Posts Tagged ‘οικονομική κρίση’

Γιατί ΔΕΝ επιστρέφουμε στον Μεσαίωνα!

18 Δεκεμβρίου, 2010

Σύντομο απολογητικό σημείωμα, πριν περάσουμε στο κυρίως θέμα: λόγω αυξημένων οικογενειακών υποχρεώσεων έχουν περάσει σχεδόν δύο μήνες από την τελευταία ανανέωση του ιστολογίου. Επιπλέον, καθώς το τελευταίο διάστημα βρίσκομαι μακριά από τη βάση μου (και συνακόλουθα μακριά από τη βασική βιβλιοθήκη μου), αδυνατώ να παρουσιάσω, όπως θα έπρεπε, ό,τι έχω υποσχεθεί, δηλαδή το τελευταίο μέρος της ιστορίας των Τευτόνων ιπποτών. Με το νέο έτος θα ρυθμισθεί και το ζήτημα αυτό. Προς το παρόν, επειδή δεν μου πάει ν’ αφήσω κι άλλο το ιστολόγιο σε λήθαργο, λέω ν’ ασχοληθούμε με ένα θέμα γενικότερου ενδιαφέροντος, σχεδόν επικαιρότητας θα τολμούσα πω.

Τα τελευταία χρόνια παρατηρούμε στον δυτικό κόσμο μια ραγδαία επιδείνωση της κατάστασης όσον αφορά τα εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα και, ως εκ τούτου, τις ίδιες τις συνθήκες ζωής μεγάλου μέρους του πληθυσμού. Η δυσμενέστατη αυτή εξέλιξη οφείλεται κυρίως στη συνδυασμένη πίεση που ασκούν δύο παράγοντες: αφενός, η σχεδόν ολοκληρωτική επικράτηση νεοφιλελεύθερων ιδεών (που εκπορεύονται από επιχειρηματικούς κύκλους, ΜΜΕ και διάφορους στοχαστές – εντός ή εκτός εισαγωγικών – και πολιτικούς), τις οποίες (μάλλον παραδόξως) ασμένως έχουν αποδεχτεί οι πολιτικές ηγεσίες των περισσοτέρων κρατών, καθώς και διάφοροι υπερεθνικοί οργανισμοί, αφετέρου, η πανθομολογούμενη οικονομική κρίση (που οφείλεται σε εγγενείς παθογένειες του καπιταλιστικού συστήματος οργάνωσης των σύγχρονων κοινωνιών, τις οποίες εν πολλοίς έχουν οξύνει οι προαναφερθείσες νεοφιλελεύθερες ιδεοληψίες και οι πρακτικές των οικονομικών παραγόντων). Ειδικά στη χώρα μας η επιδείνωση αυτή είναι κάτι παραπάνω από σαφής, συντελείται δε με ρυθμούς όλο και πιο ραγδαίους και με τρόπους βίαιους και κυνικούς. Την υπόθεση τη γνωρίζουμε όλοι: επιδίωξη απότομης συρρίκνωσης του δημόσιου τομέα, ο οποίος κρίνεται ως εξ ορισμού «κακός, άχρηστος κι επιζήμιος» (χωρίς να γίνεται ποτέ συζήτηση για την ορθολογική αναδιοργάνωσή του και την καταπολέμηση των παθογενειών του προκειμένου να καταστεί λειτουργικότερος και αποδοτικότερος),  ενώ οι εργαζόμενοι σ’ αυτόν στοχοποιούνται συλλήβδην ως αδικαιολόγητα προνομιούχοι και προτείνεται η καταδίκη τους στην πυρά ή τη γκιλλοτίνα. Κατάργηση εργασιακών δικαιωμάτων σε βαθμό αδιανόητο, ψαλίδισμα των κοινωνικοασφαλιστικών δικαιωμάτων, εξαφάνιση κάθε στοιχείου κοινωνικής πρόνοιας με «λογικές» ψευδοεξοικονόμησης πόρων. Συνολικά διαπιστώνεται μια τάση που θέτει τελικά εν αμφιβόλω την ύπαρξη της ίδιας της ουσίας του δημοκρατικού κράτους δικαίου και πρόνοιας που γνωρίζουμε. Αρχίζουμε να συνειδητοποιούμε ότι ίσως η κατάσταση που ζήσαμε ως τώρα δεν ήταν παρά ένα απλό διάλειμμα ευημερίας και δικαιοσύνης που αφορούσε ένα μικρό χρονικό διάστημα μέσα στην απεραντοσύνη του ιστορικού χρόνου (δηλ. μερικές δεκαετίες, κυρίως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο) κι ένα περιορισμένο κομμάτι της ανθρωπότητας (τον δυτικό κόσμο που λέγαμε και πιο πάνω). Επιστρέφουμε πλέον σε εποχές του παρελθόντος, πολύ πιο σκληρές απ’ ό,τι γνωρίσαμε στο σύντομο διάστημα μιας ανθρώπινης ζωής.

Επιστροφή στο παρελθόν λοιπόν, αλλά σε ποιό ακριβώς; Εδώ φαίνεται να υπάρχει ομοφωνία. Επιστρέφουμε στον Μεσαίωνα! Το λένε τόσοι άνθρωποι που δικαιολογημένα αγανακτούν και αντιδρούν στις διαφαινόμενες εξελίξεις. Ανάμεσά τους και πολλοί φίλοι (της πραγματικής ζωής και διαδικτυακοί), αλλά και άνθρωποι τους οποίους, χωρίς να γνωρίζω προσωπικά, θαυμάζω για τις πάντα εναργείς και εύστοχες πολιτικές και κοινωνικές τους αναλύσεις. Χαρά ο φίλος σας που θα έχει την τύχη να ζήσει την αναβίωση της αγαπημένης του ιστορικής περιόδου; Όχι ακριβώς. Γιατί αν νομίσατε προς στιγμήν ότι ο Ρογήρος ετοιμαζόταν να σας σερβίρει ένα (μάλλον κοινότοπο) ποστ πολιτικού περιεχομένου, πασπαλισμένο έστω με λίγη νοσταλγία κάνατε λάθος. Ο Ρογήρος θα συνεχίσει το βιολί του που είναι η υπεράσπιση της πιο συκοφαντημένης εποχής της Ιστορίας. Γιατί η φράση περί επιστροφής στον Μεσαίωνα δεν είναι παρά ένα ακόμη στερεότυπο που συνήθως εκφέρεται με όρους συμβατικού λόγου (είναι κάτι που το κοινό αναμένει και κατανοεί με σαφώς συγκεκριμένους όρους), χωρίς να προϋποθέτει διαδικασία επιβεβαίωσης ως προς την ιστορική αλήθεια. Συνήθως, αλλά όχι πάντα. Ορισμένοι από τους υποστηρικτές της ανάλυσης αυτής επιχειρούν να τεκμηριώσουν την άποψή τους, αναζητώντας σε θεωρητικό επίπεδο αναλογίες μεταξύ της σημερινής ζοφερής κατάστασης και του Μεσαίωνα. Τα επιχειρήματα είναι κατά κανόνα τα εξής: πρώτον, τέτοιες δυσμενείς συνθήκες εργασίας και ζωής μόνο στον Μεσαίωνα πρέπει να υπήρχαν. Δεύτερον, κι εδώ το επιχείρημα είναι πιο ενδιαφέρον γιατί ξεφεύγει εντελώς από τη συναισθηματική/ θυμική θεώρηση των πραγμάτων, η βασική αντιστοιχία των δύο περιόδων έγκειται στην ουσιώδη αποδυνάμωση της ισχύος των κρατικών οντοτήτων και στην ενίσχυση των ιδιωτικών κέντρων εξουσίας: στον Μεσαίωνα ήταν οι φεουδάρχες, σήμερα είναι οι μεγάλες επιχειρήσεις και τα οικονομικά συμφέροντα.

Είτε είναι συμβατικού ή θυμικού χαρακτήρα, είτε εκλογικευμένες και κατά τα φαινόμενα τεκμηριωμένες, οι απόψεις περί επιστροφής στον Μεσαίωνα γνωρίζουν μεγάλη επιτυχία. Άλλωστε, δεν έχετε παρά να γκουγκλίσετε τη λέξη «Μεσαίωνας» για να διαπιστώσετε τη διάδοσή τους: στα πρώτα εκατό αποτελέσματα θα συναντήσετε γύρω στις 60 αναφορές στον «εργασιακό Μεσαίωνα» κι άλλες εικοσιπέντε στη σύγκριση μεταξύ δυστυχιών του σήμερα και του τότε. Ωστόσο, με ή χωρίς περίβλημα επιχειρηματολογίας, οι απόψεις αυτές απλώς απηχούν (ενσυνείδητα ή όχι) ένα κλισέ που δεν ανταποκρίνεται στην ιστορική πραγματικότητα. Ας δούμε εν συντομία το γιατί.

Ι. Η πλάνη ως προς τη μεθοδολογία

1. Η επί της αρχής πλάνη: Καταρχήν και καταρχάς η σύγκριση μεταξύ δύο χρονικά απομακρυσμένων περιόδων της Ιστορίας είναι ως εκ της φύσεώς της παρακινδυνευμένη και, μάλλον εντελώς, αλυσιτελής, κατά μείζονα λόγο όταν δεδηλωμένος σκοπός της είναι η επιβεβαίωση ομοιοτήτων την ύπαρξη των οποίων έχουμε εκ των προτέρων αποδεχτεί. Πώς μπορούμε να συγκρίνουμε δύο εποχές των οποίων διαφέρουν ριζικά οι θεσμοί, η πολιτική και κοινωνική οργάνωση, οι τρόποι άσκησης εξουσίας και πολιτικής και οικονομικής εκμετάλλευσης, οι αντιλήψεις και οι νοοτροπίες των ανθρώπων κάθε περιόδου, ο τρόπος με τον οποίο εκλαμβάνουν τις κοινωνικές σχέσεις ή το μεταφυσικό; Η ύπαρξη ή όχι καπιταλιστικής οργάνωσης της οικονομίας και οι συνέπειές της σε επίπεδο θεσμών, δομών και ιεράρχησης της κοινωνίας, θα έπρεπε να αρκεί για να διαφοροποιήσει ριζικά τις δύο εποχές και να καταστήσει ατελέσφορη τη μεταξύ τους σύγκριση. Στην πραγματικότητα, η «επιτυχής» διεκπεραίωση του εγχειρήματος προϋποθέτει την προκρούστεια προβολή των ιδεών και των αντιλήψεων του σήμερα σε μια εποχή του παρελθόντος.

2. Ποιός Μεσαίωνας; Πότε και πού; Ακόμη, όμως, κι αν υποτεθεί ότι η σύγκριση είναι δυνατή, απαιτείται να καθορισθούν επακριβώς και οι προς σύγκριση περίοδοι. Ένας τέτοιος προσδιορισμός αφορά τόσο τον χρόνο όσο και τον τόπο. Είναι παράλογο να αντιμετωπίζουμε ως όλως ομοιόμορφη και στατική μια εποχή χιλίων περίπου χρόνων, της οποίας δυσκολευόμαστε αφάνταστα να ορίσουμε την αρχή και το τέλος ακόμη και εντελώς συμβατικά (πότε τελειώνει η Ύστερη Αρχαιότητα; πότε αρχίζει η Αναγέννηση;), όπως επίσης είναι παράλογο, αν επιτέλους κατορθώσουμε να οριοθετήσουμε τη χρονική περίοδο αναφοράς, να πιστέψουμε ότι η κοινωνική και πολιτική οργάνωση ήταν παντού η ίδια. Καθώς οι υποστηρικτές της άποψης ότι η παρούσα συγκυρία σηματοδοτεί επιστροφή στον Μεσαίωνα δεν κατονομάζουν, ούτε οριοθετούν χρονικά και τοπικά τί ονομάζουν Μεσαίωνα, πρέπει να συναγάγουμε από τα γραφόμενά τους την περίοδο και τον τόπο στον οποίο αναφέρονται. Όλες οι αναφορές και τα παραδείγματά τους φαίνεται να παραπέμπουν στην εποχή κατά την οποία και στους τόπους όπου επικράτησε το φεουδαλικό σύστημα οργάνωσης. Σύμφωνα με το προτεινόμενο μοντέλο σύγκρισης, τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα ταυτίζονται με τους φεουδάρχες, ενώ οι εργαζόμενοι της σύγχρονης εποχής με τους δουλοπάροικους. Ανταποκρίνεται αυτό το σχήμα στην ιστορική πραγματικότητα, έστω και σε ένα περιορισμένο πεδίο σύγκρισης;

ΙΙ. Η πλάνη ως προς τα ιστορικά δεδομένα

1.  Η επικράτηση της φεουδαρχίας δεν είναι ούτε καθολική, ούτε διαχρονική: Παρότι για τον σύγχρονο άνθρωπο η φεουδαρχία παρουσιάζεται ως το σήμα κατατεθέν του Μεσαίωνα, στην πραγματικότητα δεν αφορά ούτε ολόκληρη την ιστορική περίοδο, ούτε φυσικά όλες τις περιοχές της Ευρώπης (έστω της Δυτικής). Στην ολοκληρωμένη μορφή του, το φεουδαλικό σύστημα επικρατεί κατά τη διάρκεια μιας περιόδου περίπου τριών αιώνων (από το δεύτερο μισό του 11ου έως τα μέσα του 14ου αι.) και απαντά κυρίως στη Βόρεια Γαλλία (όπου και το αρχέτυπο του συστήματος), σε σημαντικό βαθμό στην Αγγλία των Νορμανδών και λιγότερο σε αγροτικές περιοχές της Γερμανίας και της υπόλοιπης Ευρώπης. Σημαντικό μέρος της Ευρώπης δεν γνωρίζει ουσιαστικά ποτέ τη φεουδαρχία. Οι εμπορικές «δημοκρατίες» της Ιταλίας διοικούνται συλλογικά από μια αριστοκρατία εμπόρων και επιχειρηματιών εν γένει: ήδη από το δεύτερο μισό του 10ου αι., το Αμάλφι εμφανίζει τα χαρακτηριστικά αυτά και προαναγγέλει τη δράση των πιο ολοκληρωμένων και σαφώς μακροβιότερων περιπτώσεων της Βενετίας, της Γένοβας ή της Πίζας. Στην πραγματικότητα, όλες σχεδόν οι ιταλικές πόλεις λειτουργούν με τον τρόπο αυτό (που είναι σαφέστατα περισσότερο συγκρίσιμος με τον καπιταλισμό των νεότερων χρόνων απ’ ό,τι η φεουδαρχία). Τα ίδια ισχύουν για τις πολυάριθμες ελεύθερες πόλεις της γερμανικής αυτοκρατορίας, αλλά και για άλλους τόπους με αντίστοιχη κοινωνική και οικονομική εξέλιξη.

2. Η εξομοίωση των σύγχρονων εργαζομένων με τους δουλοπάροικους του Μεσαίωνα είναι προβληματική: ας περιοριστούμε στον χώρο κυριαρχίας του φεουδαλικού συστήματος. Είναι δυνατό και θεμιτό να θεωρηθούν οι δουλοπάροικοι διαχρονικό συνώνυμο της ανθρώπινης εξαθλίωσης, όπως τουλάχιστον φαίνεται να πιστεύει ο μέσος σύγχρονος άνθρωπος; Η απάντηση είναι αρνητική, τούτο δε για πλείονες λόγους.

Πρώτον, μολονότι και για τους δουλοπάροικους τα μεσαιωνικά κείμενα χρησιμοποιούν τον όρο servus, δηλαδή αυτόν ακριβώς που για τους Ρωμαίους σήμαινε τον δούλο, το νομικό καθεστώς και η θέση των δουλοπάροικων του Μεσαίωνα απέχει παρασάγγες από αυτήν των δούλων της Αρχαιότητας, τουλάχιστον της ρωμαϊκής. Τόσο πολύ που αν ψάχνουμε να βρούμε μια τέτοια ρωμαϊκή αντιστοιχία, η σχέση κυρίου και δουλοπάροικου κατά τον Μεσαίωνα βρίσκεται πολύ πιο κοντά στη σχέση κυρίου και πελάτη στα χρόνια της Ρώμης. Ο δουλοπάροικος, καταρχάς, έχει νομική προσωπικότητα, αντιθέτως προς τον δούλο. Ως υποκείμενο δικαίου διαθέτει δικαιοπρακτική ικανότητα, έχει τη δική του περιουσία και φυσικά συνάπτει συμβάσεις για τη διαχείρισή της. Επιπλέον, η μεσαιωνική κοινωνία, ακόμη και στη φεουδαλική εκδοχή της, δεν χαρακτηρίζεται από τα στεγανά που εμείς τις αποδίδουμε. Όπως μαρτυρούν τα έγγραφα της εποχής, ένας δουλοπάροικος δεν είναι απαραίτητο καν να είναι αγρότης, μπορεί να είναι τεχνίτης που κατοικεί σε μια πόλη, ενώ επίσης μπορεί να συνάψει γάμο με άτομο που τυπικά έχει την ιδιότητα του ελεύθερου. Πολύ χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα που αναφέρει ο Ζωρζ Ντυμπύ , σχολιάζοντας το έγγραφο μιας δικαιοπραξίας που βρισκόταν στα αρχεία της μονής του Κλυνύ: ο δουλοπάροικος Αλώμ, κάτοικος της κωμόπολης του Μπλανό, νυμφεύεται στο γειτονικό Οζάν τη Μαρχίλδη, γυναίκα που νομικά χαρακτηρίζεται ως ελεύθερη. Μαζί αποκτούν περιουσιακά στοιχεία τα οποία και διαθέτουν ελεύθερα, ενώ τα παιδιά τους υπάγονται στο νομικά ευνοϊκότερο καθεστώς, εν προκειμένω αυτό του ελεύθερου (Georges Duby «L’histoire continue«, coll. Points, εκδ. Seul, Παρίσι 1991, σελ. 63 επ.). Αν υπάρχει ένας σαφής περιορισμός για τον δουλοπάροικο, αυτός έγκειται στο ότι δεν μπορεί να εγκαταλείψει άνευ άλλου τινός τη γη που καλλιεργεί. Και πάλι, ο περιορισμός είναι σχετικός: αν το θέλει οπωσδήποτε, ο δουλοπάροικος μπορεί, με λίγο θάρρος, να εγκαταλείψει τον τόπο του και να αναζητήσει τη τύχη του αλλού. Αν ταξιδέψει κάπως μακριά (ας πούμε 500 χιλιόμετρα), δηλώσει ψευδώς ότι είναι ελεύθερος και δώσει όρκο υποταγής στον τοπικό άρχοντα (που δεν είναι απαραίτητα φυσικό πρόσωπο, μπορεί να πρόκειται για μια μονή ή έναν καθεδρικό ναό) θα καταφέρει να εγκατασταθεί και να προκόψει χωρίς πολλές σκοτούρες ή προβλήματα. Τα εργατικά χέρια είναι πάντα και παντού ευπρόσδεκτα στον Μεσαίωνα κι οι ντόπιοι δεν έχουν κανένα συμφέρον να ψάξουν διεξοδικά μήπως ο νεοφερμένος έχει κάποιον αφέντη που βρίσκεται πέντε μέρες μακριά (πρβλ. το παράδειγμα του πατέρα της Μαρχίλδης στο έγγραφο που παραθέτει ο Ντυμπύ, ibid., σελ. 59-60).

Δεύτερον, όπως ήδη διαπιστώσαμε, οι δουλοπάροικοι αποτελούν απλώς ένα τμήμα της φεουδαλικής κοινωνίας. Τα περισσότερα άτομα έχουν την ιδιότητα του ελεύθερου και φυσικά διαθέτουν μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων στην καθημερινότητά τους. Βεβαίως, ο άρχοντας ασκεί εξουσία, επιβάλλει και εισπράττει φόρους, δικάζει και τιμωρεί, άρα εκ των πραγμάτων καταπιέζει τους υποτελείς του. Ωστόσο, ουδόλως προκύπτει ότι αυτή η καταπίεση παρεκκλίνει σημαντικά από τον μέσο όρο της Ιστορίας. Σε κάθε περίπτωση δεν έχει τον χαρακτήρα της αμεσότητας που μας κάνουν να πιστεύουμε οι διάφορες ανιστόρητες μυθοπλασίες των νεότερων χρόνων, του στυλ jus primae noctis. Ακόμη και σε περιοχές όπου επικρατεί η φεουδαρχία, ο περισσότερος κόσμος δεν πρόκειται να δει σχεδόν ποτέ αυτόν που τυπικά είναι κυρίαρχός του. Ας θυμηθούμε το παράδειγμα του Μονταγιού (βλ. Emmanuel Le Roy Ladurie “Montaillou, village occitan, de 1294 à 1324“, Gallimard, Παρίσι 1975): το μικρό χωριό των Πυρηναίων υπάγεται στη δικαιοδοσία του κόμητος της Φουά. Αυτός ασκεί την εξουσία του μέσω δύο προσώπων: του καστελλάνου, όσον αφορά τα ζητήματα ασφάλειας, και του βαΐλου, για τις αστικές υποθέσεις (ο δεύτερος είναι σχεδόν πάντα κάποιος από τους προύχοντες του χωριού). Ο κόμης δεν πρέπει να έχει εμφανιστεί ποτέ στο χωριό. Η – απομακρυσμένη – εξουσία του δεν εκλαμβάνεται ως καταπίεση από τους κατοίκους. Αντιθέτως, ο κόμης είναι ιδιαίτερα αγαπητός, κυρίως γιατί αποτελεί τη μόνη ελπίδα προστασίας των χωρικών, πολλοί από τους οποίους έχουν ασπασθεί την «αίρεση» των Καθαρών, έναντι της Εκκλησίας και ειδικά της Ιεράς Εξέτασης.

Συμπερασματικά, αν κάποιος θέλει να βρει παραδείγματα εξαθλίωσης για να τα συγκρίνει με τις ζοφερές προοπτικές των σύγχρονων εργαζομένων, δεν έχει λόγο να τα αναζητήσει ειδικά στο Μεσαίωνα. Για να δούμε όμως αν μπορεί να σταθεί λογικά το δεύτερο σκέλος του μοντέλου σύγκρισης, δηλαδή η ταύτιση των φεουδαρχών του Μεσαίωνα με τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα της εποχής μας.

3. Η εξομοίωση των σύγχρονων οικονομικού χαρακτήρα κέντρων εξουσίας με τους φεουδάρχες είναι προβληματική: Ως κοινός παρονομαστής μεταξύ του Μεσαίωνα και των εξελίξεων της εποχής μας προβάλλεται η απίσχνανση της κεντρικής εξουσίας του κράτους και η αντίστοιχη ενδυνάμωση ιδιωτικών κέντρων εξουσίας. Κανείς δεν αμφισβητεί ότι εσχάτως οι κρατικές οντότητες εμφανίζονται να παραιτούνται από σημαντικό μέρος των εξουσιών τους, τις οποίες μεταθέτουν ή αποδέχονται τον σφετερισμό τους από πόλους εξουσίας οικονομικού/ επιχειρηματικού χαρακτήρα. Η τάση αυτή επιδεινώνεται εξαιτίας της αδυναμίας (και της έλλειψης βουλήσεως) που επιδεικνύει η κρατική εξουσία όσον αφορά τον έλεγχο των οικονομικών παραγόντων, έλεγχος που έχει καταστεί εκ των πραγμάτων δύσκολος εξαιτίας του σύγχρονου παγκοσμιοποιημένου οικονομικού περιβάλλοντος. «Παρομοίως», στον Μεσαίωνα η κεντρική εξουσία εμφανίζεται εξαιρετικά αδύναμη έναντι των τοπικών φεουδαρχών, οι οποίοι ασκούν σχεδόν απόλυτη εξουσία στην περιοχή δικαιοδοσίας τους.

Εντούτοις, και στην περίπτωση αυτή οι ομοιότητες είναι μάλλον επιφανειακές. Η σύγκριση πάσχει για τους λόγους που θα παραθέσουμε συνοπτικά κατωτέρω.

α. Η διαφορά ως προς τον τρόπο κατανομής και άσκησης της εξουσίας: με αρκετή ελευθερία, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι η κατανομή της εξουσίας στον Μεσαίωνα (βασιλιάς-φεουδάρχες) είναι μάλλον κάθετη, ενώ στην εποχή μας (κρατικές οντότητες-οικονομικά συμφέροντα) οριζόντια. Στον Μεσαίωνα υπάρχει κατά τόπον κατάτμηση ομοειδούς εξουσίας. Η εξουσία που ασκεί ο βασιλιάς δεν διαφοροποιείται ποιοτικά από αυτήν που ασκούν οι φεουδάρχες, παρά μόνον ως προς τα όρια της κατά τόπον δικαιοδοσίας. Κατά τα λοιπά, τόσο στην περίπτωση του βασιλιά όσο και αυτή των φεουδαρχών πρόκειται για την κλασσική μορφή εξουσίας που  συναντούμε, σε πιο εξελιγμένη μορφή, και στα σύγχρονα κράτη (εκτελεστική, νομοθετική, δικαστική, στρατιωτική και αστυνομική, επιβολής φόρων κ.ο.κ.). Το μόνο που ξεχωρίζει την κεντρική εξουσία από τις κατά τόπους, είναι τελικά η θέση του βασιλιά ως επικυρίαρχου των φεουδαρχών, η οποία ισοδυναμεί με μια μάλλον χαλαρή εποπτεία. Σήμερα, αντιθέτως, οι οικονομικοί παράγοντες δεν ασκούν εξουσία με τον ίδο τρόπο που το πράττουν τα κράτη: καθορίζουν τις συνθήκες των αγορών, ασκούν οικονομικές και άλλες πιέσεις στην εκτελεστική εξουσία, χειραγωγούν την κοινή γνώμη μέσω φίλα προσκείμενων ΜΜΕ κ.ο.κ. Επιπλέον, το ίδιο οικονομικό κέντρο εξουσίας δεν δρα στην επικράτεια ενός μόνον κρατικού μορφώματος, αλλά περισσοτέρων, ενδεχομένως και σε παγκόσμιο επίπεδο. Συνεπώς, ο ένας πόλος διαφοροποιείται από τον άλλο ως προς την άσκηση εξουσίας και τοπικά και ποιοτικά, στοιχείο που δεν υπάρχει στη φεουδαρχία του Μεσαίωνα.

β. Η διαφορά ως προς τον χαρακτήρα της εξουσίας: Είναι προφανές ότι σήμερα η εξουσία που ασκείται από οικονομικά συμφέροντα είναι απρόσωπη. Φορείς της είναι επιχειρηματικά σχήματα με μορφή συνήθως εταιρική που είναι δύσκολο έως αδύνατο να προσωποποιηθούν. Άλλωστε και αφεαυτής η άσκηση τέτοιας εξουσίας έχει ακαθόριστο χαρακτήρα, από την άποψη ότι δεν μπορεί να προσδιορισθεί σε ποιό ποσοστό καθόρισε την μία ή την άλλη εξέλιξη καθένας από τους οικονομικούς παράγοντες ξεχωριστά. Σε κάθε περίπτωση, η εξουσία των οικονομικών συμφερόντων εκλαμβάνεται ως απρόσωπη από τους ίδιους τους εξουσιαζόμενους (οι οποίοι συχνά αδυνατούν να κατανοήσουν ποιός ακριβώς είναι ο υπεύθυνος για κάποιο δυσμενές γι’ αυτούς αποτέλεσμα, για αυτό και κατηγορούν συλλήβδην τα κέντρα οικονομικής εξουσίας, συνήθως μαζί με τους εκάστοτε φορείς της εκτελεστικής εξουσίας, ή καταφεύγουν σε θεωρίες συνωμοσίας). Στο σημείο αυτό, η διαφορά με την κατάσταση στα χρόνια του Μεσαίωνα είναι χαοτική.

Η σχέση εξουσιαστή και εξουσιαζομένου κατά τον Μεσαίωνα είναι σαφώς προσωπική. Η σύναψή της προϋποθέτει την αποδοχή και των δύο μερών. Δεν υπάρχει τίποτε χαρακτηριστικότερο ή πιο συμβολικό για τη φεουδαλική κοινωνία του Μεσαίωνα από  το hommage (λατ. hommagium, hominium hominagium, βλ. René Fédou e.a. «Lexique historique du Moyen Âge«, coll. cursus, εκδ. Armand Colin, Παρίσι 1995, λήμμα hommage, σελ. 85-86). Στα ελληνικά το αποδίδουμε συνήθως ως «όρκο υποτελείας», αλλά η μετάφραση αυτή αδυνατεί να περιγράψει πλήρως την έννοια του θεσμού. Το hommage περιλαμβάνει βεβαίως μια τελετή, κατά την οποία ο υποτελής-βασσάλος γονατίζει μπροστά στον επικυρίαρχό του, του δίνει τα χέρια του και στη συνέχεια προφέρει τον όρκο υποτελείας σ’ αυτόν. Πρωτίστως, όμως, είναι μια αμφοτεροβαρής σύμβαση μεταξύ του βασσάλου και του επικυρίαρχου. Ο βασσάλος αναλαμβάνει στρατιωτική υποχρέωση, δεσμευόμενος να συνδράμει στην άμυνα και ασφάλεια των εδαφών του επικυρίαρχου (ost, υποχρέωση χρονικής διάρκειας 40 ημερών ετησίως) και να συμμετέχει σε στρατιωτικές επιχειρήσεις του δεύτερου εκτός των εδαφών του (chevauchée), να τον συμβουλεύει σε θέματα διοίκησης, άμυνας και απονομής δικαιοσύνης και, τέλος, να του παράσχει τη βοήθειά του στις λεγόμενες τέσσερις περιπτώσεις (συνεισφορά στα λύτρα για την απελευθέρωση του κυρίου σε περίπτωση αιχμαλωσίας του, στα έξοδα για την εκπαίδευση του πρωτότοκου γιου του κυρίου ως ιππότη, στα έξοδα του γάμου της μεγαλύτερης κόρης του και στις δαπάνες που θα υποβληθεί ο κύριος αν εκστρατεύσει σε σταυροφορία). Από την πλευρά του, ο επικυρίαρχος εγγυάται για την ασφάλεια του βασσάλου, της οικογένειας και των ανθρώπων του και του παραχωρεί ένα φέουδο, μεταβιβάσιμο κληρονομικά στους απογόνους του βασσάλου (βλ. Didier Cariou «La Méditerranée au XIIe siècle«, coll. Que sais-je?, αριθ. 3299, εκδ. PUF, Παρίσι.1997, σελ. 9). Βέβαια, οι δομές και οι σχέσεις της μεσαιωνικής κοινωνίας αποδεικνύονται πάντα πιο σύνθετες απ’ ό,τι φαίνεται εκ πρώτης όψεως: τίποτε δεν εμποδίζει έναν κατώτερο άρχοντα να δώσει όρκο υποτελείας σε περισσότερους του ενός επικυρίαρχους. Η πλειονότητα κυρίων μπορεί να προκαλέσει σύγκρουση καθηκόντων στον βασσάλο, στην όχι και τόσο απίθανη περίπτωση που θα έρθουν αντιμέτωποι δύο από τους επικυρίαρχούς του. Προκειμένου να επιλυθούν τέτοιες συγκρούσεις, ο Μεσαίωνας εφευρίσκει τον θεσμό του hommage lige, την κατά προτεραιότητα υποτέλεια δηλαδή: στρατιωτική υποχρέωση οφείλεται πρωτίστως στον άρχοντα του οποίου κατέστη λίζιος ο βασσάλος.

Το hommage δεν περιορίζεται στις σχέσεις μεταξύ αρχόντων. Έστω και χωρίς το ίδιο λαμπρές τελετές, επικυρώνει την ιεραρχική υποταγή και του απλού λαού, περιλαμβανομένων και των δουλοπάροικων. Κατά κανόνα, άλλωστε, κανένα από τα συμβαλλόμενα μέρη δεν θέτει σε αμφισβήτηση τη σχέση υποτέλειας. Όχι μόνο γιατί αυτό επιτάσσει η κυρίαρχη αντίληψη της εποχής, αλλά και γιατί πρακτικά η σχέση είναι ακριβώς αυτή της αμφοτεροβαρούς συμβάσεως. Ο άρχοντας υποχρεούται να εγγυηθεί την προστασία όλων των υποτελών του. Στο κάτω-κάτω, αυτή την έννοια δεν έχει κι η γνωστή γαλλική φράση «noblesse oblige»; Το να είσαι άρχοντας συνεπάγεται υποχρώσεις. Αυτό δηλαδή που δεν συμβαίνει με τους «φεουδάρχες» της εποχής μας, που διεκδικούν τα πάντα, ζητούν οτιδήποτε, επιβάλλουν όσα επιθυμούν, ενώ οι υποτελείς τους (που δεν έδωσαν κανένα όρκο υποτελείας) καταλήγουν να έχουν μόνο υποχρεώσεις.

Συνεπώς, η όποια ομοιότητα Μεσαίωνα και σύγχρονων δεινών είναι απλώς φαινομενική. Κι αν επιθυμούμε οπωσδήποτε να μιλήσουμε για επιστροφή στο παρελθόν, δεν υπάρχει λόγος να αναζητήσουμε το πρότυπο σε μακρινές εποχές. Αυτό που μας απειλεί δεν είναι άλλο από μια επιστροφή στην εποχή του πρωτόγονου, άγριου και χωρίς κανόνες καπιταλισμού του τέλους του 18ου και του 19ου αι., εποχή κατά την οποία (παρά τον Διαφωτισμό, θα συμπλήρωνα με κάποια δόση χαιρεκακίας) οι εργαζόμενοι δεν έχουν κανένα άλλο δικαίωμα πέραν του πενιχρού μισθού τους, ενώ οι έννοιες της ασφάλισης, της σύνταξης και των άλλων εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων είναι εντελώς άγνωστες. Όπως, όμως, έχουμε ξαναπεί, συμφέρει καλύτερα ο αποπροσανατολισμός μέσω της παραπομπής σε μια εποχή πιο μακρινή, ουσιαστικά άγνωστη εκτός από τη μυθοποιημένη εικόνα της. Με τον τρόπο αυτό αποφεύγονται οι επικίνδυνοι συνειρμοί και η σύνδεση με πιο κοντινές ιστορικές περιόδους, ευχερέστερα συγκρίσιμες με το παρόν. Η καμπούρα της φεουδαρχίας μπορεί να εισπράξει περισσότερες ξυλιές απ’ ό,τι ο πρώιμος καπιταλισμός.

Ιερουσαλήμ-Μαρίενμπουργκ – μέρος III: η μάχη με τα τρία ονόματα και η παρακμή του Τάγματος

26 Οκτωβρίου, 2010

Στα τέλη του 14ου αιώνα οι Τεύτονες Ιππότες βρίσκονται στο απόγειο της δύναμής τους: η επικράτειά τους φτάνει στα όρια της μέγιστης εδαφικής εξάπλωσής της, το κράτος τους στην Πρωσία γνωρίζει τη σημαντικότερη ως τότε οικονομική ανάπτυξη. Ωστόσο οι συνθήκες έχουν αρχίσει να μεταβάλλονται σε βάρος τους. Πολωνοί και Λιθουανοί, δηλαδή οι δύο σημαντικότεροι αντίπαλοι του Τάγματος, ενώνουν τις δυνάμεις τους. Η συμμαχία συνεπάγεται και τον προσηλυτισμό των Λιθουανών στον χριστιανισμό, γεγονός το οποίο στερεί από τους Τεύτονες τη νομιμοποίηση της επεκτατικής δράσης τους. Η μοιραία σύγκρουση δεν θα αργήσει. Η βαριά ήττα που θα υποστούν οι Τεύτονες, χωρίς να είναι αφεαυτής καταδικαστική, θα οδηγήσει το Τάγμα στην παρακμή: ο συνδυασμός εξωτερικής πίεσης και σοβαρών εσωτερικών προβλημάτων θα φέρει νέες ήττες στα πεδία των μαχών και θα καταλήξει στη συρρίκνωση του πρωσικού κράτους. Θα αναζητηθούν απεγνωσμένα λύσεις για την επιβίωση, οι οποίες θα φέρουν, κατ’ ανάγκη, τη μετάλλαξη του Τάγματος.

Ι.   Η μάχη με τα τρία ονόματα: η ήττα των Τευτόνων από τη συμμαχία Πολωνών και Λιθουανών

Α.   Από την ένωση Πολωνίας-Λιθουανίας έως την έναρξη της πολεμικής σύρραξης (1381-1409)

Το 1381 πεθαίνει ο μεγάλος μάγιστρος Βίνριχ του Κνιπρόντε, ο οποίος συνέδεσε το όνομά του με το απόγειο της ισχύος του Τάγματος. Την επόμενη χρονιά, ο νόμιμος διάδοχος του λιθουανικού θρόνου, ο  Γιογκάιλα (Γιαγκέουγο για τους Πολωνούς), εξοντώνει τον σφετεριστή θείο του, τον Κεστούτις, και αποκτά την ουσιαστική εξουσία στη χώρα, εγκαταλείποντας ταυτόχρονα τη μέχρι τότε συμμαχία του με τους Τεύτονες. Η αυτονόμηση αυτή προϋποθέτει την εξεύρεση νέων συμμάχων: ο Γιογκάιλα θα καταλήξει στην Πολωνία, φτάνοντας μέχρι του σημείου της ένωσης των δύο κρατών (α). Μολονότι η εξέλιξη αυτή είναι η χειρότερη δυνατή για τους Τεύτονες, το Τάγμα θα επιχειρήσει να αντιδράσει (β).  

α. Η ένωση Πολωνίας και Λιθουανίας: Από τα μέσα του 14ου αιώνα, η Λιθουανία έχει εξελιχτεί σε ένα από τα ισχυρότερα κράτη της Ευρώπης, εκμεταλλευόμενη και τα κενά εξουσίας που προκάλεσαν στην ευρύτερη περιοχή οι μογγολικές επιδρομές: αρκετές ηγεμονία στη Ρωσία και στην Ουκρανία, Μολδαβοί και Βλάχοι προτιμούν να αναγνωρίσουν την επικυριαρχία των Λιθουανών ηγεμόνων, τα σύνορα του κράτους των οποίων εκτείνονται πλέον από τη Βαλτική μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα. Αρκετά ρεαλιστές, οι Λιθουανοί μονάρχες ακολουθούν πολιτική ανεξιθρησκείας, μια και στους υπηκόους τους καταλέγονται, εκτός από τους ειδωλολάτρες Λιθουανούς, αρκετοί καθολικοί κι ακόμη περισσότεροι ορθόδοξοι χριστιανοί.

Επομένως, στην αναζήτηση συμμάχων κατά των Τευτόνων, ο Γιογκάιλα έχει δύο επιλογές: πρώτον, μπορεί να στραφεί προς τη Ρωσία (άλλωστε η μητέρα του ήταν κόρη του Ρώσου ηγεμόνα του Τβερ), διαλέγοντας τον γάμο με κάποια από τις κόρες του Μεγάλου Ηγεμόνα της Μόσχας. Η λύση αυτή απορρίπτεται σχετικά γρήγορα, γιατί η Λιθουανία θα οδηγηθεί στη σφαίρα επιρροής του ισχυρού μοσχοβίτη ηγεμόνα, του Ντμίτρι Ντανσκόι, ενώ θα πρέπει να αναγνωρίσει και την πρωτοκαθεδρία της ορθόδοξης Ρωσικής Εκκλησίας (βλ. Sylvain Gouguennheim “Les Chevaliers Teutoniques“, εκδ. Tallandier, Παρίσι, 2007, σελ. 445). Η εγγύτητα της εξουσίας αυτής την καθιστά σαφώς ενοχλητική για ένα φιλόδοξο μονάρχη. Σε κάθε περίπτωση, πολύ πιο ενοχλητική απ’ ό,τι είναι η εξουσία της Αβινιόν ή της Ρώμης (βρισκόμαστε στην περίοδο του Μεγάλου Σχίσματος της Καθολικής Εκκλησίας). Έτσι ο Γιογκάιλα επιλέγει τη δεύτερη λύση, αυτή της συμμαχίας με την Πολωνία. Στη χώρα αυτή, με τον θάνατο του Καζιμίρ Γ΄ (1370) σβήνει η δυναστία του Πιαστ και το στέμμα περνά στον ανηψιό του άκληρου μονάρχη, στον ανδεγαυικής καταγωγής βασιλιά της Ουγγαρίας Λουδοβίκο Α΄ τον Μεγάλο. Η εδραίωση της πολωνολιθουανικής συμμαχίας προϋποθέτει τον γάμο του Λιθουανού μεγάλου δούκα με την κόρη του Λουδοβίκου, την Εδβίγη. Υπάρχει ωστόσο ένα εμπόδιο, διόλου ασήμαντο: ο Λουδοβίκος έχει τη μεγάλη φιλοδοξία ν’ ανέλθει στον γερμανικό αυτοκρατορικό θρόνο. Στο πλαίσιο της αναζήτησης συμμάχων και υποστηριχτών, έχει ήδη υποσχεθεί την Εδβίγη στον δούκα της Αυστρίας. Ο γάμος αυτός δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα της Πολωνίας, για την οποία η Λιθουανία είναι πλέον ο φυσικός σύμμαχος κατά των μισητών Τευτόνων. Ο θάνατος του Λουδοβίκου, τον Σεπτέμβριο του 1382 στην Τρνάβα της Σλοβακίας, καθιστά εφικτή τη συμμαχία με τη Λιθουανία, μέσω του γάμου Εδβίγης και Γιογκάιλα. Η πραγματοποίηση του σχεδίου εξαρτάται από δύο ακόμη προϋποθέσεις: ο Λιθουανός μονάρχης πρέπει να ασπασθεί τον χριστιανισμό, ενώ ο δούκας της Αυστρίας πρέπει να αποζημιωθεί.

Η ένωση θα υλοποιηθεί σε τρεις φάσεις (βλ. (Alain Demurger “Chevaliers du Christ – Les ordres religieux-militaires au Moyen Âge, XIe-XVIe siècle“, εκδ. Seuil, Παρίσι, 2002, σελ. 260): 1. στις 14 Αυγούστου 1384 συνάπτεται σύμφωνο στην Κρέβα της Λιθουανίας (πολ. Κρέβο ή Κρέβνο), βάσει του οποίου αποκαθίσταται η ειρήνη μεταξύ Πολωνίας και Λιθουανίας, ενώ ο Γιογκάιλα δίνει την υπόσχεση να βαπτισθεί χριστιανός και δεσμεύεται να αποζημιώσει την Αυστρία. 2. Στις 15 Φεβουαρίου του 1386 ο Γιογκάιλα βαφτίζεται στον καθεδρικό της Κρακοβίας. Τρεις μέρες μετά παντρεύεται την Εδβίγη και, στις 4 Μαρτίου, στέφεται βασιλιάς της Πολωνίας με το όνομα Λαδισλάος Β΄ (πολ. Βουαντίσουαφ). 3. Την επόμενη χρονιά, ο Λαδισλάος (πλέον) μεταβαίνει στην πρωτεύουσα της Λιθουανίας, το Βίλνιους, κηρύσσει επίσημα τον προσχώρηση του λιθουανικού έθνους στον χριστιανισμό και ενθρονίζει τον πρώτο επίσκοπο Λιθουανίας (έναν Πολωνό Φραγκισκανό). 

Ο εκχριστιανισμός των Λιθουανών αφαιρεί από τους Τεύτονες τη βασική δικαιολόγηση που νομιμοποιούσε τις επιθέσεις εναντίον ενός κράτους που μέχρι τότε ήταν ειδωλολατρικό. Αντιθέτως, πολλοί, ακόμη και στο παπικό περιβάλλον, θεωρούν ότι η χριστιανική Λιθουανία μπορεί πλέον να αποτελέσει τον πιο αξιόπιστο σύμμαχο για την απόκρουση του μογγολικού κινδύνου. Ωστόσο, το Τάγμα διατηρεί τις ελπίδες του, κυρίως επειδή η ένωση Πολωνίας και Λιθουανίας είναι ατελής. Ο Γιογκάιλα/ Λαδισλάος επιλέγει να μην ασκήσει άμεσα την εξουσία στη Λιθουανία, αρκούμενος σε ρόλο επικυρίαρχου, καθώς αναθέτει τη διακυβέρνηση της πατρίδας του στον εξάδελφό του, τον Βυτάουτας (Βίτολντ για Γερμανούς και Πολωνούς). Μεγάλη μορφή πολιτικού ρεαλισμού, ο Βυτάουτας, δεν δίστασε κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του να βαπτιστεί πέντε φορές χριστιανός (τη μια φορά καθολικός, την άλλη ορθόδοξος κ.ο.κ., αναλόγως των εκάστοτε πολιτικών συμφερόντων του, βλ. Gouguennheim, όπ.π., σελ. 447). Μια τέτοια προσωπικότητα ήταν λογικό ότι αργά ή γρήγορα θα επιχειρούσε να διεκδικήσει την αυτονομία, αν όχι την ανεξαρτησία της Λιθουανίας. Αυτήν ακριβώς την τάση επρόκειτο να εκμεταλλευθούν οι Τεύτονες.

β. Η αντίδραση των Τευτόνων στην ένωση της Κρέβα: Το Τάγμα επιχειρεί να προσεταιρισθεί τον μεγάλο δούκα της Λιθουανίας. Τα συμφέροντα των δύο πλευρών συμπίπτουν κατά κάποιο τρόπο: ο Βυτάουτας θέλει να εξασφαλίσει την ηρεμία στο βόρειο μέτωπο, καθώς οι φιλοδοξίες του αφορούν κυρίως την επέκταση της Λιθουανίας προς τα νοτιοανατολικά (Ρωσία, Ουκρανία, παράλια της Μάυρης Θάλασσας). Το 1398 οι Τεύτονες και ο Βυτάουτας συνάπτουν τη συνθήκη του Σαλλινβέρντερ, με την οποία ο δεύτερος παραχωρεί στο Τάγμα τη Σαμογετία! Οι Τεύτονες επιχειρούν αμέσως να κατακτήσουν την περιοχή: το 1406 οι Σαμογέτες υποτάσσονται στους Γερμανούς ιππότες. Οι Τεύτονες είχαν τη δυνατότητα να δικαιολογήσουν την κατάκτησή αυτή με το σύνηθες πρόσχημα της ιεραποστολικής δράσης: οι Σαμογέτες είχαν παραμείνει ειδωλολάτρες. Παράλληλα, το Τάγμα ακολουθεί πολιτική επέκτασης προς όλες τις κατευθύνσεις: αγοράζει το Ντόμπριν από τον Πολωνό φεουδάρχη της περιοχής και το Νώυμαρκτ του Βρανδεβούργου (1402) από τον βασιλιά της Βοημίας και Ουγγαρίας.

Έχουν περάσει περισσότερα από είκοσι χρόνια από την Ένωση της Κρέβα. Θεωρητικά, το Τάγμα των Τευτόνων έχει ενισχύσει τις θέσεις του. Οπωσδήποτε έχει καθυστερήσει με επιδεξιότητα την πολεμική σύγκρουση με τους αντιπάλους του. Ωστόσο, οι πρόσφατες κατακτήσεις αποδεικνύονται εφήμερες: το 1409 οι Πολωνοί ανακτούν με τα όπλα το Ντόμπριν. Την ίδια χρονιά εξεγείρονται μαζικά οι Σαμογέτες. Ο μεγάλος μάγιστρος Ούλριχ του Γιούνγκινγκεν κατηγορεί (όχι άδικα) τον Βυτάουτας ως υποκινητή της εξέγερσης. Ο μάγιστρος προετοιμάζεται για πόλεμο, πιστεύοντας ότι η συμμαχία Πολωνών και Λιθουανών θα διαλυθεί εύκολα υπό την πίεση των γεγονότων. Είναι βέβαιος ότι ο Βυτάουτας δεν πρόκειται να κινηθεί στρατιωτικά κατά των Τευτόνων. Η εκτίμηση αυτή του Γιούνγκινγκεν πρόκειται να αποδειχθεί εσφαλμένη… και μοιραία για το Τάγμα. Στο παιχνίδι λυκοφιλίας ανάμεσα στους Τεύτονες και στον Λιθουανό μεγάλο δούκα, νικητής αναδεικνύεται ο δεύτερος που την κρίσιμη ώρα συντάσσεται με τον εξάδελφό του.

Β.   Από το Τάννενμπεργκ/ Γκρούνβαλντ/ Ζαλγκίρις έως την πρώτη συνθήκη ειρήνης του Τορν (1409-1411)

Ο μεγάλος μάγιστρος επιστρατεύει το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεων του Τάγματος και στρατολογεί μαζικά μισθοφόρους στη Γερμανία. Από τη μεριά τους ο Λαδισλάος και ο Βυτάουτας συγκεντρώνουν μια εντυπωσιακή στρατιά η οποία περιλαμβάνει στις τάξεις της Πολωνούς, Λιθουανούς και Σαμογέτες, Μογγόλους μισθοφόρους, Ρώσους, Ουκρανούς, Μολδαβούς, Βλάχους και Βοημούς! Στις 6 Αυγούστου 1409 το Τάγμα κηρύσσει τον πόλεμο στην Πολωνία και δέκα μέρες αργότερα επιτίθεται στα διεκδικούμενα εδάφη του Ντόμπριν και της Κουγιαβίας. Τον Ιούνιο του 1410 ο Λαδισλάος εισβάλλει στην Πρωσία, περνά τον Βιστούλα και κινείται προς το Οστερόντε με τελικό στόχο την καρδιά του κράτους των Τευτόνων, το ίδιο το Μαρίενμπουργκ. Ο Ούλριχ του Γιούνγκινγκεν επιλέγει να κινηθεί άμεσα, πριν ενωθούν με το στρατό του οι δυνάμεις των Τευτόνων της Λιβονίας, αλλά και ένα σημαντικό τμήμα των Γερμανών μισθοφόρων που βρίσκονταν ακόμη στην Πομερελία. Εκ των υστέρων είναι εύκολο να γίνει λόγος για τραγικό σφάλμα. Ωστόσο ο μεγάλος μάγιστρος θα πρέπει να είχε τους λόγους του για να λάβει μια τόσο σοβαρή απόφαση: πιθανότατα έκρινε ότι έπρεπε να αποφύγει με κάθε τρόπο μια πολιορκία της πρωτεύουσάς του.

α. Η μεγάλη σύγκρουση: Οι δύο στρατοί θα συναντηθούν στη Νότια Πρωσία, στο εσωτερικό του τριγώνου που σχηματίζουν τα χωριά του Τάννενμπεργκ, του Γκρύνφελντε (την ονομασία του οποίου οι Πολωνοί παρέφθειραν για άγνωστους λόγους σε Γκρούνβαλντ) και του Λούντβιχσντορφ. Έτσι, η μάχη που δόθηκε στις 15 Ιουλίου 1410 πήρε διαφορετική ονομασία για κάθε εμπόλεμη πλευρά: Τάννενμπεργκ για τους Γερμανούς, Γκρούνβαλντ για τους Πολωνούς και Ζαλγκίρις (που δεν είναι παρά η μετάφραση της ονομασίας Γκρούνβαλντ στα λιθουανικά) για τους Λιθουανούς. Παρά τα διάφορα χρονικά και αφηγήσεις, δεν έχουμε στη διάθεσή μας ακριβείς υπολογισμούς των δυνάμεων που αντιπαρατέθηκαν, ενώ και οι πληροφορίες μας για την εξέλιξη της μάχης δεν είναι απολύτως σαφείς (Gouguennheim, όπ.π., σελ. 475/ Kristjan Toomaspoeg “Histoire des Chevaliers Teutoniques” εκδ. Flammarion, Παρίσι, 2001, σελ. 148-149. – Η καλύτερη ανάλυση της μάχης, βασιζόμενη σε κριτική εξέταση των πηγών ανήκει στον Sven Ekdahl, «Die Schlacht bei Tannenberg 1410. Quellenkritische Untersuchungen», Duncker & Humblot, Βερολίνο 1982). Πάντως οι Πολωνοί και Λιθουανοί είχαν σαφές αριθμητικό πλεονέκτημα: οι δυνάμεις τους ανέρχονταν σε 25-30.000 άνδρες, ενώ το στράτευμα των Τευτόνων υπολογίζεται σε περίπου 15.000 πολεμιστές.

Οι δυνάμεις του Λαδισλάου είχαν πάρει θέσεις μέσα σε ένα δάσος: στα δεξιά είχαν παραταχθεί οι Λιθουανοί, μαζί με τους Μογγόλους μισθοφόρους, στο κέντρο και αριστερά οι Πολωνικές δυνάμεις. Ο Γιούνγκινγκεν χώρισε τις δυνάμεις του σε δύο σώματα και στα αριστερά τοποθέτησε το πυροβολικό. Ο ίδιος έλαβε θέση πιο πίσω μαζί με τις εφεδρείες του ιππικού. Αρχικά ο Λαδισλάος επιλέγει να παίξει με τα νεύρα του αντιπάλου, συγκρατώντας το πολωνικό ιππικό. Τελικά, επιτίθενται πρώτοι οι Λιθουανοί μαζί με τους Μογγόλους κι αμέσως το ιππικό των Τευτόνων εφορμά για να τους αποκρούσει, καθιστώντας όμως αδύνατη τη χρήση του πυροβολικού. Οι Τεύτονες φαίνεται να νικούν κατά κράτος το λιθουανικό ιππικό το οποίο υποχωρεί, παρασύροντας στην οπισθοχώρησή του και μεγάλο μέρος του γερμανικού ιππικού που χυμά να κυνηγήσει τον εχθρό. Ακόμη και σήμερα οι ιστορικοί δεν είναι σίγουροι αν η υποχώρηση αυτή ήταν πραγματική (όπως υποστηρίζει ο Πολωνός χρονικογράφος Γιαν Ντλούγκος με σκοπό να πάρουν τη δόξα της νίκης αποκλειστικά οι συμπατριώτες του) ή προμελετημένο τέχνασμα με σκοπό να παγιδέψει τον αντίπαλο. Σε κάθε περίπτωση, βλέποντας τις γραμμές των Τευτόνων να έχουν αδυνατίσει, ο Λαδισλάος δίνει διαταγή στους Πολωνούς να επιτεθούν. Η σύγκρουση παίρνει αρνητική για τους Τεύτονες τροπή που επιδεινώνεται ακόμη περισσότερο όταν ρίχνονται στη μάχη οι Βοημοί μισθοφόροι του Λαδισλάου, στις τάξεις των οποίων μάχεται και ο Γιαν Ζίζκα, μετέπειτα στρατηγός των Ουσσιτών (το προσωνύμιό του, Ζίζκα = μονόφθαλμος, οφείλεται στο γεγονός ότι στη μάχη αυτή έχασε το ένα μάτι του). Προσπαθώντας να σώσει την κατάσταση, ο μεγάλος μάγιστρος επιχειρεί κίνηση αντιπερισπασμού με τις εφεδρείες του ιππικού: στην προσπάθεια αυτή σκοτώνεται, όπως κι οι περισσότεροι από τους αξιωματούχους του Τάγματος. Η συμμαχία Πολωνών και Λιθουανών έχει καταγάγει θριαμβευτική νίκη. Οι απώλειες των Τευτόνων είναι τεράστιες (ίσως 8.000 στρατιώτες κι αξιωματικοί τους έπεσαν στη μάχη). Πανικός επικρατεί στην Πρωσία, καθώς αρκετοί ιππότες προσπαθούν να διαφύγουν στη Γερμανία θεωρώντας σίγουρη την ολοκληρωτική επικράτηση του Λαδισλάου. Το πρωσικό κράτος του Τάγματος απειλείται με αφανισμό.

β. Η αντίσταση του Τάγματος και η σύναψη συνθήκης ειρήνης: Ενώ όλοι αναμένουν παθητικά τη μοιραία καταστροφή, επεμβαίνει αποφασιστικά ο μαρισκάλδος του Τάγματος, ο Ερρίκος του Πλάουεν, ο οποίος και εκλέγεται στο αξίωμα του μεγάλου μαγίστρου. Ο Ερρίκος συγκεντρώνει όλες τις δυνάμεις του Τάγματος και οχυρώνει το Μαρίενμπουργκ. Όταν ο Λαδισλάος φτάνει έξω από τα τείχη της πρωσικής πρωτεύουσας (21 Ιουλίου 1410) συναντά μεγάλη αντίσταση. Παράλληλα, τον εγκαταλείπουν οι δυνάμεις τόσο του Βυτάουτας όσο και μερικών Πολωνών ηγεμόνων που δεν επιθυμούν τη συνέχιση του πολέμου. Τελικά, ο Λαδισλάος αντιλαμβάνεται ότι είναι αδύνατο να εκπορθήσει το Μαρίενμπουργκ και λύει την πολιορκία στις 19 Σεπτεμβρίου 1410. Το θάρρος του Ερρίκου του Πλάουεν έχει σώσει το Τάγμα.

Οι Τεύτονες θα επιχειρήσουν τη μεγάλη αντεπίθεση προσπαθώντας να κερδίσουν έναν πόλεμο που έμοιαζε οριστικά χαμένος μετά τη συντριβή του Τάννενμπεργκ. Τον Οκτώβριο του 1410, ο Τεύτονας διοικητής του Νώυμαρκτ, ο Μιχαήλ Κυχμάιστερ, επικεφαλής στρατεύματος αποτελούμενου από 4.000 Γερμανούς συγκρούεται με τους Πολωνούς του Λαδισλάου. Οι Πολωνοί επικρατούν αποκόπτοντας τις τευτονικές ενισχύσεις από το κύριο σώμα στρατού του Τάγματος. Τους επόμενους μήνες η κατάσταση στα μέτωπα του πολέμου παραμένει στάσιμη. Η ισορροπία δυνάμεων καθιστά ελκυστικότερη προοπτική την παύση των εχθροπραξιών.    

Την 1η Φεβρουαρίου του 1411 οι εμπόλεμοι συνάπτουν συνθήκη ειρήνης στο Τορν (βλ. Gouguennheim, όπ.π., σελ. 479-480). Οι όροι της συνθήκης είναι αρκετά ευνοϊκοί για τους Τεύτονες που διατηρούν σχεδόν όλα τα εδάφη τους: η Πομερελία παραμένει δική τους, ενώ τα εδάφη των Σαμογετών παραχωρούνται προσωρινά μόνο στον Βυτάουτας της Λιθουανίας και στον Λαδισλάο. Από την άποψη αυτή ο μονάρχης της Πολωνίας δεν ανταμείφθηκε όσο θα άξιζε για τον θρίαμβο του Τάννενμπεργκ. Πάντως, οι Τεύτονες υποχρεώνονται να καταβάλουν στον Λαδισλάο μεγάλο χρηματικό ποσό ως πολεμική αποζημίωση (260.000 φιορίνια). Όσο επαχθής κι αν είναι, η αποζημίωση αυτή δεν ισοδυναμεί με οικονομική καταστροφή του Τάγματος (το οποίο, ενδεικτικά, είχε ξοδέψει περίπου 150.000 φιορίνια για την απόκτηση του Νώυμαρκτ).

Ο μεγάλος μάγιστρος είναι πεπεισμένος ότι η επιβίωση του Τάγματος επιβάλλει νέα πολεμική σύγκρουση με την Πολωνία και τη Λιθουανία. Η πλειοψηφία των ιπποτών, αντιθέτως, φοβάται μια νέα αναμέτρηση και προτιμά τη διπλωματική λύση. Ο σωτήρας θα πληρωθεί με το νόμισμα της προδοσίας: τον Αύγουστο του 1413, η συνέλευση των αδελφών του Τάγματος καθαιρεί τον Ερρίκο από το αξίωμα του μεγάλου μαγίστρου και τον αντικαθιστά με τον Μιχαήλ Κυχμάιστερ

ΙΙ. Από την πρώτη στη δεύτερη ειρήνη του Τορν – Εσωτερικά προβλήματα, διπλωματικές και στρατιωτικές ήττες

Μετά τη συνθήκη του Τορν η θέση του Τάγματος είναι βέβαια επισφαλής, η κατάσταση όμως είναι ακόμη αναστρέψιμη. Το μεγάλο πρόβλημα παραμένει η απειλή από την ένωση της Πολωνίας-Λιθουανίας. Οπαδός της διπλωματικής λύσης, ο μεγάλος μάγιστρος Μιχαήλ Κυχμάιστερ επιλέγει την παραπομπή του ζητήματος των διαφορών των Τευτόνων με τους γείτονές τους σε εκκλησιαστική σύνοδο (Α). Παρά τις προσπάθειες, η διπλωματική οδός δεν πρόκειται να επιλύσει οριστικά τις διαφορές αυτές. Τελικά, καθοριστικά για το μέλλον του Ordensstaat θα αποδειχθούν τα εσωτερικά του προβλήματα (Β) τα οποία ουσιαστικά θα προκαλέσουν και την επανέναρξη των εχθροπραξιών με την Πολωνία. Ο νέος πόλεμος θα σφραγίσει την παρακμή του Τάγματος (Γ).

Α.   Η προσπάθεια εξεύρεσης διπλωματικής λύσης – Από τη Σύνοδο της Κωνσταντίας στις συνθήκες του Μέουνο και του Μπρεστ (1414-1435)

α. Η Σύνοδος: η Σύνοδος της Κωνσταντίας συγκλήθηκε το 1414 με πρωτοβουλία του Σιγισμούνδου του Λουξεμβούργου, βασιλιά της Βοημίας και της Ουγγαρίας και Γερμανού αυτοκράτορα (από το 1410), με βασικό σκοπό να δώσει τέλος στο σχίσμα που ταλάνιζε την Καθολική Εκκλησία, εκλέγοντας πάπα κοινής αποδοχής. Ο σκοπός αυτός επιτεύχθηκε με την επιλογή του Ρωμαίου Οντόνε Κολόννα, ο οποίος εξελέγη πάπας με το όνομα Μαρτίνος Ε΄. Παρεμπιπτόντως, η Σύνοδος εξέτασε και το ζήτημα των διαφορών μεταξύ του Τάγματος των Τευτόνων και του βασιλείου της Πολωνίας-Λιθουανίας (βλ. Demurger όπ.π., σελ. 262-263). Οι Τεύτονες προβάλλουν τρεις ισχυρισμούς προς στήριξη των αιτημάτων τους: 1. οι Πολωνοί παραβίασαν τη συνθήκη ειρήνης. 2. ο εκχριστιανισμός των Λιθουανών δεν είναι ούτε πλήρης ούτε ειλικρινής, επομένως οι Πολωνοί έγιναν συνεργοί των «Σαρακηνών». 3. το ιεραποστολικό έργο που έχει ανατεθεί στο Τάγμα επιτάσσει την εξολόθρευση των απίστων που αρνούνται να εκχριστιανιστούν, καθώς και των συνεργών τους.

Οι Πολωνοί θα αναθέσουν την υπεράσπισή τους σ’ έναν εξαίρετο νομικό, τον Παύλο Βλαδίμηρο που δίδασκε στο Πανεπιστήμιο της Κρακοβίας. Ο Παύλος Βλαδίμηρος θα επικαλεσθεί το φυσικό δίκαιο και το δίκαιο των εθνών και των κρατών (σήμερα θα λέγαμε το δημόσιο διεθνές δίκαιο). Τα κράτη, χριστιανικά και μη, είναι δημιουργήματα του Θεού. Ο εκχριστιανισμός ενός λαού απόκειται στη δικαιοδοσία του κυρίαρχου κράτους, εν προκειμένω του Βασιλείου της Πολωνίας και Λιθουανίας. Οι υπόλοιποι χριστιανοί δεν έχουν δικαίωμα να προσηλυτίσουν ένα λαό με τη βία, ούτε μπορούν να επιτεθούν σε ένα κυρίαρχο κράτος. Οι Πολωνοί θα κερδίσουν τις εντυπώσεις χάρη τόσο στην επιδέξια αγόρευση του νομικού τους όσο και στη μαρτυρία της αντιπροσωπείας των Σαμογετών και του πληρεξούσιου του Πολωνού μονάρχη, που θα καταθέσουν για τις βιαιότητες που διέπραξε το Τάγμα κατά τη διάρκεια των επιδρομών του στα εδάφη της Λιθουανίας. Τις όποιες ελπίδες των Τευτόνων θα τις καταστρέψει οριστικά ο νομικός του εκπρόσωπος, ο φανατικός Δομηνικανός Ιωάννης του Φάλκενμπεργκ, ο οποίος θα βαλθεί ν’ αποδείξει ότι οι Πολωνοί είναι αιρετικοί που πρέπει να εξολοθρευτούν μαζί με τους «άπιστους» Λιθουανούς. Ο πάπας θα δικαιώσει φυσικά την Πολωνία.

β. Η διαιτησία του Σιγισμούνδου και οι συνθήκες του Μέουνο και του Μπρεστ: η παπική απόφαση δεν έθεσε τέλος στη διαμάχη. Οι εχθροπραξίες συνεχίζονταν σποραδικά. Έτσι, οι δύο πλευρές στράφηκαν στη διαιτησία του αυτοκράτορα Σιγισμούνδου (για μια ανάλυση των σχέσεων Τευτόνων και Σιγισμούνδου, βλ. Gouguennheim, όπ.π., σελ. 526-528). Ο αυτοκράτορας έκρινε ότι έπρεπε να τηρηθούν οι όροι της συνθήκης ειρήνης του Τορν, με μόνη ουσιαστική τροποποίηση την οριστική παραχώρηση της Σαμογετίας στη Λιθουανία. Ο Λαδισλάος δεν έμεινε ικανοποιημένος με την απόφαση αυτή και επιχείρησε να ανακτήσει την Πομερελία με τα όπλα. Συναντώντας τη σθεναρή αντίσταση των Τευτόνων, αναγκάζεται να συμβιβαστεί. Τον Σεπτέμβριο του 1422 θα υπογράψει με τους Τεύτονες στο Μέουνο (Mełno) συνθήκη «διαρκούς ειρήνης». Επικυρώνεται η οριστική παραχώρηση της Σαμογετίας στη Λιθουανία, ενώ ο πιο «πονηρός» για το Τάγμα όρος έγκειται στο ότι η πρωσική συνέλευση των τάξεων ορίζεται εγγυήτρια της συνθήκης. Η υπακοή των Πρώσων στον μεγάλο μάγιστρο εξαρτάται από την εκ μέρους του τήρηση της συνθήκης (Gouguennheim, όπ.π., σελ. 481).

Τα ιστορικά γεγονότα δεν θα επιβεβαιώσουν τον τίτλο της συνθήκης του Μέουνο. Οι εχθροπραξίες θα ξαναρχίσουν το 1431 και θα διαρκέσουν τέσσερα χρόνια: δεν πρόκειται ακριβώς για ανοιχτή σύρραξη, αλλά περισσότερο για επιδρομές της μιας πλευράς στα εδάφη της άλλης που συνδυάζονται με διπλωματικά παιχνίδια και δολοπλοκίες. Μετά την εκεχειρία του Δεκεμβρίου του 1433 και τον θάνατο του Λαδισλάου το 1434, οι εμπόλεμοι συνάπτουν συνθήκη στο Μπρεστ της Κουγιαβίας (31 Δεκεμβρίου 1435). Η συνθήκη «αιώνιας ειρήνης» επαναλαμβάνει τους όρους της συνθήκης του Μέουνο με μία προσθήκη: δεν αναγνωρίζεται πλέον δικαίωμα παρέμβασης στον πάπα και στον Γερμανό αυτοκράτορα (Gouguennheim, όπ.π.). Θεωρητικά, το Τάγμα χάνει τη δυνατότητα να ζητήσει τη βοήθεια των παραδοσιακών στηριγμάτων του. Στην πράξη, ούτε ο πάπας ούτε ο αυτοκράτορας βοήθησαν με ουσιαστικό τρόπο τους Τεύτονες στις συγκρούσεις τους με την Πολωνία και τη Λιθουανία. 

Β.   Η εσωτερική κρίση

α. Η κρίση εντός του Τάγματος: η καθαίρεση του Ερρίκου του Πλάουεν από το αξίωμα του μεγάλου μαγίστρου έφερε στην επιφάνεια τη μεγάλη αντιπαράθεση που ταλάνιζε το Τάγμα μεταξύ «σκληροπυρηνικών» (που θεωρούσαν τη στρατιωτική επικράτηση μόνη ουσιαστική λύση για την επιβίωση του κράτους της Πρωσίας) και «ειρηνιστών» (που προτιμούσαν την ειρηνική επίλυση των διαφορών με την Πολωνία και είχαν την υποστήριξη μεγάλου μέρους των Πρωσων φεουδαρχών και μεγαλοαστών). Η διαμάχη αυτή επιδεινωνόταν και λόγω των διαφορών που χώριζαν τις κλίκες που είχαν δημιουργηθεί στο Τάγμα αναλόγως της καταγωγής των Ιπποτών και οι οποίες έφερναν, χοντρικά, αντιμέτωπους Βόρειους και Νότιους Γερμανούς!  Επιπλέον, επανεμφανίζεται με μεγαλύτερη οξύτητα και η χρόνια αντιπαράθεση μεταξύ απολυταρχίας του μεγάλου μαγίστρου και «δημοκρατικότερης» διοίκησης του Τάγματος.

Η κρίση θα κορυφωθεί στα χρόνια του μεγάλου μαγίστρου Παύλου του Ρούσντορφ (1422-1441), του οποίου η απολυταρχική διακυβέρνηση θα οδηγήσει σε σύγκρουση με τον μάγιστρο της Γερμανίας Έμπερχαρντ του Ζάουνσχάιμ. Ο δεύτερος κατηγορεί τον μεγάλο μάγιστρο ότι ενεργεί καθ’ υπέρβαση αρμοδιοτήτων, αδιαφορώντας για τις εκτός Πρωσίας κτήσεις των Τευτόνων. Το 1437 τον καλεί δημόσια να τηρήσει τους νόμους και τα έθιμα του Τάγματος. Ο Ρούσντορφ υποχωρεί, καθώς ο Έμπερχαρντ ζητεί τη διαμεσολάβηση του αυτοκράτορα Σιγισμούνδου. Με τον τρόπο αυτό θα διασώσει τις κτήσεις του Τάγματος στη Σικελία (τις οποίες εποφθαλμιούσε ο Αραγονέζος μονάρχης, ενώ ο Ρούσντορφ διαπραγματευόταν με τον Σιγισμούνδο την ανταλλαγή τους με εδάφη κοντά στη Φρανφούρτη επί του Όντερ, βλ. Toomaspoeg όπ.π., σελ. 153-154). Δύο χρόνια αργότερα, ο μεγάλος μάγιστρος προχωρεί σε νέα αυθαίρετη κίνηση: διορίζει μάγιστρο της Λιβονίας τον Ερρίκο του Νοτλέμπεν από τη Ρηνανία, δηλαδή ένα «Νότιο», ενώ στη συντριπτική τους πλειονότητα οι ιππότες στη Λιβονία κατάγονται από τον γερμανικό Βορρά. Η επιλογή του Ρούσντορφ προκαλεί πραγματικό πραξικόπημα στο εσωτερικό τους Τάγματος: τρεις διοικήσεις στην Ανατολική Πρωσία, μεταξύ των οποίων και αυτή του Κένιγκσμπεργκ, στασιάζουν και ενώνουν τις δυνάμεις τους με τον μάγιστρο της Γερμανίας ζητώντας την αναμόρφωση του τρόπου διοίκησης του Τάγματος (Demurger όπ.π., σελ. 267). Ο μεγάλος μάγιστρος κατορθώνει να διασωθεί διαιρώντας επιδέξια τους αντιπάλους του, προβαίνοντας σε δευτερεύουσας σημασίας παραχωρήσεις και φέρνοντας με το μέρος του τους αστούς των πρωσικών πόλεων (υποσχόμενος φορολογικές ελαφρύνσεις). Η λύση θα αποδειχθεί προσωρινή, μια και η αντιπαράθεση του Τάγματος με τους υπηκόους του είναι τελικά αναπόφευκτη.

β. Η οικονομική κρίση: Μέχρι την ήττα του Τάννενμπεργκ, το Τάγμα δεν είχε επιβάλει φόρο εισοδήματος στην Πρωσία. Τα έσοδα από τις ιδιοκτησίες του και οι εισφορές των διοικήσεών του στην υπόλοιπη Ευρώπη αρκούσαν για να καλυφθούν τα έξοδα για εξοπλισμό και στρατολόγηση μισθοφόρων. Μετά το 1410, όμως, το δημοσιονομικό έλλειμμα του πρωσικού κράτους καθίσταται χρόνιο (Demurger όπ.π., σελ. 266/ Gouguennheim, όπ.π., σελ. 538 επ.). Η υψηλή πολεμική αποζημίωση που έπρεπε να καταβληθεί στους Πολωνούς βάσει της συνθήκης του Τορν δεν αρκεί για να εξηγήσει την εξέλιξη αυτή.

Στην πραγματικότητα οι λόγοι της κρίσης είναι γενικοί και ειδικοί. Αφενός, με διαφορά μισού αιώνα και περισσότερο, η Πρωσία νιώθει τις συνέπειες της μεγάλης πανευρωπαϊκής κρίσης των μέσων του 14ου αι., η οποία οφειλόταν, μεταξύ άλλων, στις κλιματικές μεταβολές (στη «μικρή περίοδο των παγετώνων» που πλήττει την Ευρώπη) και στην επιδημία της βουβωνικής πανώλης. Αφετέρου, ο πόλεμος τους 1410 και οι επαναλαμβανόμενες πολωνικές επιδρομές προκαλούν σοβαρές καταστροφές. Οι κακές σοδειές του 1412, του 1415 και του 1416, καθώς και η επιδημία πανώλης που πλήττει την Πρωσία το 1416 συντελούν στην επιδείνωση της οικονομικής κρίσης.

Η αντιμετώπιση του προβλήματος οδηγεί την Πρωσία σε φαύλο κύκλο. Το Τάγμα χρειάζεται χρήματα για τις πολεμικές δαπάνες από τις οποίες εξαρτάται η επιβίωσή του, αλλά τα χρήματα μπορούν (ίσως) να βρεθούν μόνο αν ληφθούν μέτρα εξαιρετικά επαχθή για τους υπηκόους του. Συγκεκριμένα, η αντίδραση του Τάγματος είναι διττή: επιβολή φορολογίας και μεταβολή του νομικού καθεστώτος. Καταρχάς, το Τάγμα μεταβάλλει το νομικό καθεστώς στο οποίο υπόκεινται οι αγρότες, επιβάλλοντας σε πρώτη φάση διάφορους περιορισμούς στην ελεύθερη κυκλοφορία τους. Στη συνέχεια, η περαιτέρω επιδείνωση του ισχύοντος δικαίου καθιστά τους (μέχρι τότε ελεύθερους) αγρότες ουσιαστικά δουλοπάροικους. Η μεταβολή αυτή θα μπορούσε να οδηγήσει σε σύμπτωση συμφερόντων του Τάγματος και των οικονομικά ισχυρών της Πρωσίας (οι οποίοι επωφελούνται από τα μέτρα και ιδίως από τις εξαιρετικά χαμηλές αμοιβές του εργατικού δυναμικού). Ωστόσο το Τάγμα επιδιώκει να επωφεληθεί αποκλειστικά το ίδιο από τα μέτρα του (Demurger όπ.π., σελ. 268): τροποποιεί το κληρονομικό δίκαιο, αποκλείοντας π.χ. τις γυναίκες από την κληρονομική διαδοχή, έτσι ώστε να πολλαπλασιάσει τις περιπτώσεις στις οποίες το Δημόσιο καθίσταται εξ αδιαθέτου κληρονόμος.

Οι συνθήκες αυτές είναι ικανές να μετατρέψουν την οικονομική κρίση σε πολιτική. Εξέλιξη που δεν θα αργήσει να συμβεί.

γ. Η πολιτική κρίση: Το Τάγμα έχει αποκλείσει από κάθε άσκηση εξουσίας όλες τις κοινωνικές τάξεις (γαιοκτήμονες, αστούς, ελεύθερους αγρότες). Με την πολιτική που ακολουθεί στα φορολογικά και νομικά ζητήματα έχει αποξενωθεί εντελώς από το σύνολο των υπηκόων του. Η κρίση του 1437-1440 στο εσωτερικό του Τάγματος δίνει την ευκαιρία στους δυσαρεστημένους να ενώσουν τις δυνάμεις τους. Τον Μάιο του 1440, ευγενείς και εκπρόσωποι 19 πόλεων της Πρωσίας υπογράφουν σύμφωνο πολιτικών διεκδικήσεων και προχωρούν στην ίδρυση ομοσπονδίας (Preußische Bundesvertrag ή Bund). Τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς ο Ρούσντορφ παραιτείται. Ο διάδοχός του στην ηγεσία του Τάγματος, ο Κορράδος του Έρλιχσχάουζεν, προσπαθεί με κάθε μέσο να διαιρέσει τις συνιστώσες της Ομοσπονδίας, Μάταια όμως. Το 1450 συνέρχεται στο Έλμπινγκ η πρωσική Δίαιτα (συνέλευση των τάξεων) και συντάσσει κατάλογο με 61 αιτήματα. Πανικόβλητοι, οι Τεύτονες απευθύνονται στον πάπα ζητώντας τη διάλυση της Ομοσπονδίας. Η κίνηση κάνει το ποτήρι να ξεχειλίσει: το 1454, η Ομοσπονδία περνά στην επαναστατική δράση. Φυλακίζει τον μαρισκάλδο του Τάγματος μαζί με κάμποσους διοικητές. Καταλαμβάνει κάστρα και οχυρά των Τευτόνων. Κυρίως, στις 15 Απριλίου 1454, κατόπιν πρωτοβουλίας της Ομοσπονδίας, η πρωσική Δίαιτα απευθύνεται στον βασιλιά της Πολωνίας, τον Καζιμίρ Δ΄, προσφέροντάς του υποτέλεια με αντάλλαγμα την αναγνώριση πολιτικών προνομίων και ελευθεριών! Η επέμβαση της Πολωνίας δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε νέο πόλεμο με το Τάγμα.

Γ. Από τον Δεκατριετή Πόλεμο στη δεύτερη συνθήκη του Τορν (1454-1466)

α. Ο πόλεμος: Έχοντας κάνει εχθρούς τους ίδιους τους υπηκόους του, αντιμέτωπο με θανάσιμο κίνδυνο, το Τάγμα ξαναβρίσκει την ενότητά του την ύστατη στιγμή. Υπάρχει ίσως σωτηρία, ακόμη και τώρα: οι ιππότες είναι αξιόμαχοι, το δίκτυο των κάστρων και των οχυρών του Τάγματος ισχυρό (Demurger όπ.π., σελ. 270). Το ξεκίνημα του πολέμου δίνει ελπίδες στους Τεύτονες: στις 11 Σεπτεμβρίου 1454 πετυχαίνουν μεγάλη νίκη επί των Πολωνών στο Κόνιτς της Πομερελίας. Λείπουν, όμως, τα χρήματα για να πληρωθούν οι μισθοφόροι, απαραίτητοι όσο ποτέ άλλοτε τώρα που οι υπήκοοι του Τάγματος αρνούνται να εκπληρώσουν την υποχρέωσή τους στρατιωτικής υπηρεσίας. Ζητώντας την καταβολή των δεδουλευμένων, ο Μοραβός Βερνάρδος του Ζίννενμπεργκ, επικεφαλής των Τσέχων μισθοφόρων που φρουρούν το Μαρίενμπουργκ, συλλαμβάνει και κρατά όμηρο τον μεγάλο μάγιστρο Λουδοβίκο του Έρλιχσχάουζεν. Ο μάγιστρος κατορθώνει να δραπετεύσει και καταφεύγει στο Κένιγκσμπεργκ. Το 1456 ο Καζιμίρ καταλαμβάνει το κάστρο του Μαρίενμπουργκ. Η τευτονική φρουρά της πόλης θα αντισταθεί ηρωικά για τρία ακόμη χρόνια. Έπειτα, οι Τεύτονες υφίστανται αλλεπάλληλες ήττες. Τα κάστρα τους πέφτουν στα χέρια των Πολωνών το ένα μετά το άλλο (Demurger όπ.π., σελ. 271). Ο πόλεμος έχει χαθεί.

β. Η δεύτερη συνθήκη ειρήνης του Τορν: Στις 19 Οκτωβρίου 1466 υπογράφεται στο Τορν νέα συνθήκη ειρήνης μεταξύ Τευτόνων και Πολωνών. Οι όροι της είναι επαχθέστατοι για το Τάγμα. Η Πολωνία αποκτά την Πομερελία με το Ντάντσιχ, την περιοχή του Κουλμ και του Ερμ, το Έλμπινγκ, το Τορν και το Μαρίενμπουργκ, την κοιτίδα δηλαδή του Τάγματος (Demurger όπ.π./ Gouguennheim, όπ.π., σελ. 556-557). Οι Τεύτονες χάνουν τα δύο τρίτα της Πρωσίας (τα πιο πλούσια, εκτός των άλλων), διατηρώντας μόνο το ανατολικό τμήμα της με το Κένιγκσμπεργκ και το Μέμελ, καθώς και την Πομεσανία με το Μαρίενβερντερ, και μάλιστα ως φέουδο που τους παραχωρεί ο Πολωνός μονάρχης, στον οποίο πρέπει να δηλώσει υποτέλεια ο μεγάλος μάγιστρος! 

Αν μετά την πρώτη συνθήκη ειρήνης του Τορν το Τάγμα διατηρούσε ουσιαστικές ελπίδες επιβίωσης, η δεύτερη σηματοδοτεί το τέλος του Ordensstaat. Η ήττα του Τάννενμπεργκ/ Γκρούνβαλντ δεν είχε άμεσα αποτελέσματα, αλλά δημιούργησε τις συνθήκες για την καθοριστική φθορά του Τάγματος. Οι δυνατότητες των Τευτόνων είναι πλέον εξαιρετικά περιορισμένες. Η ανάκτηση των χαμένων εδαφών μοιάζει ανέφικτη. Η Μεγάλη Πολωνία είναι η νέα υπερδύναμη της περιοχής. Βεβαίως το Τάγμα διατηρεί τις εκτεταμένες κτήσεις του στη Λιβονία, καθώς και τις διοικήσεις του στη Γερμανία και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Ίσως πρέπει να επανακαθορίσει τον προορισμό του και να θέσει εαυτόν στην υπηρεσία της χριστιανοσύνης προκειμένου να αποκρουσθεί ο ολοένα και πιο απειλητικός τουρκικός κίνδυνος. Ποιά λύση θα επιλέξει τελικά το Τάγμα; Θα το διαπιστώσουμε στο επόμενο και τελευταίο μέρος της σειράς, όπου και θα επιχειρήσουμε μια συνολική αποτίμηση της δράσης του Τάγματος και του μύθου που κληροδότησε στην Ιστορία.