συμβούλεψε να πάω να δω τον σουλτάνο και να του πω ότι ο Απεσταλμένος του Θεού του ζητεί να κάνει κάτι για τις κόρες μου. Δίστασα στο όνειρό μου, εξήγησα στον Προφήτη ότι θάπρεπε να δώσω στον σουλτάνο μια απόδειξη για το ότι λέω αλήθεια. Ποιαν, όμως; Τότε Αυτός μου αποκάλυψε ότι κάθε βράδυ, πριν κοιμηθεί, ο σουλτάνος απαγγέλλει την εξηκοστή έβδομη σουράτα του σεβαστού μας Κορανίου». Ακούγοντας τούτα τα λόγια, ο σουλτάνος αναφώνησε: «Να ένα αληθινό σημάδι από τους Ουρανούς. Μόνον ο Ύψιστος μπορεί να ξέρει ότι έχω αυτή τη συνήθεια, εδώ και πάρα πολλά χρόνια, από τότε που ο κατηχητής μου με πρόσταξε ν’ απαγγέλλω κάθε βράδυ αυτήν τη σουράτα».Κι ύστερα, προίκισε τις κόρες του γέρου και τον γέμισε με δώρα (σελ. 170-171)».

γ. Η τελευταία περίοδος παραμονής στη Δαμασκό: [Το περιδέραιο] «Μια ιστορία ακόμη, την οποία άκουσα το 572 της Εγίρας [1176]. Ανήκει στον ιμπν Αμπντάλμπάκι, καδή τοποθετημένο στο νοσοκομείο της Βαγδάτης. “Ενώ βρισκόμουν στη Μέκκα και συμμετείχα στην ιεροτελεστία κατά την οποία οι πιστοί βηματίζουν γύρω από την ιερή Κααμπά, η ματιά μου έπεσε πάνω σ’ ένα μαργαριταρένιο περιδέραιο το οποίο σήκωσα και έβαλα σε μια από τις πτυχώσεις του μανδύα μου. Σχεδόν αμέσως κατάλαβα ότι κάποιος θα το έψαχνε. Τελικά βρήκα αυτόν τον άνδρα κι αφού μου περιέγραψε σωστά το περιδέραιο του το επέστρεψα. Αρνήθηκα την αμοιβή που μου προσέφερε και του είπα ότι αν δεχόμουν θα προσέβαλα την ιερότητα του τόπου όπου βρισκόμασταν. Τότε μου ζήτησε να στραφώ προς το μέρος της Κααμπά και να πω «αμήν» μόλις ολοκληρώσει την προσευχή που επρόκειτο να πει. «Θεέ, αναφώνησε τότε, συγχώρεσε τις αμαρτίες αυτού του ανθρώπου και δώσε μου τη δυνατότητα να του ξεπληρώσω την ευγενική χειρονομία του«. Κι εγώ είπα: «αμήν«.

Όταν μπάρκαρα για να πάω στο Μαγκρέμπ κατέληξα αιχμάλωτος των Ρωμιών. Με πούλησαν τελικά σ’ έναν ιερέα, ο οποίος με κράτησε κοντά του μέχρι τον θάνατό του. Απελεύθερος, σύμφωνα με την τελευταία του βούληση, έφτασα στο Μαγκρέμπ κι έγινα γραφέας ενός αρτοποιού που είχε μεταξύ των πελατών του κάποιον προύχοντα του τόπου εκείνου. Έχοντας πληροφορηθεί ότι ξέρω να γράφω και να κάνω λογαριασμούς πολύ καλά, ο άνδρας αυτός με πήρε στη δούλεψή του: μου έδωσε διαμέρισμα σε μια πτέρυγα της έπαυλής του και μου ανέθεσε να εισπράττω τα έσοδα από το κτήμα του και να κρατάω τα λογιστικά βιβλία του.

Λίγο καιρό αργότερα μου είπε: «Αμπού Μπακρ, τι γνώμη έχεις για τον γάμο;

– Κύριε, απάντησα, ζω χάρη στη γενναιοδωρία σου. Πώς θα βρω τα αναγκαία για να συντηρήσω μια γυναίκα;

– Τα αναλαμβάνω εγώ όλα: προίκα, σπίτι, ρούχα κι όλα τα αναγκαία.

– Εσύ αποφασίζεις, κύριε.

– Παιδί μου, η σύζυγος που προορίζω για σένα έχει όλα τα ελαττώματα«. Κι άρχισε να περιγράφει την ασχήμεια της νύφης, απ’ την κορφή ως τα νύχια της. «Για μένα είναι εντάξει«, απαντούσα κάθε φορά και πράγματι αυτό πίστευα. Μα εκείνος μου είπε: «Παιδί μου, θα παντρευτείς την κόρη μου«. Άμ’ έπος άμ’ έργον! Κλήθηκαν οι μάρτυρες και υπογράφηκε το συμβόλαιο. Έπειτα από λίγες μέρες παντρευτήκαμε. Μπήκα σ’ ένα υπέροχο σπίτι όπου μου παρουσίασαν τη σύζυγό μου. Οποία έκπληξη! Αντίκρισα την ομορφότερη εικόνα που είχα ποτέ ονειρευτεί. Το έβαλα στα πόδια. Ο γέροντας με πρόφτασε. «Γιατί φεύγεις;«, μου είπε. «Η γυναίκα μου δεν είναι αυτή που μου περιέγραψες«, αποκρίθηκα. «Μα, παιδί μου, είναι πραγματικά η σύζυγός σου και κόρη μου. Δεν έχω άλλο παιδί. Αν σου μίλησα γι’ αυτήν έτσι, το έκανα για να μην την απαξιώσεις αργότερα«. Γύρισα στο σπίτι περιχαρής.

Την επομένη, παρατηρούσα, χωρίς να μπορώ να πιστέψω στα μάτια μου, τα υπέροχα κοσμήματα και τους πολύτιμους λίθους που μου επιδείκνυε με περηφάνεια η γυναίκα μου. Νέα έκπληξη! Ανάμεσά τους υπήρχε ένα περιδέραιο ολόιδιο με κείνο που είχα βρει κάποτε στη Μέκκα. Έφυγα αναστατωμένος και βρήκα τον πεθερό μου. Τον ευχαρίστησα για όλα όσα μου είχε χαρίσει, δίχως να καταφέρω όμως να κρύψω ότι το μυαλό μου βρισκόταν αλλού. «Τι σκέφτεσαι;«, μου είπε τελικά. «Πρέπει να στο ομολογήσω. Να σου πω για ένα περιδέραιο που είχα βρει πριν πολλά χρόνια στη Μέκκα και το οποίο ξαναείδα εδώ, το ίδιο ή κάποιο πανομοιότυπο με κείνο, ανάμεσα στα κοσμήματα της γυναίκας μου«.

– «Εσύ ήσουν λοιπόν αυτός που μου το επέστρεψε εκείνη την περίφημη ημέρα, αναφώνησε ο πεθερός μου.

– Έτσι ακριβώς.

– Αχ, αγόρι μου, ας χαρούμε γιατί ο Θεός μας λύτρωσε και τους δυο από τις αμαρτίες μας και σε μένα έδωσε τη δυνατότητα να σε ανταμείψω για την ευγενική σου πράξη. Είμαι ευτυχισμένος που σου εμπιστεύτηκα τη μοναχοκόρη, το σπίτι και τα υπάρχοντά μου. Τώρα, μπορώ να πεθάνω«!

Συνέταξε τη διαθήκη του, ορίζοντάς με κληρονόμο, και πράγματι πέθανε λίγο καιρό μετά. Ο Θεός να τον σπλαχνισθεί!”» (σελ. 183-186).

δ. Προσωπικά: [1. Οι γυναίκες] «[Ενώ βρισκόμουν στην αυλή του Ζενγκί] εκμεταλλευόμουν τον ελεύθερο χρόνο μου διατηρώντας τακτική αλληλογραφία με τον πατέρα μου, ο οποίος μου έγραφε τα νέα των συζύγων και των παιδιών μου. Είχα πράγματι παντρευτεί μερικά χρόνια πριν κι αν αναφέρω παρεμπιπτόντως το γεγονός αυτό, το κάνω γιατί η προσωπική ζωή μου αφορά αποκλειστικά εμένα και κανέναν άλλο (σελ. 60-61)».

[2. Τα βιβλία] «Έμαθα το νέο [της σύντομης αιχμαλωσίας της οικογένειάς του και της κλοπής της περιουσίας του από τους άνδρες του βασιλιά της Ιερουσαλήμ] ενώ είχα αφήσει τη Δαμασκό για να συνοδέψω τον Νουρ αλ-Ντιν σε κάποια από τις εκστρατείες του. Δίχως αμφιβολία η σωτηρία των συζύγων μου, των παιδιών και των ανηψιών μου με αποζημίωνε για όλα τα υπόλοιπα, την απώλεια τόσων αγαθών που είχα κατορθώσει να διασώσω από την καταστροφή μου στην Αίγυπτο. Δεν μπορώ όμως να μη μιλήσω για τα βιβλία μου, τους τέσσερις χιλιάδες τόμους, όλοι τους πολύτιμοι, των οποίων την απώλεια νιώθω κάθε μέρα από τότε σαν ένα πόνο που μου σπαράσσει την καρδιά (σελ. 152)».

————————————————————————————————

Τα βιβλία που γράφτηκαν αρκετούς αιώνες πριν είναι πάντα εξαιρετικά ενδιαφέροντα και χρήσιμα στο πλαίσιο της ιστορικής μελέτης. Κι από την άποψη αυτή, το βιβλίο του Ουσάμα είναι υπερπολύτιμο: όχι μόνο μας δίνει μια σαφή εικόνα των μεσαιωνικών μουσουλμανικών κοινωνιών της Μέσης Ανατολής, αλλά και, μακριά από το στερεότυπο του διαρκούς πολέμου μεταξύ φανατικών, μας επιτρέπει να κατανοήσουμε ότι η εποχή των σταυροφοριών υπήρξε και περίοδος συμβίωσης, ανταλλαγών και προσπαθειών προσέγγισης μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων. Εντούτοις, σπάνια τα βιβλία αυτού του είδους είναι συναρπαστικά: δέσμια τους ύφους και των συμβάσεων περασμένων εποχών φαντάζουν ανιαρά στον σύγχρονο αναγνώστη. Το Κιτάμπ αλ Ίτιμπάρ διαβάζεται μονορούφι σαν συναρπαστικό μυθιστόρημα, ίσως γιατί κι η ζωή του συγγραφέα υπήρξε συναρπαστική. Κι έπειτα ακόμη και τα ανέκδοτα κι οι ιστορίες που διηγείται είναι γλυκύτατες, ακόμη και μέσα στην αφέλειά τους. Πολλές από αυτές μοιάζουν φτιαγμένες για υλικό αφηγήσεων του Μπόρχες. Και σε κάθε περίπτωση, μετά από όλα αυτά έχουμε γνωρίσει τον Ουσάμα τόσο καλά που είναι πρόσωπο σχεδόν οικείο, κάποιος που ήρθε για να μας συμβουλέψει με τη δύναμη της εμπειρίας του. Δεν είναι μικρό πράγμα αυτό…

Η μελαγχολική ιστορία του πρίγκιπα Τζεμ

12 Αυγούστου, 2011

3 Μαΐου 1481: έξω από την Πόλη, κοντά στην αρχαία Λίβυσσα, εκεί όπου είχε αυτοκτονήσει ο Αννίβας, αφήνει την τελευταία του πνοή ο σουλτάνος Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής. Αν ο διάδοχος είχε σαφώς οριστεί, αν ο πρωτότοκος είχε ήδη ενηλικιωθεί κι οι υπόλοιποι πρίγκιπες ήταν ακόμη ανήλικοι, τότε… ίσως και να μπορούσε να τεθεί σ’ εφαρμογή με κάποια ευκολία το οθωμανικό «έθιμο» της αδελφοκτονίας. Ο Πορθητής, όμως, είχε δυο γιους που ήταν ήδη ενήλικοι: τον Βαγιαζήτ, τον οποίο απέκτησε ενώ ήταν ακόμη έφηβος, το 1447, και τον νεότερο Τζεμ, που γεννήθηκε το 1459.  Και στους δύο είχε αναθέσει τη διοίκηση σημαντικών επαρχιών: ο πρωτότοκος διοικούσε τις περιοχές της Σεβάστειας, της Αμάσειας και του Τοκάτ, ενώ ο νεότερος την Καραμανία και την περιοχή του Ικονίου. Επομένως, τα δυο αδέλφια είχαν ήδη τις προσωπικές αυλές τους, τους πιστούς υποστηρικτές κι ακολούθους τους και, φυσικά, τους στρατούς τους. Επρόκειτο, λοιπόν, να ξαναζήσουμε την πανάρχαια ιστορία των δύο αδελφών που μάχονται μέχρι τελικής πτώσεως για την εξουσία. Την ιστορία του Αρταξέρξη και του Κύρου του Νεότερου, μόνο που αντί για τη δραματική κορύφωση της Μάχης στα Κούναξα, το τέλος του ηττημένου στη σύγκρουση των Οθωμανών πριγκίπων θα είναι βασανιστικά αργό: αυτός που φιλοδόξησε να βασιλέψει στη μεγαλύτερη αυτοκρατορία της εποχής του θα ζήσει χρόνια αιχμάλωτος των υποτιθέμενων προστατών του, οι οποίοι θα τον μεταχειριστούν σαν απλό πιόνι στα διπλωματικά σχέδιά τους και δεν θα διστάσουν να τον εξοντώσουν με συνοπτικές διαδικασίες όταν κρίνουν ότι δεν τους είναι πλέον χρήσιμος.

Ι.   Ο πόλεμος μεταξύ των δύο αδελφών

Ο Βαγιαζήτ έφτασε πρώτος στην Πόλη κι ανακηρύχθηκε σουλτάνος στις 21 Μαΐου. Η πρώτη του κίνηση ήταν να διατάξει τον βεζίρη Αγιάς Πασά να εξοντώσει τον αδελφό του. Ο Τζεμ, όμως, κινήθηκε προς την Προύσα με στράτευμα 4.000 ανδρών και κατάφερε να συντρίψει τις δυνάμεις του αδελφού του στις 28 Μαΐου 1481. Αυτοανακηρύχθηκε σουλτάνος της Ανατολίας με πρωτεύουσά του την Προύσα και πρότεινε στον Βαγιαζήτ να μοιραστούν την αυτοκρατορία, αφήνοντάς του μόνον τα ευρωπαϊκά εδάφη! Ο πρωτότοκος εξοργίστηκε με το θράσος του μικρού: αφού διακήρυξε πως «μεταξύ ηγεμόνων δεν υπάρχει καμιά συγγένεια», συγκέντρωσε στρατό και τον οδήγησε ο ίδιος στη μάχη. Στο Γενίσεχίρ, έξω από την Προύσα, κατατρόπωσε τον Τζεμ. Για να γλιτώσει, ο νεαρός πρίγκιπας υποχώρησε στα νοτιανατολικά των εδαφών που διοικούσε, στην Κιλικία, κι από κει πέρασε στο Χαλέπι της Συρίας, δηλαδή στην επικράτεια των Μαμελούκων σουλτάνων του Καΐρου. Έρχεται σε διαπραγματεύσεις με τον σουλτάνο Καΐτ Μπέη, ο οποίος του παρέχει άσυλο στο Κάιρο. Ενώ ο Τζεμ βρίσκεται στην αιγυπτιακή πρωτεύουσα και προετοιμάζει την αντεπίθεσή του με τη βοήθεια των Μαμελούκων λαμβάνει μια επιστολή από τον αδελφό του. Ο Βαγιαζήτ του υπόσχεται ένα μεγάλο χρηματικό ποσό αν παραιτηθεί από τις αξιώσεις του στον θρόνο. Ο Τζεμ αρνείται την προσφορά. Με τις ενισχύσεις που του προσέφεραν οι Μαμελούκοι, αλλά και οι Ιωαννίτες Ιππότες της Ρόδου (πέντε γαλέρες με στρατιώτες και πυροβολικό) περνά την άνοιξη του 1482 στην Καραμανία, όπου βρίσκει τους υποστηρικτές του, και ξεκινά την αντεπίθεσή του. Στα τέλη Μαΐου προσπαθεί ανεπιτυχώς να καταλάβει το Ικόνιο. Αναγκάζεται να κινηθεί προς την Άγκυρα όπου θα γνωρίσει εκ νέου την ήττα. Η πρώτη του σκέψη είναι να καταφύγει και πάλι στο Κάιρο, πλην όμως όλες οι οδοί επικοινωνίας με την επικράτεια των Μαμελούκων ελέγχονται πλέον από τον Βαγιαζήτ.  Ο Τζεμ δεν έχει παρά μία μόνον επιλογή: να ζητήσει βοήθεια από αυτούς που τον έλεγαν Ζιζίμ, τους Λατίνους.

ΙΙ.   Ο Τζεμ υπό την προστασία των Ιωαννιτών

Από το κρησφύγετό του στην οροσειρά του Ταύρου, ο Τζεμ στέλνει μήνυμα στον μεγάλο μάγιστρο των Ιωαννιτών, τον Πέτρο του Ωμπυσσόν, και ζητεί άσυλο στη Ρόδο. Κατόπιν διαβουλεύσεως, ο μάγιστρος και το συμβούλιο του Τάγματος δέχονται και στέλνουν στολίσκο υπό τον Δον Άλβαρεθ δε Θούνιγα, Μέγα Διοικητή της Καστίλλης, για να παραλάβει τον Τζεμ από τις ακτές της Κιλικίας.

Η κατάσταση των Ιωαννιτών το 1482: Το Τάγμα, που από τις αρχές του 14ου αι. έχει εγκαθιδρύσει το δικό του Ordensstaat στα Δωδεκάνησα, βρίσκεται σε μια από τις κρισιμότερες καμπές της ιστορίας του. Η πολιτική και στρατιωτική αντιπαράθεση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία έχει κορυφωθεί από την άνοιξη του 1480, όταν ο Μωάμεθ Β΄ έστειλε τα στρατεύματά του, υπό τον Μισάχ Πασά, βυζαντινό εξωμότη καταγόμενο από την αυτοκρατορική οικογένεια των Παλαιολόγων, να πολιορκήσουν τη Ρόδο. Οι Ιωαννίτες θα αποκρούσουν την επίθεση με πραγματικό ηρωϊσμό, όμως οι απώλειές τους είναι σημαντικές. Οι οχυρώσεις της Ρόδου έχουν υποστεί σημαντικές ζημιές τις οποίες επέτεινε την επόμενη χρονιά σφοδρότατη σεισμική ακολουθία που έπληξε το νησί. Η ευλογία (αν και αργότερα θα αποδειχτεί… και κατάρα) για το Τάγμα έγκειται στο ότι έχει επικεφαλής του μια τεράστια πολιτική προσωπικότητα, όπως είναι ο μάγιστρος Πέτρος του Ωμπυσσόν. Ο Μέγας Μάγιστρος έχει ξεκινήσει μια μεγάλη επιχείρηση αποκατάστασης και ενίσχυσης των οχυρώσεων της πρωτεύουσάς του, ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί να συνάψει συμμαχίες που θα διασφαλίσουν την επιβίωση του κράτους του Τάγματος. Από την άποψη αυτή, το διάβημα του Τζεμ έρχεται στην καταλληλότερη στιγμή: ο Ωμπυσσόν βλέπει τον Οθωμανό πρίγκηπα σαν τον άσο στο μανίκι που θα του δώσει τη δυνατότητα να κερδίσει τη σημαντικότερη παρτίδα διπλωματικού πόκερ στην Ανατολική Μεσόγειο!

Η υποδοχή στη Ρόδο: Ο Τζεμ γίνεται δεκτός στη Ρόδο με κάθε επισημότητα στις 20 Ιουλίου 1482. Η άφιξη κι η διαμονή του στην πρωτεύουσα των Ιωαννιτών περιγράφονται με κάθε λεπτομέρεια στο έργο του αντικαγκελάριου του Τάγματος, του Γουλιέλμου Καουρσέν, το οποίο συνοδεύεται άλλωστε κι από γλαφυρότατη εικονογράφηση. Ο πρίγκιπας φτάνει στο λιμάνι πάνω στη ναυαρχίδα των Ιπποτών. Επιβιβάζεται σ΄ ένα μικρότερο σκάφος και αποβιβάζεται στην αποβάθρα που βρίσκεται μπροστά στη Θαλασσινή Πύλη υπό τους ήχους μουσικών. Ανεβαίνει σ΄ άλογο και με την ακολουθία του συναντά τον Μεγάλο Μάγιστρο και τους αξιωματούχους του Τάγματος έξω από τον ναό του Αγίου Σεβαστιανού. Όλοι μαζί φτάνουν στην οδό των Ιπποτών και στον Οίκο της Γλώσσας της Γαλλίας, τμήμα του οποίου θα παραχωρηθεί ως κατάλυμα στον Τζεμ και τη συνοδεία του.

«Μόλις ανακοινώνεται η άφιξη του πρίγκιπα, αρχίζουν οι πρέπουσες τελετές. Μια ξύλινη αποβάθρα ρίχνεται πάνω από τη θάλασσα για την υποδοχή του βασιλιά κατά την αποβίβασή του… Η γέφυρα έχει διακοσμηθεί με τον βελγικό τρόπο, με βαριά υφάσματα από το Αρτουά κι άλλα, χρυσοποίκιλτα κι ασημοστολισμένα, μεταξωτά και μάλλινα… Ο δρόμος πάνω στον οποίο θα βαδίσουν οι φιλοξενούμενοι έχει καλυφθεί από πολύχρωμα τουρκικά χαλιά… Ο λαός κι οι σπουδαίοι που έχουν έρθει να παρακολουθήσουν το θέαμα γεμίζουν τους δρόμους. Οι γυναίκες κι οι κοπέλες βγαίνουν στα παραθύρια. Και το υπόλοιπο πλήθος ανεβαίνει στις στέγες για να δει την άφιξη του βασιλιά. Ένα μικρό ροδιακό σκάφος προσεγγίζει το καράβι που αγκυροβόλησε στην είσοδο του λιμανιού, υποδέχεται τον βασιλιά και τον φέρνει κοντά στην αποβάθρα. Αξιωματούχοι του Τάγματος έχουν σταλεί ως προπομποί για να καλωσορίσουν τον Ζιζίμ κατά την άφιξή του. Πίσω από αυτούς ακολουθεί η μακρά πομπή των υπηρετών που φέρουν τα εμβλήματα του Μεγάλου Μαγίστρου και τραγουδούν στα γαλλικά. Κι έπειτα, νεαροί στρατιώτες υπερασπιστές της Ιερουσαλήμ με το άγουρο γένι τους, προχωρούν πάνω σε εξαίσια άλογα… Πίσω από αυτούς, ο Μεγάλος Μάγιστρος πάνω σ’ ένα υπέρλαμπρο άτι… Επιβλητικοί, τον ακολουθούν οι αξιωματούχοι του Τάγματος. Σκοπίμως, ο μάγιστρος σταμάτησε στη μεγάλη πλατεία, στο ύψος της εκκλησίας του Αγίου Σεβαστιανού κι εκεί ακριβώς θα τον συναντήσει ο βασιλιάς Ζιζίμ καβάλα στο μεγαλόπρεπο άτι του, περιστοιχισμένος από τους πιστούς συντρόφους του στη φυγή… Αφού χαιρετηθούν, ο ένας θα σφίξει το χέρι του άλλου κι έπειτα θα καλπάσουν μαζί προς τα καταλύματα που έχουν ετοιμαστεί για τον Ζιζίμ και την ακολουθία του» (Γουλιέλμος Καουρσέν «Υπόμνημα επί της υποθέσεως του βασιλέως Ζιζίμ«, βλ. Nicolas Vatin «Sultan Djem. Un prince ottoman dans l’Europe du XVe siècle d’après deux sources contemporaines: Vâki’ât-i Sultan Cem / Oeuvres de Guillaume Caoursin«, εκδ. T.T.K., Άγκυρα 1997, σελ. 93-96 και «Rhodes et l’ordre de Saint-Jean-de-Jérusalem«, εκδ. CNRS, Παρίσι 2000, σελ. 80).

Η φιλοξενία: Ο Μέγας Μάγιστρος θα βάλει τα δυνατά του για να φιλοξενήσει βασιλικά τον υψηλό προστατευόμενό του. Ιπποτικά τουρνουά, συναυλίες και συμπόσια, όλα προς τιμήν του πρίγκιπα Τζεμ. Χαρακτηριστική είναι και πάλι η περιγραφή του Καουρσέν:

«Σερβιρίστηκαν φαγητά κάθε λογής και, χάρη στην τέχνη των μαγείρων, διόλου δεν έλειπαν τα διάφορα αρτύματα. Ο Βάρβαρος θαυμάζει τις συνήθειες των Λατίνων. Κάθεται, αν και όχι δίχως κάποια δυσκολία, μια και γι’ αυτόν δεν πρόκειται για τη συνηθισμένη στάση φαγητού. Δοκιμάζει πρώτα με τα δάχτυλά του τα αρτύματα: περιφρονεί ό,τι είναι γλυκό και διαλέγει όσα έχουν ξινή γεύση. Τρώγοντας παρατηρεί τους υπηρέτες και σκύβοντας πάνω απ’ το τραπέζι δοκιμάζει από τα φαγητά. Ρίχνει συχνά κλεφτές ματιές προς τον μάγιστρο για να δει πώς τρώει εκείνος. Δεν λείπουν κι οι μουσικοί για να μαγέψουν την ακοή των συνδαιτημόνων με τις αρμονίες τους. Μεταξύ άλλων, ένας Βρετανός παίζει μια πολύ γλυκιά μουσική μ’ ένα όργανο που μοιάζει με ασκό και στο οποίο έχουν δέσει τέσσερις αυλούς… Αλλά ο Βάρβαρος, που δεν είναι συνηθισμένος σε τόσο γλυκό τραγούδι δεν δείχνει να ευχαριστιέται παρά μόνο όταν φτάνει ένας Τούρκος που εργαζόταν στα μαγειρεία κι ο οποίος άρχισε να παίζει ένα βαρβαρικό μουσικό όργανο: ξαναβρίσκοντας τότε τη διάθεσή του ο Ζιζίμ χαμογελά για μια στιγμή” (Γουλιέλμος Καουρσέν όπ.π., βλ. Vatin “Sultan Djem όπ.π.“, σελ. 300 και “Rhodes“, όπ.π., σελ. 61).

Όλα αυτά δεν είναι φυσικά απλώς φιλοφρονήσεις, εκδηλώσεις ευγένειας ή μεγαλοψυχίας προς τον άτυχο Οθωμανό. Για τον Ωμπυσσόν, ο Τζεμ είναι το ιδανικό μέσο πίεσης τόσο προς την Υψηλή Πύλη, όσο και προς τα κέντρα εξουσίας της χριστιανικής Δύσης. Ήδη άλλωστε έχουν σταλεί σχετικώς επιστολές σε όλες τις αυλές. Βάσει του σχεδίου του μαγίστρου, τα χριστιανικά βασίλεια και ο πάπας πρέπει να παράσχουν κάθε δυνατή βοήθεια στον Τζεμ ώστε να ξαναρχίσει ο εμφύλιος στα εδάφη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας (Claude Petiet “Au temps des Chevaliers de Rhodes” εκδ. F. Lanore, 2000, σελ. 62).

Εάν κάποιος γνωρίζει καλά την αξία της παραμονής του Τζεμ στη Ρόδο, αυτός είναι ο αδελφός του. Ο Βαγιαζήτ στέλνει στη Ρόδο απεσταλμένους με προτάσεις ειρήνης, ίσως όμως και κατασκόπους με σκοπό τη δολοφονία του Τζεμ. Ο Ωμπυσσόν αντιλαμβάνεται ότι η προστασία που παρέχει στον Τζεμ ενέχει κινδύνους για το Τάγμα, γιατί μπορεί να προκαλέσει επίθεση του Βαγιαζήτ στη Ρόδο ενώ οι Ιωαννίτες δεν είναι ακόμη έτοιμοι να αντιμετωπίσουν μια νέα πολιορκία. Ο Μέγας Μάγιστρος και το Συμβούλιο αποφασίζουν ότι η μόνη λύση που εγγυάται την ασφάλεια του νησιού και του ίδιου του πρίγκιπα είναι η μεταφορά του δεύτερου στη Δύση. Χωρίς στρατό και χρήματα, άρα δίχως καμία διαπραγματευτική ισχύ, φοβισμένος ίσως κι ο ίδιος για την ασφάλειά του, ο Τζεμ δέχεται. Πριν ξεκινήσει για τον τόπο εξορίας του, δέχεται εγγράφως (31 Αυγούστου 1482) όλα τα αιτήματα που πιεστικά του έχει υποβάλει ο Ωμπυσσόν: αφενός εξουσιοδοτεί τον μάγιστρο να διαπραγματευθεί εξ ονόματός του με τον Βαγιαζήτ, αφετέρου υπόσχεται ότι αν ποτέ ανακτήσει την αυτοκρατορία “θα συνάψει διαρκή ειρήνη με τους Ιωαννίτες, θα ανοίξει στα πλοία τους όλα τα λιμάνια της οθωμανικής επικράτειας, θα απελευθερώνει ετησίως 300 χριστιανούς αιχμαλώτους, ενώ δεσμεύεται να καταβάλει στο Τάγμα ποσό 150.000 χρυσών εκύ σε αποζημίωση των εξόδων στα οποία υποβλήθηκαν οι Ιωαννίτες για τη φιλοξενία του”! Την επομένη, ο Τζεμ επιβιβάζεται σε πλοίο του Τάγματος και συνοδευόμενος από τον ιππότη Γουίδο του Μπλανσφόρ, ανηψιό του Ωμπυσσόν και μετέπειτα μεγάλο μάγιστρο των Ιωαννιτών, αναχωρεί με προορισμό τη Γαλλία (Petiet, όπ.π., σελ. 63-64). Στις 14 Οκτωβρίου 1482 αποβιβάζεται στη Νίκαια και οδηγείται στη συνέχεια στο κάστρο του Ροσσινάρ, στη νοτιοανατολική Γαλλία. Αργότερα, ο Τζεμ και η συνοδεία του θα μεταφερθούν στο κάστρο του Μπουργκανέφ, στην περιοχή της Λιμόζ (απ΄ όπου καταγόταν και ο Μέγας Μάγιστρος), δηλαδή στην έδρα του Τάγματος όσον αφορά τη διοικητική περιφέρεια της Ωβέρνης. Ο ίδιος ο Ωμπυσσόν είχε ζητήσει να χτιστεί στο κάστρο αυτό ένας πύργος για να στεγάσει τον υψηλό φιλοξενούμενό του και την ακολουθία του. Τα χρόνια περνούσαν, κι ενώ ο Τζεμ ζούσε εξόριστος και ουσιαστικά αιχμάλωτος, η διπλωματία οργίαζε σε Δύση κι Ανατολή.

ΙΙΙ.   Πιόνι στα χέρια της δυτικής διπλωματίας

Ο Ωμπυσσόν «πουλά» τον Τζεμ στον Βαγιαζήτ: Πριν καν φτάσει ο Τζεμ στη Γαλλία, ο Ωμπυσσόν θέτει σε εφαρμογή το διπλό παιχνίδι του. Καθώς η ιδέα της σταυροφορίας μοιάζει δύσκολο να πραγματοποιηθεί στο άμεσο μέλλον, ο Μέγας Μάγιστρος στέλνει εκπροσώπους στην Υψηλή Πύλη για να διαπραγματευθούν με τον Βαγιαζήτ. Τον Δεκέμβριο του 1482 το Τάγμα και ο σουλτάνος συνάπτουν συνθήκη ειρήνης. Η συνθήκη περιλαμβάνει σύμφωνο μη επιθέσεως, αποκαθιστά το ελεύθερο εμπόριο μεταξύ των δύο συμβαλλομένων, προβλέπει αμοιβαία ανταλλαγή αιχμαλώτων, καθώς και τη δυνατότητα των Ιπποτών να ανεφοδιάζονται με προϊόντα που θα αγοράζουν στην οθωμανική επικράτεια. Ο Μέγας Μάγιστρος και οι Ιωαννίτες δεσμεύονται με την επίβλεψη του Τζεμ και υπόσχονται να μην επιτρέψουν σε κανένα ηγεμόνα, χριστιανό ή μουσουλμάνο, να χρησιμοποιήσει τον πρίγκιπα με σκοπό να υπονομεύσει την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Από την πλευρά του, ο Βαγιαζήτ υπόσχεται να καταβάλλει ετησίως στο Τάγμα 35.000 δουκάτα για τα έξοδα συντήρησης του πρίγκιπα, καθώς και, ανά τετραετία, 10.000 δουκάτα ως πολεμική αποζημίωση για την πολιορκία του 1480.

Οι όροι είναι πράγματι εντυπωσιακά ευνοϊκοί για το Τάγμα. Ο σουλτάνος που ζητεί απ΄ όλους φόρο υποτελείας, καταλήγει να πληρώνει αποζημιώσεις και φόρους στους Ιωαννίτες, συγχρηματοδοτώντας ουσιαστικά την επισκευή και ενίσχυση των οχυρώσεων της Ρόδου (Vattin «Rhodes...», όπ.π., σελ. 29/ Petiet, όπ.π., σελ. 64-65). Από ηθική άποψη, όμως, το τίμημα είναι τεράστιο για το Τάγμα. Ο Ωμπυσσόν έχει ουσιαστικά πουλήσει τον προστατευόμενό του Τζεμ στον αδελφό του, καταπατώντας όλους τους όρκους του. Σε μια εποχή που οι ηθικές αξίες διατηρούν τη σημασία τους η στάση του Μεγάλου Μαγίστρου γίνεται αντικείμενο σφοδρών επικρίσεων… κι ανοίγει την όρεξη πολλών που μπορούν να εμφανισθούν ακόμη σαν ηθικότεροί του, αλλά επιδιώκουν στην πραγματικότητα να εξυπηρετήσουν τα δικά τους συμφέροντα. Ο πάπας, οι Ενετοί, ο Φερδινάνδος της Αραγονίας, ακόμη κι ο Ματθίας Κορβίνος της Ουγγαρίας ή ο Μαμελούκος σουλτάνος Καΐτ Μπέη, ζητούν να τους παραδοθεί ο Τζεμ για να τον θέσουν επικεφαλής των στρατευμάτων τους και να επιτεθούν κατά των Τούρκων!

Ο Ωμπυσσόν «πουλά» τον Τζεμ στον πάπα: Ο μάγιστρος δεν είναι από τους ανθρώπους που παραδίδουν τα όπλα στην πρώτη δυσκολία. Αν δεν μπορεί να εκμεταλλευθεί ο ίδιος τον Τζεμ, είναι πιο βολικό να τον βάλει σε… πλειστηριασμό και να τον πουλήσει σε όποιον κάνει την πιο συμφέρουσα (για τον ίδιο και για το Τάγμα) προσφορά! Δίχως κανένα δισταγμό, ο Ωμπυσσόν θα προδώσει εκ νέου τον Τζεμ και θα τον πουλήσει εκ νέου, σχεδόν κυριολεκτικά τούτη τη φορά. Ο εκλεκτός πλειοδότης δεν είναι άλλος από τον πάπα Ιννοκέντιο Η΄. Ο Άγιος Πατέρας δεσμεύεται να μη θίξει ποτέ τα διοικητικά και οικονομικά προνόμια και κεκτημένα του Τάγματος, να καταβάλλει σ’ αυτό τις ετήσιες δαπάνες για τον Τζεμ αντί του σουλτάνου, να καταργήσει τα τάγματα του Πανάγιου Τάφου και του Αγίου Λαζάρου μεταβιβάζοντας τις περιουσίες τους στους Ιωαννίτες και, τέλος, να ονομάσει τον Ωμπυσσόν καρδινάλιο της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και αποστολικό λεγάτο για την Ασία (Petiet, όπ.π., σελ. 65-66). Για το όμορφο καπέλο του καρδινάλιου ο Ωμπυσσόν έγινε δυο φορές επίορκος, προδίδοντας τις υποσχέσεις του και προς τον Τζεμ και προς τον Βαγιαζήτ. Η ηθική αποκαθήλωση του μαγίστρου έχει ολοκληρωθεί. Ο… λογαριασμός δεν θ΄αργήσει!

Αιχμάλωτος του πάπα: Στις 10 Νοεμβρίου 1488, ο Τζεμ αφήνει το Μπουργκανέφ και οδηγείται στην Τουλόν «συνοδευόμενος» από Ιωαννίτες Ιππότες και Γάλλους στρατιώτες. Από εκεί μεταφέρεται στη Ρώμη. Στην αρχή η παπική αιχμαλωσία του Τζεμ είναι σχετικά χαλαρή. Ο πάπας σκέφτεται να χρησιμοποιήσει τον πρίγκιπα στο πλαίσιο μιας νέας σταυροφορίας κατά των Οθωμανών. Λέγεται μάλιστα ότι ο Ιννοκέντιος του πρότεινε να ασπασθεί τον χριστιανισμό, υποσχόμενός του σημαντικά αξιώματα, αλλά εις μάτην. Σε κάθε περίπτωση, ο Τζεμ αποδεικνύεται επιτυχές μέσο πίεσης κάθε φορά που ο αδελφός του σχεδιάζει κάποια εκστρατεία με στόχο χριστιανικά εδάφη.

Το τέλος: Να όμως που τον Ιούλιο του 1492 ο Ιννοκέντιος πεθαίνει και στα μέσα Αυγούστου εκλέγεται πάπας, ως Αλέξανδρος Στ΄, ο πανούργος Ροδρίγο Βοργίας. Ο Βοργίας φυλακίζει αμέσως τον άτυχο Τζεμ στο κάστρο του Aρχαγγέλου Μιχαήλ (Καστέλ Σαντ΄ Άντζελο). Δίχως χρονοτριβή, πληροφορεί τον σουλτάνο Βαγιαζήτ για τα καθέκαστα και απειλώντας εμμέσως πλην σαφώς ότι άμα θέλει μπορεί και ν’ αφήσει ελεύθερο τον διεκδικητή του οθωμανικού θρόνου αποσπά από τον σουλτάνο υπόσχεση καταβολής ποσού 40.000 δουκάτων ετησίως! Τέλος, ακυρώνει τη συμφωνία που είχε συνάψει ο προκάτοχός του με τους Ιωαννίτες, εξαιρουμένου του συμβατικού όρου βάσει του οποίου ο Ωμπυσσόν ονομαζόταν καρδινάλιος. Για τους Ιωαννίτες, όλα τα διπλωματικά ωφέλη που τους έδωσε η αιχμαλωσία του Τζεμ έχουν χαθεί ανεπιστρεπτί.

Φτάσαμε στα τέλη του 1494 και στην Ιταλία εισβάλλει ο Κάρολος Η΄ της Γαλλίας με σκοπό να διεκδικήσει το Βασίλειο της Νάπολης. Ο παμπόνηρος Βοργίας γράφει αμέσως στον Βαγιαζήτ και του ζητεί οικονομική βοήθεια, μια και σε περίπτωση νίκης του Καρόλου είναι πιθανόν να ελευθερωθεί ο Τζεμ. Ο Βαγιαζήτ υπόσχεται στον πάπα 300.000 δουκάτα προκειμένου να σταλεί ο αδελφός του «σε τόπους αιωνίας αναπαύσεως»! Ο πάπας εισπράττει το ποσό, αλλά όταν ο Κάρολος εμφανίζεται προ των πυλών της Ρώμης και ζητεί να του παραδοθεί ο Οθωμανός πρίγκιπας, ο Βοργίας του τον παραδίδει χωρίς δεύτερη σκέψη. Ο Τζεμ ξαναβρίσκει την ελευθερία του (;) και ενσωματώνεται στην ακολουθία του Καρόλου. Στις 25 Φεβρουαρίου 1495, όμως, κι ενώ βρίσκεται στην Καπύη μαζί με τα γαλλικά στρατεύματα, ο Τζεμ πεθαίνει ξαφνικά! Ήταν μόλις 36 ετών. Σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή, λίγο πριν τον παραδώσει στον Κάρολο, ο Βοργίας πρόφτασε να φαρμακώσει τον πρίγκιπα με κάποιο δηλητήριο βραδείας δράσης. Ή ίσως να έστειλε επί τούτου κάποιον σπιούνο στην αυλή του Καρόλου. Ποιος ξέρει…

Τώρα πάντως που είχε εκλείψει κάθε κίνδυνος, ο σουλτάνος Βαγιαζήτ μπορεί πια να συμπεριφερθεί στον νεκρό αδελφό του όπως αρμόζει σ’ έναν πρίγκιπα των Οσμανλήδων. Κήρυξε τριήμερο πένθος σε ολόκληρη την αυτοκρατορία και ζήτησε να του επιστραφεί η σορός του αδελφού του για να ταφεί με τις δέουσες τιμές. Χρειάστηκε να περάσουν τέσσερα χρόνια για να γίνει δεκτό το αίτημα του σουλτάνου και να επιστραφούν τα λείψανα του Τζεμ για να ταφούν στην εφήμερη πρωτεύουσά του, την Προύσα, σ’ ένα μαυσωλείο αντάξιο ανδρός στις φλέβες του οποίου έτρεχε βασιλικό αίμα. Αλλά βέβαια στον κόσμο τούτο όλα είναι σχετικά. Τιμές αποδίδονται μόνο σ’ αυτούς που δεν αποτελούν κίνδυνο για την εξουσία. Όταν, την Πρωτοχρονιά του 1522, ο σουλτάνος Σουλεϊμάν Β΄ ο Μεγαλοπρεπής  (ή, για τους Τούρκους, Νομοθέτης) κατέλαβε τελικά τη Ρόδο των Ιωαννιτών, συνάντησε εκεί τον Μουράτ, γιο του Τζεμ. Χωρίς αναστολές, ο σουλτάνος διέταξε να εκτελεστεί αμέσως μαζί με την οικογένειά του..

Η υστεροφημία του Τζεμ στη χριστιανική Δύση μοιάζει πολύ ωραιότερη από τη ζωή του. Δίχως αμφιβολία, μια μικρή οθωμανική αυλή με ευγενείς από την Ανατολή, γενιτσάρους και σπαχήδες, η οποία μετακινείται μεταξύ Άλπεων, Ωβέρνης και Λιμουζίν δεν ήταν συνηθισμένο θέαμα για τη Γαλλία του 15ου αι., τόσο για τον απλό λαό, όσο και για τους ευγενείς (βλ. Georges Jehel «La Méditerranée médiévale de 350 à 1450«, εκδ. Armand Colin, σειρά Cursus, Παρίσι 1992, σελ. 163). Η παρουσία του Οσμανλή πρέπει να σημάδεψε ανεξίτηλα το φαντασιακό των ανθρώπων της εποχής. Αυτό φαίνεται άλλωστε από το πλήθος θρύλων που συνόδεψαν το πέρασμά του από τη Γαλλία κι όχι μόνο:  από τους (όχι εντελώς απίθανους) έρωτες του Τζεμ με τη Γαλλίδα ευγενή Φιλιππίνη του Σασσνάζ, μέχρι τον μύθο ότι ο Οθωμανός πρίγκιπας ήταν ο δημιουργός της περίφημης ταπισσερί της Κυρίας με τον Μονόκερο (η μάλλον αυτός που την παρήγγειλε).

Έπειτα, ίσως η ζωή του Τζεμ κατά την εξορία του στη Δύση να μην υπήρξε τόσο μελαγχολική όσο εμείς νομίζουμε. Μπορεί να δέχτηκε ασμένως να παίξει τον ρόλο που του επιφύλαξε η μοίρα: εξωτικό αξιοθέατο μεν, αλλά και ομότιμος των Γάλλων ευγενών δε, αν όχι ανώτερός τους σ’ όλα. Άνθρωπος των γραμμάτων και των τεχνών, ως γνήσιος Οθωμανός πρίγκιπας, θα πρέπει να ένιωθε ευχαρίστηση εντυπωσιάζοντας τους καλεσμένους με την καλλιέργειά του. Ή ποζάροντας προκειμένου να του φιλοτεχνήσει το πορτρέτο ο Πιντουρίκιο, ακριβώς όπως κάποτε ζωγράφισε το πορτρέτο του πατέρα του ο Τζεντίλε Μπελλίνι. Μπορεί ακόμη και να του άρεσε που τούτοι οι «βάρβαροι» τον φώναζαν Ζιζίμ, ιδίως όταν το όνομα αυτό το ψιθύριζαν όμορφες Γαλλίδες. Και ίσως τελικά το τέλος του να μην το χαρακτήριζε η απελπισία, γιατί ακόμη και την ύστατη ώρα, με το δηλητήριο του Βοργία στο στόμα του, ο μελαγχολικός μας πρίγκιπας μπορεί να πίστευε ειλικρινά ότι ο νέος του προστάτης θα τον βοηθούσε να κατακτήσει αυτό που πάντοτε ποθούσε.

ΥΓ:  Το ποστ αυτό δικαιωματικά αφιερώνεται στον αγαπητό φίλο (και πραγματικό ειδικό επί του θέματος) Δύτη των Νιπτήρων. Κάποτε είχαμε μάλιστα συζητήσει, κάπως βιαστικά, την πιθανότητα ενός κοινού ποστ για τον Τζεμ, όπου ο ένας θα εξέταζε την ιστορία από την οθωμανική οπτική γωνία κι ο άλλος από αυτήν των Λατίνων. Τελικά, όπως και τα περισσότερα ωραία σχέδια, η φιλοδοξία αυτή δεν πραγματοποιήθηκε. Καθώς κι εκείνος είχε υποσχεθεί κατά καιρούς να γράψει κάτι για τον Τζεμ, του ζητώ συγγνώμη μια και τελικά τον πρόλαβα «κλέβοντάς» του κατά κάποιο τρόπο ένα θέμα ανάρτησης. Γνωρίζω ότι έχει αρκετό υλικό, πολύ πιο πλούσιο από το δικό μου, για να γράψει το δικό του ποστ όταν το θελήσει, αλλά (ελπίζω 🙂 ) και για μερικά πλούσια σχόλια σε τούτο εδώ το κείμενο.